09 Ιανουαρίου 2023

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

(Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων θέλησε νά κάνει ἡγούμενο στή Μονή τοῦ ἁγίου Εὐστοργίου ἕναν ἅγιο Γέροντα, ὁ ὁποῖος ὅμως μπροστά στό βάρος τῆς εὐθύνης ἀπεποιεῖτο τή θέση, προβάλλοντας ὡς δικαιολογία τό τάμα του νά προσκυνήσει στό Ὄρος Σινᾶ. Τελικά, ὁ Γέροντας ἔδωσε τήν ὑπόσχεση νά ἀποδεχτεῖ τήν ἡγουμενία, μετά τήν ἐπιστροφή του. Ὅμως στήν πορεία μαζί μ’ ἕναν ὑποτακτικό του, μετά τή διάβαση τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, ἀρρώστησε, ὁπότε κατέφυγαν σ’ ἕνα μικρό σπήλαιο τῆς περιοχῆς. Ἐκεῖ διεπιστώθη ὅτι οἱ βουλές τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐντελῶς διαφορετικές ἀπό ὅ,τι καί ὁ Γέροντας ἀλλά καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος προγραμμάτιζαν...).

Τό τάμα πρόβαλ’ ὁ ἀββᾶς, ὁ πρῶτος νά μή γίνει,

«εἶναι βαριά γιά μένανε, τόσο μεγάλη εὐθύνη∙ 

τ’ Ὄρος Σινᾶ νά ἐπισκεφτῶ, τό ’χει ἡ καρδιά μου δέσει,

γυρίζοντας τή συζητῶ, τοῦ ’γούμενου τή θέση».

Ὁ Δέσποτας ἐκάμφθηκε, ἔδωσε τήν εὐχή του,

κι ὁ γέροντας πορεύτηκε, ἔλιωσε τό κορμί του.

Ρίγη καί πυρετός μαζί, μετά τόν Ἰορδάνη,

τόν ρίξαν κάτω τόν ἀββᾶ, σάν τέλος του ἐφάνη.

Μία μικρή σπηλιά ἐκεῖ, τοῦ φάνταξε ἀγκάλη,

ὁ πυρετός ἐπέμενε, τό ἴδιο καί μιά ζάλη.

«Γέροντα, γιά ποῦ τό ’βαλες;», τήν ὥρα πού κοιμᾶται,

ἀκούει μέσα στ’ ὄνειρο,  ξυπνάει καί θυμᾶται.

«Στ’ Ὄρος Σινᾶ!» τ’ ἀπάντησε, «μά πές μου τ’ ὄνομά σου,

τί θέλεις ἀπό μένανε, δέν ξέρω τή θωριά σου». 

«Μή πᾶς στό Ὄρος τό Σινᾶ, παράκληση σοῦ κάνω∙

εἶσαι πιά γέρος κι ἄρρωστος, μεῖνε ἐδῶ ἐπάνω». 

Ἀρνήθηκε ὁ Γέροντας, κι ὁ ξένος ἐπανῆλθε, 

πάλι σέ ὄνειρο βαθύ, τό ἄλλο βράδυ ἦλθε.

«Καλόγερε, θά κουραστεῖς, κάτσε ἐδῶ στόν βράχο»∙

«ποιός εἶσαι;» ρώτησ’ ὁ ἀββᾶς, «ἀπάντηση θέ νά 'χω». 

«Ὁ Ἰωάννης Πρόδρομος, ὁ Βαπτιστής Κυρίου!

Μές στή σπηλιά ἀσκήτεψα, κι εἶδα ὁράσεις Θείου.

Πολλές φορές ὁ Ἰησοῦς, ὡς ἐπισκέπτης ἦλθε,

ἡ χάρη Του παρήγορη, σέ μέ ὡς φῶς κατῆλθε.

Αὐτός ὁ τόπος ὁ μικρός, λοιπόν εἶναι μεγάλος, 

ἀνώτερος κι ἀπ’ τό Σινᾶ, κι ἔχει Θεοῦ τό κάλλος.

Κάνε λοιπόν ὑπακοή, κατοίκησε ’δῶ πέρα,

καί τήν ὑγειά σου θά ’χεις πιά, βέβαιη κάθε μέρα».

Ὁ Γέροντας ὑπάκουσε, ἔκλινε τό κεφάλι,

στάθηκ’ ἀμέσως ὑγιής, ζωντάνεψε καί πάλι.

Τό σπήλαιο τό ἔκανε, σπουδαία Ἐκκλησία,

καί μ’ ἄλλους πλῆθος ἀδελφούς, κάναν Μονή ἁγία.

Σάψας ὁ τόπος λέγεται, πέρ’ ἀπ’ τόν Ἰορδάνη,

ἀριστερά ’χει Χείμαρρο, τοῦ Ζηλωτῆ τό χάνι.

(Ἀπό τό «Λειμωνάριον» τοῦ Ἰ. Μόσχου, κεφ. 1)

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΠΟΛΥΕΥΚΤΟΣ

«Ο άγιος Πολύευκτος ζούσε επί των βασιλέων Δεκίου και Βαλλεριανού, ήταν στρατιωτικός στη Μελιτηνή της Αρμενίας και ήταν ο πρώτος που μαρτύρησε σ’ αυτήν τη χώρα υπέρ του Χριστού. Διότι όταν έφτασε το ασεβές δόγμα ότι πρέπει να αρνηθούν τον Χριστό οι χριστιανοί και ότι όσοι δεν πειθαρχήσουν θα πεθάνουν, αυτός χωρίς να φοβηθεί καθόλου ομολόγησε με παρρησία την πίστη του στον Χριστό. Με το μεγάλο θάρρος του μάλιστα συνέτριψε και τα είδωλα των απίστων. Γι’ αυτό χωρίς να πεισθεί στις παραινέσεις και τις κολακείες του πενθερού του ούτε και να καμφθεί από τους θρήνους και τους ολοφυρμούς της γυναίκας του, βεβαιώνοντας τις υποσχέσεις του βαπτίσματος στον μάρτυρα Νέαρχο, που ήταν φίλος του και φοβόταν μήπως παρεκκλίνει από την πίστη του Χριστού, αυτός λοιπόν φάνηκε σταθερός στην ομολογία του Χριστού και δέχτηκε το τέλος του με ξίφος. Τελείται δε η σύναξή του στον ναό του, το αγιότατο μαρτύριό του».

Ο άγιος Πολύευκτος αποτελεί συνεπή και άξιο μαθητή του Κυρίου μας, καθώς η ζωή του επιβεβαιώνει τα λόγια Εκείνου που είπε: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς, έτι και την εαυτού ψυχήν, ου δύναται είναί μου μαθητής». Στην κρίσιμη δηλαδή ώρα, που η ασέβεια τον έθεσε σε κρίση: να δείξει έμπρακτα το ποια αγάπη υπερισχύει μέσα στην καρδιά του, εκείνος χωρίς δισταγμό επέλεξε την αγάπη του Κυρίου, με θυσία μάλιστα της ζωής του, κάνοντας πέρα γυναίκα, τέκνα και συγγενείς, εφόσον αυτοί τον καλούσαν σε άρνηση του Θεού. Κι είναι το πρώτο που σημειώνουν βεβαίως και οι ύμνοι της Εκκλησίας μας για τον άγιο: «Ούτε ο πόθος της συζύγου ούτε η στοργή των τέκνων ούτε η αξία του συγγενή ούτε  η περιουσία, των κτημάτων ή των χρημάτων, κλόνισαν καθόλου τη σταθερότητα της ψυχής σου από την πίστη πράγματι στον Χριστό, παμμακάριστε Πολύευκτε». Η σταθερότητα της πίστης του, αποτέλεσμα της μεγάλης αγάπης του προς τον Χριστό, δεν είναι κάτι που εύκολα μπορεί κανείς να το παρέλθει. Διότι ο άγιος είχε δεσμεύσεις επίγειες: είχε να φροντίσει τη γυναίκα και τα παιδιά του. Αγάπες δηλαδή φυσικές και πολύ δυνατές. Ποιος θα μπορούσε ίσως να τον κατηγορήσει ότι χάριν της οικογένειάς του άφησε τον Χριστό; Είχε σπουδαία δικαιολογία. Κι όμως! Ο άγιος πίστευε πραγματικά στον Χριστό. Κι ο λόγος Εκείνου περί της αγάπης σ’ Αυτόν υπεράνω όλων ήταν εκείνο που τον συνείχε. Από την άποψη αυτή το μαρτύριό του αποκτά απροσμέτρητη αξία.

Κι επιτείνεται ακόμη περισσότερο η σπουδαιότητα του μαρτυρίου του, όταν αναλογιστεί κανείς ότι ο άγιος Πολύευκτος ήταν ο πρώτος που έδωσε τη ζωή του υπέρ Χριστού στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Διότι άλλο πράγμα είναι να έχουν προηγηθεί άλλοι σ’ ένα δρόμο που φαντάζει πολύ δύσκολος – ο δρόμος του μαρτυρίου – και άλλο να είσαι ο πρώτος που ανοίγεις τη χορεία αυτή. Η ψυχική δύναμη που απαιτείται σαφώς είναι υπέρτερη. Ο άγιος Πολύευκτος λοιπόν ανήκε σ’  εκείνους που άνοιξαν τον δρόμο, σαν ένας νέος πρωτομάρτυρας Στέφανος, δείχνοντας ότι ναι μεν είχε την ιδιαίτερη ενίσχυση από τον Χριστό, αλλά και ένα ιδιάζον φυσικό ψυχικό σθένος. Επρόκειτο για τον τύπο του ατρόμητου ανθρώπου, που είχε επίγνωση και συναίσθηση όμως του πού θα καταθέσει την τόλμη του αυτή. Με άλλα λόγια δεν λειτουργούσε μ’ έναν τρόπο «αποκοτιάς», παράλογης τρέλας, την οποία επισημαίνουμε συχνά σε νέους ανθρώπους, χωρίς συναίσθηση όμως και επίγνωση, γεγονός που τους οδηγεί όχι λίγες φορές σε απώλεια της ζωής τους χωρίς νόημα. Την πρωτιά του μαρτυρίου του εγκωμιάζει και ο άγιος υμνογράφος σε μία από τις ωδές του κανόνα του: «Συναριθμήθηκες με τα στρατεύματα των μαρτύρων. Πήρες τη θέση σου στην αιώνια βασιλεία, ως νεοσφαγής, φθάνοντας σ’ αυτήν, ενώ ακόμη τα αίματά σου έσταζαν».

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του αγίου, επισημαίνει γι’ αυτόν και κάτι εξόχως σημαντικό, μεταξύ των άλλων εγκωμιαστικών του λόγων. «Ο γλυκασμός – λέει – της ευσεβείας ηδύνθη σοι». Σε ευχαρίστησε, σου προκάλεσε ευφροσύνη ο γλυκασμός της ευσέβειας. Η πίστη δηλαδή για τον άγιο Πολύευκτο δεν ήταν ένα είδος καταπίεσής του ή μία απλή συνήθεια που δεν αγγίζει την καρδιά. Η πίστη του στον Χριστό ήταν η παρηγοριά του, ήταν ο γλυκασμός της καρδίας του, το γλύκισμα στο λάρυγγά του, για να θυμηθούμε τον προφητάνακτα. Ήταν δηλαδή τρόπος ζωής που τον έκανε να νιώθει την παρουσία του Χριστού. Κι αυτό γιατί αγάπησε, όπως είπαμε, τον Χριστό με καθαρή και ειλικρινή αγάπη, με πόθο και έρωτα. Ο υμνογράφος του δεν μπορεί να μην τραγουδήσει την πυρωμένη αυτή καρδιά του. «Φτερώθηκες από τη θεία αγάπη, πληγωμένος από τον καθαρό και ειλικρινή σου πόθο για τον Χριστό και φλογισμένος από τον έρωτα της άνω Βασιλείας». Ας συγκρίνουμε λίγο το καμίνι αυτό της πίστης και της αγάπης του αγίου με τη δική μας αναιμική ή και παγωμένη πολλές φορές πίστη, την οποία ως κακέκτυπο περιφέρουμε με μιζέρια και με μαρασμό,  και αν δεν μπορούμε να τη μιμηθούμε, τουλάχιστον ας κλάψουμε και ας ταπεινωθούμε. Μπορεί τότε ίσως λίγη από τη δική του φλόγα να θερμάνει και τη δική μας καρδιά.

08 Ιανουαρίου 2023

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΧΟΖΕΒΙΤΗΣ

«Ο Όσιος Γεώργιος καταγόταν από την Κύπρο και οι γονείς του ήταν ευσεβείς χριστιανοί. Ο μεγαλύτερος αδελφός του, ονόματι Ηρακλείδης, ενόσω ζούσαν ακόμη οι γονείς του, πήγε στους αγίους Τόπους για να προσκυνήσει, οπότε θέλησε να παραμείνει εκεί ως μοναχός, στη Λαύρα του Καλαμώνα, κοντά στο σημερινό μοναστήρι του οσίου Γερασίμου του Ιορδανίτη. Ο  Γεώργιος παρέμεινε κοντά στους γονείς του, έως ότου έφυγαν από τη ζωή αυτή, οπότε τον παρέλαβε μαζί με την κληρονομιά του ο θείος του, που είχε μια μοναχοκόρη και ήθελε να τον κάνει γαμπρό του. Ο Γεώργιος όμως δεν ήθελε να παντρευτεί και έφυγε στον άλλο του θείο, που ήταν ηγούμενος σ' ένα Μοναστήρι. Αλλά επειδή ο προηγούμενος θείος του πίεζε τον αδελφό του ηγούμενο ν' αφήσει τον Γεώργιο να φύγει από το μοναστήρι, ο Γεώργιος έφυγε κι από 'κει και πήγε στον αδελφό του Ηρακλείδη στη Λαύρα του Καλαμώνα. Λόγω του νεαρού της ηλικίας του όμως, τον οδήγησε στη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου, την λεγόμενη Χοζεβά που βρίσκεται σε μια ερημική και άγρια χαράδρα - εκεί υπάρχει το σπήλαιο στο οποίο είχε καταφύγει καταδιωγμένος από τους βασιλείς του Ισραήλ Αχαάβ και Ιεζάβελ ο προφήτης Ηλίας - κι είναι κοντά στην αρχαία Ρωμαϊκή οδό, που οδηγεί από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ. Εκεί πλέον ο Γεώργιος αφού έγινε μοναχός, έζησε αυστηρή ασκητική μοναχική ζωή. Η φήμη της αρετής του ήταν μεγάλη και τα άγια έργα του δίδαξαν πολλούς. Τελικά, ειρηνικά παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Θεό».

 

Η υμνογραφία της Εκκλησίας μας, κατά λογικό και φυσικό τρόπο, επικεντρώνει ιδιαιτέρως στο γεγονός ότι ο όσιος ασκήθηκε και αγίασε στους τόπους που πάτησαν οι άγιοι πόδες του Κυρίου Ιησού Χριστού. Ήταν ο φλογερός πόθος του για τον Θεό που οδήγησε και εκείνου τα βήματα στους αγίους Τόπους – «αιχμαλωτισμένος από θείο έρωτα των αγίων τόπων της Σιών, παμμάκαρ, μετέβηκες σε αυτούς» -  στους οποίους παρέμεινε μέχρι τέλους της ζωής του, έστω και αν πέρασε από πολλές δυσκολίες, και μέχρι να φτάσει εκεί και όταν έφτασε. «Δεν μπόρεσε το μήκος της οδού ούτε η δυσχέρεια των τόπων να παραλύσουν τη φλογερή στροφή σου προς τον Θεό. Διότι και εκεί φθάνοντας και αφού ευφράνθηκες από τον τόπο που πάτησαν οι πόδες του Θεού μας, δεν έδειξες καμία αμέλεια, παρά να φθάσεις με την άσκηση και τους κόπους και προς την ουράνια Σιών».

Είναι πολύ όμορφη μάλιστα η εικόνα του υμνογράφου που περιγράφει την ασκητική βιοτή του οσίου, ο οποίος φανερώνοντας τον εγκάρδιο έρωτά του προς τον Χριστό, εν κατανύξει ψυχής κατέβρεχε την αγία γη με τα δάκρυά του – πολλές φορές τονίζουν οι ύμνοι το χάρισμα των δακρύων που είχε ο όσιος – και με τις τρίχες της κεφαλής του νοερώς σφούγγιζε τα πόδια του Κυρίου, σαν να Τον έβλεπε νοερώς μπροστά του. «Φανερώνοντας τον εγκάρδιο έρωτά σου προς τον Χριστό, ένδοξε, εν κατανύξει κατάβρεχες τη γη με τα δάκρυα, και με τις τρίχες της κεφαλής σου σφούγγιζες τα πόδια του Χριστού, βλέποντάς Τον και εννοώντας Τον ως παρόντα, Αυτόν που πόθησες». Κι όχι μόνον τούτο: οι άγιοι τόποι, η αγία Σιών, θεωρούνται από τον υμνογράφο ως σκαλοπάτι για να ανέλθει ο όσιος στην άνω Σιών, τη Βασιλεία των Ουρανών. Ο αγιασμένος τόπος δηλαδή λειτουργούσε για τον όσιο Γεώργιο ως διαρκής πρόκληση και αφορμή μνήμης του Χριστού και ενθυμήσεως της αληθινής πατρίδας. Ο ίδιος ο Χριστός εξέλεξε ως τόπο ερχομού Του τη Σιών, ο τόπος αυτός έγινε για τον όσιο, λόγω της αγάπης του προς τον Χριστό, εφαλτήριο ανόδου του προς Εκείνον. «Ο Δεσπότης ουρανόθεν δι’ ημάς κατερχόμενος, την Σιών ευρίσκει θείον αληθώς ευναστήριον∙ η ενσκηνώσας συ πόθω, ώσπερ κλίμακι, προς την άνω ανήλθες Σιών ταύτη χρώμενος».

Η σφοδρή αγάπη του οσίου προς τον Χριστό εκδηλωνόταν, όπως είπαμε, με τα άφθονα δάκρυα κατανύξεως, αλλά και με τους ασκητικούς του  κόπους. Δεν θα υπήρχαν όμως όλα αυτά, αν ο όσιος δεν είχε βρει το «μυστικό» της πνευματικής ζωής: τον έλεγχο των λογισμών του. Ο έλεγχος των λογισμών, ως γνωστόν, είναι εκείνο που κρατάει  καθαρή την καρδιά του ανθρώπου, ώστε να υπάρχει και να αυξάνει σ’ αυτήν η αγάπη του Χριστού, συνεπώς να καρποφορούν μέσα της και οι αρετές Εκείνου. Όπως το σημειώνει ο υμνογράφος: «Την ακρόπολη της ψυχής σου δεν την κλόνισαν οι προσβολές των λογισμών, μακάριε». Έτσι ο όσιος Γεώργιος φάνηκε σαν ουρανός, κατάφωτος από τα αστέρια των πρακτικών αρετών της άσκησης, έχοντας ως  ήλιο τον Κύριο και την ψυχή του σαν σελήνη που φωτίζεται από Αυτόν. «Ουρανός τις ανεφάνης τοις πρακτέοις ως άστρασι κατηγλαϊσμένος, φέρων ως φωσφόρον τον Κύριον, την σην ψυχήν ως σελήνην καταυγάζοντα».

07 Ιανουαρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«῾Ο καταβάς αὐτός ἐστιν καί ὁ ἀναβάς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τά πάντα» (᾽Εφ. 4, 10)

Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς μετά τά Φῶτα συνιστᾶ μία σύνοψη τοῦ σκοποῦ τῆς ἐν Χριστῷ οἰκονομίας: ὁ Χριστός κατέβηκε στόν κόσμο ὡς ἄνθρωπος, ὁλοκλήρωσε τό σωτηριῶδες ἐπί γῆς ἔργο Του, ἀναλήφθηκε στούς Οὐρανούς στέλνοντας τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο καί τή χάρη Του στούς ἀνθρώπους, ὥστε νά μπορέσουμε νά γίνουμε σάν κι ᾽Εκεῖνον. Μέσα στά λόγια μάλιστα τοῦ ἀποστόλου πού ἑρμηνεύουν τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχουν κι ἐκεῖνα πού φανερώνουν τή θεότητα Αὐτοῦ καί τήν γι᾽ αὐτόν τόν λόγο ἐγγύτητά Του σέ κάθε ὄν καί σέ κάθε ἄνθρωπο: ῾ἵνα πληρώσῃ τά πάντα᾽. Γιά νά γεμίσει μέ τήν παρουσία Του τό σύμπαν. ῾Ο Χριστός μέ ἄλλα λόγια εἶναι κατά τόν ἀπόστολο ῾ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν᾽.

1. ῾Η πανταχοῦ παρουσία τοῦ Κυρίου δέν ἀποτελεῖ μία περιθωριακή σκέψη τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Συνιστᾶ τή βασική ἀλήθεια τῆς ᾽Εκκλησίας καί τό ἴδιο τό θεμέλιό της: ὁ Χριστός ἐκτός ἀπό ἄνθρωπος εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ῾Οποῖος βρίσκεται παντοῦ καί γεμίζει μέ τήν παρουσία Του ὅλο τό σύμπαν. Δέν πρόκειται βεβαίως γιά μία φυσικοῦ τύπου παρουσία Του, σάν ἕνα εἶδος πανθεϊσμοῦ γιά παράδειγμα - κατά τόν ὁποῖο ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ διαπερνᾶ καί συνέχει τά πάντα ὁπότε τό κάθε τι εἶναι καί Θεός - ἀλλά γιά τήν ἐνέργειά Του, τήν πανσθενή καί πανάγαθη, ἡ ὁποία ὄχι μόνο δημιούργησε τόν κόσμο, ἀλλά καί τόν διακρατεῖ στήν ὕπαρξη καί τόν καθοδηγεῖ στόν τελικό του προορισμό. ῾῞Οτι ἐξ αὐτοῦ καί δι᾽ αὐτοῦ καί εἰς αὐτόν τά πάντα ἔκτισται᾽. Κατά τή διατύπωση μάλιστα τοῦ μεγάλου Πατέρα τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὁσίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ ῾πάντα ἀπέχει τοῦ Θεοῦ οὐ τόπῳ ἀλλά φύσει᾽. ῾Η ἀπόσταση δηλαδή ὅλων τῶν κτισμάτων ἀπό τόν Θεό δέν ἔχει τοπικό χαρακτήρα ἀλλά φυσικό: ἄλλη ἡ φύση τῶν κτισμάτων καί ἄλλη ἡ φύση τοῦ Κτίστου καί Δημιουργοῦ Θεοῦ.

2. Εἶναι τόσο σημαντική ἡ παραπάνω ἀλήθεια, ὥστε ὁ ἀπόστολος Παῦλος σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς (κεφ. 1) τήν ἔχει ξανατονίσει: ἡ ᾽Εκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ῾τό πλήρωμα τοῦ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου᾽, εἶναι ἡ πληρότητα δηλαδή ἐκείνου ὁ Ὁποῖος μέ τήν παρουσία Του γεμίζει πλήρως τά πάντα. Πρόκειται γιά συνέπεια αὐτοῦ πού θεόπνευστα καταγράφει καί ὁ εὐαγγελιστής ᾽Ιωάννης ἤδη στήν ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου του: ῾Πάντα δι᾽ Αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε᾽. ῞Ολα δημιουργήθηκαν ἀπό τόν Χριστό καί συνεπῶς ὅλα ἔχουν τή δική Του σφραγίδα καί παρουσία. ῞Οπως ὡραῖα καί ποιητικά ἔχει κάπου γραφτεῖ: ῾ὅποια πέτρα τῆς Δημιουργίας κι ἄν σηκώσουμε, πίσω στέκει ὁ Χριστός᾽. Καί πόσο ὄμορφα ἐπίσης ἡ ᾽Εκκλησία μας ψάλλει τήν ἀλήθεια αὐτή διά γραφίδος ἁγίου ᾽Ανδρέου Κρήτης στόν Μεγάλο Κανόνα του: ῾ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; Ἡ ὥρα ἐγγίζει καί μέλλεις θορυβεῖσθαι. ᾽Ανάνηψον οὖν ἵνα φείσηταί σου, Χριστός ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν᾽.

3. Μιλώντας βεβαίως γιά τήν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Κυρίου στό σύμπαν μέ τόν παραπάνω τρόπο εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι τήν ἐννοοῦμε ὡς κοινή παρουσία καί ἐνέργεια σύνολης τῆς ἁγίας Τριάδος. Δέν αὐτονομεῖται ὁ Κύριος οὔτε κάποιο ἀπό τά ἄλλα πρόσωπα-ὑποστάσεις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας. ῾Ο ἕνας στή φύση Του καί τριαδικός στίς ὑποστάσεις Του Θεός ἔχει μία καί κοινή ἐνέργεια, πού σημαίνει ὅτι ἡ πανταχοῦ παρουσία τοῦ Κυρίου εἶναι ταυτοχρόνως πανταχοῦ παρουσία καί τοῦ Θεοῦ Πατρός καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Συνεπῶς ἡ ἐπίκληση στό κάθε πρόσωπο τῆς ῾Αγίας Τριάδος συνιστᾶ ἐπίκληση καί στά ἄλλα πρόσωπα. ῞Ολος ὁ Θεός μας βρίσκεται ὡς ἐνέργεια μαζί μας καί δίπλα μας καί μέσα μας, ἔχοντάς μας στό κέντρο τῆς γεμάτης ἄπειρης ἀγάπης ῾καρδιᾶς᾽ Του, κατά τό γνωστό πατερικό λόγιο ῾ὁ Πατήρ δι᾽ Υἱοῦ ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι ποιεῖ τά πάντα᾽.

4. ῾Η καλλιέργεια τῆς αἴσθησης αὐτῆς τῆς πανταχοῦ παρουσίας  τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας ἀποτελεῖ καί τήν προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ. Χριστιανός πού δέν καλλιεργεῖ μέσα του αὐτήν τήν αἴσθηση δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ἤ νά προοδεύσει ὡς χριστιανός, ἀφοῦ οὔτε προσευχή μπορεῖ νά κάνει σωστά – ποῦ νά στραφεῖ γιά προσευχή; - οὔτε μπορεῖ νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ - ῾χωρίς ἐμοῦ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν᾽- οὔτε πολλῷ μᾶλλον μπορεῖ νά νιώσει ὡς μέλος Χριστοῦ, συνεπῶς νά ζήσει τό βάπτισμά του, ἐνδεδυμένος τόν Χριστό καί ἔχοντας αἴσθηση τῆς ἐγγύτητάς Του περισσότερη ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Μέ τή φράση τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί πάλι ῾ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός᾽.

5. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὅσο κανείς βλέπει στόν ἑαυτό του καί στά πάντα τόν Χριστό, τόσο καί παίρνει δύναμη καί θάρρος γιά νά ἀντιμετωπίσει ὁποιοδήποτε πρόβλημα καί ὁποιαδήποτε δοκιμασία τοῦ παρουσιαστεῖ, ἀκόμη δέ καί τόν ἴδιο τόν θάνατο. ῾Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ᾽ ἡμῶν;᾽ λέει ὁ κάθε γνήσιος πιστός μαζί μέ τόν ἀπόστολο, ὅπως καί ῾πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ᾽.

῾Ο κόσμος εἶναι ἀκατανόητος καί συνήθως μᾶς φοβίζει, ὅταν τόν βλέπουμε ἔξω ἀπό τήν παρουσία τοῦ Κυρίου. Καί δικαίως. Διότι διαγράφοντας τόν πανταχοῦ παρόντα Κύριο καί τήν ἐνέργειά Του ἀφήνουμε δίοδο εἰσόδου στόν πονηρό καί τίς καταστροφικές δυνάμεις του. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ πνευματική χαλάρωση δέν συνιστᾶ μία ἁπλή στάση, ἀλλά κάθοδο καί ἀλλοίωση τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο φόβος ἔτσι γίνεται τό καθοριστικό γνώρισμα τῆς ψυχῆς ἑνός τέτοιου ἀνθρώπου. ᾽Αντιθέτως, δυναμώνοντας τήν πίστη μας καί βλέποντας τόν ἑαυτό μας καί τόν κόσμο μέσα στήν παντοδύναμη ἐνέργεια τοῦ Κυρίου, ὁ κόσμος γίνεται φιλικός καί κοντινός, κυριολεκτικά μέσο δοξολογίας τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει ὅτι μᾶς ὁδηγεῖ στήν εὕρεση τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης. ῞Οπου ὅμως ἀγάπη ἐκεῖ καί ὁ Θεός, ἐκεῖ καί ἡ σωτηρία μας. 

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ


ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 4, 12-17)

 

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς ὅτι ̓Ιωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὲτ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν ἐν ὁρίοις Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶ νἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς. Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

 

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

 

Ἐκεῖνο τόν καιρό, ὅταν ἔμαθε ὁ Ἰησοῦς πώς συνέλαβαν τόν Ἰωάννη, ἔφυγε γιά τή Γαλιλαία. Ἐγκατέλειψε ὅμως τή Ναζαρέτ καί πῆγε κι ἔμεινε στήν Καπερναούμ, πόλη πού βρίσκεται στίς ὄχθες τῆς λίμνης, στήν  περιοχή τῶν φυλῶν Ζαβουλών καί Νεφθαλείμ. Ἔτσι πραγματοποιήθηκε ἡ προφητεία τοῦ Ἡσαΐα πού λέει: Ἡ χώρα τοῦ Ζαβουλών καί ἡ χώρα τοῦ Νεφθαλείμ, ἐκεῖ πού ὁ δρόμος πάει γιά τή θάλασσα καί πέρα ἀπό τόν Ἰορδάνη, ἡ Γαλιλαία πού τήν κατοικοῦν εἰδωλολάτρες, οἱ ἄνθρωποι πού κατοικοῦνε στό σκοτάδι εἶδαν φῶς δυνατό. Καί γιά ὅσους μένουν στή χώρα πού τή σκιάζει ὁ θάνατος ἀνέτειλε ἕνα φῶς γιά χάρη τους. Ἀπό τότε ἄρχισε κι ὁ Ἰησοῦς νά κηρύττει καί νά λέει: «Μετανοεῖτε γιατί ἔφτασε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εφεσ. 4, 7-13)

 

Ἀδελφοί, ἑνὶ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ. Διὸ λέγει· ἀναβὰς εἰς ὕψος ᾐχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν καὶ ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις. Τὸ δὲ ἀνέβη τί ἐστιν εἰ μὴ ὅτι καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς; Ὁ καταβὰς αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀναβὰς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τὰ πάντα. Καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ,μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

 

Ἀδελφοί, στόν καθένα μας ἔχει δοθεῖ κάποιο ἰδιαίτερο χάρισμα, σύμφωνα μέ τό μέτρο πού δωρίζει ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό λέει ἡ Γραφή: Ἀνέβηκε ψηλά, πῆρε μαζί του αἰχμαλώτους, ἔδωσε δῶρα στούς ἀνθρώπους. Τό ἀνέβηκε ὅμως, τί ἄλλο σημαίνει παρά πώς προηγουμένως εἶχε κατέβει ἐδῶ κάτω στή γῆ; Αὐτός πού κατέβηκε εἶναι ὁ ἴδιος πού ἀνέβηκε πάνω ἀπ’ ὅλους τούς οὐρανούς, γιά νά γεμίσει μέ τήν παρουσία του τό σύμπαν. Αὐτός, λοιπόν, σέ ἄλλους ἔδωσε τό χάρισμα τοῦ ἀποστόλου, σέ ἄλλους τοῦ προφήτη, σέ ἄλλους τοῦ εὐαγγελιστῆ καί σ’ ἄλλους τοῦ ποιμένα καί δασκάλου, γιά νά καταρτίζουν τούς πιστούς γιά τό ἔργο τῆς διακονίας,ὥστε νά οἰκοδομεῖται τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι θά καταλήξουμε ὅλοι στήν ἑνότητα πού δίνει ἡ πίστη καί ἡ βαθιά γνώση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, θά γίνουμε ὥριμοι καί θά φτάσουμε στήν τελειότητα πού μέτρο της εἶναι ὁ Χριστός.

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

 

«Παραλάβαμε εξαρχής και με φωτισμό Θεού να εορτάζουμε την επομένη των αγίων Θεοφανείων τη Σύναξη του πανιέρου Προφήτου, Προδρόμου και Βαπτιστού, διότι διακόνησε το μυστήριο του θείου βαπτίσματος. Συντάσσεται η εορτή αυτή και με τις άλλες πανηγύρεις του αγίου Ιωάννου, ώστε να μην αφήσουμε στη σιωπή τίποτε από τα θαύματα εκείνου. Την ίδια ημέρα θυμόμαστε και τη μεταφορά της πάντιμης χειρός του αγίου Ιωάννου προς τη Βασιλίδα των πόλεων, που έγινε ως εξής: Στην πόλη Σεβαστή, στην οποία λέγεται ότι είχε θαφτεί το σώμα του Προδρόμου, έφτασε ο ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος πήρε το δεξί χέρι του προφητικού εκείνου σώματος και το πήγε στην πόλη του την Αντιόχεια. Το χέρι του Προδρόμου επιτελούσε εκεί πάμπολλα θαύματα, μεταξύ των οποίων και το παρακάτω. Υπήρχε κάποιος δράκος, ένα τεράστιο ερπετό, που φώλιαζε στα όρια της πόλεως, το οποίο οι κάτοικοί της και οι ειδωλολάτρες το τιμούσαν με ετήσια θυσία. Όταν ήλθε ο καιρός, κληρώθηκε κάποιος από τους χριστιανούς να προσφέρει στο θηρίο το μικρό του κορίτσι. Διότι ο δράκος αυτός έβγαινε έρποντας έξω από τη φωλιά του, παρουσιάζοντας ένα ανέλπιστο θέαμα, και  με το τεράστιο ανοιχτό στόμα του δεχόταν το θύμα και το κατασπάρασσε με τα δόντια του. Για τον λόγο αυτό ο πατέρας της κόρης εκλιπαρούσε με στεναγμούς τον Θεό και τον Πρόδρομο να απαλλάξει την κόρη του από τον πικρό θάνατο. Οπότε σοφίζεται το εξής: Ζητάει να προσκυνήσει το άγιο χέρι του Προδρόμου. Και την ώρα που το ασπαζόταν, κρυφά κόβει με τα δόντια του τον αντίχειρα από τα δάκτυλα και βγαίνει από τον ναό έχοντας πετύχει τον σκοπό του. Λοιπόν, όταν έφτασε η ημέρα της θυσίας και παρευρισκόταν ο λαός για να δει το θέαμα, προσέρχεται ο πατέρας φέρνοντας την κόρη του. Πλησίασε το φοβερό ερπετό, κι όταν το είδε να χάσκει και να ζητά το θύμα του, εξακόντισε μέσα στον φάρυγγά του το ιερό δάκτυλο, γεγονός που επέφερε αμέσως τον θάνατο του ερπετού. Όταν έγιναν αυτά, ο μεν πατέρας επέστρεψε με ζωντανή την κόρη του, διηγούμενος την παράδοξη λύτρωσή της, το δε πλήθος του λαού με έκπληξη για το μεγάλο θαύμα ανέπεμπε ευχαριστίες στον Θεό και τον Πρόδρομο, ενώ έκτισε και μέγιστο ναό προς τιμήν του Προδρόμου. Λέγεται δε, ότι κατά την εορτή της Υψώσεως του τιμίου Σταυρού ανυψώνεται αυτό το τίμιο χέρι από τον αρχιερέα, ενώ κατά την ανύψωση άλλοτε εκτείνεται και άλλοτε συστέλλεται. Κι όταν εκτείνεται σημαίνει ότι θα υπάρχει ευφορία καρπών, ενώ όταν συστέλλεται, θα υπάρχει αφορία και φτώχεια. Γι’ αυτό και πολλοί από τους κατά καιρούς βασιλείς επιθύμησαν να κατάσχουν το ιερό χέρι του Προδρόμου, κατεξοχήν δε ο Κωνσταντίνος και ο Ρωμανός από τους Πορφυρογέννητους. Λοιπόν, και ενώ αυτοί βασίλευαν, κάποιος διάκονος της Εκκλησίας των Αντιοχέων, που ονομαζόταν Ιώβ, ζήτησε  και πήρε μαζί του το τίμιο χέρι του Προδρόμου, την ώρα της επιλύχνιας ακολουθίας, κατά την οποία υπάρχει συνήθεια, όπως έχει παραδοθεί στους χριστιανούς, να τελούν τον αγιασμό. Το ιερό χέρι του μεγάλου προφήτη ο φιλόχριστος βασιλιάς το κατασπάστηκε με πόθο και το απέθεσε στα ανάκτορα. Τελείται δε η σύναξη αυτού στο Φοράκιο».

Η σύναξη του αγίου Ιωάννου Προδρόμου δίνει αφορμή στην υμνολογία της Εκκλησίας μας να προβάλει τη φοβερά μεγάλη προσωπικότητά του με τις πολυποίκιλες αρετές του. Και εν πρώτοις οι ύμνοι σημειώνουν ότι ο μακαρισμός του αγίου Ιωάννη από την Εκκλησία συνιστά δοξολογία του ίδιου του Ιησού Χριστού. «Πανεύφημε Πρόδρομε Χριστού…σε ευσεβώς μακαρίζοντες, Χριστόν δοξάζομεν». Διότι βεβαίως αν ο άγιος Ιωάννης είναι τόσο μεγάλος στο εκκλησιαστικό στερέωμα, είναι γιατί σχετίστηκε με τον Κύριο, ως προφήτης και πρόδρομός Του, ως βαπτιστής και μάρτυράς Του. Από τον Κύριο πήρε το όποιο φως και την όποια αξία του ο Ιωάννης, με πλήρη επίγνωσή του ως προς αυτό. Γι’ αυτό και είναι ο λύχνος που φανέρωσε το απαύγασμα της δόξας του Πατέρα, τον Ιησού Χριστό. «Σαν λυχνάρι φανέρωσες σε όλους τη λάμψη της δόξας του Πατέρα, που φάνηκε με σώμα». Και γι’ αυτό επίσης η κύρια αρετή του ήταν η αρετή της ταπείνωσης, η προϋπόθεση για την ύπαρξη της χάρης του Θεού στον άνθρωπο. Μπροστά στον Χριστό νιώθει την απέραντη μηδαμινότητά του: «Ουκ ειμί ικανός, ίνα κύψας λύσαι τον ιμάντα των υποδημάτων Αυτού». «Εγώ έχω χρείαν του υπό σου βαπτισμού και συ έρχη προς με;».

Ο τονισμός του προφητικού και προδρομικού στοιχείου στον άγιο Ιωάννη αποτελεί τον πυρήνα της ποίησης των αγίων υμνογράφων του. Ο άγιος Ιωάννης στέλνεται από τον Θεό, προκειμένου να ετοιμάσει το έδαφος της παρουσίας του Χριστού. «Όταν είδε ο Πρόδρομος τον φωτισμό μας που φώτισε κάθε άνθρωπο, τον Ιησού Χριστό, τον δείχνει και λέγει στους λαούς: να αυτός που λυτρώνει τον Ισραήλ, αυτός που μας ελευθερώνει από την φθορά». «Προετοίμασες τους δρόμους του Κυρίου, καθώς βάδισες πριν από Αυτόν, προφήτα». Το απλωμένο χέρι μάλιστα του αγίου Προδρόμου και το δάκτυλο με το οποίο υπέδειξε τον Κύριο στους μαθητές του στον ποταμό Ιορδάνη, γίνονται τα κεντρικά αντικείμενα, τα οποία χρησιμοποιεί ο υμνογράφος ήδη από την παραμονή της εορτής των Θεοφανείων, στο δοξαστικό των ιδιομέλων της Θ΄ ώρας, για να καταδείξει ακριβώς ότι είναι ο Πρόδρομος Κυρίου. Η ποίηση εδώ «απογειώνεται» και φθάνει σε δυσθεώρητα ύψη λυρισμού: «την χείρα σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου, μεθ’ ης και δακτύλω αυτόν ημίν καθυπέδειξας, έπαρον υπέρ ημών, Βαπτιστά, ως παρρησίαν έχων πολλήν» (Το χέρι σου που άγγιξε την πανάχραντη κορυφή του Δεσπότου, και με το δάκτυλο του οποίου χεριού  μάς Τον υπέδειξες, σήκωσε ψηλά για χάρη μας, Βαπτιστά, επειδή έχεις πολλή παρρησία ενώπιόν Του).

Το προδρομικό στοιχείο του αγίου είχε ξεκινήσει όμως από πολύ νωρίς. Ο άγιος Πρόδρομος δεν δακτυλοδεικτούσε τον Χριστό μόνον στην έρημο ή την ώρα του βαπτίσματος. Είχε «αναγνωρίσει» τη μεσσιανικότητά Του και την είχε μηνύσει ήδη εκ κοιλίας μητρός του. Η ώρα της επίσκεψης της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου μας στην ξαδέλφη της Ελισάβετ μετά τον ευαγγελισμό της, τότε που σκίρτησε ο κυοφορούμενος Ιωάννης στην  κοιλιά της εγκυμονούσας γερόντισας μητέρας του, ήταν η απαρχή της προδρομικής αποστολής του. Ο άγιος υμνογράφος το σημειώνει πολλαπλώς: «Έγινες πλήρης από το πανάγιο Πνεύμα, όταν βρισκόσουν ακόμη μέσα στην κοιλιά της μητέρας σου, και μήνυσες χαίροντας με τερπνό σκίρτημα τον καρπό της Παρθενίας, τον Ιησού Χριστό, και Τον προσκύνησες, προφήτη πανσεβάσμιε». Κι ακόμη περισσότερο: προετοίμασε, κατά τον υμνογράφο, τον ερχομό του Χριστού και στον Άδη, όταν βρέθηκε εκεί τριήμερος Εκείνος μετά την εκπνοή Του από τη σταυρική Του θυσία. «Με χαρά ευαγγελίστηκες και στους ευρισκομένους στον Άδη τον Θεό που φανερώθηκε ως άνθρωπος».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν μπορούν να μην αναφερθούν εκτενώς και στο θεοπτικό στοιχείο της ζωής του αγίου. Με την προϋπόθεση της καθαρής και ισάγγελης πολιτείας του («σκεύος καθαρότητος ανεδείχθης», «υπερφυούς αρετής λαμπηδόσιν ηγλαϊσμένος», «άγγελος τον ισάγγελον ευηγγελίσατο Ζαχαρία τω σεπτώ») – κανείς απροϋπόθετα δεν μπορεί να γίνει θεόπτης - ο Θεός τού έδωσε τη χάρη της διανοίξεως των πνευματικών οφθαλμών του, προκειμένου να δει τη δόξα του τριαδικού Θεού, κατά την ώρα της Βαπτίσεως του Κυρίου. «Με τη χάρη του Θεού είδες σοφέ Ιωάννη Πρόδρομε, την άρρητη δόξα του Πατέρα,  τον Υιό μέσα στο νερό. Και το Πνεύμα είδες, που απήλθε ως περιστέρι, και που καθαρίζει και φωτίζει τα πέρατα. Γι’ αυτό σε δοξολογούμε ως μύστη της Τριάδος και τιμάμε το θείο πανηγύρι σου». Κι είναι τούτο μία αλήθεια που πρέπει να τονίζεται: η όραση της Θεοφάνειας από τον άγιο Πρόδρομο δεν ήταν όραση και από τους άλλους που παρευρίσκονταν στον Ιορδάνη ποταμό. Ο Ιωάννης μόνον, όπως βεβαίως και οι παρευρισκόμενοι άγγελοι, άκουσε τη φωνή του Θεού Πατέρα και είδε το άγιον Πνεύμα με τη μορφή περιστεριού να ίπταται υπεράνω του βαπτιζόμενου Χριστού. «Αυτόν που οι προφήτες με πολλούς τρόπους είδαν και με αινιγματικό τρόπο προεκήρυξαν, αυτόν αξιώθηκες να βαπτίσεις στον Ιορδάνη. Κι άκουσες την πατρική φωνή από τον ουρανό, που έδινε μαρτυρία για την υιότητα του Χριστού. Και το Πνεύμα είδες με τη μορφή του περιστεριού, που έφερνε τη φωνή πάνω στον βαπτιζόμενο».

Οι υμνογράφοι, είπαμε, παίρνουν αφορμή να δουν και άλλες πλευρές του αγίου Ιωάννου: να θυμηθούν ότι ο Κύριος τον επαίνεσε περισσότερο από όλους τους προφήτες και τους άλλους ανθρώπους («Προφήτην σε προέφησε των Προφητών υπέρτερον, εν γεννητοίς ο Δεσπότης γυναικών μείζονα πάντων»), ότι υπήρξε μέγας αγωνιστής υπέρ της αληθείας, τόσο που έδωσε και τη ζωή του γι’ αυτήν με τον μαρτυρικό του θάνατο («ως αρνίον άκακον ιερουργούμενος προσηνέχθης θυσία»),  ότι υπήρξε ο μεσίτης της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης («Προφητών σε σφραγίδα γινώσκομεν, ως τη Παλαιά και Καινή μεσιτεύσαντα»). Και βεβαίως ότι το κήρυγμά του ήταν εκείνο που αποτελεί τον δρόμο της σωτηρίας όλων μας: η μετάνοια. «Με κόσμημα τη σοφία του Θεού, ήλθες να κηρύξεις τον Χριστό. Διότι έγινες η φωνή αυτού που βοά στην έρημο δυνατά: μετανοείτε». «Τώρα που μας εποπτεύεις από ψηλά, μακάριε, από τη Βασιλεία του Θεού που βρίσκεσαι, σε παρακαλούμε με τις μεσιτείες σου να μας διαφυλάσσεις έτσι, ώστε να ακολουθούμε αυτό το θείο κήρυγμά σου και να μένουμε σταθεροί στις ένθεες διδαχές σου και στα σωτήρια δόγματά σου».