«Ο άγιος Αθανάσιος έζησε αγγελικό βίο επί της γης.
Τους άθλους του για την ορθόδοξη πίστη και τους αγώνες του κατά των κακοδόξων
και τις συχνές άδικες εξορίες και ψεύτικες συκοφαντίες που υπέφερε, έχουν
εκθέσει άλλες γραφές διεξοδικότερα όπως και ο Θεολόγος Γρηγόριος. Γι᾽αυτό κι
επειδή δεν μπορούμε να διηγηθούμε αυτά που έχουν ειπωθεί από πολλούς πολλές
φορές, θα πούμε σύντομα λίγα πράγματα προς υπενθύμιση.
Ο Αθανάσιος, ο επώνυμος της αθανασίας, είχε πατρίδα του
την Αίγυπτο, ενώ οι γονείς του διακρίνονταν για τον πλούτο τους και την αρετή
τους. Όταν ακόμη τον ανέτρεφαν και ήταν μικρό παιδάκι που έπαιζε μαζί με άλλα
παιδιά, πήγε σε κάποια ακτή της θάλασσας, όπου έπαιζαν κάτι τέτοιο σαν
παιχνίδι: Κάποια παιδιά κάνανε ότι ήταν πρεσβύτεροι και διάκονοι, ενώ τον
Αθανάσιο τον χειροτόνησαν επίσκοπο. Έρχονταν λοιπόν παιδιά σ᾽αυτόν που δεν
είχαν καθαρθεί από το θείο βάπτισμα, τα οποία ο Αθανάσιος τα βάπτισε στο νερό
της θάλασσας. Ο επίσκοπος της Αλεξανδρείας Αλέξανδρος που έτυχε να δει αυτό που
συνέβη, θαύμασε πάρα πολύ. Με φωτισμό του αγίου Πνεύματος μάλιστα κατάλαβε ότι
αυτά που έγιναν αποτελούσαν τύπους και προμηνύματα των μελλοντικών πραγμάτων,
γι᾽ αυτό και τα μεν παιδιά τα έχρισε με το θείο μύρο, τελειοποιώντας έτσι το
βάπτισμά τους, τον δε Αθανάσιο τον παρέδωσε σε κάποιον γραμματιστή. Κι όταν
έπειτα έφτασε στην κατάλληλη ηλικία, τον χειροτόνησε διάκονο και τον πήρε μαζί
του ως συνεργάτη του στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325), μαζί δε
με αυτόν αποκήρυξε αυτούς που φρονούσαν την αίρεση του Αρείου.
Λίγο αργότερα, έφυγε από τη ζωή αυτή ο Αλέξανδρος και ο
Αθανάσιος τον διαδέχτηκε στον επισκοπικό θρόνο. Οι περί τον Ευσέβιο
όμως δεν αποδέχτηκαν ήρεμα την προχείρισή του σε επίσκοπο, γι᾽ αυτό
και πείθουν τον Κωνσταντίνο, τον πρώτο που χρημάτισε βασιλιάς των χριστιανών,
να τον απελάσει από τον θρόνο. Αλλά ο Κωνσταντίνος, μετά την εξορία που έκανε
στον άγιο στη Γαλλία, απέθανε. Ο Αθανάσιος τότε πήγε στη Ρώμη να εξηγήσει στον
υιό του Κωνσταντίνου Κωνστάντιο, κι αφού ασφαλίστηκε με γράμματα από αυτόν
επανήλθε στην Αλεξάνδρεια. Το έμαθε αυτό ο Ευσέβιος και οι φίλοι του
και δεν τον άφησαν σε ησυχία. Γι᾽ αυτό και αφού κατασκεύασαν κάθε είδος
συκοφαντίας εναντίον του, έπεισαν τον Κωνστάντιο, τον βασιλιά της Ανατολής, να
συγκαλέσει σύνοδο Επισκόπων, για να κριθεί ο Αθανάσιος. Από τις πολλές εναντίον
του κατηγορίες θα υπενθυμίσω μία μόνον.
Έφεραν σε ξύλινη λάρνακα ένα ταριχευμένο χέρι, λέγοντας
ότι είναι του Αρσενίου, τον οποίο τάχα ο Αθανάσιος τον σκότωσε για να κάνει
μαγείες. Κατά πρόνοια του Θεού όμως κατέφθασε στην Τύρο ο Αρσένιος
(γιατί τον έκρυβαν οι Αρειανοί, για να μη γίνει γνωστή η υποκρισία τους) κι ο
Αθανάσιος έμαθε ότι ο ῾νεκρός᾽ βρίσκεται εκεί. Τον έφερε λοιπόν στη Σύνοδο με
καλυμμένο το πρόσωπο, ενώ υπήρχε στο κριτήριο και το κύριο ῾αποδεικτικό᾽
στοιχείο, το ταριχευμένο χέρι. Ζήτησε τότε να μάθει από τους παρόντες αν τυχόν
γνώριζαν από πριν τον Αρσένιο. Αρκετοί ισχυρίστηκαν ότι γνωρίζουν τον άνδρα,
οπότε ο Αθανάσιος τον αποκάλυψε, ρωτώντας ῾αν ήταν αυτός᾽. Συγκατατέθηκαν ότι
ήταν εκείνος κι ο άγιος αφού έδειξε το δεξί χέρι του Αρσενίου πρώτα, κι έπειτα
και το αριστερό, είπε: ῾Να το δεξί, να το αριστερό, που ο Δημιουργός των όλων
έδωσε σε όλους τους ανθρώπους. Μη μου ζητάει λοιπόν κανείς και τρίτο χέρι για
τον Αρσένιο᾽. Οι συκοφάντες του γέμισαν από μεγάλη ντροπή κι επειδή έχασαν το ῾αποδεικτικό᾽,
εξόργισαν τότε τον λαό εναντίον του. Γι᾽αυτό και εξέρχεται κρυφά από
την πόλη και κρύβεται επί έξι χρόνια, καθισμένος σε έναν σκοτεινό και φοβερά
άνυδρο λάκκο. Έπειτα βγήκε από τον λάκκο και κατέφυγε στη Δύση. Στη Δύση την
εξουσία την είχε ο Κώνστας ο αδελφός του Κωνστάντιου. Σ᾽ αυτόν και στον πάπα
Ιουλιανό προσέφυγε ο μέγας και διεκτραγώδησε τα όσα πέρασε. Αυτοί ασφάλισαν με
γράμματα τον άγιο και τον έστειλαν πίσω στην Αλεξάνδρεια.
Όταν έμαθε τούτο ο Κωνστάντιος, διέταξε έναν Συριανό να
πάει στην Αλεξάνδρεια και να σκοτώσει μεν τον Αθανάσιο, να τοποθετήσει δε στον
θρόνο τον Γρηγόριο. Ο Αθανάσιος ξέφυγε όμως από τα φονικά χέρια του Συριανού
και πηγαίνει και πάλι στη Ρώμη. Ο Κώνστας τότε γράφει στον αδελφό του
Κωνστάντιο να αποκαταστήσει στον θρόνο τον Αθανάσιο, απειλώντας τον ότι αν δεν
το κάνει, θα τον αποκαταστήσει ο ίδιος με τα δικά του όπλα. Ο Κωνστάντιος
φοβήθηκε και αποκατέστησε έτσι στην Εκκλησία των Αλεξανδρέων τον άγιο Αθανάσιο.
Μετά από λίγο όμως και ο Κώνστας έφυγε από τη ζωή αυτή.
Ο Κωνστάντιος τώρα, που αναγορεύτηκε μόνος Αυτοκράτορας,
στέλνει στρατιώτες για να συλλάβουν τον άγιο. Προγνώρισε όμως την κίνησή του
αυτή ο άγιος, γι᾽ αυτό και βγήκε κρυφά από το επισκοπείο, καταφεύγοντας σε
κάποια γυναίκα που διακρινόταν για την παρθενία της και τις άλλες αρετές της.
Αυτή, όταν έμαθε την αιτία της φυγής του, ευχαρίστως υποδέχτηκε τον άγιο,
διακονώντας τον και προσφέροντάς του κάθε άλλη δεξίωση και υπηρεσία. Πέρασαν
έτσι έξι χρόνια που ο μεγάλος άγιος κρυβόταν κοντά στη φιλόθεη γυναίκα. Τότε
λοιπόν ο Κωνστάντιος έφυγε κι αυτός από τη ζωή, ενώ ανέβηκε στον θρόνο ο
Ιουλιανός. Αμέσως λοιπόν ο Αθανάσιος βγήκε το μεσονύκτιο από το οίκημα και πήγε
στο μέσο της Εκκλησίας, κι εκεί το πώς η πόλη ολόκληρη
μαζεύτηκε χειροκροτώντας και ευχαριστώντας τον Θεό για την παρουσία
του ποιμενάρχη τους, δεν είναι του παρόντος καιρού για να το περιγράψουμε.
Ο Ιουλιανός όμως θεωρώντας όλα αυτά ως μηδαμινά, σκαρφίζεται
νέο τέχνασμα, με σκοπό όχι μόνον να απελάσει τον Αθανάσιο από τον θρόνο, αλλά
και να τον σκοτώσει. Στέλνει λοιπόν αυτούς που θα τον σκότωναν. Ο Αθανάσιος
όμως και πάλι έμεινε ασύλληπτος και αδέσμευτος. Κι αυτό γιατί νύκτα πήγε στον
Νείλο ποταμό, ανέβηκε σε πλοίο και απέπλευσε προς τη Θηβαΐδα. Επειδή όμως
πλησίαζαν οι διώκτες του, τους παραπλάνησε και γύρισε πίσω στην Αλεξάνδρεια.
Εκεί έζησε πάλι κρυμμένος, έως ότου ο Ιουλιανός έφτασε στα τελευταία του. Κι
όταν έφυγε από τη ζωή κι ο Ιουλιανός, αναγορεύτηκε βασιλιάς ο Ιοβιανός. Αλλά κι
αυτός πέθανε σε ελάχιστο χρόνο, οπότε ήλθε στην εξουσία των
Ρωμαίων ο Ουαλεντινιανός, κάνοντας κοινωνό της εξουσίας και τον
αδελφό του Ουάλεντα: ο μεν Ουαλεντινιανός κυριαρχούσε στη Δύση, ο δε Ουάλης
στην Ανατολή. Ο βασιλιάς, ο οποίος είχε πιστέψει από παλιά στη θολή
διδασκαλία του Αρείου, υπέβαλε σε μύρια βάσανα και
τιμωρίες όλους τους ορθοδόξους, ενώ έθεσε προτεραιότητά του να
σκοτώσει τον Αθανάσιο. Επειδή λοιπόν ο άγιος επρόκειτο να φονευτεί, κατέφυγε σε
έναν οικογενειακό τάφο και έτσι απέδρασε από τα χέρια των φονευτών. Ο βασιλιάς
όμως, επειδή πληροφορήθηκε ότι ο λαός των Αλεξανδρέων ολοένα και αντιδρούσε για
τις διώξεις του ποιμένα του, επέτρεψε, και χωρίς πια να το
θέλει, στον αθλητή άγιο να αναλάβει την προστασία της Εκκλησίας. Και
έτσι, μετά από πολλούς αγώνες και μακρές εξορίες, αφού έκανε υπομονή επί
σαράντα δύο χρόνια στους διωγμούς, άφησε τη ζωή σε βαθύ γήρας ο άγιος Αθανάσιος».
Η μόνη αναφορά της ακολουθίας σήμερα επί τη μνήμη της
ανακομιδής του λειψάνου του μεγάλου Αθανασίου είναι στους στίχους του
συναξαρίου: «Αθανάσιε, πού πηγαίνεις; Μη πάλι σε στέλνουν εξόριστο έστω και
νεκρό; Τη Δευτέρα του Μαΐου το λείψανο του Αθανασίου βγήκε από τον τάφο». Σε
κανένα άλλο τροπάριο δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά για το εορταζόμενο γεγονός
της ανακομιδής. Όλοι οι ύμνοι αποτελούν έναν ύμνο για την ορθόδοξη πίστη του,
για τους αγώνες του υπέρ της επικράτησης της πίστης αυτής, καθώς εναντιώθηκε
στην αίρεση του αρειανισμού και των υποστηρικτών της, για την ενάρετη ζωή του,
για τις εξορίες τις οποίες υπέστη. ´Ετσι πρέπει να αποδεχτούμε αυτό που έχει
γραφεί, ότι δηλαδή «σύμφωνα με τον κώδικα των Καυσοκαλυβίων και το δίστιχο του
Λαυριωτικού Κώδικα Ι 70, η κυρίως μνήμη του αγίου Αθανασίου πρέπει να
εορτάζεται σήμερα, όπου και ιστορικά είναι αποδεδειγμένη η κοίμησή του και όχι
η ανακομιδή των λειψάνων του...Για ποιο λόγο όμως καθιερώθηκε η κυρίως μνήμη
του την 18η Ιανουαρίου μ᾽ αυτήν του αγίου Κυρίλλου δεν γνωρίζουμε. Το
πιθανότερο είναι για τον λόγο που καθιερώθηκε η εορτή των τριών Ιεραρχών»
(Ιστολόγιο: Ορθόδοξος Συναξαριστής).
Πράγματι, η όλη ακολουθία μάς καλεί να ευφρανθούμε
σήμερα, γιατί προβάλλεται ενώπιον των πιστών «η μεγάλη της Εκκλησίας σάλπιγξ»
(δοξαστικό λιτής), «ο χρυσορρόας Νείλος και επώνυμος της αθανασίας»
(δόξα αποστ. εσπερινού), «το στόμα του Λόγου Χριστού» (ωδή ε´), «ο
ακατάβλητος πύργος της Εκκλησίας» (ωδή γ´), «ο ποταμός της χάριτος» (ωδή ς´), μ᾽
έναν λόγο «ο στύλος της ορθοδοξίας» (απολυτίκιο). Κι αιτία βεβαίως για όλους
αυτούς τους χαρακτηρισμούς είναι το γεγονός ότι πρώτον, ο μέγας αυτός Πατέρας
φωτίστηκε από τον Θεό κι έδειξε την ορθόδοξη πίστη στην Πρώτη ήδη Οικουμενική
Σύνοδο, όταν ο Άρειος και οι περί αυτόν αμφισβητούσαν την αληθινή εικόνα του
Τριαδικού Θεού που απεκάλυψε ο Ιησούς Χριστός. Ήταν εκείνος κατεξοχήν που
«ανέστησε τα τρόπαια της ορθοδοξίας, αριθμώντας με ευσέβεια το μυστήριο της
Τριάδος, λόγω της ιδιότητας των προσώπων και συνάπτοντάς τα πάλι χωρίς σύγχυση
σε ένα, λόγω της ταυτότητας της ουσίας» (δοξ. αίνων)· δεύτερον, ο
άγιος Αθανάσιος υπέστη τα πάνδεινα για την πίστη του αυτή, επιβεβαιώνοντας τον
λόγο του Κυρίου που λέει «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσι», όπως και
του αποστόλου Παύλου «πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού
διωχθήσονται»· τρίτον, ο άγιος φανέρωσε την αλήθεια και υπέστη διώξεις,
γιατί ζούσε ως μία παρουσία του Χριστού στον κόσμο. Οι αρετές του ήταν εκείνες
που αποδείκνυαν ότι τότε φωτίζει ιδιαιτέρως ο Χριστός τον άνθρωπο, όταν αυτός
εκτός από διευρυμένο νου, που αποτελεί το μέσον εκφράσεως της αλήθειας, ζει με
συνέπεια τις εντολές Εκείνου. Ο άγιος Αθανάσιος σαν τον απόστολο Παύλο μπορούσε
να λέει «τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν απόκειταί μοι ο
της δικαιοσύνης στέφανος». Και το σημειώνει ο υμνογράφος: «Τον δρόμο της
ευσέβειας τελείωσες και όπως ο Παύλος τήρησες την πίστη. Λοιπόν απόκειται και
σε σένα, πανσέβαστε, ο δίκαιος στέφανος των κόπων σου» (κάθισμα α´
στιχολογίας).
Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε επ᾽ αυτού ό,τι ο άγιος
Γρηγόριος ο Θεολόγος έγραφε ήδη στην αρχή του λόγου του για τον Αθανάσιο:
«Επαινώντας τον Αθανάσιο, θα επαινέσω την ίδια την αρετή». Γιατί δεν υπήρξε
όντως αρετή που δεν εξήσκησε ο μέγας αυτός Πατέρας της Εκκλησίας. «Άσκησες κάθε
αρετή με τρόπο επίμονο, θεόπνευστε, και χρημάτισες σαφώς ιερότατος ιερουργός
του Κυρίου, αφού χρίστηκες με άγιο χρίσμα από το ´Αγιον Πνεύμα» (στιχηρό
εσπερινού). Και δεν είναι καθόλου τυχαία η επισήμανση του υμνογράφου «επιμόνως».
Προκειμένου να αποκτήσει κανείς το Άγιον Πνεύμα, τον σκοπό της όλης
πνευματικής ζωής, δεν αρκεί η απόκτηση κάποιων αρετών. Απαιτείται η απόκτηση
όλων των αρετών, αλλά με τρόπο επίμονο. Η επιμονή στις εντολές του Χριστού,
κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμη και τις μεγάλες δοκιμασίες και θλίψεις,
όπως συνέβη με τον άγιο Αθανάσιο, συνιστά ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της
χριστιανικής ζωής, μάλλον αποτελεί τον όρο για την ίδια την ύπαρξή της.