03 Μαΐου 2023

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«Τάς παλάμας Ἰησοῦ, προσηλώσας ἐν Σταυρῶ, τά ἔθνη πάντα ἐκ τῆς πλάνης συλλαβών, πρός ἐπίγνωσιν τήν σήν συνεκαλέσω, Σωτήρ» (γ΄ ωδή εορτής).

(Αφού άπλωσες καρφωμένες στον Σταυρό τις παλάμες, Ιησού, και συνέλαβες έτσι όλα τα έθνη (ώστε να βγουν) από την πλάνη, τα κάλεσες, Σωτήρα, να Σε γνωρίσουν και να Σε καταλάβουν).

Ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, ο υμνογράφος του κανόνα της εορτής των Μυροφόρων, κινείται διαρκώς σε όλες τις ωδές σε ένα διπλό επίπεδο: αφενός αναφέρεται στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου για να μιλήσει έπειτα για τις Μυροφόρες και τους Ιωσήφ Αριμαθαίας και Νικόδημο, αφετέρου η κάθε αναφορά στον Σταυρό και την Ανάσταση δεν αποτελεί «επίπεδη» και «αντικειμενική» προσέγγιση – δεν μένει μόνο στα γεγονότα που διαπιστώνουν οι σωματικές αισθήσεις – αλλά προβάλλει το θεολογική βάθος και τη σημασία των γεγονότων. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το υπ’ όψιν τροπάριο.

Τι σημειώνει ο άγιος υμνογράφος; Πρώτον, η Σταύρωση του Κυρίου είναι Πάθος «ἑκούσιον». Ενώ σταύρωσαν δηλαδή τον Κύριο οι Ρωμαίοι στρατιώτες και κάρφωσαν τις παλάμες Του στο ξύλο, συνεπώς εκείνοι έχουν την ευθύνη, όπως και ο Ρωμαίος ηγεμόνας που έδωσε την εντολή μαζί με τους Ιουδαίους αρχιερείς που τον πίεσαν, όμως κατά τον ποιητή «ο Κύριος άπλωσε καρφωμένες τις παλάμες Του στον Σταυρό». Ο υμνογράφος γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Κύριος ως Θεός «αφήνεται» στο έλεος των Ρωμαίων και των Εβραίων. Κι αυτό γιατί «ἔδει παθεῖν τόν Χριστόν», έπρεπε να πάθει ο Μεσσίας του κόσμου, προκειμένου διά του Σταυρού να έλθει η χαρά της λύτρωσης σε όλον τον κόσμο. Ήταν τέτοια η βλάβη και το τραύμα της αμαρτίας στον άνθρωπο, ώστε δεν αρκούσε η αποστολή των προφητών και το κήρυγμα της μετανοίας τους. Αν μπορούσε η ανθρωπότητα να θεραπευτεί με τον λόγο, προφορικό ή γραπτό, τότε δεν θα χρειαζόταν ίσως ο ερχομός του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο. Όμως ήλθε και φανέρωσε ότι και η ανθρωπότητα έπασχε σε βαθμό «νέκρωσης», και η αγάπη του Δημιουργού για το πλάσμα του ήταν άπειρη. «Ἑκούσιον» λοιπόν το Πάθος του Κυρίου, γεγονός που συγκλονίζει κάθε πιστό μόλις θελήσει λίγο να σταθεί και να στοχαστεί εν πίστει πάνω σ’ Αυτό.

Δεύτερον, τα απλωμένα και καρφωμένα χέρια του Κυρίου στον Σταυρό δεν είναι χέρια που μπορούν να μετρηθούν ανθρώπινα: δεν αγκαλιάζουν έναν ή δύο ανθρώπους – ό,τι μπορεί να περιλάβει στην αγκαλιά του ένας «φυσιολογικός» άνθρωπος! Αλλά είναι χέρια και είναι παλάμες που εκτείνονται σε πλάτος και βάθος ποιοτικό, δηλαδή αγκαλιάζουν και περικλείουν σύμπασα την ανθρωπότητα όλων των τόπων και όλων των χρόνων. Πάνω στον Σταυρό, επειδή ακριβώς πάσχει ο Δημιουργός ως άνθρωπος λόγω της ακατανόητης αγάπης Του, βρίσκεται και όλη η ανθρωπότητα απαρχής και όσο θα υπάρχει κόσμος -  ο κάθε άνθρωπος μπορεί να νιώσει τη θέρμη της αγκαλιάς Του, όταν μάλιστα Εκείνος έχει σβήσει και διαγράψει τις όποιες αμαρτίες του, παλιές, συγκαιρινές, μελλοντικές! Στον Σταυρό του Κυρίου με άλλα λόγια βλέπουμε εν πίστει τι σημαίνει αληθινή ενότητα: «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν, αὐτοί ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν αὐτοῖς».

Τρίτον, οι καρφωμένες παλάμες του Κυρίου λειτούργησαν ακριβώς ως το «άγκιστρο» για να συλληφθούμε από Εκείνον ώστε να βγούμε από την πλάνη της άγνοιας του Θεού και να οδηγηθούμε στην επίγνωσή Του, επίγνωση όπως είπαμε της ενότητάς μας μ’ Εκείνον και με όλους τους συνανθρώπους μας. Εν προκειμένω ο άγιος Ανδρέας μάς λέει εικονιστικά τον λόγο του Κυρίου για τον ίδιο τον Σταυρό Του: «κἀγώ ὅταν ὑψωθῶ ἀπό τῆς γῆς πάντας ἑλκύσω πρός ἐμαυτόν». Ο Σταυρός του Κυρίου λειτούργησε και λειτουργεί πάντοτε δηλαδή ως θείος μαγνήτης που μαγνητίζει κάθε καλοπροαίρετη καρδιά που αναζητεί την αλήθεια. Ο Θεός μας δεν θέλησε διά της βίας και εξ ανάγκης να μας φέρει κοντά Του – η βία το μόνο που καταφέρνει είναι το «κούμπωμα» του ανθρώπου και η αποξένωσή του. Εκείνο που χρησιμοποίησε ο Θεός μας, γιατί Αυτό είναι η ζωή Του, είναι η αγάπη, τέτοια που μας προσέφερε τη ζωή Του για να ζήσουμε εμείς. Συνεπώς η θυσιαστική αγάπη συνιστά τον μαγνήτη κι αυτό που «ψαρεύει» τον κάθε άνθρωπο κάθε εποχής. Κι όταν ο Κύριος καλούσε τους μαθητές Του να γίνουν «ἁλιεῖς ἀνθρώπων» στην πραγματικότητα τους καλούσε να βρίσκονται πάντοτε σταυρωμένοι και με τη δική Του αγάπη για να μαρτυρούν την αλήθεια και οι άνθρωποι να ελκύονται προς αυτούς.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΚΑΙ ΜΑΥΡΑ

«Ο άγιος Τιμόθεος που ανήκε στους κληρικούς, ήταν δάσκαλος των ιερών λόγων, καταγόταν από την κώμη των Πεναπέων, και μόλις είχε έλθει σε γάμου κοινωνία με την Μαύρα. Δεν είχαν περάσει ούτε είκοσι ημέρες από το γάμο του, και κατηγορήθηκε ότι ήταν χριστιανός, οπότε οδηγείται προς τον ηγεμόνα της Θηβαΐδος Αρριανό. Όταν πρόσταξε αυτός να του φέρει τα βιβλία που διαβάζει στους χριστιανούς, δεν το έκανε βεβαίως, αντείπε μάλιστα στον Ηγεμόνα ότι θεωρεί τα βιβλία σαν παιδιά του, από τα οποία αντλεί στήριγμα, ότι αυτά φρουρούνται από τους Αγγέλους, επειδή η δύναμη των γραμμένων σ᾽αυτά τους καλεί σε βοήθεια, κι ότι ασφαλώς κανείς δεν παραδίδει μόνος του τα παιδιά του σε θάνατο. Γι᾽ αυτόν τον λόγο πέρασαν στα αυτιά του σίδερα πυρωμένα, από τα οποία οι κόρες των οφθαλμών ξεράθηκαν και έπεσαν. Έπειτα δένουν τους αστραγάλους του σε τροχό, περνάνε χαλινάρι στο στόμα του και το κρεμάνε στο κεφάλι του, αφού του πρόσδεσαν στον τράχηλό του και μία πέτρα.

Καθώς όμως δεν υποχωρούσε με όλα αυτά, ήλπισε ο Ηγεμόνας ότι θα εξαπατήσει τη γυναίκα του Μαύρα, την οποία προσπάθησε να πείσει με κολακείες, ώστε να την οδηγήσει σε λατρεία των ειδώλων. Αυτή βεβαίως δεν τον άκουσε, κι αφού πείστηκε μάλλον στις παραινέσεις του αγίου, ομολόγησε ενώπιον του Ηγεμόνα ότι είναι χριστιανή. Της έκοψαν λοιπόν τις τρίχες της κεφαλής, τις απέκοψαν και τα δάκτυλα και την έριξαν μέσα σε βραστό νερό. Έμεινε όμως άφλεκτη μέσα σ᾽αυτό, τόσο που ο Ηγεμόνας υπενόησε  ότι το νερό στο οποίο ρίχτηκε δεν ήταν θερμό αλλά ψυχρό. Γι᾽ αυτό  προστάζει να ραντιστεί στο χέρι με το νερό. Όταν λοιπόν η αγία πήρε νερό με το χέρι της από τον λέβητα και το έριξε πάνω στο δικό του χέρι, αμέσως έσκασε το δέρμα του Ηγεμόνα. Μετά από αυτό λοιπόν σταυρώνει και τους δύο, τον Τιμόθεο και την Μαύρα, κι αφού παρέμειναν εννέα ημέρες πάνω στο ξύλο, προέτρεπαν και συμβούλευαν ο ένας τον άλλον διαδοχικά να υπομένουν με καρτερία τα βασανιστήρια και να μην υποχωρήσουν, και έτσι παρέδωσαν τα πνεύματά τους στον Κύριο.

Συνέβη δε σαν σε έκσταση να έλθει ο διάβολος στην αγία μάρτυρα, όταν ήταν ακόμη στον σταυρό, και να της προσφέρει ποτήριο γεμάτο από μέλι και γάλα, προτρέποντάς την να το πιει. Αυτή όμως τον απώθησε με προσευχή. Και πάλι συνέβη να την οδηγήσει σε ποτάμι που έρρεε τους ίδιους χυμούς, το μέλι δηλαδή και το γάλα, και την προέτρεπε να πιει. Αυτή τότε είπε: ᾽Δεν πίνω από αυτά, αλλά απο το ποτήριο που με κέρασε ο Χριστός᾽. Και έτσι ο διάβολος απήλθε ηττημένος από αυτήν. Ήλθε τότε άγγελος του Θεού και φάνηκε να οδηγεί την αγία στον ουρανό, κρατώντας την από το χέρι, και της έδειξε θρόνο και λευκή στολή και στεφάνι και της είπε: ῾Αυτά ετοιμάστηκαν για σένα᾽. Έπειτα την οδήγησε σε υψηλότερο μέρος και πάλι της έδειξε άλλο θρόνο και ωραιότατη στολή και στεφάνι, λέγοντάς της πάλι: ῾Αυτά κληρώθηκαν για τον άνδρα σου. Η διαφορά του τόπου σού δείχνει ότι ο άνδρας σου έγινε μάλλον για σένα πρόξενος της σωτηρίας᾽. Τελείται δε η σύναξή τους στο αγιότατο μαρτυρείο τους, που βρίσκεται πέραν στις Ιουστινιανές».

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος αξιοποιεί για μία ακόμη φορά τα ονόματα των αγίων, προκειμένου να χαρακτηρίσει με αυτά το ποιόν της αγιότητάς τους. ῾Τίμησαν τον Θεό και μαύρισαν την πλάνη – σημειώνει – ο Τιμόθεος βεβαίως και η ένδοξη Μαύρα᾽ (κάθισμα όρθρου). Επανειλημμένως χρησιμοποιεί τα σχήματα του λόγου, κατεξοχήν την αντίθεση μεταξύ του φωτός και του σκότους, για να δείξει ότι παρ᾽όλον ότι Μαύρα ονομάζεται η αγία, είναι γεμάτη από το φως του Θεού. ῾Με αστράπτουσα μορφή, σεμνή Μαύρα παμμακάριστη, και με το φως της χάρης που είχες μαύρισες τις όψεις του φοβερού τύραννου᾽ (στιχηρό εσπερινού). ῾Απέρριψες τη σκοτεινή κακή γνώμη, θεομακάριστε, και έγινες φως με το μαρτύριο᾽ (ωδή ε´).

Το φως του Θεού με το οποίο ήταν γεμάτοι οι άγιοι υπήρξε αποτέλεσμα του πνευματικού τους αγώνα. Ο άγιος υμνογράφος τονίζει ότι αν αξιώθηκαν ῾οι μεγαλομάρτυρες του Χριστού᾽(ωδή δ´) να μετάσχουν στη δόξα και το φως Εκείνου ήταν γιατί τήρησαν τις εντολές και τους νόμους Του και έγιναν στο τέλος κοινωνοί και των παθημάτων Του. ῾Αξιωθήκατε να δείτε την δόξα Αυτού  που άδειασε τον εαυτό Του από αγάπη για εμάς, πανεύφημοι. Διότι φυλάξατε τους νόμους Του και γίνατε κοινωνοί των παθημάτων Του᾽ (ωδή θ´). Η κοινωνία των παθημάτων του Κυρίου από το ιερό ζεύγος, με αποκορύφωση τον σταυρό τους, είναι κάτι στο οποίο επιμένει ο υμνογράφος. Όχι μία και δύο, αλλά πολλές φορές προβάλλει τον εξεικονισμό του πάθους του Κυρίου από τους μάρτυρες. ῾Σας κρέμασαν πάνω στο ξύλο του σταυρού, πανεύφημοι, για πολλές ημέρες και εξεικονίσατε έτσι το σεπτό πάθος Εκείνου που έπαθε με τη θέλησή Του᾽ (ωδή η´). Και ποια η αιτία της τήρησης του νόμου του Κυρίου και του με σταυρό μαρτυρίου τους; Όχι άλλο από εκείνο που συνιστά, όπως γνωρίζουμε, το κίνητρο κάθε αγίου: την θερμή αγάπη προς τον Θεό. ῾Συνδέσατε τις ψυχές σας τελείως με την αγάπη του Χριστού᾽ (ωδή ς´). ῾Πυρπολείτο η ψυχή σου από ένθεο πόθο, μάρτυς᾽ (ωδή γ´). ῾Έφερες στην καρδιά σου σαν φωτιά την αγάπη του Χριστού᾽ (ωδή ζ´).

Ο άγιος Ιωσήφ προβάλλει το ιερό ζεύγος ως πρότυπο συζυγίας. Μολονότι δεν μακροχρόνισε η επίγεια σχέση τους, απέκτησε βάθος αιώνιο, γιατί την στήριξαν στον ζυγό του Κυρίου. Για τον άγιο υμνογράφο η άριστη συζυγία είναι αυτή που προϋποθέτει την άρση του ζυγού του Κυρίου. Μόνον όταν το ζευγάρι, ο άνδρας και η γυναίκα, θέσουν ως θεμέλιο της σχέσης και της ζωής τους τον Χριστό, μπορούμε να πούμε ότι έχουμε σωστή και αρμονική συζυγία, πράγματι άριστη συζυγία. ῾Συνδεδεμένοι σαφώς με άριστη συζυγία, σηκώσατε μαζί τον ελαφρότατο ζυγό του Κυρίου στους αυχένες σας, και έτσι ενωθήκατε με το πλήθος των μαρτύρων᾽ (ωδή η´). Αν δεν υπάρχει ο Χριστός στη συζυγία, τότε έχουν μπει τα θεμέλια της διάλυσης, ήδη απαρχής της κοινής ζωής. Διότι τι θα κρατήσει την ενότητα του ζεύγους μέσα σε τόσα προβλήματα και τόσους πειρασμούς ιδίως της σημερινής εποχής; Χωρίς Χριστό εκείνο που κυριαρχεί δεν είναι η αγάπη, αλλά ο εγωισμός. Και όπως λέει ένα λαϊκό άσμα, ῾όπου ο εγωισμός, εκεί κι ο χωρισμός᾽. Οι άγιοι Τιμόθεος και Μαύρα συνιστούν παράδειγμα ενότητας και συζυγίας. Μακάρι όλοι οι έγγαμοι κι όλοι που συνάπτουν σχέση με το άλλο φύλο να τους είχαν ως πρότυπο και κανόνα ζωής. Η ζωή τους ίσως γινόταν από εδώ ένα κομμάτι Παραδείσου.

02 Μαΐου 2023

ΣΤΟΝ ΜΑΝΤΑΜΑΔΟ ΛΕΣΒΟΥ (Κυριακή των Μυροφόρων)




 

ΤΡΙΤΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

 

«Ἄρας ἐπί ὤμων Ἰωσήφ τόν ἐν δεξιᾷ τῇ πατρώᾳ, Υἱόν καθήμενον, μύρον τό ἀκένωτον μύροις ἐκήδευσας˙ τήν τοῦ κόσμου ἀνάστασιν προτέθεικας τάφῳ˙ τόν ἀναβαλλόμενον φῶς ὡς ἱμάτιον λίθῳ συγκαλύπτεις ἀφράστως. Ὅθεν τούτου μέλπομεν ὕμνοις τά φωσφόρα πάθη καί τήν Ἔγερσιν» (απόστ. Όρθρου).

(Αφού σήκωσες στους ώμους, Ιωσήφ, τον Υιό που κάθεται στα δεξιά του Πατέρα, Τον κήδευσες με μύρα - Αυτόν που είναι το ακένωτο μύρο. Έθεσες σε τάφο Αυτόν που είναι η ανάσταση του κόσμου. Αυτόν που φέρει το φως ως ιμάτιο Τον καλύπτεις σιωπηλά με λίθο. Για τον λόγο αυτό αινούμε με ύμνους τα φωσφόρα πάθη και την Έγερσή Του).

Ο άγιος υμνογράφος, ίσως ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, έκθαμβος μπρος στο μυστήριο της αποκαθήλωσης του Κυρίου Ιησού Χριστού, μέτοχος του οποίου κατεξοχήν ήταν ο άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, μας καλεί να δοξολογήσουμε με ύμνους τα Πάθη του Κυρίου και την Ανάστασή Του – γνωρίζει ότι με τον Σταυρό Του καταργήθηκε η αμαρτία και με την Ανάστασή Του καταπατήθηκε ο θάνατος και ο διάβολος. Τα μάτια του είναι διεσταλμένα από την πίστη του Κυρίου: δεν βλέπει μόνον ό,τι επιγείως διαδραματίζεται – τον Ιωσήφ που αίρει το νεκρό σώμα του Ιησού, που Τον κηδεύει με τα μύρα των μυροφόρων γυναικών, που Τον θέτει στον τάφο, που θέτει λίθο στη θύρα του μνημείου. Βλέπει διά της πίστεως (όραση είναι η πίστη, όπως την ορίζει ο απόστολος Παύλος: να βλέπεις πράγματα που δεν φαίνονται με τα μάτια τα αισθητά) τα πέραν της υλικής αίσθησης, το «βάθος» που συγκροτεί όμως τον αληθινό κόσμο. Γιατί είναι ο κόσμος του Θεού, ο αιώνιος κόσμος, ο Οποίος με τις άκτιστες ενέργειές Του έχει δημιουργήσει τον υλικό και πνευματικό κόσμο, τον διακρατεί αδιάκοπα στην ύπαρξη, τον κατευθύνει στον τελικό του προορισμό. Ζει ο άγιος ποιητής με τον τρόπο που λέει ο Κύριος και εξαγγέλλει ιδιαιτέρως ο απόστολος Παύλος: «οὐ σκοποῦμεν τά βλεπόμενα, ἀλλά τά μή βλεπόμενα. Τά γά βλεπόμενα πρόσκαιρα, τά δέ μή βλεπόμενα αἰώνια». Οπότε αντιστοίχως κινείται και η όραση του αγίου Ανδρέα: αίρει επί των ώμων του ο Ιωσήφ Εκείνον που κάθεται στα δεξιά του Πατέρα, κηδεύει με μύρα το νεκρό σώμα, το Οποίο όμως αποτελεί το ακένωτο μύρο ως Θεός χορηγός του Παναγίου μύρου αγίου Πνεύματος, θέτει σε τάφο την Ανάσταση του κόσμου, καλύπτει με λίθο Αυτόν που ως ιμάτιο έχει το φως.

Αλλά την όραση αυτή καλούμαστε να καλλιεργούμε πάντοτε κι εμείς ως χριστιανοί. Γιατί ναι μεν ζούμε μέσα στον κόσμο αυτόν που σφραγίζεται από τις υλικές αισθήσεις, αλλά με την πίστη μας μπορούμε να βλέπουμε όπως είπαμε τα πέραν αυτού: οι οφθαλμοί μας να είναι προσανατολισμένοι συνεχώς στον πανταχού παρόντα και τα πάντα πληρούντα Κύριο – «οἱ ὀφθαλμοί μου διά παντός πρός τόν Κύριον» και «προωρώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διά παντός» κατά τον ψαλμωδό. Οπότε μπορούμε να επισημαίνουμε την παρουσία Του και στον εαυτό μας, τον χαρισματικό εαυτό μας ως μέλη Χριστού ενδεδυμένοι Εκείνον, στους συνανθρώπους μας που και εκείνοι αν είναι χριστιανοί είναι εξίσου μέλη Του ή αν δεν είναι φέρουν το φως Του που τους καθοδηγεί προς εύρεση της αλήθειας, σε όλη τη δημιουργία που είναι δική Του και διαλαλεί τη δόξα και την αγάπη Του – «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς». Καλούμαστε δηλαδή να ζούμε, για να χρησιμοποιήσουμε έκφραση του οσίου Σωφρονίου του Αθωνίτη, με μία «διπλή συνείδηση», η οποία μας δίνει τη δυνατότητα να παριστάμεθα βεβαίως ενώπιον του φυσικού κόσμου για να επιτελούμε όλες τις εργασίες και τα διακονήματά μας, αλλά ταυτόχρονα και ενώπιον του Κυρίου και του Τριαδικού Θεού μας. Κι είναι αυτή η κλήση αφενός εκείνο που προτρέπει να κάνουμε η Εκκλησία μας καθημερινά: «Καταξίωσον, Κύριε, ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ἑσπέρᾳ, νυκτί ταύτη, ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς», αφετέρου εκείνο που νοηματίζει την κάθε στιγμή μας.

Βρισκόμαστε μπροστά στο μυστήριο της ύπαρξης του αληθινού χριστιανού, μπροστά στον άγιο που τον βλέπουμε και τον διαβάζουμε στα συναξάρια της Εκκλησίας μας, μπροστά σε μία κυριολεκτικά θεοφάνεια. Δεν είναι τυχαίο ότι ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος έτσι όρισε τον χριστιανό: «μίμημα Χριστοῦ κατά τό δυνατόν ἀνθρώπῳ».  

ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ: Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ

«Ο άγιος Αθανάσιος έζησε αγγελικό βίο επί της γης. Τους άθλους του για την ορθόδοξη πίστη και τους αγώνες του κατά των κακοδόξων και τις συχνές άδικες εξορίες και ψεύτικες συκοφαντίες που υπέφερε, έχουν εκθέσει άλλες γραφές διεξοδικότερα όπως και ο Θεολόγος Γρηγόριος. Γι᾽αυτό κι επειδή δεν μπορούμε να διηγηθούμε αυτά που έχουν ειπωθεί από πολλούς πολλές φορές, θα πούμε σύντομα λίγα πράγματα προς υπενθύμιση.

Ο Αθανάσιος, ο επώνυμος της αθανασίας, είχε πατρίδα του την Αίγυπτο, ενώ οι γονείς του διακρίνονταν για τον πλούτο τους και την αρετή τους. Όταν ακόμη τον ανέτρεφαν και ήταν μικρό παιδάκι που έπαιζε μαζί με άλλα παιδιά, πήγε σε κάποια ακτή της θάλασσας, όπου έπαιζαν κάτι τέτοιο σαν παιχνίδι: Κάποια παιδιά κάνανε ότι ήταν πρεσβύτεροι και διάκονοι, ενώ τον Αθανάσιο τον χειροτόνησαν επίσκοπο. Έρχονταν λοιπόν παιδιά σ᾽αυτόν που δεν είχαν καθαρθεί από το θείο βάπτισμα, τα οποία ο Αθανάσιος τα βάπτισε στο νερό της θάλασσας. Ο επίσκοπος της Αλεξανδρείας Αλέξανδρος που έτυχε να δει αυτό που συνέβη, θαύμασε πάρα πολύ. Με φωτισμό του αγίου Πνεύματος μάλιστα κατάλαβε ότι αυτά που έγιναν αποτελούσαν τύπους και προμηνύματα των μελλοντικών πραγμάτων, γι᾽ αυτό και τα μεν παιδιά τα έχρισε με το θείο μύρο, τελειοποιώντας έτσι το βάπτισμά τους, τον δε Αθανάσιο τον παρέδωσε σε κάποιον γραμματιστή. Κι όταν έπειτα έφτασε στην κατάλληλη ηλικία, τον χειροτόνησε διάκονο και τον πήρε μαζί του ως συνεργάτη του στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325), μαζί δε με αυτόν αποκήρυξε αυτούς που φρονούσαν την αίρεση του Αρείου.

Λίγο αργότερα, έφυγε από τη ζωή αυτή ο Αλέξανδρος και ο Αθανάσιος τον διαδέχτηκε στον επισκοπικό θρόνο. Οι περί τον Ευσέβιο όμως  δεν αποδέχτηκαν ήρεμα την προχείρισή του σε επίσκοπο, γι᾽ αυτό και πείθουν τον Κωνσταντίνο, τον πρώτο που χρημάτισε βασιλιάς των χριστιανών, να τον απελάσει από τον θρόνο. Αλλά ο Κωνσταντίνος, μετά την εξορία που έκανε στον άγιο στη Γαλλία, απέθανε. Ο Αθανάσιος τότε πήγε στη Ρώμη να εξηγήσει στον υιό του Κωνσταντίνου Κωνστάντιο, κι αφού ασφαλίστηκε με γράμματα από αυτόν επανήλθε στην Αλεξάνδρεια. Το έμαθε αυτό  ο Ευσέβιος και οι φίλοι του και δεν τον άφησαν σε ησυχία. Γι᾽ αυτό και αφού κατασκεύασαν κάθε είδος συκοφαντίας εναντίον του, έπεισαν τον Κωνστάντιο, τον βασιλιά της Ανατολής, να συγκαλέσει σύνοδο Επισκόπων, για να κριθεί ο Αθανάσιος. Από τις πολλές εναντίον του κατηγορίες θα υπενθυμίσω μία μόνον.

Έφεραν σε ξύλινη λάρνακα ένα ταριχευμένο χέρι, λέγοντας ότι είναι του Αρσενίου, τον οποίο τάχα ο Αθανάσιος τον σκότωσε για να κάνει μαγείες. Κατά πρόνοια του Θεού όμως  κατέφθασε στην Τύρο ο Αρσένιος (γιατί τον έκρυβαν οι Αρειανοί, για να μη γίνει γνωστή η υποκρισία τους) κι ο Αθανάσιος έμαθε ότι ο ῾νεκρός᾽ βρίσκεται εκεί. Τον έφερε λοιπόν στη Σύνοδο με καλυμμένο το πρόσωπο, ενώ υπήρχε στο κριτήριο και το κύριο ῾αποδεικτικό᾽ στοιχείο, το ταριχευμένο χέρι. Ζήτησε τότε να μάθει από τους παρόντες αν τυχόν γνώριζαν από πριν τον Αρσένιο. Αρκετοί ισχυρίστηκαν ότι γνωρίζουν τον άνδρα, οπότε ο Αθανάσιος τον αποκάλυψε, ρωτώντας ῾αν ήταν αυτός᾽. Συγκατατέθηκαν ότι ήταν εκείνος κι ο άγιος αφού έδειξε το δεξί χέρι του Αρσενίου πρώτα, κι έπειτα και το αριστερό, είπε: ῾Να το δεξί, να το αριστερό, που ο Δημιουργός των όλων έδωσε σε όλους τους ανθρώπους. Μη μου ζητάει λοιπόν κανείς και τρίτο χέρι για τον Αρσένιο᾽. Οι συκοφάντες του γέμισαν από μεγάλη ντροπή κι επειδή έχασαν το ῾αποδεικτικό᾽, εξόργισαν τότε τον λαό εναντίον του.  Γι᾽αυτό και εξέρχεται κρυφά από την πόλη και κρύβεται επί έξι χρόνια, καθισμένος σε έναν σκοτεινό και φοβερά άνυδρο λάκκο. Έπειτα βγήκε από τον λάκκο και κατέφυγε στη Δύση. Στη Δύση την εξουσία την είχε ο Κώνστας ο αδελφός του Κωνστάντιου. Σ᾽ αυτόν και στον πάπα Ιουλιανό προσέφυγε ο μέγας και διεκτραγώδησε τα όσα πέρασε. Αυτοί ασφάλισαν με γράμματα τον άγιο και τον έστειλαν πίσω στην Αλεξάνδρεια.

Όταν έμαθε τούτο ο Κωνστάντιος, διέταξε έναν Συριανό να πάει στην Αλεξάνδρεια και να σκοτώσει μεν τον Αθανάσιο, να τοποθετήσει δε στον θρόνο τον Γρηγόριο. Ο Αθανάσιος ξέφυγε όμως από τα φονικά χέρια του Συριανού και πηγαίνει και πάλι στη Ρώμη. Ο Κώνστας τότε γράφει στον αδελφό του Κωνστάντιο να αποκαταστήσει στον θρόνο τον Αθανάσιο, απειλώντας τον ότι αν δεν το κάνει, θα τον αποκαταστήσει ο ίδιος με τα δικά του όπλα. Ο Κωνστάντιος φοβήθηκε και αποκατέστησε έτσι στην Εκκλησία των Αλεξανδρέων τον άγιο Αθανάσιο. Μετά από λίγο όμως και ο Κώνστας έφυγε από τη ζωή αυτή.

Ο Κωνστάντιος τώρα, που αναγορεύτηκε μόνος Αυτοκράτορας, στέλνει στρατιώτες για να συλλάβουν τον άγιο. Προγνώρισε όμως την κίνησή του αυτή ο άγιος, γι᾽ αυτό και βγήκε κρυφά από το επισκοπείο, καταφεύγοντας σε κάποια γυναίκα που διακρινόταν για την παρθενία της και τις άλλες αρετές της. Αυτή, όταν έμαθε την αιτία της φυγής του, ευχαρίστως υποδέχτηκε τον άγιο, διακονώντας τον και προσφέροντάς του κάθε άλλη δεξίωση και υπηρεσία. Πέρασαν έτσι έξι χρόνια που ο μεγάλος άγιος κρυβόταν κοντά στη φιλόθεη γυναίκα. Τότε λοιπόν ο Κωνστάντιος έφυγε κι αυτός από τη ζωή, ενώ ανέβηκε στον θρόνο ο Ιουλιανός. Αμέσως λοιπόν ο Αθανάσιος βγήκε το μεσονύκτιο από το οίκημα και πήγε στο μέσο της Εκκλησίας, κι εκεί το πώς η πόλη ολόκληρη μαζεύτηκε  χειροκροτώντας και ευχαριστώντας τον Θεό για την παρουσία του ποιμενάρχη τους, δεν είναι του παρόντος καιρού για να το περιγράψουμε.

Ο Ιουλιανός όμως θεωρώντας όλα αυτά ως μηδαμινά, σκαρφίζεται νέο τέχνασμα, με σκοπό όχι μόνον να απελάσει τον Αθανάσιο από τον θρόνο, αλλά και να τον σκοτώσει. Στέλνει λοιπόν αυτούς που θα τον σκότωναν. Ο Αθανάσιος όμως και πάλι έμεινε ασύλληπτος και αδέσμευτος. Κι αυτό γιατί νύκτα πήγε στον Νείλο ποταμό, ανέβηκε σε πλοίο και απέπλευσε προς τη Θηβαΐδα. Επειδή όμως πλησίαζαν οι διώκτες του, τους παραπλάνησε και γύρισε πίσω στην Αλεξάνδρεια. Εκεί έζησε πάλι κρυμμένος, έως ότου ο Ιουλιανός έφτασε στα τελευταία του. Κι όταν έφυγε από τη ζωή κι ο Ιουλιανός, αναγορεύτηκε βασιλιάς ο Ιοβιανός. Αλλά κι αυτός πέθανε σε ελάχιστο χρόνο, οπότε ήλθε στην εξουσία των Ρωμαίων  ο Ουαλεντινιανός, κάνοντας κοινωνό της εξουσίας και τον αδελφό του Ουάλεντα: ο μεν Ουαλεντινιανός κυριαρχούσε στη Δύση, ο δε Ουάλης στην Ανατολή. Ο βασιλιάς, ο οποίος είχε πιστέψει από παλιά στη θολή διδασκαλία  του Αρείου, υπέβαλε σε μύρια βάσανα και τιμωρίες  όλους τους ορθοδόξους, ενώ έθεσε προτεραιότητά του να σκοτώσει τον Αθανάσιο. Επειδή λοιπόν ο άγιος επρόκειτο να φονευτεί, κατέφυγε σε έναν οικογενειακό τάφο και έτσι απέδρασε από τα χέρια των φονευτών. Ο βασιλιάς όμως, επειδή πληροφορήθηκε ότι ο λαός των Αλεξανδρέων ολοένα και αντιδρούσε για τις διώξεις του ποιμένα του, επέτρεψε, και χωρίς πια να το θέλει,  στον αθλητή άγιο να αναλάβει την προστασία της Εκκλησίας. Και έτσι, μετά από πολλούς αγώνες και μακρές εξορίες, αφού έκανε υπομονή επί σαράντα δύο χρόνια στους διωγμούς, άφησε τη ζωή σε βαθύ γήρας ο άγιος Αθανάσιος».

Η μόνη αναφορά της ακολουθίας σήμερα επί τη μνήμη της ανακομιδής του λειψάνου του μεγάλου Αθανασίου είναι στους στίχους του συναξαρίου: «Αθανάσιε, πού πηγαίνεις; Μη πάλι σε στέλνουν εξόριστο έστω και νεκρό; Τη Δευτέρα του Μαΐου το λείψανο του Αθανασίου βγήκε από τον τάφο». Σε κανένα άλλο τροπάριο δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά για το εορταζόμενο γεγονός της ανακομιδής. Όλοι οι ύμνοι αποτελούν έναν ύμνο για την ορθόδοξη πίστη του, για τους αγώνες του υπέρ της επικράτησης της πίστης αυτής, καθώς εναντιώθηκε στην αίρεση του αρειανισμού και των υποστηρικτών της, για την ενάρετη ζωή του, για τις εξορίες τις οποίες υπέστη. ´Ετσι πρέπει να αποδεχτούμε αυτό που έχει γραφεί, ότι δηλαδή «σύμφωνα με τον κώδικα των Καυσοκαλυβίων και το δίστιχο του Λαυριωτικού Κώδικα Ι 70, η κυρίως μνήμη του αγίου Αθανασίου πρέπει να εορτάζεται σήμερα, όπου και ιστορικά είναι αποδεδειγμένη η κοίμησή του και όχι η ανακομιδή των λειψάνων του...Για ποιο λόγο όμως καθιερώθηκε η κυρίως μνήμη του την 18η Ιανουαρίου μ᾽ αυτήν του αγίου Κυρίλλου δεν γνωρίζουμε. Το πιθανότερο είναι για τον λόγο που καθιερώθηκε η εορτή των τριών Ιεραρχών» (Ιστολόγιο: Ορθόδοξος Συναξαριστής).

Πράγματι, η όλη ακολουθία μάς καλεί να ευφρανθούμε σήμερα, γιατί προβάλλεται ενώπιον των πιστών «η μεγάλη της Εκκλησίας σάλπιγξ» (δοξαστικό λιτής), «ο χρυσορρόας Νείλος και επώνυμος της αθανασίας» (δόξα  αποστ. εσπερινού), «το στόμα του Λόγου Χριστού» (ωδή ε´), «ο ακατάβλητος πύργος της Εκκλησίας» (ωδή γ´), «ο ποταμός της χάριτος» (ωδή ς´), μ᾽ έναν λόγο «ο στύλος της ορθοδοξίας» (απολυτίκιο). Κι αιτία βεβαίως για όλους αυτούς τους χαρακτηρισμούς είναι το γεγονός ότι πρώτον, ο μέγας αυτός Πατέρας φωτίστηκε από τον Θεό κι έδειξε την ορθόδοξη πίστη στην Πρώτη ήδη Οικουμενική Σύνοδο, όταν ο Άρειος και οι περί αυτόν αμφισβητούσαν την αληθινή εικόνα του Τριαδικού Θεού που απεκάλυψε ο Ιησούς Χριστός. Ήταν εκείνος κατεξοχήν που «ανέστησε τα τρόπαια της ορθοδοξίας, αριθμώντας με ευσέβεια το μυστήριο της Τριάδος, λόγω της ιδιότητας των προσώπων και συνάπτοντάς τα πάλι χωρίς σύγχυση σε ένα, λόγω της ταυτότητας της ουσίας»  (δοξ. αίνων)· δεύτερον, ο άγιος Αθανάσιος υπέστη τα πάνδεινα για την πίστη του αυτή, επιβεβαιώνοντας τον λόγο του Κυρίου που λέει «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσι», όπως και του αποστόλου Παύλου «πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται»· τρίτον, ο άγιος φανέρωσε την αλήθεια και υπέστη διώξεις, γιατί ζούσε ως μία παρουσία του Χριστού στον κόσμο. Οι αρετές του ήταν εκείνες που αποδείκνυαν ότι τότε φωτίζει ιδιαιτέρως ο Χριστός τον άνθρωπο, όταν αυτός εκτός από διευρυμένο νου, που αποτελεί το μέσον εκφράσεως της αλήθειας, ζει με συνέπεια τις εντολές Εκείνου. Ο άγιος Αθανάσιος σαν τον απόστολο Παύλο μπορούσε να λέει «τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος». Και το σημειώνει ο υμνογράφος: «Τον δρόμο της ευσέβειας τελείωσες και όπως ο Παύλος τήρησες την πίστη. Λοιπόν απόκειται και σε σένα, πανσέβαστε, ο δίκαιος στέφανος των κόπων σου» (κάθισμα α´ στιχολογίας).

Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε επ᾽ αυτού ό,τι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έγραφε ήδη στην αρχή του λόγου του για τον Αθανάσιο: «Επαινώντας τον Αθανάσιο, θα επαινέσω την ίδια την αρετή». Γιατί δεν υπήρξε όντως αρετή που δεν εξήσκησε ο μέγας αυτός Πατέρας της Εκκλησίας. «Άσκησες κάθε αρετή με τρόπο επίμονο, θεόπνευστε, και χρημάτισες σαφώς ιερότατος ιερουργός του Κυρίου, αφού χρίστηκες με άγιο χρίσμα από το ´Αγιον Πνεύμα» (στιχηρό εσπερινού). Και δεν είναι καθόλου τυχαία η επισήμανση του υμνογράφου «επιμόνως». Προκειμένου να αποκτήσει κανείς το Άγιον  Πνεύμα, τον σκοπό της όλης πνευματικής ζωής, δεν αρκεί η απόκτηση κάποιων αρετών. Απαιτείται η απόκτηση όλων των αρετών, αλλά με τρόπο επίμονο. Η επιμονή στις εντολές του Χριστού, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμη και τις μεγάλες δοκιμασίες και θλίψεις, όπως συνέβη με τον άγιο Αθανάσιο, συνιστά ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της χριστιανικής ζωής, μάλλον αποτελεί τον όρο για την ίδια την ύπαρξή της.

01 Μαΐου 2023

ΠΟΙΕΣ ΗΣΑΝ ΟΙ ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ

 



ΠΟΙΟΣ ΜΑΣ ΕΚΛΕΨΕ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ;

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«Αἱ μυροφόροι γυναῖκες, τόν τάφον σου καταλαβοῦσαι, καί τάς σφραγῖδας τοῦ μνήματος ἰδοῦσαι, μή εὑροῦσαι δέ τό ἄχραντον Σῶμά σου, ὀδυρόμεναι μετά σπουδῆς ἦλθον λέγουσαι· Τίς ἔκλεψεν ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν, γυμνόν ἐσμυρνισμένον, τῆς μητρός μόνον παραμύθιον; Ὤ! πῶς ὁ νεκρούς ζωώσας, τεθανάτωται; Ὁ τόν Ἅδην σκυλεύσας, πῶς τέθαπται; Ἀλλ’ ἀνάστηθι Σωτήρ αὐτεξουσίως, καθώς εἶπας τριήμερος, σώζων τάς ψυχάς ἡμῶν» (Δοξαστικόν στιχηρῶν ἑσπερινοῦ ἑορτῆς, πλ. β΄).

(Οἱ μυροφόρες γυναῖκες, ἀφοῦ ἔφτασαν στόν τάφο σου καί εἶδαν τίς σφραγίδες τοῦ μνήματος (πού εἶχαν βάλει οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχοντες μαζί μέ τούς Ρωμαίους στρατιῶτες), ἄρχισαν ἀμέσως νά ὀδύρονται λέγοντας: Ποιός ἔκλεψε τήν ἐλπίδα μας; Ποιός πῆρε ἕνα νεκρό, γυμνό ἀλειμένο μέ σμύρνα, πού είναι μοναδική παρηγοριά τῆς μάνας του; Πῶς αὐτός πού ἔδωσε ζωή σέ νεκρούς, θανατώθηκε; Αὐτός πού διέλυσε τόν Ἄδη, πῶς τάφηκε; Αλλά, Σωτήρα, ἀναστήσου μέ τή θέλησή Σου, ὅπως εἶπες, τήν τρίτη ἡμέρα, σώζοντας τίς ψυχές μας).

Τό ἱστορικό στοιχεῖο συμπλέκεται μέ τή δραματική ἔνταση καί τόν λυρισμό τῶν συναισθημάτων τῶν μυροφόρων γυναικῶν στό δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρωνἔργο τοῦ διαπρεποῦς ὑμνογράφου ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ μοναχοῦ ἅγιος Κοσμᾶς ἀκολουθεῖ κυρίως τήν καταγραφή τῶν γεγονότωνὅπως ἐκτίθενται στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιοκατά τό ὁποῖο τήν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου «ὄρθρου βαθέος ἦλθον γυναῖκες ἐπί τό μνῆμα φέρουσαι  ἡτοίμασαν ἀρώματακαί τινες σύν αὐταῖς».  λίθος μέ τόν ὁποῖο εἶχε σφραγιστεῖ τό μνῆμα ἦταν ἀποκυλισμένοςἐνῶ ὅταν εἰσῆλθαν μέσα στό μνῆμα δέν βρῆκαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἸησοῦΒρέθηκαν σέ ἀπορία μεγάληκαί τότε φάνηκαν ἐνώπιόν τους δύο ἄνδρες μέ λαμπρά ἐνδύματαἄγγελοι Κυρίουπού τούς μήνυσαν ὅτι  Κύριος ἀναστήθηκεὅπως τό εἶχε ὑποσχεθεῖὁπότε ἐπέστρεψαν πίσω γιά νά ἀναγγείλουν στούς μαθητές τοῦ Κυρίου τό χαρμόσυνο γεγονός τῆς ἀναστάσεώς ΤουὉ ἅγιος ὑμνογράφος λοιπόν ἐπεμβαίνει καί περιγράφει τά ὀδυνηρά αἰσθήματα τῶν μυροφόρων γυναικῶν - μία ἀνάλυση στήν οὐσία τῆς λέξης  «διαπορεῖσθαι». Ἡ ἐπιλογή νά ἐκφράσει τή δραματικότητα πού θά εἶχε ἀσφαλῶς ὁ ἀναμειγμένος μέ δάκρυα λόγος τους εἶναι ἐμφανής, καί μέ τή σέ πρῶτο πρόσωπο ἔκφραση τῶν ἐρωτημάτων τους καί μέ τά ἐρωτήματα ἐκεῖνα πού «κτυποῦν» εὐθέως τό συναίσθημα τοῦ ἀνθρώπου: «τίς ἔκλεψε ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν… τῆς μητρός μόνον παραμύθιον;» Πράγματι, ποιός μπορεῖ νά παρέλθει ψυχρά τέτοια ἐρωτήματα; Ἀναφέρονται στήν προοπτική ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου - ἡ ἐλπίδα ἀποτελεῖ τή ζωή γιά τόν ἄνθρωπο· ὁ ἀπελπισμένος ἄνθρωπος εἶναι ἕνας σχεδόν ζωντανός νεκρός. Κι ἀκόμη, στό πιό ἱερό πρόσωπο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, τή μάνα! Ποιά μεγαλύτερη παρηγοριά γιά μία μάνα ἀπό τό μονάκριβο παιδί της, ἰδίως ὅταν ἔχει αὐτό πεθάνει μέ σκληρό καί ὀδυνηρό τρόπο, καί τῆς ἔχει ἀπομείνει μόνο τό λείψανό του! Μία μάνα πού τῆς «κλέβουν» κι αὐτό πού τῆς ἔχει ἀπομείνει εἶναι ὅ,τι πιό ἀνίερο καί ἀνόσιο μπορεῖ νά ὑπάρξει. Λοιπόν, ὁ λυρισμός καί ἡ ἔνταση εἶναι δεδομένα στό δοξαστικό αὐτό, τό συναίσθημα ἀποσκοπεῖ νά φορτίσει ὁ ὑμνογράφος, προκειμένου ὅμως νά τονιστεῖ ἡ κραυγή τῶν μυροφόρων, κραυγή πίστεως στήν ὑπόσχεση τῆς ἀνάστασης τοῦ τεθαμμένου, γιατί ὡς Θεός ἔχει τή δύναμη γι’ αὐτό: «Ἀλλά ἀναστήσου, Σωτήρα, μέ τή θέλησή σου τήν τρίτη ἡμέρα ὅπως εἶπες».