14 Ιανουαρίου 2023

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 17,12 –19)

Τῷ καιρῷ εκείνω, εἰσερχομένου τοῦ Ἰησοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν  λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς.  καὶ ἰδὼν  εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. ἀποκριθεὶς  δὲ ὁ Ἰησοῦς  εἶπεν·  Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν;  οἱ δὲ ἐννέα  ποῦ; οὐχ  εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰμὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο  τόν  καιρό,  καθώς ἔμπαινε ὁ Ἰησοῦς  σ’ ἕνα  χωριό,  τόν συνάντησαν  δέκα  λεπροί·  στάθηκαν  λοιπόν ἀπό  μακριά  καί  τοῦ φώναζαν  δυνατά:  «Ἰησοῦ, ἀφέντη, ἐλέησέ  μας!»  Βλέποντάς  τους ἐκεῖνος τούς εἶπε: «Πηγαίνετε νά σᾶς ἐξετάσουν οἱ ἱερεῖς». Καί καθώς πήγαιναν, καθαρίστηκαν ἀπό τή λέπρα. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὅταν εἶδε ὅτι θεραπεύτηκε, γύρισε δοξάζοντας μέ δυνατή φωνή τόν Θεό, ἔπεσε μέ τό πρόσωπο στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί τόν εὐχαριστοῦσε. Κι αὐτός ἦταν Σαμαρείτης. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Δέ θεραπεύτηκαν καί οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννιά ποῦ εἶναι; Κανένας τους δέ βρέθηκε νά γυρίσει νά δοξάσει τόν Θεό παρά μόνο τοῦτος ἐδῶ ὁ ἀλλοεθνής;» Καί σ’ αὐτόν εἶπε: «Σήκω καί πήγαινε στό καλό· ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Κολ. 3, 4-11)

Ἀδελφοί, ὅταν Χριστὸς φανερωθῇ, ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ. Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία, δι ἔρχεται ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας, ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς· νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν· μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ ̓ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν, ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ίουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ὅταν Χριστός, πού εἶναι ἀληθινή ζωή μας, φανερωθεῖ, τότε κι ἐσεῖς θά φανερωθεῖτε μαζί του δοξασμένοι στήν παρουσία του. Ἀπονεκρῶστε,  λοιπόν, ,τι  σᾶς  συνδέει  μέ τό ἁμαρτωλό παρελθόν: Τήν πορνεία, τήν ἠθική ἀκαθαρσία, τό πάθος, τήν κακή ἐπιθυμία καί τήν πλεονεξία, πού εἶναι εἰδωλολατρία. Γιά ὅλα αὐτά θά πέσει ὀργή τοῦ Θεοῦ πάνω  σἐκείνους  πού δέ θέλουν  νά πιστέψουν. Σαὐτούς ἀνήκατε ἄλλοτε κι ἐσεῖς, ὅταν αὐτά τά πάθη δυνάστευαν τή ζωή σας. Τώρα ὅμως πετάξτε τα ὅλα αὐτά ἀπό πάνω σας:  Τήν ὀργή,  τό θυμό,  τήν  πονηρία,  τήν  κακολογία  καί  τήν αἰσχρολογία. Μή λέτε ψέματα ἕνας στόν ἄλλο, ἀφοῦ βγάλατε ἀπό πάνω σας τόν παλιό ἁμαρτωλό ἑαυτό σας μέ τίς συνήθειές του. Τώρα πιά ἔχετε ντυθεῖ τόν καινούριο ἄνθρωπο, πού ἀνανεώνεται συνεχῶς σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ του, ὥστε μέ τή νέα ζωή του νά φτάσει στήν τέλεια γνώση τοῦ Θεοῦ. Σαὐτή τή νέα κατάσταση δέν ὑπάρχουν πιά ἐθνικοί καί Ἰουδαῖοι, περιτμημένοι κι ἀπερίτμητοι, βάρβαροι, Σκύθες, δοῦλοι, ἐλεύθεροι· τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅλα καί ὁ Χριστός τά διέπει ὅλα.

Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΟΣ

«Τίποτε δεν ετίμησε ο Θεός, όσο ετίμησε τον άνθρωπο. Τίποτε δεν αγάπησε ο Θεός, όσο αγάπησε τον άνθρωπο. Ο Θεός είναι φιλάνθρωπος, αφού έγινε άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο» (όσιος Ευμένιος).

Ο όσιος Γέροντας Ευμένιος (Σαριδάκης), από τους νεωτέρους οσίους της Εκκλησίας μας, ο γλυκύς και χαρίεις αυτός άνθρωπος που και μόνο βλέποντάς τον ένιωθες την ειρήνη του Θεού ακτινοβολούσα, υπενθυμίζει με τα επιγραμματικά αυτά λόγια του όλο το βάθος και το ύψος της θεολογίας της χριστιανικής πίστεώς μας για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος δεν είναι ένα απλό δημιούργημα του Θεού, αλλά η κορωνίδα της δημιουργίας, αυτός τον οποίο έπλασε ο Δημιουργός ως τελική αναφορά και των υπολοίπων δημιουργημάτων – προς τον άνθρωπο αποβλέπουν τα κτίσματα όλα κανονιζόμενα και ρυθμιζόμενα από τη στάση και την πορεία εκείνου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αδάμ, κατά το Βιβλίο της Γενέσεως, δίνει όνομα σε όλα τα ζώα που ο Θεός του έφερε κοντά του, δηλαδή περιγράφει και οριοθετεί κατά κάποιο τρόπο την παρουσία τους στον κόσμο, χωρίς να ευρίσκεται κάτι από τη φύση που να είναι όμοιο με αυτόν, ενώ ο απόστολος Παύλος στοιχώντας στη Βιβλική αυτήν παράδοση εξηγεί πώς η πτώση στην αμαρτία του ανθρώπου συμπαρέσυρε και όλη την υπόλοιπη φυσική δημιουργία, που θα πει ότι και η εν Χριστώ αποκατάστασή του αποκαθιστά και αυτήν στην αρχική δημιουργημένη κατάστασή της – το βλέπουμε στους βίους πολλών αγίων της Εκκλησίας μας. Κι ακριβώς εκείνο που επιβεβαιώνει με τον πιο απόλυτο και αναμφισβήτητο τρόπο τη μεγάλη τιμή που έδωσε και δίνει στον άνθρωπο ο Δημιουργός είναι το γεγονός που ο Ίδιος εν προσώπω Ιησού Χριστού έκλινε Ουρανούς και κατέβη στον κόσμο όχι ως κάτι άλλο, αλλ’ ως άνθρωπος, προκειμένου τον νεκρωμένο και χαμένο από τις αμαρτίες του άνθρωπο να τον καθαρίσει από αυτές, να τον θεραπεύσει από τις πληγές του, να του ανοίξει και πάλι τη θύρα του Παραδείσου, αποκαθιστώντας τον στο πρότερο αξίωμά του: να είναι εικόνα του Ίδιου με δυνατότητα πλήρους ομοιώσεως προς  Αυτόν.  

Ο όσιος του Θεού επισημαίνει βεβαίως και το αυτονόητο για την πίστη μας: το κίνητρο του Θεού για την επέμβασή Του στην Ιστορία και τη διαπαντός διακράτηση της ανθρωπότητάς Του. Είναι η αγάπη του Θεού, λέει, επαναλαμβάνοντας το τι κηρύσσει ο λόγος του Θεού, ιδίως η Καινή Διαθήκη. «Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε τον Υιό Του τον μονογενή έδωσε, με σκοπό καθένας που θα πιστέψει σ’ Αυτόν να μη χαθεί αλλά να έχει την αιώνια ζωή» (ευαγγελιστής Ιωάννης). Ο ίδιος ο Κύριος το απεκάλυψε, γι’ αυτό και ο λόγος Του ηχεί πιο στέρεα και από κάθε τι άλλο θεωρούμενο ασφαλές και στέρεο: «Όπως με αγάπησε ο Πατέρας, σας αγάπησα κι εγώ». Δεν πρόκειται για κάτι που ειπώθηκε και μπορεί κανείς να θέσει εν αμφιβόλω – μιλάμε για τον αιώνιο λόγο του Θεού που συνέστησε την ίδια τη δημιουργία και αποτελεί την απόλυτη αλήθεια. «Εγώ ειμι η αλήθεια και η ζωή». Κι αυτό σημαίνει ότι το «βάθος» του σύμπαντος και κάθε σύμπαντος, αυτό που υπόκειται ως βάθρο για την ύπαρξη του κάθε ε ί ν α ι, είναι η Αγάπη του Θεού, η ενέργεια της πανσθενούς χάριτός Του που είναι μαζί και φως και δόξα και οτιδήποτε αγαθό μπορεί κανείς να φανταστεί. Δεν έχουν τη δύναμη τα φυσικά μας μάτια να διεισδύσουν στη χαρισματική αυτή πραγματικότητα, γιατί αυτά είναι φτιαγμένα για να βλέπουν την υλική διάσταση των πραγμάτων. Έχουμε όμως τα μάτια της πίστεως που λειτουργούν ως «ακτίνες» που «σχίζουν» την επιφάνεια και επαναπαύονται στην ομορφιά της αιωνιότητας του Θεού. «Πίστις εστίν ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος (όραση) ου βλεπομένων» σημειώνει θεόπνευστα ο απόστολος Παύλος. Για να πει σε άλλο σημείο ότι αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο πορεύεται στη ζωή αυτή ο αληθινά πιστός: «Διά πίστεως περιπατούμεν, ου δι’ είδους». «Ου σκοπούμεν τα βλεπόμενα, αλλά τα μη βλεπόμενα. Τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια».

Τι είναι εκείνο που φέρνει την πίστη αυτή που διανοίγει τους πνευματικούς οφθαλμούς για το εξαίσιο αυτό θέαμα που υπόσχεται ο Θεός; Η θέληση του ανθρώπου να είναι μαζί με τον Θεό, να τηρεί δηλαδή τις άγιες εντολές Του. Ο Κύριος και πάλι το απεκάλυψε: «Σας αγαπώ απόλυτα, γι’ αυτό και σας παρακαλώ να μείνετε σταθεροί στην αγάπη μου αυτή. Και θα μείνετε στην αγάπη μου αυτή, αν τηρήσετε τις εντολές μου» - «μείνατε εν τη αγάπη τη εμή. Εάν τας εντολάς μου τηρήσητε, μενείτε εν τη αγάπη μου». Λοιπόν, ο Θεός που απεκάλυψε ο Χριστός είναι Αγάπη, η Αγάπη αυτή δημιούργησε τα πάντα και τα κρατάει στην ύπαρξη, η Αγάπη αυτή είναι έτοιμη και διαθέσιμη στον καθένα, αρκεί βεβαίως αυτός να μπει στη διαδικασία της αναζητήσεώς Της μέσω της τηρήσεως των εντολών του Θεού. Φιλάνθρωπος ο Θεός πράγματι, φιλάνθρωπος κατ’ ανάγκην και ο άνθρωπος της πίστεως ως εικόνα του Θεού αυτού, γεγονός που φανερώνει και ποιος είναι ο φιλόθεος άνθρωπος. Φιλόθεος είναι ο φιλάνθρωπος και φιλάνθρωπος είναι ο φιλόθεος. Ο φιλόθεος και φιλάνθρωπος όσιος Ευμένιος είναι από αυτούς που επιβεβαίωσαν στη ζωή τους την ταυτότητα αυτή.

ΟΙ ΟΣΙΟΙ ΑΒΒΑΔΕΣ ΟΙ ΕΝ ΣΙΝΑ ΟΡΕΙ ΑΝΑΙΡΕΘΕΝΤΕΣ

«Οι άγιοι αυτοί, ποθώντας τον ασκητικό βίο, εγκατέλειψαν όλα τα του κόσμου και κατοικούσαν στην έρημο. Μαζί τους ήταν και ο μακάριος Νείλος, που είχε υπάρξει έπαρχος της Κωνσταντινουπόλεως, αυτός που συνέθεσε με δύναμη λόγου και με τη χάρη του αγίου Πνεύματος άριστα συγγράμματα που καθοδηγούν στην εν Χριστώ άσκηση και που περιέγραψε τον τρόπο ζωής, αλλά και την αιχμαλωσία και τον φόνο των οσίων πατέρων αυτών. Διότι αυτοί φονεύτηκαν από τους βαρβάρους, που λέγονταν «Βλέμμυες» και που εκτείνονταν από την Αραβία έως την Αίγυπτο και κατά την έρημο της ερυθράς θάλασσας.

Πριν από πολλά χρόνια, επί της βασιλείας του Διοκλητιανού και του Πέτρου αρχιεπισκόπου Αλεξανδείας, φονεύτηκαν και άλλοι μοναχοί που ησύχαζαν και αυτοί στο όρος Σινά. Βγήκαν δηλαδή οι Σαρακηνοί που κατοικούσαν στο όρος Σινά, όταν πέθανε ο αρχηγός της φυλής τους, και σκότωσαν πολλούς από τους ασκητές. Οι υπόλοιποι ασκητές κατέφυγαν στο οχύρωμα. Τη νύκτα φάνηκε στους Σαρακηνούς φλόγα πυρός, που κατέκαιε όλο το Όρος, η δε φλόγα ανερχόταν μέχρι τον ουρανό. Το είδαν οι Σαρακηνοί και φοβήθηκαν, ρίξανε τα όπλα τους και έφυγαν.

Αυτοί που σφαγιάστηκαν πρώτα ήταν  τριάντα οκτώ, έχοντας διάφορες πληγές στα σώματά τους. Από αυτούς βρέθηκαν δύο ζωντανοί, ο Σάββας και ο Ησαΐας. Αυτοί που φονεύτηκαν, άλλοι μεν είχαν τελείως κομμένα τα κεφάλια τους, ενώ από άλλους το δέρμα κρατούσε από το ένα μέρος, κι άλλοι ήταν κομμένοι στα δύο. Αυτούς τους έθαψαν οι δύο μοναχοί, οι οποίοι και μας διηγήθηκαν τα σχετικά με αυτούς».

Οι άγιοι αββάδες που εορτάζουμε σήμερα, είναι διπλά στεφανωμένοι από τον Θεό: και για τους ασκητικούς ιδρώτες τους ως μοναχοί και για τους αθλητικούς αγώνες τους ως μάρτυρες. «Περάσατε στους αθλητικούς αγώνες από τους ασκητικούς ιδρώτες. Κι αφού κατακοσμηθήκατε  από διπλά στεφάνια, εκτενώς ικετεύσατε τον Σωτήρα να σωθούμε εμείς». Η υμνολογία μας βεβαίως πάντοτε τονίζει, όταν πρόκειται για ανάλογες περιπτώσεις οσιομαρτύρων, ότι η σχέση της ασκητικής διαγωγής και του μαρτυρίου είναι σχέση αιτίου και αποτελέσματος. Το μαρτύριο δηλαδή του αίματος αποτελεί συχνά τη συνεπή κατάληξη του μαρτυρίου της συνειδήσεως, το οποίο βιώνει με την άσκησή του κατεξοχήν ένας μοναχός. Κι αυτό επισημαίνει και ο άγιος Ιωσήφ, ο υμνογράφος του κανόνα των αγίων αββάδων. «Όσιοι Πατέρες μελετήσατε μέρα και νύκτα τον νόμο του Κυρίου και γι’ αυτό αξιωθήκατε να γίνεται ένα με τον Κύριο, το ξύλο της ζωής. Και ο καρπός σας άνθησε τα στεφάνια της αθλήσεως».

Ο συσχετισμός που κάνει ο άγιος υμνογράφος μεταξύ των ασκητικών δακρύων των αγίων αββάδων και της ρύσεως των μαρτυρικών τους αιμάτων συνεχίζεται. Βλέπει τους αγίους ασκητές ως προέκταση των Ισραηλιτών, οι οποίοι μπόρεσαν με την καθοδήγηση του Μωυσή να ξεφύγουν από την τυραννία του Φαραώ στην Αίγυπτο και να καταποντίσουν τα στρατεύματά του στην ερυθρά θάλασσα. Η θάλασσα γι’ αυτούς εν προκειμένω ήταν τα δάκρυά τους, μέσα στα οποία έπνιξαν τον νοητό Φαραώ, τον διάβολο, οπότε έπειτα με τη ρύση των αιμάτων τους διά του μαρτυρίου οριστικά τον κατέστρεψαν και τον οδήγησαν στην αφάνεια. Κι είναι γεγονός ότι ο άγιος Ιωσήφ τονίζει μία πραγματικότητα ευρύτερου κύρους: δεν είναι δυνατόν ο διάβολος, ο εχθρός της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους να ηττηθεί από τον πιστό, αν αυτός δεν πορευτεί, είτε είναι μοναχός είτε είναι εν τω κόσμω, εν μετανοία, δηλαδή με συναίσθηση των αμαρτιών του και με δάκρυα που ξεπλένουν αυτές. Όταν ο ίδιος ο Κύριος μεταξύ των άλλων μακάρισε αυτούς που πενθούν για τις αμαρτίες τους και για τις αμαρτίες του κόσμου, δεν υπάρχει περίπτωση κανείς να υποβαθμίσει την αλήθεια αυτή. «Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται» είπε στην επί του Όρους ομιλία Του.

Ο μακαρισμός αυτών που πενθούν, στην πραγματικότητα είναι μακαρισμός, κατά τον άγιο Ιωσήφ, εκείνων που με τη χάρη του Θεού είδαν το βάθος της πραγματικότητας: ότι την απόλυτη προτεραιότητα έχουν τα αιώνια και τα μένοντα και όχι τα ευτελή των γήινων, άστατων και ρευστών πραγμάτων του κόσμου τούτου. Μόνον εκείνος, με άλλα λόγια, που προσανατόλισε την ύπαρξή του προς τον αιώνιο Θεό μπορεί και να υπερβαίνει ό,τι συνιστά γοητεία του παρόντος κόσμου, του απατεώνος, και να κλαίει για τις αμαρτίες του. Ο απόστολος Παύλος το εξέφρασε με σαφήνεια: «Ο σκοπός μας δεν είναι αυτά που βλέπουμε στον παρόντα κόσμο, αλλά τα μη βλεπόμενα του ουρανού. Διότι τα βλεπόμενα είναι πρόσκαιρα, τα μη βλεπόμενα αιώνια». Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο άγιος υμνογράφος, αναφερόμενος στους σημερινούς αγίους: «Αποσκοπώντας – γράφει – στην αιωνιότητα αυτών που παραμένουν, σοφοί, αποκρούσατε το ευτελές και χαμερπές των άστατων και ρευστών γήινων πραγμάτων. Γι’ αυτό μακαρίζεσθε, οσιομάρτυρες».

Το κατά Θεόν αυτό πένθος τους λόγω της μετάθεσης της ύπαρξής τους στα αιώνια έκανε τους οσιομάρτυρες αββάδες να ζουν ως μοναχοί με συντετριμμένη τη διάνοια. Κι η συντριβή τους αυτή ήταν εκείνη που φανέρωνε την ταπείνωσή τους και συνεπώς την αληθινή λατρεία τους προς τον Θεό: «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει». Και τη συντριβή αυτή αξιοποιεί ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, προκειμένου να περιγράψει διαμιάς την όλη ζωή των αγίων: «Αφού λατρέψατε τον Θεό με τη συντετριμμένη διάνοιά σας, συντρίψατε την υπερηφάνεια του εχθρού, μακάριοι, συντριβόμενοι στη συνέχεια ως προς τα σώματά σας και θανατούμενοι από το ξίφος του. Οι άγιοι αββάδες έτσι αναδείχτηκαν κυριολεκτικά Παράδεισος, δίνοντας έμπρακτη απάντηση σε όλους αυτούς που ψάχνουν παράλογα για τους επίγειους Παραδείσους. Και τι λένε; Παράδεισος είναι η σχέση με τον Χριστό. Αυτός είναι ο αληθινός Παράδεισος και γίνεται εξίσου Παράδεισος και όποιος σχετίζεται μαζί Του. «Φανήκατε Παράδεισος τρυφής, που έχει στο μέσον το ξύλο της ζωής, τον Κύριο, ο Οποίος δέχτηκε σαν θυσία το αίμα σας».

13 Ιανουαρίου 2023

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΕΡΜΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΟΝΙΚΟΣ


«Οι άγιοι Έρμυλος και Στρατόνικος έζησαν επί Λικινίου του βασιλέως. Ήταν δε ο άγιος Έρμυλος κατά την Εκκλησιαστική τάξη Διάκονος. Όταν παραστάθηκε μπροστά στον βασιλιά και ομολόγησε το όνομα του Χριστού, πρώτον μεν κτυπήθηκε στους σιαγόνες με κάποια χάλκινα όργανα, έπειτα καταξύσθηκε από πλήθος πληγών, ενώ προσκαλούσε και τον Στρατόνικο, που ήταν φίλος του, να ομολογήσει την πίστη του. Αυτός όταν στράφηκε και είδε τον άγιο Έρμυλο να κτυπιέται στους σιαγόνες και με ράβδους από ξίφη να του ανοίγουν την κοιλιά και την καρδιά, δάκρυσε. Επειδή αμέσως έγινε φανερός ότι συνέπασχε με τον άγιο Έρμυλο με την προαίρεσή του, ομολόγησε ότι και ο ίδιος είναι Χριστιανός. Οπότε κτυπήθηκε κι αυτός και ρίχτηκε μαζί με τον άγιο Έρμυλο στον ποταμό Ίστρο, όπου δέχτηκαν και οι δύο το μακάριο τέλος. Τελείται δε η σύναξή τους στον ευκτήριο οίκο του αρχαγγέλου Μιχαήλ, που βρίσκεται στην Οξεία».

 

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος εμμένει στον τρόπο του μαρτυρικού τέλους των αγίων, τον πνιγμό τους στον ποταμό Ίστρο, τον Δούναβη. Θεωρεί ότι ο πνιγμός τους αυτός υπήρξε και το ισχυρότερο όπλο τους, προκειμένου να πνίξουν και οι ίδιοι με τη χάρη του Θεού τον διάβολο, εισερχόμενοι έτσι θριαμβευτικά στη Βασιλεία των Ουρανών. «Στα νερά και οι δύο μαζί δεχτήκατε, σοφοί, το μακάριο τέλος και βυθίσατε σ’ αυτά τον Βελίαρ, τον διάβολο, με τη χάρη του Θεού μας, μακάριοι. Γι’ αυτό και αφού λάβατε ως νικηφόροι το στεφάνι του μαρτυρίου, χαίρεστε μαζί με τις χορείες των αγγέλων». Η νίκη τους αυτή απέναντι στον διάβολο μέσω του βυθισμού τους στα νερά παραπέμπει, κατά τον υμνογράφο, στον ίδιο τον Κύριο: και Εκείνος στα ρείθρα του Ιορδάνη ποταμού βύθισε την αμαρτία και την ασέβεια ημών των ανθρώπων, οπότε κατά αντίστοιχο τρόπο και οι άγιοι με το μαρτύριό τους αποξήραναν τους ποταμούς της αθεΐας.

Ο βυθισμός τους στα νερά του ποταμού οδηγεί τον άγιο υμνογράφο να τους δει «αφαιρετικά» με τα μάτια της πίστεως: πριν να ριχτούν οι άγιοι στο ποτάμι, είχαν ήδη «βυθιστεί» οι ίδιοι, είχαν γεμίσει από τα ζωοποιά νάματα της παρουσίας του αγίου Πνεύματος. Βυθισμένοι λοιπόν στα νερά της χάρης του Θεού, ρίχτηκαν στα ρείθρα του ποταμού. Με αποτέλεσμα: αφενός, όπως είπαμε, να πνίξουν τον διάβολο, τον προστάτη της κακίας, αφετέρου οι ίδιοι να γίνουν ένα νέο ποτάμι, που προσφέρει ως κρουνός τα ιάματα της χάρης του Θεού. «Ναμάτων ζωοποιών πληρωθέντες, ποταμίοις απερρίφητε ρείθροις∙ και εν αυτοίς δεδεγμένοι το τέλος, τον της κακίας προστάτην επνίξατε, πανεύφημοι∙ και νυν ημίν ιαμάτων κρουνούς αναβλύζετε». Θυμάται όμως ο άγιος Ιωσήφ και από την Παλαιά Διαθήκη τον προφήτη που ρίχτηκε στη θάλασσα και τον κατάπιε το θαλάσσιο κήτος, τον προφήτη Ιωνά. Στα νερά ο προφήτης, στα νερά και οι σημερινοί άγιοι. Και ποια η εν προκειμένω σχέση; Όπως, λέει, ο Θεός διά του κήτους έσωσε τον προφήτη, έτσι και τώρα έσωσε τους αγίους, ως προς τα αγιασμένα λείψανά τους. Θαυμάζει κανείς την άνεση με την οποία  κινείται ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας στον ευρύτερο χώρο της αποκάλυψης του Θεού. Το Πνεύμα του Θεού τον εμπνέει να κάνει συσχετισμούς, που οι πολλοί αδυνατούμε να κάνουμε. «Αυτός που διέσωσε με παράδοξο τρόπο  από την κοιλιά του κήτους τον Προφήτη που κινδύνευε, ο Ίδιος διασώζει από τα ποτάμια ύδατα και τα δικά σας νικηφόρα λείψανα μετά το τέλος σας, αθλοφόροι». Κι είναι σαν να μας λέει ο άγιος υμνογράφος: όπως ο προφήτης – τύπος της Αναστάσεως του Κυρίου -  μετά τη διάσωσή του κήρυξε τη μετάνοια στους Νινευίτες, έτσι και οι άγιοι κηρύσσουν τη μετάνοια και σε εμάς, μέσα όμως από τα αγιασμένα λείψανά τους. Διότι τα λείψανα των αγίων, μεταφέροντας τη χάρη του Θεού που έχουν, τι άλλο συνιστούν,  παρά μία διαρκή υπόμνηση αφενός της υπέρβασης του θανάτου, αφετέρου της μετάνοιας προς σωτηρία των ανθρώπων;

Πέραν και άλλων εποικοδομητικών διαστάσεων που επισημαίνει από τη ζωή των αγίων ο άγιος υμνογράφος, μας θυμίζει και το εξής: οι άγιοι χριστομάρτυρες Έρμυλος και Στρατόνικος, με την όλη κατά Χριστό πορεία τους κατεδάφισαν τα ινδάλματα της πλάνης, την ειδωλολατρία. Η κατεδάφιση όμως αυτή έγινε με θετικό τρόπο, δηλαδή με τη φανέρωση μέσω της ίδιας τους της ύπαρξης της αλήθειας του Θεού, της γνώσης του αληθινού Θεού, συνεπώς γενόμενοι οι ίδιοι ναοί του ζωντανού Θεού. Κι είναι το σημαντικότερο τούτο  που μας φανερώνουν οι άγιοι: όταν ζούμε με τον τρόπο που θέλει ο Θεός, όταν γινόμαστε φανέρωση του αγίου θελήματός Του, τότε εξαφανίζεται το όποιο σκοτάδι της πλάνης και κτίζονται στον κόσμο οι αληθινοί ναοί, οι ίδιες οι υπάρξεις των χριστιανών. «Κατεδαφίσατε τα ινδάλματα της πλάνης, απλανείς χριστομάρτυρες. Κι αναστήσατε τους εαυτούς σας σαν σεπτούς ναούς και στήλες της θεογνωσίας».

12 Ιανουαρίου 2023

ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΗ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΟΥ

 


Την απόφαση να εγγράψει στο αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας τον Γέροντα Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, έλαβε προχθες (10 Ιανουαρίου) η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Ο Μοναχός Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης (5 Σεπτεμβρίου 1905 - 7 Δεκεμβρίου 1991) και κατά κόσμον Αναστάσιος - Αθανάσιος ήταν σύγχρονος υμνογράφος.

Γεννήθηκε στην Δρόβιανη της επαρχίας Δέλβινου Βορείου Ηπείρου. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο δημοτικό σχολείο της γενέτειράς του.

Με το τέλος του δημοτικού σχολείου ο έφηβος πλέον Αναστάσιος έμελλε να εγκαταλείψει το περιβάλλον του χωριού.

Ήδη ο πατέρας του είχε εγκατασταθεί στον Πειραιά, όπου εργαζόταν. Και ο ίδιος έπρεπε να τον ακολουθήσει για να εργαστεί κοντά του.

Έτσι, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την μητέρα και τον μικρότερο αδελφό του.

Αρχικά εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, κοντά στον πατέρα και την θεία του.

Στην συνέχεια μετακόμισαν στην Αθήνα. Στην νέα του διαμονή συνέχισε τις σπουδές του στο γυμνάσιο.

Ο ζήλος του για τα γράμματα εντυπωσιακός. Μετά το γυμνάσιο συνέχισε τις σπουδές του σε κάποια ανώτερη σχολή ελληνικής παιδείας.

Στην Αθήνα φρόντισε και για την πνευματική του ζωή και εκκλησιαζόταν τακτικά.

Θυμάται ο ίδιος: « Η ενορία μας ήταν ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Συνήθως πηγαίναμε επί της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, όπου ήτο η παλαιά Ριζάρειος Σχολή, στον Άγιο Γεώργιο της Ριζαρείου, επειδή ήταν κοντά. Εκεί κατ' επανάληψη λειτούργησε και ο Πενταπόλεως Νεκτάριος, τον οποίο είδα».

Στην Αθήνα καλλιέργησε την σκέψη να γίνει μοναχός και σκέφθηκε να φύγει έγκαιρα, πριν αναλάβει άλλες υποχρεώσεις. Και δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο για να πραγματοποιήσει την κλίση του. Έτσι έρχεται στο Άγιο Όρος στις 15 Αυγούστου 1923.

Στο Άγιο Όρος εγκαταβιώνει ως δόκιμος στην σκήτη της Αγίας Άννης. Συγκεκριμένα στην Μικρά Αγία Άννα, στο κελλί του Τιμίου Προδρόμου, έχοντας ως γέροντα τον μικρασιάτη ιερομόναχο Μελέτιο Ιωαννίδη.

Εδώ, σ' αυτή την ερημική, άνυδρη, αιχμηρή και άγονη τοποθεσία της Μικράς Αγίας Άννης, βρίσκει απόλυτη πνευματική χαρά και εκπλήρωση του ονείρου της ζωής του.

Μπορεί πλέον απερίσπαστα να επιδοθεί στην άσκηση της πνευματικής ζωής και στη μελέτη των ιερών εκκλησιαστικών κειμένων.

Στις 20 Οκτωβρίου του 1924 κατά την διάρκεια της αγρυπνίας στη μνήμη του αγίου Γερασίμου Κεφαλληνίας έγινε η μοναχική κουρά του παίρνοντας το όνομα του αγίου.

Ο μοναχός Γεράσιμος, προσαρμοσμένος πλήρως στη νέα του ζωή, αποτέλεσε πρότυπο υπακοής, ταπεινώσεως και κάθε αρετής.

Παράλληλα με την τέλεση των καθημερινών μοναχικών ακολουθιών και τη μελέτη, οι δύο μοναχοί της καλύβης, γέροντας και υποτακτικός, εργάζονταν για την επιβίωσή τους ως άνθρωποι.

Ο Γέροντας Μελέτιος γνώριζε καλά και ασκούσε από χρόνια την τέχνη κατασκευής ξυλόγλυπτων σφραγίδων που χρησιμοποιούνται στην παρασκευή προσφόρων για τη θεία Λειτουργία. Κοντά σ' αυτόν και ο νέος μοναχός Γεράσιμος έμαθε την τέχνη αυτή, την οποία και ασκούσε φίλεργα.

Εκείνο, όμως, το οποίο τον γοήτευε ήταν η ενασχόληση με τα γράμματα. Μας λέει σχετικά: «Εδώ, όταν ήρθα, καλλιέργησα και ανακεφαλαίωσα τις γνώσεις μου. Τους αρχαίους συγγραφείς, όλα τα χόρτασα, όλα τα χώνεψα. Είχα μερικά βιβλία απ' έξω, που τα έδωσα σε ορισμένα πτωχά παιδιά που μ' επισκέφθηκαν από την Συκιά απέναντι».

Μετά την παρέλευση λίγων ετών ο γέροντας Μελέτιος φεύγει οριστικά για την Αθήνα, αφήνοντας τελείως μόνο του τον νέο μοναχό Γεράσιμο.

Κάτω από την καλύβη του Τιμίου Προδρόμου βρίσκεται η καλύβη Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Σε αυτήν εγκαταβιούσε ο ασκητής Γέροντας Αβιμέλεχ (1965). Το 1946 υποτάχθηκε σ' αυτόν ο μετέπειτα ιερομόναχος Διονύσιος.

Με τον π. Διονύσιο συνδέθηκε ο π. Γεράσιμος και αργότερα, το 1966, ενώθηκαν σε μία συνοδεία.

Ο μοναχός Γεράσιμος γίνεται κτήτορας του ναού των αγίων Πατέρων Διονυσίου του ρήτορος και Μητροφάνους.

Συγκεκριμένα, το 1956 στο σπήλαιο όπου ασκήτευσαν οι δύο όσιοι κτίζει μικρό ναΐδριο και το 1960 το συμπληρώνει με την λιτή.

Ο Γέροντας Γεράσιμος, εκτός των άλλων, φημιζόταν για τη διάθεση φιλοξενίας, την οποία ενέπνευσε και στους υποτακτικούς του. Είναι άξιο λόγου ότι η ασκητική και αναχωρητική του βιοτή σε τίποτα δεν έπληξε την κοινωνικότητά του.

Οι προσερχόμενοι σ' αυτόν λαϊκοί επισκέπτες πάντοτε έφευγαν ωφελημένοι και γοητευμένοι, καθώς ο λόγος του ήταν πάντοτε προσεγμένος.

Συνετός στις αποκρίσεις του, απέφευγε συστηματικά τις άκαιρες συζητήσεις και φλυαρίες• επιδίωκε πάντοτε τη σιωπή, την οποία και θεωρούσε «μητέρα σοφωτάτων εννοιών».

Εκτός από τους λαϊκούς, οι επισκέπτες ήταν πολλές φορές κληρικοί ή και μοναχοί, που έρχονταν με τον ίδιο σκοπό: να ακούσουν τον γέροντα, να ωφεληθούν πνευματικά και να διδαχθούν από την ενάρετη ζωή του. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, του ανατέθηκαν μοναχικά διακονήματα.

Διετέλεσε βιβλιοθηκάριος και τυπικάρης του Κυριακού της σκήτης Αγίας Άννης. Ως βιβλιοθηκάριος μάλιστα ασχολήθηκε με την σύνταξη και δημοσίευση καταλόγου των χειρογράφων κωδίκων της βιβλιοθήκης του Κυριακού της σκήτης.

Με την ιδιότητα αυτή βοήθησε πολλούς επιστήμονες στην εύρεση και απόκτηση αντιγράφων των χειρογράφων. Ο ίδιος συνέταξε αξιόλογες μελέτες και άρθρα.

Ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις υμνογράφων, που το μεγαλύτερο μέρος του έργου του χρησιμοποιήθηκε αμέσως στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας.

Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος του έργου είναι προσιτό, παρά το γεγονός ότι ένα μικρό μόλις τμήμα του έχει εκδοθεί. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πολλές ακολουθίες κυκλοφορούν ευρύτατα σε δακτυλογραφημένα φωτοαντίγραφα.

Αλλά και την ίδια την υμνογραφία την θεωρεί προέκταση της προσευχής, κοινωνία με τον Θεό και τους αγίους: «Έχω τον άγιο μπροστά. Γι' αυτό και δεν θέλω επικοινωνία με κανέναν. Η υμνογραφία, η πνευματική αυτή εργασία, είναι ένωση της ψυχής μετά του Θεού• είναι μία θαυμασία προσευχή• είναι μία μεταρσίωσις του νοός• είναι μία μυστική θεωρία• είναι ένα μυστήριον, που δεν ερμηνεύεται και με λόγους δεν εξωτερικεύεται. Η υμνογραφία είναι η υπάτη φιλοσοφία. Δεν εκφράζεται με αυτά τα λόγια. Πρέπει κανείς να την δοκιμάσει για να την αισθανθεί».

Απεβίωσε στις 7 Δεκεμβρίου 1991. Το πλούσιο υμνογραφικό του έργο υπολογίζεται σε περισσότερες από 2000 ιερές ακολουθίες.

Τον σπουδαίο αυτόν Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στις 28 Δεκεμβρίου 1968 ετίμησε με αργυρό μετάλλιο η Ακαδημία Αθηνών.

                                                                                                                 Πηγή:  romfea.gr