«Στον ιερό Ναό των Βλαχερνών της Κωνσταντινουπόλεως,
όπου βρισκόταν και το σεπτό «μαφόριον» της Παναγίας, μία των ημερών, επί
βασιλείας Λέοντος του Σοφού (886-911), ετελείτο ολονύκτια αγρυπνία. Είχε πάει
εκεί κατά τη συνήθειά του και ο όσιος Ανδρέας ο σαλός. Συνέβη να παρευρίσκεται
και ο Επιφάνιος έχοντας μαζί έναν υπηρέτη του. Συχνά, σε κάθε κατάλληλη
ευκαιρία, αγρυπνούσε και αυτός ανάλογα με την προθυμία του, πότε μέχρι το
μεσονύκτιο, πότε μέχρι το πρωί. Την τετάρτη ώρα της νυκτός, βλέπει ο μακάριος
Ανδρέας μεγαλοπρεπή γυναίκα να βγαίνει από την Ωραία και βασιλική Πύλη και να
προχωρεί μαζί με πολυπληθή και λαμπρότατη ακολουθία αγίων λευκοφορούντων, που
έψελναν ιερούς ύμνους και πνευματικά άσματα. Τη μεγαλοπρεπή αυτή γυναίκα
κρατούσαν τιμητικά συνοδεύοντας από τα χέρια ο Τίμιος Πρόδρομος και ο Υιός της
Βροντής, ο Θεολόγος Ιωάννης, ενώ ακολουθούσαν οι υπόλοιποι άγιοι. Μόλις τους
είδε ο όσιος Ανδρέας να προχωρούν προς τον άμβωνα της Εκκλησίας, πλησιάζει τον
Επιφάνιο και του λέει: - Βλέπεις την Κυρία και Δέσποινα του
κόσμου; Αυτός του
απαντά: - Ναι, πνευματικέ πατέρα μου. Ενώ παρακολουθούσαν οι όσιοι, Την βλέπουν
να γονατίζει, να προσεύχεται για ώρα πολλή και να τρέχουν συνεχώς δάκρυα στο
θεοειδές και άχραντο πρόσωπό Της. Μετά από αυτήν την προσευχή, έρχεται προς το
θυσιαστήριο και δεήθηκε εκεί υπέρ του παρευρισκόμενου λαού. Όταν τελείωσε τη δέησή
Της, έβγαλε από την πανάχραντη κεφαλή Της, με μία κίνηση γεμάτη χάρη και
σεμνότητα, το μέγα και φοβερό «μαφόριόν» Της, που έλαμπε ως αστραπή, και το
άπλωσε επάνω από όλον τον παρευρισκόμενο λαό. Αυτό το έβλεπαν οι θαυμάσιοι
αυτοί άνδρες επί αρκετές ώρες να είναι απλωμένο επάνω από όλον τον λαό και να
πηγάζει ως φως ήλεκτρου τη Δόξα του Κυρίου. Όση ώρα ήταν εκεί η Υπεραγία
Θεοτόκος, ήταν θεατό και εκείνο, μόλις ανεχώρησε, έπαυσε και αυτό να είναι
ορατό. Το επήρε μαζί της, αφήνοντας τη Χάρη Της στον πιστό λαό».
(1) Με το γεγονός της εμφάνισης της Υπεραγίας Θεοτόκου
βρισκόμαστε μπροστά σε μία θαυμαστή ενέργεια του Θεού – ο Θεός ενεργεί διά της
Θεοτόκου – που την ευεργετική της επίδραση δέχεται ο πιστός λαός, αλλά βλέπουν
μόνον οι δύο όσιοι: ο Ανδρέας ο σαλός και ο Επιφάνιος. Αυτό σημαίνει ότι το
μεγαλειώδες αυτό όραμα ήταν μία ιδιαίτερη ευλογία που δόθηκε ως χάρη στους δύο
αγίους, και διότι προφανώς είχαν τις εσωτερικές προϋποθέσεις για να τη δεχτούν,
και διότι θα κατέθεταν τη μαρτυρία τους αυτή αργότερα στον πιστό λαό προς
ενίσχυση της πίστεώς του. Με άλλα λόγια ο Θεός ικανώνει ορισμένους πιστούς Του,
με την έννοια ότι τους διανοίγει τους πνευματικούς οφθαλμούς, ώστε να Τον
«δουν» στη θεϊκή Του δόξα, και μετέπειτα αυτοί μαρτυρούν τη θεοπτική αυτή
εμπειρία τους, η οποία γίνεται αποδεκτή από τον λαό, λόγω της αξιοπιστίας των
ίδιων.
Αιτία για την τακτική αυτή του Θεού, θα λέγαμε, φαίνεται
ότι είναι η αγάπη Του προς τον κόσμο, η οποία ενεργεί με τέτοια διάκριση, ώστε
να μη βλάψει τους πνευματικά ανώριμους ή τους ανέτοιμους για μία ιδιαίτερη
όραση Εκείνου. «Ου μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπον του Θεού και ζήσεται».
Την τακτική αυτή του Θεού την επισημαίνουμε σε όλες τις φάσεις της αποκάλυψής
Του, από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι και σήμερα ακόμη. Ας θυμηθούμε το
γεγονός της παράδοσης του Νόμου του Θεού στους Ισραηλίτες στο όρος Σινά: ο
Μωϋσής καλείται να μετάσχει στην ξεχωριστή ενέργεια του Θεού, η οποία δι’
αυτού γίνεται έπειτα κτήμα όλων. Κι ακόμη. Ο ίδιος ο Κύριός μας στο Θαβώρ, στο
όρος της Μεταμορφώσεώς Του, τους τρεις μαθητές Του, Πέτρο, Ιωάννη και Ιάκωβο,
καλεί να γίνουν «επόπται της μεγαλειότητός Του», οι οποίοι στον
κατάλληλο έπειτα καιρό θα καταθέσουν τη μαρτυρία της συγκεκριμένης εμπειρίας
τους.
(2) Οι δύο άγιοι, Συμεών και Επιφάνιος, βλέπουν με άμεσο τρόπο
την αγάπη της Υπεραγίας Θεοτόκου προς τον πιστό λαό. Εμφανίζεται, προσεύχεται
με δάκρυα, απλώνει προστατευτικά πάνω στον λαό το μαφόρι Της, γιατί είναι
γεμάτη αγάπη και στοργή προς τα παιδιά της και παιδιά του Υιού και Θεού της. Κι
είναι αυτά τα χαρισματικά οράματα, τα οποία επιβεβαιώνουν διαρκώς την πίστη της
Εκκλησίας σχετικά με την αγάπη των αγίων απέναντί μας και μάλιστα της Παναγίας
Μητέρας μας. Γνωρίζουμε την αγάπη Της αυτή ήδη από τα κείμενα της Αγίας Γραφής
και τη μετέπειτα παράδοση της Εκκλησίας μας. Ιδιαιτέρως το «γύναι, ιδού ο
υιός σου» και το «ιδού η μήτηρ σου» του Εσταυρωμένου Λυτρωτή μας
προς τη Μητέρα Του και το μαθητή Του Ιωάννη, μας συγκινεί την καρδιά και δεν
μας αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Μα, όταν έρχονται και τέτοια θαυμαστά
γεγονότα, σαν αυτό της Αγίας Σκέπης, η πίστη μας γιγαντώνεται ακόμη
περισσότερο. Ξέρουμε ότι σε κάθε ώρα και σε κάθε στιγμή μπορούμε να
αναφερόμαστε, μετά βεβαίως τον Κύριο και Θεό μας, και στην Παναγία Μητέρα Του,
η οποία είναι έτοιμη να μεσιτεύσει μετά δακρύων υπέρ ημών προς τον Υιό και Θεό
Της. Κι ο πιστός λαός πράγματι το επιβεβαιώνει. Οι χαιρετισμοί και οι
παρακλητικοί κανόνες προς την Θεοτόκο δεν λείπουν ποτέ από τα χείλη του
ευσεβούς λαού, ο οποίος νιώθει, έστω κι αν δεν Την βλέπει οραματικά, την παρουσία
και την αγάπη Της.
Θα ήταν παρήγορο μάλιστα να μνημονεύαμε στο σημείο αυτό και
μία παράδοση-θρύλο, που κυκλοφορείται ιδίως στους πιστούς της Ρωσίας. Πέθαιναν
οι χριστιανοί και «σκόνταφταν» στην παρουσία του αποστόλου Πέτρου, ο οποίος
έχοντας τα κλειδιά του Παραδείσου ζητούσε τις απολύτως «κανονικές» προϋποθέσεις
εισόδου στον Παράδεισο. Τους περισσότερους δυστυχώς τους απέπεμπε, διότι δεν
εκπληρούσαν αυτά που έπρεπε. Κι ενώ λίγοι είχαν εισέλθει στον Παράδεισο, άκουγε
πολλές φωνές και πολλές υμνολογίες μέσα σ’ αυτόν. Παραξενεύτηκε και
κοιτώντας πιο πέρα από τη θύρα του Παραδείσου είδε ότι η Παναγία Μητέρα
βρισκόταν πάνω από τα τείχη και με το μαφόρι της σήκωνε «παράνομα» και έβαζε
μέσα στον Παράδεισο αυτούς που είχαν απορριφτεί.
(3) Η εμφάνιση της Παναγίας και η προστασία Της προς τον
πιστό λαό γίνεται εκεί που ο λαός αυτός έχει συναχτεί εν Εκκλησία. Δεν είναι
τυχαίο, πιστεύουμε, ότι η Παναγία γίνεται το όργανο της χάρης του Θεού, όταν ο
λαός φανερώνει την πίστη του με τον ερχομό του στον ναό και μάλιστα σε ώρα
έντονης και παρατεταμένης προσευχής: σε αγρυπνία. Και τούτο διότι ο Θεός
προσφέρει τη χάρη Του, αλλ’ όταν και ο άνθρωπος δείχνει τη διάθεση να την
αποδεχτεί. Στο θαυμαστό γεγονός της Αγίας Σκέπης πολύ άμεσα διαπιστώνουμε αυτό
που ο Κύριος είχε πει: «Ου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα,
εκεί ειμι εν μέσω αυτών». Η παρουσία Του εκδηλώθηκε μέσω της Μητέρας Του,
όπως βεβαίως και για την εμφάνισή Του στον απόστολο Θωμά μετά την ανάσταση
προηγήθηκε η παρουσία του Θωμά στον κύκλο των μαθητών, δηλ. στο χώρο της
Εκκλησίας. Έτσι βεβαίως ο Θεός διά των αγίων Του δρα όπως και όπου θέλει, αλλά
εκεί που κατεξοχήν ενεργεί και προσφέρει τη χάρη Του είναι η Εκκλησία. Από την
άποψη αυτή ο αγώνας του πιστού να συμμετέχει στις εκκλησιαστικές ακολουθίες,
και μάλιστα στη Θεία Λειτουργία, αποτελεί όρο για τη μετοχή του στην
παροχή της χάρης του Θεού.
(4) Η ιδιαίτερη παροχή αγιασμού από την Παναγία προς τον
προσευχόμενο λαό νομίζουμε ότι είχε να κάνει και με το μαφόρι Της, που
φυλασσόταν ως εξαιρετική ευλογία στον συγκεκριμένο ναό των Βλαχερνών. Με άλλα
λόγια, η χάρη του Θεού και των αγίων του επεκτείνεται, όταν υπάρχουν
αντικείμενα που σχετίζονται με την εδώ στον κόσμο τούτο παρουσία των αγίων.
Βεβαίως, για παράδειγμα, ο άγιος Διονύσιος παρέχει τη χάρη του Θεού σε όσους εν
πίστει τον επικαλούνται, μα η παροχή της χάρης αυτής φαίνεται να είναι
εντονότερη εκεί που υπάρχει το αγιασμένο λείψανό του, στη Ζάκυνθο. Το ίδιο
συμβαίνει και με όλους τους αγίους, το ίδιο πιστεύουμε ότι συνέβη και εκεί στον
ναό των Βλαχερνών. Κι είναι και τούτο μία αλήθεια, που την επιβεβαιώνει
διαρκώς ο πιστός λαός ανά τους αιώνες, αφού βλέπουμε πόσο ο λαός αυτός
καθοδηγούμενος από την καρδιά του τιμά τα λείψανα των αγίων, όπως και τα
ιδιαίτερα αντικείμενα, όπως είπαμε, που σχετίζονται με τη ζωή τους. Κι αυτό
συμβαίνει, γιατί η χάρη του Θεού αγκαλιάζει όλη την ύπαρξη ενός αγίου,
όπως και διοχετεύεται αυτή και στα υλικά αντικείμενα που τον περιβάλλουν. Δεν
υπάρχει τίποτε κακό στη δημιουργία του Θεού, πέρα από τις κακές επιλογές της
καρδιάς μας, ενώ τα πάντα εξαγιάζονται από την υπακοή του ανθρώπου στον Θεό.