28 Απριλίου 2023

Αθάνατη Κύπρος (Χρίστος Τσιαμούλης)

 



ΑΠΙΣΤΗΣΕ, ΨΗΛΑΦΗΣΕ, ΚΗΡΥΞΕ!

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

«Ἐψηλάφησε τήν πλευράν τοῦ Δεσπότου ἀπιστήσας ὁ Θωμᾶς καί ψηλαφήσας διπλῆν οὐσίαν ἐκήρυξε» (απόστ. αίνων όρθρου).

(Αφού απίστησε ο Θωμάς για την Ανάσταση του Κυρίου, ψηλάφησε την πλευρά Του. Κι αφού Την ψηλάφησε κήρυξε τη διπλή ουσία του Κυρίου, ότι είναι Θεός και άνθρωπος).

Η υμνογραφία της Εκκλησίας μας επιμένει πάλιν και πολλάκις να τονίζει την κατ’ οικονομία Θεού απουσία του Θωμά από τον κύκλο των Αποστόλων την πρώτη ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου, όταν ο Κύριος εμφανίστηκε σ’ αυτούς χορηγώντας τους την ειρήνη Του και το Πνεύμα Του το Άγιον – κάτι που θα ενεργοποιείτο κατά τρόπο δραστικό από την ημέρα της Πεντηκοστής και μετέπειτα. Κι αυτό γιατί η απουσία του Θωμά θα απεκάλυπτε περίτρανα την αγάπη του Θεού απέναντι και σ’ εκείνον, αλλά και σε κάθε εγκλωβισμένο στις αισθήσεις του άνθρωπο της κάθε εποχής μέχρι σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος: τη συγκατάβασή Του ώστε να ερευνηθεί και να ψηλαφηθεί «χειρί» του αμφισβητούντος αποστόλου, οπότε και να «πιστωθεῖ» έτι πλέον η Ανάστασή Του. «Χαίρει ἐρευνώμενος» ο Κύριος (ωδή δ΄) τονίζει ο άγιος υμνογράφος, για να διευκρινίσει πιο έντονα παρακάτω (ωδή ε΄): «Ἀπιστίαν πίστεως γεννήτριαν ἡμῖν τήν τοῦ Θωμᾶ ἀνέδειξας∙ σύ γάρ πάντα τῇ σοφίᾳ σου προνοεῖς συμφερόντως, Χριστέ ὡς φιλάνθρωπος» (Ανέδειξες την απιστία του Θωμά γεννήτρια πίστεως για χάρη μας. Διότι Συ Χριστέ ως φιλάνθρωπος που είσαι, προνοείς με τη σοφία Σου τα πάντα κατά το συμφέρον μας).

Την πρωτοβουλία της ψηλάφησης βεβαίως είχε ο ίδιος ο Κύριος, όταν είδε το καλοπροαίρετο του μαθητή Του – έφυγε από την απομόνωσή του και ήλθε έστω και με λογισμούς στη σύναξη των μαθητών. «Ἇψαι Θωμᾶ τῆς πλευρᾶς τῇ χειρί, λέγει Χριστός, καί τούς τύπους τῶν ἥλων δεῦρο ψηλάφησον, πίστει ἐρεύνησον, καί γίνου μοι πιστός καί μή γίνου ἄπιστος» (δοξαστικό αίνων) (Ακούμπησε, Θωμᾶ, με το χέρι σου την πλευρά Μου, λέγει ο Χριστός, κι εμπρός ψηλάφησε τα σημάδια των καρφιών, ερεύνησέ τα με πίστη και γίνε μου πιστός και μη γίνεσαι άπιστος). Κι ήταν η συγκατάβαση και η οικονομία του Κυρίου τέτοια, ώστε έκτοτε ο Θωμάς να τίθεται στο ίδιο επίπεδο θεολογίας με τον απόστολο Ιωάννη: ο Ιωάννης έμαθε τη θεολογία από το στήθος του Κυρίου, όταν έγειρε πάνω Του στον Μυστικό Δείπνο∙ ο Θωμάς κατενόησε την οικονομία του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου, όταν έθεσε ακριβώς το χέρι του στις πληγές του Κυρίου (βλ. στιχ. εσπ. εορτής). Κι αυτήν την οικονομία του Θεού έκανε περιεχόμενο του κηρύγματός του ο Θωμάς, αλλά και όλοι οι απόστολοι και βεβαίως η αγία Εκκλησία του Κυρίου: ότι ο Κύριος έχει «διπλῆν τήν οὐσίαν», είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος – «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».  

Κι αξίζει να σημειώσουμε ότι η υμνογραφία της Εκκλησίας μας δεν άφησε ασχολίαστη και τη γλώσσα ακόμη του αποστόλου Θωμά. Όχι μόνο επικεντρώνει στο χέρι που τόλμησε να ψαύσει το «φλόγεον ὀστοῦν» (οίκος συναξαρίου) του Κυρίου, αλλά προβάλλει και την παμμακάριστη γλώσσα του – ό,τι έχει κάνει και στο δάκτυλο και στο χέρι του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού όταν βάπτιζε και υπεδείκνυε τον Κύριο ως τον αμνό του Θεού!  Γιατί ακριβώς ο Θωμάς κήρυξε τον Ιησού ως Θεό και Κύριο. Με τα ίδια τα λόγια του αγίου υμνογράφου (ωδή δ΄ εορτής): «Σοῦ ἡ παμμακάριστος ὑμνεῖται γλῶσσα ὦ Δίδυμε∙ πρώτη γάρ εὐσεβῶς κηρύττει τόν ζωοδότην Ἰησοῦν, Θεόν τε καί Κύριον, ἐκ τῆς ἁφῆς πλησθεῖσα τῆς χάριτος» (Η παμμακάριστη γλώσσα σου, Θωμά, είναι αντικείμενο ύμνου. Διότι πρώτη με πίστη μεγάλη κηρύττει τον ζωοδότη Ιησού ως Θεό και Κύριο, επειδή γέμισε λόγω της ψηλάφησης από τη χάρη Του). Στον Θωμά για ακόμη μία φορά  επιβεβαιώνουμε ότι η θεολογία μας έχει χαρακτήρα εμπειρικό. Δεν έχουν σημασία οι διανοητικοί στοχασμοί περί του Θεού  - ό,τι η ανθρώπινη φαντασία, έστω και θεολογική, «παράγει» περί Θεού – αλλά αυτό που αποτελεί έκφραση της ζωντανής παρουσίας του Θεού στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου εννοείται που ζει εν Εκκλησία και σφραγίζεται από την αλήθεια της αποστολικής παραδόσεως.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΝΝΕΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΚΥΖΙΚΩ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΕΣ

 

«Αυτοί οι θειότατοι μάρτυρες που μαζεύτηκαν από διαφόρους τόπους και έφτασαν στην Κύζικο, ντρόπιασαν τον άρχοντα με τη γενναιότητα του φρονήματός τους και αρνήθηκαν με βδελυγμία την πλάνη των ειδώλων. Υποβλήθηκαν γι᾽αυτό σε διάφορα βασανιστήρια, χωρίς βεβαίως να πειστούν να αλλάξουν. Το αντίθετο μάλιστα: πρόσφεραν στον αληθινό Θεό ζωντανή θυσία τους εαυτούς τους, οπότε φονεύτηκαν με ξίφος».

Εικονίζουν τα εννέα άυλα τάγματα των αγγέλων οι άγιοι εννέα μάρτυρες οι εν Κυζίκω αθλήσαντες. Που σημαίνει: όπως οι άγγελοι δοξολογούν  αενάως τον Τριαδικό Θεό ευρισκόμενοι πάντοτε σε ετοιμότητα υπακοής στο πανάγιο θέλημά Του, κατά τον ίδιο τρόπο και αυτοί: υπήκουσαν όσο ζούσαν στη ζωή αυτή στο θέλημα του Κυρίου, πρόσφεραν μάλιστα και την ίδια τη ζωή τους χάριν Αυτού, γι᾽αυτό και χαριτώθηκαν από τον Ίδιο να Τον δοξολογούν μαζί με τους αγγέλους αδιάκοπα στον ουρανό. Οι στίχοι του συναξαρίου των αγίων, όπως και πολλά τροπάρια από τις ωδές, αυτήν την αλήθεια προβάλλουν. «Αποτελούν εικόνα των εννέα άυλων αγγελικών ταγμάτων οι εννέα άνδρες, των οποίων έκοψαν τα κεφάλια». «Δυναμωθήκατε από το σθένος του Αγίου Πνεύματος και νικήσατε τις βουλές και τις παγίδες των ανόμων, ζώντας σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Κι αφού αγωνιστήκατε νόμιμα αποκτήσατε τη δόξα του Ουρανού» (ωδή γ´). Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος απαρχής τονίζει αυτό που η Εκκλησία μας, βασισμένη στον άγιο λόγο του Κυρίου, εξαγγέλλει διαρκώς: κανένας δεν παίρνει το στεφάνι από τον Θεό, αν δεν αγωνιστεί νόμιμα, σύμφωνα δηλαδή με το θέλημα του Θεού. «Ουδείς αθλητής στεφανούται, αν μη νομίμως αθλήση» (απ. Παύλος). Ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος, ό,τι πορεία ζωής αν θελήσει να ακολουθήσει, ποτέ δεν πρόκειται να έχει πραγματική σχέση με τον Θεό, κάνοντας πέρα τις άγιες εντολές Του. «Διά των εντολών όδευσον» είναι η μόνιμη προτροπή των αγίων Πατέρων μας και της Εκκλησίας μας, που θα πει να περιπατούμε εν τω Χριστώ. «Εν Αυτώ περιπατείτε» (απόστ. Ιωάννης).

Ο άγιος υμνογράφος, πέραν της παραπάνω αλήθειας που αποτελεί το κεφάλαιο της αγιότητας των εννέα μαρτύρων, μένει και σε κάτι που αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο της ορθής πορείας ζωής των εννέα: την ενότητά τους. Οι άγιοι, μολονότι εννιά στον αριθμό και προερχόμενοι μάλιστα από διαφορετικές περιοχές, είχαν μία ψυχή και μία καρδιά. Ό,τι σημειώνει για την πρώτη κοινότητα των Ιεροσολύμων ο ευαγγελιστής Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων, ότι δηλαδή οι χριστιανοί «είχαν τα πάντα κοινά, διότι είχαν μία καρδιά και ένα φρόνημα όλοι τους», ό,τι εύχεται η Εκκλησία μας, στοιχούσα στην εντολή του αρχηγού της Ιησού Χριστού: «ίνα πάντες εν ώσιν», αυτό ακριβώς βλέπουμε στους εννέα σήμερα ήρωες της πίστεως. Μπορεί να ήταν εννιά σώματα, μία όμως ήταν η γνώμη τους, λόγω της κοινής πίστεως και αγάπης τους προς τον Χριστό. Κι από την άποψη αυτή όπου υπάρχει διάσπαση και έχθρα και μίσος, ακόμη κι αν ομολογείται η ίδια πίστη, Χριστός εκεί δεν υφίσταται. «Έχοντας μία γνώμη στα διαφορετικά σώματά σας, πήρατε μαζί το στεφάνι του μαρτυρίου, μάρτυρες» (ωδή δ´). Κι αλλού: «Έξι νέοι, μαζί με άλλους τρεις, απέκτησαν μία γνώμη σε πολλά σώματα και κατάσβεσαν το καμίνι της πλάνης, γιατί δροσίζονταν ευσεβώς από τη δροσιά του θείου Πνεύματος» (ωδή ζ´).

Η εν πίστει και αγάπη ενότητά τους αυτή, φανέρωση της παρουσίας του Χριστού στη ζωή τους, αποκορυφούμενη και στο κοινό τους μαρτύριο, τους έκανε, κατά τον υμνογράφο, να λειτουργούν στον κόσμο αφενός ως βροχή που αναζωογονεί τους πιστούς, αφετέρου ως δύναμη ξηρασίας για την πλάνη της αθεῒας. Με άλλα λόγια, η μεγαλύτερη προσφορά ενός πιστού, προκειμένου να βοηθήσει τους συνανθρώπους του στο να βρουν τον δρόμο της ζωντανής πίστεως και να δώσει αποφασιστικό πλήγμα κατά της δαιμονικής και διαστροφικής αθεῒας που αποξηραίνει τη ζωή, είναι να ζει ο ίδιος εν Χριστώ, έτοιμος να θυσιάσει και τη ζωή του για την πίστη του. Ο άγιος Ιωσήφ μάς καθοδηγεί και επ᾽αυτού: «Αναδειχτήκατε, σοφοί αξιοθαύμαστοι αθλητές, μυστικές νεφέλες που προσφέρουν τη βροχή με τις στάλες των αιμάτων σας στους πιστούς, και ξεραίνουν με τη χάρη του Θεού την πλάνη της αθεῒας. Γι᾽αυτό και σας μακαρίζουμε» (ωδή α´). «Με τους ποταμούς των ιερών σας αιμάτων αποξηράνατε τη θάλασσα πράγματι της ειδωλικής απάτης και καταποτίσατε την Εκκλησία του Χριστού, θεόφρονες μάρτυρες» (ωδή ς´).

27 Απριλίου 2023

"Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΠΟΥ ΜΕΤΕΧΕΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ" (ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ)

 «Ο άνθρωπος δεν είναι οι πέντε αισθήσεις του, αλλά είναι η υπεραίσθηση και η ενσυναίσθηση που πηγάζει και αντλείται από τη μετοχή του στο μυστήριο της ζωής, γι’ αυτόν τον λόγο ο Δημιουργός της ζωής μας χαρίζει τη Χάρη Του, η οποία προϋποθέτει τον αγώνα τον καλό, την πνευματική ενόραση και την καθημερινή διαδικασία πνευματικής ανασυγκρότησης δια της μετανοίας, δια της αγάπης, δια της προσφοράς.

Ένα τέτοιο πρόσωπο που μας χάρισε όλον αυτό τον πλούτο της Θεοκοινωνίας και ενότητος με τον Δημιουργό μας, είναι η Υπεραγία Θεοτόκος. Είναι το πρώτο πρόσωπο από όλη την οικουμένη που μετέχει της Αναστάσεως.

 Η Παναγία είναι δίπλα μας, αρκεί εμείς να είμαστε δεκτικοί στο θέλημα του Θεού. Να τιμούμε την Παναγία, την Ζωοδόχο Πηγή που αναβλύζει και μας χαρίζει το Ύδωρ της Ζωής, τον Χριστό, και να αξιωθούμε να φτάσουμε και εμείς σε αυτό το γεγονός της εμπειρίας της Αναστάσεως» (Από το κήρυγμα του Σεβασμιωτάτου κ. Σεραφείμ επί τη εορτή της Ζωοδόχου Πηγής).

Είναι γνωστή η μεγάλη αγάπη του Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ προς το πάντιμο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, στην πραγματικότητα αντανάκλαση της αγάπης του προς το λατρευτό πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού - δεν μπορεί κανείς με ορθόδοξη πίστη να διαχωρίσει τον Ιησού Χριστό από την Παναγία Μητέρα Του. "Συνορώνται" πάντοτε εξαγγέλλοντας τη βάση όλων των ορθοδόξων δογμάτων, ότι "Θεός εφανερώθη εν σαρκί", "εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου". Και τι σημειώνει ο Επίσκοπος; Ότι η Παναγία Μητέρα είναι η μοναδική σε όλη την ανθρωπότητα διαχρονικά και παγκόσμια που ήδη μετέχει της αναστάσεως του Κυρίου, όχι μόνο πνευματικά αλλά και σωματικά. Διότι ο Υιός και Θεός Της Την μετέστησε εν σώματι, όπως τούτο φάνηκε από το άνοιγμα του τάφου της μετά τριήμερο από της Κοιμήσεώς Της και ευρέθηκε αδειανός. "Κενόν" το μνημείο του Ιησού Χριστού λόγω της Αναστάσεώς Του, "κενόν" και το μνημείο της Υπεραγίας Θεοτόκου από τη παντοδύναμη ενέργειά Του για χάρη της Μητέρας Του. 

Κι "είναι δίπλα μας", βεβαιώνει την Πατερική συμφωνία ο Σεβασμιώτατος. Διότι είναι ενωμένη με τον πανταχού παρόντα και τα πάντα πληρούντα Κύριο και Θεό της, οπότε κάθε καρδιακό αίτημά μας εισακούεται από Αυτήν για να μεταφερθεί αμέσως στα "ώτα" του Δημιουργού ως παράκληση και ικεσία δική Της. Αλλά και μας επιβλέπει γεμάτη στοργή ακόμη και μέσα στις αμαρτίες και στις πτώσεις μας, όπως τούτο μεταξύ άλλων αποκαλύφθηκε στον μεγάλο όσιο της εποχής μας Σιλουανό τον Αθωνίτη. "Βλέπω τις αμαρτίες σου και θλίβομαι" του είπε όταν ήταν νεαρός ακόμη, και η αγάπη της αυτή τον "έλιωσε" και τον οδήγησε σε συγκλονιστική  μετάνοια. Διότι "το χρηστόν του Θεού, όπως και των Αγίων, εις μετάνοιαν άγει" κατά τον απόστολο.

Υπάρχει όμως μία προϋπόθεση για να νιώσει κανείς την επέμβαση της Παναγίας στη ζωή του: "να είμαστε δεκτικοί στο θέλημα του Θεού". Δεν εννοεί ο Σεβασμιώτατος Σεραφείμ να είμαστε αναμάρτητοι - τούτο εκ φύσεως δεν γίνεται! Εννοεί αυτό που τονίζουν οι άγιοι Πατέρες μας, ότι δεν πρέπει να έχουμε σκληρύνει τόσο τις καρδιές μας, ώστε η χάρη του Θεού να προσκρούει σε "βράχο". Που θα πει: αν αφήνουμε λίγο χώρο μέσα μας για τον Θεό, αν μία χαραμάδα της ψυχής μας στρέφεται με ικεσία προς Εκείνον και την Παναγία μας, τότε ναι! Η χάρη του Θεού μας θα ενεργήσει και σε εμάς, το φως Του θα βρει δίοδο να φωτίσει τη σκοτεινιά του νου μας, όπως και μία μικρή αχτίδα φωτός μπορεί να φωτίσει έναν σκοτεινό χώρο. 

Οπότε με έκπληξη θα διαπιστώσουμε κι εμείς αυτό που ζουν όλοι οι άγιοί μας περίσσια: ότι δεν εξαντλείται η ζωή μας στον ασφυκτικό κλοιό των πέντε αισθήσεών μας και στο "φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν"! Υπάρχουν και άλλες αισθήσεις, οι πνευματικές αισθήσεις, "η υπεραίσθηση και η ενσυναίσθηση", με τις οποίες μπορούμε να βλέπουμε τον Θεό, να Τον ακούμε, να Τον οσφραινόμαστε, να Τον γευόμαστε, να Τον ψηλαφάμε. Πολύ λίγο, είναι αλήθεια, στην αρχή, μα πολύ περισσότερο αργότερα, ανάλογα με την εργασία που κάνουμε πάνω στο άγιο θέλημά Του. Πρόκειται για τη "μετοχή μας στο μυστήριο της ζωής" κατά τον λόγο του Μητροπολίτη. Για να συγκεκριμενοποιήσει την πνευματική εργασία που απαιτείται για την απολαβή της Χάρης του Κυρίου και την πνευματική ανασυγκρότηση: "μετάνοια, αγάπη, προσφορά". Κι όχι μόνο μία ή κάποιες στιγμές στη ζωή μας, αλλά "καθημερινά". Διότι ο πνευματικός αγώνας δεν έχει διαλείμματα και στάσεις. Είναι "καθημερινή διαδικασία", αδιάκοπη, μάχη σώμα με σώμα, αφού "ο αντίδικος υμών διάβολος περιπατεί ως λέων ωρυόμενος ζητών τίνα καταπίη". 

Το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου είναι όντως Μοναδικό και Ανεπανάληπτο. Αλλά κι εμείς είμαστε κλημένοι στην ίδια δόξα ως μέλη του ενανθρωπήσαντος Θεού μας. Η χάρη του Θεού μας και η χάρη της Ζωοδόχου Πηγής είναι τα όπλα μας και σ' αυτά ελπίζουμε για τη "Θεοκοινωνία και την Ενότητα με τον Δημιουργό μας"!

ΝΑ ΕΞΟΡΙΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΗΦΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΖΑΛΗ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ

 

ΠΕΜΠΤΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

«Κατήφεια παθῶν καί λογισμῶν ἡ ζάλη, μακράν ἐξοριζέσθω καί οὕτως ἐξανθήσει τό ἔαρ τό τῆς πίστεως» (απόστ. Αίνων).

(Ας εξορισθεί μακριά από εμάς η κατήφεια και η στενοχώρια των παθών, όπως και η ζάλη των λογισμών, και έτσι θα ανθήσει η άνοιξη της πίστης).

Ο άγιος υμνογράφος εξαγγέλλει αυτό που διαλαλεί η Εκκλησία μας με την Ανάσταση του Κυρίου: τα πάντα τώρα είναι πλημμυρισμένα από το φως και τη χαρά της Αναστάσεως. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός». «Ὦ Πάσχα, λύτρον λύπης». Ό,τι ο Κύριος και οι άγιοι άγγελοί Του προέτρεπαν τους αποστόλους και τις μυροφόρες γυναίκες: «Χαίρετε», ό,τι ο απόστολος Παύλος θεωρούσε ως δεδομένο της πίστεως: «Χαίρετε, καί πάλιν ἐρῶ Χαίρετε», αλλά και καρπό της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος που προεκτείνει την αναστημένη παρουσία του Κυρίου: «ὁ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά», ό,τι ο ίδιος πάλι προέτρεπε ως συστατικό της ζωής αλλά και διαρκές αγώνισμα των πιστών: «Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε», αυτό λοιπόν προβάλλει και ο άγιος ποιητής. Γιατί; Διότι ανέτειλε ήδη το έαρ, η άνοιξη της πίστεως. Και η άνοιξη αυτή αποτελεί τον ύμνο της χαράς. Οπότε, «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν» - χαρά και κατήφεια δεν μπορούν να συνυπάρξουν! Όταν με άλλα λόγια ο πιστός έχει ενσυνείδητα αποδεχτεί τον Χριστό στη ζωή του, τότε είναι αδιάκοπα στραμμένος προς Αυτόν και Αυτόν αναζητεί προκειμένου να Τον έχει Κύριο και Αρχηγό της ζωής του. Και Τον αναζητεί βεβαίως με τον μόνο τρόπο που ο Κύριος καθόρισε: μέσα από τις άγιες εντολές Του, οι οποίες οδηγούν στην εγκατοίκησή Του μέσα στον άνθρωπο, καθιστώντας τον κυριολεκτικά ένα με Εκείνον. «Τηρήστε τις εντολές Μου και θα Με δείτε μέσα σας». Κι έρχεται έτσι η χαρά και η ειρήνη του Χριστού μέσα στον άνθρωπο, χαρά και ειρήνη εσωτερική και βαθειά που κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να τα διαγράψει και να πάρει.

Από την άποψη αυτή ο άγιος υμνογράφος τονίζει το αυτονόητο: αν ζει ο πιστός τη χαρά της Ανάστασης, δεν μπορεί να είναι εγκλωβισμένος στην κατήφεια που φέρνουν με μαθηματική ακρίβεια τα πάθη του ανθρώπου˙ δεν μπορεί να άγεται και να φέρεται από τους λογισμούς που δημιουργούν ζάλη στον άνθρωπο, δηλαδή από τους λογισμούς της απιστίας και της διψυχίας, τους λογισμούς που θέτουν σε κρίση τον άνθρωπο, γιατί δεν μπορεί να πάρει τη σταθερή απόφαση να είναι πάντοτε με το μέρος του Χριστού, δηλαδή εκεί που τον καλούν οι εντολές και το θέλημα Εκείνου. Κι είναι η εμπειρία του καθενός μας: τι είναι εκείνο που δημιουργεί την εσωτερική θλίψη και στενοχώρια και δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε; Μόνον το άφημά μας στα ψεκτά πάθη μας: η ικανοποίηση της σαρκολατρείας μας και του αλαζονικού υπερήφανου φρονήματός μας. Δυστυχώς, έστω και θεωρούμενοι χριστιανοί, ζούμε ακόμη μέσα στον χειμώνα της αμαρτίας μας, όταν έξω, στον αληθινό κόσμο του Θεού – κι είναι αληθινός γιατί είναι ο αιώνιος κόσμος – ήδη έχει ανατείλει το έαρ και η καλοκαιρία της ζεστασιάς της αγκαλιάς του Θεού μας. Ήδη από την πρώτο ύμνο του κανόνα του αγίου Θωμά (α΄ ωδή) ο υμνογράφος επισημαίνει: «Σήμερον ἔαρ ψυχῶν˙ ὅτι Χριστός ἐκ τάφου, ὥσπερ ἥλιος ἐκλάμψας τριήμερος, τόν ζοφερόν χειμῶνα ἀπήλασε τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν» (Σήμερα είναι η άνοιξη των ψυχών. Γιατί ο Χριστός  την τρίτη ημέρα μετά τη σταύρωσή Του βγήκε από τον τάφο, όπως ακριβώς ο ήλιος που έλαμψε μετά τη νύκτα, και έκανε πέρα τον χειμώνα της αμαρτίας μας).

Ο αληθής χριστιανός, δηλαδή ο άγιος, είναι ο χαρούμενος άνθρωπος. Χαρούμενος με την έννοια την πραγματική: χαίρεται η καρδιά του, γι’ αυτό και τη χαρά αυτή σκορπίζει παντού και πάντα. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί άγιοι της Εκκλησίας μας θεωρούσαν ότι ο πασχαλινός χαιρετισμός «Χριστός Ἀνέστη» πρέπει να συνιστά τον διαρκή χαιρετισμό μας όλου του χρόνου. Αρκεί βεβαίως να μη ξεχνάμε ότι η εσωτερική αυτή χαρμόσυνη πραγματικότητα δεν προκύπτει «μαγικά» και γρήγορα. Απαιτεί καθημερινό αγώνα συσταύρωσης με τον Χριστό, οδύνη και «μάτωμα» πάνω στον αγώνα κατά των παθών, που θα πει ότι τελικώς η χαρά αυτή  λειτουργεί για τον «μέσο» χριστιανό, αν υπάρχει τέτοιος όρος, ως όραμα που πρέπει να καθορίζει την πορεία του – μερικές φορές σε βάθος δεκαετιών! Και βεβαίως να τονίσουμε και πάλι το του αποστόλου: η χαρά έρχεται ως καρπός του πνεύματος αγάπης. Όπου αγάπη εκεί και χαρά, εκεί και Ανάσταση, εκεί και Χριστός!

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΣΥΜΕΩΝ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, ΣΥΓΓΕΝΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

"Ο άγιος Συμεών ήταν υιός του μνήστορος Ιωσήφ, αδελφός του Ιακώβου. Ο ίδιος ο Χριστός και Θεός μας τον προσέλαβε και καταδέχτηκε να τον ονομάζει αδελφό Του, και τον έχρισε ιερέα για να κηρύσσει την ένδοξη παρουσία Του. Γι᾽αυτό, αφού πάλαιψε με μύριους κόπους και ιδρώτες ως ποιμένας και όχι ως μισθωτός, κατακόσμησε τον θρόνο των Ιεροσολύμων. Έκανε τον εαυτό του ναό του Αγίου Πνεύματος και κατέστρεψε τους ναούς των ειδώλων, ενώ οδήγησε προς το φως του Χριστού τους πλανεμένους. Χάριν της πίστεώς του υπέμεινε φοβερά μαρτύρια και στο τέλος τον σταύρωσαν, ενώ ήδη είχε γίνει εκατόν είκοσι ετών. Έτσι πήγε κοντά στον Σωτήρα Χριστό, τον Οποίο αγαπούσε με βαθύ πόθο. Αυτός ο μακάριος απέκτησε πλούτο διπλής κλήσεως: Καλείτο Σίμων και Συμεών, ενώ χρημάτισε αδελφός του Ιακώβου και του ίδιου του Χριστού"

Μολονότι ο άγιος Συμεών δεν ανήκει στους δώδεκα μαθητές του Κυρίου μας κι ούτε είναι ιδιαιτέρως γνωστός στους πολλούς, κατέχει ξεχωριστή θέση στο στερέωμα της Εκκλησίας. Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος μεταξύ άλλων εγκωμίων που προβάλλουν τη σπουδαία προσωπικότητά του αναφέρει στον οίκο του κοντακίου: "Ας δοξολογήσουμε σήμερα τον τρισμακάριο Συμεών, ο οποίος καταγόταν από το γένος του Αβραάμ, ήταν από τη σειρά του Δαυίδ, υπήρξε υιός του Ιωσήφ και συγγενής του Ιησού. Κι αυτό γιατί δοξάστηκε πάρα πολύ λόγω της συγγένειάς του με τον Χριστό, κόσμησε με λαμπρότητα τον θρόνο της μητέρας των Εκκλησιών, ωραιώθηκε ένδοξα με το αίμα του μαρτυρίου. Και μάλιστα αυτός, όπως ο Δεσπότης Χριστός, σταυρώθηκε και μιμήθηκε έτσι το θείο πάθος Αυτού". Η σταυρική του θυσία γίνεται βεβαίως ευκαιρία για τον άγιο υμνογράφο, κι όχι μόνο μία φορά, να τονίσει ακόμη περισσότερο την αδελφική σχέση του με τον Κύριο – αδελφική όχι κατά σάρκα ασφαλώς, αλλά γιατί μεγάλωσαν στην ίδια οικογένεια υπό την προστασία του μνήστορος Ιωσήφ. "Πάσχεις ίδια, Συμεών, με τον Κύριο, αφού κρεμάστηκες στο Ξύλο ως αδελφός του Κυρίου" (στίχοι συναξαρίου).

Η μεγαλωσύνη του αγίου Συμεών – υπονοήθηκε και παραπάνω – δεν έγκειται απλώς στο γεγονός ότι είχε συγγένεια με τον Κύριο. Μία τέτοια εξωτερική σχέση με τον Χριστό δεν δικαιώνεται χριστιανικά κι ήταν κάτι που ο Κύριος αρνήθηκε. Σε παρόμοιο προβληματισμό που του έθεσαν οι Ιουδαίοι είπε τα θεωρούμενα σκληρά λόγια: "Ποια είναι η μάνα μου και ποια είναι τα αδέλφια μου; Μάνα μου και αδελφός μου και αδελφή μου είναι όσοι ακούνε τον λόγο του Θεού και τον τηρούν". Γεγονός που σημαίνει: ακόμη και η ίδια η Παναγία, όπως και όλοι οι συγγενείς του Κυρίου, έχουν τόσο μεγάλη θέση στην Εκκλησία λόγω ακριβώς της υπακοής τους στον Κύριο και Θεό τους και όχι λόγω της συγγένειάς τους. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας πράγματι επανειλημμένως τονίζει ότι ο άγιος Συμεών "έγινε σαν τον Χριστό λόγω της ολοκληρωτικής στροφής της καρδιάς του προς τον Θεό και λόγω της λάμψης του μαρτυρίου του" (ωδή γ´). Και γι᾽αυτόν τον λόγο έγινε τόσο μεγάλος, τόσο τεράστιος, ώστε και τα θεωρούμενα όρη της ασέβειας και τα βουνά των δαιμονικών πειρασμών συντρίφτηκαν επάνω του. "Συντρίφτηκαν ενώπιόν σου, Ιεράρχα, τα όρη της ασέβειας και έλιωσαν όλα τα βουνά των δαιμόνων, καθώς σε ενδυνάμωνε ο Χριστός" (ωδή δ´).

Ο άγιος Ιωσήφ προχωράει ακόμη περισσότερο, καθοδηγώντας μας στο μυστικό και ιερό βάθος της καρδιάς του αγίου Συμεών, εκεί που το "θείο φίλτρο ανέφλεγε το νου του" (ωδή ζ´). Ο άγιος "υπήρξε ένα όμορφο στολίδι, και μάλιστα των αρχιερέων,  γιατί αγωνίστηκε να μισήσει τις ηδονές του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου, και με την άθλησή του αξιώθηκε την ουράνια δόξα" (ωδή γ´). Η δύναμή του δε, δύναμη όπως είδαμε του Χριστού, ήταν η ένθερμη προσευχή του. Αυτήν χρησιμοποιούσε ως ακατανίκητο όπλο, και για να νικήσει τα είδωλα και για καθοδηγήσει τους πλανεμένους ανθρώπους προς το φως. "Ναούς ειδώλων κατέστρεψας μοχλώ σου των προσευχών και πλανωμένους προς το φως καθωδήγησας" (ωδή ε´).  Και το φως αυτό προς το οποίο καθοδηγούσε τους ανθρώπους δεν ήταν άλλο από τον αγαπημένο αδελφό και Κύριό του. Όπως ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, έτσι και ο άγιος Συμεών, μπορούσε με ταπείνωση να ομολογεί:  "Εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι". "Σαν όρθρος αυτός έλαμψε στους σκοτισμένους ανθρώπους, υποδεικνύοντάς τους τον Ήλιο της δικαιοσύνης, που ανέτειλε στους ανθρώπους από τη νεφέλη, δηλαδή την Παρθένο Κόρη" (ωδή γ´).

26 Απριλίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΜΑΣΕΙΑΣ

«Αυτός ο ένδοξος μάρτυς του Χριστού Βασιλεύς ήταν επίσκοπος της Μητροπόλεως Αμασείας (που βρίσκεται στη Μαύρη θάλασσα), κατά τους χρόνους του Λικινίου, ο οποίος ως γαμπρός του Μ. Κωνσταντίνου από την αδελφή του Κωνσταντίνα, στάλθηκε από τον Κωνσταντίνο κατά του Μαξιμίνου που είχε επαναστατήσει και είχε κρατήσει ως τύραννος κάποια μέρη της Ανατολής. Βρέθηκε λοιπόν ο Λικίνιος στη Νικομήδεια, επειδή τελείωσε η επανάσταση, και πρόσφερε θυσίες στα είδωλα. Διέταξε μάλιστα να οδηγηθούν σ’ αυτόν ο άγιος Βασιλεύς από την Αμάσεια μαζί με μία κοπέλα που ονομαζόταν Γλαφύρα. Αυτή η Γλαφύρα ήταν υπηρέτρια της γυναίκας του Λικινίου Κωνσταντίνας και είχε καταλάβει ότι ο Λικίνιος λυσσούσε από έρωτα γι’ αυτήν, κάτι που ανέφερε στην κυρία της Κωνσταντίνα. Η Κωνσταντίνα τότε της έδωσε χρήματα και την έστειλε στην Ανατολή, μέχρις ότου από τόπου σε τόπο έφτασε στην Αμάσεια. Πληροφορήθηκε λοιπόν ο Λικίνιος πού πήγε και ότι τα χρήματα που της έδωσε η γυναίκα του δόθηκαν στον επίσκοπο της Αμασείας για να οικοδομήσει εκκλησία, οπότε διέταξε να συλληφθούν και οι δύο και να οδηγηθούν προς αυτόν. Αλλά η μεν Γλαφύρα είχε φύγει ήδη από τη ζωή αυτή, ο δε μακάριος επίσκοπος Βασιλεύς οδηγήθηκε στη Νικομήδεια προς τον βασιλιά και δέχτηκε τον διά ξίφους θάνατο, αφού ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό  και κατέπτυσε την πλάνη των νομιζομένων θεών και τη ματαιότητά τους. Του κόψανε λοιπόν τον αυχένα και από το πλοίο που τον έβαλαν τον έριξαν στη θάλασσα, ρίχνοντας από τη μια μεριά το κεφάλι του και από την άλλη το σώμα του, τα οποία όμως ενώθηκαν θαυματουργικά στη φυσική τους πριν αρμονία. Βρέθηκε λοιπόν σώος ο άγιος στον κόλπο της Σινώπης, όταν κάποιοι ψαράδες τον έπιασαν στα δίχτυα τους τραβώντας τον προς την ξηρά, γεγονός που έμαθε από άγγελο Κυρίου ένας χριστιανός, ονόματι Ελπιδοφόρος, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που υποδέχτηκε στον σπίτι του τον άγιο στη Νικομήδεια. Ο Ελπιδοφόρος, μαζί με τους διακόνους του αγίου που τον είχαν ακολουθήσει από την Αμάσεια, τον Θεότιμο και τον Παρθένιο, ήλθαν και πήραν το άγιο λείψανο και αφού το τίμησαν με μύρα και ωδές, το έφεραν στην Αμάσεια».

Τρία είναι τα κύρια σημεία στα οποία εμμένει ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ για τον άγιο Βασιλέα: Πρώτον, η οσία βιοτή του Βασιλέως˙ δεύτερον, το μαρτυρικό τέλος του με το οποίο ο ίδιος έγινε ιερέας του εαυτού του˙ τρίτον, η βοήθεια που παρέσχε στην αγία Γλαφύρα που εξίσου εορτάζει σήμερα.

Πράγματι. Ο άγιος Ιωσήφ επανειλημμένως τονίζει ότι ο άγιος επίσκοπος Αμασείας δεν ήταν ένας τυχαίος άνθρωπος, έστω καλός χριστιανός. Ήταν από εκείνους τους θερμουργούς της πίστεως που το Πνεύμα το Άγιον είχε βρει τόπον αναπαύσεως στην ύπαρξή του λόγω της καθαρής του καρδιάς. Άλλωστε τούτο συνιστά ένα από τα κύρια στοιχεία της πίστεώς μας κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Ο άγιος επίσκοπος λοιπόν αγωνιζόταν τον πνευματικό αγώνα «εκ βρέφους» (ωδή η΄), προσβλέποντας πάντοτε σ’ αυτό που συνιστά το τέλος όλων: τη θέωσή του, την «ατέτελεστη» αυτή τελειότητα, η οποία προϋποθέτει τον από τον Κύριο φωτισμό και τον αγώνα της καθάρσεως της καρδιάς. «Θεούμενος» λοιπόν από την ένωσή του με τον Κύριο και βλέποντάς Τον ήδη εν πίστει από τη ζωή αυτή, αριθμήθηκε στην εκκλησία των πρωτοτόκων αδελφών, των αγίων δηλαδή, οπότε έκτοτε τον θεωρεί καθαρότερα, «πρόσωπον προς πρόσωπον». «Αριθμήθηκες στην ομάδα των πρωτοτόκων, καθώς θεωνόσουν από τη μέθεξη των θείων ενεργειών, βλέποντας τώρα καθαρότερα την ωραιότητα του Δεσπότου Χριστού, μάρτυς αήττητε, Βασιλέα θεόσοφε και μακάριε» (ωδή γ΄). «Έκανες τον λογισμό σου αυτοκράτορα και παρίστασαι επάξια ενώπιον του Θεού. Κι αυτό γιατί κυριάρχησες απέναντι σε όλα τα πάθη σου, μακάριε, ενισχυμένος από τον θεϊκό νόμο» (στιχ. εσπ.). Και μέσα στον πνευματικό αυτόν αγώνα αυτονόητα εντάσσεται και το έργο του ως αρχιερέα: και οι προσευχές του και το κήρυγμά του, να φανερώνει τα της πίστεως και να εξαρθρώνει κάθε τι αιρετικό και ειδωλολατρικό. «Διέλυσες τον χειμώνα των αιρέσεων με τη θέρμη των πανσόφων σου διδαγμάτων, όπως και καθάρισες την ομίχλη των ειδώλων με το φως των άθλων σου» (ωδή γ΄).

Το μαρτυρικό τέλος του αγίου Βασιλέως αποτελεί ξεχωριστό αντικείμενο προσέγγισης από τον άγιο υμνογράφο, ιδίως η ρίψη του στη θάλασσα με τη θαυμαστή ένωση και πάλι της κεφαλής του με το υπόλοιπο σώμα του – δώρο Θεού στους πιστούς (ωδή ε΄). Ιερουργεί τον εαυτό του, σημειώνει ο υμνογράφος, όντας ταυτόχρονα ιερέας και θύμα – μία συνέχεια του ίδιου του Κυρίου, ο Οποίος ως ο Μόνος και Απόλυτος Αρχιερέας θυσιάζει όχι κάτι άλλο πέρα από τον ίδιο Του τον εαυτό. «Έγινες ιερέας του εαυτού σου θυσιάζοντάς τον ως πανάμωμο αρνί, παμμακάριστε» (ωδή δ΄)˙ «έγινες ιερέας του εαυτού σου, γι’ αυτό και οδηγήθηκες ως ιερέας και σφάγιο μαζί στην αθάνατη και μυστική τράπεζα» (ωδή η΄). Για να επισημάνει μία πνευματική αλήθεια που διαφεύγει τις εξωτερικές προσεγγίσεις: «Με τις ροές των αιμάτων σου, θεία χάριτι, ξήρανες τη θάλασσα της πονηρής αθεΐας» (ωδή δ΄). «Ξήρανες τα νερά της πλάνης με τα ρεύματα των ιερών αιμάτων σου» (ωδή ς΄). Η πνευματική αυτή αλήθεια εξαγγέλλει το μυστήριο της χριστιανικής πίστεως: όσο τα όργανα του σκότους και της πλάνης στρέφονται κατά των χριστιανών με σκοπό τη βίαια εξάλειψή τους, τόσο το αίμα τους θεριεύει το δέντρο της πίστεως. Τα αίματα των αγίων μαρτύρων ως χαρισματική συνέχεια του Αίματος του Πρώτου Μάρτυρος Κυρίου Ιησού Χριστού συνιστούν τη μεγαλύτερη δύναμη εξάλειψης της πλάνης και της αθεΐας – «εξοντώνεται» ένας άγιος; Πολλαπλασιάζεται και απλώνεται η αλήθεια, ενώ καταργείται η πλάνη. Όλη η χριστιανική ιστορία αποτελεί την επιβεβαίωση της πραγματικότητας αυτής. Και πώς αλλιώς, όταν στον Σταυρό του Κυρίου που σ’ Αυτόν μετέχουν και όλοι οι άγιοι μάρτυρες και όλοι οι χριστιανοί καταργήθηκε η αμαρτία, πατήθηκε ο θάνατος, νικήθηκε ο διάβολος;

Κι ακόμη ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος παίρνει αφορμή για να εξάρει τη μεγάλη και σπουδαία προσωπικότητα της Γλαφύρας, μίας κατά κόσμο απλής γυναίκας, υπηρέτριας, που όμως το μέγεθός της ξεπερνά και τους ουρανούς! Γιατί; Διότι υπήρξε γνήσιο μέλος Χριστού και εν Αυτώ αγκαλιάζει και αυτή τα σύμπαντα. Θυμίζει η Γλαφύρα τον άγιο πάγκαλο Ιωσήφ από την Π. Διαθήκη, αυτόν που προτυπώνει τον Κύριο Ιησού Χριστό. Κι εκείνος έχοντας ενώπιόν Του τον Κύριο ξέφυγε από τις αμαρτωλές ορέξεις της κυρίας του, της γυναίκας του αξωματούχου της Αιγύπτου Πετεφρή. Προτίμησε μάλιστα να βγει στους δρόμους γυμνός παρά να υποκύψει στην πονηρία, αναδεικνυόμενος μέγιστος από τους Πατριάρχες και στον κόσμο τούτο αλλά και στη βασιλεία του Θεού. Αλλά το ίδιο δεν συμβαίνει και με τη Γλαφύρα; Δέχεται τις δαιμονικές επιθέσεις του βασιλιά Λικίνιου και όχι μόνο δεν τις «εκμεταλλεύεται» όπως πιθανόν θα έκαναν άλλες, αλλά φυγαδεύεται από την κυρία της, για να μείνει αγνή και καθαρή ενώπιον του Κυρίου της. Ο ποιητής με λυρισμό μεγάλο σημειώνει: «Η Γλαφύρα ξέφυγε από τον καταστροφικό για την ψυχή της βόθρο και βρήκε εσένα, Πατέρα Βασιλέα, ως λιμάνι της σωτηρίας. Γι’  αυτό και γενόμενη νύμφη Χριστού του Δημιουργού της χαίρεται κραυγάζοντας: Εσύ είσαι ο Θεός μας και δεν υπάρχει άγιος εκτός από Εσένα, Κύριε» (ωδή γ΄). Κι αλλού: «Πατέρα, οδήγησες τη Γλαφύρα στον Νυμφίο Χριστό ως νύμφη λαμπροφορεμένη όλη από τις αρετές και από την παρθενία, κι αφού την κόσμησες με τις διδαχές σου την έκανες άξια του νυμφώνα Του, όπου μαζί χαίρεστε στις ουράνιες σκηνές» (ωδή ζ΄).

Είθε ο μεγάλος άγιος και προορατικός και διορατικός (ωδή ε΄) Βασιλεύς να πρεσβεύει αδιάκοπα και για εμάς διοχετεύοντας τη χάρη του Κυρίου σε κάθε ψυχικό και σωματικό αρρώστημά μας (ωδή θ΄).