20 Μαΐου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΘΑΛΛΕΛΑΙΟΣ

«῾Ο ἅγιος Θαλλέλαιος ἔζησε ἐπί βασιλείας τοῦ Νουμεριανοῦ (περί τά τέλη τοῦ 3ου αἰ.), καταγόταν ἀπό τόν Λίβανο, ὁ πατέρας του λεγόταν Βερούκιος καί ἡ μητέρα του Ρωμυλία, ἐνῶ σπούδασε τήν ἰατρική τέχνη. Συνελήφθη γιά τήν εἰς Χριστόν πίστη του στήν ῎Αζαρβο τή δεύτερη ἐπαρχία τῆς Κιλικίας, ἐνῶ ἦταν κρυμμένος σ᾽ ἕναν ἐλαιῶνα. ῾Οδηγεῖται τότε στόν ἄρχοντα Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος καθώς δέν μπόρεσε νά τόν πείσει νά θυσιάσει στά εἴδωλα, διέταξε νά τρυπηθοῦν οἱ ἀστράγαλοί του καί νά κρεμαστεῖ μέ σχοινιά μέ κάτω τό κεφάλι. ᾽Ενῶ λοιπόν φάνηκαν οἱ ὑπηρέτες ὅτι ἐκτελοῦν τή διαταγή, ἀπό κάποια θεία δύναμη ἔχασαν τά μυαλά τους καί ἀντί τοῦ ἁγίου τρύπησαν ἕνα ξύλο καί τό κρέμασαν. Κτυπῶνται λοιπόν αὐτοί, διότι θεωρήθηκαν ὅτι ἐνέπαιξαν τόν ἄρχοντα. ῎Επειτα ὁ ἄρχοντας διέταξε νά ριχτεῖ ὁ ἅγιος στή θάλασσα, ἀπό τήν ὁποία ὅμως βγῆκε ἀβλαβής, φορώντας ἔνδυμα λευκό. Μετά ἀπό αὐτά ρίχνεται στό στάδιο νά κατασπαραχθεῖ ἀπό τά θηρία, ἀλλά καί πάλι διέμεινε ἀλώβητος, ὁπότε τοῦ ἔκοψαν τό κεφάλι μέ ξίφος στήν ῎Εδεσσα τήν πόλη τῶν Αἰγαίων».

Νέο παλληκάρι ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος ἔδειξε, ὅπως καί ἄλλοι βεβαίως μάρτυρες πρίν καί μετά ἀπό αὐτόν, ὅτι ὅπου ὑπάρχει ἡ πίστη στόν Χριστό ὑπερβαίνονται οἱ πειρασμοί τοῦ κόσμου τούτου καί ἡ γοητεία πού ἀσκεῖ  ἰδίως στούς νέους ὁ κόσμος τῶν αἰσθήσεων. Κι αὐτό γιατί ἡ πίστη στόν Κύριο φωτίζει τόν νοῦ καί τίς φρένες τοῦ ἀνθρώπου, καθιστώντας τα τέλεια, ὥστε τό σῶμα νά ὑπακούει στόν φωτισμένο σάν ἥλιο νοῦ, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἄνθρωπος νά ἰσορροπεῖ πορευόμενος πάνω στό θέλημα τελικῶς τοῦ Κυρίου. Κι ὄχι μόνο ὁ ἄνθρωπος, καί μάλιστα ὁ νέος, τότε γίνεται πνευματικά ὑγιής καί ἰσορροπημένος, ἀλλά καθίσταται καί ὄργανο τοῦ Θεοῦ προκειμένου νά καθοδηγεῖ καί τούς ἄλλους συνανθρώπους του, ἕνα εἶδος φωτός πού λύνει τά σκοτάδια πού δημιουργοῦν σέ κάθε ἐποχή τά διάφορα εἴδωλα. ῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ ἐπανειλημμένως  τονίζει τήν πραγματικότητα αὐτή. «῎Ησουν νέος στό σῶμα, ἀλλά τέλειος στίς φρένες, μάρτυς Θαλλέλαιε, γι᾽ αὐτό καί ἔλαμψες σάν ἥλιος τίς ἀκτίνες τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας, μέ ἀποτέλεσμα νά κάνεις πέρα σαφῶς τή ζόφωση τῆς ματαιότητας τῶν εἰδώλων» (ὠδή α´).

῾Η πνευματική αὐτή ὑγεία καί ἰσορροπία τοῦ ἁγίου Θαλλελαίου πού τόν καθιστοῦσε καί σωστό ἱεραπόστολο τοῦ Κυρίου ἦταν κατά τόν ὑμνογράφο μας ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού βρῆκε ὅμως συνεργό καί τή δική του θέληση. Εἶναι ἡ πιό γνωστή διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὅτι προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νά σχετιστεῖ καί νά συντονιστεῖ μέ τόν Θεό ἀπαιτεῖται βεβαίως πρώτιστα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ - ᾽Εκεῖνος μᾶς ἀγαπᾶ ὑπερβαλλόντως καί δέν μᾶς ἀφήνει ποτέ σέ ῾ἡσυχία᾽- ἡ ὁποία ὅμως χάρη ἀπαιτεῖ καί τήν καλή διάθεση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τό ῾ναί᾽ τό δικό του γιά νά μπορέσει νά λειτουργήσει αὐτή μέσα στήν ὕπαρξή του. ῎Ετσι ὁ ἅγιος ὑποκινημένος ἀπό τόν Κύριο προσέβλεπε μόνο πρός Αὐτόν, σέ βαθμό τέτοιο πού δέν παρεξέκλινε καθόλου, ἔστω κι ἄν ὑφίστατο πάμπολλα μαρτύρια. «᾽Οχυρώθηκες ἀπό τήν εὐσέβειά σου καί δυναμώθηκες ἀπό τή χάρη τοῦ πανοικτίρμονος Θεοῦ, Θαλλέλαιε, γι᾽ αὐτό καί προχώρησες μέ γενναιότητα πρός τούς ἀγῶνες τοῦ μαρτυρίου καί ἔλυσες τά ὀχυρά τοῦ ἐχθροῦ, παίρνοντας τή νίκη» (ὠδή α´). «᾽Αποσκοπώντας μόνο πρός τόν Κύριο πού σοῦ παρεῖχε τή νίκη, δέν παρεκτράπηκες ἀπό τήν ἀληθινή ὁμολογία, ἀθλητά, ἀλλά διέμεινες σταθερός, προκαλώντας ἔκπληξη καί στούς ἄφρονες» (ὠδή γ´).

Ἡ βοήθεια τοῦ ἀγίου ἀπό τή χάρη τοῦ Κυρίου, ἰδίως κατά τήν ὥρα τῶν μαρτυρικῶν ἀγώνων του, πραγματοποιεῖτο, κατά τόν ἅγιο ᾽Ιωσήφ, καί μέσω τῶν ἁγίων ἀγγέλων. Εἶναι γνωστό ἀπό τήν ἀσκητική ἰδίως παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας ὅτι τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, κατά παραχώρηση ἀσφαλῶς ᾽Εκείνου, πολεμοῦν πλήθη δαιμόνων. Οἱ δαίμονες κυριολεκτικά ῾δαιμονίζονται᾽ ὅταν βλέπουν ἄνθρωπο νά ἐπιτελεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα μέ θυσία τῆς ζωῆς του. Γι᾽ αὐτό καί προσπαθοῦν μέ πολλούς τρόπους, κυρίως μέ ὑποκίνηση τῶν δικῶν τους ῾ἀνθρώπων᾽, νά ὁδηγήσουν τόν ἅγιο σέ φόβο καί σέ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Κύριος ὅμως πάντοτε εἶναι μαζί μας. Οὐδέποτε μᾶς ἀφήνει ἀνυπεράσπιστους καί πλήν τῆς ἴδιας τῆς δικῆς Του παρουσίας στέλνει καί τούς ἀγίους ἀγγέλους Του πρός βοήθεια - ὅ,τι συνέβη μέ τόν ἴδιο τόν Χριστό μας πού τόν καιρό τοῦ πειρασμοῦ Του λίγο πρό τοῦ Πάθους ἄγγελος Τόν ἐνίσχυε. Θυμᾶται κανείς τόν νεαρό καλόγερο τοῦ Γεροντικοῦ πού φοβισμένος ἀπό τό πλῆθος τῶν δαιμονικῶν πειρασμῶν κατέφυγε σέ μεγάλο Γέροντα. Κι ἐκεῖνος τόν καθησύχασε, δείχνοντάς του ὅτι ναί μέν εἶναι ἀρκετοί οἱ δαίμονες, ἀλλά εἶναι πολύ λίγοι μπροστά στό ἀναρίθμητο πλῆθος τῶν ἀγγέλων πού τόν βοηθοῦν. «Κατατρόπωσες τίς φάλαγγες τῶν δαιμόνων, σοφέ, ἔχοντας ὡς συνεργούς τούς ἁγίους ἀγγέλους κατά τόν καιρό τῶν ἀγώνων σου» (ὠδή ς´).

Κι ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπιμένει: μέσα στούς πειρασμούς ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος ἔμοιαζε μέ τούς ἁγίους τρεῖς παῖδες στήν κάμινο τοῦ πυρός, ἡ ὁποία ὅμως δροσιζόταν ἀπό τήν θεϊκή δρόσο, ἤ καί μέ τόν ἅγιο προφήτη Δανιήλ, ὁ ὁποῖος κι ἐκεῖνος ἀντιμετώπισε τόν πειρασμό τῶν λιονταριῶν καί βγῆκε ἀλώβητος σάν κι αὐτόν. «Στεκόσουν στό μέσο τῆς φλόγας τῶν πειρασμῶν, ὅπως οἱ τρεῖς παῖδες, ἔνδοξε, δεχόμενος ἀκριβῶς τή θεία δρόσο ἀπό τόν Θεό καί δοξολογώντας τόν ἐπί πάντων Θεό» (ὠδή ζ´). «Σάν ἄλλος νέος Δανιήλ ρίχτηκες ἀνάμεσα στά λιοντάρια, χωρίς νά βλαφτεῖς καθόλους ἀπό αὐτά, ἀθλοφόρε μάρτυς Θαλλέλαιε, λόγω τῆς θείας χάριτος»  (ὠδή ζ´). Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν πού ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπισημαίνει μέ φωτισμό Θεοῦ ὅτι «συγχορεύουν μαζί μέ τούς πιστούς κατά τή μνήμη τοῦ ἁγίου ὅσιοι ἀθλητές, δῆμοι ἀγγέλων καί ἀποστόλων καί προφητῶν», ἐνῶ παρακαλεῖ τόν ἅγιο «νά μή παύσει νά πρεσβεύει γιά ὅλους μας» (ὠδή η´). 

18 Μαΐου 2023

ΜΕΝΕ ΠΙΣΤΟΣ ΣΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ ΣΟΥ!

«Μερικοί κοσμικοί που ζούσαν αμελώς με ερώτησαν: «Πώς μπορούμε εμείς που ζούμε με συζύγους και είμαστε περικυκλωμένοι με τόσες κοινωνικές υποχρεώσεις ν’ ακολουθήσουμε τη μοναχική ζωή»; Και τους απήντησα:  «Όσα καλά μπορείτε, να τα κάνετε· κανένα να μη περιγελάσετε, κανένα να μη κλέψετε, σε κανένα να μην ειπήτε ψέματα, κανένα να μη περιφρονήσετε, κανένα να μη σκανδαλίσετε. Σε ξένο πράγμα και σε ξένη γυναίκα να μην πλησιάσετε. Αρκεσθήτε στην ιδική σας γυναίκα (πρβλ. Λουκ. Γ΄ 14). Εάν ζήτε έτσι, «ου μακράν εστε της βασιλείας των ουρανών» (Μάρκ. ιβ΄ 34)» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. α΄ 38).

Είναι παγίδα που σου στήνει πολλές φορές εκ δεξιών ο πονηρός: «Ας ήμουνα καλόγερος.  Να ζούσα ελεύθερος· με ψυχική ανάταση· με προσευχή. Να ζούσα την αληθινή πνευματική ζωή. Τώρα όμως, μέσα στον κόσμο, μπλεγμένος στη ρουτίνα της ζωής, αλυσοδεμένος με τα δεσμά της οικογένειας και των κοινωνικών υποχρεώσεων, υποχρεωμένος να λέω τα κατά συνθήκη λεγόμενα ψέματα, με το κεφάλι πάντοτε κάτω, δεν γίνεται τίποτα». Και σου δημιουργεί ο αρχέκακος ένα άλλοθι αμέλειας: δεν κάνω τίποτε, ή κάνω ελάχιστα, γιατί ακριβώς δεν μ π ο ρ ώ  να κάνω κάτι άλλο. Γιατί έτσι είναι η «κανονικότητα» της ζωής μέσα στον κόσμο.  Και ησυχάζεις μ’ αυτόν τον τρόπο την ένοχη συνείδησή σου. Και πείθεσαι μάλιστα ότι η χριστιανική ζωή είναι μόνο για τους μοναχούς και τους καλόγερους. Σαν την κυρία κάποτε που απηυδισμένη από τα οικογενειακά της βάρη, από τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας με τον σύζυγο και τα παιδιά της, μου είπε με απόλυτη σοβαρότητα: «Θέλω να πάω σε ένα μοναστήρι. Εκεί μόνο θα βρω τη γαλήνη που έχω ανάγκη. Εκεί θα ζήσω την πνευματική ζωή που ονειρεύομαι». Και το πίστευε. Και το χε σχεδόν αποφασισμένο.

Κι είναι παγίδα, γιατί υπάρχει αληθοφάνεια: αυτό δείχνει η πραγματικότητα των πολλών, ακόμη και των χριστιανών, των ανθρώπων της Εκκλησίας. Αλλά έτσι χωρίς να το καταλάβεις, παρασύρεσαι στην αίρεση της διάσπασης της χριστιανικής ζωής. Στην αθέλητη και ανεπίγνωστη υποβάθμιση του λόγου του Χριστού, ή ακόμη χειρότερα, στον παραμερισμό Του από τη ζωή σου, γιατί τάχα δεν τα κανόνισε όπως έπρεπε: ζητάει το θέλημα του Θεού, που είναι τελικά όμως μόνο για τους λίγους, για τους εκλεκτούς! Σαν να υπάρχουν δύο ευαγγέλια!

Ο άγιος Ιωάννης σε προσγειώνει, γιατί σε αγαπά: η αμέλεια της χριστιανικής ζωής στον κόσμο δεν έχει δικαιολογία, δεν έχει άλλοθι. Είσαι κοντά στη βασιλεία του Θεού, είσαι μέσα στον Χριστό δηλαδή, αν προσπαθείς στην ουσία ένα πράγμα: να κρατάς λίγο την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Να  μην τον αδικείς σε οτιδήποτε πρώτα, και ό,τι καλό μπορείς να του κάνεις, να το κάνεις χωρίς δισταγμό. Και κυρίως: αφού είσαι έγγαμος, μην ξενοκοιτάς. Μένε πιστός στο στεφάνι σου!

Δεν είπε τυχαία ο όσιος γέρων Παΐσιος: «Δεν υπάρχει δεν μπορώ. Υπάρχει δεν θέλω. Και υπάρχει δεν θέλω, γιατί τελικά δεν αγαπώ».

17 Μαΐου 2023

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

«῾Ο ἐν ἁγίοις Πατήρ ἡμῶν ᾽Αθανάσιος, ἐπίσκοπος Χριστιανουπόλεως, (ἔτσι καλεῖτο ἡ τωρινή ἐπαρχία τῆς Τριφυλλίας, στήν ὁποία σώζεται ἀκόμη καί τώρα χωριό πού ὀνομάζεται ῾Χριστιάνοι᾽, ὅπου ὑπάρχει καί μεγαλοπρεπής βυζαντινός ναός ἑτοιμόρροπος), γεννήθηκε στήν Κέρκυρα τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 17ου αἰ., τό 1665, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους, τόν ᾽Ανδρέα καί τήν Εὐφροσύνη. ῾Ο πατέρας του πού διορίστηκε ἀπό τήν ῾Ενετική Δημοκρατία διοικητής τῆς ἐπαρχίας τῆς Καρύταινας μετοίκησε ἐκεῖ μέ ὅλη τήν οἰκογένεια, γιατί ἀκολούθησε τόν νεοδιορισθέντα τότε κυβερνήτη τῆς Πελοποννήσου στό Ναύπλιο. Εἶχε τρεῖς υἱούς, ἀπό τούς ὁποίους ὁ μεγαλύτερος ᾽Αντώνιος νυμφεύθηκε στήν Καρύταινα, παίρνοντας σύζυγο τήν ἀδελφή τοῦ πλούσιου καί διάσημου ἁρματωλοῦ ῾᾽Αθανασίου Κουλᾶ᾽ (καπετάν Θανάση). ῾Ο μικρότερος ὅμως ᾽Αθανάσιος πηγαίνοντας κάποτε ἀπό τήν Καρύταινα στό Ναύπλιο, γιά νά κατασκευάσει τήν νυφική στολή τῆς μνηστῆς του, τήν ὁποία χωρίς τήν θέλησή του μνηστεύθηκε ἐπειδή τόν ἐξανάγκασε γι᾽ αὐτό ὁ πατέρας του, βλέπει καθ᾽ ὁδόν κάποια ὀπτασία, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας γράφει ἀπό τό Ναύπλιο πρός τόν πατέρα του νά διαλύσει τούς ἀρραβῶνες, διότι πρόκειται νά ἀναχωρήσει ὁ ἴδιος σέ ἄγνωστο τόπο. Πορεύτηκε τότε στά Πατριαρχεῖα καί ἔγινε μοναχός. Τόσο μεγάλη ταπεινοφροσύνη καί ἐπίδοση στήν ἀρετή ἔδειξε ἐπί δέκα ὁλόκληρα ἔτη, ὥστε ὁ τότε πατριάρχης Γαβριήλ, ἐπειδή χήρευε ἡ ἐπισκοπή Χριστιανουπόλεως, χειροτόνησε αὐτόν ὡς ἐπίσκοπό της, ἀφοῦ διῆλθε κανονικά τούς τρεῖς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης. Ζῶντας ἀκόμη ὁ ἅγιος αὐτός ἔκανε πολλά θαύματα πού τά διέσωσε ἡ παράδοση. Πόσα ἀκριβῶς ἔτη ποίμανε τό ποίμνιό του δέν γνωρίζουμε. Τρία ὅμως ἔτη ἀπό τόν θάνατο καί τόν ἐνταφιασμό του, τήν ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ λειψάνου του, βγῆκε ὁ ἅγιος σῶος σέ κατάσταση ῾ἡμιλελυμένη᾽, ὅπως καί τό ἱερό λείψανο τοῦ ἁγίου πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε´, ξεχύνοντας ὅμως μυρίπνοη καί ἄρρητη εὐωδία. Μετακομίσθηκε δέ ἀπό τόν ἐξ ἀγχιστείας συγγενή του πού εἴπαμε ᾽Αθανάσιο Κουλᾶ στήν Μονή τοῦ τιμίου Προδρόμου στήν Γορτυνία (πού ἀπεῖχε μία ὥρα ἀπό τήν Στεμνίτσα), γιατί ἦταν τόπος ὀχυρωμένος καί ἀπόρθητος. ῎Εκτοτε διαμένει τό πανίερο σκήνωμά του στήν Μονή. Καί ἡ μέν χαριτόβρυτη κάρα του πού ἀργυρώθηκε κατατέθηκε σέ ἰδιαίτερη ἀργυρή θήκη, τό δέ ὑπόλοιπο λείψανο σέ ξεχωριστή λάρνακα. Τά μετά θάνατον θαύματα τοῦ ἁγίου ἀναγράφονται κατά πλάτος στήν βιογραφία του, πού δημοσιεύθηκε στόν πέμπτο τόμο τοῦ νέου Συναξαριστοῦ, πού ὀνομάζεται ῾Σαρδόνυξ᾽, καί ὅποιος θέλει ἄς τά ἀναγνώσει ἐκεῖ».

Δέν φείδεται ἐπαίνων ὁ ὑμνογράφος τῆς ᾽Εκκλησίας μας τιμώντας τόν ἅγιο ᾽Αθανάσιο τόν νέο. Διότι στήν πραγματικότητα οἱ ἔπαινοί του γι᾽ αὐτόν ἀποτελοῦν δοξολογία ᾽Εκείνου πού τόν χαρίτωσε μέ ἐξαιρετικό τρόπο, τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. «Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ» καί «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσε ὁ Κύριος» βεβαιώνει πάντοτε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. ῎Αν τιμᾶται δηλαδή ἕνας ἅγιος, ὅπως γνωρίζουμε ὅλοι, εἶναι διότι μέσω αὐτοῦ ὁ Θεός φανερώνεται μέσα στόν κόσμο: ὁ ἅγιος γίνεται τό κατάλληλο σκεῦος γιά νά ὑπάρξει σ᾽ αὐτόν ὁ Κύριος προσφέροντας ἔτσι πολλαπλῶς τήν χάρη Του στούς ἀνθρώπους. Στό δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ μέ τόν πανηγυρικό πλ. α´ ὁ ὑμνογράφος καταγράφει: «Πόσο θαυμαστά εἶναι τά ἔργα Σου, Χριστέ! Ανέδειξες στούς ἔσχατους χρόνους ὡς θαυματουργό τόν ἱεράρχη Σου ᾽Αθανάσιο». Κι εἶναι ἡ ἐπισήμανσή του αὐτή αὐτονόητη μέν, ὅμως κατεξοχήν βαρυσήμαντη. Διότι κατά τήν πίστη μας ὁ Θεός εἶναι ᾽Εκεῖνος πού ἀναδεικνύει τούς ἁγίους Του. Καί τούς ἀναδεικνύει μέ τά σημάδια πού ἐπιτρέπει νά ἔχουν: τήν ἀφθαρσία καί τήν εὐωδία τῶν λειψάνων τους, τά θαύματα πού ἐπιτελοῦνται μέσω αὐτῶν καί ἐνόσω ζοῦν καί μετά θάνατον, τή δύναμη πού ἐκπέμπουν τά λείψανά τους – κυριολεκτικά ἀσπίδα καί δόρυ ταυτόχρονα κατά τοῦ ἀρχεκάκου πονηροῦ. ῾Ο ὑμνογράφος μάλιστα σέ ἔξαρση θεία εὑρισκόμενος γιατί εἶναι κι αὐτός μέτοχος τῶν θαυμασίων τοῦ ἁγίου θά πεῖ: «Καί οἱ αὐτόπτες τῶν θαυμάτων σου ζοῦν τώρα στήν ἐποχή μας: αὐτοί εἶναι οἱ μάρτυρες ὅτι σύ εἶσαι θαυματουργός, ἔνδοξε ᾽Αθανάσιε» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Γι᾽ αὐτό καί καλεῖ τούς πάντες σέ δοξολογία: «᾽Εμπρός  μέ ἱερούς ὕμνους ἄς καταστέψουμε τήν θεία Κάρα, πού ᾽ναι γεμάτη ἀπό εὐωδία καί ἀναβρύζει πάμπολλα θαύματα» (στιχηρό ἑσπερινοῦ).

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος προβαίνει σέ συσχετισμούς γιά νά ἀναδείξει τή χαρισματική φυσιογνωμία τοῦ ἐκ Κερκύρας καταγομένου, ἀλλά στήν Γορτυνία τελικῶς καταλήξαντος ἁγίου ᾽Αθανασίου. Τόν σχετίζει ἀφενός μέ τόν μεγάλο Πατέρα καί οἰκουμενικό Διδάσκαλο ὁμώνυμό του ἅγιο ᾽Αθανάσιο ᾽Αλεξανδρείας, τόν «στύλον τῆς ᾽Εκκλησίας» καί «καθαιρέτην» τοῦ αἱρεσιάρχη  ᾽Αρείου, λέγοντας ὅτι ὄχι μόνο ἔχουν τό ἴδιο ὄνομα, ἀλλά καί τόν ἴδιο τρόπο ζωῆς. ῾Ο ἅγιος ᾽Αθανάσιος ὁ νέος δηλαδή εἶναι ἐφάμιλλος τοῦ μεγάλου ᾽Αθανασίου. Διότι καί ὁ δεύτερος ὅπως καί ὁ πρῶτος ἔγινε λαμπρό δοχεῖο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. «Ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς σήμερα ἄς ἀνυμνήσουμε τόν ἱεράρχη, τόν ἐπώνυμο τῆς ἀθανασίας καί ἐφάμιλλο τοῦ μεγάλου ᾽Αθανασίου...ὁ ὁποῖος ἔγινε λαμπρό δοχεῖο τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι ἀκόμη: τόν θεωρεῖ διάδοχο τῶν ἀποστόλων ὄχι μόνο λόγω τῆς ἀρχιερωσύνης του, ἀλλά κυρίως λόγω τῆς κατ᾽ ἀλήθειαν ἴδιας ζωῆς του μέ ἐκείνους. «Διάδοχος ὤφθης  ἀ λ η θ ή ς, πάτερ ᾽Αθανάσιε, τῶν ἀποστόλων» (ἀπόστιχα ἑσπερινοῦ). Δέν διστάζει μάλιστα νά δεῖ στό πρόσωπό του μία προέκταση ἐπακριβή τοῦ μεγάλου ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν ἁγίου Παύλου, κυριολεκτικά ἕνα δικό του ἀποτύπωμα καί ἐκμαγεῖο. «᾽Εκμαγεῖον τοῦ σκεύους τῆς ἐκλογῆς ἀνεδείχθης, ἱερώτατε» (αἶνοι). Κι ὄχι ἄδικα. Διότι καί ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο «τήν πίστη κράτησε, τόν δρόμο τόν ἔφτασε στό τέλος, καθώς ἀγωνίστηκε τόν καλόν ἀγώνα. Διότι ποιμαίνοντας καί παλεύοντας καί δουλαγωγώντας τό σαρκικό φρόνημα ἔγινε τά πάντα σέ ὅλους, γιά νά κερδίσει τούς πάντες» (λιτή).

Κατά συνέπεια, ὅπως καί ἀπόστολος Παῦλος ἔβλεπε ὅτι μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ ζοῦσε ᾽Εκεῖνος μέσα στήν ὕπαρξή τουζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»), κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ᾽Αθανάσιος ἔβλεπε ᾽Εκεῖνον νά ζεῖ μέσα σ᾽ αὐτόν, γιατί ἀκολουθοῦσε ἐπακριβῶς τά ἴχνη τοῦ Κυρίου: «᾽Ακολουθώντας τά ἴχνη σου, Κύριε, ἀποθέωσε μέ τίς ἀρετές τό πνεῦμα καί τό σῶμα» (Δοξαστικό ἑσπερινοῦ). Γι᾽ αὐτό καί κύριο γνώρισμα τῆς ζωῆς του ἦταν ἡ θυσιαστική ἀγάπη του πρός τούς ἀνθρώπους σάν τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. «Καί τόν Σωτῆρα μιμούμενος, ὑπέρ τῶν προβάτων τήν ψυχήν αὐτοῦ ἐτίθει» (Λιτή). Καί πρέπει πάντοτε νά τό θυμόμαστε:  ἐκεῖνο πού ἀποδεικνύει ὅτι ὄντως ἕνας ἅγιος εἶναι ἅγιος ὡς ἀκόλουθος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη τήν ὁποία ἔχει πρός τούς ἀδελφούς συνανθρώπους του. ῎Αν μέ ἄλλα λόγια ἡ κάθε ἀσκητική διαγωγή του  δέν καταλήγει στήν ἀγάπη, δέν ἔχει ἰδιαίτερο νόημα. Γιατί ἀσκήσεις καί δουλαγωγήσεις τοῦ σώματος βρίσκουμε καί ἐκτός τῆς χριστιανικῆς πίστεως σέ ἀνθρώπους ἄλλων θρησκειῶν. ᾽Ασκήσεις ὅμως πού κατανοοῦνται ὡς μέσα ἀποκτήσεως τῆς καθαρῆς τοῦ Χριστοῦ ἀγάπης μόνο στήν χριστιανική πίστη. Κι ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος εἶχε πλήρη ἐπίγνωση τῆς σκοποθεσίας αὐτῆς. «῾Υπέρ ἄνθρωπον οἱ ἀγῶνες του καί οἱ πυκνές ἀσκήσεις του». ᾽Αλλά «γιά νά διαφυλάξει ἄσπιλο τόν πολύτιμο καί ἰσάγγελο χιτώνα τῆς παρθενίας του, ὥστε νά κραυγάζει πάντοτε στόν Κύριο ὅτι κόλλησε ἡ ψυχή του πίσω ἀπό Αὐτόν» (λιτή).

῎Οχι μόνο ἡ Γορτυνία, ὄχι μόνο ὁ τόπος τῆς καταγωγῆς του ἡ Κέρκυρα, ἀλλά κάθε τόπος ὅπου γῆς ἔχει προστρέχοντα στά προβλήματά του τόν ἰσάγγελο ἅγιο ᾽Αθανάσιο τόν νέο. ᾽Ιδίως ὅμως οἱ ῞Ελληνες μποροῦμε εὔκολα νά ἔχουμε πρόσβαση στά ἅγια καί χαριτόβρυτα λείψανά του. ῾Η Μονή τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου πού τά διαφυλάσσει μᾶς ἑλκύει σάν μαγνήτης. ᾽Εκεῖ εἶναι τό κέντρο τῆς πανηγύρεως. Καί γι᾽ αὐτό ἀφενός προσευχόμαστε ὁ Κύριος νά διαφυλάσσει τήν Μονή καί τούς Πατέρες της, ἀφετέρου εἴτε νοερῶς εἴτε ἐν σώματι ἐπιθυμοῦμε νά βρεθοῦμε ἐκεῖ.  «Μέ σκιρτήματα ἐπιτελεῖ τή φαιδρά πανήγυρη ὡς ἱερή πανδαισία ἡ Μονή τοῦ Προδρόμου, σοφέ ᾽Αθανάσιε. Γιατί κατέχει στά σπλάχνα της τήν δική σου πάντιμη καί θεοβράβευτη Κάρα καί ἀνυμνεῖ τούς ἐνάρετους ἀγῶνες σου. Γι᾽ αὐτό καί φύλαγέ την» (κάθισμα ὄρθρου).

16 Μαΐου 2023

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΣ

«Ο όσιος Θεόδωρος ο ηγιασμένος, ο οποίος άκμασε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Ιουλιανού του Παραβάτου (361-363) καταγόταν από την Αίγυπτο και γεννήθηκε από γονείς πλούσιους. Σε νεαρή ηλικία ακολούθησε τον όσιο Παχώμιο στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου και εντάχτηκε υπό την πνευματική καθοδήγησή του, ενώ αναδείχτηκε ένας από τους πιο αγαπητούς μαθητές αυτού. Πιστός μιμητής του διδασκάλου του στον μοναχικό βίο, τον διαδέχτηκε μετά την κοίμησή του στην ηγουμενία της Μονής. Για την αγνότητα του βίου του και την αγιοσύνη του προικίστηκε από τον Θεό  με τη χάρη της θαυματουργίας. Για την τέλεια  δε ψυχική και σωματική καθαρότητά του έλαβε τον τίτλο ῾Ηγιασμένος᾽. Ο όσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε εν ειρήνη το 367» (Ιστολ. «Μέγας Συναξαριστής»).

«Ο μακάριος αυτός αφού μελέτησε τον νόμο του Θεού και καθάρισε την ψυχή του και αναδείχθηκε εύχρηστο και αγιασμένο «σκεύος» του Θεού, αξιώθηκε να χαρακτηριστεί αληθινά άγιος και χριστιανός, ζώντας μαζί με τον μεγάλο Παχώμιο και ακολουθώντας τον τρόπο ζωής εκείνου. Για τον λόγο αυτό αφού κατατρόμαξε ακόμη και τους δαίμονες, όπως λέγει και ο θείος Δαυίδ, και συνέτριψε τα κεφάλια τους με τη μεγάλη του άσκηση, έλαβε τα βραβεία της νίκης από τον Κύριο, ο Οποίος του έδωσε τη χάρη να θεραπεύει κάθε νόσο και ασθένεια των ανθρώπων» (συναξάριο Μηναίου).  

Η καταγωγή του οσίου Θεοδώρου από την Αίγυπτο γίνεται η πρώτη αφορμή για τον εκκλησιαστικό ποιητή, προκειμένου να προβάλει την αλλαγή που έφερε στον κόσμο ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ήδη σημειώνει ότι ο μεγάλος σημερινός άγιος, όπως και όλοι οι πριν και μετέπειτα από αυτόν άγιοι του Θεού στην Αίγυπτο, προορίστηκαν από τον Χριστό να γίνουν άγιοι, αφότου από παλιά κατέβηκε στην Αίγυπτο και προβλέποντας ως Θεός την ανταπόκριση στην κλήση Του τους κάλεσε και τους έσωσε και τους δόξασε, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου (Ρωμ. 8). «Αυτός που περπατά στα σύννεφα ως Δεσπότης Θεός, όταν κατέβηκε πριν στην Αίγυπτο σε ανάλαφρο σύννεφο,  προόρισε για τη δόξα Του τους πιστούς που θα ανταποκρίνονταν στην κλήση Του, δηλαδή τους εκλεκτούς που έλαμψαν αργότερα και θα αρπάζονταν ως θεόφρονες σε νεφέλες, μεταξύ των οποίων είναι ο Θεόδωρος ο αγιασμένος Πατέρας μας» (στιχηρό εσπερινού). Οπότε το συμπέρασμα είναι προφανές: «Η Αίγυπτος, η οποία προηγουμένως κατεχόταν από δαιμονικές τελετές και πάθη, τώρα γίνεται ωραία από τα τάγματα των ασκητών» (στιχηρό εσπερινού). Κι αυτό βεβαίως σημαίνει: όπου έχουμε παρουσία της χάρης του Θεού, εκεί εξαφανίζεται η όποια δύναμη των δαιμόνων, συνεπώς η προηγούμενη δυσωδία και δυσμορφία γίνεται ευωδία και ευμορφία. Ο Θεός κάνει παράδεισο με άλλα λόγια τον κάθε τόπο, αρκεί να υπάρχουν οι άνθρωποι που θα θελήσουν να ανταποκριθούν με καλή προαίρεση στην κλήση Του.

Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, ο οποίος μόλις την προηγουμένη ημέρα ύμνησε τους άθλους και την αγιότητα του μεγάλου Παχωμίου, δεν ήταν δυνατόν να μην εξυμνήσει και το πνευματικό τέκνο αυτού, τον όσιο Θεόδωρο. Μεγάλος ο Παχώμιος, μεγάλος εξ ίσου και ο Θεόδωρος. Γιατί; Διότι ο Θεόδωρος, ως γνήσιος μαθητής και υποτακτικός του διδασκάλου του, τον ακολούθησε με γνησιότητα σε όλες τις ασκητικές διαγωγές του. «Έγινες ομόσκηνος του θείου Παχωμίου και ακολούθησες με ζήλο τους τρόπους του, Πάτερ θεόφρον Θεόδωρε, μιμούμενος την εγκράτειά του και την ορθόδοξη πίστη του» (ωδή δ´). Έτσι η σχέση του Παχωμίου προς τον Θεόδωρο, σχέση Γέροντος προς υποτακτικό, όπως και αντίστροφα,  προβάλλει ως τύπος και παράδειγμα: όπου υπάρχει διάθεση υπακοής εκεί αναδεικνύεται η αγιότητα στο ανώτερο δυνατό σημείο, με την έννοια ότι και ο Γέροντας παίρνει δύναμη για πνευματική προκοπή, κυρίως όμως ο υποτακτικός ανάγεται στην αγιότητα σχετικά εύκολα, ακολουθώντας τα χνάρια του πνευματικού του.

Ο άγιος Θεοφάνης δεν παύει να εξυμνεί αυτήν τη διάθεση υπακοής του οσίου Θεοδώρου, υπακοής βεβαίως στον Πνευματικό του, στην πραγματικότητα όμως υπακοής στον ίδιο τον Κύριο. Το αγωνιστικό φρόνημά του προκειμένου να τηρεί το θέλημα του Θεού ήταν εξαιρετικό, τόσο που ο υμνογράφος μας τον χαρακτηρίζει ως μάρτυρα. Πολλές φορές έχει ειπωθεί ότι μάρτυρας δεν είναι μόνον αυτός που σε εποχή διωγμών δίνει τη ζωή του, αλλά και σε κάθε εποχή που αγωνίζεται μέχρι θανάτου κατά της αμαρτίας εσωτερικά στη συνείδησή του. «Έγινες δυνατός μάρτυρας, γιατί αντιστεκόσουν μέχρι αιμάτων προς την αμαρτία, θεόφρον Θεόδωρε (ωδή η´). Κι εκείνο που για τον άγιο Θεοφάνη υπήρξε καθοριστικό στοιχείο για το μαρτυρικό φρόνημα κατά της αμαρτίας του οσίου Θεοδώρου ήταν και η αγάπη του για τη μελέτη του νόμου Θεού. Ο όσιος διατηρούσε την ψυχική του καθαρότητα, γιατί οι έννοιες του λόγου Θεού ήταν αυτές που κυριαρχούσαν μέσα στην ψυχή του από  την αδιάκοπη μελέτη του. «Μελετώντας τον αγνότατο νόμο του Θεού με επιμέλεια, Πάτερ, έγινες όλος αγνός και καθαρός» (ωδή α´). Είναι καίρια αλήθεια της πίστεως: κανείς δεν μπορεί να ορθοποδεί στην πνευματική ζωή και να αντιστρατεύεται προς την αμαρτία, αν δεν έχει καθημερινή έγνοια του τη μελέτη του λόγου Θεού. Όσο κανείς έχει στη σκέψη και την καρδιά του τον λόγο του Θεού, τόσο και καθαρίζεται από επήρειες δαιμονικές και των ψεκτών παθών του.

15 Μαΐου 2023

"Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΤΗΝ ΑΣΤΡΑΠΗ!"

 

«Βρέθηκα στον Ευαγγελισμό. Με απασχολούσε το θέμα της ψυχικής μου ανετοιμότητος. Σε μία επίσκεψη του πνευματικού μου (σημ.: του μακαριστού Γέροντος Επιφανίου Θεοδωροπούλου) του είπα: Προσεύχομαι στον Θεό να μου δώσει λίγα χρόνια ζωής, για να μετανοήσω. Κι εκείνος μου απήντησε: Δεν χρειάζονται χρόνια, η μετάνοια είναι σαν την αστραπή» (Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στον Γέροντα Πορφύριο).

Ο μακαριστός συγγραφέας σχετιζόταν ιδιαιτέρως με τον όσιο Πορφύριο τον καυσοκαλυβίτη – γι’ αυτόν έγραψε και το βιβλίο του -, αλλά και με τον μεγάλο και σοφό μακαριστό Γέροντα των Αθηνών, όπως έχει χαρακτηριστεί, Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Κατ’ ακρίβεια, ο Γέρων Επιφάνιος παρέπεμψε το πνευματικοπαίδι του στον μεγάλο όσιο, προκειμένου να τον συμβουλεύεται για διάφορα κρίσιμα προβλήματα της ζωής του που και ο ίδιος ως πνευματικός ήθελε την επιβεβαίωση, λέγοντάς του μάλιστα ότι «για το συγκεκριμένο θέμα που μου αναφέρεις ισχύει αυτό που σου λέω, μέχρις ότου ο Γέρων Πορφύριος σου πει κάτι διαφορετικό. Αυτό που θα σου πει θα είναι και το τελικό, οπότε θα διαγράψεις ό,τι ίσως άλλο σου έχω υποδείξει εγώ». Και πράγματι, υπακούοντας στον πνευματικό του ο συγγραφέας γνωρίστηκε με τον άγιο Πορφύριο, σε βαθμό τέτοιο που από τις σημειώσεις του μετά τις συναντήσεις τους, τις οποίες γνώριζε ο διορατικός μεγάλος όσιος, απήρτισε ογκώδες βιβλίο – μία σπουδαία κατάθεση  μαρτυριών για τον μεγάλο άγιο – που εξέδωσε προ ετών το Ιερό Ησυχαστήριό του.

Στο παραπάνω απόσπασμα του βιβλίου το βάρος πέφτει στην απάντηση του σοφού Γέροντος Επιφανίου. Με προβλήματα υγείας ο συγγραφέας βρέθηκε στον Ευαγγελισμό καθ’ υπόδειξη του οσίου Πορφυρίου. Ενόψει μιας πιθανής άσχημης εξέλιξής του ο συγγραφέας βιώνει την αγωνία ενός μελλοθάνατου – επέκειτο «εγκεφαλικό», το οποίο πέρασε τελικά ανώδυνα με τις ευχές του οσίου. Και ο προβληματισμός του γι’ αυτό ήταν η «ψυχική του ανετοιμότητα». Καταλαβαίνει ότι δεν έχει ολοκληρώσει τη μετάνοιά του – και ποιος μπορεί να πει ότι την έχει ολοκληρώσει, όταν και μεγάλοι όσιοι προσεύχονταν μέχρι την τελευταία τους στιγμή να τους δώσει χρόνο μετανοίας ο Κύριος; - οπότε η προσευχή του ήταν να του δώσει «λίγα χρόνια ζωής ο Κύριος για να μετανοήσει». Η απάντηση του Γέροντος Επιφανίου μοιάζει απρόσμενη: η μετάνοια δεν θέλει πολλά ή έστω λίγα χρόνια για να υπάρξει˙ «είναι σαν την αστραπή»!

Δεν φαίνεται να μην αποδέχεται στην ουσία ο μεγάλος Επιφάνιος την προσευχή του πνευματικού του τέκνου – η μετάνοια πράγματι θέλει χρόνο για να βιωθεί. Η ίδια η Γραφή αποκαλύπτει ότι η δωρεά του χρόνου από τον Θεό στον άνθρωπο γίνεται ακριβώς για να μετανοήσει. «Έδωκα χρόνον ίνα μετανοήση» (Αποκ. Ιωάν.). Ο απόστολος Πέτρος παρομοίως τονίζει στην Β΄ καθολική επιστολή του ότι ο Κύριος μακροθυμώντας απέναντί μας παρατείνει τον χρόνο της Δευτέρας Του παρουσίας με σκοπό όλοι οι άνθρωποι ει δυνατόν «χωρήσαι εις μετάνοιαν» - η κάθε ημέρα μας αποτελεί και μία «παράταση» χρόνου για μετάνοια ενόψει του και πάλι ερχομού Του. Το ίδιο σημειώνει και ο απόστολος Παύλος («το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν άγει»), ενώ ο ίδιος ο Κύριος ξεκινά τη δημόσια δράση Του με αυτήν ακριβώς την προτροπή: «Μετανοείτε, γιατί έφτασε η Βασιλεία του Θεού». Χρόνος λοιπόν και μετάνοια συνδέονται αρρήκτως μεταξύ τους, σαφώς το γνωρίζει ο Γέρων πνευματικός, γι’ αυτό και φαίνεται παράδοξη η παρατήρησή του στο πνευματικό του τέκνο.

Δεν είναι όμως καθόλου παράδοξα τελικώς τα πράγματα. Γιατί και το ένα ισχύει και το άλλο. Και η μετάνοια είναι γεγονός «σαν αστραπή», με την έννοια ότι ο Κύριος βλέποντας την όποια ρωγμή στην καρδιά του ανθρώπου, τον οποιονδήποτε στεναγμό του δηλαδή για τα κακώς κείμενα της ζωής του, προσφέρει την ακτίνα της ενέργειάς Του να εισέλθει σ’ αυτήν και να την φωτίσει ώστε να κλάψει για την όποια βρωμιά της πλένοντάς την και να στραφεί με πόθο προς Εκείνον – ό,τι συνέβη με τον άσωτο της παραβολής: «εις εαυτόν ελθών» και «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου»˙ αλλά επίσης είναι γεγονός που απαιτεί χρόνο, με την έννοια όπως είπαμε ότι την κάθε στιγμή ο πιστός που μετανοεί την αξιοποιεί ακριβώς για να επιβεβαιώνει τη μετάνοιά του και να τη βαθαίνει και να την επεκτείνει. Έτσι κι αλλιώς η πορεία του ανθρώπου στη γη, αν είναι πιστός, είναι «εκ πίστεως εις πίστιν» που θα πει «εκ μετανοίας εις μετάνοιαν καθαράν» - η μετάνοια αποδεικνύει ότι υφίσταται πίστη στον Χριστό, ή αλλιώς: η πίστη στον Χριστό αποδεικνύεται με τη μετάνοια ως αλλαγή τρόπου ζωής του ανθρώπου. Γι’ αυτό ακριβώς και δεν πρέπει ο άνθρωπος να «πετάει» και να «σκοτώνει» τον χρόνο του – είναι σαν να διαγράφει τη δωρεά του Θεού για τη σωτηρία του.

Ο άγιος Γέρων Επιφάνιος λοιπόν, ενώ προϋποθέτει τον χρόνο για τη μετάνοια, θέλει εκεί να στρέψει την προσοχή του ασθενούντος τέκνου του: στη «στιγμή», στο «τώρα»: αυτό να αξιοποιήσει, γιατί αυτό είναι η «ώρα» του Θεού. «Μην περιμένεις άλλον χρόνο» είναι σαν να του λέει. «Ξεκίνα τώρα να μετανοείς». Ο ληστής πάνω στον σταυρό μία τέτοια «στιγμή» αξιοποίησε και ήλθε εις εαυτόν και κέρδισε τον Παράδεισο˙ η Σαμαρείτις του Ευαγγελίου, η αγία Φωτεινή, το «τώρα» της σχέσεώς της με τον Χριστό «άδραξε», που της έδινε τη δυνατότητα να βρει την αληθινή πηγή της ζωής˙ ο απόστολος Παύλος την ώρα της εμφανίσεως του Χριστού που τον καλούσε να αλλάξει ζωή θεώρησε ως την πιο σημαντική και καθοριστική της πορείας του˙ η οσία Μαρία η Αιγυπτία την άρνηση του Θεού να εισέλθει στον Ναό Του είδε ως την αστραπή που τη φώτισε για να μετανοήσει και να φτάσει σε υπέρμετρα ύψη αγιότητας – ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Λοιπόν, όντως: «δεν χρειάζονται χρόνια» για τη μετάνοια. Τα χρόνια είναι μόνο για τη φανέρωση του φωτός της.      

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΧΩΜΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο όσιος Παχώμιος ήταν από την Κάτω Θηβαΐδα της Αιγύπτου, κατά τους χρόνους του μεγάλου βασιλιά Κωνσταντίνου. Οι γονείς του ήταν ειδωλολάτρες. Όταν πήγαινε μαζί τους στον ναό των ειδώλων, άκουγε τον νεωκόρο να λέει στους γονείς του: ῾Πάρτε από εδώ τον εχθρό των θεών και διώξτε τον᾽, διότι προφανώς το δαιμόνιο στο οποίο πρόσφεραν τις θυσίες τους φοβόταν την αρετή που θα αποκτούσε αυτός. Αλλά και το κρασί της ειδωλικής θυσίας που ήπιε ο όσιος το ξέρασε. Όταν μεγάλωσε, κατατάχθηκε στον στρατό, αλλά πολύ σύντομα εγκατέλειψε το στράτευμα και ανήλθε στην άνω Θηβαΐδα. Εκεί δέχτηκε το βάπτισμα στο όνομα του Χριστού και ακολούθησε τον μοναχικό βίο. Πήγε μάλιστα προς την έρημο, όπου σε κάποιο τόπο της Ταβεννησίας άκουσε φωνή να έρχεται από τον Ουρανό που του έλεγε ότι ο τόπος εκεί είναι κατάλληλος για να μείνει κι ότι θα προσέρχονταν πλήθη μαζί του, οπότε ίδρυσε μοναστήρι.

Όσο περνούσε ο καιρός λοιπόν έρχονταν πολλοί, μεταξύ αυτών δε και ο Θεόδωρος ο ηγιασμένος, ο οποίος έγινε μαθητής του και ζηλωτής στον δρόμο της αρετής και στα θαύματα, οπότε έλαμψε μαζί με αυτόν. Τόσο πολύ μάλιστα ανέβηκαν και οι δύο προς το ύψος της θεωρίας με την κατά Θεόν απάθεια, ώστε να βλέπουν νοερά και την άνοδο των ψυχών προς τον ουρανό, να προβλέπουν τα μακρινά σαν να ήταν μπροστά τους και να προλέγουν τα μελλοντικά. Πριν να φύγει ο άγιος από τη ζωή αυτή, μετρήθηκε το πλήθος των μοναχών που προσήλθε σ᾽ αυτόν και βρέθηκε να είναι χίλιοι τετρακόσιοι άνδρες. Κι από αυτό φάνηκε ότι ο όσιος ήταν κάποιος θείος άνδρας με πολύ μεγάλη αρετή. Διότι δεν επέλεγε την άνετη ζωή ούτε τις σαρκικές απολαύσεις, στις οποίες τρέχουν οι πολλοί με χαρά, όταν απομακρύνονται από τους δικούς τους. Αντιθέτως αυτοί που είχαν προσέλθει σ᾽αυτόν ήλθαν θαυμάζοντας τους τρόπους της εγκρατείας και των ασκητικών κόπων του οσίου και θέλοντας να μοιάσουν στην αγγελική διαγωγή του. Τελειώθηκε ο όσιος κατά Χριστόν και τάφηκε στη Μονή του».

Αν ο άγιος μέγας Αντώνιος θεωρείται, ως γνωστόν, ο πατέρας του αναχωρητικού μοναχισμού, ο μέγας Παχώμιος θεωρείται ο πατέρας του κοινοβιακού μοναχισμού. Ήταν αυτός που για πρώτη φορά ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ίδρυσε κοινόβιο, όχι γιατί μόνος του είχε μία τέτοια φαεινή ιδέα, αλλά γιατί ο ίδιος ο Κύριος δι᾽ αγγέλου Του τον φώτισε σ᾽ αυτήν την ενέργεια, καθοδηγώντας τον μάλιστα και ως προς το εξωτερικό σχήμα που θα έπρεπε να φέρουν οι μοναχοί. «Αναδείχτηκες αγελάρχης του αρχιποίμενα Χριστού, καθοδηγώντας τα πλήθη των μοναστών προς την επουράνια μάνδρα, Πάτερ Παχώμιε,   αφού μυήθηκες από τον Θεό για το σχήμα που έπρεπε να φέρουν οι ασκητές, το οποίο πάλι το μύησες στους άλλους» (απολυτίκιο). «Έγινες νομοθέτης και καθοδηγητής των ασκητών, Παχώμιε, οδηγώντας αυτούς στον Χριστό, πανσεβάσμιε» (ωδή γ´). «Με οπτασία αγγελική, πάνσοφε Πάτερ, πήρες τον χρησμό να ιδρύεις φροντιστήρια της αρετής» (ωδή δ΄).

Τι ήταν εκείνο που έκανε τον Θεό να διαλέξει τον Παχώμιο για ένα τέτοιο σπουδαίο καθοδηγητικό έργο; Πρώτα από όλα βεβαίως η μεγάλη του αρετή. Ο άγιος Θεοφάνης, ο ποιητής του κανόνα του οσίου, σ᾽ αυτό κυρίως επικεντρώνει την προσοχή μας: ο όσιος γεύτηκε ο ίδιος τον γλυκασμό στην καρδιά του της δροσιάς της χάρης του Θεού, αφότου βαπτίστηκε – «σαν ελάφι έτρεξες προς το νερό, όσιε, κι αφού ραντίστηκες από το άγιο βάπτισμα, έλαβες τη δροσιά της χάρης του Θεού, με οποία καταγλυκάνθηκε η καρδιά σου» (ωδή γ´) – κι έκτοτε αγωνίστηκε να κρατήσει τη χάρη αυτή και να την αυξήσει με τον θερμό έρωτα της κατά Χριστόν απάθειας, με τον πόθο του δηλαδή για τον Κύριο που φανερωνόταν με την τήρηση των αγίων Του εντολών. Αυτή η αγάπη του για τον Χριστό τον έκανε να ζει ζωή εγκράτειας και ν᾽ αποκτά φτερά πνευματικά τέτοια, ώστε να γεύεται κατευθείαν από τον Θεό τον μεγάλο Του φωτισμό (ωδή α´). «Σε κεντούσε ο πόθος του Δεσπότη Χριστού και κατάσβεσες έτσι την ευπάθεια του σαρκικού φρονήματος με την εγκράτεια» (ωδή δ´).

Η μεγάλη αρετή του ανδρός όμως δεν έφτανε για το συγκεκριμένο έργο της ανάληψης τόσο μεγάλων ευθυνών για την καθοδήγηση ψυχών. Έχουμε πάμπολλους αγίους, οι οποίοι μολονότι άγιοι, δεν κλήθηκαν από τον Θεό για ανάληψη έργου καθοδηγητικού. Και τούτο γιατί εκτός από την αρετή απαιτείται και ιδιαίτερο φυσικό χάρισμα ηγέτη. Με άλλα λόγια ο Θεός όταν καλεί κάποιον σε ένα έργο, ῾μετράει᾽ θα λέγαμε και τα φυσικά του χαρίσματα - δεν είναι όλοι για όλα. Πρόκειται κατ᾽ ουσίαν γι᾽ αυτό που λέει και ο απόστολος Παύλος, όταν διακρίνει τα διάφορα χαρίσματα που έχει δώσει ο Θεός: άλλος είναι απόστολος, άλλος προφήτης, άλλος διδάσκαλος, άλλος θαυματουργός, άλλος συμπαραστάτης ανθρώπων. Ο Παχώμιος λοιπόν προφανώς εκτός από την αρετή του διέθετε ως άνθρωπος και το φυσικό χάρισμα του ηγέτη. Είχε ισχυρή θέληση, μπορούσε να ανοίγει δρόμους, να καθοδηγεί ανθρώπους. Κι επιβεβαιώθηκε ανθρωπίνως τούτο εκ του αποτελέσματος. «Έγινες άριστος κυβερνήτης του συστήματος των μοναχών, Παχώμιε» (ωδή δ´).

Ο άγιος Παχώμιος λοιπόν αξιοποίησε το φυσικό του χάρισμα, γενόμενος υπήκοος στην εντολή του Θεού, τήρησε τις εντολές Εκείνου διά βίου και ευαρέστησε τον Θεό (δοξαστικό εσπερινού). Η ίδια η ζωή του υπήρξε στην ουσία ο ακριβής κανών των μοναχών, που σημαίνει ότι όχι μόνο η διδασκαλία του, ακραιφνώς ορθόδοξη βεβαίως, αλλά κυρίως η ζωή του ήταν αυτή που γινόταν παράδειγμα για τους μοναχούς του, δίνοντάς μας έτσι και το υπόδειγμα του αληθινού ηγέτη, και μάλιστα του εκκλησιαστικού. Ο άγιος Θεοφάνης με καταιγιστικό τρόπο επισημαίνει όλες αυτές τις διαστάσεις: «Ο βίος σου, θεοφόρε παμμακάριστε Παχώμιε, έγινε ακριβέστατος κανόνας των μοναχών» (ωδή δ´). «Έχοντας ορθόδοξο φρόνημα, παμμακάριε, κήρυξες την τρισάριθμη Μονάδα ως ομοούσια Τριάδα. Και δίδαξες τη φρικτή σάρκωση του Λόγου, υμνολογώντας ως Θεοτόκο την αειπάρθενο» (ωδή ζ´). 

13 Μαΐου 2023

ΜΑΝΑ, ΜΑΝΑ ΠΑΝΑΓΙΑ, ΜΑΝΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

 

Μπορεί εκκλησιαστικά η εορτή της μητέρας να παραπέμπει στην Υπαπαντή του Κυρίου, όμως και η πρόκληση της δεύτερης Κυριακής του Μαῒου από πλευράς κοσμικής δεν πρέπει να παραθεωρηθεί – δίνει το έναυσμα για να μιλήσει κανείς και πάλι για ένα από τα ιερότερα πρόσωπα που υπάρχουν στον κόσμο. Άλλωστε πρόκειται για μία συνήθη τακτική της Εκκλησίας, κατά την οποία ένα κοσμικό γεγονός προσλαμβάνει από τη θεολογία αυτής ένα βάθος που διαφορετικά ποτέ δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί κανείς. Λοιπόν, η συγκεκριμένη ημέρα προβάλλει τη ΜΑΝΑ, το πρόσωπο στο οποίο οι πάντες, ανεξάρτητα από καταγωγή, φύλο, μόρφωση, κοινωνική θέση, ηλικία, υποκλίνονται – «Μάνα κράζει το παιδάκι, μάνα ο νιος και μάνα ο γέρος, μάνα ακούς σε κάθε μέρος, α! τι όνομα γλυκό!» όπως λέει και ο ποιητής. Και πράγματι: χιλιάδες ποιήματα, τραγούδια, λογοτεχνικά έργα, πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά, σε όλον τον κόσμο, έχουν ως θέμα τους το μοναδικό αυτό πρόσωπο, μπροστά στο οποίο στέκεται κανείς με δέος και απέραντο σεβασμό. Γιατί; Διότι προφανώς κανένας δεν βρίσκεται πιο κοντά από τη Μάνα σ’ αυτό που αναδεικνύει το μυστήριο της ζωής!

Αλλ’ ακριβώς εδώ έχει λόγο η θεολογική ματιά της Εκκλησίας. Γιατί εκεί που ιερουργείται η ίδια η ζωή, στη μήτρα δηλαδή της γυναίκας, όπου συλλαμβάνεται μία νέα ύπαρξη για να αναπτυχθεί και να φτάσει στο σημείο να έλθει στον κόσμο ως καινούργιος άνθρωπος, εκεί υπάρχει η παρουσία της ενέργειας του Θεού μας. Πώς μπορεί να πιστέψει κανείς, αν θέλει να είναι έστω και επ’ ελάχιστον χριστιανός, ότι υφίσταται η ζωή ανεξάρτητα από Αυτόν που είναι η πηγής της; Ο Θεός είναι «ο Ων», το ίδιο το Είναι ως Εγώ πρόσωπο, γι’  αυτό και ο χορηγός του κάθε είναι. Η Γραφή με έναν λιτό αλλά και πολύ σαφή τρόπο το αποκαλύπτει: «Ο Θεός είναι Εκείνος που ανοίγει τη μήτρα της γυναίκας», που σημαίνει ότι βεβαίως κατά το θέλημα του Θεού έχουμε τη συνεύρεση του άντρα και της γυναίκας, μα χωρίς τη θεϊκή θέληση και ενέργεια, τα πράγματα θα παρέμεναν στέρφα. (Μόνο στην περίπτωση του ενανθρωπήσαντος Θεού μας έχουμε κάτι διαφορετικό: τη σύλληψή Του «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου», αλλά εκεί μιλάμε για μία απόλυτη εξαίρεση που συνιστά το μεγαλύτερο μυστήριο που παρουσιάστηκε στη γη∙ ο Θεός να φανερωθεί στον κόσμο ως άνθρωπος). Κάθε παιδί, από την άποψη αυτή, είναι το «ναι» του Θεού για τη συνέχεια της ανθρώπινης ζωής, είναι η επιβεβαίωσή Του ότι θέλει ο Ίδιος να «επαναλαμβάνεται», αφού κάθε άνθρωπος συνιστά μία εικόνα του Χριστού που έχει προοπτική να ομοιωθεί με Αυτόν. Ο ίδιος ο Κύριος χαρακτήρισε τον ερχομό κάθε ανθρώπου στον κόσμο ως κατεξοχήν χαρμόσυνο γεγονός -  «διά την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εν τω κόσμω» είπε. Και δικαίως: ως εικόνα Χριστού αποτελεί στην προοπτική του ένα μέλος της Βασιλείας Του, ένα μέλος δηλαδή του ίδιου του Σώματός Του, μία αύξηση και επέκταση της δικής Του χαράς. Όλα αυτά όμως δεν προβάλλουν και το μεγαλείο εκείνης μέσω της οποίας ιερουργείται όπως είπαμε η ζωή, της Μάνας!

Αλλά δεν μπορεί κανείς μιλώντας για τη Μάνα στη φυσική της διάσταση να μην κάνει λόγο και για τη Μεγάλη Μάνα, την ίδια την Παναγιά μας – Αυτή θεωρείται ο κατεξοχήν τύπος της Μητέρας. Κι όχι μόνο γιατί υπήρξε η Μάνα του Θεού ως ανθρώπου, πράγματι εντελώς Μοναδική σε όλους τους αιώνες, αλλά γιατί είναι η Μάνα και όλων των ανθρώπων: ενεργεία των χριστιανών γιατί αποτελούν μέλη του Υιού και Θεού της, του Ιησού Χριστού, δυνάμει και όλων των υπολοίπων, γιατί και αυτοί μπορούν να αποδεχτούν την κλήση Εκείνου και να μετάσχουν του μυστικού σώματός Του. Δεν είναι μία ευσεβής υπόθεση τούτο, αλλά ακριβής ομολογία του αποκαλυπτικού λόγου του Κυρίου πάνω στον Σταυρό. «Ιδού ο υιός σου» λέγει στη μητέρα Του δείχνοντας τον Ιωάννη∙ «ιδού η μήτηρ σου» λέγει στον μαθητή του Ιωάννη δείχνοντας τη Μάνα Του! Έκτοτε, πράγματι η Παναγία έγινε η Μάνα όλων μας, κυριολεκτικά «η πανύμνητη Μητέρα» μας, όπως το εξαγγέλλουμε με τον πανηγυρικότερο τρόπο στην ακολουθία των Χαιρετισμών της: «Ω, πανύμνητε Μήτερ, η τεκούσα των πάντων αγίων αγιώτατον Λόγον»!

Και μαζί βεβαίως με την Παναγία ως Μητέρα του Κυρίου και δική μας Μητέρα  είναι ευνόητο ότι η εορτή της Μητέρας μάς θέτει ενώπιον και της ίδιας της Εκκλησίας. Γιατί και η Εκκλησία τι άλλο μπορεί να θεωρηθεί παρά ως η Μάνα που γεννά τα παιδιά της στην αιώνια ζωή; Αυτό δεν είπε ο Κύριος; «Εάν κανείς δεν γεννηθεί εξ ύδατος και Πνεύματος δεν μπορεί να εισέλθει στη Βασιλεία του Θεού». Και μιλάμε για την πνευματική γέννηση του ανθρώπου, όταν εξέρχεται στη νέα του ζωή ως μέλος Χριστού από την «κοιλιά» της Εκκλησίας, την αγία κολυμβήθρα. Κι ακόμη περισσότερο: όταν εν Πνεύματι εκείνη δίνει τη δυνατότητα για διαρκή αναγέννησή του μέσα από την ανανέωση του βαπτίσματος με το μυστήριο της μετανοίας. Μία διαρκής κολυμβήθρα του Σιλωάμ είναι η Εκκλησία που αδιάκοπα μάς αρπάζει από την κατάντια και τη νέκρα της αμαρτίας και τον πονηρό διάβολο για να μας θέτει εσαεί νέους και ζωντανούς μπροστά στον Θεό. Γι’ αυτό και είναι τόσο αληθινός και παρηγορητικός ο πατερικός λόγος που εξαγγέλλει: «Δεν μπορείς να έχεις τον Θεό Πατέρα, αν δεν έχεις την Εκκλησία Μητέρα». Και δικαίως: χωρίς την αναγεννητική αύρα του Πνεύματος του Θεού που είναι η ψυχή της Εκκλησίας, πώς μπορεί κανείς να διανοίξει τα μάτια του και να δει τον Θεό ως Πατέρα και να κραυγάσει με την καρδιά του «αββά, ο Πατήρ»;