24 Μαΐου 2023

ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

 

«Τήν ἄμετρόν σου εὐσπλαγχνίαν, οἱ ταῖς τοῦ Ἅδου σειραῖς συνεχόμενοι δεδορκότες, πρός τό φῶς ἠπείγοντο, Χριστέ, ἀγαλλομένῳ ποδί, Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον» (ωδή ε΄ αναστασίμου κανόνος).

(Χριστέ, βλέποντας καθαρά την άπειρη ευσπλαχνία σου οι αλυσοδεμένοι του Άδη, έσπευδαν με γρήγορη και χαρούμενη περπατησιά προς το φως Σου, χτυπώντας τα χέρια από χαρά για το αιώνιο Πάσχα).

Ο «φακός» του μεγάλου Πατέρα και υμνογράφου της Εκκλησίας αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού ρίχνει το φως του στον σκοτεινό χώρο του Άδη, εκεί που θεωρείτο προχριστιανικά ότι ήταν ο χώρος των ψυχών. «Όπως πολλοί άλλοι λαοί, ο Ισραήλ φαντάζεται την επιβίωση των νεκρών σαν μια σκιά υπάρξεως, χωρίς αξία και χωρίς χαρά. Ο Άδης είναι ο τόπος που συγκεντρώνει αυτές τις σκιές…σαν τάφος στα έγκατα της γης, όπου βασιλεύει απόλυτο σκοτάδι και όπου το ίδιο το φως μοιάζει με τη ζοφερή νύχτα. Εκεί «κατέρχονται» όλοι οι ζώντες και δεν θα ανέβουν πια επάνω ποτέ. Δεν μπορούν πια να αινούν τον Θεό, να ελπίζουν στη δικαιοσύνη του ή στην πιστότητά του. Πρόκειται για μια ολοκληρωτική εγκατάλειψη» (Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας).

Κι ο Κύριος, η πηγή της Ζωής, εισέρχεται στον χώρο αυτό του σκότους και της εγκατάλειψης, με την ανθρώπινη ψυχή Του τη συνδεδεμένη με τη θεότητά Του,  για να τον γεμίσει με το φως Του, να Τον γεμίσει με την παρουσία Του, να δώσει ελπίδα και προοπτική ζωής στους αλυσοδεμένους και αιχμαλώτους του Άδη. Οι περισσότεροι αναστάσιμοι ύμνοι μιλούν γι’ αυτήν τη συγκλονιστική είσοδο του Κυρίου και τις «πανικόβλητες» κινήσεις του Άδη που βλέπει το βασίλειό του να διαλύεται. «Σήμερον ὁ Ἄδης στένων βοᾶ…». «Ὅτε κατῆλθες πρός τόν θάνατον ἡ ζωή ἡ ἀθάνατος, τότε τόν Ἄδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος…». Κι ένα κύριο χαρακτηριστικό που επισημαίνει η Γραφή είναι τούτο: «ο Ιησούς Χριστός κατέβηκε στον Άδη, ο καταδικασμένος πηγαίνει στην κόλαση… Οι θύρες του Άδη όπου κατέβηκε ο Χριστός ανοίχτηκαν για να μπορέσουν να διαφύγουν οι αιχμάλωτοί του, ενώ η κόλαση όπου κατεβαίνει ο κολασμένος κλείνεται πίσω του για πάντα» (Λ. Β. Θ.).

Λοιπόν, «νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός καί γῆ καί τά καταχθόνια». Δεν υπάρχει πια σκοτάδι, οπουδήποτε στον κόσμο (παρά μόνον σ’ εκείνους που κρατούν ερμητικά κλειστές τις ψυχές τους). Γιατί ήλθε το Φως που το διέλυσε. Και να πεθάνει πια κανείς ξέρει, εφόσον είναι πιστός, ότι το φως του Χριστού θα συναντήσει – Εκείνον δηλαδή που θα τον δεχτεί μέσα στη γεμάτη αγάπη αγκαλιά Του. «Ἐάν τε ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν». Και τι σημειώνει ο άγιος Δαμασκηνός; Οι αλυσοδεμένοι του Άδη, οι πονεμένοι και χωρίς ελπίδα μετανιωμένοι, βλέποντας το φως, αποδεχόμενοι δηλαδή εν πίστει τον Κύριο της δόξας που ήλθε κι εκεί για να τους βρει – μη ξεχνάμε τον λόγο του αποστόλου Πέτρου, που λέει πως ο Κύριος «ἐκήρυξεν καί τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι» -  «πέταξαν» από τη χαρά τους. Έβαλαν φτερά στα παιδιά τους, και με αγαλλίαση και χειροκροτώντας, έσπευσαν προς το φως Του για να κάνουν μαζί Του τη «διάβαση» από το σκοτάδι στο φως. Η ανάσταση των ανθρώπων ήταν και είναι πια η κοινή «μοίρα» τους, λόγω της Αναστάσεως του ενσαρκωμένου Θεού. Ανάσταση όμως φωτός και ζωής και όχι απλής αιώνιας επιβίωσης μέσα στο σκοτάδι της αμετανοησίας.

Η εξαγγελία αυτή όμως του αγίου Δαμασκηνού ισχύει και για τον κόσμο τούτο, χωρίς να έχει έλθει ακόμη ο σωματικός θάνατος. Γιατί υπάρχει και λειτουργεί και ο πνευματικός δυστυχώς θάνατος. Κάθε φορά που αμαρτάνουμε, κάθε φορά που η μετάνοια μπαίνει στο περιθώριο της ζωής μας, εισερχόμαστε μέσα στον προσωπικό μας Άδη – ζούμε τον θάνατο πριν τον θάνατο! Και το παρήγορο ποιο είναι; Ότι ο Κύριός μας, που η χαρά Του είναι να μας έχει όλους κοντά Του – «ὁ Θεός πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» - μας δίνει διαρκώς ευκαιρίες μετανοίας. Ευκαιρίες δηλαδή φωτός, εισερχόμενος στον δικό μας Άδη, για να μας στρέψει σ’ Εκείνον. Κι ο καλοπροαίρετος άνθρωπος που νιώθει πια την ακτίνα αυτή, που μπορεί να έλθει από το «πουθενά»: ακόμη και την ώρα της αμαρτίας μας, ακόμη και μέσα από ένα ατύχημα, από μία απρόσμενη συνάντηση με έναν άνθρωπο του Θεού, την «αρπάζει» ως την ευκαιρία που του δίνει ο Θεός. Κι αρχίζει να χαίρεται, να τρέχει εκεί που είναι το φως Του, να χειροκροτεί γιατί βλέπει τον δρόμο που θα τον οδηγήσει στην αιωνιότητα μέσα κι απ’ αυτήν ήδη τη ζωή.

Να παρακαλούμε να μας ανοίγει τα μάτια ο Χριστός και να βλέπουμε το φως Του. Και να κινητοποιούμε τον εαυτό μας, ολόκληρη την ύπαρξή μας. Γιατί το φως Του υπάρχει παντού: σε όλη τη δημιουργία, στον κάθε συνάνθρωπό μας, στον ίδιο μας τον εαυτό.

ΜΙΑ ΩΦΕΛΙΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΝ ΕΝ ΤΩ ΘΑΥΜΑΣΤΩ ΟΡΕΙ

 

Ο ΣΚΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΟΜΜΑΤΟΥ ΑΒΒΑ

῾Ο ἀββᾶς ᾽Ιουλιανός δέν μποροῦσε νά ἡσυχάσει. Κλεισμένος στό μικρό κελλάκι του, μέ μόνη συντροφιά του τίς λίγες εἰκόνες του καί μερικά βιβλία, βρισκόταν σέ μεγάλη ἀναταραχή. Αὐτό πού τοῦ εἶχε ἐμπιστευτεῖ λίγες ἡμέρες πρίν ἕνας γνωστός του καλόγερος, ὅτι ἕνας ἀπό τούς συμμοναστές του στό κοινόβιο πού ζοῦσαν εἶχε πέσει σέ φοβερή ἁμαρτία κι ὅτι μαζί του ὑπῆρξε καί κάποιος ἄλλος πού τόν κάλυπτε, τόν εἶχε κάνει νά μήν μπορεῖ οὔτε μάτι νά κλείσει.

Κύριε᾽, ἔλεγε καί ξανάλεγε στήν προσευχή του, ῾πῶς εἶναι δυνατόν νά ἔχει κάνει ὁ ἀδελφός τήν ἁμαρτία αὐτή καί νά μπορεῖ νά βρίσκεται ἀκόμη στό μοναστήρι σάν νά μήν τρέχει τίποτε; Καί μάλιστα νά συνεχίζει νά λειτουργεῖ;᾽ ᾽Αλλά ἐκεῖνο πού τόν τρέλλαινε κυριολεκτικά ἦταν τό γεγονός ὅτι, κατά τήν ἐλεγμένη πληροφορία, ὁ ἡγούμενος ἤξερε τήν κατάσταση, ὅπως καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος Μακάριος, ὁ πατριάρχης ῾Ιεροσολύμων, καί δέν εἶχαν προβεῖ σέ καμμία ἐνέργεια γιά νά τήν διορθώσουν.

Μά τί γίνεται;᾽ σκεφτόταν μέσα στήν σύγχυση τῶν λογισμῶν του ὁ ἀββᾶς Ἰουλιανός. ῾Χάθηκε πιά ἡ πίστη; Τόσο πολύ ἔχουν ξεπέσει ὅλοι τους; ᾽Εδῶ μιλᾶμε ὄχι γιά μιά ἁπλή ἁμαρτία ἑνός ἀδελφοῦ, ἀλλά γιά τήν πιό χοντρή, τήν ἴδια τήν πορνεία. Πόρνευσε ὁ ἀδελφός, τό ἔμαθαν ὁ ἡγούμενος καί ὁ Πατριάρχης, καί τόν κρατᾶνε ἀκόμη; ῾Μοιχοί καί πόρνοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομοῦσι᾽, λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, κι αὐτοί δέν κάνουν τίποτε; ῎Ω, Θεέ μου, τί ἔχουν ἀκόμη νά δοῦνε τά μάτια μας!᾽

Χαμογέλασε πικρά μέ τήν κατάληξη τῆς σκέψης του ὁ ᾽Ιουλιανός. ῎Ενιωσε σάν νά σφίχτηκε περισσότερο ἡ καρδιά του. ῾Τί ἔχουν νά δοῦνε τά μάτια μας ἀκόμη!᾽ αὐτοσαρκάστηκε. Τά μάτια του ποτέ δέν εἶχαν ἀντικρύσει τόν ἥλιο. Δέν ἤξερε τί θά πεῖ ἡμέρα, τί σημαίνει γαλανός οὐρανός, ποιά εἶναι ἡ ἀνατολή καί ποιά ἡ δύση, τί ᾽ναι αὐτό πού λένε δέντρα, πουλιά, κίνηση ζωῆς. Γι᾽ αὐτόν τό μόνο πού ἴσχυε ἦταν τό σκοτάδι. Παρ᾽ ὅλα αὐτά ὅμως χρόνια πιά δέν παραπονιόταν. Γιατί μπορεῖ νά εἶχε γεννηθεῖ ἀόμματος ὁ ᾽Ιουλιανός, ὁ Δημιουργός ὅμως τοῦ εἶχε ἐπιφυλάξει ἄλλες χαρές, ἄλλες δυνατότητες, καί πάνω ἀπό ὅλα τό γεγονός ὅτι τοῦ εἶχε ἀνοίξει τά μέσα μάτια τῆς ψυχῆς, γιά νά βλέπει τήν ὀμορφιά τοῦ προσώπου ᾽Εκείνου. Ναί, δέν παραπονιόταν χρόνια τώρα ὁ ἀββᾶς. ῾Ο Κύριος τόν ἀντάμειβε μέ τρόπο πού μόνον ᾽Εκεῖνος ἤξερε ν᾽ ἀνταμείβει τά θεωρούμενα ἀδικημένα παιδιά Του.

v  

Εἶχε περάσει ἀρκετούς πειρασμούς ὁ ἀββᾶς, ἀφότου εἶχε ἔλθει σ᾽ ἐκεῖνον τόν τόπο τῆς ἄσκησής του. ᾽Αλλά τέτοιον πειρασμό πού περνοῦσε στήν προχωρημένη αὐτή φάση τῆς ἡλικίας του, ποτέ. Κι ἄς εἶχε πολλά χρόνια στό κοινόβιο. Θυμήθηκε καί πάλι πῶς ἦλθε ἀπό τήν ᾽Αραβία ἀπ᾽ ὅπου καταγόταν, νεαρός ἀκόμη, μέ μεγάλο πόθο νά ἀφιερωθεῖ στόν Θεό, γιατί τό μοναστήρι ἦταν γνωστό ἀπό τόν σπουδαῖο ὅσιο πού τό εἶχε ἱδρύσει, τόν ὅσιο Θεοδόσιο τόν κοινοβιάρχη. Καί δέν ἦταν μόνο ἡ μεγάλη φήμη τοῦ ἁγίου ἱδρυτῆ πού τόν εἶχε ἑλκύσει σ᾽ αὐτό,  ἀλλά καί οἱ πολλές ψυχές πού εἶχαν ἁγιάσει ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ Γέροντα καί τῶν μετέπειτα ἀπό αὐτόν ἡγουμένων, κι ἀκόμη πιό πολύ τό γεγονός ὅτι ὁ ὅλος ἀέρας τοῦ μοναστηριοῦ ῾ἀνέπνεε᾽ ἀπό τήν παρουσία ᾽Εκείνου πού ἦλθε στόν κόσμο ὡς ἄνθρωπος ἐκεῖ κοντά, στά ἅγια χώματα τῶν ῾Ιεροσολύμων, γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου, τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς πίστης, τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ.

v  

Μά, πῶς ὁ Θεός ἐπιτρέπει τήν κατάσταση αὐτή σ᾽ ἕναν τέτοιο ἁγιασμένο χῶρο καί μάλιστα στούς ἁγίους Τόπους;᾽ σάν ἀγκάθι καί πάλι ὁ λογισμός τόν σούβλιζε. Κι ὅσο περνοῦσαν οἱ ἡμέρες, μέ τρόπο ἀνεπαίσθητο, σιγά σιγά καί ὕπουλα, ἄρχισε νά γλιστράει μέσα του κι ὁ ἄλλος λογισμός: ῾Δέν εἶμαι τάχα κι ἐγώ ὑπεύθυνος πού δέν λέω τίποτε; Πού ἀφήνω τήν κατάσταση αὐτήν τήν ἁμαρτωλή νά ἐξελίσσεται; Δέν θά κριθῶ κι ἐγώ τό ἴδιο γιατί δέν ἀντιδρῶ στήν ρύπανση τῆς ᾽Εκκλησίας καί τοῦ ἁγίου Ναοῦ Του;᾽ Τά πράγματα σάν νά ξεκαθάριζαν στήν ψυχή τοῦ ἀββᾶ. ῾῾Η μόνη λύση γιά νά δείξω ὅτι δέν συμφωνῶ, γιά νά τούς ταρακουνήσω στήν ἁμαρτία πού ἔχουν ὅλοι περιπέσει, εἶναι νά διαχωρίσω τήν θέση μου. Ναί, πρέπει νά διακόψω κάθε κοινωνία μέ τόν Μακάριο τόν ἀρχιεπίσκοπο καί νά σηκωθῶ νά φύγω ἀπό τό μοναστήρι πού ἔχει βρωμίσει. Θά γίνω ἐρημίτης γιά νά λατρεύω τόν Θεό μου καθαρά καί χωρίς τέτοιους ἠθικούς περισπασμούς᾽.

v  

Τό σκέφτηκε καί ἔβαλε σ᾽ ἐφαρμογή τό σχέδιό του. Μέ μεγάλο βάρος στήν καρδιά εἶναι ἀλήθεια συνέχισε νά πηγαίνει στόν Ναό γιά τίς ἀκολουθίες καί τήν Θεία Λειτουργία, ἀλλά σταμάτησε νά κοινωνεῖ. ᾽Αρνιόταν νά δεχτεῖ ὅτι γινόταν ἀκολουθία πού εὐλογεῖ ὁ Κύριος μέ τέτοιες προϋποθέσεις. Καί μάλιστα ὅταν λειτουργοῦσε ὁ...ἁμαρτωλός παπάς! ῾Η στάση του δέν πέρασε ἀπαρατήρητη. Τόν ἔβλεπαν οἱ ἄλλοι μοναχοί, ἄρχισαν νά τόν σχολιάζουν, τόν κάλεσε μάλιστα καί τόν ρώτησε κι ὁ ἡγούμενος. ᾽Εκεῖνος ὅμως ἀνένδοτος. Χωρίς νά ἀποκαλύψει τούς βαθύτερους λογισμούς του, προφασίστηκε κάποιες δικαιολογίες καί συνέχισε τήν ἴδια τακτική. ῾Ο ἡγούμενος ξέροντας τήν ἱστορία του, τίς κάποιες ἰδιοτροπίες του λόγω καί τῆς ἀναπηρίας του, τήν ταραγμένη συμπεριφορά του, δέν θέλησε νά ἐπιμείνει. ῎Αφησε τά πράγματα στήν κρίση καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. ῾῾Ο χρόνος θά τόν συνεφέρει᾽, σκέφτηκε.

v  

Τά πράγματα ὁδηγοῦνταν σέ ἀδιέξοδο γιά τόν ἀββᾶ ᾽Ιουλιανό, τόν ἄραβα, τόν ἀόμματο. Οἱ λογισμοί του τόν βάραιναν σέ σημεῖο πού δέν μποροῦσε πιά νά καθίσει μέχρι τό τέλος τῶν ἀκολουθιῶν. Κι ὅταν πιά εἶχε ἀποφασίσει τήν ὁριστική ἔξοδό του ἀπό τό μοναστήρι ἀλλά καί ἀπό τήν ᾽Εκκλησία τῶν ῾Ιεροσολύμων, ὁ Θεός τόν λυπήθηκε. ῾Η ψυχή του ἦταν καλοπροαίρετη, γι᾽ αὐτό καί τοῦ ὑπέβαλε τόν λογισμό νά ρωτήσει κάποιον ἄλλον γιά ὅ,τι συνέβαινε πού τοῦ εἶχε ἐμπιστοσύνη.

Μά, βέβαια, πῶς δέν τό σκέφτηκα νωρίτερα;᾽ ἀναφώνησε στό κελλί του ὁ ἀββᾶς. ῾Θά μέ καθοδηγήσει πρός ἐπιβεβαίωση τῶν ἀποφάσεών μου ὁ μεγάλος Γέροντας πού καί ἄλλοτε τόν εἶχα συμβουλευτεῖ: ὁ Συμεών πού βρίσκεται στό Θαυμαστόν ῎Ορος. Δεκαετίες ὁλόκληρος ὁ Γέροντας βρίσκεται στήν ἄσκηση καί μάλιστα μέ τήν χάρη πού τοῦ δίνει ὁ Κύριος πάνω σ᾽ ἕναν στύλο. Ποιός δέν ξέρει τόν φωτισμό πού ἔχει, τό διορατικό καί προορατικό του χάρισμα; Ποτέ δέν ἔχει πέσει ἔξω ὁ ἅγιος αὐτός. Ναί, ὅ,τι αὐτός μοῦ πεῖ, αὐτό καί θά κάνω. ῾Ο λόγος του θά εἶναι γιά μένα ἡ βουλή τοῦ Θεοῦ᾽. ῎Ενιωσε μιά γλύκα στήν καρδιά ὁ ᾽Ιουλιανός μέ τήν ἀπόφασή του αὐτή καί γιά πρώτη φορά μετά ἀπό ἀρκετό καιρό οἱ λογισμοί του ἡσύχασαν.

Κάλεσε ἕναν γνωστό του καλόγερο καί τόν παρακάλεσε νά τοῦ κάνει τήν ἐξυπηρέτηση. ῾Υπαγόρευσε γραπτό μήνυμα στόν μεγάλο Γέροντα: ῾᾽Αββᾶ Συμεών, ζητῶ ταπεινά τήν εὐχή σου. Εἶμαι τυφλός καί δέν μπορῶ νά πάω πουθενά οὔτε κι ἔχω κάποιον πού νά μπορεῖ νά μέ περιποιηθεῖ. Σέ ἐρωτῶ λοιπόν μέ τόν ἀδελφό πού ἔχει ἔλθει: ῎Εχω κάνει καλά πού ἔχω διακόψει τήν μυστηριακή κοινωνία μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο τῶν ῾Ιεροσολύμων Μακάριο; Καί τό λέω αὐτό, γιατί κι ἐσύ θά συμφωνήσεις μαζί μου, πατέρα μου. Καί ὁ Μακάριος καί ὁ ἡγούμενος ξέρουν γιά ἕναν ἀδελφό τοῦ μοναστηριοῦ πού πόρνευσε καί γιά ἕναν ἄλλον πού ὁρκίστηκε μαζί του. Λοιπόν, εἶναι δυνατό νά εἶμαι μαζί τους, ἐνῶ ἔχουν συμβεῖ αὐτά; Σέ τί ᾽Εκκλησία θά ἀνήκω, ἄν ἐξακολουθήσω νά λειτουργοῦμαι μαζί τους καί νά κοινωνῶ ἀπό τό ἴδιο ἅγιο Ποτήριο;᾽

Περίμενε μέ μεγάλη ἀγωνία τήν ἀπάντηση ὁ ᾽Ιουλιανός, μολονότι ἦταν βέβαιος γι᾽ αὐτήν. Καί ὁ ὅσιος ἀσφαλῶς θά τοῦ ὑποδείκνυε τόν δρόμο τῆς ἐξόδου. ῎Αρχισε νά ψηλαφᾶ τό κάθε τι μέσα στό μοναστήρι μέ νοσταλγία, σάν νά τό ἔκανε γιά τελευταία φορά. Περιδιάβαινε μέ τό μπαστουνάκι του τό κάθε δρομάκι, ἀνάπνεε βαθιά τήν ἀτμόσφαιρα, ἄκουγε καί τόν παραμικρότερο ἦχο. ῞Ο,τι καί νά συνέβαινε τόν τελευταῖο καιρό πού τόν εἶχε ταράξει, τό μοναστήρι αὐτό, τό σπουδαῖο καί τρανό ἦταν τό σπιτικό του. ῾Μά, ἡ ἀλήθεια γιά τήν πίστη καί τήν καθαρότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάνω ἀπό ὅλα᾽ καθησύχαζε τόν λογισμό του κι ἔπαιρνε καί πάλι σιγά σιγά τόν δρόμο γιά τό ἀκριανό φτωχικό κελλί του καί νά κάνει μόνος καί ἀπερίσπαστος τόν κανόνα του.

v  

῾Η ἀπάντηση τοῦ ὁσίου Συμεών πράγματι δέν ἄργησε νά ἔλθει. ῾Ο ἀδελφός πού εἶχε ἀναλάβει τήν ἐξυπηρέτηση τοῦ ᾽Ιουλιανοῦ δέν καθυστέρησε πουθενά. ῾Ο ἅγιος Γέροντας πού ζοῦσε κοντά στήν ᾽Αντιόχεια, ἐννιά μίλια περίπου ἔξω ἀπό τήν πόλη, διάβασε τό μήνυμα τοῦ ταραγμένου ἀββᾶ, ἄκουσε καί προφορικά τόν ἀδελφό πού τοῦ διαμηνοῦσε τήν κατάσταση κι ἔγραψε ἀμέσως καί τό δικό του μήνυμα. Σάν κεραυνός ἔπεφταν τά λόγια τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ στόν ᾽Ιουλιανό, ὅταν πῆρε τό σημείωμα κι ἄρχισε νά τοῦ τό διαβάζει ὁ μοναχός.

Γέροντα ᾽Ιουλιανέ, εὔχομαι κάθε καλό σέ σένα ἀπό τόν Κύριο.  ῾Η συμβουλή μου σέ ὅ,τι μέ ρωτᾶς εἶναι σαφής καί ἀπόλυτη: μή διανοηθεῖς νά ἀναχωρήσεις ἀπό τό μοναστήρι σου οὔτε πολύ περισσότερο νά θελήσεις νά ἀποσχιστεῖς ἀπό τήν ἁγία ᾽Εκκλησία. Γιατί ἡ ᾽Εκκλησία, ἀββᾶ, δέν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα ὥστε νά ρυπαίνεται ἤ νά ἁγιάζεται ἀπό τήν διάθεση ἤ τίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ᾽Εκκλησία εἶναι τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τό σῶμα ᾽Εκείνου, γι᾽ αὐτό καί ἡ ἁγιότητά της λόγω ἀκριβῶς Αὐτοῦ εἶναι δεδομένη, ῾μή ἔχουσα σπίλον ἤ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων᾽ καθώς λέει ὁ ἀπόστολος. Εἴτε λοιπόν ἐμεῖς οἱ πιστοί εἴμαστε ὑπάκουοι στόν Θεό εἴτε ὄχι ἡ ᾽Εκκλησία δέν ἐπηρεάζεται. ῎Αν οἱ ἄνθρωποι καθόριζαν τήν ποιότητα τῆς ᾽Εκκλησίας ποιός θά μποροῦσε νά ἐγγυηθεῖ γιά τήν ἁγιότητά της; ᾽Απολύτως κανείς. Μόνον ἕνας πού ἀπιστεῖ ὡς πρός τήν φύση τῆς ᾽Εκκλησίας ὡς σώματος τοῦ Χριστοῦ θά μποροῦσε νά σκεφτεῖ ὅτι αὐτή ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς. ῎Οχι, λοιπόν, πάτερ, ἡ ᾽Εκκλησία δέν ἔχει κανένα κακό κι οὔτε κανείς τήν ρυπαίνει, κι αὐτό ὄχι ἐξαιτίας μας ἀλλά λόγω τῆς χάρης τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ᾽.

Σταμάτησε ὁ ἀδελφός τήν ἀνάγνωση. ῾Ο ἀββᾶς ᾽Ιουλιανός εἶχε γείρει στό κάθισμά του καί δάκρυα καυτά ἔβρεχαν τό πρόσωπό του. Αἰσθάνθηκε μιά βαθιά συμπόνια γιά τόν ἀόμματο αὐτόν καλόγερο πού μετά τόσα χρόνια ἄσκησης καί καλογερικῆς ζωῆς περνοῦσε ἕναν τόσο μεγάλο προσωπικό πειρασμό.

Γέροντα, νά συνεχίσω; Γράφει καί κάτι ἀκόμη᾽, εἶπε μέ συστολή ὁ καλόγερος πού εἶχε ἀναλάβει τήν ἀποστολή. Βλέποντας τόν ᾽Ιουλιανό νά κουνᾶ θετικά τό κεφάλι του συνέχισε. ῾Πρόσεξε, ἀδελφέ μου,᾽ ἔλεγε παρακάτω ὁ ὅσιος,  γιατί ὁ Πονηρός βάλθηκε μέ τά ἐκ δεξιῶν βέλη του νά σέ πλανέψει. Μέ τήν ἀπόφασή σου νά διακόψεις τήν κοινωνία σου μέ τόν Πατριάρχη καί νά φύγεις ἀπό τό μοναστήρι ἀποδεικνύεις ὅτι δέν πιστεύεις στήν ᾽Εκκλησία ὅπως τήν ὁμολογοῦμε στό ἅγιο σύμβολο τῶν Πατέρων μας, ὅτι εἶναι ῾μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική᾽. Τήν ὑποβιβάζεις κι ἐσύ στά μέτρα τά δικά μας κι ἔτσι χωρίς νά τό καταλαβαίνεις ἴσως χάνεις τήν δυνατότητα τῆς σωτηρίας.

Συγχώρησέ με, ἀδελφέ μου, ἀλλά ἔχω καί κάτι ἄλλο νά σοῦ πῶ πού μοῦ τό ἀποκαλύπτει ἀπό ἐδῶ πού εἶμαι ὁ Κύριος.  Νά ξέρεις ὅτι ὅποιος κι ἄν λειτουργεῖ στό μοναστήρι σου, σπουδαῖος ἤ ὄχι στήν πνευματική ζωή, ἡ λειτουργία λογίζεται τέλεια καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὑπερίπταται στήν ἁγία Τράπεζα καί μεταβάλλει τόν ἄρτο καί τόν οἶνο σέ σῶμα καί αἷμα Κυρίου ἀντίστοιχα, γιατί ἔχετε ἐκεῖ στό κοινόβιο κάποιον γέροντα στό ὄνομα Πατρίκιο. Αὐτός ὁ γέροντας κάθεται ἔξω ἀπό τό ἱερό, χαμηλότερα ἀπό ὅλους, κοντά στό δυτικό τοῖχο τῆς ἐκκλησίας. Λέει λοιπόν κι αὐτός τήν εὐχή τῆς προσκομιδῆς καί δική του λογίζεται ἀπό τόν Θεό ἡ ἁγία ἀναφορά. ᾽Αββᾶ ᾽Ιουλιανέ, καταλαβαίνεις λοιπόν γιατί δέν πρέπει ποτέ νά φύγεις ἀπό τό μοναστήρι σου. Εὔχομαι γιά σένα ὁ Κύριος νά σέ χαριτώνει σέ ὅλα᾽.

῎Αχνα δέν ἔβγαζε ἀπό τά χείλη του ὁ ᾽Ιουλιανός. Τά λόγια τοῦ ὁσίου Συμεών ἦταν γι᾽ αὐτόν τά ἴδια τά λόγια τοῦ Θεοῦ. Μέ κόπο πολύ ἀπό τό ψυχικό τράνταγμα πού εἶχε ὑποστεῖ εὐχαρίστησε τόν ἀδελφό πού κοπίασε πρός χάρη του. ᾽Εκεῖνος πῆρε τήν εὐχή του κι ἔφυγε. ῾Ο ἀββᾶς δέν προβληματίστηκε ἰδιαίτερα. Μετά ἀπό θερμή προσευχή μετανοίας στόν Κύριο καί τήν Θεοτόκο, ἔσυρε τό ἴδιο βράδυ τά πόδια του καί κτύπησε τήν θύρα τοῦ ἡγουμένου. Γονατιστός καί μέ δάκρυα πολλά ἐξομολογήθηκε τούς λογισμούς του, τήν ἀπόφαση γιά φυγή του, τήν ἀπιστία του ὡς πρός τήν ᾽Εκκλησία. ῾Ο ἡγούμενος γονάτισε κι αὐτός δίπλα του, τόν ἀγκάλιασε σφιχτά, τοῦ διάβασε τήν συγχωρητική εὐχή, τοῦ ἔδωσε τίς κατάλληλες συμβουλές.

Μά καί γιά τόν ἡγούμενο ἦταν ἀποκάλυψη ἡ ἐξομολόγηση τοῦ ᾽Ιουλιανοῦ. Γιατί μέσω αὐτοῦ καί τῆς ἐπικοινωνίας του μέ τόν ὅσιο Συμεών κατάλαβε τόν θησαυρό πού κρύβανε μέχρι τώρα στό μοναστήρι τους. Ὁ Γέροντας Πατρίκιος. ῾Ο ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἤξερε βέβαια τό πόσο κοντά στόν Θεό ἦταν, ὅταν τόν δέχτηκε ὡς ὑποτακτικό στό κοινόβιο σέ ἡλικία πάνω ἀπό ἑκατό ἐτῶν. ᾽Αρνήθηκε στήν ἀρχή ὁ ἡγούμενος. Πῶς νά δεχτεῖ ἕναν ὑπέργηρο ἱερομόναχο, ὅταν μάλιστα αὐτός ἦταν ἡγούμενος στό μοναστήρι τοῦ ᾽Αβαζάνου καί ἄφησε τήν ἡγουμενία, ἐπειδή φοβήθηκε, τοῦ εἶπε τότε, τήν κρίση τοῦ Θεοῦ; Πρόσπεσε ὁ ἴδιος καί φίλησε τά ἁγιασμένα πόδια τοῦ Πατρικίου. ῎Ενιωθε ὅτι ἦταν ἀνάξιος ὄχι νά εἶναι αὐτός ὁ ἡγούμενος ἑνός τέτοιου ἀνθρώπου, ἀλλ᾽ οὔτε κἄν ὁ ὑποτακτικός του. ᾽Επέμενε ὅμως ὁ μεγάλος Γέροντας, τοῦ εἶπε ὅτι ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε σημάδι, κι ἔτσι κάμφθηκε. ᾽Εκεῖ ὅμως πού πραγματικά ῾ἔλιωσε᾽ ὁ ἡγούμενος, ἦταν ὅταν ἄκουσε τήν δικαιολογία τῆς παραίτησης τοῦ Πατρικίου: ῾῾Η διαποίμανση τῶν λογικῶν ψυχῶν᾽, τοῦ εἶπε, ῾εἶναι ἔργο τῶν μεγάλων ἀνδρῶν. ᾽Εγώ νιώθω ἀνάξιος γιά κάτι τέτοιο. Τό μόνο πού μοῦ ταιριάζει εἶναι ἡ ὑπακοή, γιατί κρίνω ὅτι αὐτό ὠφελεῖ περισσότερο τήν ψυχή μου᾽.

v  

Τά δάκρυα εὐγνωμοσύνης δέν ἔπαψαν νά ρέουν ἔκτοτε καί στόν ἀόμματο ἀββᾶ ᾽Ιουλιανό ἀλλά καί στόν ἡγούμενο. ῾Ο Γέρων Πατρίκιος λειτουργοῦσε ὡς ὁ ῾μαγνήτης᾽ τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πιά γιά ὅσο διάστημα  ζοῦσε θά ἦταν τό πρότυπο τῆς ζωῆς ὅλων. Ὁ Θεός εἶχε μιλήσει μέσα ἀπό τόν ἅγιό του, τόν Συμεών τόν ἐν τῷ Θαυμαστῷ ὄρει.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΕΝ ΤΩ ΘΑΥΜΑΣΤΩ ΟΡΕΙ

«Ο όσιος Συμεών έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Ιουστίνου (6ος αι.). Γεννήθηκε και ανατράφηκε στην Αντιόχεια της Συρίας από τον πατέρα του Ιωάννη που καταγόταν από την εκεί Έδεσσα και από τη μητέρα του Μάρθα. Όλη η ζωή του ήταν θαυμαστή, και ό,τι του συνέβη και ό,τι λέγεται ότι έκανε, ανώτερα από τα ανθρώπινα. Για παράδειγμα: η σύλληψή του στη γαστέρα της μάνας του έγινε με προσευχή. Και πριν από τη σύλληψή του αυτή υπάρχει μαρτυρία του αγίου Προδρόμου και Βαπτιστού, που προείπε στη μητέρα του την αρετή και την προκοπή που θα έχει. Κι ακόμη ότι μετά τη γέννησή του δεν θα βυζάξει από τον αριστερό μαστό καθόλου, για να δηλωθεί έτσι συμβολικά ότι η πορεία του θα ορμά προς τη δεξιά του Υψίστου και θα απέχει από κάθε τι πονηρό. Επίσης ότι πολύ νεαρός ακόμη, τότε που συνηθίζει ο νέος λόγω της ανωριμότητάς του να τεμπελιάζει και να ραθυμεί και να κλίνει εύκολα προς ό,τι του τύχει, αυτός περιφρονώντας κάθε εμπόδιο ανέβηκε στο όρος για να μονάσει, ακολουθώντας σκληρό τρόπο ασκητικής ζωής που επιτυγχάνει κανείς μετά από πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα ο Θεός να του φανερωθεί όχι μία φορά, όπως και να έχει επισκέψεις αγγελικές που τον καθοδηγούσαν τι να κάνει: είτε να επιλέγει τα καλά είτε να αποφεύγει τα άσχημα. Και πέραν τούτων: ότι ευρισκόμενος στο σώμα του υπερέβη τα του σώματος, τρεφόμενος όχι από ανθρώπινη τροφή αλλά από τροφή που του χορηγούσαν άγγελοι του Ουρανού μέχρι να φύγει από τον κόσμο.

Και τα θαύματα που η ιστορία διασώζει γι’ αυτόν είναι άπειρα κατά το πλήθος τους. Εκείνο όμως που αξίζει ιδιαιτέρως να σημειωθεί είναι ότι αφότου άφησε τον κόσμο από τη νεαρή του ηλικία, πρώτον οικοδόμησε τον εαυτό του σε Μονή που πήγε μετά από έξι χρόνια παραμονής του στο όρος. Κι από κει ανέβηκε σε στύλο για δεκαοκτώ χρόνια. Βρέθηκε έπειτα στο Θαυμαστό όρος, όπου σ’ έναν τόπο που τον έφτιαξε με ξερόλιθους, έμεινε υπομονετικά δέκα χρόνια. Κι εκεί ανέβηκε σε μικρό στύλο, όπου πέρασε σαράντα πέντε χρόνια, που σημαίνει ότι έζησε συνολικά ογδόντα πέντε περίπου χρόνια. Από αυτά όλα τα εβδομήντα εννιά τα πέρασε με υπεράνθρωπη άσκηση και καρτερία. Κι όταν ήλθε η ώρα να αναπαυτεί, ο Θεός τον μετάταξε στη δόξα και την κατάσταση των Αγγέλων».

Ο άγιος υμνογράφος του οσίου, Ιωάννης ο μοναχός, μένει έκθαμβος μπρος στο μεγαλείο του Συμεών. «Και μόνο που σε θυμόμαστε», θα σημειώσει ήδη από την αρχή του κανόνα του, «αρχίζουμε να θεολογούμε αληθινά» - «Θεολογίας αληθοῦς ὑπόθεσίς ἐστιν ἡ μνήμη σου» (α΄ ωδή). Και το λέει αυτό ο άγιος Ιωάννης, διότι γνωρίζει πολύ καλά ότι η θεολογία δεν είναι υπόθεση απλώς του νου του ανθρώπου – ό,τι φαντάζεται περί Θεού, έστω και στηριγμένος σε έδαφος αγιογραφικό. Η θεολογία είναι «κατάσταση» του αγίου που θα πει ότι διηγούμενος κανείς τη ζωή αυτού στην πραγματικότητα μιλάει για τον Θεό. Διότι ο άγιος έχει ανοίξει την ύπαρξή του στον Θεό λόγω της αγάπης του προς Αυτόν, τηρεί με άλλα λόγια τις άγιες εντολές Του – στην τήρηση των εντολών του Θεού φανερώνεται κατά τον Κύριο η αγάπη προς τον Θεό – οπότε και ο Τριαδικός Θεός βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να κατοικήσει στον κόσμο τούτο. Ο άγιος κατά την πίστη μας είναι η «ορατή» μορφή της Βασιλείας του Θεού, τον Θεό βλέπουμε στην ύπαρξη ενός αγίου, γι’ αυτό και από την άποψη αυτή όχι μόνον ο Θεός μας διακρατεί τον σύμπαντα κόσμο με τις άκτιστες ενέργειές Του, αλλά μπορούμε να τις «ψαύουμε» στο βαθύτερο επίπεδό τους: τις θεοποιές ενέργειές Του, στα πρόσωπα των αληθινών Του δούλων. Θυμάται κανείς παρομοίως αυτό που γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «τέλος ἁγνείας θεολογίας ὑπόθεσις» (αρχίζει η θεολογία όταν έχει φτάσει κανείς στο τέλος της αγνότητας και καθαρότητας της καρδιάς), ή ακόμη πιο πίσω το αποδιδόμενο στον άγιο Νείλο γνωστό λόγιο «εἰ θεολόγος εἶ προσεύχῃ ἀληθῶς καί εἰ προσεύχῃ ἀληθῶς θεολόγος εἶ».

Ο σχολιασμός μας αυτός περί του αγίου Συμεών ως αληθινού θεολόγου είναι εκείνο που περιγράφει με διαφόρους τρόπους και ο άγιος υμνογράφος στους ύμνους του για τον μεγάλο όσιο. Και το πιο κύριο και καίριο που λέει: αποκλειστικό κίνητρό του σε κάθε φάση της ζωής του, ήδη εκ κοιλίας μητρός του, ήταν ο πόθος του για τον Θεό. «Έχοντας ως φτερά τον πόθο του Θεού, ενώ βρισκόσουν ακόμη στον κόσμο με σάρκα και χώμα», θα πει αίφνης στα στιχηρά του εσπερινού, «έγινες ομοδίαιτος προφανώς με τους Αγγέλους». Κι εννοείται βεβαίως ότι ο πόθος του αυτός δεν ήταν «πλάσμα» του μυαλού του. Εκφραζόταν, όπως σημειώνεται και στο συναξάρι του, με σκληρές ασκητικές διαγωγές, που τον έκαναν να λάμπει στον κόσμο ως ήλιος και να φαίνεται ως στήλη που πάνω της ήταν γραμμένες όλες οι αρετές: «Την ψυχή σου την έκανες, με θεωρίες και ασκητικές πράξεις, ως στήλη που έχει γραμμένη τις γενικές αρετές… κι έγινες άδυτος ήλιος που λάμπει στα πέρατα όλης της γης» (στιχ. εσπ.).

Δεν παραλείπει βεβαίως ο υμνογράφος να εξαγγέλλει το θαυμαστό γεγονός της παρουσίας του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού στη ζωή του αγίου, ήδη και προ της συλλήψεώς του αλλά και μετέπειτα – ποιος δεν συγκινείται όταν έρχεται σε τέτοια αμεσότητα μ’ εκείνον που κατά τρόπο μοναδικό επαίνεσε ο ίδιος ο Κύριος; Η αγία μητέρα του δέχτηκε τον «ευαγγελισμό» του υιού της από το στόμα του μεγάλου Προφήτη. «Από τη φωνή και την όψη του Βαπτιστή ευαγγελίστηκε η ένδοξη μητέρα σου» (ωδή α΄). Αλλά και ο ίδιος αργότερα, καθοδηγούμενος από τη χάρη του Θεού θα πάει να μείνει ακόμη και στην καλύβα-παλαίστρα του ουρανόφρονος Ιωάννη. «Αφού καθοδηγήθηκες, ένδοξε, από τη χάρη που σου δόθηκε από τον Θεό, ώστε να πορεύεσαι από δύναμη σε μεγαλύτερη θεουργική δύναμη, πας και μένεις στην καλύβα του ουρανόφρονος Ιωάννη» (ωδή δ΄).

 Και βεβαίως όλα τα υπερφυή της ζωής του οσίου οδηγούν τον ποιητή να τον συγκρίνει με όλα τα τεράστια αναστήματα ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «τον Ιώβ, τον Ιωσήφ» (απολ.), «τον Μωυσή» (ωδή ς) – και τι λέμε; Με τον ίδιο τον άγιο Ιωάννη (ωδή δ΄) και τους αγίους αγγέλους! (απολ.). Γι’ αυτό και βεβαίως ο άγιος υμνογράφος δεν διστάζει να πει ότι ο στύλος του αγίου έγινε γι’ αυτόν ένας άλλος ουρανός (κοντάκιο), τον οποίο όμως άφησε – κι εδώ βρίσκεται το μυστικό της μεγαλωσύνης του! – κάνοντας υπακοή στον Κύριο, προκειμένου να βοηθήσει στο Θαυμαστό όρος που βρέθηκε και τους άλλους συνανθρώπους του, λόγοις και θαύμασι (ωδή ζ΄).

23 Μαΐου 2023

«ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΕΥΓΕΝΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΦΥΣΗ; ΕΙΣΑΙ ΑΘΕΟΣ!»

«Ο όσιος Παΐσιος έβλεπε τα άρρωστα κλαδιά στα δένδρα και αμέσως ενδιαφερόταν να τα κόψει για να μην κολλήσουν τα υπόλοιπα. Μόλις χτυπούσε μια πόρτα ή ένα παράθυρο, πήγαινε εκεί ο νους του και φρόντιζε να μη σπάσουν, να μη γίνει κάποια ζημιά. Θεωρούσε ότι όποιος σκέφτεται και πονάει για τα δημιουργήματα, σκέφτεται πολύ περισσότερο τον Δημιουργό τους! Αν ο άνθρωπος δεν συμπεριφέρεται με ευγενή τρόπο προς τη φύση, δεν θα μπορέσει να συντονιστεί με τον Θεό» (Γ. Φουκαδάκη, Ο άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης, Η ζωή και το έργο του).

Δεν πρόκειται για μία «ιδιοτροπία» ή μία «ευαισθησία» του μεγάλου συγχρόνου οσίου Παϊσίου του αγιορείτου. Η στάση μας έναντι της φύσεως, των ζώων αλλά και των φυτών και των δένδρων, αποκαλύπτει την ποιότητα της σχέσεώς μας με τον Θεό! Και δεν προχωρούμε στα «υψηλότερα» επίπεδα: τη στάση μας έναντι των συνανθρώπων μας, των κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργημένων – εκεί βρισκόμαστε μπροστά στον ίδιον τον «Θεό»! Λοιπόν, η στάση μας απέναντι στη φύση δείχνει αν είμαστε άθεοι ή όχι. Πώς αυτό; Δεν ακούγεται υπερβολικό; Καθόλου! Αν δεν μπορούμε να δούμε την παρουσία του Θεού και στα μικρότερα δημιουργήματά Του, αυτά που βρίσκονται μπροστά κυριολεκτικά στα μάτια μας, πώς θα μπορέσουμε να πούμε πως βλέπουμε τον Θεό που είναι πέραν των σωματικών μας αισθήσεων, εκεί που απαιτείται η πιο μεγάλη ένταση για ενεργοποίηση της νοεράς αισθήσεως που καθιστά τον άνθρωπο ικανό να «βλέπει» τον Θεό;

Τι μας αποκαλύπτει η Αγία Γραφή; Ότι ο κόσμος όλος, πνευματικός και υλικός, είναι δημιούργημα του Τριαδικού Θεού που φανέρωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Έτσι ξεκινάει και όλη η Γραφή: «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην». Και ο αποκαλυπτικός λόγος του αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού συνεχίζει: «Πάντα δι’ Αυτού (του Υιού και Λόγου του Θεού, του Χριστού) εγένετο και χωρίς Αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονε». Κάθε τι στη δημιουργία είναι σφραγισμένο από τον Κύριο, που σημαίνει κάθε τι αποτυπώνει την αγάπη Του και Εκείνου την ενέργεια διαλαλεί με τρόπο που αδυνατούμε οι πολλοί να επισημάνουμε. «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες αυτήν» θα εξαγγείλει και αλλού ο λόγος του Θεού. Κι ο απόστολος Παύλος ερχόμενος στην Αθήνα το πρώτο που θέλησε να πει ως μαρτυρία για τον Θεό στον Άρειο Πάγο, στους συγκεντρωμένους Αθηναίους, ήταν πάλι ακριβώς το ίδιο: «Ο Θεός που δημιούργησε τον κόσμο και όλα όσα βρίσκονται σ’ αυτόν, είναι ο Κύριος του ουρανού και της γης… Αυτός δίνει ζωή και πνοή και τα πάντα σε όλα… και μπορεί κανείς να Τον ψηλαφήσει και να τον εύρει, αν και δεν είναι μακριά από κανέναν. Γιατί μέσα σ’ Αυτόν ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε».

Οπότε, ένας πιστός που διαθέτει κι ένα ελάχιστο στοιχείο πίστεως, «ως κόκκον σινάπεως», έχει τα μάτια να δει την ενέργεια του Θεού όπως είπαμε στο κάθε τι της δημιουργίας, η οποία ακριβώς διακρατείται και υφίσταται από Εκείνον. Βλέπεις μία γάτα για παράδειγμα; Μη βλέπεις μόνο τη γάτα. Ύψωσε το νοερό βλέμμα σου σ’ Εκείνον που την κάνει να υπάρχει για έναν σκοπό που εσύ μεν δεν γνωρίζεις, γνωρίζει όμως πολύ καλά ο Ίδιος. Το ίδιο σε έναν σκύλο, στο οποιοδήποτε ζώο, στο παραμικρότερο χορταράκι. Γι’ αυτό το χορταράκι το ταπεινό και μηδαμινό είπε ο Κύριος τα συγκλονιστικά λόγια που φανερώνουν την Πρόνοιά Του: «Αν ο Θεός φροντίζει και το παραμικρότερο χορταράκι του αγρού, που σήμερα υπάρχει και αύριο το βάζουν στον φούρνο για προσάναμμα, πόσο περισσότερο θα φροντίσει και εσάς, ολιγόπιστοι;»

Γι’ αυτό και δεν υπάρχει άγιος, του Θεού άνθρωπος δηλαδή, που να μη σέβεται τη δημιουργία του Θεού, να μη τη φροντίζει, να μην «πάσχει» θα λέγαμε όταν διαπιστώνει τραύματα πάνω της. Να θυμηθούμε και τον άγιο Αμφιλόχιο της Πάτμου που χαρακτήριζε ως «γιο» του ένα πεύκο – όταν τον άγγιζε ήταν σαν να ψηλαφούσε την ενέργεια του Θεού – όπως και τον αγώνα του να φυτευτούν δέντρα παντού στην Πάτμο, τα «αμφιλοχάκια» όπως τα ονόμαζαν. Λοιπόν, η ευγένεια, για να επανέλθουμε, του αγίου Παϊσίου προς τη φύση δεν ήταν ούτε ιδιοτροπία ούτε απλή ευαισθησία δική του. Αποκάλυπτε το ήθος του αγίου ανθρώπου, που έχει ανοιχτά τα μάτια του για να βλέπει παντού και πάντοτε την παρουσία του Θεού. Κι είναι αυτό που δεν πρέπει να μας διαφεύγει: αν αδιάκοπα δεν βρισκόμαστε σ’ αυτήν τη θέαση του προσώπου του Θεού, αν αυτό δεν συνιστά την προτεραιότητά μας, κατά τον γραφικό λόγο πάλι: «οι οφθαλμοί διά παντός προς τον Κύριον», που θα πει πρώτιστα στα δημιουργήματά Του, τότε είναι πολύ δύσκολο να δεχτεί κανείς ότι είμαστε αληθινά πιστοί Του και κυρίως ισορροπημένοι ως άνθρωποι. Ισορροπημένος πνευματικά άνθρωπος είναι εκείνος που μπορεί να ζει την πραγματικότητα που έφερε χαρισματικά ο Κύριος: να είναι συνδεδεμένος ως μέλος Χριστού με Εκείνον, γι’ αυτό και να μπορεί να βλέπει το φως Του σε ό,τι είναι δικό Του και Του ανήκει.

Κι έτσι να τονίσουμε το αυτονόητο: δεν υπάρχει αγάπη προς τη φύση, είτε είναι ζώο είτε είναι φυτό και δένδρο, αν δεν υπάρχει πρώτα από όλα η αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Λες πως αγαπάς τη φύση, κάτι που ανήκει στον Θεό δηλαδή, και δεν αγαπάς εκείνον που συνιστά μια «επανάληψη» του Θεού, τον συνάνθρωπο; Δεν γίνεται. Υπάρχει τεράστιο ψέμα και υποκρισία εδώ. Στην πραγματικότητα είναι κρυμμένος ένας άδηλος εγωισμός που σε δεδομένη στιγμή θα εκφραστεί ως εχθρότητα απέναντι και στα φυτά και στα ζώα. Είναι κάτι παρόμοιο με αυτό που λέει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και πάλι στην Α΄καθολική επιστολή του: «Αυτός που δεν αγαπάει τον αδελφό του που τον βλέπει με τα μάτια του, πώς θα αγαπάει τον Θεό που είναι αόρατος;» Η αγάπη δηλαδή προς τον συνάνθρωπο αποκαλύπτει την υπάρχουσα ή όχι αγάπη προς τον Θεό. Όπως και η αγάπη και πάλι προς τον συνάνθρωπο αποκαλύπτει την υπάρχουσα ή όχι αγάπη και προς την υπόλοιπη δημιουργία – Θεός και δημιουργία του Θεού πάνε μαζί, ό,τι έλεγε και ο άγιος στο παραπάνω απόσπασμα: «Δεν συμπεριφέρεσαι με ευγενή τρόπο προς τη φύση, δεν θα μπορέσεις να συντονιστείς με τον Θεό».

Μου έκανε εντύπωση προ ολίγου καιρού, σε μία σπουδαία τηλεοπτική εκπομπή («Πλάνα με ουρά»), που επιμελείται η σεμνή και καλή δημοσιογράφος Τ. Επτ., ότι κάποια φιλόζωη κυρία που συνομιλούσε με την υπεύθυνη δημοσιογράφο, επεσήμανε ακριβώς αυτήν την αλήθεια: «δεν μπορεί να αγαπάς τα ζώα, αν δεν αγαπάς ταυτόχρονα και τους ανθρώπους». Λοιπόν, η καθημερινότητά μας σε όλες τις διαστάσεις και τις παραμέτρους της φανερώνει το ποιόν της χριστιανικότητάς μας. Ακόμα κι απέναντι σ’ ένα πουλάκι και σ’ ένα φυλλαράκι!

Ο ΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΥΜΕΝΙΟΣ Ο ΚΡΗΣ, Ο ΕΝ ΕΣΧΑΤΟΙΣ ΧΡΟΝΟΙΣ ΔΙΑΛΑΜΨΑΣ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

«Ο όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών Ευμένιος (1931-1999) είχε πατρίδα την Εθιά της επαρχίας Μονοφατσίου, του Ηρακλείου Κρήτης. Πληγώθηκε από θείο έρωτα από την παιδική του ηλικία και ακολούθησε την καλογερική οδό στο Μοναστήρι του Μεγαλομάρτυρος Νικήτα που βρισκόταν κοντά στη γενέτειρά του. Κατά την κουρά του σε μοναχό ονομάστηκε Σωφρόνιος και κατά τη χειροτονία του σε ιερομόναχο, που τέλεσε ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης Τιμόθεος στη Μονή Καλυβιανής, ονομάστηκε Ευμένιος. Προσβλήθηκε από δαιμονικούς πειρασμούς και ήλθε στην ένδοξη Μονή του Κουδουμά, όπου και ελευθερώθηκε από την επήρεια του Πονηρού. Ασθένησε από λοιμώδη νόσο και γι’ αυτό ήλθε στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων στην Αθήνα, το οποίο και ανέδειξε στίβο των ασκητικών του παλαισμάτων και καταφύγιο συμπαθείας όλων των ταλαιπωρουμένων και βαρέως ασθενούντων. Στο Νοσοκομείο των Λοιμωδών Νόσων περάτωσε τον Ναό των Αγίων Αναργύρων και υπηρέτησε με προθυμία τον όσιο Νικηφόρο (Τζανακάκη), τον τυφλό, λεπρό και παράλυτο. Διακόνησε όλους τους εμπερίστατους και βαριά όπως είπαμε ασθενείς και αναδείχθηκε πνευματικός πατέρας και καθοδηγητής προς σωτηρία πάρα πολλών χριστιανών Αθηναίων. Υπέμεινε αγόγγυστα, μιμούμενος τον Ιώβ, τις δικές του ασθένειες του σώματος και διακρίθηκε για την ταπείνωσή του, την πραότητα και τη συμπαθή αγάπη του προς κάθε ταλαιπωρημένο και αποκαμωμένο άνθρωπο. Κοιμήθηκε στην Αθήνα την 23η Μαΐου 1999, ενώ το χαριτόβρυτο σκήνωμά του εκτέθηκε προς προσκύνηση στον Ναό των Αγίων Αναργύρων του Νοσοκομείου Λοιμωδών Νόσων και δέχτηκε τον τελευταίο ασπασμό από άπειρο πλήθος που πενθούσαν. Πανδήμως κηδεύτηκε στην πατρώα του γη. Ταις αυτού αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν».

Μόλις στις 14 Απριλίου 2022, η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου διεκήρυξε την αγιότητα του οσίου και θεοφόρου Πατρός Ευμενίου (Σαριδάκη), του Κρητός και Αθηναίου συνάμα, και τη σημερινή ημέρα 23 Μαΐου, ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του, η Εκκλησία τέλεσε για πρώτη φορά θεία λειτουργία επί τη μνήμη του. Δεν προκάλεσε καμία έκπληξη η ένταξη του πατρός αυτού στις δέλτους των αγίων. Αντιθέτως, όλοι την πρόσμεναν με βεβαιότητα, δεδομένου ότι ο νέος όσιος εκπλήρωνε όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αγιοποίηση ενός πιστού της Εκκλησίας:  ξεχωριστή αγιότητα βίου, χαρίσματα ιδιαίτερα όπως το διορατικό και προορατικό, επιτέλεση θαυματουργιών στο όνομα του Κυρίου Ιησού. Προφανώς, ο Κύριος θέλησε να έχει έναν ακόμη άγιο ενώπιον της αγάπης Του να πρεσβεύει υπέρ του σύμπαντος κόσμου και να δοξολογεί εν ταπεινώσει το άγιο όνομά Του. Κι αν το γεγονός τούτο αποτελεί χαρά και ευφροσύνη για όλη την Εκκλησία, ιδιαιτέρως χαίρει ο τόπος που τον γέννησε, η Κρήτη, και ο τόπος που φανέρωσε την αγιότητά του, η Αθήνα.

Δεν πρόκειται να επεκταθούμε πολύ καταθέτοντας τα χαρισματικά στοιχεία της ζωής του. Ο σπουδαίος και σοφός υμνογράφος της Εκκλησίας μας, κ. Χαράλαμπος Μπούσιας, ήδη συνέγραψε την ακολουθία του νέου οσίου, όπου εκεί κανείς μπορεί εύκολα να «πλατυνθεί» στο άρωμα της ζωής του, το μύρο του Κυρίου Ιησού και του αγίου Πνεύματος. Το μόνο που θα θέλαμε να σημειώσουμε είναι το γεγονός ότι αξιώθηκε ο νέος «χαμογελαστός» όσιος να μετάσχει στην αγιότητα ενός άλλου μεγάλου συγχρόνου και αυτού οσίου, που αποτελεί κόσμημα της ίδιας Κρητικής γης, αλλά εξίσου και της Αθήνας. Μιλάμε για τον πολύ Νικηφόρο τον Λεπρό, ο οποίος στάλθηκε στο Λοιμωδών από τον πνευματικό του πατέρα άγιο Άνθιμο της Χίου, διότι και εκείνου η λοιμώδης νόσος απαιτούσε εξειδικευμένη ιατρική αντιμετώπιση, και αυτή παρεχόταν κατεξοχήν στο συγκεκριμένο Νοσοκομείο. Σ’ αυτόν τον αγιασμένο τελικώς τόπο – αγιασμένο όχι μόνο από την παρουσία των νέων οσίων, Νικηφόρου και Ευμενίου, αλλά και από τον πόνο των πάμπολλων άλλων ασθενών – ο όσιος Ευμένιος γνώρισε τον Νικηφόρο και αξιώθηκε να τον διακονήσει μέχρι το τέλος της ζωής του, δεχόμενος και τη χάρη που του επιφύλαξε ο Κύριος, να μυροβολήσουν στη δική του παρουσία τα λείψανα του Νικηφόρου του λεπρού. Ο άγιος υμνογράφος σημειώνει μεταξύ άλλων: «Άγιασες το θεραπευτήριο των Λοιμωδών νόσων με τον καθαρό βίο σου, σοφέ Ευμένιε, και υπηρέτησες με θαυμαστό τρόπο σαν άγγελος τον θεϊκό Νικηφόρο. Τα τίμια λείψανα αυτού του αγίου τα ευωδίασε η θεία χάρη, φανερώνοντας ότι ο Κύριος μοιράζει τα βραβεία της ευαρεστήσεώς Του σε όλους» (στιχ. εσπ.).

Εκείνο που εκφράζει με συνοπτικό τρόπο την όλη βιοτή του οσίου Ευμενίου είναι και το δοξαστικό της Λιτής από την ακολουθία του. Ο ύμνος φανερώνει ότι ο όσιος υπήρξε στην εποχή μας ο αληθινός άνθρωπος, όπως θέλησε ο Δημιουργός να βγει από τα χέρια Του. Κι αυτό σημαίνει ότι ο άγιος, έχοντας βεβαίως τη φυσική κλίση προς την πονηρία όπως όλοι που ερχόμαστε στον κόσμο τούτο τον πεσμένο στην αμαρτία, αφότου βαπτίστηκε και δυναμώθηκε από τη χάρη του Κυρίου αγωνίστηκε να παραμείνει σταθερός στην καθαρότητα του βαπτίσματός του: να κρατήσει την αγιότητα ως φυσική πια κατάστασή του γιατί έγινε μέλος Χριστού. Τον Χριστό δηλαδή παιδιόθεν φανέρωνε η ζωή του και την προοπτική αυτή κράτησε με αιμάτινους αγώνες μέχρι το τέλος του. Γι’ αυτό βεβαίως και απολαμβάνει και αυτός μαζί με όλη τη χορεία των προηγουμένων αγίων τη Βασιλεία του Θεού.

«Ας τιμήσουμε τον νέο φωστήρα της Εκκλησίας Ευμένιο, ο οποίος αποξενώθηκε από κάθε υλική και εμπαθή σχέση και έγινε ίδιος με τους αγγέλους του Κυρίου. Αυτός δηλαδή με την επίμονη σκληρή άσκησή του διατήρησε άμεμπτη την εικόνα του Θεού μέσα του, τρέχοντας να Του μοιάσει κατά την εντολή Του. Και τώρα που παρίσταται στον θρόνο της τρισήλιας Θεότητας πρεσβεύει αδιάλειπτα υπέρ των ψυχών μας» («Τόν πάσης προσύλου σχέσεως ξενωθέντα καί οἰκειωθέντα τῶν ἀΰλων τάξεων τῷ Κυρίῳ, Ευμένιον, τόν νέον τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρα, τιμήσωμεν˙ οὗτος γάρ σκληραγωγίᾳ ἐπιμόνῳ ἄμεμπτον τό κατ’ εἰκόνα ἐτήρησε πρός τό καθ’ ὁμοίωσιν ἐπειγόμενος˙ καί νῦν τῆς τρισηλίου Θεότητος τῷ θρόνῳ παριστάμενος ἀδιαλείπτως πρεσβεύει ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν»).

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΒΑΣΙΛΙΣΚΟΣ (22 ΜΑΪΟΥ)

«Ο άγιος έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (3ος αι.) και καταγόταν από το χωριό Χουμάλια της Αμάσειας Πόντου. Ήταν ανεψιός του αγίου μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνος. Ενώ αρχικά βασανίστηκε μαζί με τους συστρατιώτες του αγίου Θεοδώρου Ευτρόπιο και Κλεόνικο, εκείνοι μεν τελειώθηκαν με το υπέρ Χριστού μαρτύριο, ο ίδιος δε αφέθηκε στη φυλακή. Έχοντας όμως μεγάλη επιθυμία να ολοκληρώσει και αυτός τον δρόμο της μαρτυρικής αθλήσεως, παρακαλούσε γι’ αυτό τον Θεό, οπότε αξιώθηκε της εμφανίσεως του Κυρίου, ο Οποίος του έδωσε εντολή να πάει να αποχαιρετίσει τους δικούς του και έπειτα όταν βρεθεί στα Κόμανα θα λάβει τον μαρτυρικό στέφανο.

Ελευθερώθηκε λοιπόν από τη φυλακή ο άγιος από τους στρατιώτες και μαζί μ’ αυτούς πήγε στον οίκο του κι αφού αποχαιρέτησε τη μητέρα και τους αδελφούς του νουθετώντας τους να μένουν σταθεροί στην πίστη του Χριστού, έμεινε μαζί τους για λίγο. Ο ηγεμόνας Αγρίππας όμως που έμαθε την απελευθέρωσή του έστειλε άλλους στρατιώτες και τον συνέλαβαν. Τον έδεσαν και του έβαλαν υποδήματα που είχαν μέσα καρφιά κι έτσι τον οδήγησαν με βία στον δρόμο που οδηγούσε στα Κόμανα – εκεί και τον περίμενε. Φτάνοντας στο χωριό των Δακνών, φιλοξενήθηκαν στο σπίτι μίας γυναίκας που ονομαζόταν ΤραΪανή, τον δε άγιο τον πρόσδεσαν σ’ έναν ξερό πλάτανο με τα χέρια πίσω. Ο άγιος προσευχήθηκε και το πλατάνι βλάστησε και έβγαλε πολλά φύλλα. Κι ακόμη ανέβλυσε πηγή νερού από τη ρίζα του, εκεί που είχαν δέσει τον άγιο. Όταν είδαν το θαύμα αυτό οι στρατιώτες και η γυναίκα, είπαν ότι πιστεύουν στον Χριστό και έλυσαν τον άγιο από τα δεσμά του.

Έφτασαν κάποτε στην πόλη των Κομάνων, οπότε παραστάθηκε ενώπιον του ηγεμόνα ο άγιος. Επειδή δεν πείστηκε βεβαίως να θυσιάσει στα είδωλα, φωτιά έπεσε από τον ουρανό με την προσευχή του που κατέφλεξε και τον  ναό των ειδώλων και τον ανδριάντα του Απόλλωνα. Μετά από αυτά εξοργίστηκε πάρα πολύ ο ηγεμόνας και διέταξε να αποκοπεί η κεφαλή του και το σώμα του να ριχτεί στο ποτάμι. Έτσι ο άγιος έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου προς δόξα και αίνεση του Θεού μας».

Προβληματίζεται ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ, γιατί ο Κύριος δεν επέτρεψε απαρχής την ολοκλήρωση του μαρτυρίου του αγίου Βασιλίσκου μαζί με τους αγίους Ευτρόπιο και Κλεόνικο. Και δίνει με φωτισμό Κυρίου την απάντηση: έπρεπε ο άγιος να παραμείνει ως μάρτυρας της αγίας Τριάδος και ομολογητής της πίστεως στον Χριστό, προκειμένου προφανώς να βρουν τον δρόμο της πίστεως και άλλοι καλοπροαίρετοι άνθρωποι. Και μάλιστα η «καθυστέρησή» του αυτή, σημειώνει, ήταν σε συνεργασία με τους δύο άλλους αγίους! «Η εκλεκτή δυάδα των αθλητών, ένδοξε, αφού σε άφησε ως μάρτυρα της Τριάδος, απεδήμησε προς τον Χριστό» (ωδή γ΄). Και: «αφού αφέθηκες από τους συνάθλους σου, μένεις εσύ, Βασιλίσκε πολύαθλε, ομολογώντας τον Χριστό ως Κύριο και Θεό» (ωδή γ΄). Κι είναι ευνόητο: τίποτε δεν είναι τυχαίο στον κόσμο τούτο˙ μπορεί η δική μας «στρεβλή» και μυωπική λογική να νομίζει ότι τα ελέγχει όλα (!), είναι ο Κύριος όμως ως ο παντοκράτωρ και παντογνώστης Θεός που οι βουλές Του έχουν πάντοτε τον πρώτο και τελευταίο λόγο. Και τα γεγονότα που ακολουθούν βεβαίως αποδεικνύουν περίτρανα την αλήθεια: γίνεται ο άγιος δίοδος της παντοδύναμης ενέργειας του Κυρίου, η οποία προκαλεί την καρδιά των ειδωλολατρών για να πιστέψουν.

Τα βασανιστήρια που υπέστη ο άγιος είναι πάμπολλα: προαθλήθηκε μαζί με τους αγίους Ευτρόπιο και Κλεόνικο και ρίχτηκε στη φυλακή˙ παρέμεινε στη φυλακή˙ όταν συνελήφθη εκ νέου μετά την απελευθέρωσή του υπομένει μαρτύρια που θυμίζουν τον άγιο μεγαλομάρτυρα Γεώργιο – να βαδίζει με σπρωξιές και βιαιότητες πάνω σε υποδήματα με καρφιά˙ να προσδένεται πάνω σε ξερό πλατάνι σαν ένα είδος σταυρώσεώς του – έτσι το βλέπει και ο υμνογράφος («κηρύττοντας τον σταυρωμένο Κύριο σε έδεσαν σε ξερό ξύλο» (ωδή ς΄)˙ να δέχεται τέλος τον δι’ αποκοπής της κεφαλής του θάνατο. Και μέσα σε όλα αυτά τα τρομερά ο άγιος Ιωσήφ μας αποκαλύπτει, όπως γίνεται και με όλους τους αγίους μάρτυρες, και την «άλλη πλευρά» των πραγμάτων: το πώς ο Κύριος ελκόμενος από τη θερμή αγάπη του πιστού δούλου Του προς Αυτόν (ωδή α΄) του δίνει τη δύναμη να υπομένει˙ του φανερώνεται και του αποκαλύπτει το σχέδιό Του˙ τον κάνει μέσον για να επιτελεστούν σπουδαία θαύματα που επιφέρουν την καλή αλλοίωση των ανθρώπων που σχετίζονται μαζί του˙ τον αναβιβάζει στο επίπεδο του προφήτη Ηλία (ωδή θ΄) που, όπως κι εκείνος, με την προσευχή του έπεσε φωτιά για να διαλυθούν τα είδωλα˙ τον φανερώνει ως νικητή απέναντι στις δαιμονικές δυνάμεις. Η «θέα» που έχει ως προς το τελευταίο ιδίως ο άγιος υμνογράφος είναι εκπληκτική: «σε έβαλαν να περπατήσεις σε υποδήματα με καρφιά˙ κι εσύ με χαρά πορεύτηκες τον δρόμο του μαρτυρίου, καταπατώντας με τα καρφιά αυτά το κεφάλι του διαβόλου, συντρίβοντάς τον ολοκληρωτικά» (στιχ. εσπ. και ωδή ε΄).  

Ο άγιος Βασιλίσκος μπορεί να «ερμηνευτεί» μόνον με πνευματικά δεδομένα: ήταν η αγάπη του προς τον Χριστό, όπως είπαμε, που τον έκανε να έχει υπερβεί ό,τι εμπαθές και επίγειο (ωδή η΄), που σημαίνει ότι βρισκόταν στον κόσμο ως ένας άλλος Χριστός, ένα κατοικητήριο δικό Του που γι’ αυτό συνέτριβε όλα τα είδωλα που βρίσκονταν στον δρόμο του. «Αναδείχτηκες οίκος της αγίας Τριάδος, κάνοντας πέρα με βδελυγμία τα είδωλα και τους βωμούς τους, σοφέ» (ωδή ζ΄).