27 Ιουλίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ Ο ΙΑΜΑΤΙΚΟΣ

 «Ο άγιος Παντελεήμων έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού και καταγόταν από την πόλη Νικομήδεια. Ο πατέρας του Ευστόργιος ήταν ειδωλολάτρης κι ύστερα έγινε Χριστιανός με τις νουθεσίες του υιού του, ενώ η μητέρα του Ευβούλη προερχόταν από χριστιανική οικογένεια. Σπούδασε την ιατρική επιστήμη κοντά σ’  ένα σπουδαίο και δοξασμένο ιατρό, τον Ευφρόσυνο, αλλά την κατά Χριστόν ιατρική τέχνη και πίστη την έμαθε από τον πρεσβύτερο Ερμόλαο, με την οποία (πίστη), αφού επικαλέστηκε τον Χριστό, ανάστησε ένα παιδί, που πέθανε στο δρόμο από δάγκωμα μίας έχιδνας. Βαπτίζεται λοιπόν από τον πρεσβύτερο Ερμόλαο και χειραγωγείται από αυτόν προς τη χριστιανική πίστη. Το μαρτύριό του έγινε ως εξής: Κάποιος τυφλός, που προσήλθε σ’ αυτόν, ιατρεύτηκε από τον άγιο. Όταν ρωτήθηκε λοιπόν ο πρώην τυφλός από τον βασιλιά «Ποιος σε γιάτρεψε;», «ο Παντολέων», είπε (γιατί αυτό ήταν το προηγούμενο όνομά του), «καθώς επικαλέστηκε τον Χριστό, στον Οποίο και εγώ πιστεύω». Αμέσως ο βασιλιάς τού έκοψε το κεφάλι, ενώ ο Παντολέων προσήχθη σ’ αυτόν. Ο Μαξιμιανός, επειδή ο άγιος δεν κάμφθηκε καθόλου ούτε με τις υποσχέσεις ούτε με τις απειλές, για ν’  αρνηθεί την πίστη του Χριστού, διέταξε να κτυπηθεί φοβερά και να φλεχθεί με λαμπάδες. Του εμφανίστηκε όμως ο Χριστός, με το σχήμα του πρεσβυτέρου Ερμολάου, που του έδωσε θάρρος, και φάνηκε ότι ήταν μαζί του και στον βρασμένο μόλυβδο και στη θάλασσα που τον έριξαν. Αφού έμεινε αβλαβής από όλα, ρίχνεται στα θηρία, αλλά κι από αυτά, σαν άλλος Δανιήλ, παραμένει αλώβητος, οπότε τον δένουν σε τροχό γεμάτο μαχαίρια, που τον άφησαν να πέσει στο έδαφος από ψηλά. Τέλος, στην τελευταία απόφαση να τον θανατώσουν διά ξίφους, προσευχήθηκε κι ακούστηκε φωνή από τον ουρανό να τον καλεί Παντελεήμονα. Μόλις τελείωσε την προσευχή κι ενώ επρόκειτο να του κόψουν το κεφάλι, την ώρα που ο δήμιος άπλωσε το χέρι, γύρισε πίσω το σίδερο κι έλιωσε σαν κερί, θαύμα που έκανε τους στρατιώτες να πιστέψουν στον Χριστό. Τότε ο άγιος μάρτυρας πρότεινε μόνος του τον αυχένα και έτσι κόπηκε το κεφάλι του. Λέγεται δε ότι χύθηκε γάλα αντί αίμα, και η ελιά στην οποία είχε προσδεθεί, αμέσως διαμιάς καρποφόρησε».

Αν, κατά τον άγιο Ιάκωβο, «η κρίσις ανίλεώς εστιν τοις μη ποιήσασιν έλεος», δηλαδή η κρίση του Θεού θα είναι χωρίς έλεος γι’  αυτούς που δεν έδειξαν στη ζωή τους έλεος για τους άλλους, τι πρέπει αντιστρόφως να πούμε για τον άγιο Παντελεήμονα, ο οποίος όχι απλώς είχε και έδειξε έλεος και αγάπη στους συνανθρώπους του, αλλά είχε και έδειξε το μεγαλύτερο έλεος που μπορεί να βρεθεί σε άνθρωπο, και ενόσω ζούσε και μετά το μαρτυρικό του τέλος; Μία πραγματικότητα, που δεν την διαπιστώσαμε μόνοι μας οι άνθρωποι, αλλά την απεκάλυψε και ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος ακριβώς του έδωσε κι αυτήν την προσωνυμία. Κι αυτό σημαίνει ότι ο άγιος έφτασε πράγματι σε επίπεδα θεϊκά, αφού μόνον ο Θεός μπορεί κατ’  ουσίαν να χαρακτηριστεί ως καθ’  υπερβολήν και υπερθετικά Παντελεήμων, γεγονός που μας δίνει το δικαίωμα να λέμε ότι ο άγιος έγινε δίοδος των χαρίτων του Θεού στον κόσμο, φανέρωση της βασιλείας της αγάπης Του σε αυτόν. Και βεβαίως εννοούμε ότι το έλεος του αγίου – προέκταση κατ’ αλήθεια του ελέους του Θεού – εκτεινόταν και συνεχίζεται βεβαίως να εκτείνεται μέχρι σήμερα και στα σώματα, αλλά και στις ψυχές των ανθρώπων.

Δεν είναι τυχαίο που ο Κύριος τον χαρίτωσε μ’  αυτόν τον τρόπο. Ο Θεός, γνωρίζουμε, δίνει πλούσια το έλεός Του σ’ εκείνους που η καρδιά τους έχει και κάποια «φυσική» κλίση συμπαθείας προς τους συνανθρώπους τους. Ο άγιος από μικρός έδειξε την με αγάπη στροφή του προς τους άλλους, όταν θέλησε να σπουδάσει μία επιστήμη, που είναι ακριβώς κοντά στον άνθρωπο, μάλλον η πιο κοντινή σ’  αυτόν, διότι στέκεται δίπλα στον πόνο του: την ιατρική. Κανείς δεν σπουδάζει ιατρική – και μιλάμε με αληθινή έφεση ψυχής κι όχι επαγγελματικά – αν η καρδιά του δεν «κτυπάει», έστω και λίγο, συντονισμένα με τους κτύπους της καρδιάς των ανθρώπων. Πολλαπλασίως ο Θεός προσφέρει το έλεός Του σ’ εκείνους που επέλεξαν και αγωνίστηκαν στη ζωή τους να σταθούν στην κύρια εντολή Του, την αγάπη. Ο άγιος Παντελεήμων, λοιπόν, και από φυσικού του και με τη θέλησή του είδε να πολλαπλασιάζεται το έλεος του Θεού σ’ αυτόν, έλεος που τελικός αποδέκτης  του είμαστε εμείς οι άνθρωποι σ’  όλες τις εποχές.

Αυτήν τη φυσική, αλλά και χαρισματική ταυτόχρονα ανέλιξη του πνεύματός του μάς την προβάλλει με ωραιότατες εικόνες και χαρακτηρισμούς ο ποιητής της Εκκλησίας μας. Ο άγιος, εν πρώτοις, πέραν από πρώτο των αναργύρων αγίων της Εκκλησίας,   συνιστά, κατ’ αυτόν, έναν «παιδαριογέροντα», ένα γέροντα δηλαδή στη σύνεση, αλλά από την παιδική του ήδη ηλικία. «Ἀνατείλας οἷα περ ἀστήρ, φέρων ἐν νεότητι, πρεσβυτικὴν καὶ θεόφρονα σύνεσιν». Διότι από παιδάκι φανέρωσε τη στροφή του προς τον Θεό, όταν του δόθηκαν πολλές αφορμές ν’  ακολουθήσει άλλη πορεία από τη χριστιανική, με τις προτροπές του ειδωλολάτρη πατέρα του. Εκείνος όμως, σαν νέος Ηρακλής, στο κρίσιμο σταυροδρόμι της νεότητας, επιλέγει τον δρόμο που ακολουθεί η ευσεβέστατη μητέρα του και γίνεται χριστιανός. «Μεγαλέμπορον» τον χαρακτηρίζει εν προκειμένω ο υμνογράφος, διότι αντάλλαξε προσφυώς τα εύκολα πάθη της νεότητας και τον ολισθηρό δρόμο, στον οποίο αυτά οδηγούν, με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Από την άλλη, ο υμνογράφος επισημαίνει κι ένα βασικότατο στοιχείο της πνευματικής ζωής: τη χειραγωγία του από πνευματικό πατέρα. Ο άγιος Παντελεήμων ναι μεν «πειράστηκε» με ό,τι πρόβαλλε σ’  αυτόν ως πρότυπο ζωής ο πατέρας του, αλλά ευλογήθηκε από τον Θεό με τη χαρισματική μορφή πρώτα της μητέρας του, κυρίως όμως με την διακριτική καθοδήγηση του ιερέα Ερμολάου. Ο Ερμόλαος ήταν ο πνευματικός του, ο γέροντάς του, που διαρκώς τον ενίσχυε και τον προσανατόλιζε στον ουρανό. Και η επιβεβαίωση της χάρης αυτής του Θεού στον άγιο έρχεται με τον παραδοξότερο τρόπο, άνωθεν: ο ίδιος ο Χριστός τον ενισχύει στα μαρτύριά του, αλλά με τη μορφή του αγίου Ερμολάου. Αγαθή διάθεση ψυχής, γνωμικό θέλημα στραμμένο προς τον Θεό, πνευματική χειραγωγία από πνευματικό: τα στοιχεία που κινητοποιούν τη χάρη του Θεού, για να γίνει κανείς άγιος, έστω και σ’ ένα βαθμό, σαν τον άγιο Παντελεήμονα.  

25 Ιουλίου 2023

ΠΟΤΕ ΜΟΛΥΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΚΑΘΑΡΙΖΕΤΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ;

 

Έλεγε ο όσιος Πατήρ Πασιος ο αγιορείτης: «Βλέπεις τη στάμνα; Το πάνω μέρος είναι καθαρό, προς τα κάτω όμως που ακουμπάει στη γη, πιάνει κάτι σαν μούχλα. Έτσι και ο άνθρωπος: όσο προσκολλάται στη γη και στα γήινα, μολύνεται, ενώ όσο υψώνεται στα ουράνια, καθαίρεται» (Ιερομ. Παϊσίου, Μύρον εκκενωθέν).

Είναι γεγονός ότι όλοι σχεδόν οι Πατέρες της Εκκλησίας, παλαιότεροι και νεώτεροι, χρησιμοποίησαν παραδείγματα από τον αισθητό κόσμο προκειμένου να βοηθήσουν τον άνθρωπο να κατανοήσει πνευματικές πραγματικότητες. Διότι πολύ συχνά αυτό που ισχύει στα αισθητά και υλικά ισχύει σ’ έναν βαθμό και στα πνευματικά. Ο όσιος Πορφύριος ο καυσοκαλυβίτης για παράδειγμα μιλούσε για τον ανθρώπινο έρωτα, που κάνει τον άνθρωπο να σκέφτεται και να στρέφεται αδιάκοπα προς το αντικείμενο του έρωτά του. Για να πει ότι έτσι πρέπει και ο άνθρωπος να είναι στραμμένος προς τον Θεό «εξ όλης της ψυχής και της καρδίας και της διανοίας». Το ίδιο και ο άγιος Πασιος στο παραπάνω απόσπασμα. Χρησιμοποιεί ένα απλό παράδειγμα, τη στάμνα του νερού, για να υπενθυμίσει μία καίρια αλήθεια της πνευματικής ζωής: σε ό,τι ο άνθρωπος προσκολλάται, με ό,τι καταγίνεται και απορροφάται, αυτό θα του φέρει και τα ανάλογα αποτελέσματα. Προσκολλάται κανείς στα γήινα και τα υλικά; Θα αρχίσει να μολύνεται. Προσκολλάται στα ουράνια και τα πνευματικά; Θα αρχίσει να καθαρίζει η ψυχή του, που σημαίνει ότι θα αρχίσει να δημιουργείται χώρος στην καρδιά του για να βρει «έδαφος» εγκατοίκησης η χάρη του Θεού – «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».

 Και το παράδειγμα της στάμνας είναι άμεσο: η επαφή του πάτου της με τη γη φέρνει μούχλαˑ το πάνω μέρος της διατηρείται καθαρό. Ο άγιος αποδίδει με τον δικό του τρόπο αυτό που ο λόγος του Θεού και η εκκλησιαστική παράδοση διαλαλούν: «τα άνω φρονείτε, τα άνω ζητείτε, μη τα επί της γης» (απ. Παύλος). Κι αυτό γιατί δημιουργημένοι από τον Θεό «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Εκείνου έχουμε ως φυσιολογία την αδιάκοπη και εν αγάπη φορά προς τον Θεό: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος». Τι πιο φυσιολογικό πράγματι για το ον που δημιουργήθηκε «να επαναλαμβάνει» τον Θεό του (όσιος Σωφρόνιος Αθωνίτης), που εξήλθε από Εκείνον, στέκεται και υφίσταται από Εκείνον, κατατείνει προς Εκείνον, από το να έχει αδιάκοπα και αταλάντευτα τους πνευματικούς οφθαλμούς του προς τη ρίζα και την πηγή του; «Οι οφθαλμοί μου διά παντός προς τον Κύριον» λέει ο εμπνευσμένος από το Πνεύμα του Θεού άνθρωπος.  Γι’ αυτό και στο κέντρο όλων των μυστηρίων της Εκκλησίας, τη Θεία Λειτουργία, ακούγεται η προτροπή του ιερέα: «Άνω σχώμεν τας καρδίας», για να απαντήσει ο πιστός λαός «Έχομεν προς τον Κύριον», προκειμένου να υπάρξει η ευλογημένη συνέχεια: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω». Δεν υπάρχει περίπτωση δηλαδή ένας άνθρωπος, ιδίως ο πιστός θεωρούμενος, να μπορέσει να ζήσει πνευματικά, να υπάρξει πνευματικά ως μέλος Χριστού, χωρίς τη διαρκή ώθηση της καρδιάς του για να βρίσκεται εκεί που είναι ο Κύριος.

Οπότε, όταν οι μέριμνες του κόσμου τούτου, πολύ περισσότερο οι πειρασμοί και οι περισπασμοί του, αποσπούν τον χριστιανό από τη «θέαση» αυτή του προσώπου του Χριστού, εκεί ναι! Η «μούχλα» η πνευματική, η πονηρία και η αμαρτία δηλαδή, αρχίζει να αναπτύσσεται και να καλλιεργεί ένα σάπιο περιβάλλον  για την ψυχή του, συνεπώς ο Πονηρός θα αρχίσει να έχει το «πάνω χέρι» με όλα τα «συνοδευτικά» της παρουσίας του: το άγχος, τη θλίψη, την ταραχή, την ακαταστασία, την κόλαση. Και δεν εννοεί ο άγιος Αγιορείτης βεβαίως ότι ένας χριστιανός στον κόσμο ευρισκόμενος, αλλά και ένας μοναχός ακόμη, δεν θα ασχολείται με τα πράγματα του κόσμου τούτου – κατ’ ανάγκην ως έχοντες και σώμα θα ασχολούμαστε και με αυτά. Το ζητούμενο είναι, όπως το σημειώνει, να μην προσκολλάται κανείς σε αυτά, να μην απορροφάται ολοκληρωτικά γενόμενος ως οι άθεοι που έχουν διαγράψει τον Θεό από τη ζωή τους. Και πώς επιτυγχάνεται τούτο; Μόνον όταν ο πιστός χαρακτηρίζεται από αληθινή πίστη, η οποία του διανοίγει τους οφθαλμούς, για να βλέπει τα πάντα στον κόσμο «εν Θεώ». «Εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» σημειώνει ο απόστολος Παύλος αποδίδοντας τη σημαντικότερη βαθιά πραγματικότητα, ότι «ο Θεός δίνει ζωή και πνοή και τα πάντα» στον άνθρωπο και σε όλη τη δημιουργία.

Κατά συνέπεια, όταν ο πιστός με την άσκησή του μάθει να βλέπει με αυτό το «διπλό» βλέμμα τον κόσμο, τον εαυτό του, τους συνανθρώπους του, τα πάντα, να βλέπει δηλαδή το πιο «προφανές»: την παρουσία του Δημιουργού σε όλα τα κτίσματα και δημιουργήματα, τότε πράγματι κινείται στο στόμιο της στάμνας, «τα άνω φρονεί», διαλέγεται αδιάκοπα με τον Πατέρα του, νιώθει όπως το παιδί στην αγκαλιά της μάνας του. Κι εκεί, ασφαλώς, δεν αφήνεται περιθώριο να αναπτυχθεί «μούχλα», γιατί το φως του προσώπου του Κυρίου έρχεται ως «πυρ καταναλίσκον» κάθε πάθος και κάθε πονηρή κίνηση της ψυχής. Στη δυναμική αυτή κατάσταση του πιστού, που επιβεβαιώνει ότι «ουκ έχομεν μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν», ο άνθρωπος γίνεται κατοικητήριο του ίδιου του Θεού, από την οποία αγωνίζεται να μην εκπέσει ποτέ. Αλλά και στην περίπτωση που κάπου εκπέσει, αμέσως αναλαμβάνει τον αγώνα της επανόδου του, δηλαδή τον αγώνα της μετανοίας, ώστε να ξαναβρεί αυτό που έχει κατανοήσει και νιώσει ως το περιεχόμενο της ίδιας της ζωής του: ζωή χωρίς Χριστό δεν αντέχεται!

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ

«Η Αγία Άννα, η γιαγιά κατά σάρκα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ήταν από τη φυλή του Λευί, κόρη του ιερέα Ματθάν και της γυναίκας του Μαρίας. Ο Ματθάν ιεράτευε επί της βασιλείας Κλεοπάτρας και Σαπώρου ή Σαβωρίου, βασιλιά των Περσών, και της βασιλείας Ηρώδου του Αντιπάτρου. Ο Ματθάν είχε τρεις κόρες, τη Μαρία, τη Σοβή και την Άννα. Παντρεύτηκε η πρώτη στη Βηθλεέμ και γέννησε τη Σαλώμη, τη μαία. Παντρεύτηκε η δεύτερη, κι αυτή στη Βηθλεέμ, και γέννησε την Ελισάβετ (τη μητέρα του Ιωάννη του Προδρόμου). Παντρεύτηκε δε και η Τρίτη, η Άννα, στη γη της Γαλιλαίας, και γέννησε Μαρία τη Θεοτόκο, που σημαίνει ότι η Σαλώμη, η Ελισάβετ και η αγία Μαρία η Θεοτόκος, ήσαν κόρες τριών αδελφών και μεταξύ τους πρωτεξαδέλφες. Αυτή λοιπόν η Άννα, αφού γέννησε τη σωτηρία όλου του κόσμου, την Παναγία, και την απογαλάκτισε, την ανάθεσε στον Ναό, ως άμωμο δώρο στον παντοκράτορα Θεό, και έζησε το υπόλοιπο της ζωής της, μέχρις ότου εξεδήμησε εν ειρήνη προς τον Κύριο, με νηστείες και ευεργεσίες προς αυτούς που είχαν ανάγκη. Τελείται δε η αυτής Σύναξις εν τω Δευτέρω».

Όλη η ακολουθία της ημέρας, εσπερινού και όρθρου, υπέρλαμπρη και φωτοφόρος, είναι γεμάτη από ωραιότατα εγκώμια προς την Αγία Άννα, στα οποία καλείται να μετάσχει «εν κυμβάλοις ψαλμικοίς», κατά το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού, «πάσα η κτίσις». «Μετ’  εγκωμίων εκτελείται η ένδοξος μνήμη σου…Άννα θεόκλητε». Ο εγκωμιασμός όμως δεν είναι μόνον για την αγία Άννα. Μετέχει σ’ αυτόν και ο σύζυγός της, ο δίκαιος Ιωακείμ, γιατί αυτός είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο ήλιος, που ενώθηκε με τη σελήνη, την αγία Άννα, για να προέλθει η ακτίνα της Παρθενίας, η Παναγία Μαριάμ, η κόρη τους. «Ήλιος ώσπερ τη σελήνη τη Άννη ενούμενος, ο κλεινός Ιωακείμ, της παρθενίας ακτίνα γεννά». «Ω, μακαρία δυάς, υμείς πάντων γεννητόρων υπερήρθητε…» Μακάρια δυάδα, που ξεπεράσατε όλους τους γονείς. Αιτία βεβαίως για τον πλούτο των εγκωμίων  είναι αυτό που ο καθένας κατανοεί: από τον Ιωακείμ και την Άννα, γεννήθηκε η Παναγία, η οποία έφερε στον κόσμο, μέσα στο βάθος του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία αυτού, τον ίδιο τον Θεό εν σαρκί, τον Κύριο Ιησού Χριστό. «Δια της Παναγίας, της Θεότητος αυγή επέλαμψε». Με την Παναγία έλαμψε στον κόσμο το φως της Θεότητος. Και βεβαίως έτσι τιμώνται ο παππούς και η γιαγιά κατά σάρκα του Κυρίου μας. «Μνήμην τελούντες Δικαίων, των Προπατόρων Χριστού…».

Η αιτιολόγηση αυτή της φωτοφόρου εορτής της Κοιμήσεως της αγίας Άννης δεν συνιστά μία απλή αναφορά της όλης εορτής. Αποτελεί το κέντρο, την αδιάκοπα ανακυκλούμενη έννοια, τόσο που θα έλεγε κανείς ότι όλη η ακολουθία δεν κάνει τίποτε άλλο, από το να προβάλλει τον ερχομό του Χριστού διά της Παναγίας Μητέρας Του, και αυτό να το παρουσιάζει με διαφορετικές λέξεις και πολλαπλά λογοτεχνικά σχήματα, με εικόνες και  με προτυπώσεις ακόμη από την Παλαιά Διαθήκη. Σαν να έχουμε το πολυτιμότερο διαμάντι στον κόσμο, και να το προβάλλουμε με όλων των ειδών τα φώτα και τους χρωματισμούς. «Οι εξ ακάρπων λαγόνων, ράβδον αγίαν την Θεοτόκον βλαστήσαντες, εξ ης η σωτηρία τω κόσμω ανέτειλε, Χριστός ο Θεός». «Της μητρός του Δεσπότου και Ποιητού, μήτηρ γέγονας Άννα πανευκλεής…»  Έτσι η κοίμηση της αγίας Άννης, και μαζί με αυτήν του αγίου Ιωακείμ, λειτουργεί παραπεμπτικά και αναγωγικά: δι’  αυτών  τιμάται και εγκωμιάζεται ο Κύριος Ιησούς Χριστός. «Μνήμην Δικαίων τελούντες, σε ανυμνούμεν, Χριστέ». Κι είναι φυσικό: αν ένας άνθρωπος έχει κάποια αξία είναι γιατί ο ίδιος ο Θεός τον έχει χαριτώσει και τον έχει υπερυψώσει. Κι αν αυτό ισχύει για όλους τους αγίους, πόσο μάλλον για τους κατά σάρκα προπάτορές Του, τον παππού Του και τη γιαγιά Του;

Η τιμή ασφαλώς για την αγία Άννα και τον άγιο Ιωακείμ δεν είναι μία εύνοια του Θεού χωρίς λόγο. Για να χαριτωθούν με αυτόν τον τρόπο – να γεννήσουν το καλύτερο άνθος της ανθρωπότητας, την Παναγία Θεοτόκο – συνήργησαν και οι ίδιοι, με την αγιασμένη ζωή τους, γεγονός που προβάλλει εξίσου πολλαπλώς η ακολουθία της ημέρας. «…Η νοητή χελιδών (η Αννα)…αμέμπτως εν σωφροσύνη βιωσαμένη καλώς». Με σωφροσύνη και με άμεμπτο τρόπο έζησε η αγία Άννα. «Τας νόμου εντολάς, θεαρέστως τηρούσα, μητέρας Ισραήλ, υπερήρας απάσας…αγιόλεκτε Άννα, προμήτορ Κυρίου». Τήρησες τις εντολές του νόμου του Θεού, με θεάρεστο τρόπο, αγιόλεκτε Άννα, και ξεπέρασες όλες τις μητέρες του Ισραήλ. Με την προϋπόθεση αυτή, να τηρεί δηλαδή πάντοτε το θέλημα του Θεού, αναδείχτηκε η Άννα σ’ αυτό το υψηλό σημείο, να γίνει Μητέρα της Μητέρας του Θεού, γι’  αυτό και οι ύμνοι στη συνέχεια δεν παύουν να μιλούν για το τελικό αποτέλεσμα: να μετατεθεί στους κόλπους του Θεού και να είναι συνόμιλος των αγγέλων. Ο Χριστός «σε  μεταθέμενος προς τα επουράνια, μετά δόξης, Άννα ένδοξε». «Σήμερον εκ της προσκαίρου μεταστάσα ζωής, εν τοις επουρανίοις μετά χαράς την πορείαν ποιουμένη αγάλλεται». Το ένδοξο τέλος της αγίας Άννης, τηρουμένων των αναλογιών, περιμένει βεβαίως και εμάς, εφόσον αγωνιζόμαστε στη ζωή αυτή να τηρούμε τις άγιες εντολές του Χριστού. Ο Θεός μας, μη ξεχνάμε, δεν είναι προσωπολήπτης.  

23 Ιουλίου 2023

Η ΟΣΙΑ ΠΕΛΑΓΙΑ Η ΕΝ ΤΗΝΩ

«Ἀμέμπτως ἐβίωσας ἐν ἐγκρατείᾳ πολλῇ καὶ πόνοις ἀσκήσεως καὶ ἐν ἀγάπῃ θερμῇ, Πελαγία Θεόληπτε. Ὅθεν τὴν Θεοτόκον ἐπαλλήλως κατεῖδες, μηνύουσάν σοι Εἰκόνος τὴν ἀνεύρεσιν ταύτης. Ἣν πρέσβευε, Ἁγία Μῆτερ, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε» (απολυτίκιο ήχος δ΄).

(Έζησες άμεμπτα με πολλή εγκράτεια και ασκητικούς κόπους και με θερμή αγάπη, Πελαγία θεόληπτε. Γι’  αυτό είδες απανωτά τη Θεοτόκο, η οποία σου έστελνε μήνυμα για την ανεύρεση της εικόνας Της. Πρέσβευε σ’ Αυτήν, αγία Μητέρα, υπέρ αυτών που σε τιμούν).

Η αγία Πελαγία, κόρη του ιερέως Νικηφόρου, καταγόταν από την Τήνο (1752-1834) κι έζησε οσιακά από την παιδική της ηλικία. Το κοσμικό της όνομα ήταν Λουκία, ενώ όταν εισήλθε στο μοναχικό στάδιο σε ηλικία 15 ετών στο Κεχροβούνι της Τήνου, πήρε το όνομα της μοναχής θείας της Πελαγίας. Ως μοναχή αύξησε την εγκράτεια και τους ασκητικούς κόπους της, ενώ διακρινόταν για τον αγώνα της να βρίσκεται πάντοτε πάνω στις εντολές του Κυρίου, κυρίως την αγάπη. Γι’ αυτό και έγινε «δοχεῖον τοῦ Πνεύματος», με αποτέλεσμα να της εμφανιστεί όχι μία φορά η Κυρία Θεοτόκος, η οποία την καθοδήγησε για την εύρεση της αγίας εικόνας Της (30 Ιανουαρίου 1823) που ήταν θαμμένη σ’έναν αγρό στην πόλη της Τήνου. Το γεγονός κατέστησε την Τήνο ιερό νησί, ενώ η οσία χαριτώθηκε από τον Θεό να επιτελεί πλήθη θαυμάτων, και όσο ζούσε και μετά την κοίμησή της. Η αγιοκατάταξή της έγινε με συνοδική πατριαρχική πράξη στις 11 Σεπτεμβρίου 1970, ενώ η μνήμη της ορίστηκε να τιμάται στις 23 Ιουλίου, τότε που της εμφανίστηκε η Παναγία με όραμα.

Αξίζει να τονίσουμε από το απολυτίκιο της οσίας αυτό που τονίζει ο ιερός υμνογράφος της: η Πελαγία αξιώθηκε του οράματος της Παναγίας (σε ηλικία 73 ετών μάλιστα), όταν όλη η βιοτή της, ψυχή τε και σώματι, ήταν αφιερωμένη στον Κύριο, που θα πει στην εργασία των αγίων εντολών Του. Ποτέ δηλαδή δεν έχουμε γνήσια οράματα που προέρχονται από τον Θεό και τους αγίους Του, παρά μόνον αν συντρέχει προς τούτο η ζωή του πιστού χριστιανού. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οράματα και άλλες «αποκαλυπτικές» καταστάσεις έχουμε και από τον Πονηρό διάβολο, ο οποίος εκμεταλλεύεται ψυχές ταραγμένες και υπερήφανες, στις οποίες εμφανίζεται κατά τον απόστολο «ὡς ἄγγελος φωτός» με σκοπό να τις οδηγήσει στην απώλεια. Και δυστυχώς αυτές οι ψυχές τον πιστεύουν και χάνονται. Η οσία Πελαγία ήταν λοιπόν αφιερωμένη στον Κύριο, η χάρη του Θεού λειτουργούσε μέσα της λόγω της ταπείνωσής της, γι’ αυτό και την πρώτη και τη δεύτερη φορά που της εμφανίστηκε η Παναγία δεν «ενέδωσε» στο όραμα, θεωρώντας το αυτονόητο για έναν άγιο: «δεν είμαι άξιος να δω την Παναγία». Έτσι σκέφτεται και ενεργεί σε πρώτη φάση ο πραγματικός άγιος – νιώθει τη μικρότητα και την αμαρτωλότητά του. Όταν όμως πεισθεί από τη συνεχή πρόκληση του Θεού και των αγίων κι όταν μάλιστα τεθεί η πρόκληση, εν προκειμένω το όραμα, υπό την κρίση των πνευματικών της Εκκλησίας, τότε ναι, κάνει υπακοή και κινείται κατά την υπόδειξη της θεϊκής οπτασίας.

Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός διά των Αγίων Του εμφανίζεται σ’ εκείνους που είναι συντονισμένοι με τη δική Του ζωή, που «συγγενεύουν με τον Χριστό», για να θυμηθούμε τον μεγάλο σύγχρονο όσιο Παῒσιο τον αγιορείτη. Και συντονίζεται κανείς με τον Θεό μόνον όταν βρίσκεται στην πορεία υπακοής των αγίων Του εντολών, κατά τον λόγο της Γραφής: «ὁ τηρῶν τάς εντολάς τοῦ Θεοῦ, ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ».  Άνθρωπος που το δικό του θέλημα είναι η προτεραιότητά του και ο κανόνας της ζωής του, δεν υπάρχει περίπτωση να «δει» τον Θεό ούτε και κανέναν άγιο – δεν του το επιτρέπει η δική του «θεληματάρικη», δηλαδή εγωιστική, καθώς λένε ζωή. Να θυμηθούμε και πάλι στο σημείο αυτό την απάντηση του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου όχι σε κοσμικό άνθρωπο, αλλά σε καλόγερο, ο οποίος όμως ζούσε σύμφωνα προς τις επιθυμίες του και όχι προς το θέλημα του Θεού. Στην «αποκάλυψη» του καλόγερου στον όσιο ότι του εμφανίστηκε η Παναγία, εκείνος αμέσως αμφισβήτησε τη θεόθεν προέλευση του οράματος, ακριβώς με το σκεπτικό αυτό: «Η Παναγία εμφανίζεται μόνο σ’ αυτούς που είναι υπάκουοι σαν Εκείνην. Εσύ όμως ζεις κατά το δικό σου θέλημα». 

Στο πρόσωπο της αγίας Πελαγίας της Τηνίας ψαύουμε κυριολεκτικά την παρουσία του Θεού και την ευλογία της Παναγίας. Ας την παρακαλούμε να πρεσβεύει και για μας, ώστε το φρόνημά της, φρόνημα Χριστού, να γίνει και δικό μας.

22 Ιουλίου 2023

Η ΑΓΙΑ ΜΥΡΟΦΟΡΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΑΡΙΑ Η ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ

«Η αγία καταγόταν από τα Μάγδαλα στα όρια της Συρίας. Προσήλθε στον Χριστό και θεραπεύτηκε με τη χάρη Του από επτά δαιμόνια που την ενοχλούσαν. Τον ακολούθησε έκτοτε μέχρι το Πάθος Του κι έγινε Μυροφόρος, ενώ αξιώθηκε να δει πρώτη την Ανάσταση του Κυρίου, μαζί με την Παναγία Μητέρα Του, καθώς άκουσε γι’ αυτήν από άγγελο Κυρίου, και πάλι το πρωί από δύο αγγέλους «εν λευκοίς καθεζομένους». Και πάλι είδε τον Κύριο, νομίζοντάς Τον για κηπουρό, και άκουσε από Αυτόν «μη μου άπτου», μη μ’ αγγίζεις. Μετά λοιπόν τη θεία και αγία Ανάληψη, πήγε στην Έφεσο προς τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και απόστολο, όπου εκεί οσίως κοιμήθηκε και ετάφη δίπλα στην είσοδο του σπηλαίου, στο οποίο οι άγιοι μακάριοι επτά παίδες είχαν κοιμηθεί. Ύστερα, επί Λέοντος του μακαριστού Βασιλιά, το λείψανό της ανακομίστηκε στη μονή του Αγίου Λαζάρου που ιδρύθηκε από τον Λέοντα, στην οποία ετησίως τελείται και η σύναξή της».

Προκαλεί συγκίνηση σε κάθε χριστιανό πιστό η μνήμη της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, η οποία αναδείχτηκε μυροφόρος και ισαπόστολος. Και τούτο γιατί εκτός του ότι έζησε την παρουσία του Κυρίου εν πνεύματι, όπως άλλωστε και όλοι οι άγιοι – παρουσία βεβαίως που είναι η ανώτερη δυνατή, αφού ζει κανείς τον Χριστό με τον τρόπο αυτό ως μέλος Του, δηλαδή στα όρια της ύπαρξής του – αυτή αξιώθηκε να Τον ζήσει και κατά την ιστορική Του παρουσία επί της γης, να Τον δει, να Τον ακούσει, να Τον παρατηρήσει, να Τον ψηλαφήσει και με τις σωματικές της αισθήσεις. Ό,τι συνέβη με άλλα λόγια με τους αποστόλους, οι οποίοι μάλιστα βαπτίστηκαν κατά την Πεντηκοστή με το άγιον Πνεύμα, το ίδιο συνέβη και με την αγία Μαγδαληνή, η οποία είχε πέραν αυτών και την εξαιρετική ευλογία να είναι φίλη και «αδελφή» με την ίδια την Παναγία μας. Αν η γνωριμία μας με έναν άγιο μάς κάνει να νιώθουμε ιδιαιτέρως ευλογημένοι και τιμημένοι, πόσο περισσότερο τούτο πρέπει να συμβαίνει και με την αγία Μαγδαληνή;

Γι’ αυτό και ο Κύριος, βλέποντας την ολοκάρδια ανταπόκρισή της στην προσφορά καταρχάς της χάρης Του, με την οποία την θεράπευσε από επτά ενοχλητικά δαιμόνια – ανταπόκριση που εκφράστηκε με την πιστή έκτοτε ακολουθία Του, ακόμη και μετά τον θάνατό Του – την τίμησε με το να γίνει η πρώτη, μαζί με την Παναγία Μητέρα Του, που δέχτηκε το μήνυμα της Ανάστασης, κι η πρώτη, στη συνέχεια, η οποία ευαγγελίστηκε το χαρμόσυνο τούτο γεγονός στους φοβισμένους και δυσπίστους μαθητές Του. Οι ύμνοι της Εκκλησίας τονίζουν πολλαπλώς αυτήν την τιμή της από τον Χριστό, όπως για παράδειγμα το δοξαστικό του εσπερινού της εορτής της, που λέει: «Πρώτη κατιδούσα την θείαν ανάστασιν, Μαρία η Μαγδαληνή,…πρώτη και ευαγγελίστρια εδείχθης…». Κι αλλού, στον όρθρο: «Γεγηθυία τον τάφον του Λυτρωτού έφθασας, πρώτη κατιδούσα την θείαν Κόρη Ανάστασιν. Ευαγγελίστρια, όθεν, εδείχθης βοώσα: ο Χριστός εγήγερται, χείρας κροτήσατε». Με χαρά έφτασες τον τάφο του Λυτρωτή, κι είδες πρώτη, Κόρη, τη θεία Ανάσταση. Γι’ αυτό αναδείχτηκες ευαγγελίστρια, φωνάζοντας δυνατά: ο Χριστός αναστήθηκε, χειροκροτήστε.

Έτσι, η αγία Μαγδαληνή, έμεινε στην ιστορία και στη μνήμη της Εκκλησίας, μεταξύ των άλλων, και ως άγγελος των καλών ειδήσεων, ως εκείνη δηλαδή που μετέστρεψε την αθυμία των μαθητών σε ευθυμία – «την αθυμίαν αποθέμενοι, την ευθυμίαν αναλάβετε» - ως εκείνη που τα λόγια της υπήρξαν δροσιά κι αναψυχή στους μαθητές, που καίγονταν από τον καύσωνα της αθυμίας – «ρημάτων σου δροσισμώ, της αθυμίας τον καύσωνα εξήρας των μαθητών» - κάτι που βεβαίως συνέχισε με τη διδασκαλία και τη ζωή της, μέχρι την αγία τελευτή της. Και άφησε ισχυρό παράδειγμα και σε μας, να ξέρουμε ότι ο μόνος τρόπος για να φέρνουμε στους θλιμμένους συνανθρώπους μας την ευθυμία και να τους δροσίζουμε, ευρισκομένους μέσα στο οποιοδήποτε καμίνι των θλίψεων και των δοκιμασιών τους, είναι να ζούμε οι ίδιοι την ανάσταση του Χριστού με την καλή ζωή μας και αυτήν την αναστημένη ζωή μας να την καταθέτουμε ως μαρτυρία σ’ αυτούς.

21 Ιουλίου 2023

«ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΕΒΑΛΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΗΣΥΧΑΣΩ;»


«ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΕΒΑΛΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΗΣΥΧΑΣΩ;» (όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης)

Πρόκειται περί των νεωτέρων Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας, του οποίου η αξία δεν έχει ακόμη αποτιμηθεί όπως πρέπει, κατά την εκτίμηση του μεγάλου συγχρόνου Πατρολόγου μακαριστού Στυλιανού (μοναχού Γερασίμου) Παπαδοπούλου. Μιλάμε για τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, που «γεννήθηκε στη Νάξο το έτος 1749 από γονείς ευσεβείς και ενάρετους, τον Αντώνιο και Αναστασία Καλλιβούρση (η οποία εμόνασε στην Ιερά Μονή Χρυσοστόμου Νάξου, με το όνομα Αγάθη). Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Νικόλαος και από μικρός έδειχνε ότι ήταν άνθρωπος μεγάλης αρετής και φοβερής ευφυΐας. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στη Νάξο και έπειτα στη σχολή της ίδιας πόλης επέκτεινε τις γνώσεις του, με δάσκαλο τον αδελφό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο. Κατόπιν 16 χρόνων πήγε στην Ελληνική σχολή της Σμύρνης, όπου κοντά σε φημισμένους διδασκάλους έλαβε ανώτερη παιδεία και αρετή. Μετά από ορισμένες περιπέτειες, το 1775 πήγε στο Άγιον Όρος. Εκεί, στη Μονή του Άγιου Διονυσίου εκάρη μοναχός με το όνομα Νικόδημος. Οι Πατέρες της Μονής, που διέκριναν τα μεγάλα φυσικά και επίκτητα χαρίσματα του Νικόδημου, τον διόρισαν αναγνώστη και γραμματέα της Μονής. Στη Μονή αυτή ο Νικόδημος, υπήρξε υπόδειγμα διακονίας και πράξεων αρετής. Έπειτα αποσύρθηκε σε κάποιο κελί, όπου με ασκητικό τρόπο, επιδόθηκε στη μελέτη και συγγραφή πολλών οικοδομητικών, θεολογικών και αγιολογικών βιβλίων. Μεταξύ αυτών είναι ο «Συναξαριστής», το «Εορτοδρόμιον», η «Νέα Κλίμακα», ο «Αόρατος Πόλεμος» και άλλα πολλά.

Τελικά μετά από διάφορες περιπέτειες, που υπέστη στη βραχύχρονη ζωή του, απεβίωσε από ημιπληγία, σε ηλικία 60 χρονών, τις πρώτες ορθρινές ώρες της 14ης Ιουλίου του έτους 1809 στο κελί των Σκουρταίων, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Τα τελευταία του λόγια ήταν η απάντηση που έδωσε στους μαθητές του όταν τον ρώτησαν αν ησυχάζει: «Τον Χριστό έβαλα μέσα μου και πως να μη ησυχάσω;». Ενταφιάστηκε στο Λαυριωτικό Κελί των Σκουρταίων στις Καρυές του Άγιου Όρους, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο πνευματικό συγγραφικό έργο, που σήμερα αποτελεί κεφάλαιο για τον λαό της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Εκκλησία μας επάξια από το έτος 1955 τον κατέταξε στο Αγιολόγιο της».

Λοιπόν, μπορεί οι Πατρολόγοι της Εκκλησίας να μην έχουν φτάσει στο ζητούμενο: την τελική αποτίμηση της θεολογικής εμβρίθειας του μεγάλου οσίου, όμως η Εκκλησία ως το σώμα του ζώντος Χριστού έδωσε το «στίγμα» του× ο Αγιορείτης Νικόδημος είναι όσιος με διακηρυγμένη την αγιότητά του και επιβεβαιωμένη την τεράστια συμβολή του στον εν Χριστώ καταρτισμό των χριστιανών, όχι μόνο αυτών που έζησαν στην εποχή του αλλά και στις μετέπειτα εποχές, όπως και τη σημερινή και όλες όσες θα ακολουθήσουν. Για έναν απλούστατο λόγο: τα κείμενα του οσίου δεν είναι αποκυήματα της φαντασίας ενός θεολόγου, έστω και πολύ καλού, αλλά καρπός του φωτισμένου από το Πνεύμα του Θεού νου του λόγω της αγίας και απολύτως σύμφωνης προς τις εντολές του Κυρίου βιοτής του. Ο λόγος του λοιπόν, για να θυμηθούμε τον εξίσου μεγάλο όσιο Σωφρόνιο τον Αθωνίτη, μένει εις τον αιώνα, που θα πει ότι εμβαπτιζόμενος κανείς σε αυτόν εμβαπτίζεται στους λόγους της χάριτος, περιπολεί κυριολεκτικά στους λειμώνες του νοητού Παραδείσου. Και να, μία σπουδαία επιβεβαίωση της παραπάνω πραγματικότητας διά στόματος του μεγάλου και αυτού Παϊσίου του Αγιορείτου. Είπε ο όσιος Παḯσιος: «Και μόνον για την ακολουθία των Αγιορειτών Πατέρων που έγραψε, άξιζε να γίνει Άγιος, ο Άγιος Νικόδημος. Με τι ευλάβεια είναι γραμμένη! Αισθάνεσαι ότι ανήκει και αυτός σε αυτούς που εξυμνεί» - ποιος μπορεί να διακρίνει καλύτερα το ύψος ενός αγίου από έναν επίσης άγιο;

Από το συναξάρι του τα τελευταία λόγια του, απάντηση στους μαθητές του, αποκαλύπτουν τον πυρήνα όλης της ζωής του: «Τον Χριστό έβαλα μέσα μου και πώς να μην ησυχάσω;» Η ζωντανή σχέση του με τον Κύριο, η αίσθηση της παρουσίας Του στην ψυχοσωματική ύπαρξή του ήταν εκείνο που σφράγιζε την πορεία του στον κόσμο τούτο. Και ναι μεν η συγκεκριμένη απάντησή του δόθηκε όταν μόλις είχε κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων, κάτι που έκανε διαρκώς ιδίως στα τελευταία του, οπότε πραγματοποιείτο και σ’ αυτόν ό,τι ο ίδιος ο Κύριος είχε βεβαιώσει: «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ», όμως την ίδια ακριβώς απάντηση θα έδινε, και πράγματι έδινε, και για κάθε στιγμή της ζωής του. Και δεν είναι σχήμα υπερβολής τούτο, γιατί ο Κύριος που μίλησε γι’ αυτήν την περιχώρησή Του με κάθε πιστό που Τον κοινωνεί μυστηριακά, μίλησε εξίσου και για την περιχώρησή Του με τους πιστούς Του όταν εκείνοι αγωνίζονται τον αγώνα τηρήσεως των αγίων Του εντολών. «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς εκείνος εστίν ο αγαπών μου» είπε, «ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν». Κι ο άγιος Ιωάννης ο ευαγγελιστής θα σημειώσει επ’ αυτού: «Ο τηρών τας εντολάς του Θεού, εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ», όπως και «ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».

Με άλλα λόγια η θεία κοινωνία, η μέθεξη στον Κύριο και δι’ Αυτού σε όλην την Αγία Τριάδα δεν επιτυγχάνεται μόνον μυστηριακά, με τη συμμετοχή στο σώμα και στο αίμα του Κυρίου, αλλά, όπως λέει συγκεκριμένα και ο όσιος Νικόδημος, και πνευματικά, κάθε φορά που ο πιστός θέτει τον εαυτό του, την ψυχή και το σώμα του, εκεί που υποδεικνύουν οι εντολές του Θεού. Για παράδειγμα: ενώ ο εγωισμός ενός χριστιανού που αδικήθηκε τον σπρώχνει να εκδικηθεί, εκείνος εν πίστει αφήνει την όποια εκδίκηση στον Κύριο συγχωρώντας τον άνθρωπο που τον αδίκησε× ή, επίσης, η «σιωπή χειλέων», πολύ περισσότερο η «σιωπή λογισμών» σε ύβρεις συνανθρώπων του, επειδή ακριβώς θέλει να μένει στη βασική εντολή της αγάπης, συνιστούν μία υπέρβαση των παθών, που  αποτελεί πολύ δραστική μετοχή στον Κύριο, μία θεία κοινωνία που τον καθιστά ενεργό μέλος Εκείνου: «εν Αυτώ μένει και Αυτός εν αυτώ» - σαν να ανυψώνεται ο πιστός και να εισέρχεται στο ποτάμι της θείας αγάπης. Στην πραγματικότητα ο αγώνας αυτός που κινεί τον πιστό να μη μένει στον εγωισμό του αλλά  στην αναζήτηση του θελήματος του Θεού αποτελεί την κατεξοχήν ενεργοποίηση της μεγαλύτερης δωρεάς που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο, να είναι μέλος του αγίου Του σώματος. Μέλος Χριστού δεν είναι κάθε πιστός που έχει βαπτιστεί και έχει χριστεί στο όνομα του Χριστού; Λοιπόν, ο μοναδικός δρόμος που κρατάει ανοιχτή και ζωντανή τη σχέση του μέλους προς την κεφαλή είναι πέραν της συμμετοχής όπως είπαμε στο σώμα και το αίμα του Χριστού, η τήρηση του αγίου Του θελήματος. Γι’ αυτό και δεν μας παραξενεύει το γεγονός που σημειώνουν όλοι οι άγιοι Πατέρες μας στοιχώντας στον λόγο της Γραφής, ότι ο κάθε εν επιγνώσει χριστιανός είναι ένας άλλος Χριστός στον κόσμο, μία δική Του προέκταση, κατά την αποκάλυψή Του: «εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα».

Το συγκεκριμένο απόσπασμα από το έργο του οσίου Νικοδήμου «Αόρατος Πόλεμος» που αναφέρεται στην παραπάνω αλήθεια δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης: «Αν και μυστηριακά δεν μπορούμε να δεχτούμε τον Κύριό μας περισσότερο από μία φορά την ημέρα, ωστόσο πνευματικά και νοερά μπορούμε να τον δεχόμαστε κάθε ώρα και στιγμή μέσω της εργασίας όλων των αρετών και των εντολών, ειδικά όμως μέσω της θείας προσευχής και μάλιστα της νοερής. Ο Κύριος βρίσκεται κρυμμένος στις άγιες εντολές Του κι όποιος πράττει μια αρετή ή εντολή, δέχεται ταυτόχρονα στην ψυχή του και τον κρυμμένο μέσα σ’ αυτές Κύριο, ο οποίος υποσχέθηκε να κατοικήσει μαζί με τον Πατέρα Του, σε κείνον που θα τηρήσει τις εντολές Του, λέγοντας, «Εάν κάποιος με αγαπά, θα τηρήσει τα λόγια μου κι ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει και θα έλθουμε σ’ αυτόν και θα κατοικήσουμε σ’ αυτόν μαζί» (Ιωάν. 14,23). Αυτή η κοινωνία και ένωση με το Θεό δεν μπορεί να μας αφαιρεθεί από κανένα άλλο δημιούργημα, παρά μόνο από δικιά μας αμέλεια ή από κανένα άλλο δικό μας σφάλμα. Και μερικές φορές αυτή η κοινωνία είναι τόσο καρποφόρα και ευάρεστη στο Θεό, όσο ίσως δεν είναι πολλές άλλες μυστηριακές κοινωνίες, εξαιτίας της έλλειψης προϋποθέσεων εκείνων που τις δέχονται. Λοιπόν, όσες φορές έχεις ανάλογη διάθεση και προετοιμαστείς για μία τέτοια νοερή κοινωνία, θα βρεις πρόθυμο και έτοιμο τον Υιό του Θεού, ο οποίος από μόνος Του σε τρέφει πνευματικά με τα ίδια Του τα χέρια».

ΟΙ ΟΣΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ

«Οι άγιοι κατάγονταν από την Έδεσσα της Συρίας κι έζησαν επί βασιλείας Ιουστίνου του νέου. Κινούμενοι από θείο πόθο έφτασαν στα Ιεροσόλυμα, κι αφού προσκύνησαν το Τίμιο Ξύλο του Σταυρού, πήγαν στο μοναστήρι του αγίου Γερασίμου, για να γίνουν καλόγεροι. Πράγματι έλαβαν το σχήμα το μοναχικό από τον ηγούμενο Νίκωνα, αλλά πριν τη συμπλήρωση επτά ημερών, έφυγαν και κατοίκησαν στην έρημο, όπου και παρέμειναν επί σαράντα ολόκληρα χρόνια, ζώντας με μεγάλη άσκηση και σκληραγωγία. Έπειτα, ο μεν Ιωάννης παρέμεινε εκεί, ενώ ο μακάριος Συμεών επέστρεψε στην αγία Πόλη, παρακαλώντας στην προσευχή του να ζήσει εντελώς αφανής, γι’ αυτό και αφού προσποιήθηκε ότι είναι μωρός, έφτασε στην πόλη της Εμέσης. Στην κατάσταση αυτή της προσποίησης της σαλότητας έκανε πολλά θαύματα κι έπειτα αναπαύθηκε εν Κυρίω. Μετά το τέλος του όμως έγινε φανερό ένα ακόμη από τα θαύματά του, το οποίο και αναφέρουμε: Καθώς τον οδηγούσαν για να τον θάψουν δύο άνδρες, χωρίς καμία φροντίδα, χωρίς καθαρισμό και χωρίς θυμιάματα και ψαλμωδίες, έτυχε να περάσουν κάτω από τον οίκο ενός Εβραίου. Εκείνη την ώρα λοιπόν που περνούσε το λείψανο του αγίου, ακούστηκαν γλυκύτατες δοξολογίες από πλήθος ανθρώπων, σαν να τον προέπεμπαν και να τον περιτείχιζαν όλοι αυτοί, τόσο που ο Εβραίος έσκυψε να δει τι γίνεται. Αυτός τότε είδε ότι προπέμπεται ο Συμεών, κρατούμενος μόνον από δύο φτωχούς άνδρες, οπότε είπε: «Είσαι μακάριος, σαλέ, γιατί μη έχοντας ανθρώπους να σε ψάλουν, είχες επουράνιες Δυνάμεις να σε τιμούν με ύμνους». Αμέσως τότε κατέβηκε και με τα ίδια του τα χέρια τον φρόντισε και τον κήδευσε. Μετά από ημέρες, ήλθε ο φίλος και συνασκητής του Ιωάννης, που τον βρήκε να έχει εκδημήσει προς τον Κύριον».

Το θαυμαστό και παράδοξο από το συναξάρι των οσίων αυτών δεν εξαντλείται ίσως στη διά Χριστόν σαλότητα του Συμεών: όντως, η επιλογή αυτού του δρόμου – της σαλότητας – ως τρόπου τελειώσεως του ανθρώπου είναι πέραν αυτών που γνωρίζουμε από τη συνήθη πνευματική ζωή των αγίων. Είναι, θα λέγαμε, μία νόμιμη οδός «παρανομίας». Γι’ αυτό και δεν μπορούν οι περισσότεροι να ακολουθήσουν ουδ’ επ’ ελάχιστον την οδό αυτή, ενώ όσοι την ακολούθησαν ανήκουν σε μία πολύ μικρή ομάδα, που έλαβαν από τον Θεό το χάρισμα τούτο. Εκείνοι οι οποίοι χωρίς την ιδιαίτερη κλήση από τον Θεό θέλησαν να υπάγουν «εμπαίξαι τον κόσμον», διεπίστωσαν πολύ σύντομα ότι απατήθηκαν από τον διάβολο και εμπαίχτηκαν από αυτόν.

Αιτία για τον δαιμονικό εμπαιγμό τους ήταν το γεγονός ότι μάλλον δεν μέτρησαν σωστά τις αντοχές τους. Η σαλότητα απαιτεί τεράστια ψυχική δύναμη, εκτός από αυτήν που δίνει η χάρη του Θεού, διότι ο εμπαίζων τον κόσμο σημαίνει ότι έρχεται αντιμέτωπος με την ενυπάρχουσα στον άνθρωπο ανάγκη κοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους – ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό να είναι κοινωνικό ον. Πρέπει ο διά Χριστόν σαλός να έχει βάλει τον εαυτό του στο κατώτερο δυνατό σημείο σε σχέση με τους άλλους, να ζει δηλαδή ορθά την κατά Χριστόν ταπείνωση, για να μη «διαλυθεί» ψυχικά από την περιφρόνηση των ανθρώπων που συνοδεύει μία τέτοια επιλογή ζωής. Κι αυτό σημαίνει ότι ένας τέτοιος άνθρωπος νιώθει διαρκώς συνδεδεμένος με τον Θεό, ο Οποίος Αυτός μόνος τον στηρίζει και τον παρηγορεί.

    Είπαμε, όμως, ότι δεν είναι η σαλότητα του αγίου Συμεών το μόνο θαυμαστό και παράδοξο από τη ζωή και των δύο αγίων. Θαυμαστό και παράδοξο είναι και το γεγονός ότι ούτε επτά ημέρες δεν πέρασαν από την κουρά τους σε μοναχούς, κι οι άγιοι εγκατέλειψαν το μοναστήρι τους για να πάνε στα ενδότερα της ερήμου και να μονάσουν. Γιατί είναι παράδοξο τούτο; Διότι κατά την κανονική παράδοση της Εκκλησίας μας και την κανονική πνευματική ζωή, ένας μοναχός για να φύγει και να μονάσει μόνος, πρέπει να έχει διέλθει αρκετά έως πολλά χρόνια μοναχικής ζωής σε κοινόβιο. Διαφορετικά, τον παραλαμβάνει ο διάβολος και τον εμπαίζει και στη φάση αυτή. Στην κανονικότητα όμως υπάρχουν πάντοτε και οι εξαιρέσεις. Και στους αγίους βλέπουμε πράγματι την εξαίρεση. Προφανώς, ήταν τέτοια η αγάπη τους στον Θεό, ενεργούσε τόσο θαυμαστά η χάρη Του στην καρδιά τους, ώστε έλαβαν πληροφορία για την έξοδό τους αυτή.

Μα, υπάρχει και τρίτο θαυμαστό και παράδοξο στη ζωή τους, και μάλιστα από το συναξάρι του αγίου Συμεών: ο Θεός θέλησε να φανερώσει τη μεγάλη αγιότητά του όχι σε έναν ή περισσοτέρους χριστιανούς, αλλά σε έναν Εβραίο. Δεν είναι βεβαίως το σύνηθες. Προφανώς όμως και πάλι, ο Εβραίος αυτός δεν ήταν τυχαίος άνθρωπος. Πρέπει να ήταν καλοδιάθετος, όχι φανατισμένος, με γνησιότητα αναζήτησης της αλήθειας, γι’ αυτό και ο Θεός τον κάλεσε στη χριστιανική πίστη μέσα από το θαυμαστό περιστατικό της εξοδίου πορείας του Συμεών, τον οποίο φαίνεται ότι γνώριζε, αλλ’ ως σαλό. «Τις έγνω νουν Κυρίου ή τις σύμβουλος αυτού εγένετο;» Ο Θεός είναι ο κατεξοχήν εφευρετικός στις κλήσεις των ανθρώπων, γιατί βεβαίως είναι ο μόνος «γινώσκων τα εγκάρδια». Με άλλα λόγια η παραδοξότητα της ζωής των αγίων αυτών, και μάλιστα του Συμεών, συνεχίστηκε και μετά τον θάνατό του.

    Θαυμάζουμε τον τρόπο ζωής των αγίων Ιωάννη και Συμεών του διά Χριστόν σαλού. Δεν μπορούμε όμως να ακολουθήσουμε τη συγκεκριμένη τους επιλογή. Ιδιαιτέρως το χάρισμα της διά Χριστόν σαλότητας στην εποχή μας παρα…είναι σπάνιο, διότι, ίσως, όπως έλεγε και ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης, η εποχή μας βρίθει γενικώς σαλών. Η αγάπη τους όμως προς τον Θεό και η τεράστια ταπείνωσή τους, ναι, είναι αρετές που πρέπει πάντοτε να έχουμε κατά νου και ενώπιόν μας.