30 Οκτωβρίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΖΗΝΟΒΙΟΣ ΚΑΙ ΖΗΝΟΒΙΑ Η ΑΔΕΛΦΗ ΑΥΤΟΥ

«Οι άγιοι ζούσαν επί της βασιλείας του Διοκλητιανού και ήταν τέκνα ευσεβών γονέων. Και ο μεν Ζηνόβιος συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του ηγεμόνα. Καθώς λοιπόν ανακρινόταν, παρουσιάστηκε από μόνη της και η αδελφή του Ζηνοβία. Κτυπώνται λοιπόν κα οι δύο και ρίχνονται σε λέβητα πίσσας. Διατηρήθηκαν όμως με τη χάρη του Χριστού αβλαβείς, οπότε και δέχονται τον διά ξίφους θάνατο».

 

Οι άγιοι μάρτυρες Ζηνόβιος και Ζηνοβία έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου, πνίγοντας μέσα στο αίμα τους τον πονηρό διάβολο. «Έγιναν αυτοί υπέρμαχοι της αγίας Τριάδος. Και στο στάδιο με ανδρεία απέπνιξαν τον αόρατο εχθρό διάβολο μέσα στο σεπτό αίμα τους και έλαβαν έτσι ένδοξα το στεφάνι της νίκης». Η επισήμανση είναι σπουδαιότατη. Διότι, πράγματι, δεν υπάρχει, κατά την πίστη μας, ισχυρότερο όπλο που κατακαίει τον διάβολο, από το αίμα των μαρτύρων. Όπου δορυφορούνται μάλιστα τα λείψανά τους, εκεί φυγαδεύεται η όποια δαιμονική ενέργεια. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας εγκαινιασμένος ναός, στον οποίο τελείται η αναίμακτη λατρεία, η Θεία Ευχαριστία, θεωρείται ό,τι ισχυρότερο κατά του Πονηρού. Διότι ακριβώς εκεί υπάρχει το αίμα του Κυρίου μας – το απόλυτο όπλο – και μαζί με Αυτό τα λείψανα των μαρτύρων που είναι κατατεθειμένα μέσα στην αγία Τράπεζα. Μακάρι οι πιστοί να είχαμε επίγνωση των δυνάμεων που έχουμε μαζί μας, ιδιαιτέρως όταν βρισκόμαστε μέσα στον Ναό – ενισχυόμαστε για να ζούμε τον Σταυρό του Κυρίου ως προσωπικό γεγονός.

Ο άγιος υμνογράφος  Ιωσήφ συνδέει στενότατα την ιερωσύνη του αγίου Ζηνοβίου με το μαρτύριό του. Παριστάμενος ο Ζηνόβιος ενώπιον του θρόνου του Κυρίου φορεί την ιερατική του στολή έντονα κόκκινη λόγω και του αίματός του – «Αφού χρωμάτισες έντονα τη στολή σου, Ζηνόβιε, με το αίμα του μαρτυρίου σου, την έκανες ιερότερη με τη χάρη του Θεού». Κι ο υμνογράφος  εν προκειμένω επισημαίνει μία βασική αλήθεια: τη μαρτυρική  διάσταση της ιερωσύνης – ιερωσύνη και μαρτύριο βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος, δείγμα ότι ο ιερέας του Χριστού βρίσκεται πάντοτε στον Σταυρό˙ η διακονία του είναι οδύνη και πάθος. Ορθά όμως βιούμενη αποκαλύπτει και την περικλειόμενη σ’ αυτήν ανάσταση. Κι είναι ευνόητο ότι τούτο πρέπει να το εννοήσουμε και ως προς την πνευματική ιερωσύνη του κάθε βαπτισμένου και χρισμένου πιστού. Μη ξεχνάμε ότι ο κάθε πιστός, έστω και ο απλός λαϊκός, είναι μέτοχος και αυτός της ιερωσύνης του Κυρίου.

Εκθέτοντας ο άγιος Ιωσήφ τα της ιερωσύνης του αγίου Ζηνοβίου, μέσα στα πλαίσια της μαρτυρικής διαστάσεώς της στον κόσμο τούτο, αναφέρεται στον τρόπο ασκήσεώς της: «ιεράτευσεν ως άγγελος», με δύναμη προσευχής τέτοια υπέρ του ποιμνίου του, ώστε να γίνεται αυτή δεκτή από τον Κύριο «ως θυμίαμα». Κι αυτή «η δέησις της ενθέου ψυχής του» συνδυαζόταν με τη διδασκαλία του, η οποία λειτουργούσε ως ποτιστική βροχή στις καρδιές των πιστών που του ενεπιστεύθη Εκείνος. Η εικόνα που χρησιμοποιεί ο άγιος ποιητής είναι πολύ ωραία: «Η γλώσσα σου, Ζηνόβιε, έγινε σαν σύννεφο που φέρνει βροχή και που βρέχει την ευσέβεια, ποτίζοντας τις καρδιές των πιστών και οδηγώντας τις διάνοιες για να καρποφορούν τις ενάρετες πράξεις».  Έτσι η ιερατική διακονία του ευσεβούς Ζηνοβίου οδηγούσε σε διπλό αποτέλεσμα. Πρώτον: σώζονταν όλο και περισσότεροι άνθρωποι, αυξανόμενοι στον δρόμο της αρετής∙ Δεύτερον: διαρκώς και μειωνόταν η ασέβεια από την αύξηση της ευσεβείας, δηλαδή της αληθινής πίστεως. «Λιγόστεψες την ασέβεια, Μάρτυς, με την αύξηση της αληθινής ευσέβειας… και έσωσες αυτούς που θαλασσοδέρνονταν από τα κύματα της πλάνης».

Είναι ευνόητο πόσο σημαντική είναι αυτή η αλήθεια και για εμάς σήμερα: η μείωση της ασεβείας, ως αίρεσης και ως εγωιστικού τρόπου ζωής, έρχεται στον βαθμό που εμείς αυξάνουμε την ευσέβειά μας. Αν σήμερα υπάρχουν τόσες αιρέσεις και τόσες αποκλίσεις από τον ορθό τρόπο ζωής, σε ένα μεγάλο ποσοστό οφείλεται και στο δικό μας έλλειμμα ευσεβείας.

29 Οκτωβρίου 2022

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΡΩΜΑΙΑ

«Η αγία Αναστασία έζησε όταν βασιλείς ήταν οι διώκτες της χριστιανικής πίστης  Δέκιος και  Ουαλλεριανός και ηγεμόνας ο Πρόβος. Ήταν Ρωμαία στην καταγωγή, νέα στην ηλικία και ζούσε σε κάποιο Μοναστήρι. Την συνέλαβαν για την πίστη της κι επειδή ομολόγησε την πίστη αυτή με παρρησία, την κτύπησαν στο πρόσωπο. Στη συνέχεια, την άπλωσαν πάνω σε πυρακτωμένους άνθρακες και τη μαστίγωσαν με ράβδους. Την κρέμασαν έπειτα πάνω σε ξύλο, την πίεσαν σε μέγκενη και την τρύπησαν με σιδερένιες ακίδες. Κρεμασμένη την έξυσαν σε όλο το σώμα, της έκοψαν τους μαστούς και της εκρίζωσαν τα νύχια. Της ακρωτηρίασαν τα χέρια και τα πόδια, της αφαίρεσαν τη γλώσσα και της εκρίζωσαν τα δόντια. Στο τέλος, της έκοψαν και το κεφάλι».

 

Προξενεί κατάπληξη το μαρτύριο της αγίας Αναστασίας. Δεν υπέστη απλώς κάποια βασανιστήρια χάριν της πίστεώς της στον Χριστό, αλλά το κάθε μέλος του σώματός της δέχτηκε πολλαπλά τραύματα, μέχρι σημείου σχεδόν εξαφανισμού της. Η περιγραφή του μαρτυρίου της φέρνει στη μνήμη το τροπάριο από τη Μ. Παρασκευή για τον ίδιο τον Κύριο: «έκαστον μέλος της αγίας σου σαρκός ατιμίαν δι’ ημάς υπέμεινε». Γι’  αυτό και ο υμνογράφος άγιος Ιωσήφ, ο οποίος ζητεί φωτισμό από την αγία, προκειμένου να δοξολογήσει σωστά την αγιότητά της, καλύπτει ένα μεγάλο  μέρος του κανόνα της με την συγκεκριμένη αναφορά στο κάθε είδος από τα μαρτύριά της. Θυμίζει η περίπτωση της αγίας οσιομάρτυρος τα βασανιστήρια άλλων μεγαλομαρτύρων, όπως της αγίας Ευφημίας, για τα οποία εξέφρασε τον θαυμασμό του και ο Γέροντας Παΐσιος, στην εμφάνισή της στο κελί του το 1987.

Ο άγιος υμνογράφος βεβαίως προσπαθεί να δώσει εξήγηση του πώς μπόρεσε η αγία να αντέξει τόσα βάσανα. Έφτασε, λέει, στο δοξασμένο ύψος του μαρτυρίου, με τη νόμιμη άθλησή της, αφού προηγουμένως είχε υπερβεί τα πάθη της σαρκός με την εγκράτειά της. Κι αυτή η υπέρβαση δεν ήταν θέμα μίας στιγμής ή ολίγου χρόνου, αλλά ολόκληρης της ζωής της, αφού από βρέφος αφιερώθηκε στον Θεό. «Εκ βρέφους τω Θεώ ανετέθης, οσία, νεκρώσασα σαρκός εγκρατεία τα πάθη». Με άλλα λόγια, η αγία Αναστασία με την αγιασμένη βιωτή της προ του μαρτυρίου, ήταν έτοιμη και για τους αγώνες του ίδιου του μαρτυρίου, γεγονός που σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς απροϋπόθετα να γίνει μάρτυρας. Χωρίς να αποκλείσουμε την περίπτωση εκτάκτου εισπηδήσεως στο μαρτύριο – κάποιος εκείνη την ώρα να δεχθεί φωτισμό και χάρη για να δώσει και τη ζωή του για τον Χριστό – η «φυσιολογική» πορεία είναι να έχει κανείς ετοιμασθεί γι’  αυτό. Εδώ έχουν θέση και οι ονομαζόμενοι «αλείπτες», οι πνευματικοί προπονητές δηλαδή των υποψηφίων μαρτύρων, για τους οποίους πολύ συχνά κάνουν λόγο τα συναξάρια και οι ύμνοι της Εκκλησίας: ετοιμάζουν με λόγο και με πνευματικές ασκήσεις τους πιστούς, εν όψει του μαρτυρίου, ώστε να μη βρεθεί στη θέση ο υποψήφιος μάρτυρας να αρνηθεί τον Κύριο. Εν προκειμένω τονίζεται μία γενική και σπουδαία αλήθεια: κανείς δεν κατορθώνει κάτι μεγάλο και σημαντικό, αν προηγουμένως δεν έχει ετοιμαστεί πολύ καιρό γι’  αυτό. Αν ο ίδιος ο Κύριος ετοιμαζόταν επί τριάντα χρόνια, πριν βγει στη δημόσια δράση Του, αν ο απόστολος Παύλος χρειάστηκε αρκετά χρόνια απομόνωσης και προβληματισμού για να ξεκινήσει τις περιοδείες του, πόσο περισσότερο τούτο είναι αναγκαίο για όλους;

Με τα βασανιστήρια της αγίας το σώμα της στρεβλώθηκε, σε σημείο, είπαμε, τελικώς αφανισμού της. Πάνω σ’ αυτό όμως ο εκκλησιαστικός ποιητής προβαίνει σε δύο παρατηρήσεις: Πρώτον, η στρέβλωση του σώματος της αγίας, χάριν του Χριστού, φανέρωνε την ψυχική της σταθερότητα, το όρθιο της προαίρεσής της. Όσο την κτυπούσαν και την «πετσόκοβαν», τόσο το φρόνημά της δυνάμωνε και παρέμενε όρθιο. «Στρεβλούμενον το σώμα αικισμοίς, εδήλου το όρθιον σης προαιρέσεως προς Θεόν, Αναστασία πανεύφημε». Η αγία δηλαδή επιβεβαίωνε έμπρακτα αυτό που είχε πει ο Κύριος: «μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων τι ποιήσαι». Η ψυχή είναι αυτό που μετράει στις δύσκολες στιγμές του βίου, κι αυτό έδειξε η αγία. Δεύτερον, μέσα σε όλα αυτά τα βάσανα, που θα έπρεπε η νεαρή κόρη να έχει αλλοιωμένα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της από τον πόνο και την οδύνη, εκείνη φαινόταν ακόμη περισσότερο ωραία στη μορφή: «Κάλλος το εγκάρδιον τη ορατή μορφή, ένδοξε, διαδοθέν, σε ωραιοτάτην τοις ορώσιν υπέφαινεν». Δηλαδή: Το κάλλος της καρδιάς σου, η εσωτερική ομορφιά σου, ένδοξε, μεταδόθηκε και στην ορατή, εξωτερική, μορφή σου, και σε έκανε να φαίνεσαι ωραιότατη σ’ αυτούς που σε έβλεπαν. Η αγία φανέρωνε, έστω και στα βάσανα, την υπάρχουσα σ’ αυτήν χάρη του Θεού, η οποία πράγματι κάνει τον άνθρωπο και εξωτερικά να λάμπει και να ομορφαίνει. «Καρδίας ευφραινομένης, πρόσωπον θάλλει» υπενθυμίζει ο λόγος του Θεού. Ο άγιος υμνογράφος με τον ύμνο του αυτό τονίζει ακριβώς τον χαρισματικό χαρακτήρα του μαρτυρίου της αγίας Αναστασίας. Ό,τι υπέστη, το υπέστη με τη δύναμη του Θεού. Αλλά για να λειτουργήσει αυτή η δύναμη, έπρεπε να συναντήσει την καλή προαίρεση της αγίας, για την ύπαρξη της οποίας, όπως είπαμε, εργάστηκε η ίδια ασκητικώς εκ νεότητός της.

28 Οκτωβρίου 2022

28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ: ΕΘΝΙΚΟ ΟΡΟΣΗΜΟ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΔΕΙΚΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ

Δεν έχουμε σκοπό να πούμε όσα αποτελούν το περιεχόμενο ενός πανηγυρικού της ημέρας – αυτό είναι δουλειά άλλων! Μα δεν μπορούμε να μην πούμε κι εμείς ένα ταπεινό ευχαριστώ στους πατέρες και τους παππούδες μας, που στη δεδομένη στιγμή «ηλεκτρίστηκαν» από την αγάπη τους προς την πατρίδα και προσήλθαν, σε μεγάλο βαθμό εθελοντικά, να καταθέσουν τον εαυτό τους στην υπηρεσία και τη διαφύλαξή της. Οι άμεσες μαρτυρίες που έχουμε και τα ντοκουμέντα της εποχής εκείνης δείχνουν ότι αυτό που συνέβη τό ’40 δεν εξηγείται με την απλή λογική. Υπήρξε ένας πανεθνικός συναγερμός κατά της φασιστικής επίθεσης των Ιταλών πρώτα και των Γεμανών έπειτα, που προϋπέθετε σε μεγάλο βαθμό την υπέρβαση του φόβου του θανάτου. Κι αυτό γιατί τα αριθμητικά στοιχεία σε έμψυχο και άψυχο υλικό έκλιναν καθ’ υπερβολήν υπέρ των επιτεθεμένων φασιστών. Όλοι με άλλα λόγια οι Έλληνες ήξεραν ότι οι Ιταλοί σαφώς υπερτερούν σε όπλα και σε στρατιώτες. Η λογική έλεγε ότι η ήττα ήταν δεδομένη. Μα ο ψυχικός δυναμισμός των Ελλήνων ήταν τέτοιος, που τα αριθμητικά και λογικά δεδομένα τα παραθεώρησαν. Ο αγώνας ήταν για την Πατρίδα, που σημαίνει ότι ήταν αγώνας για τα ιερά και τα όσια του Έθνους. Επέλεξαν λοιπόν να μαρτυρήσουν για να παραμείνουν αυτό που ήταν: Έλληνες ελεύθεροι, παρά να υποταγούν και να χάσουν την αυτοσυνειδησία τους και την αξιοπρέπειά τους. Και τα κατάφεραν. Γι’  αυτό και δεν είναι υπερβολικός ο χαρακτηρισμός που από τότε τους συνοδεύει και τον οποίο έδωσαν φίλοι και εχθροί: είναι ήρωες!

Κοινοί άνθρωποι σαν όλους ήταν οι μαχητές του ’40 μέχρι την εποχή που ξέσπασε ο πόλεμος, κι ίσως, για όσους επέζησαν, και μετά από αυτόν. Με τους ίδιους φόβους, τις ίδιες αγωνίες και τις ανασφάλειες που έχει κάθε απλός άνθρωπος. Φαίνεται όμως πως το αδύναμο σωματικά και ψυχικά αυτό πλάσμα, σε κρίσιμες ώρες που διακυβεύονται τα ιδεώδη και τα οράματά του, μεταμορφώνεται και γίνεται γίγαντας. Σπάει τα στεγανά των ατομικών του ορίων κι αφήνει να διαφανούν οι άπειρες δυνατότητες  με τις οποίες τον έχει προικίσει ο Δημιουργός. Θεολογικά, θα επισημαίναμε ότι έχουμε εδώ μερική εφαρμογή του θεόπνευστου λόγου του Ευαγγελιστή της αγάπης, που λέει ότι «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄ Ιωάν. 4, 18). Ο φόβος που έχει κάθε άνθρωπος, όταν βλέπει ότι κινδυνεύει η ατομική του ύπαρξη, ξεπερνιέται με μία τέλεια αγάπη. Εν προκειμένω οι αγωνιστές του ’40 παθιάστηκαν από την αγάπη προς την Πατρίδα, αγάπη που τους έκανε να υπερβούν τα όριά τους και να αναδειχτούν σε ήρωες, σε οικουμενικά δηλαδή πρότυπα.

Κι από την άποψη αυτή, εκτός από το να τους ευχαριστούμε, καλούμαστε να τους μιμηθούμε. Γιατί κι εμείς σήμερα ζούμε σε κρίσιμες εποχές. Οι κίνδυνοι για την ασφάλεια της πατρίδας μας, αλλά και για την ψυχική και πνευματική αρτιότητά μας είναι δεδομένοι και υπαρκτοί. Και δεν μιλάμε μόνο για τους άσπονδους φίλους μας: τους απειλητικούς γείτονες της χώρας μας, αλλά και για άλλους κινδύνους, πιο απειλητικούς ίσως γιατί είναι περισσότερο ύπουλοι. Η παρείσφρυση για παράδειγμα στη χώρα μας πάμπολλων αιρέσεων χριστιανικών και μη που σκοπεύουν στην αλλοίωση της πνευματικής φυσιογνωμίας της δεν συνιστά έναν τέτοιο κίνδυνο; Το πνεύμα της εκκοσμίκευσης ως έκπτωσης από τη γνησιότητα της ορθόδοξης πίστης και προσκόλλησης στα του κοσμικού φρονήματος δεν αποκοιμίζει σταδιακά και τους χριστιανούς Έλληνες, προκαλώντας την αναισθητοποίηση κάθε ψυχικής και πνευματικής αντίστασής τους; Κι ακόμη: η κυριαρχία σχεδόν πια των χαρακτηριστικών της μετανεωτερικής λεγόμενης εποχής, όπου ο άνθρωπος δεν κατανοείται ως εικόνα Θεού αλλ’  ούτε καν και ως «ζωντανός» άνθρωπος με την υποταγή του στην «άϋλη»  εκδοχή του μέσω του διαδικτύου, δεν αποτελεί κι αυτή ίσως τον σοβαρότερο από όλους τους κινδύνους;

Λοιπόν, οι κίνδυνοι αφανισμού μας ως Έθνους με την ελληνορθόδοξη ιδιαιτερότητά μας είναι παραπάνω από υπαρκτοί, για να μην πούμε ότι είμαστε σε φάση μη αναστρέψιμη. Κι είναι σημαντική η ευκαιρία που μας προσφέρει και πάλι η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου, γιατί όπως τότε οι αγωνιστές του ’40 συνειδητοποίησαν τον κίνδυνο και υψώθηκαν στα όρια της ελληνικής ηρωικής ψυχής για να διαφυλάξουν τον εαυτό τους και την πατρίδα τους, έτσι κι εμείς. Υπό τη Σκέπη της Παναγίας Μητέρας μας να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να «διαβάσουμε» σωστά τα μηνύματα των καιρών. Και να στραφούμε στον «μόνον δυνάμενον σώζειν», τον Κύριο Ιησού Χριστό, προκειμένου και να μας φωτίσει αλλά και να ενισχύσει την αδύναμη βούλησή μας ώστε να βαδίζουμε τον δρόμο τον δικό Του και των αγίων Του. Οι έστω και λίγοι σήμερα που θα βρεθούν στο χαρισματικό αυτό σημείο ίσως δημιουργήσουν κατά ένα μυστικό τρόπο αυτήν τη φορά ένα νέο «έπος»! Το «έπος της μετάνοιας» που θα υψώσει αναχώματα εναντίον κάθε δύναμης φθοράς. Μη ξεχνάμε τον λόγο του Κυρίου: η μετάνοια φέρνει στον κόσμο την ίδια τη Βασιλεία του Θεού!

Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΦΩΤΟΦΟΡΟΣ ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Στον ιερό Ναό των Βλαχερνών της Κωνσταντινουπόλεως, όπου βρισκόταν και το σεπτό «μαφόριον» της Παναγίας, μία των ημερών, επί βασιλείας Λέοντος του Σοφού (886-911), ετελείτο ολονύκτια αγρυπνία. Είχε πάει εκεί κατά τη συνήθειά του και ο όσιος Ανδρέας ο σαλός. Συνέβη να παρευρίσκεται και ο Επιφάνιος έχοντας μαζί έναν υπηρέτη του. Συχνά, σε κάθε κατάλληλη ευκαιρία, αγρυπνούσε και αυτός ανάλογα με την προθυμία του, πότε μέχρι το μεσονύκτιο, πότε μέχρι το πρωί. Την τετάρτη ώρα της νυκτός, βλέπει ο μακάριος Ανδρέας μεγαλοπρεπή γυναίκα να βγαίνει από την Ωραία και βασιλική Πύλη και να προχωρεί μαζί με πολυπληθή και λαμπρότατη ακολουθία αγίων λευκοφορούντων, που έψελναν ιερούς ύμνους και πνευματικά άσματα. Τη μεγαλοπρεπή αυτή γυναίκα κρατούσαν τιμητικά συνοδεύοντας από τα χέρια ο Τίμιος Πρόδρομος και ο Υιός της Βροντής, ο Θεολόγος Ιωάννης, ενώ ακολουθούσαν οι υπόλοιποι άγιοι. Μόλις τους είδε ο όσιος Ανδρέας να προχωρούν προς τον άμβωνα της Εκκλησίας, πλησιάζει τον Επιφάνιο και του λέει: - Βλέπεις την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου;           Αυτός του απαντά: - Ναι, πνευματικέ πατέρα μου. Ενώ παρακολουθούσαν οι όσιοι, Την βλέπουν να γονατίζει, να προσεύχεται για ώρα πολλή και να τρέχουν συνεχώς δάκρυα στο θεοειδές και άχραντο πρόσωπό Της. Μετά από αυτήν την προσευχή, έρχεται προς το θυσιαστήριο και δεήθηκε εκεί υπέρ του παρευρισκόμενου λαού. Όταν τελείωσε τη δέησή Της, έβγαλε από την πανάχραντη κεφαλή Της, με μία κίνηση γεμάτη χάρη και σεμνότητα, το μέγα και φοβερό «μαφόριόν» Της, που έλαμπε ως αστραπή, και το άπλωσε επάνω από όλον τον παρευρισκόμενο λαό. Αυτό το έβλεπαν οι θαυμάσιοι αυτοί άνδρες επί αρκετές ώρες να είναι απλωμένο επάνω από όλον τον λαό και να πηγάζει ως φως ήλεκτρου τη Δόξα του Κυρίου. Όση ώρα ήταν εκεί η Υπεραγία Θεοτόκος, ήταν θεατό και εκείνο, μόλις ανεχώρησε, έπαυσε και αυτό να είναι ορατό. Το επήρε μαζί της, αφήνοντας τη Χάρη Της στον πιστό λαό».

 

(1) Με το γεγονός της εμφάνισης της Υπεραγίας Θεοτόκου βρισκόμαστε μπροστά σε μία θαυμαστή ενέργεια του Θεού – ο Θεός ενεργεί διά της Θεοτόκου – που την ευεργετική της επίδραση δέχεται ο πιστός λαός, αλλά βλέπουν μόνον οι δύο όσιοι: ο Ανδρέας ο σαλός και ο Επιφάνιος. Αυτό σημαίνει ότι το μεγαλειώδες αυτό όραμα ήταν μία ιδιαίτερη ευλογία που δόθηκε ως χάρη στους δύο αγίους, και διότι προφανώς είχαν τις εσωτερικές προϋποθέσεις για να τη δεχτούν, και διότι θα κατέθεταν τη μαρτυρία τους αυτή αργότερα στον πιστό λαό προς ενίσχυση της πίστεώς του. Με άλλα λόγια ο Θεός ικανώνει ορισμένους πιστούς Του, με την έννοια ότι τους διανοίγει τους πνευματικούς οφθαλμούς, ώστε να Τον «δουν» στη θεϊκή Του δόξα, και μετέπειτα αυτοί μαρτυρούν τη θεοπτική αυτή εμπειρία τους, η οποία γίνεται αποδεκτή από τον λαό, λόγω της αξιοπιστίας των ίδιων.

Αιτία για την τακτική αυτή του Θεού, θα λέγαμε, φαίνεται ότι είναι η αγάπη Του προς τον κόσμο, η οποία ενεργεί με τέτοια διάκριση, ώστε να μη βλάψει τους πνευματικά ανώριμους ή τους ανέτοιμους για μία ιδιαίτερη όραση Εκείνου. «Ου μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπον του Θεού και ζήσεται». Την τακτική αυτή του Θεού την επισημαίνουμε σε όλες τις φάσεις της αποκάλυψής Του, από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι και σήμερα ακόμη. Ας θυμηθούμε το γεγονός της παράδοσης του Νόμου του Θεού στους Ισραηλίτες στο όρος Σινά: ο Μωϋσής καλείται να μετάσχει στην ξεχωριστή ενέργεια του Θεού, η οποία δι’  αυτού γίνεται έπειτα κτήμα όλων. Κι ακόμη. Ο ίδιος ο Κύριός μας στο Θαβώρ, στο όρος της Μεταμορφώσεώς Του, τους τρεις μαθητές Του, Πέτρο, Ιωάννη και Ιάκωβο, καλεί να γίνουν «επόπται της μεγαλειότητός Του», οι οποίοι στον κατάλληλο έπειτα καιρό θα καταθέσουν τη μαρτυρία της συγκεκριμένης εμπειρίας τους.

(2) Οι δύο άγιοι, Συμεών και Επιφάνιος, βλέπουν με άμεσο τρόπο την αγάπη της Υπεραγίας Θεοτόκου προς τον πιστό λαό. Εμφανίζεται, προσεύχεται με δάκρυα, απλώνει προστατευτικά πάνω στον λαό το μαφόρι Της, γιατί είναι γεμάτη αγάπη και στοργή προς τα παιδιά της και παιδιά του Υιού και Θεού της. Κι είναι αυτά τα χαρισματικά οράματα, τα οποία επιβεβαιώνουν διαρκώς την πίστη της Εκκλησίας σχετικά με την αγάπη των αγίων απέναντί μας και μάλιστα της Παναγίας Μητέρας μας. Γνωρίζουμε την αγάπη Της αυτή ήδη από τα κείμενα της Αγίας Γραφής και τη μετέπειτα παράδοση της Εκκλησίας μας. Ιδιαιτέρως το «γύναι, ιδού ο υιός σου» και το «ιδού η μήτηρ σου» του Εσταυρωμένου Λυτρωτή μας προς τη Μητέρα Του και το μαθητή Του Ιωάννη, μας συγκινεί την καρδιά και δεν μας αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Μα, όταν έρχονται και τέτοια θαυμαστά γεγονότα, σαν αυτό της Αγίας Σκέπης, η πίστη μας γιγαντώνεται ακόμη περισσότερο. Ξέρουμε ότι σε κάθε ώρα και σε κάθε στιγμή μπορούμε να αναφερόμαστε, μετά βεβαίως τον Κύριο και Θεό μας, και στην Παναγία Μητέρα Του, η οποία είναι έτοιμη να μεσιτεύσει μετά δακρύων υπέρ ημών προς τον Υιό και Θεό Της. Κι ο πιστός λαός πράγματι το επιβεβαιώνει. Οι χαιρετισμοί και οι παρακλητικοί κανόνες προς την Θεοτόκο δεν λείπουν ποτέ από τα χείλη του ευσεβούς λαού, ο οποίος νιώθει, έστω κι αν δεν Την βλέπει οραματικά, την παρουσία και την αγάπη Της.

Θα ήταν παρήγορο μάλιστα να μνημονεύαμε στο σημείο αυτό και μία παράδοση-θρύλο, που κυκλοφορείται ιδίως στους πιστούς της Ρωσίας. Πέθαιναν οι χριστιανοί και «σκόνταφταν» στην παρουσία του αποστόλου Πέτρου, ο οποίος έχοντας τα κλειδιά του Παραδείσου ζητούσε τις απολύτως «κανονικές» προϋποθέσεις εισόδου στον Παράδεισο. Τους περισσότερους δυστυχώς τους απέπεμπε, διότι δεν εκπληρούσαν αυτά που έπρεπε. Κι ενώ λίγοι είχαν εισέλθει στον Παράδεισο, άκουγε πολλές φωνές και πολλές υμνολογίες μέσα σ’  αυτόν. Παραξενεύτηκε και κοιτώντας πιο πέρα από τη θύρα του Παραδείσου είδε ότι η Παναγία  Μητέρα βρισκόταν πάνω από τα τείχη και με το μαφόρι της σήκωνε «παράνομα» και έβαζε μέσα στον Παράδεισο αυτούς που είχαν απορριφτεί.

(3) Η εμφάνιση της Παναγίας και η προστασία Της προς τον πιστό λαό γίνεται εκεί που ο λαός αυτός έχει συναχτεί εν Εκκλησία. Δεν είναι τυχαίο, πιστεύουμε, ότι η Παναγία γίνεται το όργανο της χάρης του Θεού, όταν ο λαός φανερώνει την πίστη του με τον ερχομό του στον ναό και μάλιστα σε ώρα έντονης και παρατεταμένης προσευχής: σε αγρυπνία. Και τούτο διότι ο Θεός προσφέρει τη χάρη Του, αλλ’  όταν και ο άνθρωπος δείχνει τη διάθεση να την αποδεχτεί. Στο θαυμαστό γεγονός της Αγίας Σκέπης πολύ άμεσα διαπιστώνουμε αυτό που ο Κύριος είχε πει: «Ου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών». Η παρουσία Του εκδηλώθηκε μέσω της Μητέρας Του, όπως βεβαίως και για την εμφάνισή Του στον απόστολο Θωμά μετά την ανάσταση προηγήθηκε η παρουσία του Θωμά στον κύκλο των μαθητών, δηλ. στο χώρο της Εκκλησίας. Έτσι βεβαίως ο Θεός διά των αγίων Του δρα όπως και όπου θέλει, αλλά εκεί που κατεξοχήν ενεργεί και προσφέρει τη χάρη Του είναι η Εκκλησία. Από την άποψη αυτή ο αγώνας του πιστού να συμμετέχει στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, και μάλιστα στη Θεία Λειτουργία,  αποτελεί όρο για τη μετοχή του στην παροχή της χάρης του Θεού.

(4) Η ιδιαίτερη παροχή αγιασμού από την Παναγία προς τον προσευχόμενο λαό νομίζουμε ότι είχε να κάνει και με το μαφόρι Της, που φυλασσόταν ως εξαιρετική ευλογία στον συγκεκριμένο ναό των Βλαχερνών. Με άλλα λόγια, η χάρη του Θεού και των αγίων του επεκτείνεται, όταν υπάρχουν αντικείμενα που σχετίζονται με την εδώ στον κόσμο τούτο παρουσία των αγίων. Βεβαίως, για παράδειγμα, ο άγιος Διονύσιος παρέχει τη χάρη του Θεού σε όσους εν πίστει τον επικαλούνται, μα η παροχή της χάρης αυτής φαίνεται να είναι εντονότερη εκεί που υπάρχει το αγιασμένο λείψανό του, στη Ζάκυνθο. Το ίδιο συμβαίνει και με όλους τους αγίους, το ίδιο πιστεύουμε ότι συνέβη και εκεί στον ναό των Βλαχερνών. Κι είναι και τούτο μία αλήθεια, που την επιβεβαιώνει διαρκώς  ο πιστός λαός ανά τους αιώνες, αφού βλέπουμε πόσο ο λαός αυτός καθοδηγούμενος από την καρδιά του τιμά τα λείψανα των αγίων, όπως και τα ιδιαίτερα αντικείμενα, όπως είπαμε, που σχετίζονται με τη ζωή τους. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί  η χάρη του Θεού αγκαλιάζει όλη την ύπαρξη ενός αγίου, όπως και διοχετεύεται αυτή και στα υλικά αντικείμενα που τον περιβάλλουν. Δεν υπάρχει τίποτε κακό στη δημιουργία του Θεού, πέρα από τις κακές επιλογές της καρδιάς μας, ενώ τα πάντα εξαγιάζονται από την υπακοή του ανθρώπου στον Θεό.

25 Οκτωβρίου 2022

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΜΑΡΚΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΟΣ

«Οι άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος έζησαν, όταν πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως ήταν  ο άγιος Παύλος ο ομολογητής, μετά την κοίμηση του αγίου Αλεξάνδρου, επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του αρειανόφρονος.Ο  άγιος πατριάρχης εξορίστηκε στην Αρμενία και δέχτηκε το μακάριο τέλος από τους Αρειανούς που τον έπνιξαν. Τότε λοιπόν και οι άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος σκοτώθηκαν με μαχαίρι, λόγω της ορθοδόξου πίστεώς τους, και ετάφησαν στη Μελανδησία πύλη, τοποθεσία του Δευτέρου,  μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Τον ναό αυτών των αγίων αργότερα ο άγιος Πατήρ ημών Ιωάννης ο Χρυσόστομος ανήγειρε εκ βάθρων».  

 

Οι άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος υπήρξαν μαθητές και ακόλουθοι του διδασκάλου τους, ισαποστόλου και ομολογητού, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως αγίου Παύλου, διδασκάλου όχι μόνον βεβαίως των σήμερα εορταζομένων αγίων, αλλά και της καθολικής Εκκλησίας του Χριστού, διότι αγωνίσθηκε μέχρι θανάτου υπέρ των αληθών δογμάτων της Εκκλησίας, αντιτασσόμενος κατά του αιρεσιάρχη Αρείου, ο οποίος αλλοίωνε την πίστη της αγίας Τριάδος, υποβιβάζοντας τον Κύριο Ιησού Χριστό στο επίπεδο της κτιστότητας.  Οι άγιοι λοιπόν υπεραμύνθηκαν και αυτοί της ορθοδόξου πίστεως, ακολουθώντας επακριβώς τα ίχνη του διδασκάλου τους, που σημαίνει ότι ο αγώνας τους για την ορθοδοξία δεν ήταν μόνον στα λόγια, αλλά πρώτιστα στα έργα και τη ζωή τους. Διότι για την Εκκλησία μας, όπως βεβαίως διατρανώθηκε τούτο και με τον άγιο ομολογητή Παύλο και με τους αγίους μας σήμερα, η ορθόδοξη πίστη δεν εξαντλείται στο επίπεδο των λόγων, αλλά αγκαλιάζει ολόκληρη τη ζωή, δηλαδή η ορθοδοξία είναι αληθινή ορθοδοξία στον βαθμό που είναι και ορθοπραξία, επιβεβαιούμενη πολλές φορές και με το μαρτύριο του αίματος. Κατά τον σοφό και άγιο υμνογράφο  «Με μαρτύριο ολοκληρώσατε τον αγώνα σας, Μάρτυρες Κυρίου, αφού δυναμώσατε την ορθοδοξία με ρωμαλέα διάνοια και τέλειο φρόνημα»∙ «Φανήκατε, Μάρτυρες, οπαδοί των σοφοτάτων δογμάτων του θείου ιερουργού Παύλου, του οποίου τους τρόπους ζωής αφού μιμηθήκατε, αθλήσατε με υπομονή και δύναμη».

Ο υμνογράφος, ως στόμα της Εκκλησίας εν προκειμένω, διαπιστώνει το αυτονόητο για την ορθόδοξη πίστη: συνιστά αυτή το φως και το κάλλος του κόσμου. «Στόλισαν οι άγιοι τον κόσμο με το φως της ορθοδοξίας», «γιατί έλαμπαν από την ορθοδοξία με το άγιον Πνεύμα», εν αντιθέσει προς την αίρεση, που είναι η σκοτεινιά, ο σκοτασμός του ανθρώπου, όπως και η διαίρεση και η σύγχυσή του: «Ξεφύγατε εντελώς από τη σκοτεινιά του Αρείου»˙ «κατέστρεψαν οι άγιοι τη διαίρεση του Αρείου και του Νεστορίου, καθώς απομακρύνθηκαν από τη σύγχυση του Σαβέλλιου και του Σεβήρου». Είναι αυτό που έλεγε και ο όσιος  Παΐσιος ο αγιορείτης μεταξύ άλλων, ότι «η ορθοδοξία είναι άρωμα, που όσο κανείς εγκύπτει σ’ αυτήν, τόσο και δυναμώνει το άρωμά της, ενώ η αίρεση είναι η βρομιά, που όσο κανείς τη σκαλίζει, τόσο και αναδύεται περισσότερο η δυσοσμία της». Αιτία για το ύψος αυτό της ορθοδοξίας είναι το γεγονός ότι αυτή αποτελεί την αλήθεια: κρατά και ζει ανόθευτο τον αποκαλυφθέντα Κύριο, ευρισκόμενη μέσα στην παρουσία του αγίου Πνεύματος. Συνεπώς, η εμμονή στην ορθόδοξη πίστη και ζωή οδηγεί στη ζωή εν Θεώ και Χριστώ, ενώ η απομάκρυνση από την ορθοδοξία οδηγεί τον άνθρωπο στην απώλεια και στα θανατερά δίχτυα του πονηρού διαβόλου.

Θυμάται κανείς στο σημείο αυτό και το περιστατικό που καταγράφεται στο Γεροντικό με τον όσιο αββά Αγάθωνα: «Πειράζοντάς» τον ορισμένοι συνασκητές του, τον έβριζαν με τα χειρότερα λόγια: ότι είναι πόρνος, μοιχός, εγωιστής, γαστρίμαργος, κενόδοξος κλπ. Σε όλες τις «κατηγορίες» ο όσιος δεν αντιδρούσε, αλλά με ταπείνωση τις αποδεχόταν. Εκεί όμως που αντέδρασε με απότομο τρόπο ήταν όταν τον κατηγόρησαν ως αιρετικό. Κι όταν έπειτα, χαμογελώντας, τον ρώτησαν γιατί αντέδρασε μόνο στο τελευταίο είπε: Οι άλλες κατηγορίες μού κάνουν καλό, γιατί με ταπεινώνουν. Η κατηγορία όμως για αίρεση με απομακρύνει από τον ίδιο τον Θεό.

24 Οκτωβρίου 2022

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΑΣ; ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ!

Ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά θυμόμαστε καί κυρίως νά ζοῦμε ἀδιάκοπα αὐτό πού σημαίνει τό ὄνομά μας: τό γενικό τοῦ χριστιανοῦ καί τό συγκεκριμένο πού πήραμε κατά τή βάπτισή μας. Διότι τό ἀληθινό ὄνομα πρωτίστως κάθε πιστοῦ εἶναι τό ῾χριστιανός᾽. ῞Ολοι γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἀπάντηση τῶν ἁγίων μαρτύρων τῆς πίστεώς μας κατά τήν περίοδο τῶν διωγμῶν, ὅταν τούς ρωτοῦσαν γιά τό ὄνομά τους, ἦταν: «χριστιανός εἶναι τό ὄνομά μου». ῎Ηξεραν οἱ ἅγιοι ὅτι ἡ ἔνταξή τους στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἡ χριστιανικότητά τους ἔκτοτε ἦταν ὅ,τι ἀνώτερο καί ἱερότερο ὑπῆρχε στή ζωή τους, αὐτό πού πράγματι χάραζε καί χαρακτήριζε τήν ὕπαρξή τους. Τό κέντρο βάρους τους ἦταν ὁ Χριστός καί ὄχι ὁτιδήποτε ἐπίγειο, ὅσο σπουδαῖο καί μεγάλο κι ἄν φάνταζε αὐτό. Γι᾽ αὐτό καί κατέθεταν καί τήν ἴδια τή ζωή τους. Κι ἔπειτα καί τό βαπτιστικό μας ὄνομα: εἶναι τό ὄνομα τοῦ ἁγίου μας, τό ὁποῖο καί αὐτό παραπέμπει στόν ἴδιο τόν Κύριο, τοῦ ῾Οποίου ἄλλωστε μιμητής ὑπῆρξε  ὁ ἅγιος καί γι᾽ αὐτό καί ἅγιασε.

Εἴτε λοιπόν μέ τό ὄνομα χριστιανός εἴτε μέ τό ὄνομα τοῦ ἁγίου μας θυμόμαστε ὅτι εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, εἰκόνες δικές Του, ναοί τοῦ ἁγίου Του Πνεύματος. Κι αὐτό δέν εἶναι φαντασία, ἀλλά ἡ ἀληθινή πραγματικότητα. ῞Οπως ὁ δαιμονισμένος τῆς περιοχῆς τῶν Γαδαρηνῶν πού λέει τό Εὐαγγέλιο ζοῦσε δυστυχῶς τήν ξενική κατοχή χωρίς ὄνομα δικό του, τό ἴδιο κι ἐμεῖς ἐκ τοῦ ἀντιθέτου: ζοῦμε τήν «κατοχή» μας ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα, τόν Θεό μας, ὁ ῾Οποῖος ὅμως μᾶς ἐλευθερώνει («οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου ἐκεῖ καί ἐλευθερία») καί μᾶς κάνει νά νιώθουμε παιδιά τοῦ Θεοῦ, μέ διαρκή μέσα μας τήν κραυγή: «᾽Αββᾶ, ὁ Πατήρ»! Νά νιώθω παιδί τοῦ Θεοῦ καί νά Τόν προσφωνῶ ῾Πατέρα᾽ εἶναι αὐτό πού μοῦ προσφέρει τό ὄνομά μου. Τό χριστιανικό ἀσφαλῶς ὄνομά μου καί ὄχι ὁποιοδήποτε περίεργο, παράδοξο, ὑποκοριστικό τέτοιο πού λειτουργεῖ ἐντελῶς κατά ἀποπροσανατολιστικό τρόπο. Καί προσφωνώντας τόν Θεό Πατέρα ὡς μέλος Χριστοῦ εἶναι αὐτονόητο ὅτι καλοῦμαι νά ζῶ κι ἐγώ ὅπως καί ὁ Χριστός: μέ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μέ ταπείνωση, μέ ἀγάπη. Ἄλλωστε αὐτό σημαίνει χριστιανός: «μίμημα Χριστοῦ κατά τό δυνατόν ἀνθρώπῳ» (ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος).

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΡΕΘΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Ο άγιος Αρέθας ήταν ο πρώτος της πόλεως Νεγράς στην Αιθιοπία, επί της βασιλείας του Ιουστίνου, όταν βασίλευαν στην μεν Αιθιοπία ο χριστιανικότατος Ελεσβαάν, στους δε Ομηρίτες κάποιος Εβραίος ονόματι Δουναάν. Η χώρα αυτή από μεν την Αγία Γραφή λέγεται Σαβά, από δε τους Έλληνες Ευδαίμων Αραβία. Ο Ελεσβαάν υπέταξε τον Εβραίο και έβαλε φρουρές στην πόλη του. Επαναστάτησε όμως ο Εβραίος και σκότωσε τους φύλακες, ενώ επιτέθηκε στην πόλη Νεγρά, την οποία πολιόρκησε και υπέταξε, όχι με στρατιωτική δύναμη, αλλά με επιορκίες, με αποτέλεσμα να σκοτώσει όλους τους χριστιανούς κατοίκους της, άνδρες και γυναίκες. Τότε ήταν που ο άγιος Αρέθας αντιστάθηκε με γενναιότητα, αφού προηγουμένως στήριξε όλους στην πίστη  του Χριστού, μολονότι είχε φθάσει στο έσχατο γήρας, ώστε να μη μπορεί ούτε να περπατήσει. Τόση ήταν η σωματική αδυναμία του, ώστε όταν παραδόθηκε για να του κόψουν την κεφαλή, με χαρά οδηγήθηκε στο μαρτύριο βασταζόμενος. Κι αφού του απέκοψαν την κεφαλή, παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο».

Προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι εκείνος ο οποίος ηγείτο στην αντίσταση κατά των Ομηριτών του Εβραίου Δουναάν  ήταν όχι ένας νέος άνδρας, που τη γενναιότητα την έχει ως φυσικό του ιδίωμα, αλλά ένας σεβάσμιος γέροντας, ο οποίος μάλιστα αδυνατούσε και να περπατήσει. «Φυσιολογικά», ο γέρων Αρέθας θα έπρεπε να είναι ο μαζεμένος και ανασφαλής, δεδομένου ότι συνήθως οι προχωρημένοι  στην ηλικία είναι περισσότερο δειλοί, λόγω της αδυναμίας που φέρνει ακριβώς η ηλικία τους. Και όμως! Δεν ήταν η ηλικία στον άγιο Αρέθα το πρόβλημα, διότι το φρόνημά του ήταν νεανικό. Κι αιτία γι’  αυτό το «παράδοξο» ήταν η αγιοπνευματική ζωή του. Ο άγιος Αρέθας διακατεχόταν από την παρουσία του Θεού, ο Οποίος τον ενίσχυε και του έδινε  την εκπλήσσουσα τόλμη του, ώστε και αλείπτης να παρουσιάζεται, δηλαδή ενισχυτής και εμψυχωτής της πίστεως των άλλων, και με χαρά να οδεύει προς το μαρτύριο. Ο υμνογράφος της ακολουθίας του επισημαίνει και τα δύο παραπάνω στοιχεία: και το αξιοσέβαστο δηλαδή της γεροντικής ηλικίας του, αλλά και το τολμηρό του χαρακτήρα του. «Εν τη του πνεύματος τόλμη υπέρ Χριστού μαρτυρήσαι ηγωνίσασθε», λέει και για τον ίδιο και για τους άλλους ενισχυμένους από αυτόν χριστιανούς∙ «υπό της σης συγκροτουμένη συνέσεως η θεόφρων πόλις σου Πανόλβιε, του πολιά λάμποντος σεμνή, προς τους παρανόμους ανδρείως διηγωνίσατο». (Η με θεϊκό φρόνημα πόλις σου, παμμακάριστε Αρέθα, που συγκροτήθηκε από τη δική σου σύνεση, από εσένα δηλαδή που έλαμπες από το σεμνό γήρας, αγωνίστηκε με ανδρειότητα προς τους παράνομους). Κι είναι τούτο μία αλήθεια που δεν πρέπει να μας διαφεύγει: όταν ο άνθρωπος ζει με τον Θεό, όταν νιώθει με αίσθηση καρδίας ότι είναι μέλος Χριστού και έχει επομένως ενεργούσα μέσα του την παρουσία του αγίου Πνεύματος, τότε ανεξάρτητα από ηλικία γίνεται ένας τολμηρός άνθρωπος, ο οποίος διοχετεύει και σε άλλους την τόλμη αυτή. Ο Θεός πάντοτε κρατάει νέο τον άνθρωπο, γιατί η «καρδιά» κάνει κάποιον νέο ή γέρο. Κι είναι τραγικό να βλέπει κανείς αυτό που επεσήμαινε και ο άγιος Γέροντας Παΐσιος: νέους με «γέρικη» καρδιά, με μαραμένο δηλαδή φρόνημα, που έχουν ήδη παραδώσει τα όπλα, πριν καν ξεκινήσουν τη ζωή τους. Διότι ακριβώς έχουν διαγράψει τον Χριστό από την ύπαρξή τους.

Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, ξεκινώντας από το γεγονός ότι ο άγιος Αρέθας, όπως και οι άλλοι χριστιανοί της πόλεώς του, σκοτώθηκαν από τους Εβραίους, παραλληλίζει το μαρτύριό τους με ό,τι συνέβη στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, ανάγοντας μάλιστα το φονικό μίσος των Εβραίων αυτών στο μίσος που επιδείκνυαν οι πρόγονοί τους απέναντι στον ίδιο τον Θεό, κατά την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης, και μάλιστα στη διαρκή επαναστατικότητα και τον γογγυσμό τους στην πορεία της ερήμου, μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο. «Χριστού τη εκμιμήσει σαυτόν παραδέδωκας, πόθω του μαρτυρίου, τοις ανόμοις Εβραίοις». (Μιμούμενος τον Χριστό, παρέδωσες τον εαυτό σου από πόθο του μαρτυρίου στους άνομους Εβραίους). «Ως γαρ έκπαλαι εν νόμω, τον έξ Αιγύπτου σώσαντα, εν ερήμω παρώργισαν, και τούτον σταυρώ κατεδίκασαν, ούτω νυν και υμίν, έργω τον λόγον παρήλθον». (Όπως από παλιά, τότε που επικρατούσε ο Μωσαϊκός νόμος, παρόργισαν στην έρημο Αυτόν που τους έσωσε από την Αίγυπτο, (δηλαδή τον Χριστό ως Θεό μόνον τότε), και Τον κατεδίκασαν στον Σταυρό, έτσι και τώρα με εσάς: καταπάτησαν τον λόγο του Θεού έμπρακτα).

Δεν μπορεί ο υμνογράφος όμως να μη θέσει το ερώτημα που σκανδαλίζει τη σκέψη πολλών χριστιανών σε όλες τις εποχές: πώς ο Θεός επέτρεψε οι δικοί Του άνθρωποι, αυτοί που ο Ίδιος με τη χάρη Του συγκρότησε σε σώμα Του, να «χαθούν» με άνομο τρόπο; Να σκοτωθούν από τους «λύκους» εχθρούς της πίστεως; Είναι το «αιώνιο» ερώτημα, γιατί ο Θεός επιτρέπει να υφίστανται ένα σωρό δεινά, ακόμη και ατιμωτικό θάνατο, οι δικοί Του δούλοι, οι πιστοί Του; Πού είναι η δικαιοσύνη του Θεού; Γιατί δεν ενεργοποιεί υπέρ αυτών την παντοδυναμία Του; «Κατά μόνας ο πλάσας, θεουργικώ νεύματι, συ τας των ανθρώπων καρδίας, τις της προνοίας σου βάθος δυνήσεται καταλαβείν, όπως ποίμνην, ην, Χριστέ, συνήγαγες, λύκοις παρέδωκας;» (Ποιος θα μπορέσει να καταλάβει το βάθος της πρόνοιάς Σου, Χριστέ, πώς δηλαδή την ποίμνη, την οποία μάζεψες, παρέδωσες στους λύκους, Εσύ που είσαι ο μόνος που έπλασε με ένα θεουργικό νεύμα τις καρδιές των ανθρώπων;) Η απάντηση βεβαίως, όπως καταλαβαίνουμε, δεν δίνεται από τον υμνογράφο στον ύμνο. Καταθέτει απλώς την απορία του, αλλά χωρίς γογγυσμό και αμφισβήτηση. Ανάγει το «αγκάθι» αυτό για τη λογική σκέψη στην Πρόνοια του Θεού. Το εναποθέτει με άλλα λόγια στην απειρία της αγάπης Του, δίνοντας όμως έμμεσα με τους άλλους ύμνους την απάντηση: Επιτρέπει ο Θεός τις δοκιμασίες στους δικούς Του, κατά αναλογία με ό,τι ο Ίδιος υπέστη στον κόσμο, ακόμη και τον Σταυρό, διότι προφανώς αυτό είναι και η σωτηρία τους. Με τις δοκιμασίες και τα βάσανα δηλαδή ο πιστός κερδίζει τον Παράδεισο, την Βασιλεία του Θεού, επομένως το παράδοξο κατανοείται μόνο στο επίπεδο της πίστεως και όχι με τη λογική σκέψη. Άλλωστε, ποιος άλλος δρόμος μάς οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού πέρα από τον δρόμο του Σταυρού και του μαρτυρίου; «Δια πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού» (ο Κύριος). «Ουδείς ανήλθε ποτέ εις τον Παράδεισον μετά ανέσεως» (αββάς Ισαάκ ο Σύρος).