15 Οκτωβρίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

«Ο άγιος Λουκιανός ήταν υιός ευσεβών γονέων, ο οποίος μετά την αποβίωσή τους σκόρπισε ό,τι περιουσία είχε στους πτωχούς, σχολάζοντας πια στη μελέτη των θείων Γραφών. Γι’  αυτό και μετέστρεψε προς την πίστη του Χριστού πολλούς Ιουδαίους και ειδωλολάτρες. Άφησε όμως τη δική του πόλη και πήγε στη Νικομήδεια, προκειμένου να ενισχύσει προς τους μαρτυρικούς αγώνες εκείνους που από το φόβο των μαρτυρίων εγκατέλειπαν την πίστη. Επειδή ήταν πολύ καλλιγράφος, άφησε στην Εκκλησία των Νικομηδέων ένα βιβλίο, στο οποίο έχοντας τρεις στήλες σε κάθε σελίδα κατέγραψε όλη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Τόσο πολύ μάλιστα ξεπέρασε τα ανθρώπινα, ώστε όταν πήγαινε στην πόλη, σε άλλους ήταν ορατός και σε άλλους αόρατος. Έμαθε γι’  αυτόν ο βασιλιάς Μαξιμιανός, κι επειδή φοβήθηκε να τον δει κατά πρόσωπο, συζήτησε μαζί του, καλυμμένος πίσω από παραπέτασμα. Μόλις όμως κατάλαβε τη σταθερότητα της πίστεώς του στον Χριστό, τον κατεδίκασε σε μακρόχρονη πείνα. Επειδή λοιπόν δεν έφαγε και δεν ήπιε τίποτα για πολλές ημέρες, πέθανε μέσα στη φυλακή. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να ριχτεί το σώμα του στη θάλασσα, το οποίο περισυνέλεξε ένα δελφίνι με προσταγή του Θεού και το έφερε στους ώμους του στην ξηρά».

Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός ο άγιος Λουκιανός, ακόμη και σε πολύ κοντινούς προς την Εκκλησία ανθρώπους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο άγιος δεν διακρινόταν από χαρίσματα του Θεού και μάλιστα μεγάλα. Το αφιλάργυρο του χαρακτήρα του, η ελεήμων διάθεσή του προς τους πτωχούς, η ιεραποστολική φλόγα του στους αγνοούντες την πίστη του Χριστού, το μαρτυρικό φρόνημά του, ακόμη δε και η καλλιέπεια των λόγων του, όπως και το ζωγραφικό του ταλέντο, ήταν από εκείνα που κοσμούσαν την ύπαρξή του, κάνοντάς τον έναν από τους πιο χαριτωμένους ανθρώπους της εποχής του.  Εκείνο όμως το στοιχείο που κυριολεκτικά πυρπολούσε και κινητοποιούσε την ψυχή και το σώμα του ήταν η βαθιά αγάπη του προς τον Θεό, που απαρχής φάνηκε με τη συνεχή ενασχόλησή του με την Αγία Γραφή, όπως και με την επιθυμία του να αφήσει αντιγραμμένο το κείμενο της Αγίας Γραφής στους πιστούς του, σε εποχή βεβαίως που δεν υπήρχαν και πολλά αντίτυπά της.  «Ήσουν πυρπολημένος από την αγάπη του Χριστού, ένδοξε», όπως σημειώνει και ο υμνογράφος του. Αυτή η μεγάλη αγάπη του προς τον Κύριο ήταν και το ερμηνευτικό «κλειδί» της όλης βιοτής και της κατά Θεόν συμπεριφοράς του. Αυτή εξηγεί και τη σφοδρή αγάπη του προς τους συνανθρώπους του, καρπός της οποίας ήταν η προσφορά της όλης περιουσίας του, η μετακόμισή του στη Νικομήδεια, προκειμένου να ενισχύσει τους χριστιανούς με το αλειπτικό  έργο του – «ισχυρός κατά της πλάνης ανεδείχθης, μακάριε, και πολλών αλείπτης (καθοδηγητής)» -  η διαρκής έγνοια του να γνωρίσουν οι άνθρωποι τον Χριστό.

Αποτέλεσμα της διπλής αυτής μεγάλης αγάπης, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ήταν όχι μόνον να ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου, αλλά να ζει, ήδη από τον κόσμο τούτο, σαν άγγελος του Θεού. Αυτό δεν είναι κατά τον απόστολο και το γνώρισμα του μεγάλου αγίου; «Έχω την επιθυμίαν εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (επιθυμώ να φύγω από τη ζωή και να είμαι ενωμένος με τον Χριστό), σημειώνει ο άγιος Παύλος. Και: «ήρθης προς περίδοξον ύψος, αξιάγαστε, και των αγγέλων έφθασας τα τάγματα» (υψώθηκες πολύ ψηλά, θαυμάσιε, και έφτασες τα τάγματα των αγγέλων) κατά τον υμνογράφο. Είναι σπάνια η περίπτωση μάλιστα που βλέπουμε στον άγιο Λουκιανό, ήδη από τη ζωή αυτή να μπορεί σαν τους αγγέλους πότε να είναι ορατός και πότε αόρατος. Θυμίζει αυτό που ακούγεται ακόμη και σήμερα για τους αόρατους μοναχούς του Αγίου Όρους, ένα άκουσμα που είναι αξιόπιστο, όταν επιβεβαιώνεται από αγίους ασκητές σαν τον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη. Δεν ανήκει λοιπόν στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας κάτι τέτοιο, αλλά εντάσσεται μέσα στην πνευματική παράδοση της Εκκλησίας, η οποία, όπως έχουμε τονίσει και άλλοτε, πατά μεν στέρεα πάνω στη γη, αλλά ταυτοχρόνως πολιτεύεται στον ουρανό.

Ένα τέτοιο πνευματικό ύψος κάνει τον υμνογράφο του αγίου να δει και τη ρίψη του στη θάλασσα, όπως  και τη θαυμαστή έξοδό του μέσω δελφινιού,  σαν γεγονός αντίστοιχο προς εκείνο του προφήτη Ιωνά. «Κητώας εκ γαστρός Ιωνάν ο ρυσάμενος, τριημερεύσαντα σώζει, σε βυθού θαλάσσης καθυπουργούντων εναλίων σοι θηρών μεθ’ ημέρας τριάκοντα» (Αυτός που έσωσε τον Ιωνά από τη γαστέρα του κήτους, όταν τρεις ημέρες βρισκόταν εκεί, ο Ίδιος σε σώζει από τον βυθό της θάλασσας, μετά από τριάντα ημέρες, με τη βοήθεια των δελφινιών). Κι έχουμε την εντύπωση ότι η αντιστοιχία αυτή από τον υμνογράφο θέλει να υπενθυμίσει ότι ο πιστός που ζει την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, οπωσδήποτε είναι σωσμένος και αναστημένος, αφού ο Ιωνάς από τον ίδιο τον Κύριο θεωρήθηκε τύπος της αναστάσεώς Του. Ένας θεωρούμενος «άγνωστος» άγιος, με τέτοια αγιότητα, με τόσα χαρίσματα, με τέτοια εμβέλεια σε όλον τον πνευματικό κόσμο!

14 Οκτωβρίου 2022

Η ΟΣΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Η ΕΠΙΒΑΤΙΝΗ, Η ΝΕΑ

«Η οσία Παρασκευή γεννήθηκε στους Επιβάτες, παραθαλάσσια κωμόπολη της Προποντίδας της Θράκης, στις αρχές του 10ου αιώνα. Ήταν κατά σάρκα αδελφή του αγίου Ευθυμίου της Μαδύτου, και καταγόταν από την βυζαντινή οικογένεια Ρετσέλη. Από μικρή ηλικία, ακολουθώντας το κάλεσμα του Ευαγγελίου, έκανε φιλανθρωπίες ανταλλάσσοντας τα ενδύματά της με τα σκισμένα ενδύματα ζητιάνων, ενώ κάποια άλλη στιγμή, μη μπορώντας να βοηθήσει διαφορετικά κάποια ζητιάνα που βρέθηκε στο δρόμο της, της έδωσε τον χρυσό σταυρό της. Η ομορφιά και η καλοσύνη της προσκάλεσαν το ενδιαφέρον πολλών επιφανών και πλουσίων νέων, οι οποίοι τη ζητούσαν σε γάμο, αλλά εκείνη απέρριπτε όλα τα προξενιά.

Προκειμένου να αποφύγει τον γάμο, εγκατέλειψε το σπίτι της, φεύγοντας για την Κωνσταντινούπολη, και μετά από προσκύνημα στα μοναστήρια και τις εκκλησίες, έφτασε με τα πόδια μέχρι την Ηράκλεια, ούτως ώστε να την χάσουν οι γονείς της. Στην Ηράκλεια έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα, και κατόπιν επιβιβάστηκε σε πλοίο με προορισμό την Ιερουσαλήμ. Αφού προσκύνησε τα σημεία απ' όπου πέρασε ο Ιησούς Χριστός, μπήκε σε ένα γυναικείο μοναστήρι, όπου έλαβε και την μοναστική κουρά. Μετά από κάποια χρόνια εγκατέλειψε το μοναστήρι για να ζήσει ασκητικό βίο αναχωρητή.

Στην έρημο παρέμεινε επί πέντε χρόνια με νηστεία και προσευχή, παρακαλώντας τον Θεό να συγχωρέσει τις αμαρτίες της. Κάποια ημέρα της παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, ο οποίος την πρόσταξε να εγκαταλείψει την έρημο και να επιστρέψει στην γενέτειρά της. Έφτασε στο λιμάνι της Ιόππης (σημερινή ονομασία Γιάφα), απ' όπου ξεκίνησε για τους Επιβάτες. Όταν έφτασε στους Επιβάτες, η όψη της είχε αλλοιωθεί τόσο πολύ από τις ταλαιπωρίες της ερήμου, ώστε δεν την αναγνώρισε κανένας. Αφού προσκύνησε τους τάφους των γονέων της, ξεκίνησε με τα πόδια για την Κωνσταντινούπολη, όπου και προσκύνησε σε διάφορα μοναστήρια και εκκλησίες. Από την Βασιλεύουσα ξεκίνησε να επιστρέψει στους Επιβάτες αλλά σταμάτησε στην Καλλικράτεια, όπου και έμεινε σε ένα παράπηγμα δίπλα στο ναό των Αγίων Αποστόλων, διακονώντας την εκκλησία. Έτσι παρέμεινε επί δύο χρόνια. Κάποια ημέρα αισθάνθηκε ένα μικρό πόνο στο κεφάλι και παρέδωσε το πνεύμα της ειρηνικά σε ηλικία 27 ετών» (Από Βικιπαίδεια). 

 

Τι είναι εκείνο στο οποίο κυριολεκτικά αναλώνεται ο σπουδαίος υμνογράφος της αγίας Παρασκευής της νέας, κληρικός Μελέτιος Συρίγος (1585/6-1663/1664), λόγιος συγγραφέας, θεολόγος, υμνογράφος, αλλά και με σπουδές ιατρικής και ρητορικής; Όχι τόσο η εξύμνηση της ζωής της αγίας με παρακολούθηση των ιστορικών στοιχείων του βίου της, (κάτι που κατείχε καλά γιατί είχε ασχοληθεί εκτενώς με την αγία ευρισκόμενος μάλιστα μέσα του 17ου αι. στο Ιάσιο της Ρουμανίας όταν το λείψανό της έφτασε εκεί), όσο η εξύμνηση της ασκητικής διαγωγής της ήδη από τη νεότητά της, τέτοιας που την ανέδειξε σε μεγάλα ύψη αρετής και την έβαλε δοξαστικά στη Βασιλεία των Ουρανών. Πράγματι, ο σοφός υμνογράφος, που θεωρείται ο σπουδαιότερος ιεροκήρυκας της εποχής του, και στους δύο κανόνες που αφιέρωσε για την αγία ενδιαφέρεται πρώτιστα για την προβολή της κατά Χριστόν πολιτείας της, όπως συμβαίνει συνήθως στις ακολουθίες των μεγάλων οσίων της Εκκλησίας. Η άκρα ξενιτεία της, η επιλογή δηλαδή να φύγει από το σπιτικό της και την ιδιαίτερη πατρίδα της, η πτωχεία της, η σωφροσύνη της, η κατά Θεόν απλότητά της, η ατσάλινη και στέρεα βούλησή της να πορεύεται αποκλειστικά και μόνο βάσει των εντολών του Χριστού, η αδιάλειπτη προσευχή της, οι ασκητικές αγώνες της υπέρ τα κοινά μέτρα ακόμη και των ανδρών ασκητών, είναι εκείνα που μαγνητίζουν τον υμνογράφο καθιστώντας τα το κύριο περιεχόμενο του έργου του.

«Ας πούμε με φωνή δυνατή προς αυτήν: χαίρε ο ακλόνητος πύργος της υπομονής και ο πολύφωτος λαμπτήρας της εγκρατείας, χαίρε το εντρύφημα της παρθενίας και το αγλάισμα της σωφροσύνης, χαίρε το καθαρό έσοπτρο της καθαρότητας, η ανεξάντλητη πηγή των δακρύων, το εξαίρετο σκεύος της ταπεινώσεως, η ένθεη ευωδία των αρετών» (Δόξα Λιτής). «Ποιος θα ’χει τη δύναμη να συγκεφαλαιώσει τους πολλούς ιδρώτες της ασκήσεώς σου, Παρασκευή νύμφη του Χριστού, τις γεμάτη δύναμη προσευχές σου, τις αγρυπνίες, τα δάκρυα, αλλά και τη συμπαθή προστασία των αναγκεμένων ανθρώπων;» (ωδή δ΄ β΄ κανόνα).

Χρησιμοποιώντας παραδείγματα διαρκώς και από την Παλαιά Διαθήκη ο ποιητής, με τα οποία επιχειρεί να αναδείξει τη μεγαλωσύνη της, την εντάσσει μέσα στο πλαίσιο των πέντε φρονίμων παρθένων της γνωστής παραβολής του Κυρίου, συνεπώς ανήκοντας στους πιστούς που αγάλλονται εν Κυρίω στη νυφική παστάδα Του, όπως και τη χαρακτηρίζει με τον σπουδαιότερο χαρακτηρισμό που ο Κύριος είπε για όσους είναι δικιά τους η Βασιλεία Του: του μικρού παιδιού. «Αν δεν στραφείτε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν πρόκειται να εισέλθετε στη Βασιλεία των Ουρανών». «Συστήνοντας ο Κύριος την καθαρότητα της ψυχής και την ακακία της καρδιάς, αφού πήρε στην αγκαλιά Του ένα παιδί και το ευλόγησε, έλεγε, αν δεν γίνετε σαν το παιδί αυτό, δεν θα εισέλθετε στη Βασιλεία των Ουρανών. Αυτήν την απλότητα έχοντας αποκτήσει εκ βρέφους η πανέντιμη Παρασκευή, ό,τι είχε τα μοίραζε με μεγαλοψυχία στους πτωχούς, χωρίς να κρατάει τίποτε για τον εαυτό της, οπότε συζώντας με την ακεραιότητα αυτή εισήλθε στις ουράνιες μονές με αγαλλίαση ψυχής» (λιτή). «Κοσμημένη, αείμνηστη Παρασκευή, από φρόνηση, όλη την περιουσία σου την έδωσες στα χέρια των πτωχών, έλκοντας έτσι πάνω σου το έλεος του Θεού. Γι’ αυτό αφού ετοίμασες τη λαμπάδα σου με πλούσιο λάδι και το έκανες να λάμπει από τα κάλλη της παρθενίας, εισήλθες χαίροντας στον νυμφώνα του Κτίστη σου» (ιδιόμελο όρθρου).

Τα αποτέλεσματα μίας τέτοιας ένθεης και εντελώς παράδοξης για τα δεδομένα του κόσμου μας βιοτής, και από το γεγονός ότι την ζει υπέρ φύσιν μία μικρή κοπέλα, καταγράφονται επανειλημμένως από τον σπουδαίο υμνογράφο και βιογράφο της: αφθαρσία του λειψάνου της, θαύματα διαρκή και πάμπολλα, εμφανίσεις της παρηγορητικές, ισχυρό παράδειγμα για τους πιστούς όλων των εποχών! Αλλά εκεί που επιμένει όχι μία φορά ο ποιητής είναι το γνώρισμα κάθε μεγάλου αγίου, από το οποίο εξαρτάται και η ψυχική ισορροπία και του ίδιου αλλά τελικώς και κάθε ανθρώπου στον κόσμο τούτο: η άκρα αγάπη και πόθος και προσήλωση προς το λατρευτό πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Είναι αλήθεια που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση για τον εν επιγνώσει πιστό ότι αν ο άνθρωπος δεν προσηλωθεί εξ ολοκλήρου προς το πρόσωπο Εκείνου που είναι ο γεμάτος αγάπη Δημιουργός μας: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος», δεν πρόκειται να βρει την ειρήνη της ψυχής του και την πνευματική ισορροπία του. Πρέπει κανείς να εξαρτήσει εντελώς τον εαυτό του από τον Θεό για να μπορεί στη συνέχεια να τον δει με ορθά μάτια μέσα στον κόσμο τούτο και στις όποιες κτιστές σχέσεις του. «Η ζωή μας είναι κρυμμένη μαζί με τον Χριστό μέσα στον Θεό» σημειώνει ο απόστολος Παύλος, που σημαίνει ότι κέντρο βάρους μας στον κόσμο τούτο δεν είναι τίποτε επίγειο, αλλά ακριβώς Εκείνος που μας δημιούργησε κατ’ εικόνα Του.

Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και με την αγία Παρασκευή τη νέα, λέει ο υμνογράφος, γεγονός που εξηγεί όλα τα παράδοξα και υπερφυσικά όπως είπαμε που ζούσε. «Από τη νεότητά σου, σεμνή, απέρριψες κάθε τρυφή της σάρκας και πλούτο και δόξα, σαν εμπόδια ακριβώς πορείας σου προς τον Θεό, και προσκολλήθηκες με έρωτα σ’ Αυτόν μόνον και με τα ένθεα έργα της άσκησης» (ωδή α΄). «Φυλάσσοντας τον νου σου ξένο εντελώς από ό,τι χαρακτηρίζει τον κόσμο της αμαρτίας, ενατένισες τον Παντοκράτορα και Θεό, με τη βοήθεια του Οποίου αφού σώθηκες αναδείχτηκες ως άγαλμα, θεόνυμφη οσία, και γι’ αυτό τώρα κοσμείς με τις θείες χάρες την εκκλησία των πρωτοτόκων» (ωδή δ΄).

Η ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΤΗΣ ΑΘΛΗΦΟΡΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΗΣΟΝ ΧΙΟΝ (1442)

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, 14η Οκτωβρίου, ἀνάμνησις τῆς παραδόξου σωτηρίας τὴν ὁποίαν ἐτέλεσε ἐν τῇ Νήσῳ τῆς Χίου, ἡ Ἁγία καὶ ἔνδοξος Ὁσιομάρτυς Παρασκευὴ χαλινώσασα τὴν ὁρμὴν τῆς θαλάσσης, καὶ εἰς τὰ ὀπίσω αὐτὴν ἀποστρέψασα, ἥτις ὡς ἐφάνη ὥρμησεν ὑπὸ θεϊκῆς ὀργῆς, διὰ νὰ καταποντίσῃ τὴν χώραν ὅλην.

 

Κατὰ τὸ ἔτος 1442, ὅταν ἐβασίλευεν ὁ λατινόφρων Ἰωάννης ὁ Παλαιολόγος, ὅστις ἔκαμε βιαίως τὴν ἕνωσιν εἰς τὴν Φλωρεντίαν τῆς Ἰταλίας, καὶ μετὰ ταῦτα ἐσπούδαζε νὰ τὴν στερεώσῃ εἰς κάθε τόπον, τότε ὁ φιλάνθρωπος Κύριος ἔδειξεν μεγάλην ἀγανάκτησιν κατὰ τῆς νήσου ταύτης, ὥστε ὁποῦ ἐφάνη πῶς νὰ ἐβουλήθῃ νὰ τὴν καταποντίσῃ μὲ ἕνα μερικὸν κατακλυσμόν, διὰ νὰ πλύνῃ τὰς ἁμαρτίας καὶ παρανομίας τῶν ἀνθρώπων, ὁποῦ τόσον πολλὰ τὸν ἐπαρώργιζον. Ἑσπέρα ἥτον ὁποῦ ἐξημέρωνεν ἡ ΙΔ΄ Ὀκτωβρίου, καὶ κάποιος ἱερομόναχος Ἀμβρόσιος, ἐπῆγε νὰ ψάλῃ κατὰ τὴν συνήθειαν τὸν ἑσπερινὸν εἰς τὴν ἐφημερίαν του ὁποῦ ἦτον ὁ ναὸς τῆς Ὁσιομάρτυρος Παρασκευῆς, ὅστις εὑρίσκεται εἰς τὸ ἀνώτερον καὶ ἀκρότατον μέρος τοῦ παλαιοκάστρου. Ὁ ἱερομόναχος ἔψαλλε τὸν ἑσπερινόν, καὶ βροχὴ ἄρχισε νὰ πίπτῃ, τόσον πολλὴ καὶ ῥαγδαία καὶ ἀδιάκοπος, ὥστε ὁποῦ δὲν ἐφαίνετο νὰ ἔπιπτε βροχή, ἀλλὰ πῶς ἐχύνοντο ποταμοί. Ὁ ἱερομόναχος, δὲν ἐδυνήθη πλέον νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ κελλίον του, ἀλλ’ ἔμεινεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ τοῦ ἐφαίνετο ὅτι ὀργὴ θεϊκὴ εἶναι καὶ βούλεται ὁ Θεὸς νὰ καταποντίσῃ τὸ νησί, ὅθεν, καὶ κυριευμένος ἀπὸ φόβον μέγαν, ἤρχισε νὰ προσεύχεται καὶ νὰ παρακαλῇ τὸν φιλόψυχον Δεσπότην νὰ παύσῃ τὸν θυμόν του, καὶ νὰ μεταβάλλῃ τὴν δικαίαν του ἀγανάκτησιν εἰς οἰκτιρμοὺς καὶ ἔλεος πρὸς τὸν λαόν του, μὴν ἠξεύρων ἀκόμα, ὅτι καὶ ἠ θάλασσα εὐγῆκεν ἀπὸ τὰ ὅριά της, καὶ ὥρμησε μανικὴ τὸν ἀνήφορον πρὸς τὴν ξηράν, διὰ νὰ καταποντίσῃ τὴν χώραν.

Φαίνεται δὲ καθὼς ἔδειξαν τὰ πράγματα, ὁ ἱερεύς ἐκεῖνος ὁ καλὸς Ἀμβρόσιος, ἦτον ἄνθρωπος εὐλαβὴς καὶ φοβούμενος τὸν Θεόν, καὶ τῇ ἀληθείᾳ Θεοῦ ἄνθρωπος, ἄξιος δηλαδὴ διὰ νὰ ἰδῇ μυστήρια Θεοῦ. Ὅτι, ἐκεῖ προσευχόμενος καὶ δεόμενος τοῦ Θεοῦ ὅλην τὴν νύκτα, διὰ νὰ κοπάσῃ τὴν μεγάλην του ὀργήν, κάποιαν ὥραν ἐκατέβασε τὸ στασίδι, καὶ ἐκάθισε διὰ νὰ λάβῃ μικρὰν ἄνεσιν ἀπὸ τὸν πολὺν κόπον, καὶ καθίσας ἀφύπνωσε μικρόν. Καὶ ἰδού, τοῦ ἐφάνη ἡ στέγη τῆς Ἐκκλησίας ἀνεωγμένη, καὶ ἐκεῖ εἰς τὸ ὕψος ἕνα φωτεινότατον σύννεφον, εἰς τὸ ὁποῖον μέσα εἶδε μίαν σεμνοτάτην γυναῖκα, ἡ ὁποία εἶχε τὰς χεῖράς της ὑψηλὰ ἐκτεταμένα πρὸς τὰ Οὐράνια, μὲ σχῆμα καὶ τάξιν, πῶς προσηύχετο. Ταῦτα ἰδὼν ὁ πρεσβύτερος ἐφοβήθη, καὶ ἔτρεμεν ἡ καρδία του, καὶ ἰδού, φωνὴ ἠκούσθη πρὸς αὐτὸν λέγουσα· Ἀμβρόσιε, μὴ φοβοῦ, ἐγὼ εἶμαι ἡ Ὁσιομάρτυς Παρασκευή, σέσωσταί σου ἡ πατρίς. Ταῦτα ἰδὼν καὶ ἀκούσας ὁ ἱερὸς Ἀμβρόσιος, ἀπετείναξεν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του καὶ ἐκεῖνον τὸν ὀλίγον ὕπνον, μὲ δύο ἐναντιώτατα πάθη, ἤγουν μὲ φόβον καὶ χαρὰν εἰς τὴν καρδίαν του. Καὶ οὕτως ἄρχισε νὰ ψάλλῃ καὶ τὸν Ὄρθρον του μὲ περισσοτέραν εὐλάβειαν, καὶ ἐν τοσούτῳ ἔγινεν ἡμέρα, καὶ ἰδού, ἄνθρωποι ἐλθόντες ἀπὸ τὰ κάτω μέρη, (ἤδη γὰρ καὶ ἡ βροχὴ ἐκόπασεν ὀλίγον) ἀνήγγειλαν μὲ φόβον καὶ τρόμον, ὅτι ἡ θάλασσα εὐγῆκεν ἀπὸ τὰ φυσικά της ὅρια, καὶ ἔφθασεν ἕως τὴν Παναγίαν, τὴν καλουμένην Ἐλεημονίτριαν, καὶ φαίνεται πῶς ἀπηλεῖ νὰ καταποντίσῃ ὅλην τὴν χώραν, διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν κατοικούντων ἐν αὐτῇ. (Διηγοῦνται δὲ οἱ παλαιότεροι ἐξ ἀρχαίας παραδόσεως, ὅτι καὶ ἕως ἐπάνω εἰς τὸν Χριστὸν ἔφθασεν ἡ θάλασσα, καὶ μὲ ὁρμὴν μεγάλην ἀνέβαινε). Τότε, καὶ ὁ ἱερὸς Ἀμβρόσιος ἐδιηγήθη τὸ ὅραμα τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, καὶ ὁ λόγος διεδόθη κάτω εἰς τὴν χώραν, καὶ λαβόντες ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ καλὰς ἐλπίδας ἀπὸ τὴν ὑπόσχεσιν τῆς Ἁγίας, ἐπρόσπεσαν εἰς τὸν Θεόν καὶ εἰς τὴν Ὁσιομάρτυρα Παρασκευήν, καὶ κάνοντες κοινὴν λιτανείαν μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας, καὶ χύνοντες θερμὰ δάκρυα, ἐξιλέωσαν τὴν θείαν ἀγανάκτησιν, διὰ τῶν εὐπροσδέκτων πρεσβειῶν τῆς Ἀθληφόρου δούλης του, καὶ οὕτως ἔπαυσεν ἡ ἀγριαίνουσα θάλασσα, καὶ ἐστράφη πάλιν εἰς τὸν πρῶτόν της τόπον καὶ ἔμεινεν ἀβλαβὴς ἡ πόλις κατὰ τὴν ἀπόφασιν τῆς Ὁσιομάρτυρος. Καὶ οὐ μόνον δὲ τὴν ἐτήσιον μνήμην τοῦ τοιούτου θαύματος οἱ τότε χριστιανοὶ ἐπαράδωκαν εἰς ἡμᾶς, ἀλλὰ καὶ ναὸν περικαλλῆ ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ἁγίας ἔκτισαν κάτω εἰς τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης διὰ νὰ κρατῇ εἰς τὸ ἑξῆς χαλινωμένην τὴν ἁγριότητα τῆς θαλάσσης. Ἐσώζετο δὲ εἰς πολλοὺς χρόνους ὕστερον ὁ ναὸς ἐκεῖνος, καὶ πολλὰ θαύματα καὶ ἰάματα ἐγίνοντο εἰς αὐτὸν μέσα. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ τόπος ἐπέρασεν εἰς ἄλλην ἐξουσίαν, ἐμεταβλήθη διὰ τὰς ἁμαρτίας μας καὶ ὁ θεῖος ναὸς ἐκεῖνος εἰς μιαρὸν καὶ βέβηλον ἐργαστήριον.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΝΑΖΑΡΙΟΣ, ΓΕΡΒΑΣΙΟΣ, ΠΡΟΤΑΣΙΟΣ ΚΑΙ ΚΕΛΣΙΟΣ

«Οι άγιοι αθλήθηκαν μαρτυρικά στη Ρώμη, μετά την τελείωση των Αγίων Αποστόλων, αφού οδηγήθηκαν στη χριστιανική πίστη από τον απόστολο Πέτρο. Κατά το εικοστό έτος της ηλικίας του ο άγιος Ναζάριος, διερχόμενος από τις πόλεις της Ιταλίας και κηρύττοντας το ευαγγέλιο χειραγώγησε πολλούς προς την πίστη. Μετά από δέκα χρόνια έφτασε στην πόλη Πλακεντία, όπου συνάντησε τον άγιο Προτάσιο και τον Γερβάσιο, φυλακισμένους για το όνομα του Χριστού. Κήρυξε κι εκεί, γι’ αυτό και τον έδιωξαν από την πόλη, για να φτάσει στην πόλη Κίμελη, όπου πήρε κοντά του τον άγιο Κέλσιο, παιδάκι τριών ετών. Αμέσως εκεί φυλακίζεται από τον Δεινόβιο. Τον απελευθέρωσαν όμως και στη συνέχεια έχοντας μαζί του και τον Κέλσιο πήγε στις πόλεις Τιβερίου για να κηρύξει το ευαγγέλιο. Συνελήφθη από τον βασιλιά Νέρωνα, φυλακίστηκε και πάλι και ρίχτηκε στα θηρία. Σώθηκε όμως και έφτασε στα Μεδιόλανα, όπου βρήκε στη φυλακή τους αγίους Γερβάσιο και Προτάσιο, για να παραπεμφθεί για μία ακόμη φορά στη Ρώμη από τον ηγεμόνα Απούλιο. Στη Ρώμη έγινε πρόξενος σωτηρίας του παππού του, οπότε από εκεί επέστρεψε στα Μεδιόλανα για να υποστεί τελικώς μαρτυρικό θάνατο δι’ αποτομής της κεφαλής του μαζί με τον Γερβάσιο, τον Προτάσιο και τον Κέλσιο».  

 

Αν στις εθνικές επετείους και μάλιστα αυτήν της παλιγγενεσίας του έθνους, καλούμαστε από τον ποιητή για να την τιμήσουμε «να μεθύσουμε από τ’ αθάνατο κρασί του ’21» - τότε τιμά κανείς τους ήρωες προγόνους, όταν νιώσει τον παλμό της καρδιάς τους και βρεθεί στο κλίμα της ένθεης «αποκοτιάς» τους – κατά τον ίδιο τρόπο καλούμαστε από τον εκκλησιαστικό άγιο ποιητή Ιωσήφ να μεθύσουμε και οι πιστοί από τον οίνο που προχέουν από το μαρτύριό τους οι άγιοι μάρτυρες προκειμένου να ευφρανθούν οι διάνοιές μας πνευματικά. «Αφού γίνανε σαν σταφύλια θεϊκά της θείας αμπέλου πράγματι οι μάρτυρες, μας προχέουν τον οίνο της άθλησής τους, που ευφραίνει πνευματικά με τη χάρη του Θεού τις διάνοιές μας» (ωδή γ΄). Κι είναι αλήθεια: οι άγιοι αυτοί μας φέρνουν σ’ επαφή με το κλίμα δράσεως των αγίων Αποστόλων, ιδίως του αποστόλου Πέτρου, αφού αυτός υπήρξε ο καθηγητής στην πίστη του αγίου Ναζαρίου, στον οποίο κυρίως επικεντρώνει την προσοχή μας ο άγιος υμνογράφος. Ο άγιος αυτός, όπως και οι άλλοι βεβαίως, όχι μόνο πιστεύουν στο ευαγγέλιο του Χριστού, αλλά αποδύονται σε αγώνες ιεραποστολικούς, ως συνέχεια των Αποστόλων, τόσο που ο υμνογράφος θεωρεί ότι πρέπει να τους εξυμνήσει με τον τρόπο που διαβάζουμε στις επιστολές του μεγάλου αποστόλου Παύλου. «Αφού αθληθήκατε με πίστη και ολοκληρώσατε τον αγώνα σας θείοι μάρτυρες, λάβατε από κοινού το στεφάνι της νίκης» (ωδή α΄).

Η δύναμη και τα όπλα τους λοιπόν ήταν τα ίδια με των αγίων Αποστόλων, η δύναμη δηλαδή του αγίου Πνεύματος και η ένδυσή τους με τον ίδιο τον Χριστό – ό,τι λαμβάνει κανείς ως εξαίρετο δώρημα με το άγιο βάπτισμά του: «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». Κι αυτό θα πει ότι διερχόμενοι τον κόσμο το Πνεύμα του Θεού μετέφεραν και το άρωμα Κυρίου Ιησού εξέχεαν, γενόμενοι γι’ αυτό στους μεν καλοπροαιρέτους «οσμή ευωδίας εις σωτηρίαν» (πρβλ. ωδή ε΄), στους δε πονηρούς «οσμή θανάτου εις απώλειαν». «Φτερωμένοι από το ιστίο του Θείου Πνεύματος διήλθατε χωρίς να βραχείτε το πέλαγος των κολάσεων, οπότε τώρα κατασκηνώσατε, ένδοξοι μάρτυρες, στον θείο όρμο της ουράνιας λαμπρότητας» (ωδή α΄). «Ντυμένοι σαν θώρακα τον Σταυρό, μακάριοι, καταπαλαίσατε τον ασώματο εχθρό με το σώμα σας, υπομένοντας τα πολύπλοκα βάσανα και τον άδικο θάνατο» (ωδή α΄).

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ νιώθει την ανάγκη να εξηγήσει το πώς διακράτησαν το Πνεύμα του Θεού οι άγιοι στη ζωή τους μέχρι το τέλος τους. Διότι αυτό είναι το ζητούμενο από τον κάθε πιστό κάθε εποχής: όχι μόνο να πιστέψει στον Χριστό ανταποκρινόμενος στην πρώτη κλήση Του, αλλά να μείνει σταθερός και μετέπειτα, όταν θα έλθουν οι πειρασμοί και οι δοκιμασίες, ακόμη δε και ο ίδιος ο θάνατος. «Ο υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται» απεκάλυψε το αψευδές στόμα του Κυρίου και «γίνου πιστός άχρι θανάτου». Εκεί συνήθως μετράμε την πίστη μας: όταν έρχονται οι δυσκολίες και διακυβεύεται και η ίδια η ζωή μας. Λοιπόν ο άγιος υμνογράφος μας καθοδηγεί: οι άγιοι Ναζάριος, Γερβάσιος, Προτάσιος, Κέλσιος είχαν πιστέψει στον Κύριο όχι απλώς διανοητικά, αλλά καρδιακά – την καρδιά τους έδωσαν σ’ Αυτόν με αγάπη και Αυτός υπήρξε γι’ αυτούς ο βράχος που στήριξαν τη ζωή τους – ό,τι μας λέει ο ευαγγελικός λόγος: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου», «ο φιλών (οτιδήποτε) υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος», «όποιος δεν αγαπά τον Κύριο Ιησού ας είναι αποκομμένος από σας». Η καρδιά με άλλα λόγια δίνει τον τόνο της πίστεως, αυτή έχει τον πρώτο λόγο, χωρίς την απόλυτη μετοχή αυτής εύκολα όλα τα άλλα χάνονται. «Στηρίξατε, ένδοξοι, τις βάσεις των καρδιών σας πάνω στην πέτρα της θείας γνώσεως, γι’ αυτό και δεν κλονιστήκατε από ό,τι σας έκαναν οι εχθροί σας» (ωδή ζ΄). Και ποια είναι αυτή η πέτρα που φέρνει τη γνώση του Θεού; Ο ίδιος ο Κύριος. «Η δε πέτρα ην ο Χριστός».

Γι’ αυτό και οι άγιοι, σημειώνει ο άγιος Ιωσήφ, έγιναν δεύτερα φώτα μετά το πρώτο Φως που είναι ο Κύριος, φωτίζοντας τον κόσμο και διαλύοντας κάθε σκοτάδι που φέρνει  η άγνοια του αληθινού Θεού (ωδή ζ΄, η΄ κ.α.). Κι όχι μόνο τότε που έζησαν στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, αλλά σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο, γιατί «οι άγιοι εις τον αιώνα ζώσι» και είναι οι ισχυροί πρεσβευτές μας εσαεί ενώπιον του θρόνου της χάριτος του Κυρίου (ωδή η΄). Κι όπως λέει και πάλι ο άγιος υμνογράφος: και μόνο η μνήμη τους που τελούμε οι πιστοί με πόθο και αγάπη μάς αγιάζει και μας κάνει μετόχους της χαράς ακόμη και των προφητών – αυτό δεν τόνιζε και ο μέγας της εποχής μας άγιος Πορφύριος; Ότι όταν κανείς με πόθο διαβάζει και ψέλνει τα θεία λόγια των εκκλησιαστικών ακολουθιών αγιάζεται χωρίς να το καταλαβαίνει! «Αγιάστηκε όλος ο κόσμος που εκτελεί τη μνήμη σας σήμερα με πόθο. Χαίρονται μαζί σας, μάρτυρες, και όλοι οι προφήτες» (ωδή θ΄).

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΟΣΜΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΑΪΟΥΜΑ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΜΕΛΩΔΟΣ

 

«Ο άγιος Κοσμάς (685-περ.750), γεννημένος μάλλον στη Δαμασκό, επειδή έμεινε ορφανός από μικρός, υιοθετήθηκε από τον πατέρα του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού Σέργιο, ο οποίος ήταν πλούσιος και με κοσμική δόξα, ως υπουργός οικονομικών του χαλίφη των Αράβων. Βλέποντας ο Σέργιος την κλίση και των δύο παιδιών στα γράμματα, προσέλαβε κάποιον άνδρα πολυμαθή και σοφό, Κοσμά και αυτόν στο όνομα, από την Καλαβρία, προκειμένου να τα διδάξει κάθε σοφία, θεία και ανθρώπινη. Πράγματι, οι δύο νέοι, ο Ιωάννης και ο Κοσμάς, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα διδάχτηκαν από τον Κοσμά τον δάσκαλό τους γραμματική και φιλοσοφία, αστρονομία και γεωμετρία, όπως και ποίηση και μουσική, και έγιναν αξιοσέβαστοι από όλους. Όποιος μάλιστα θέλει να μάθει την τελειότητα αυτών σε όλα, δεν έχει παρά να την γνωρίσει ακριβώς από τα συγγράμματα που εκπονήθηκαν από αυτούς. Μετά από τις σπουδές τους, πήγαν στη Λαύρα του αγίου Σάββα και έγιναν μοναχοί. Και ο μεν μακάριος Ιωάννης χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ο δε αξιοσέβαστος Κοσμάς, αφού παρακλήθηκε πολύ από όλη τη Σύνοδο των επισκόπων, προχειρίστηκε επίσκοπος της πόλεως Μαϊουμά. Αφού πολιτεύτηκε λοιπόν καλώς και οδήγησε το ποίμνιό του στους σωτήριους δρόμους της πίστεως, έφθασε σε βαθιά γεράματα, οπότε και αναπαύτηκε εν Κυρίω».

 

Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για τον άγιο Κοσμά τον ποιητή και μελωδό (συνέθετε όχι μόνον ύμνους, αλλά και τους μελοποιούσε) με πεζό λόγο. Διότι πώς «την κιθάραν του Πνεύματος, την λύραν την ένθεον», «την θεόβρυτον πηγήν» θα μπορέσει να υμνήσει αξίως η πεζότητα του λόγου; Όταν μάλιστα αυτά που μελώδησε ο άγιος Κοσμάς αναφέρονταν στην Αγία Τριάδα, τις μεγάλες Δεσποτικές εορτές του Κυρίου μας, την Υπεραγία Θεοτόκο; Ας θυμηθούμε ότι ο κανόνας των Χριστουγέννων: «Χριστός γεννάται δοξάσατε», ο κανόνας των Θεοφανείων: «Βυθού ανεκάλυψε πυθμένα», ο κανόνας του Πάσχα: «Κύματι θαλάσσης» είναι δικά του πονήματα. 

Ο υμνογράφος του δεν ξέρει πώς να εξυμνήσει όχι μόνον τα ποιήματά του, αλλά και την ίδια την αγία βιοτή του. Μέσα στην απορία του βρίσκει καταφύγιο στις μεγάλες προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης, τους μεγάλους Πατριάρχες της: τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, τον Μωυσή, ακόμη δε και τον δίκαιο Άβελ! Δεν πρέπει να αφήσουμε ασχολίαστη τη σύγκριση του αγίου Κοσμά με τον Άβελ. Η επισήμανση του υμνογράφου, ότι και ο άγιος πρόσφερε τις απαρχές των λόγων του στον Θεό, όπως ο Άβελ τα καλύτερα ζώα του, σημαίνει αφενός τη βαθειά αγάπη του αγίου προς Εκείνον – ο Θεός ήταν η προτεραιότητά του – και αφετέρου ότι η εκκλησιαστική ποίηση και υμνωδία για τον άγιο δεν ήταν πάρεργο. Πέρα από τα ποιμαντικά καθήκοντά του, αφιέρωνε αρκετό χρόνο για να υμνολογήσει με ωραίο τρόπο τα πάθη του Κυρίου, τα θαύματά Του, τις συμπεριφορές των αγίων και μάλιστα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Και τούτο γιατί γνώριζε ο άγιος ότι δεν αρκεί μόνον να εξαγγείλει την πίστη του Χριστού, αλλά να την εξαγγείλει και με τρόπο, που θα γίνει περισσότερο αποδεκτή από τους πιστούς. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που η Εκκλησία μας εισήγαγε στη λατρεία της την ποίηση και την υμνωδία. Οι λόγοι ήταν καθαρώς ποιμαντικοί και όχι βεβαίως πρωτίστως αισθητικοί. Ώστε και το περιεχόμενο, αλλά και η μορφή παίζει ρόλο στην προσφορά του ευαγγελίου. 

Ας κάνουμε τον παραλληλισμό: ο γνωστός και μεγάλος ποιητής Γιάννης Ρίτσος (δεν μας ενδιαφέρουν εν προκειμένω οι θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις του) είχε αναφέρει σε παλαιά εκπομπή στην τηλεόραση ότι ένας από τους λόγους που ο νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης πήρε ακριβώς το νόμπελ λογοτεχνίας, ήταν και το γεγονός ότι οι Σουηδοί, όπως και οι άλλοι Ευρωπαίοι, είχαν γνωρίσει την ποίησή του από τη μελοποίηση σπουδαίων έργων του, π.χ. το «Άξιόν εστι», από τον μεγαλοφυή βεβαίως ως προς το μουσικό του χάρισμα Μίκη Θεοδωράκη. Η μουσική δηλαδή έγινε γέφυρα επικοινωνίας του μεγάλου πλήθους του κόσμου προς την ίδια την ποίηση.

12 Οκτωβρίου 2022

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΠΡΟΒΟΣ, ΤΑΡΑΧΟΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ

 

«Οι άγιοι αυτοί έζησαν όταν ύπατος στη Ρώμη ήταν ο Διοκλητιανός και ηγεμόνας ο Φλαβιανός. Και ο μεν Τάραχος ήταν προχωρημένος στην ηλικία, Ρωμαίος στο γένος, και Στρατιώτης στο επάγγελμα. Ο δε Πρόβος καταγόταν από τη Σίδη της Παμφυλίας, ενώ ο Ανδρόνικος από την πόλη των Εφεσίων της Ιωνίας. Κατά τους διωγμούς που είχαν τότε ξεσπάσει κατά των Χριστιανών, συνελήφθησαν και οι τρεις. Και του μεν Τάραχου συνέτριψαν με πέτρες τα σαγόνια και τον αυχένα, κατέκαψαν τα χέρια με φωτιά, και τον ανήρτησαν πάνω σε ξύλο, μέσα σε πνιγηρό καπνό. Στη συνέχεια, του έβαλαν ξύδι στα ρουθούνια και του υπέκαψαν τους μαστούς με πυρακτωμένες σούβλες. Του έκοψαν με ξυράφι τα αυτιά, του έγδαραν το κεφάλι, τον έριξαν στα θηρία, και τέλος, αφού τον έκοψαν σε κομμάτια με μαχαίρι, παρέθεσε στον Θεό την ψυχή του. Ο δε γενναίος Πρόβος κτυπήθηκε πρώτα με ωμά νεύρα. Έπειτα, του έκαψαν τα πόδια  με πυρακτωμένα σίδερα και τον ανήρτησαν σε ξύλο. Εκεί του κατέκαψαν την πλάτη και τα πλευρά με πυρωμένες σούβλες, όπως και με άλλες σούβλες του τρύπησαν τις κνήμες. Και τέλος, αφού  έκαναν και αυτόν κομμάτια με μαχαίρια, έφτασε στο μακάριο τέλος. Ο θεϊκός δε Ανδρόνικος αναρτήθηκε σε ξύλο, χαρακώθηκε στις κνήμες με κοφτερά σίδερα και κατατρυπήθηκε στα πλευρά. Έπειτα, οι δήμιοι του έτριψαν τις πληγές με αλάτι, του έκοψαν τη γλώσσα και τα χείλη, και αφού του κατέκοψαν όλο το σώμα σχεδόν  με μαχαίρια, παρέδωσε και αυτός το πνεύμα στα χέρια του Θεού».

 

Έχουμε την εντύπωση ότι αν γυριζόταν σε ταινία το μαρτύριο των τριών αυτών αγίων μαρτύρων, θα απαγορευόταν η είσοδος σε ανηλίκους. Διότι και μόνον η ανάγνωση των μαρτυρίων που πέρασαν, προκαλεί «σοκ», όπως λέμε, σε κάθε ανθρώπινη ψυχή, η οποία διατηρεί έστω και ψήγματα κάποιας ανθρωπιάς και ευαισθησίας. Οι τρομεροί δήμιοι του σκληρότερου από όλους αυτοκράτορα που δίωξε τους χριστιανούς, του Διοκλητιανού, πρέπει να εξάντλησαν όλη τη φαντασία τους, προκειμένου να εφεύρουν όλες αυτές τις τιμωρίες κατά των αγίων μαρτύρων. Διότι και τι δεν χρησιμοποίησαν, για να κάμψουν το φρόνημά τους και να τιμωρήσουν την «αυθάδειά» τους, να μην υπακούνε δηλαδή στις διαταγές του αυτοκράτορα και να μη θέλουν να τον παραδεχτούν ως «θεό»;  Κι όλα αυτά βεβαίως φανέρωναν αφενός τον δαιμονισμό των διωκτών – μόνον όργανα του διαβόλου, που καθοδηγούνταν από αυτόν μπορούσαν να κάνουν τέτοια πράγματα – αφετέρου τη χαρισματική δύναμη την οποία είχαν οι μάρτυρες του Χριστού. Διότι μόνον ένας που έχει τη χάρη Εκείνου, μπορεί να υπομένει τέτοια και τόσα βασανιστήρια, χωρίς να παύει όμως – δεν θα πάψουμε να σημειώνουμε την αλήθεια αυτή – να αγαπά ακόμη και τους εχθρούς του! Όπως το μαρτυρεί ο απόστολος Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν».

Η ενεργούσα αυτή χάρη του Χριστού στην καρδιά και το σώμα των αγίων μαρτύρων, που τους έδινε τη δύναμη να υπομένουν τα βάσανα, χωρίς να υποστέλλουν όμως και την αγάπη τους, είναι ακριβώς και το «μυστικό» της ζωής κάθε χριστιανού μάρτυρα, αλλά και κάθε γενικά χριστιανού. Διότι δεν υπάρχει χριστιανός, χωρίς να ζει με τη χάρη αυτή, είτε ζει σε ειρηνικούς καιρούς είτε σε εποχή διωγμών. Θέλουμε να πούμε ότι αν υπάρχει χριστιανός, που δεν ζει με τη χάρη της αγάπης, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ακόμη και τον εχθρό, τότε δεν είναι χριστιανός. Είναι από αυτούς που χαρακτηρίζονται «χριστιανοί της ταυτότητας». Δεν είναι το όνομα και ο τίτλος που κάνει κάποιον χριστιανό – είναι αυτονόητο πια αυτό -  αλλά η πράξη της ίδιας της ζωής. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού, αλλ’  ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς» είπε ο Κύριος. Χριστιανός λοιπόν είναι εκείνος που η καρδιά του φλέγεται από την αγάπη του Χριστού, συνεπώς η ζωή του είναι προσκολλημένη σ’  Εκείνον, δίνοντάς του τη δύναμη να υπερβαίνει όλες τις αντιξοότητες της ζωής. Πώς το έλεγε ο απόστολος Παύλος; «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή κίνδυνος ή μάχαιρα;…Ουδέν ημάς χωρίσει από της αγάπης του Θεού, της εν Χριστώ Ιησού». Αυτό ακριβώς επισημαίνει και ο υμνογράφος των αγίων τριών μαρτύρων σήμερα. Δεν μπορεί αλλιώς να εξηγήσει το μεγαλείο τους, τον ηρωισμό τους, το ακαταγώνιστο φρόνημά τους, παρά κάτω από την οπτική της πυρακτωμένης αγάπης τους προς τον Χριστό. «Τω πόθω φλεγόμενοι Χριστού, αθλοφόροι ένδοξοι, ακαταγώνιστοι ώφθητε∙ ξίφος ου κάμινος, ου θυμός τυράννων, ου ποιναί κολάσεων, ου θάνατος υμάς εξεφόβησεν» - καθώς φλεγόσασταν από τον πόθο του Χριστού, ένδοξοι αθλοφόροι, φανήκατε ακαταγώνιστοι. Δεν σας φόβησε ούτε το ξίφος ούτε το καμίνι ούτε ο θυμός των τυράννων ούτε οι τιμωρίες των βασανιστηρίων ούτε ο θάνατος.

Η παραπάνω πραγματικότητα, ότι δηλαδή χωρίς την αγάπη του Χριστού ενεργούσα στην καρδιά και το σώμα του χριστιανού δεν υπάρχει χριστιανικότητα, αποτελεί και το κριτήριο και της δικής μας βεβαίως εποχής. Ό,τι ίσχυε πάντοτε ισχύει και σήμερα, διότι ο λόγος του Θεού είναι αιώνιος. Δεν αλλοιώνεται η πίστη μας με την πάροδο του καιρού ή με τις εξωτερικές αλλαγές της κοινωνίας. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνες». Τι σημαίνει αυτό; Μέσα στις δυσκολίες, μέσα στην τραγικότητα πολλές φορές της ζωής, μέσα στις απανωτές «ατυχίες», ο χριστιανός δεν μπορεί να βρίσκει δικαιολογία για να αρνείται τον Χριστό, δηλαδή την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Καμία δικαιολογία δεν υπάρχει, καμία πρόφαση, για να γογγύζω κατά του Θεού, να βλασφημώ τον Θεό, να βλασφημώ την εικόνα του Θεού τον άνθρωπο, να είμαι έτοιμος να ρίξω στην πυρά κάθε έναν που μου δημιουργεί ίσως πρόβλημα στην καλή διαβίωσή μου. Το τονίζουμε: η αγάπη και προς τους εχθρούς και προς τους διώκτες, έστω και ως πόθος και βαθιά επιθυμία και διαρκές αγώνισμα, είναι το απόλυτα καθοριστικό γνώρισμα της χριστιανικότητάς μας. Διότι η επιμονή στην αγάπη αυτή είναι το μόνο σημείο που μας συντονίζει με τον Θεό μας. Όπως δεν μπορούμε να «πιάσουμε» έναν σταθμό, τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό, χωρίς να συντονιστούμε εκεί που εκπέμπει, έτσι και δεν μπορούσε να «πιάσουμε» τον Θεό, να Τον ζήσουμε δηλαδή στην ύπαρξή μας, πέρα από εκεί που «εκπέμπει». Και ο Θεός μας εκπέμπει πάντα και αδιάκοπα στην αγάπη. Διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Αν αυτό δεν το καταλαβαίνουμε, τουλάχιστον να έχουμε το ρεαλισμό να ομολογούμε το έλλειμμα της χριστιανικότητάς μας. Στην περίπτωση αυτή όμως, «προς τίνα απευλευσόμεθα;» Ποιος άλλος έχει «ρήματα ζωής αιωνίου

ΕΥΚΟΛΟΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ, ΔΥΣΚΟΛΟΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ

«Όσο εύκολα αλλάζουν και ξεπέφτουν οι ευθείς, τόσο δύσκολα μπορούν να μεταβληθούν οι αντίθετοι, οι πονηροί» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κδ΄ 11).

 

Η τρεπτότητα είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. Μόνον ο Θεός είναι άτρεπτος και απολύτως αναλλοίωτος – ο μόνος όντως πιστός. Δεν αναφερόμαστε στα κτιστά πνεύματα, αγγέλους και δαίμονες: και αυτοί μετά την πτώση του πρώτου αγγέλου, του εωσφόρου, καταστάθηκαν μερικώς άτρεπτοι: οι μεν άγγελοι παγιωμένοι στο αγαθό, οι δε δαίμονες παγιωμένοι στο πονηρό και κακό.

Τι τραγικότητα όμως για τον άνθρωπο! Η τροπή προς το πονηρό είναι απείρως ευκολότερη από την τροπή προς το αγαθό, προς τον Θεό. Να είσαι δημιούργημα του Θεού, να σε διακρατεί με τη γεμάτη αγάπη Πρόνοιά Του, να σου δίνει διαρκώς ώθηση προς τον αληθινό σκοπό σου: τη ζωντανή σχέση σου μαζί Του, κι εσύ να ρέπεις αδιάκοπα προς το αντίθετο! Τι μυστήριο περικλείει την ελευθερία του ανθρώπου! Ποιος μπορεί να εξηγήσει αυτό που λογικά δεν μπορεί να κατανοηθεί με τίποτε;

Το ’δειξε η δημιουργία του ανθρώπου: με μόνη την υποκίνηση του Πονηρού, ο άνθρωπος δείχνει ανυπακοή προς τον Πατέρα και Πλάστη του· το ’δειξε όλη η πορεία της πρώτης αποκάλυψης στην Παλαιά Διαθήκη: ο εκλεκτός Ισραήλ διαρκώς αμφισβητεί και αντιδρά στις επεμβάσεις του Θεού· το βεβαίωσε με τον πιο περίτρανο τρόπο ο ερχομός του Χριστού, του Ίδιου του Θεού ως ανθρώπου: οι άνθρωποι Τον περιφρόνησαν, Τον αμφισβήτησαν, Τον σταύρωσαν! Κι έκτοτε το ίδιο: «ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών και εις σημείον αντιλεγόμενον»! «Οι ίδιοι ουκ έλαβον Αυτόν»!

Το βλέπουμε κι εμείς στην καθημερινότητά μας: πιο εύκολα στρεφόμαστε προς το κακό. Το κακό, με ωραίο ασφαλώς περιτύλιγμα, μας ελκύει  περισσότερο. Αυτό που λέει ο στίχος του λαϊκού άσματος: «είναι γλυκό το πιοτό της αμαρτίας», φαίνεται να ισχύει και για μας.

Τι γίνεται λοιπόν; Υπάρχουν ασφαλώς εξηγήσεις, αλλά δεν επαρκούν για μία πλήρη απάντηση. Για παράδειγμα: η ροπή προς το κακό λειτουργεί εγγενώς πια προς τη φύση μας, φτιάχνοντας μία δεύτερη φύση, τη συνήθεια. Πόσο εύκολα μπορούμε να αντισταθούμε σε ό,τι έχουμε κακώς συνηθίσει; Τα πάθη έπειτα: οι δυνάμεις δηλαδή της ψυχής μας που λόγω ακριβώς της κακής συνήθειας έχουν διαστρεβλωθεί, έχοντας σύμμαχο και το ίδιο το σώμα μας: νιώθουν την ηδονή που τους δημιουργεί η πονηρία και η αμαρτία. Πόσο εύκολα μπορούμε να αντιπαλέψουμε με αυτό που μας είναι τόσο ευχάριστο;

Κι όμως!  Είναι τόσο αναγκαία η στροφή τελικώς προς τον ανηφορικό δρόμο της αρετής, κατά τον Κύριο, διότι είναι η μόνη που οδηγεί στη ζωή. Ο άλλος δρόμος είναι ο δρόμος του θανάτου. Κι έχουμε δύο ισχυρότατους συμμάχους για να πάρουμε τον δρόμο αυτό: Πρώτον, τη βοήθεια του ίδιου του Κυρίου – δεν παλεύουμε μόνοι! Και δεύτερον, όσο επιμένουμε και συνηθίζουμε στο αγαθό, τόσο πια αυτό γίνεται η τρυφή και η απόλαυσή μας.