24 Σεπτεμβρίου 2022

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Α΄ ΛΟΥΚΑ

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 5, 1-11

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑστὼς ὁ Ἰησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. Ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. Ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. Καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. Καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. Ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. Καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. Καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, καθώς στεκόταν ὁ Ἰησοῦς στήν ὄχθη τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, εἶδε δύο ψαροκάικα στήν ἄκρη τῆς λίμνης. Οἱ ψαράδες εἶχαν κατεβεῖ ἀπ’ αὐτά καί ἐπλεναν τά δίχτυα. Ἐκεῖνος ἀνέβηκε σ’ ἕνα ἀπό τά ψαροκάικα, σ’ αὐτό πού ἦταν τοῦ Σίμωνα, καί τόν παρακάλεσε νά τραβηχτεῖ λίγο ἀπό τήν ξηρά. Κάθισε στό ψαροκάικο καί ἀπ’ αὐτό δίδασκε τά πλήθη. Ὅταν τελείωσε τήν ὁμιλία του, εἶπε στό Σίμωνα: «Πήγαινε στά βαθιά καί ρίξτε τά δίχτυά σας γιά ψάρεμα». Ὁ Σίμων τοῦ ἀποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, ὅλη τή νύχτα παιδευόμασταν καί δέν πιάσαμε τίποτε· ἐπειδή ὅμως τό λές ἐσύ, θά ρίξω τό δίχτυ». Τό ἔριξαν κι ἐπίασαν πάρα πολλά ψάρια, τόσα πού τό δίχτυ τους ἄρχισε νά σκίζεται. Μέ νεύματα εἰδοποίησαν τούς συνεταίρους τους, πού ἦταν στό ἄλλο πλοῖο νά ἔρθουν νά τούς βοηθήσουν. Ἐκεῖνοι ἦρθαν καί γέμισαν καί τά δύο ψαροκάικα σέ σημεῖο πού νά κινδυνεύουν νά βυθιστοῦν. Ὅταν ὁ Σίμων Πέτρος εἶδε τί ἔγινε, ἔπεσε στά γόνατα τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ εἶπε: «Βγές ἀπό τό καΐκι μου, Κύριε, γιατί εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός». Αὐτά τά εἶπε γιατί εἶχε κυριευτεῖ ἀπό δέος, αὐτός καί ὅλοι ὅσοι ἦταν μαζί του, γιά τά πολλά ψάρια πού εἶχαν πιάσει. Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τά παιδιά τοῦ Ζεβεδαίου, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη, πού ἦταν συνεργάτες τοῦ Σίμωνα. Ὁ Ἰησοῦς τότε εἶπε στό Σίμωνα: «Μή φοβᾶσαι, ἀπό τώρα θά ψαρεύεις ἀνθρώπους». Ὕστερα, ἀφοῦ τράβηξαν τά ψαροκάικα στή στεριά, ἄφησαν τά πάντα καί τόν ἀκολούθησαν.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄ Κορ. 4, 6-15)

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ ̓ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ ̓ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ ̓ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ ̓ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. Ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. Ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ Ἰησοῦ  ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. Τὰ γὰρ πάντα δι ̓ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ὁ Θεός πού εἶπε μέσα ἀπό τό σκοτάδι νά λάμψει φῶς, αὐτός ἔλαμψε μέσα στίς καρδιές μας καί μᾶς φώτισε νά γνωρίσουμε τή δόξα του στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά ἐμεῖς πού ἔχουμε αὐτόν τό θησαυρό εἴμαστε σάν τά πήλινα δοχεῖα· ἔτσι γίνεται φανερό πώς ἡ ὑπερβολική ἀξία τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ προέρχεται ἀπό τό Θεό κι ὄχι ἀπό μᾶς. Ἄν καί μᾶς πιέζουν ἀπό παντοῦ, δέ μᾶς καταβάλλουν. Βρισκόμαστε σέ ἀδιέξοδο, ἀλλά δέν ἀπελπιζόμαστε. Μᾶς καταδιώκουν, Θεός ὅμως δέ μᾶς ἐγκαταλείπει. Μᾶς ρίχνουν κάτω, μά δέ χάνουμε τόν ἀγώνα. Συνεχῶς ὑποφέρουμε σωματικά μετέχοντας ἔτσι στό θάνατο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γιά νά φανερωθεῖ στό πρόσωπό μας ζωή τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ. Δηλαδή εἴμαστε ζωντανοί, ἀλλά ἐκθέτουμε συνεχῶς τόν ἑαυτό μας στό θάνατο γιά χάρη τοῦ Ἰησοῦ, ὥστε νά φανερωθεῖ στό θνητό μας σῶμα ζωή τοῦ Ἰησοῦ. Ἔτσι, ἐμᾶς μᾶς ἀπειλεῖ συνεχῶς θάνατος, ἐνῶ ἐσεῖς κερδίζετε τή ζωή. Ἔχουμε, λοιπόν, τήν ἴδια ἐμπιστοσύνη στό Θεό, πού ἀναφέρει Γραφή: “Ἐμπιστεύτηκα τόν ἑαυτό μου στό Θεό, γιαὐτό καί μίλησα”. Κι ἐμεῖς ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στό Θεό, γιαὐτό καί κηρύττουμε. Ξέρουμε ὅτι Θεός, πού ἀνέστησε τόν Κύριο Ἰησοῦ, θά ἀναστήσει καί ἐμᾶς διά τοῦ Ἰησοῦ καί θά μᾶς παρουσιάσει μπροστά του μαζί σας. Ὅλα, λοιπόν, γίνονται γιά σᾶς. Ἔτσι, ὅσο πιό πολλοί δεχτοῦν τή χάρη, τόσο πιό μεγάλη θά εἶναι εὐχαριστία καί δοξολογία πρός τό Θεό.

Η ΑΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΕΚΛΑ

«Η αγία Θέκλα καταγόταν από την πόλη του Ικονίου, η μητέρα της λεγόταν Θεόκλεια και ανήκε σε ευγενές και ένδοξο γένος. Κατηχήθηκε τον λόγο της πίστεως από τον μεγάλο απόστολο Παύλο, τον οποίο άκουσε να διδάσκει στο σπίτι του Ονησιφόρου. Όταν έγινε χριστιανή, ήταν δεκαοκτώ ετών και είχε μνηστευθεί τον Θάμυρη. Αφού περιφρόνησε τη φωτιά, στην οποία την έβαλαν, τη μητέρα της και τον μνηστήρα της, ακολούθησε τον Παύλο. Μετά από αυτά βρέθηκε στην Αντιόχεια, κι εκεί λόγω της πίστεώς της ρίχθηκε από τον Αλέξανδρο στα θηρία και σε ταύρους, προκειμένου να την κομματιάσουν. Από όλα όμως σώθηκε με τη χάρη του Θεού, οπότε άρχισε να περιέρχεται διάφορες πόλεις κηρύσσοντας το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, με αποτέλεσμα να φέρει στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Ύστερα επανήλθε στην πατρίδα της, όπου αποσύρθηκε σε κάποια από τα βουνά της και ασκήτεψε μόνη της. Επιτέλεσε πολλά θαύματα στους ανθρώπους που την επισκέπτονταν, μέχρις ότου τελείωσε τη ζωή της, μπαίνοντας μέσα σ’  ένα βράχο που άνοιξε με τη δύναμη του Θεού για χάρη της. Όλος ο χρόνος της ζωής της  ήταν ενενήντα έτη».

Δεν είναι μόνον οι άνδρες που μπορεί να καυχώνται για τον πρώτο εν μάρτυσι, τον άγιο Στέφανο. Είναι και οι γυναίκες που αντιστοίχως έχουν την πρώτη μεταξύ των γυναικών μάρτυρα, την αγία Θέκλα, μεγαλομάρτυρα επίσης και ισαπόστολο. Η αγία αυτή κατέχει ιδιαίτερη θέση μεταξύ των αγίων και των μαρτύρων, όχι μόνον ως «σύναθλος Στεφάνου», αλλά και ως «συνόμιλος Παύλου». Διότι κ α ι από τον απόστολο Παύλο μεταστράφηκε και έγινε χριστιανή,  αλλά κ α ι τον ακολούθησε σε πολλές από τις περιοδείες του, δείχνοντας τέτοιο ανδρείο φρόνημα, ιδίως σ’  αυτά που υπέστη, που έκανε, κατά τον υμνογράφο,  την προμήτορα Εύα, η οποία υποτάχτηκε στα κελεύσματα του διαβόλου, να χαίρεται, γιατί βρέθηκε γυναίκα να υποτάσσει τον πονηρό. «Εύα χαίρει, καθορώσα γυναιξί τον όφιν υποπίπτοντα».

Ο υμνογράφος ιδιαιτέρως επιμένει στο γεγονός ότι η αγία, νεότατη στην ηλικία, ευθύς ως έγινε χριστιανή, άφησε τον μνηστήρα της, για να γίνει ακόλουθος του Παύλου και ευαγγελίστρια Χριστού. Η μεταστροφή της αυτή, από έγγαμος που επρόκειτο να γίνει, τελικώς να αφιερωθεί ως άγαμη στον Χριστό, δεν οφείλετο βεβαίως σε μία υποβάθμιση του γάμου. Κάτι τέτοιο δεν είναι χριστιανικό, αφού ο γάμος και η κατά Χριστόν παρθενία θεωρούνται εκ Θεού και ισάξιοι δρόμοι μέσα στην Εκκλησία, που ορθά ασκούμενοι εκβάλλουν στη βασιλεία του Θεού. Άλλωστε ο Θάμυρης ο μνηστήρας της ήταν ειδωλολάτρης και η σχέση τους είχε ξεκινήσει πριν γίνει η αγία χριστιανή, συνεπώς δεν μπορούμε να μιλάμε για γάμο, κατά τον τρόπο τον χριστιανικό. Η αγία απλώς, μπροστά στο νέο που ανοίχτηκε ενώπιόν της, τον Χριστό και τη Βασιλεία Του, θέλχτηκε από την αγάπη προς Εκείνον, τόσο που θεώρησε ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχίζει να ζει όπως και πριν. Μπροστά στο δίλημμα: μαζί με τον μνηστήρα της σε μία ζωή ειδωλολατρική ή μαζί με τον Χριστό ως χριστιανή, χωρίς δισταγμό προτίμησε το δεύτερο. Διότι κατενόησε ότι η αγάπη προς τον Χριστό ήταν πάνω από όλα. «Ο φιλών…τι υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» είπε ο Κύριος. Τα πράγματα θα ήταν ασφαλώς διαφορετικά, αν και ο Θάμυρης ήταν χριστιανός. Τότε θα συναγωνίζονταν για την απόκτηση της βασιλείας του Θεού. Ως ειδωλολάτρης όμως ο μνηστήρας δεν είχε πολλά περιθώρια να «επιβιώσει» πια στη σχέση αυτή. Ο υμνογράφος το επισημαίνει: «Μνηστευθείσαν Θαμύριδι, ο νυμφαγωγός σε Παύλος ηρμόσατο, τω νυμφίω ως αμώμητον, τω επουρανίω Θέκλα πάνσοφε». Δηλαδή, Θέκλα πάνσοφε, ο νυμφαγωγός Παύλος ένωσε εσένα, που ήσουν μνηστευμένη με τον Θάμυρη, σαν αγνή νύμφη με τον επουράνιο νυμφίο (Χριστό). Ποιος μπορεί να συγκριθεί με τον Χριστό και με την αγάπη Εκείνου; Η αγάπη προς τον Χριστό έκανε πια τη Θέκλα να θεωρεί παραλήρημα τα όποια λόγια που έλεγε ο Θάμυρης: «Θαμύριδος τα ρήματα, ώσπερ λήρον Μάρτυς εμυκτήρισας».

Αυτή η αγάπη προς τον Χριστό, ο πόθος της αγίας προς τον Δημιουργό της είναι εκείνο που επίσης διαπιστώνει ο υμνογράφος. Αν η αγία Θέκλα νίκησε τον ανθρώπινο έρωτα – νόμιμο κάτω από άλλες συνθήκες βεβαίως – αν νίκησε το φίλτρο προς τη μητέρα της, αν νίκησε όλες τις ηδονές που υπόσχεται η νεανική ηλικία, ήταν γιατί ακριβώς η καρδιά της κυριαρχήθηκε από τον νυμφίο της Χριστό. Όπως το σημειώνει και ο ποιητής: «ο πόθος του Ποιητού, των κτισμάτων ενίκα τους έρωτας». Κι είναι τούτο ό,τι επισημαίνουμε γενικώς στους αγίους μας: μπορούν να υπερβαίνουν όλα τα εμπόδια, μπορούν και φαίνονται υπεράνθρωποι και ήρωες, γιατί η αγάπη του Χριστού τους συνέχει. Σαν τον απόστολο Παύλο μπορούν και εκείνοι να λένε: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη, στενοχώρια, κίνδυνος, μαχαίρι; Ούτε θάνατος ούτε κάποια κτίση μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη Εκείνου». Αυτήν την αγάπη του Χριστού πρέπει να έχει και κάθε χριστιανός, αν θέλει να ζει ως χριστιανός. Και για να την αποκτήσει, πρέπει πρώτα από όλα να νιώσει την έλλειψή της στη ζωή του και να την ζητήσει από Εκείνον που τη χορηγεί: τον ίδιο τον Κύριο. Το πρόβλημα είναι ότι δεν την ζητάμε. Και δεν τη ζητάμε, γιατί δεν νιώθουμε την έλλειψή της. Και δεν νιώθουμε την έλλειψή της, γιατί άλλες αγάπες, του κόσμου τούτου, κατακλύζουν την ύπαρξή μας. Αγάπες όμως φθαρτές, που το μόνο που προσφέρουν είναι η θλίψη και ο θάνατος.  

23 Σεπτεμβρίου 2022

«ΚΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΑΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΣΕ ΤΙΠΟΤΑ ΝΑ ΜΑΣ ΒΟΗΘΗΣΕΙ!»

 «Πρέπει πάντοτε νά προσέχουμε καί νά ἔχουμε μία συνεχή ἀμφιβολία γιά τό ἄν τά πράγματα εἶναι ἔτσι πού τά σκεπτόμαστε. Γιατί, ὅταν κανείς συνεχῶς ἀσχολεῖται μέ τούς λογισμούς του καί τούς ἐμπιστεύεται, τά φέρνει ἔτσι ὁ διάβολος, ὥστε νά κάνει τόν ἄνθρωπο πονηρό, ἔστω κι ἄν εἶναι ἀπό τή φύση του ἀγαθός… Πρέπει νά ἔχουμε καλούς λογισμούς. Ἄν δέν ἔχουμε, τότε καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος νά εἶναι γέροντάς μας καί νά κάνει συνέχεια θαύματα, δέν θά μπορέσει σέ τίποτα νά μᾶς βοηθήσει!» (Όσιος Παΐσιος Αγιορείτης).

Ὁ ὅσιος μᾶς καλεῖ νά προσέχουμε καί νά ἀμφιβάλλουμε γιά τήν ὀρθότητα τῶν λογισμῶν καί τῶν σκέψεών μας. Ἡ ἐμπειρία καί ἡ ἱστορία τόν ἐπιβεβαιώνουν περίτρανα. Πόσες φορές δέν συναντᾶμε ἀνθρώπους, πού γεμᾶτοι ἀπό κατήφεια καί μελαγχολική διάθεση προσπαθοῦν νά μᾶς πείσουν πόσο μαύρη εἶναι ἡ ζωή τους γιατί ὅλα τούς πᾶνε ἀνάποδα, ὅλοι τούς ἐχθρεύονται καί τούς ὑπονομεύουν, οἱ ἴδιοι πονᾶνε παντοῦ καί πάσχουν ἀπό διάφορες ἀρρώστιες, τά οἰκονομικά τους βρίσκονται σέ μεγάλη στενότητα!  Θυμίζει ἡ περίπτωσή τους τούς ὀπαδούς τῆς φιλοσοφίας τοῦ ἀθέου ὑπαρξισμοῦ, οἱ ὁποῖοι ἐκκινώντας ἀπό τά φοβερά γεγονότα πού ἐκτυλίχτηκαν κατά τόν 20ό αἰώνα – παγκοσμίους πολέμους, αὔξηση ἐγκληματικότητας, ἔξαρση ναρκωτικῶν – τόνιζαν καί τονίζουν ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε καλό στόν πλανήτη μας, ὅτι ὁ χαρακτηρισμός «κόσμος» πού εἶχαν δώσει οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στόν κόσμο μας, δηλαδή ὅτι εἶναι κόσμημα: κάτι πού ἔχει τάξη καί ὀμορφιά, δέν ἰσχύει, ὅτι ἡ μόνη βεβαιότητα εἶναι ὁ φόβος πού φωλιάζει στόν ἄνθρωπο καί ἡ συνακόλουθη ἀνασφάλεια.

Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, στόν ἀντίποδα, μπορεῖ νά συναντήσουμε ἁγίους ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ζοῦν στόν ἴδιο μέ τούς παραπάνω κόσμο, μά ἡ διάθεσή τους εἶναι παντελῶς διαφορετική: ἔχουν μία πνευματική ἰσορροπία καταπλήσσουσα, εἶναι γαληνεμένοι καί εἰρηνικοί στή ζωή τους, τό ἄγχος καί ἡ ἀνασφάλεια εἶναι ξένες πρός αὐτούς καταστάσεις, κι ἀκόμη: ἡ χαρά καί ἡ εὐτυχία φαίνεται καθαρά ὅτι διακατέχουν τόν ἐσωτερικό τους κόσμο. Κι ὄχι βεβαίως γιατί δέν ζοῦν κι αὐτοί στιγμές ἤ περιόδους μεγαλύτερες μέ θλίψη, στενοχώρια, φόβο ἤ ἀνασφάλεια – στοιχεῖα τοῦ πεσμένου στήν ἁμαρτία κόσμου μας -, ἀλλά δέν εἶναι αὐτά πού καθορίζουν τή ζωή τους, δέν σφραγίζεται δηλαδή αὐτή μέ μία ἀρνητική θεώρηση τῆς ζωῆς, μέ φιλοσοφικές μάλιστα μερικές φορές προϋποθέσεις, κι αὐτό γιατί τά θεωροῦν ὑπό τό πρίσμα τῆς πίστης στόν Θεό, ὡς δηλαδή παραχώρηση καί διαπαιδαγώγηση Ἐκείνου προκειμένου νά ἀσκηθοῦν στήν ὑπομονή καί νά ὁδηγηθοῦν ἔτσι σέ μεγαλύτερη τελειότητα (βλ. Ἰακ. 1,2).

Τί εἶναι ἐκεῖνο λοιπόν τό ὁποῖο προκαλεῖ τίς διαφορετικές θεωρήσεις, ὥστε ἄλλοι νά τά βλέπουν ὅλα μαῦρα, κατά τό κοινῶς λεγόμενο, καί ἄλλοι νά τά βλέπουν πλημμυρισμένα στό φῶς, ἐνῶ καί οἱ μέν καί οἱ δέ βρίσκονται κάτω ἀπό τόν ἴδιο παρονομαστή, τή ζωή αὐτοῦ τοῦ κόσμου; Ἐκεῖνο πού διαφοροποιεῖ τούς ἀνθρώπους εἶναι ἡ ὀπτική γωνία ἀπό τήν ὁποία βλέπουν τόν κόσμο καί τή ζωή. Καί τήν ὀπτική αὐτή γωνία τή δημιουργεῖ ἡ ὑπάρχουσα ἤ ὄχι πίστη τους στόν Θεό. Ὁ καθένας βλέπει τόν κόσμο μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς. Ἄν ἡ ψυχή εἶναι δεμένη μέ τόν Θεό ἐν Χριστῷ καί φωτίζεται ἀπό Αὐτόν, τότε μπορεῖ νά ἐπισημάνει τήν παρουσία Του σέ κάθε τι ἀπό τή δημιουργία, ὁπότε βλέπει τό νόημα τῶν πραγμάτων καί ἔχει λόγους νά χαίρεται. Ἄν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δέν πιστεύει στόν Θεό ἤ γενικῶς παρουσιάζει μία λειψή πίστη, αὐτό πού ὀνομάζουμε ὀλιγοπιστία, τότε τόν κόσμο θά τόν δεῖ μέ τά κυριαρχημένα ἀπό τά πάθη του καί τίς ἀνασφάλειές του μάτια τῆς ψυχῆς του, ὁπότε ὁ χρωματισμός τοῦ κόσμου θά γίνει ἀνάλογος: ὅλα κακά καί ἄσχημα.

Ἡ σύγχρονη ψυχολογία ἔχει ἐπισημάνει τήν ἀλήθεια αὐτή πρό πολλοῦ, ὅταν χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο προβολή, γιά νά ἑρμηνεύσει τούς χαρακτηρισμούς καί τίς ἀξιολογήσεις τῶν ἀνθρώπων σχετικά μέ τή ζωή τους καί τόν κόσμο πού τούς περιβάλλει. Ὑποστηρίζει δηλαδή ὅτι ὅταν προβαίνουμε σέ κάποια ἀξιολόγηση ἑνός γεγονότος ἤ μιᾶς καταστάσεως, στήν πραγματικότητα προβάλλουμε πρός τά ἔξω ὅ,τι κυριαρχεῖ στόν ἐσωτερικό μας κόσμο: ἄν ὁ κόσμος μας αὐτός εἶναι ἰσορροπημένος, ἰσορροπημένα θά βλέπουμε καί τά γύρω μας· ἄν ὑπάρχει κάποια ἐμπλοκή μέσα μας, τήν ἐμπλοκή αὐτή θά προβάλλουμε καί πρός τά ἔξω. Γι’ αὐτό καί οἱ κρίσεις μας τίς περισσότερες φορές εἶναι ἐπισφαλεῖς καί ὑπό ἀμφισβήτηση: ἐξαρτῶνται ἄμεσα ἀπό τό τί κυριαρχεῖ μέσα μας.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τή σχέση αὐτή μεταξύ τῆς ψυχῆς καί τοῦ κόσμου ἀπό πλευρᾶς ἀξιολόγησης τήν κατέγραψε μέ τή φράση: «πάντα καθαρά τοῖς καθαροῖς» (Τίτ. 1, 15). Ὅλα εἶναι καθαρά γι’ αὐτούς πού εἶναι καθαροί στήν ψυχή. Ἡ ἐπισήμανση ἔτσι τῆς πονηρίας καί τῆς κακίας στόν κόσμο συνιστᾶ ταυτοχρόνως καί φανέρωση τῆς πονηρίας καί τῆς κακίας στή δική μας ψυχή. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, ὁ νεώτερος αὐτός Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, μέ πολύ διεισδυτικό τρόπο καί ἀμεσότητα, ὡς ἑξῆς καταγράφει τήν παραπάνω ἀλήθεια:

«Ἤξευρε γάρ πῶς, ὅταν ἀριστερῶς λογιάσῃς κανένα κακόν τοῦ ἀδελφοῦ σου, εἶναι κάποια ρίζα τοῦ αὐτοῦ κακοῦ καί εἰς τήν καρδίαν τήν ἐδικήν σου· ἥτις, κατά τήν διάθεσιν, καί τό πάθος, ὁποῦ ἔχει, ἔτσι ἐμπαθῶς κρίνει καί τά τῶν ἄλλων, ὡς γέγραπται. “Ὁ πονηρός ἄνθρωπος, ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας ἐκβάλλει τά πονηρά” (Ματθ. ιβ΄ 35). Διατί, κατά ἄλλον τρόπον, ἕνας καθαρός καί ἀπαθής ὀφθαλμός, ἀπαθῶς βλέπει καί τά πράγματα, καί ὄχι πονηρῶς. “Καθαρός ὁ ὀφθαλμός τοῦ μή ὁρᾶν πονηρά” (Ἀββακ. α΄13). Ὅθεν, ὅταν ἔλθῃ εἰς τόν λογισμόν σου νά κρίνῃς ἄλλους διά κανένα ἐλάττωμα, ἀγανάκτησε κατά τοῦ ἑαυτοῦ σου, ὡς πταίστου, καί ἐργάτου τοῦ ἰδίου σφάλματος, καί εἰπέ εἰς τήν καρδίαν σου· “Πῶς ἐγώ ὁ ταλαίπωρος, εὑρισκόμενος εἰς τό ἴδιον σφάλμα, καί εἰς ἄλλα βαρύτερα ἐλαττώματα, θέλω ἀποτολμήσει νά ὑψώσω τήν κεφαλήν, διά νά ἰδῶ, καί νά κρίνω τῶν ἄλλων τά σφάλματα;” Καί οὕτω, τά ἅρματα, ὁποῦ θέλεις νά μεταχειρισθῇς κατά τῶν ἄλλων μεταχειρίσου τα κατά σοῦ διά νά δώσῃς ἰατρείαν εἰς τάς πληγάς σου».

Ἀπό τήν πατερική μας παράδοση εἶναι πολύ γνωστό ἐν προκειμένῳ τό περιστατικό πού διασώζει ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, κατά τό ὁποῖο τρεῖς διερχόμενοι ἀπό ἕναν δρόμο ἄνθρωποι τό σούρουπο καί βλέποντας κάποιον νά περιμένει στή γωνία, ἔκαναν τρεῖς διαφορετικές σκέψεις γι’ αὐτόν: ὁ ἕνας σκέφτηκε ὅτι πρόκειται γιά κλέφτη, πού περιμένει τήν κατάλληλη στιγμή γιά νά κλέψει τά σπίτια· ὁ ἄλλος σκέφτηκε ὅτι περιμένει τή φίλη του, γιά νά πᾶνε νά πορνέψουν· καί ὁ τρίτος ἔκανε τή σκέψη ὅτι περιμένει τόν φίλο του, γιά νά πᾶνε στήν ἀγρυπνία τῆς παρακείμενης Ἐκκλησίας. Εἶναι φανερό ὅτι στό περιστατικό ἔχουμε ἀνάγλυφη τήν περίπτωση τοῦ φαινομένου τῆς ψυχολογικῆς προβολῆς: ὁ καθένας ἑρμήνευσε τά πράγματα σύμφωνα μέ τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς του.

Τά πράγματα γίνονται ἀκόμη τραγικότερα βέβαια, μέ αὐτό πού λέει ὁ ὅσιος Παΐσιος καί πού ἀποτελεῖ ὄντως σπουδαία πνευματική πραγματικότητα: ὅτι ὅταν κανείς ἐπιμένει σέ λανθασμένους λογισμούς, τότε δέν ἔχουμε ἁπλῶς μία διαστρεβλωμένη θεώρηση τῶν πραγμάτων, δέν εἶναι δηλαδή μόνο θέμα τοῦ λογιστικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, ἀλλά ἔχουμε καί ἀλλοίωση ἐπί τά χείρω τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου, διαστρέβλωση τοῦ ἴδιου τοῦ ψυχισμοῦ του καί τοῦ παθητικοῦ μέρους του: ὁ ἄνθρωπος καί ἀγαθός νά εἶναι ἐκ φύσεως γίνεται πονηρός, μέ τή συνδρομή ἀσφαλῶς καί τοῦ διαβόλου. «Ὅταν κανείς συνεχῶς ἀσχολεῖται μέ τούς λογισμούς του και τούς ἐμπιστεύεται, τά φέρνει ἔτσι ὁ διάβολος, ὥστε νά κάνει τόν ἄνθρωπο πονηρό, ἔστω κι ἄν εἶναι ἀπό τή φύση του ἀγαθός…». Ὅτι μέ τήν ἐπισήμανση αὐτή ἀναδεικνύεται ὁλοφάνερα ἡ ἀνάγκη γιά ἐπιμονή στούς καλούς λογισμούς, ἀλλά καί ἡ ἀνάγκη τῆς ὑπακοῆς ὡς ἄρνησης τῆς ἐμπιστοσύνης στό ἴδιον ἐγώ καί οἰκείωσης τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ κυρίως μέσω τοῦ πνευματικοῦ Πατέρα, εἶναι  ἐντελῶς περιττό καί νά ποῦμε.

Τό τί πρέπει λοιπόν νά κάνουμε εἶναι αὐτονόητο: νά ἀγωνιζόμαστε ὡς πιστοί στήν καλλιέργεια τῶν καλῶν λογισμῶν. Νά ἀρχίσουμε δηλαδή συστηματικά νά βλέπουμε τόν κόσμο, τούς συνανθρώπους, τόν ἑαυτό μας, τή φύση ὄχι μέ τά μάτια τοῦ ἐμπαθοῦς ψυχισμοῦ μας, ἀλλά μέ τά μάτια πού μᾶς ἔδωσε καί μᾶς δίνει ὁ Χριστός καί ἡ ἁγία Ἐκκλησία Του. Νά ἐφαρμόζουμε δηλαδή τό πατερικό λόγιο «μή, Κύριε, τό ἐμόν, ἀλλά τό σόν θέλημα γινέσθω». Κι αὐτό πιό συγκεκριμένα σημαίνει:

- νά ἐπιμένουμε στήν αἴσθηση καταρχάς τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ μας. Ὁ κόσμος ὅλος εἶναι δημιούργημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί ἐξαρτᾶται ἀπολύτως ἀπό τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του. Ἡ πιό φυσική λοιπόν σκέψη καί αἴσθηση τοῦ χριστιανοῦ εἶναι νά βλέπει καί νά νιώθει τήν παρουσία Ἐκείνου στά πάντα. «Ὅτι ἐξ Αὐτοῦ καί δι’Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν τά πάντα ἔκτισται». «Τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός»·

- νά συνηθίσουμε νά βλέπουμε τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στό πρόσωπο τῶν συνανθρώπων μας. Ὅ,τι κι ἄν εἶναι ὁ συνάνθρωπος κι ὅ,τι κι ἄν κάνει, δέν παύει νά ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί μυστική παρουσία Ἐκείνου. «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. 25,40).

- νά ἀρχίσουμε νά βλέπουμε καί τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό σέ σχέση ἄμεση μέ τόν Χριστό: ἀποτελοῦμε ὡς βαπτισμένοι στό ὄνομά Του, πέρα ἀπό εἰκόνες Του, καί μέλη τοῦ σώματός Του, κατοικητήριά Του, ναούς τοῦ ἁγίου Πνεύματός Του.

Ἡ συστηματική καλλιέργεια τῶν λογισμῶν αὐτῶν, (ἐννοεῖται μέ ὁρμητική διάθεση τῆς ψυχῆς), δέν μᾶς ὁδηγεῖ σέ χώρους οὐτοπίας – δέν μᾶς βγάζει ἀπό τήν πραγματικότητα. Ἴσα-ἴσα μᾶς προσγειώνει στήν καθαυτό ἀλήθεια, ἀφοῦ μᾶς κάνει νά μή μένουμε στήν ἐπιφάνεια τῶν γεγονότων καί τοῦ κόσμου, ἀλλά νά βλέπουμε τό βάθος τους. Ἄλλωστε ποιός ἄλλος γνωρίζει καλύτερα τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ἴδιο τόν Δημιουργό τους, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό; Ὅταν λοιπόν μᾶς προσανατολίζει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός σ’ αὐτήν τήν ὅραση τῶν πραγμάτων, ποιός θά ‘ναι ἐκεῖνος, ἐκτός ἀπό τόν ἄπιστο ἄνθρωπο, πού θά τήν ἀμφισβητήσει;

Ὁ ὅσιος Παΐσιος, βλέπουμε στό παρατεθέν ἀρχικό κείμενο,  ἐπισημαίνει πώς ἄν δέν κινούμαστε ἔτσι, μέ τόν τρόπο πού λέει δηλαδή ὁ Χριστός καί ἡ ἀποκάλυψή Του, τόσο διαστρεβλώνεται ἡ ψυχή μας, ὥστε καί ὁ πιό μεγάλος ἅγιος νά εἶναι γέροντάς μας, σάν τόν ἅγιο Ἀντώνιο, σέ τίποτε δέν μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει!

Τά πράγματα λοιπόν εἶναι μονόδρομος: ἡ ὀρθή πίστη μας στόν Θεό καί στόν Χριστό. Ἤ θά αὐξάνουμε τήν πίστη μας γιά νά συνδεόμαστε μέ Ἐκεῖνον καί τήν Παναγία Τριάδα, θεωρώντας τά πάντα κατά τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ἤ θά ταλαιπωρούμαστε ἀπό τήν ὀλιγοπιστία καί τήν ἀπιστία μας, βουλιάζοντας μέσα στήν ἀνισορροπία τῶν παθῶν καί τῶν κακιῶν μας, γενόμενοι ἕρμαια τοῦ διαβόλου. Στήν πραγματικότητα αὐτό σημαίνει ἐπιλογή μεταξύ Παραδείσου καί κόλασης!

Η ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

«Ο ιερός ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει στο ευαγγέλιό του ότι όταν εισήλθε ο πρεσβύτης και δίκαιος Ζαχαρίας στα Άγια των Αγίων, προκειμένου να προσφέρει τη θυσία του θυμιάματος, κατά τον καιρό της εφημερίας του στον Ναό, φανερώθηκε σ’  αυτόν ο αρχάγγελος Γαβριήλ, ο οποίος του μετέφερε τη χαρμόσυνη είδηση ότι πρόκειται η γυναίκα του Ελισάβετ να γεννήσει γιο κατά το γήρας της, Προφήτη και Πρόδρομο, φωνή και κήρυκα και παντοτινό λυχνάρι, τον μύστη της χάρης του Θεού. Αυτήν τη θεία σύλληψη είπε στον προφήτη και ιερέα Ζαχαρία ο θείος αρχιστράτηγος με τα λόγια: «Εισακούστηκε η δέησή σου», οπότε με την παράδοξη αυτή γέννα λόγω γηρατειών και στειρώσεως της Ελισάβετ, άρχισε να προμηνύεται και ο θείος και παρθενικός τόκος της παναχράντου Θεοτόκου».

Θα πρέπει καταρχάς να σημειώσουμε ότι η σημερινή εορτή της συλλήψεως του αγίου Ιωάννου δεν στηρίζεται σε κάποιες πληροφορίες αποκρύφων ευαγγελίων, τις οποίες ενδεχομένως μπορεί κανείς να αμφισβητήσει, αλλά αποτελεί βεβαιότατο γεγονός, το οποίο καταγράφεται, όπως είπαμε και παραπάνω, από τον άγιο ευαγγελιστή Λουκά. Κι αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία μας εντάσσοντας το γεγονός αυτό μέσα στα θεόπνευστα κείμενά της θέλει να τονίσει τη σημασία του ερχομού στον κόσμο του Ιωάννου Προδρόμου, εκείνου του προφήτη δηλαδή που θα προετοίμαζε το έδαφος για τον ερχομό του Ίδιου του Θεού ως ανθρώπου. Με την προοπτική και πάλι του Κυρίου Ιησού Χριστού αξιολογείται το γεγονός της συλλήψεως του αγίου Ιωάννου, δηλαδή υπό το φως του Ήλιου κατανοείται το φως του λύχνου. Διότι διαφορετικά η σημασία του θα είχε την ίδια ισχύ με τη σύλληψη και κάθε άλλου ανθρώπου, που έρχεται, με την ευδοκία ασφαλώς  του Θεού, στον κόσμο.

Πέραν της παραπάνω πραγματικότητας την οποία ποικιλοτρόπως προβάλλουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, εκείνο που θεωρείται αξιοπρόσεκτο, κατά τον υμνογράφο, είναι η αντίδραση του δικαίου Ζαχαρία απέναντι στον αρχάγγελο Γαβριήλ, όταν εκείνος του ευαγγελίζεται τη γέννηση του υιού του: αμφισβητεί τα λόγια του απεσταλμένου του Κυρίου, διότι στηρίζεται στη λογική και την εμπειρία του. Πώς είναι δυνατόν από γέρο άνθρωπο και γερόντισσα γυναίκα, και μάλιστα στείρα, να γεννηθεί ένα παιδί; «Ελισάβετ τα μέλη νενέκρωται, και εμού δε το γήρας, δυσπιστίαν νυν τεκμαίρεται» - τα μέλη της Ελισάβετ έχουν νεκρωθεί και τα δικά μου γηρατειά τώρα φέρνουν μόνο δυσπιστία. Ο υμνογράφος όμως συνεχίζει να ερμηνεύει το σκεπτικό του Ζαχαρία: όχι μόνο η φυσική τάξη των πραγμάτων ανατρέπεται με όσα μεταφέρει ο άγγελος, αλλά και από πλευράς πνευματικής υπάρχει, κατ’  αυτόν, κάτι ανάποδο: «εγώ γαρ ήλθον την σωτηρίαν λαού αιτήσασθαι, ουχί δε κομίσασθαι παίδα, ως προσφωνείς». Εκείνο δηλαδή που πρέπει να επέτεινε την αμφισβήτηση του αγίου Ζαχαρία και επομένως να τον οδηγούσε σε καχυποψία ότι δεν αληθεύουν τα λόγια της ουράνιας οπτασίας, ήταν ότι ο ευαγγελισμός για τον «υποτιθέμενο» γιο του ερχόταν σε μία στιγμή πνευματικής λειτουργίας, σε ώρα δηλαδή προσευχής, και μάλιστα υπέρ της σωτηρίας του λαού. «Εγώ ήλθα εδώ στον Ναό, όπως σημειώνει ο υμνογράφος, για να ζητήσω από τον Θεό τη σωτηρία του λαού και όχι να αποκτήσω παιδί, όπως μου λές εσύ». Κι αλλού: «Αμφίβολον κέκτημαι την διάνοιαν εγώ, και απιστώ τοις λόγοις σου, τω Αρχαγγέλω έφη ο Ιερεύς. Λαού σωτηρίαν γαρ, ουκ εμής εξ οσφύος καρπόν ήτησα». Αμφιβάλλω εγώ και απιστώ στα λόγια σου, είπε ο Ιερεύς στον αρχάγγελο, γιατί ζήτησα τη σωτηρία του λαού και όχι καρπό από την οσφύ μου.

Αυτό όμως που φαίνεται τόσο «λογικό» για τον άγιο Ζαχαρία, και μάλιστα η αμφισβήτηση της εκ Θεού προέλευσης της οπτασίας λόγω του περισπασμού από το περιεχόμενο της προσευχής του: να ζητάει από τον Θεό τη σωτηρία του λαού και να του προκύπτει κάτι προσωπικό του, ένα παιδί, είναι εκείνο στην πραγματικότητα που ερχόταν ως απάντηση ακριβώς της προσευχής αυτής. Διότι η γέννηση του παιδιού του Ιωάννη ήταν η απαρχή της σωτηρίας του λαού. Με αυτόν θα ξεκινούσε η σωτηρία ως κήρυγμα μετανοίας για να γίνει αποδεκτός ο Μεσσίας. Με άλλα λόγια ο Ζαχαρίας δεν μπορούσε να κατανοήσει ότι ο Θεός τού έδινε ό,τι ζητούσε, δηλαδή αδυνατούσε να διεισδύσει στον τρόπο δράσεως του Θεού.

Κι είναι κάτι στο οποίο τελικώς «σκοντάφτουμε» οι περισσότεροι. Διότι και εμείς ζητάμε από τον Θεό διάφορα πράγματα, και μάλιστα κάτω από πνευματικές προϋποθέσεις. Και δεν καταλαβαίνουμε ότι η «άρνηση» του Θεού να μας απαντήσει ή συμβάντα σε εμάς «ξένα» προς αυτά που ζητάμε, συνιστούν τελικώς αυτό που είναι η απάντηση του Θεού ακριβώς στα αιτήματά μας. Πρέπει ίσως να «επιτρέπουμε» στον Θεό να βλέπει πέρα από ό,τι βλέπουμε εμείς και ίσως πάλι να είμαστε σε ετοιμότητα αποδοχής του δικού Του θελήματος ως πιο ευεργετικού για εμάς από το δικό μας. Ας  θυμηθούμε και αυτό που συνέβη και στον όσιο Γέροντα Παΐσιο: Δέχτηκε «άδικη» επίθεση από έναν ιερέα και ταράχτηκε, χωρίς όμως να μιλήσει. Κι όταν έπειτα άρχισε να ανακρίνει τους λογισμούς του, για να καταλάβει τι έγινε, διεπίστωσε ότι ζητούσε από τον Θεό καρδιακά να του δώσει ταπείνωση. Κι ο Θεός τού έδωσε την αφορμή: «άλλαξε» λίγο τη συμπεριφορά του ιερέα απέναντί του, προκειμένου ακριβώς να του δώσει την ευκαιρία να αγωνιστεί να αποκτήσει την ταπείνωση. Ο Θεός λοιπόν πάντοτε μας ακούει, πάντοτε μας απαντάει, πρέπει όμως να έχουμε κι εμείς ανοικτά τα μάτια μας για να διακρίνουμε ορθά την απάντησή Του.

22 Σεπτεμβρίου 2022

ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ: "ΣΜΥΡΝΕΪΚΟ ΜΙΝΟΡΕ" ΜΕ ΤΗ ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΝΤΕΛΗ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ

 

Αφιερωματική Συναυλία «Σμυρνέϊκο Μινόρε» 

με την Γλυκερία και τον Παντελή Θαλασσινό.

Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από την Μικρασιατική Καταστροφή, η Ι. Μητρόπολη Πειραιώς, τη Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022 στις 20:00 στο Βεάκειο Θέατρο Πειραιώς, θα αφιερώσει την φιλανθρωπική της συναυλία, η οποία αποτελεί πλέον θεσμό για την τοπική μας Εκκλησία, στα τραγικά γεγονότα του 1922 και στον ξεριζωμό των Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες.

Για το σκοπό αυτό θα συμμετάσχουν οι γνωστοί καλλιτέχνες Γλυκερία, Παντελής Θαλασσινός και Δημήτρης Κοντογιάννης, οι οποίοι θα ενώσουν τις φωνές τους με σκοπό αφενός την ενίσχυση του πολύπλευρου φιλανθρωπικού έργου της τοπικής μας Εκκλησίας κατά της φτώχειας, αφετέρου την διατήρηση της ιστορικής μας μνήμης μιας και η πόλη του Πειραιά υπήρξε το πρώτο λιμάνι των κατατρεγμένων και διασωθέντων Ελλήνων.

Στην εκδήλωση, η οποία έχει ως γενικό τίτλο «Σμυρνέϊκο Μινόρε» και θα παρουσιάσουν η Ανδριάνα Ζαρακέλη, η Μπάγια Αντωνοπούλου και ο Δημήτρης Αλφιέρης, θα συμμετάσχει και η μαθητική χορωδία των Εκπαιδευτηρίων της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς. Αφήγηση κειμένων από την ηθοποιό Δήμητρα Χατούπη, ενώ την καλλιτεχνική επιμέλεια έχει ο Στέλιος Φωτιάδης.

Η όλη προσπάθεια πραγματοποιείται με την συνεργασία της Περιφέρειας Αττικής και την υποστήριξη του Δήμου Πειραιά και του ΕΒΕΠ.

Διάθεση προσκλήσεων γίνεται από τους Ιερούς Ναούς και το Βιβλιοπωλείο της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό «Πειραϊκή Εκκλησία» και ηλεκτρονικά από to ticketservices.gr

Περισσότερες πληροφορίες: 2104118646 και 2104122625

ΓΙΑ ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ ΘΑ ΚΡΙΘΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ!

«Δεν θα κατηγορηθούμε, αγαπητοί μου, δεν θα κατηγορηθούμε την ώρα του θανάτου μας, διότι δεν θαυματουργήσαμε ή διότι δεν θεολογήσαμε ή διότι δεν γίναμε θεωρητικοί. Οπωσδήποτε όμως θα δώσουμε λόγο στον Θεό, διότι δεν πενθήσαμε συνεχώς» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος λόγ. ζ΄ 73).

Η ώρα του θανάτου λειτουργεί ως όριο κρίσεως: ενόψει της ώρας αυτής κατανοούμε την αλήθεια από το ψέμα της ζωής. Δεν λέει τυχαία η Γραφή ότι αν θυμόμαστε το τέλος μας, δύσκολα θα αμαρτήσουμε. «Μιμνήσκου τα έσχατά σου, και ου μη αμάρτης εις τον αιώνα». Κι αυτό γιατί η καθημερινότητα μάς «ρουφάει» στα γρανάζια της και μας σπρώχνει αποκοιμισμένους στη βολή συνήθως του κόσμου τούτου,  «του απατεώνος». Η μνήμη του θανάτου λειτουργεί έτσι ως φάρος: προφυλάσσει από τους σκοπέλους και τα ναυάγια. Μας ανοίγει τα μάτια για τα τίμια και τα ουσιώδη. Κανείς άγιος δεν άγιασε, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του καθημερινά την πραγματικότητα αυτή.

Και ποια είναι η αλήθεια που μας φέρνει ενώπιόν μας; Ποιο το ουσιώδες της ζωής; Ό,τι προτρέπει ο Κύριος για το μεσοδιάστημα που ζούμε μεταξύ του ήδη της παρουσίας Του και του όχι ακόμη της Δευτέρας παρουσίας Του: τη μετάνοια. Το πένθος δηλαδή που επιδεικνύουμε για τις αμαρτίες μας, για τις αμέλειές μας, για τις πτώσεις μας, για το έλλειμμα μ’ ένα λόγο της αγάπης μας˙  προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο. Ποιος μπορεί να είναι βέβαιος για το «ύψος» της πνευματικής του ζωής; Αν ο απόστολος Παύλος, ο μέγιστος των αποστόλων, θέτει ερωτηματικό για τη ζωή του – δεν βλέπω, σημειώνει, να με ενοχλεί η συνείδησή μου για κάτι, όμως δεν δικαιώνομαι από αυτό: ο κριτής είναι ο Κύριος! – ποιος λοιπόν είναι εκείνος που θα νιώθει «ασφαλής» για την «αγιότητά» του; Να μετανοούμε λοιπόν αδιάκοπα όσο ζούμε είναι ο δρόμος της πνευματικής ζωής.

Αλλά αυτό συνιστά τελικώς και την αγιότητα! Η διαρκής αμφισβήτησή της για μας τους ίδιους. Κι ας δούμε πόσο φιλάνθρωπος είναι ο Κύριος, διά στόματος του οσίου Του. Δεν θα κατηγορηθούμε, λέει, γιατί δεν θαυματουργήσαμε ούτε γιατί δεν θεολογήσαμε κι ούτε γιατί δεν φτάσαμε στα υψηλά επίπεδα της χριστιανικής ζωής: αυτά είναι χαρίσματα που δίνει ο ίδιος ο Θεός σε εκείνους που κρίνει ότι μπορούν να βοηθήσουν τον συνάνθρωπό τους – το όποιο χάρισμα, μη ξεχνάμε, είναι εκ Θεού όταν προσφέρεται ως διακονία του πλησίον. Θα κατηγορηθούμε μόνο γιατί δεν μετανοήσαμε και δεν κλάψαμε για τις αμαρτίες μας. «Γέροντα, κέρδισες τον παράδεισο με τους αγώνες σου», είπαν οι υποτακτικοί στον όσιο Γέροντά τους, στο τέλος της ζωής του. «Πιστέψτε με ότι δεν έχω βάλει ακόμη αρχή μετανοίας», απάντησε ο όσιος. Κι η ψυχή του φτερούγισε και πήγε στα χέρια του Δημιουργού του.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΦΩΚΑΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Ο άγιος Φωκάς ήταν γιος του Παμφίλου και της Μαρίας και ζούσε στην πόλη της Σινώπης. Από πολύ μικρός στην ηλικία με τη χάρη του αγίου Πνεύματος επιτελούσε παράδοξα θαύματα, και συνέχισε να θαυματουργεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Γι’  αυτό και ο Θεός του φανέρωσε το τέλος του διά του μαρτυρίου ως εξής: Κάθισε ένα περιστέρι στο κεφάλι του και του έβαλε ένα στεφάνι, οπότε με ανθρώπινη φωνή το περιστέρι τού είπε, «Σου δόθηκε ποτήριο και πρέπει να το πιεις». Αυτό το ποτήριο του μαρτυρίου πράγματι αξιώθηκε να το πιει επί Τραϊανού αυτοκράτορα, τελειώνοντας τη ζωή του με ξίφος και φωτιά. Πολλά θαύματα βεβαίως και μετά την εκδημία του προς τον Κύριο έγιναν από αυτόν».

Είμαστε ευγνώμονες στον Κύριο που φωτίζει τους αγίους υμνογράφους του, προκειμένου αυτοί να μας καθοδηγούν στη δοξολογία του αγίου ονόματός Του μέσω των αγίων. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις Αυτού». Οι υμνογράφοι δηλαδή, προπορευόμενοι ημών των πιστών, μας δίνουν τη δυνατότητα να υπερβαίνουμε την καθημερινότητα των παθών και της ταραχής που προκαλούν αυτά, διότι μας ανοίγουν τα μάτια να βλέπουμε το βάθος της πραγματικότητας, και ως προς τη θριαμβεύουσα και ως προς τη στρατευόμενη Εκκλησία. Κι αυτό θα πει ότι εκείνος ο πιστός που εντρυφά έστω και για λίγο στις ακολουθίες της Εκκλησίας, ιδίως του εσπερινού και του όρθρου, ζει μία διαφορετική ατμόσφαιρα από εκείνην της τραγικότητας της εδώ ζωής, όχι με την έννοια της φυγής από τη ζωή – τούτο δεν συνάδει με τη χριστιανική πίστη και τον ρεαλισμό της: θα ήταν μία άρνηση της ενσάρκωσης του Θεού μας -  αλλά με την έννοια ότι ανάγεται σε επίπεδο τέτοιο, ώστε να την βλέπει με διαφορετικό βλέμμα: κάτω από την οπτική της αιώνιας ζωής. Αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε ο οιοσδήποτε άνθρωπος, ακόμη κι ο θεωρούμενος πιστός, εγκλωβίζεται στον κόσμο τούτο και εισέρχεται στην περιδίνιση των παθών, όπως είπαμε, και των ενεργειών του αρχεκάκου διαβόλου.

Εν προκειμένω: οι ύμνοι της Εκκλησίας μας και σήμερα, μας οδηγούν σε ένα καταρχάς μεγαλοπρεπές θέαμα του τι συμβαίνει στην Εκκλησία των πρωτοτόκων αδελφών, στη θριαμβεύουσα Εκκλησία, εξ αφορμής του αγίου ιερομάρτυρα Φωκά: «Μάρτυς Φωκά, λέει ο υμνογράφος, οι χορείες των αγίων ιεραρχών, οι συνάξεις των Μαρτύρων, η συνάθροιση των ιερών Αποστόλων, τα πνεύματα ολων των Δικαίων, σε έχουν ανάμεσά τους και χαίρουν και αγάλλουν με την παρουσία σου». Εξαίσια εικόνα που φανερώνει την αγάπη και τη χαρά που ζουν οι άγιοί μας στον Παράδεισο, κι εννοείται μέσα στην ευλογημένη παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αλλά ο υμνογράφος ρίχνει το εμπνευσμένο από τον Θεό βλέμμα του και στο τι συμβαίνει και στη γη: Ο άγιος Φωκάς βρίσκεται ανάμεσα στους πιστούς ως λαμπρός και φωτοφόρος νοητός ήλιος, που καταλάμπει τα πλήθη των πιστών, γινόμενος γι’ αυτούς βοήθεια στις ανάγκες τους, πλούτος σε όλους τους πτωχούς, πηγή αγαθών νοερών, κυριολεκτικά λιμάνι σε όλους που παλεύουν μέσα στα κύματα της θάλασσας των παθών. «Ως θεαυγή και φωτοφόρον ήλιον σε νοητόν τη Εκκλησία έθετο ο Δεσπότης, καταλάμποντα πιστών τα πλήθη, Μάρτυς ένδοξε». «Απορούντων πέλεις αντίληψις και πλούτος πάσι πτωχεύουσι και πηγή αγαθών δωρεών». «Λιμήν γαληνότατος πάσι γεγονώς θαλαττεύουσιν».

Ποια η αιτία της τόσο υψηλής θέσης του αγίου ιερομάρτυρα Φωκά; Τίποτε άλλο από αυτό που βλέπουμε σε όλους τους αγίους: τη θερμή αγάπη προς τον Θεό, το γεγονός δηλαδή ότι «είχε στηρίξει τις βάσεις της ψυχής του στην πέτρα που λέγεται Χριστός», το γεγονός άρα ότι κατεκόσμησε την ψυχή του αυτή με όλες τις αρετές. Με άλλα λόγια ο άγιος Φωκάς τιμάται από αγγέλους, αγίους, πιστούς στον κόσμο, γιατί και αυτός έγινε μία φανέρωση του Κυρίου μας, απλώνοντας την ευεργεσία Εκείνου σε όλους τους ανθρώπους και σε όλη την κτίση. Δεν έχουμε παρά να τον επικαλούμαστε και εμείς. Ό,τι και να συμβαίνει στον κόσμο μας, ό,τι βέλη του πονηρού και αν ρίχνονται για να μας ταράξουν και να μας αποπροσανατολίσουν, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Θεός μας και οι άγιοί Του είναι υπεράνω όλων αυτών. Λίγο να μεταθέσουμε το κέντρο βάρους της ζωής μας στο άγιο θέλημα του Κυρίου, θα δούμε τη δύναμή Του να ενεργοποιείται κατά τρόπο θαυμαστό και να μας λυτρώνει από τα δεινά. Αλλά είπαμε: η Εκκλησία μας έχει τον πλούτο των θείων δωρεών, αλλά εμείς μάλλον δεν έχουμε την προϋπόθεση αποκτήσεώς τους: την πίστη που χρειάζεται. Ο Θεός να μας ελεεί.