«Μεμέρισται ὁ Χριστός; Μή Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπέρ ὑμῶν; ῎Η εἰς τό ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;»
(Α´ Κορ. 1, 13)
Ὁ ἀπόστολος τῆς ἡμέρας ἀποτελεῖ τήν πιό ἔντονη κραυγή τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιά τήν
ὁμοφροσύνη καί τήν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν, καθώς ἀπευθύνεται μάλιστα στούς πιστούς
τῆς Κορίνθου, στήν ᾽Εκκλησία τῶν ὁποίων εἶχαν παρουσιασθεῖ σημάδια διάσπασης καί
σχίσματος. Εἶχαν ὁμαδοποιηθεῖ κατά κάποιον τρόπο οἱ ἐκεῖ πιστοί προβάλλοντας ἡ
κάθε ὁμάδα εἴτε τόν Πέτρο εἴτε τόν Παῦλο εἴτε τόν ᾽Απολλώ, σπουδαίους ἀποστόλους
ὄντως καί μεγάλες προσωπικότητες, χωρίς νά κατανοοῦν ὅμως ὅτι ἡ ὑπέρ τό δέον
προβολή κάποιου, ἔστω καί ἀποστόλου καί μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ, στήν πραγματικότητα
ἀκυρώνει τήν πίστη στόν ἴδιο τόν Κύριο, τόν Σωτήρα τοῦ κόσμου. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ἀντίδρασή
του εἶναι ἔντονη: «Διαμοιράστηκε ὁ Χριστός; Μήπως ὁ Παῦλος σταυρώθηκε γιά χάρη
σας; ῎Η στό ὄνομα τοῦ Παύλου βαπτισθήκατε;» ῾Ο μερισμός καί τό σχίσμα γιά τόν ἀπόστολο
ἦταν ὅ,τι χειρότερο μποροῦσε νά τούς συμβεῖ. Διαγραφόταν ἡ ἴδια ἡ σωτηρία πού ἔφερε
ὁ Χριστός.
1. Καί
βεβαίως θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ ὅτι ἴσως ἡ ἀντίδρασή τοῦ ἀποστόλου Παύλου
ἦταν ὑπερβολική, δεδομένου ὅτι οἱ πιστοί δέν ἔφευγαν ἀπό τήν ᾽Εκκλησία καί τήν
πίστη. Στούς ἀποστόλους ῾ἐκολλῶντο᾽, στούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ, σ᾽ ἐκείνους
δηλαδή πού κήρυσσαν τό Εὐαγγέλιο καί ἔδειχναν διαρκῶς πρός τόν Χριστό. Δέν ἦταν
σημάδι χριστιανικῆς πίστεως ἡ συγκεκριμένη ἀναφορά τους σ᾽ αὐτούς; ῾Ο ἴδιος ὁ ἀπόστολος
᾽Ιωάννης δέν γράφει ἤδη στήν ἀρχή τῆς Α´ Καθολικῆς ἐπιστολῆς του ὅτι προϋπόθεση
τῆς κοινωνίας μέ τόν Χριστό εἶναι ἡ κοινωνία μέ τούς ἀποστόλους; ῾῞Ινα καί ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ᾽ ἡμῶν˙ καί
ἡ κοινωνία δέ ἡ ἡμετέρα μετά τοῦ πατρός καί μετά τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ᾽.
Ἡ ᾽Εκκλησία μας ἀργότερα ὁριοθετώντας τήν πίστη της μέ τό Σύμβολο τῆς πίστεως
δέν λέει ὅτι ἡ πίστη αὐτή γιά νά εἶναι ἀληθινή πρέπει ἐκτός ἀπό μία, ἁγία καί
καθολική νά εἶναι καί ἀποστολική; Πῶς λοιπόν μέ τόσο ἀπόλυτο τρόπο ὁ ἅγιος Παῦλος
καταδικάζει καί δαιμονοποιεῖ τήν προσκόλληση σέ κάποιον ἀπόστολο, ἀκόμη καί τόν
ἴδιο;
2. Προφανῶς ὁ ἀπόστολος
εἶχε δίκιο. Διότι ἀπό ὅ,τι περιγράφει ἡ κατάσταση στήν Κόρινθο δέν βρισκόταν
μέσα στό πλαίσιο τῆς ὀρθῆς ἀποστολικότητας. Οἱ πιστοί δέν ἦταν προσκολλημένοι
στούς ἀποστόλους, ὥστε νά εἶναι προσανατολισμένοι στόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό γιά ἕνωση
μαζί Του, ἀλλά ἔπαιρναν ὡς ἀφορμή τήν προσκόλλησή τους αὐτή γιά νά προβάλουν
τόν ἐγωϊσμό τους καί τήν κυριαρχία τους ἐπί τῶν ἄλλων. Τά πάθη τους ἔβγαζαν καί
τήν ἀντιπαλότητα ἀπέναντι στούς συνανθρώπους τους ἀποκάλυπταν, ὑπό τό πρόσχημα ὅμως
τῆς θρησκευτικῆς ἀναφορᾶς τους. Αὐτό πού ὁ Κύριος ἦλθε νά καταργήσει: τόν ἐγωϊσμό
ὡς πυρήνα τῆς ἁμαρτίας, αὐτό ἔβρισκε ἄλλους δρόμους γιά νά ξεγελᾶ τούς ἀνθρώπους
καλυπτόμενο κάτω ἀπό τήν μάσκα τῆς ῾θρησκευτικῆς᾽ πίστεως. ῾Η μορφή δηλαδή τῆς
εὐσέβειας: ῾εἶμαι τοῦ Παύλου ἤ τοῦ Πέτρου᾽,
ἔριχνε κυριολεκτικά στάχτη στά μάτια γιά νά ἐξαφανίζεται ἡ ὅποια οὐσία τῆς
ἀληθινῆς εὐσέβειας, ἡ ζωντανή σχέση μέ τόν Χριστό. ῞Ο,τι ὁ ἀπόστολος θά γράψει
κάπου ἀλλοῦ γιά «τούς ἔχοντας τήν
μόρφωσιν τῆς εὐσεβείας, ἀλλά ἠρνημένους τήν δύναμιν αὐτῆς», φαινόταν ἀνάγλυφο
στούς πιστούς τῆς Κορίνθου. Κι αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη τραγικότητα: νά δηλώνεις
χριστιανός, νά νομίζεις ὅτι εἶσαι πιστός ᾽Εκείνου καί νά εἶσαι ἕρμαιο τῶν παθῶν
σου καί ὑποχείριο τοῦ διαβόλου. Γιατί ἀσφαλῶς μόνον ὡς παγίδα τοῦ παμπόνηρου
διαβόλου μπορεῖ κανείς νά θεωρήσει τήν παραπάνω πραγματικότητα. ῾Ο ἴδιος ὁ
Κύριος εἶχε περιγράψει κάτι ἀνάλογο: θά σκοτώνουν τούς μαθητές Του, πιστεύοντας
ὅτι προσφέρουν λατρεία στόν Θεό. «Καί πᾶς
ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ».
3. Δυστυχῶς ἡ
τραγικότητα τοῦ μερισμοῦ καί τοῦ σχίσματος τῶν πιστῶν τῆς Κορίνθου δέν
σταμάτησε μόνο σ᾽ αὐτούς μέ τήν ἐπέμβαση τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Συνεχίστηκε καί
στά μετέπειτα χρόνια καί συνεχίζεται μέχρι καί σήμερα, ὅπου ὑπάρχουν πιστοί καί
᾽Εκκλησίες. ῾Η διάσπαση ὡς ἔκφραση ἐγωϊσμοῦ ὑπάρχει ὡς μόνιμος πειρασμός σέ
κάθε ἐποχή κι εἶναι δύσκολο νά διαπιστωθεῖ ἀμέσως, γιατί ἀκριβῶς παίρνει μορφή «ἐκκλησιαστική».
Κι αὐτό σημαίνει ὅτι χρειάζεται διαρκής ἐπαγρύπνηση γιά τήν ἀποφυγή τέτοιων ὕπουλων
χτυπημάτων τῆς ἑνότητας τῆς ᾽Εκκλησίας. Φαινόμενα κατά τά ὁποῖα ὁμάδες πιστῶν ῾γκετοποιοῦνται᾽
μέ κέντρο καί ἀναφορά ἕναν Γέροντα, ἕναν κληρικό, ἕνα μοναστήρι ἴσως, μπορεῖ νά
μήν εἶναι τόσο ἀθῶα ὅσο φαίνονται. Κι ἀπαιτεῖται ἰδιαίτερη εὐαισθητοποίηση καί ἀπό
πλευρᾶς τῶν ῾κέντρων᾽ αὐτῶν, ὥστε νά μήν ἀφήνουν νά γίνονται ἀντικείμενα
λατρείας. Γιατί ἡ πίστη μας καί ἡ σωτηρία μας βρίσκεται σέ ἕνα καί μοναδικό
πρόσωπο: τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό. «Αὐτός ἐστιν
ὁ ἀληθινός Θεός καί ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου», Αὐτός εἶναι τό νόημα καί ἡ βάση τοῦ
παντός, δεδομένου ὅτι μέ τήν Σταυρική Του θυσία καταργήθηκε τό κεντρικό
πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου: ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος πού εἶναι τό ἀποτέλεσμά της. Χωρίς
τόν Χριστό τί νά τόν κάνεις τόν ἀπόστολο, τί νά τόν κάνεις τόν Γέροντα, τί νά
τόν κάνεις τόν ὅποιο κληρικό; ᾽Ακόμη κι ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, ὅπως κι ὅλοι
οἱ ἅγιοι, τί νόημα θά εἶχαν χωρίς ᾽Εκεῖνον; ῎Αν ὁ ὁποιοσδήποτε ἔχει κάποια ἀξία
στόν κόσμο αὐτόν, εἶναι λόγω τῆς σχέσης Του μέ τόν Κύριο. «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν», ὅπως μᾶς ἀποκάλυψε ὁ ῎Ιδιος.
4. Ὁ ἀπόστολος
Παῦλος καταθέτει μέ ἀπόλυτο τρόπο τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ᾽Εκκλησίας: «Μή Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπέρ ὑμῶν; ῎Η εἰς τό ὄνομα
Παύλου ἐβαπτίσθητε;» Ὁ Χριστός μᾶς σώζει, γιατί σ᾽ Αὐτόν καί μόνο βρίσκουμε τήν ἑνότητά μας. ῾Ο Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τοῦ
σώματος καί ὅλοι οἱ ἄλλοι εἴμαστε μέλη αὐτοῦ τοῦ σώματος. Κάθε ἄλλη θεώρηση τῆς
᾽Εκκλησίας λειτουργεῖ ἀποπροσανατολιστικά, δηλαδή λειτουργεῖ δαιμονικά καί εἰς
βάρος τοῦ ἀνθρώπου. ῎Ετσι λειτουργεῖ τό σχίμα, ἔτσι λειτουργεῖ πολλῷ μᾶλλον ἡ αἵρεση,
γι᾽ αὐτό καί δέν ὑπάρχουν χειρότερες καταστάσεις ὅπως εἴπαμε ἀπό αὐτές. Κι ἐκεῖ
πού ὁ ἀπόστολος μᾶς δίνει διαχρονικά τήν ὀρθή ἱεράρχηση τῶν πραγμάτων, ἡ ὁποία
γινόμενη ἀποδεκτή κυριολεκτικά σώζει τόν ἄνθρωπο κάνοντάς τον νά ῾περιπολεῖ ὡς
Θεός ἐν τῷ κόσμῳ᾽ μέ τίς δυνάμεις τοῦ ῎Ιδιου τοῦ Θεοῦ, εἶναι στό τέλος τοῦ
τρίτου κεφαλαίου τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς του στούς Κορινθίους. Στό ὀξύ πρόβλημα τῶν
σχισματικῶν καταστάσεων τῆς Κορίνθου καταλήγει: «Τά πάντα (εἴτε Παῦλος εἴτε Κηφᾶς εἴτε ᾽Απολλώς) ὑμῶν ἐστι, ὑμεῖς δέ Χριστοῦ, Χριστός δέ Θεοῦ».
῞Ολα σ᾽ αὐτήν τήν ζωή, ἄνθρωποι καί πράγματα, σᾶς ἀνήκουν, εἶναι κάτω ἀπό ἐσᾶς,
γιατί ἐσεῖς τελικά ἀνήκετε μόνο στόν Χριστό, ὅπως κι Αὐτός ἀνήκει στόν Θεό.
Μπορεῖ ὁ ἀπόστολος νά μή θέλει νά δεχτεῖ ὅτι
κύριο ἔργο του εἶναι νά βαπτίζει τούς ἀνθρώπους, γιατί εἶχε κληθεῖ πρώτιστα
πρός εὐαγγελισμό αὐτῶν, ὅμως αὐτά πού κηρύσσει καταλήγουν στό βάπτισμα καί τό
τί ὁ ἄνθρωπος γίνεται μέ αὐτό: μέλος Χριστοῦ, φανέρωση ᾽Εκείνου στόν κόσμο. «῞Οσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε».
῾Η συνειδητοποίηση ὅτι ὡς χριστιανοί εἴμαστε ἕνα πιά μέ τόν Χριστό, γεγονός πού
ἐνεργοποιεῖται καί αὐξάνει στόν βαθμό πού ζεῖ κανείς τήν ἐκκλησιαστική ζωή, εἶναι
καί ἡ μόνη λύση στό κάθε σχίσμα πού πάει νά ἀναφανεῖ καί πού ὁδηγεῖ τελικῶς
στήν αἵρεση καί τήν καταστροφή.