ΑΓΙΟΣ ΕΘΝΟ-ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ: Ένα αφιέρωμα
(Του ενορίτη μας κ. Ορέστη Κλεισιούνη, ναυάρχου ε.α.)
Σεβαστοί Πατέρες,
Αγαπητοί Ενορίτες, Κυρίες και Κύριοι,
Στην φετινή
εκδήλωση μνήμης θα ήθελα να μου επιτρέψετε να σας υπενθυμίσω ορισμένα γεγονότα,
που επέλεξα από το βίο του Αγίου Εθνο-Ιερομάρτυρα Χρυσοστόμου Επισκόπου Σμύρνης,
προκειμένου να αποδώσουμε το οφειλόμενο χρέος προς αυτόν. Όμως θα ήθελα
και την επιείκειά σας για την προφορά
μου ζητώντας εκ των προτέρων συγγνώμη.
O σκοπός
της παρούσας συγκέντρωσής μας αποδίδεται εξαίρετα με ένα ποίημα των απανταχού
Τριλιανών που, για το χρέος, αναφέρει: Για να θυμάται όσο ζει και αυτός και οι
απόγονοί του τις ρίζες της καταγωγής τα πάθη της φυλής του.
Να λοιπόν η
καταγωγή του Αγίου. Η Τρίλια, κωμόπολη της Προύσας. Μία ελληνικότατη και
ωραιότατη κωμόπολη της Προποντίδας με φιλοπρόοδους, εργατικούς και φιλόμουσους
κατοίκους με ασχολία την καλλιέργεια της γης, ιδιαίτερα την ελαιοπαραγωγή αλλά και
την αλιεία. Εδώ λοιπόν, τον χειμώνα του 1867 (6 η 8 Ιανουαρίου 1867), γεννιέται το δεύτερο
παιδί του Δημογέροντα Νικολάου Καλαφάτη
και της Καλλιόπης το γένος Λεμονίδου. Ο Νικόλαος Καλαφάτης, ευσεβής και καλός
χριστιανός, έψελνε τακτικά στην εκκλησία της κωμόπολής του και ονειρευόταν να δει ένα από τα παιδιά του
κληρικό και μάλιστα Δεσπότη. Από εκεί, ένα πρωινό, δύο ημέρες πριν τη βάφτιση
του μικρού Χρυσόστομου, πέρασε ο Μητροπολίτης Προύσας Νικόδημος και ευλόγησε το
παιδί, ενώ οι παρευρισκόμενοι ευχόντουσαν στη μητέρα του και Δεσπότης. Η μητέρα
του, εν πνεύματι και αληθεία Χριστιανή, τον
τάζει στην εκκλησία μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας της Παντοβασσίλισας.
Έτσι ξεκινάει η πορεία ενός μάρτυρα Ιεράρχη.
Στο επτατάξιο
σχολείο διακρίνεται ο Χρυσόστομος για την ευγένεια του χαρακτήρα του και την
πνευματική του υπεροχή, ενώ δείχνει έφεση
στην εκκλησιαστική ιστορία. Με τη βοήθεια του Θεού και τις δαπάνες της
οικογενείας του θα σταλεί το 1884 στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης όπου θα αποφοιτήσει
αριστούχος το 1891. Από τότε και μέχρι να εκλεγεί Μητροπολίτης υπηρετεί ως
αρχιδιάκονος της Μητρόπολης Μυτιλήνης και αργότερα της Εφέσου, ενώ από το 1897
χειροτονείται από τον ίδιο τον Πατριάρχη ως πρεσβύτερος για να ακολουθήσει
σύντομα η χειροθεσία του ως Μεγάλος Πρωτοσύγκελος του Οικουμενικού Θρόνου το
1898.
Μία άγνωστη πτυχή
της ζωής του αποτελεί και η συμβολή του για την αποκατάσταση της αλήθειας στο
ζήτημα του δήθεν τάφου της Παναγίας στην Έφεσο, που προέκυψε το 1894. Συνέβαλε
σπουδαία ανατρέποντας με ακαταμάχητα επιχειρήματα τους ισχυρισμούς των
Καθολικών. Ας έχουμε υπόψη μας πως και σήμερα ακόμη διατηρείται ένας χώρος που
δείχνουν οι Καθολικοί ως τάφο της Παναγίας με πλήρη διαστρέβλωση της αλήθειας.
Ο Άγιος, την Μ.
Παρασκευή του 1902, εκφωνεί ένα
μνημειώδη λόγο για τη ζωή και τον θάνατο. Είπε ότι η ζωή και ο θάνατος είναι
δύο ισοδύναμες και ισότιμες εκφράσεις, αφού η ζωή οδηγεί στον θάνατο και ο
θάνατος ανοίγει τις πύλες της ζωής. Η σταύρωση του Κυρίου μία και μόνη
κατεύθυνση έχει, τη συμφιλίωση του ανθρώπου προς τον θάνατο. Εκεί ουσιαστικά, με
τα συγχαρητήρια του παριστάμενου Πατριάρχη, διαπιστεύεται να καταλάβει μία εξέχουσα θέση στην Εκκλησία.
Τον Μάϊο του 1902
εκλέγεται Μητροπολίτης Δράμας. Η
επιθυμία των γονέων του εισακούστηκε από το Θεό και ο Χρυσόστομος σε
ηλικία 35 ετών γίνεται Δεσπότης μίας Μητρόπολης στην καρδιά του Μακεδονικού
Αγώνα, αλλά και στην κορύφωσή του. Το 1904 σκοτώθηκε ο Παύλος Μελάς. Αποτελεί
μνημείο γενναιότητας η μάλλον προφητική απάντηση την οποία έδωσε, κατά την
χειροτονία του, προς την προσφώνηση του
αειμνήστου Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ΄.
«Εν όλη τη καρδία μου και εν όλη τη διάνοια μου θα
υπηρετήσω την Εκκλησία και το Γένος. Και η μίτρα μου, την οποία οι άγιες χείρες σου εναπέθεσαν στην κεφαλή
μου, εάν πέπρωται να απωλέσει ποτέ την
λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθεί σε ακάνθινο στεφάνι μάρτυρος Ιεράρχου».
Συγκλονιστική στιγμή
στην πορεία της ζωής του, χαρακτηριστική του μεγέθους της προσωπικότητάς του.
Στη Μητρόπολη Δράμας εκτελεί πλουσιότατο έργο και κτίζει ναούς, γηροκομεία και άλλα κοινωφελή καθιδρύματα, ενώ
η εθνική του δράση οδήγησε στην ανάκλησή του στην
Κωνσταντινούπολη και την τελική μετάθεσή του από την Μητρόπολη τον Ιούνιο του 1909.
Το 1910 εκλέγεται Μητροπολίτης Σμύρνης από την οποία
απομακρύνθηκε και πάλι δύο φορές για εθνικούς πάντοτε λόγους. Η Σμύρνη εκείνη
την περίοδο, προ των Βαλκανικών Πολέμων αλλά και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ανθούσε
σε όλους τους τομείς της ζωής της πόλης με ισχυρότατη ελληνική παρουσία. Η
αποβίβασή του στη Σμύρνη, για την ανάληψη των καθηκόντων του, ήταν
περιπετειώδης, με παραλίγο ναυάγιο του πλοίου που επέβαινε. Ο Άγιος με θαυμαστή
ψυχραιμία ενθαρρύνει το πλήρωμα και τους επιβαίνοντες. Σε επιστολή του προς τον
Πατριάρχη αναφέρει ότι περάσαμε τη νύκτα αγωνιώντες και αναμένοντες τον θάνατο.
Εκεί προσκάλεσε όλους τους χριστιανούς σε δέηση προς τον Θεό και διάβασε
μεγαλόφωνα τα κεφάλαια του Ευαγγελίου που περιέχουν την Δεσποτική προσευχή και
αποτελούν περικοπές της Μεγάλης Πέμπτης. Το θαύμα ήταν προφανές και το πλήρωμα
παρατάχθηκε τιμητικά, κατά την αποβίβασή του, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του.
Ένα χρόνο μετά την
τοποθέτησή του στην Μητρόπολη Σμύρνης δολοφονείται ο μικρασιάτικης καταγωγής
Μητροπολίτης Γρεβενών Αιμιλιανός από κομιτατζήδες. Στις 2 Οκτωβρίου του 1911 κατάχλομος και
ταραγμένος ο Άγιος ανεβαίνει στο άμβωνα της Αγίας Φωτεινής και λέει, μεταξύ
άλλων: «όταν Αρχιερείς καίγονται ως λαμπάδες ενώπιον της πατρίδας ο
μαρτυρικός τους θάνατος γίνεται υπόθεση ζωής και δόξας αλλά και θεμέλιο αγιοτέρου βίου. Το μνημόσυνό τους δεν
εναρμονίζεται με δάκρυα και θλίψη, αλλά με υπερηφάνεια και αγαλλίαση». Και
κλείνει λέγοντας: «Σε εμάς χαρίσθηκε όχι μόνο το να πιστεύουμε ορθώς στον
Χριστό αλλά και το υπέρ Αυτού αγογγύστως πάσχειν, γενναίως μαρτυρείν και
ενδόξως θνήσκειν».
Η προσφορά του ποιμενάρχη
στην Μητρόπολη Σμύρνης ήταν διαρκής και πολυσχιδής, ενώ δινόταν απλόχερα προς
όλους τους κατοίκους. Ενδιαφέρθηκε για το πανεπιστήμιο Σμύρνης, υποστήριξε εγκάρδια τη λειτουργία της
μουσικής σχολής και έσωσε τον Πανιώνιο
Γυμναστικό Σύλλογο που είχε περιέλθει σε δυσχερέστατη θέση. Το 1919 η συνθήκη
των Σεβρών θα αλλάξει το καθεστώς της Σμύρνης και θα αρχίσει ο Γολγοθάς του
Ιεράρχη που θα καταλήξει το 1922. Στο διάστημα αυτό θα αντιμετωπίσει με ειλικρίνεια και υψηλό
αίσθημα ευθύνης τον ύπατο αρμοστή Αριστείδη
Στεργιάδη. Προ του τέλους του θα απευθύνει έκκληση στον Ελευθέριο Βενιζέλο για το ποίμνιο του, ενώ θα σημειώσει
όταν το γράμμα θα διαβασθεί ίσως να βρίσκεται στο μαρτύριο του. Ακόμη και όταν θα
του προσφερθεί βοήθεια στο Γαλλικό προξενείο για να αποχωρήσει σώος, θα
κοιτάξει την εικόνα του μαρτυρίου του Αγίου Πολυκάρπου, πολιούχου της Σμύρνης,
και θα πει: «έχω την αίσθηση για ανάλογο φρικτό μαρτύριο». Μετά όταν θα κληθεί να προσαχθεί στο Τούρκο Στρατιωτικό Διοικητή
Νουρεντίν θα ανοίξει το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο και θα διαβάσει το κεφάλαιο της
προσαγωγής του Ιησού στον Πιλάτο. Το Ευαγγέλιο βρέθηκε ανοιχτό και στο
περιθώριο μια ιδιόχειρη σημείωση του Χρυσοστόμου: «Συγχωρώ όλους και ζητώ την συγχώρηση όλων», ενώ θα θυμηθεί τα
λόγια , που σαν υπόσχεση είχε δώσει στον Πατριάρχη όταν τον μετέθεταν στη
Δράμα: «Ζητώ σταυρόν, μεγάλον σταυρὸν επὶ του οποίου να δοκιμάσω την ευχαρίστησιν
καθηλούμενος, και μη έχων έτερόν τι να δώσω προς σωτηρίαν της ημετέρας πατρίδος
να δώσω το αίμα μου». Μετά την προσαγωγή του παραδόθηκε στα πλήθη με τη
γνωστή κατάληξη. Η εικόνα της κατακρεούργησης είναι τρομερή. Το παλαιό
ημερολόγιο έγραφε 27 Αυγούστου του 1922,
ημέρα Σάββατο. Πέθανε σαν αληθινός μάρτυρας. Το τελευταίο του βήμα σταθερό και
τα μάτια του αστραφτερά, αγέρωχος με πίστη ακλόνητη. Ο Ιεράρχης που
αντιμετώπισε τη ζωή ως ατέλειωτο αγώνα με τέρμα το μαρτύριο, τη θυσία.
Με την μικρή
παράθεση των γεγονότων αποτίουμε φόρο τιμής στον μέγιστο Ιεράρχη κλίνοντας
ευλαβικά το γόνυ. Στεκόμαστε και αντικρίζουμε την προτομή του, κάθε φορά που
προσερχόμαστε στον Ιερό Ναό της Αγίας
Παρασκευής, χάριν της πρωτοβουλίας του αειμνήστου Μικρασιάτη ενορίτη μας
Βασιλείου Τζαννή, διδασκόμενοι διαρκώς
πως ο δρόμος του μαρτυρίου οδηγεί στην αιώνιο ζωή.
Ο ποιητής
νοσταλγεί και γράφει: «Υπάρχουν κάποια απόρθητα στη Μικρασία κάστρα, θεμέλιο
τους τα Τάρταρα κι Ακρόπολη τους τα Άστρα, αυτά
δικά σου δε μπορείς εχτρέ τους να τα κάμεις, τα υπερασπίζουν άτρωτες Ασώματες Δυνάμεις, κι
απ’ τις επάλξεις τους φωνή κραυγάζει στεντορεία: Δικά σας αν τα χώματα, δική
μας η Ιστορία».
Σας ευχαριστώ πολύ.
(Σύντομη ομιλία
επί τη μνήμη των αναιρεθέντων υπό των Τούρκων Μικρασιατών πατέρων και αδελφών
κατά την καταστροφή του 1922, στις 22 Σεπτεμβρίου 2019).