07 Οκτωβρίου 2023

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΕΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΚΧΟΣ

«Οι άγιοι έζησαν επί της βασιλείας του Μιξιμιανού. Και ο μεν Σέργιος ήταν Πριμικήριος, δηλαδή αρχηγός, της σχολής των Κιντιλίων, ο δε Βάκχος ήταν Σεκουνδικήριος, δηλαδή δεύτερος, της ίδιας σχολής. Εξαρχής μυήθηκαν στη χριστιανική πίστη και έμαθαν καλά τις θεόπνευστες Γραφές, γι’  αυτό και κατηγορήθηκαν ως χριστιανοί στον βασιλιά, ο οποίος τους διέταξε να προσφέρουν μαζί του θυσία στα είδωλα. Λόγω της άρνησής τους, τους αφαίρεσαν τις ζώνες και τα περιλαίμιά  τους, και τους φόρεσαν γυναικεία ενδύματα, περιφέροντάς τους με σίδερα στα πόδια στο κέντρο της πόλεως, προς διακωμώδηση και ύβρη, ενώ στη συνέχεια τους οδήγησαν στον ηγεμόνα Αντίοχο, στην πόλη των Ευφρατησίων. Καθώς πλησίαζαν, τους εμφανίστηκε άγγελος που τους  γέμισε από δύναμη και θάρρος, και ο μεν Βάκχος, αφού πρώτα κτυπήθηκε επί πολύ ώρα με ωμά νεύρα, μέσα σ’ αυτά τα βασανιστήρια παρέδωσε το πνεύμα, ο δε Σέργιος, αφού ανακρίθηκε με διαφόρους τρόπους, καθηλώθηκε στα πόδια σε σιδερένιες κρηπίδες, κι αφού αναγκάστηκε να τρέχει επί πολύ, έπειτα κλείστηκε στη φυλακή, και πάλι καθηλώθηκε στις ίδιες κρηπίδες, μέχρις ότου στο τέλος του έκοψαν το κεφάλι με ξίφος».

Οι άγιοι Σέργιος και Βάκχος δεν ανήκουν απλώς στη χορεία των μαρτύρων της Εκκλησίας μας, αλλά στους μεγαλομάρτυρες αυτής. Στη βυζαντινή εποχή μάλιστα τιμώνταν ιδιαιτέρως, γι’  αυτό και ο Ιουστινιανός έκτισε μοναστήρι προς τιμή τους, που σήμερα – από τα σημαντικότερα σωζόμενα χριστιανικά μνημεία της πρώιμης βυζαντινής περιόδου – έχει το όνομα τέμενος Κιουτσούκ Αγιασοφιά, δηλαδή Μικρή Αγία Σοφία. Την αγιότητα και το μαρτύριό τους ευλαβήθηκαν, κατά τον υμνογράφο, και «οι ουράνιες πύλες, οι οποίες άνοιξαν αμέσως χάριν των μαρτύρων, διότι το μαρτύριό τους χαριτώθηκε από τον ίδιο τον Κύριο, ενώ έτρεψε σε φυγή τις φάλαγγες των δαιμόνων» (ωδή ς΄). Αιτία βεβαίως για την ιδιαίτερη ευαρέσκεια του Θεού από το μαρτύριο των αγίων ήταν το κίνητρό τους: «ο πόθος για τον Χριστό, ο οποίος τους έκανε να βδελύσσονται κάθε κοσμική δόξα και γοητεία, και να προσβλέπουν μόνον στον Κύριο, αθλούμενοι υπέρ Αυτού νομίμως, δηλαδή χωρίς να χάνουν καθόλου την αγάπη τους ακόμη και προς τους βασανιστές τους» (ωδή γ΄).

Εκείνο που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση από την υμνολογία των αγίων σήμερα, είναι ότι ο υμνογράφος όχι μία, αλλά πολλές φορές τονίζει τον μεταξύ των δύο αυτών αγίων σύνδεσμο, ο οποίος θεμελιωνόταν όχι στους δεσμούς αίματος – δεν ήταν φυσικά αδέλφια οι άγιοι – αλλά στην κοινή τους πίστη στον Χριστό. «Με τον τρόπο του Δαυίδ φώναζαν δυνατά οι μάρτυρες Σέργιος και Βάκχος: Τι υπάρχει καλύτερο ή ωραιότερο, από το να κατοικούν αδελφοί στον ίδιο τόπο και με την ίδια γνώμη; Όχι γιατί ήταν ενωμένοι με φυσική σχέση, αλλά με την κοινή τους πίστη» (αίνοι). Κι αλλού: «Αυτούς που η φύση δεν γνώρισε ως σαρκικούς αδελφούς, η πίστη τούς οδήγησε σαν από ανάγκη να έχουν αδελφικό φρόνημα μέχρι και το μαρτύριο» (αίνοι). Κι αυτή η κοινή πίστη που τους έδενε σαν αδέλφια και παραπάνω από αδέλφια, οφείλετο βεβαίως στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα ζώντας στην καρδιά και την ύπαρξή τους τούς έκανε να έχουν μία ψυχή και μία καρδιά: «ου φύσεως ακολουθία, αλλά πίστεως ενώσει του Αγίου Πνεύματος» (αίνοι).

Ο ιδιαίτερος τονισμός της αλήθειας αυτής από τον υμνογράφο δεν γίνεται, νομίζουμε, τυχαία. Ο υμνογράφος γνωρίζει ότι μερικές φορές ο φυσικός δεσμός δεν λειτουργεί με τον τρόπο που πρέπει, δηλαδή μέσα στα πλαίσια της αγάπης. Υπάρχουν φορές που το μίσος διακατέχει αυτούς που συνδέονται με τους δεσμούς αίματος. Ακόμη και παροιμία υπάρχει πάνω σ’ αυτό: «Μισούνται σαν αδέλφια» -  μία τραγική, δυστυχώς, πραγματικότητα. Εκείνος όμως ο δεσμός που μένει ακατάλυτος, που πραγματικά ενώνει τους ανθρώπους, είναι ο δεσμός που δημιουργεί το ίδιο το Πνεύμα του Θεού πάνω στην κοινή πίστη του Χριστού.  Και τούτο γιατί όπου υπάρχει το Πνεύμα του Θεού υπάρχει η αληθινή αγάπη, τέτοια που ακόμη και ο θάνατος είναι ανίσχυρος μπροστά της. Το ζωντανό παράδειγμα των αγίων Σεργίου και Βάκχου είναι μία από τις πολλές αποδείξεις.

06 Οκτωβρίου 2023

«ΑΠΙΣΤΙΑ» ΚΑΙ ΑΠΙΣΤΙΑ!

Η επιφυλακτικότητα του μαθητή του Κυρίου Θωμά απέναντι στην ομολογία των άλλων μαθητών ότι ανέστη ο Κύριος γίνεται πάντοτε αφορμή προβληματισμού για το μεγάλο θέμα της δυσπιστίας κι ακόμη και της απιστίας. Διότι η πίστη και η απιστία είναι τα θέματα που ταλάνισαν, ταλανίζουν και θα ταλανίζουν πάντοτε την ανθρωπότητα, η οποία σ’ ένα μεγάλο ποσοστό έχει συνηθίσει να βαδίζει με βάση τις αισθήσεις και τη λογική της, ακόμη δε περισσότερο με βάση, ιδίως όσον αφορά τους περισσότερο μορφωμένους ανθρώπους, με βάση το δικό τους θέλημα και το «έτσι μ’  αρέσει»! Στο θέμα μάλιστα της πίστεως στον Ιησού Χριστό εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ, διότι η πίστη αυτή απαιτεί όχι μία απλή διανοητική αποδοχή, αλλά κυριολεκτικά αλλαγή της ζωής, μετάνοια ως επιστροφή προς τον Θεό, κάτι που προσκρούει οδυνηρά στα πάθη του ανθρώπου και τον άμετρο εγωισμό του.

Η απιστία του Θωμά βεβαίως χαρακτηρίζεται από την Εκκλησία μας ως «καλή απιστία» - «ω, καλή απιστία του Θωμά»! Μπορεί σε πρώτη φάση να είχε εγκλωβιστεί στην απομόνωσή του λόγω της προτεραιότητας που έδινε στη λογική του, βασισμένη στις αισθήσεις του: «εάν μη ίδω ου μη πιστεύσω», όμως στη συνέχεια θέτει εν αμφιβόλω το δικό του θέλημα, ερχόμενος σε κοινωνία με τους άλλους μαθητές, για να μετάσχει κι αυτός στην έκπληξη: την όραση του αναστημένου Χριστού! Κι αυτό σημαίνει ότι η καλή απιστία μπορεί να έχει το χαρακτηρισιτικό της αμφιβολίας, όμως αφήνει κι ένα περιθώριο για κάτι άλλο, αφήνει ένα περιθώριο στην... ταπείνωση! Δεν «τσιμεντοποιεί» δηλαδή τη βούληση του ανθρώπου, διότι τελικώς κυριαρχεί η αναζήτηση της αλήθειας!

Η άλλη απιστία όμως, η «κακή» θεωρούμενη, είναι αυτή που έχει το στοιχείο της απολυτότητας, συνεπώς και το στοιχείο της ελλείψεως της αυτογνωσίας – άνθρωπος «μπετόν αρμέ» όπως λέγεται δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ψυχικά υγιής και «πετάει στα σύννεφα» των λογισμών του! Στην πραγματικότητα όμως η εμπειρία δείχνει ότι η όποια απολυτότητα της απιστίας κρύβει παγιωμένες συνήθειες αμαρτωλού τρόπου ζωής, με την έννοια ότι ο άπιστος αυτός έχει προσανατολίσει τη βούλησή του αποκλειστικά στις «ηδονές του βίου», εκδαπανώμενος σ’ αυτές! Κολλημένος λοιπόν στην αμαρτία του κόσμου αδυνατεί να φανταστεί ότι υπάρχει και το πέραν της λάσπης – δεν θέλει να αναπνεύσει τον αέρα του Ουρανού!

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΩΜΑΣ

 

«Ο άγιος Θωμάς, ο οποίος καταγόταν από την Ιουδαία και ήταν αλιέας κατά το επάγγελμα, γνωστός ως ένας από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου και έχοντας τη φήμη του δύσπιστου μαθητή, αφού μετά την Ανάσταση Εκείνου,  για να πειστεί ζήτησε να ψηλαφήσει τον Κύριο, μετά τη λήψη του αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, πήγε και κήρυξε τον λόγο του Θεού στους Μήδους και τους Πάρθους, τους Πέρσες και τους Ινδούς. Στα ανατολικά της Ινδίας ευρισκόμενος συλλαμβάνεται από τον βασιλιά Σμιδαίο, διότι με το κήρυγμά του πίστευσαν στον Χριστό και βαπτίστηκαν από τον απόστολο ο Αζάνης ο υιός του βασιλιά, η γυναίκα του Τερτία και οι θυγατέρες του Μιγδονία και Νάρκα. Γι’  αυτό και παραδόθηκε σε πέντε στρατιώτες, οι οποίοι τον ανέβασαν σε ένα βουνό και εκεί τον κατατρύπησαν με τις λόγχες τους. Έτσι λοιπόν εκδήμησε προς τον Κύριο».

Το πρώτο στο οποίο εμμένει η ακολουθία της Εκκλησίας μας σήμερα, επί τη μνήμη του αγίου αποστόλου Θωμά, είναι η «πιστή απιστία» του. Ο υμνογράφος υπενθυμίζει το γεγονός ότι ο απόστολος, επειδή έλειπε από τη σύναξη των μαθητών μετά τη Σταύρωση του Κυρίου, προφανώς απογοητευμένος από όλα όσα συνέβησαν και κλεισμένος στο σπίτι του, δεν πίστεψε στα λόγια των μαθητών ότι είδαν τον Κύριο αναστημένο. Κι έπρεπε να έλθει σ’  αυτή τη σύναξη, να έλθει δηλαδή στην Εκκλησία, προκειμένου εκεί, μετά από οκτώ ημέρες από την ημέρα της Αναστάσεως, να φανερωθεί και σ’ αυτόν ο Κύριος, ο Οποίος τον κάλεσε να Του ψηλαφήσει τις πληγές, με αποτέλεσμα εκείνος να ομολογήσει: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Έτσι απεδείχθη ότι ο απόστολος Θωμάς δεν ήταν ο άπιστος, με τη σημερινή έννοια του όρου, ως εκείνος δηλαδή που έχει διαγράψει τον Θεό από τη ζωή του, διότι έχει προσανατολιστεί μόνον στον κόσμο τούτο και τα θέλγητρα που αυτός προσφέρει. Υπήρξε «άπιστος», όπως και οι άλλοι μαθητές του Κυρίου, ο οποίος όμως πάλευε με την απιστία του και την ξεπέρασε, γιατί είχε την ταπείνωση να φύγει από το κλείσιμο του εαυτού του και να ανοιχτεί προς τους άλλους, να ενταχτεί και πάλι στο σώμα των υπολοίπων μαθητών. Κι αυτό το άνοιγμά του έφερε την έκπληξη και το θαύμα: την παρουσία του αναστημένου Ιησού. Έκτοτε η «πιστή απιστία» του υπήρξε στήριγμα για όλους του πιστούς και αυτήν υμνολογεί  μεταξύ των άλλων, όπως είπαμε, η Εκκλησία μας: «Τη πιστή απιστία σου, τους πιστούς εβεβαίωσας, ως Θεόν και Κύριον πάσης κτίσεως…». Με την πιστή απιστία σου, βεβαίωσες τους πιστούς (ότι ο Χριστός) είναι ο Θεός και ο Κύριος όλης της δημιουργίας.

Η ψηλάφηση όμως του αναστημένου Κυρίου από τον Θωμά γίνεται αφορμή για τον υμνογράφο όχι μόνον να τονίσει τη μεταβολή της απιστίας του σε πίστη και τη στήριξη όλων των πιστών μετέπειτα, αλλά και να κατανοήσει το θεολογικό έκτοτε βάθος της σκέψεώς του. Εννοούμε ότι όπως ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος μυήθηκε στα της θεολογίας, (όπως σημειώνει η υμνολογία της εορτής του αγίου Ιωάννου), όταν ανέπεσε επί το στήθος του Κυρίου στον Μυστικό Δείπνο, κατά τον ίδιο τρόπο και ο απόστολος Θωμάς: μυήθηκε στο μυστήριο της παρουσίας του Χριστού, όταν ψηλάφησε τον Κύριο. Και μάλιστα η μύηση αυτή έγινε με τον τρόπο που ένα σφουγγάρι «ρουφά» το νερό. «Της πλευράς εφαψάμενος του Δεσπότου, πανόλβιε, των καλών κατείληφας το ακρότατον∙ ώσπερ γαρ σπόγγος τα νάματα, εκείθεν εξήντλησας την πηγήν των αγαθών, και ζωήν την αιώνιον». Άγγιξες το πλευρό του Κυρίου, παμμακάριε Θωμά, και κατανόησες τον ίδιο τον Θεό. Διότι όπως το σφουγγάρι ρουφά τα νάματα, έτσι κι εσύ, από αυτήν την πλευρά  άντλησες την πηγή των αγαθών και την αιώνια ζωή. Και ο απόστολος Θωμάς δηλαδή, και οι άλλοι απόστολοι, υπήρξαν θεοδίδακτοι: η ιδιαίτερη προσωπική σχέση τους με τον Χριστό τούς κατέστησε γνώστες του Θεού και αποστόλους Του μέσα στον κόσμο.

Δεν θέλουμε όμως να μη σχολιάσουμε και κάτι που θεωρείται ιδιαιτέρως επίκαιρο στην εποχή μας, εξ αφορμής του αποστόλου Θωμά. Ο άγιος βρέθηκε ιεραπόστολος σε διάφορες χώρες, και μάλιστα στη χώρα των Ινδών, όπου και μαρτύρησε. «Ινδών κατελάμπρυνας πάσαν την γην, ιερώτατε, και θεόπτα απόστολε». Ο ποιητής μάλιστα τον βλέπει ως πολύφωτη ακτίνα, σταλμένη από τον μέγα Ήλιο Χριστό, προκειμένου με το φως του Χριστού να εκδιώξει τη σκοτεινή πλάνη των κατοίκων της Ινδίας. «Χριστός ο μέγας Ήλιος, ακτίνά σε πολύφωτον, εν τη Ινδία εκπέμπει, την ζοφεράν πλάνην, μύστα, συντόνως εκδιώκοντα…και τους λαούς φωτίζοντα». Δεν ξέρουμε τι ακολούθησε και η πίστη του Χριστού στη χώρα αυτή μειώθηκε ή και εξαφανίστηκε εντελώς. Σημασία έχει ότι οι άνθρωποι αυτοί, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, αγνοούν τον Χριστό, ζώντας επομένως στο σκοτάδι «άλλων πνευμάτων». Όπως όμως έλεγε η γερόντισσα Γαβριηλία (Παπαγιάννη), η οποία έζησε επ’  αρκετόν σ’  αυτούς «είναι άνθρωποι που με χαρούμενη διάθεση περιμένουν το μήνυμα του Χριστού», συνεπώς λειτουργεί μέσα τους η σπίθα του αναστημένου Χριστού κι ίσως υπάρξει ώρα που η σπίθα αυτή γίνει τεράστια φλόγα που θα αναδείξει πολλούς αγίους. Δεν μένουμε όμως κυρίως σ’ αυτό. Εκείνο που θεωρούμε τραγικό στην εποχή μας είναι το γεγονός ότι έχει γίνει «της μόδας», καθώς λέμε, να έρχονται άνθρωποι με την πίστη της χώρας αυτής, ξένης παντελώς προς τον Κύριο Ιησού, και να διδάσκουν στην Ελλάδα και σε άλλες Ευρωπαϊκές και μη χώρες, τα δικά τους, σαν να είναι οι ιεραπόστολοι της σωτηρίας και της λύτρωσης. Το τραγικότερο όμως είναι – γιατί μπορεί κανείς να πει ότι αυτοί κάνουν τη δουλειά τους – ότι υπάρχουν «χριστιανοί», που άγευστοι παντελώς της χάρης του Χριστού προσανατολίζονται σ’  αυτούς τους ανθρώπους, θεωρώντας τους ως καινούργιους Μεσσίες. Το κατάντημα στο έπακρο! Η αποτυχία και η ζόφωση να επανέρχονται ως η «ελπίδα» και το «φως». Τι θα έλεγε και τι θα λέει ο απόστολος Θωμάς! Πόσα δάκρυα πρέπει να χύνει για την κατάντια μας! Ο Θεός να ελεεί όλους μας.

05 Οκτωβρίου 2023

«ΝΑ ΛΕΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑ!»

«Να λέμε λίγα λόγια και καλά. Και να προσπαθήσουμε τη σιωπή. Χωρίς σιωπή δεν προχωράει η αρετή. Χωρίς σιωπή δεν αποκτιέται η προσευχή. Με τις κουβέντες, με τις κρίσεις και τις κατακρίσεις γίνεται το μυαλό μας αλλοπρόσαλλο… Να αποκτήσετε τη σιωπή. Την εποικοδομητική σιωπή. Να σκέφτεσθε τη ζωή του Χριστού, πώς ζούσε ο Χριστός, πώς συμπεριφερόταν!» (Γερόντισσα Θεοσέμνη, Ι. Μ. Χρυσοπηγής Χανίων).

Η μακαριστή Γερόντισσα της Ι. Μ. Χρυσοπηγής Χανίων (1938-2000), η οποία «γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λάρισα, σπούδασε στην Αθήνα, έγινε μοναχή στα Μετέωρα, ανέλαβε την ηγουμενία της Ιεράς Μονής της Χρυσοπηγής στα Χανιά και εκοιμήθη εν Κυρίω εκεί» (Καθ. Αν. Κεσελόπουλος), υπήρξε ένας ξεχωριστός άνθρωπος, κυριολεκτικά «ένας μεγάλος αδάμαντας και θησαυρός που έδωσε ο Κύριος στην Εκκλησία.. και που η εκδημία της θεωρείται πλούτος και ευλογία για όλη την Εκκλησία» (πρώην Αρχιεπ. Κρήτης Ειρηναίος). Στην πραγματικότητα η Γερόντισσα, που απαρχής της ζωής της ήταν στραμμένη ψυχή τε και σώματι προς την αγάπη του Κυρίου, ήταν μία αληθινή μοναχή που αγωνίστηκε όσο ο Κύριος επέτρεψε να ζήσει στον κόσμο τούτο να τηρεί τις άγιες εντολές Του. Διότι αυτό είναι μοναχός, ο αφιερωμένος στον Θεό άνθρωπος: εκείνος που έχει επιλέξει με τη χάρη του Θεού να ζει αταλάντευτα την ευαγγελική ζωή. Και η αγιασμένη αυτή Γερόντισσα αποτελούσε ένα ενσαρκωμένο Ευαγγέλιο. Δεν ήταν πρώτιστα τα λόγια της - αυτά τα εξέφερε όταν και όπου έπρεπε με μεγάλη φειδώ - αλλά ήταν η ζωή της που την καθιστούσε το «κέντρο»  των ανθρώπων που την περιέβαλαν: τις αδελφές μοναχές που την ακολουθούσαν αλλά και πολύ κόσμο που την επισκεπτόταν στη Μονή της μετανοίας της, όπου βρέθηκε.

Κι όταν λέμε ότι ήταν το «κέντρο» σημαίνει ότι λειτουργούσε ως θεϊκός μαγνήτης για να παραπέμπει αδιάκοπα στον μόνο Λυτρωτή και Σωτήρα των ανθρώπων, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Τον Ιησού Χριστό με άλλα λόγια ζούσε η Γερόντισσα Θεοσέμνη, οπότε και Αυτόν δακτυλοδεικτούσε έργω και λόγω. Κι εκείνο που ιδιαιτέρως φανερώνουν τα παραπάνω λόγια της είναι βεβαίως η αγάπη της προς τον Χριστό που εκφραζόταν ως αγάπη πάντοτε προς τους συνανθρώπους της, αλλά και το ησυχαστικό της πνεύμα, που κύριο γνώρισμά του έχει τη σιωπή. Το λέει ξεκάθαρα: όταν σκέφτεται κανείς τον Χριστό και προσπαθεί να ζήσει σαν Εκείνον χαρακτηρίζεται από την αρετή της σιωπής.

Ακούγεται παράδοξος ο λόγος της σε μία εποχή που ο πληθωρισμός ακριβώς του λόγου θεωρείται από τους περισσοτέρους ως δεδομένη και υγιής κατάσταση. Μα τούτο δεν είναι σωστό, τονίζει η Γερόντισσα. Γιατί; Διότι «με τις κουβέντες, με τις κρίσεις και τις κατακρίσεις γίνεται το μυαλό μας αλλοπρόσαλλο!» Αλλοπρόσαλλη δεν είναι πράγματι η εποχή μας; Τίποτε δεν είναι σταθερό που να θεωρείται ως αξία ακατάλυτη. Η μετανεωτερική μάλιστα εποχή στην οποία έχουμε εισέλθει αυτό προβάλλει και εξαγγέλλει: ότι πέραν του ιδίου του ατόμου που μπορεί να αυτοκαθορίζεται και να καθορίζει και τις αξίες τις δικές του και του κόσμου δεν υφίσταται τίποτε άλλο. Ο Θεός, ο κατ’ εικόνα Θεού πλασμένος άνθρωπος, η αγαπητική θυσιαστική κοινωνία με τον συνάνθρωπο, ένα πλαίσιο ζωής που σέβεται τη ζωή και όλη τη δημιουργία είναι «αξίες» που εκφράζουν τον «παλαιό» άνθρωπο, τις κοινωνίες που είναι «παρωχημένες», που συνιστούν τροχοπέδη για την «πρόοδο» του ανθρώπου. Και το αποτέλεσμα; Να θεωρείται ο «προοδευτικός» αυτός άνθρωπος «ελεύθερος» ευρισκόμενος αλυσοδεμένος με όλες τις αλυσίδες των παθών του και του Πονηρού ασφαλώς διαβόλου που τα υποκινεί. Δεν χρειάζονται αποδείξεις για το τραγικό αποτέλεσμα: το ζει καθένας που μπαίνει στη διαδικασία να λέει πολλά, να κρίνει τους πάντες και τα πάντα, να κατακρίνει με το παραμικρό τους συνανθρώπους του, πλην βεβαίως του ίδιου του… εαυτού του! Και έρχεται η στιγμή που τελικώς νιώθει άδειος, κενός, σαν να αίρεται από τον εσωτερικό του κόσμο κάθε ικμάδα ζωής – σαν το χώμα που ξεραίνεται και γίνεται πέτρα, μία ζωή χωρίς ζωή!

Και το τραγικό αποτέλεσμα δεν έχει μόνο εγκόσμιες διαστάσεις˙ προσδιορίζει και την ίδια την αιώνια ζωή, η οποία εκκινά από εδώ και εκτείνεται χωρίς τέλος μετέπειτα. Ο ίδιος ο Κύριος το αποσαφήνισε με τον καθαρότερο τρόπο: «Για κάθε αργό λόγο που θα πείτε, (και αργός λόγος είναι κάθε λόγος που δεν εκφράζει τη σχέση με τον Θεό),  θα δώσετε λόγο κατά την ημέρα της κρίσεως. Διότι από τα λόγια σου θα δικαιωθείς και από τα λόγια σου θα κατακριθείς». Κι αυτό συμβαίνει διότι ο λόγος του ανθρώπου, προφορικός ή γραπτός, εκφράζει τον ενδιάθετο λεγόμενο εσωτερικό λόγο του ανθρώπου που βγαίνει ατόφιος μέσα από την καρδιά του. Ό,τι κυριαρχεί στην καρδιά αυτό και  εκφέρει ο λόγος. Καθαρή η καρδιά; Καθαρά και σωστά και μετρημένα και τα λόγια! Βρόμικη η καρδιά από το πλήρωμα του εγωισμού και των παθών; Βρόμικα και τα λόγια, προσβλητικά, χλευαστικά και ειρωνικά, ή έστω και ανούσια. Κι αυτά τα βρόμικα λόγια όχι μόνο φανερώνουν την ακάθαρτη καρδιά αλλά και, κατά τη Γερόντισσα, δημιουργούν τις συνθήκες για να επιτείνεται το αλλοπρόσαλλο της βρομιάς της.

«Να προσπαθήσουμε τη σιωπή», συνιστά η Γερόντισσα που βασίζεται στον βιβλικοπατερικό λόγο αλλά και στην ίδια την αγιασμένη εμπειρία της. «Να αποκτήσουμε τη σιωπή». Γιατί η σιωπή αποτελεί το μέσον προκειμένου να προχωρήσουμε στην αρετή, ιδίως δε να μπορούμε να προσευχηθούμε. Το συνιστά μεταξύ των άλλων και ο μέγας ασκητικός διδάσκαλος όσιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Η σιωπή είναι η μητέρα της προσευχής». Κι αν σκεφτεί κανείς ότι η προσευχή είναι η κατεξοχήν ένδειξη της αγάπης προς τον Θεό, η πολυλογία και η αργολογία φανερώνουν την ανυπαρξία της αγάπης αυτής. Το λέει και ο ίδιος ο λαός μας: «Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια». Η δε Παλαιά Διαθήκη τονίζει: «Από την πολυλογία δεν θα ξεφύγεις την αμαρτία». Η Γερόντισσα όμως διακριτικά συμπληρώνει: Όχι οποιαδήποτε άσκηση σιωπής, αλλά η εποικοδομητική σιωπή γίνεται φορέας της χάρης του Θεού – ό,τι λέει και ο ίδιος της Κλίμακος άγιος με τον όρο «σιωπή εν γνώσει». Γιατί μπορεί κανείς να σιωπά και να… αμαρτάνει! Πώς; Για να μην εκτεθεί απλώς σε ένα περιβάλλον που βλέπει ότι δεν τον… παίρνει να μιλάει, συνεπώς από λόγους κενοδοξίας ασκεί τη σιωπή˙ όπως μπορεί να μη μιλάει γιατί κρατάει… μούτρα, όπως λέμε, από έναν εγωισμό δηλαδή που θέλει έντονα να δείξει το έλλειμμα της αγάπης του προς κάποιον συνάνθρωπό του. «Γιατί με αποφεύγεις και δεν απαντάς στα μηνύματά μου;» ρώτησε κάποιος έναν θεωρούμενο φίλο του. «Γιατί θέλω να σου δείξω ότι δεν σε θέλω στη ζωή μου και με ενοχλεί η παρουσία σου» απάντησε εκείνος πειραγμένος.

Η εποικοδομητική λοιπόν και εν γνώσει σιωπή είναι η σώζουσα. Δηλαδή αυτή που περιορίζει τα λόγια γιατί αυξάνει τον διάλογο με τον Θεό. «Ο φίλος της σιωπής προσεγγίζει τον Θεό και συνομιλώντας μυστικά μαζί Του φωτίζεται από Αυτόν» (όσιος Ιωάννης Κλίμακος). Κι αυτό σημαίνει ότι επειδή είναι εποικοδομητική η σιωπή αυτή λειτουργεί με διάκριση – γνωρίζει ο ασκών αυτήν  πότε θα τη σταματήσει και πότε θα τη συνεχίσει. Γιατί φωτισμένος από τον Θεό αισθάνεται ότι κάποιες φορές ο λόγος του μπορεί να βοηθήσει τον συνάνθρωπό του, να τον νουθετήσει, να τον παρηγορήσει. «Μίλα διά τον Θεόν, σιώπα διά τον Θεόν» ακούμε τον λόγο και των οσίων αββάδων του Γεροντικού, οι οποίοι θεωρούσαν ότι η σιωπή συνιστά ένα από τα σπουδαιότερα αγωνίσματα της ασκητικής τους ζωής.

Ο καθηγητής Κεσελόπουλος συνοψίζοντας θα πει εμπνευσμένα για την αγία Γερόντισσα Θεοσέμνη: «Ήξερε να μεταμορφώνει τη σιωπή σε ησυχαστικό λόγο και τον λόγο σε έλλογη και άναρθρη σιωπή. Δίδασκε περισσότερο με την ησυχία και τη σιωπή του παραδείγματός της. Και όταν, ακόμα, σε κάποια περίσταση ήταν ανάγκη να εκφράσει τον λογισμό της, ο οποιοσδήποτε λόγος της είχε γνησιότητα, γιατί είχε αντίκρυσμα στη σιωπή της. Μπορούσε να επικοινωνεί με τους ανθρώπους χωρίς πολλά λόγια, γιατί γνώριζε να επικοινωνεί ουσιαστικά διά της προσευχής με τον Χριστό, που είναι ο Λόγος ο από σιγής προελθών. Έμαθε να εναποθέτει εαυτήν και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ».    

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΧΑΡΙΤΙΝΗ

«Η αγία Χαριτίνη έζησε επί βασιλείας Διοκλητιανού, όταν Κόμης ήταν ο Δομέτιος, ενώ η ίδια ήταν δούλη κάποιου Κλαυδίου. Ο Κόμης, επειδή άκουσε ότι ήταν χριστιανή, γράφει στον κύριό της να τη στείλει σ’  αυτόν προς εξέταση. Ο κύριός της, που ήταν και αυτός χριστιανός, λυπήθηκε πάρα πολύ, τόσο που ντύθηκε σάκκο και τη θρηνούσε. Η αγία όμως τον παρηγορούσε και του έλεγε: «Κύριέ μου, μη λυπάσαι, αλλά να χαίρεσαι, διότι θα θεωρηθώ ευπρόσδεκτη θυσία στον Θεό, και για τα δικά μου και για τα δικά σου πλημμελήματα». Ο Κλαύδιος τότε, αφού της είπε: «Να με θυμάσαι στον επουράνιο βασιλιά», την αποστέλλει στον Κόμητα. Όταν οδηγήθηκε εκεί και ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό, της ξύρισαν το κεφάλι και έριξαν πάνω σ’  αυτό  αναμμένα κάρβουνα. Έπειτα την έδεσαν σε βαριά πέτρα και την έριξαν στη θάλασσα. Αλλά αυτή, με τη χάρη του Θεού, εξήλθε και φάνηκε στον Κόμητα. Κι αφού τιμωρήθηκε και με πολλές άλλες τιμωρίες, της έβγαλαν τα νύχια των χεριών και των ποδιών, κι έτσι παρέθεσε το πνεύμα της στον Θεό».

Κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας το κάθε μαρτύριο που υφίσταται ένας μάρτυρας του Χριστού αντιστοιχεί σε κάτι ανάλογο από πλευράς πνευματικής. Με τα βάσανα δηλαδή που υφίσταται ο μάρτυρας, με τα οποία έμπρακτα μετέχει στον Σταυρό του Χριστού, κτυπά τον διάβολο και τα όργανά του, ενώ ο ίδιος γεμίζει από τις χάρες του ουρανού, παίρνει τα στεφάνια που ο Κύριος δίνει στους συνεπείς δούλους Του, βιώνει δηλαδή την άλλη όψη του Σταυρού, την Ανάσταση. Την πνευματική αυτή πραγματικότητα διαπιστώνουμε και στην αγία Χαριτίνη: ό,τι υφίστατο είχε και το αντίστοιχο πνευματικό αποτέλεσμα.  «Σύντριψες τα σαγόνια των λιονταριών, καθώς υπέφερες τα συντρίμματα των δικών σου σαγονιών. Υπέφερες με γενναιότητα το ξερίζωμα των νυχιών σου, ξεριζώνοντας όμως τη φοβερή αλαζονεία της απάτης. Σε ρίξανε στον βυθό  της θάλασσας, πνίγοντας όμως κι εσύ την κακία του πονηρού διαβόλου» (στιχ. εσπ.). Έτσι αν ο διάβολος και οι πονηροί ακόλουθοί του μπορούσαν να δουν τη θετική έκβαση των παθών ενός μάρτυρα, θα σταμάταγαν αμέσως τα μαρτύριά του, γιατί δεν θα άντεχαν να βλέπουν ότι τα μαρτύρια αυτά γίνονταν «μπούμερανγκ» εναντίον τους. Κι η πιο τρανταχτή απόδειξη της αλήθειας αυτής ήταν βεβαίως ο Σταυρός του Κυρίου μας: με το Πάθος Του ελευθερωθήκαμε και λυτρωθήκαμε. Αλλά είναι γνωστό˙ ο Πονηρός και όλοι οι πονηροί συνεργάτες του δεν διακρίνονται για την εξυπνάδα τους. Πονηροί είναι και πονηρά όλα τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούν, ναι. Όχι όμως έξυπνοι, με την πραγματική σημασία του όρου: να μπορούν να βλέπουν τα πράγματα στο βάθος τους και να διακρίνουν το αληθινό συμφέρον και γι’  αυτούς.

Ο υμνογράφος βεβαίως, πέραν των παραπάνω, δεν χάνει την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί το ίδιο το όνομα της αγίας, προκειμένου να προβάλει δύο κατ’ αυτόν πολύ σημαντικά σημεία: Πρώτον, ότι η αγία Χαριτίνη ήταν γεμάτη από τη χάρη του αγίου Πνεύματος, η οποία την χαρίτωσε με τη χάρη του μαρτυρίου, ώστε να έχει τη δύναμη να χαριτώνει έπειτα και εμάς με τις πρεσβείες της προς τον Κύριο. «Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος σε χαρίτωσε», «Με τις δικές σας χάριτες του Θεού, Χαριτίνη, χαρίτωσε τον νου μου, συ που χαριτώθηκες από τα ιερά σου αθλήματα» (ωδή α΄). Το μαρτύριο πράγματι ενός αγίου θεωρείται χάρη του Θεού, με το οποίο αποκτά τεράστια δύναμη ενώπιον του Θεού, προκειμένου να βοηθά και εμάς, τους εν τω κόσμω ακόμη ευρισκομένους χριστιανούς. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί ο οιοσδήποτε να υπομείνει τέτοια βάσανα. Όχι με την έννοια ότι δεν τα υπομένουν και άλλοι άνθρωποι, ξένοι προς την πίστη του Χριστού, αλλά με την έννοια ότι ο μάρτυρας του Χριστού τα υπομένει χωρίς να χάνει την αγάπη του προς τον εχθρό του. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν» - μας δόθηκε ως χάρισμα από τον Χριστό όχι μόνο να πιστεύουμε σ’  Αυτόν αλλά και να πάσχουμε για χάρη Του.

Δεύτερον, ότι η αγία ήταν γεμάτη από τη χαρά που δίνει το Πνεύμα του Θεού. «Έχοντας ως επωνυμία σου τη χαρά, προχώρησες μέσα στον ουράνιο νυμφώνα με χαρά». «Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος…σε χαροποίησε με χαροποιούς τρόπους και σε ενίσχυσε προκειμένου να κληρονομήσεις την αιώνια χαρά» (στιχ. εσπ.). Ο υμνογράφος, είπαμε, εκμεταλλεύεται το όνομά της, για να μας υπενθυμίσει ότι η χαρά είναι το χαρακτηριστικό του χριστιανού. Όχι όμως η χαρά, όπως κατανοείται από τον πεσμένο στην αμαρτία κόσμο: ως διασκέδαση με τις απολαύσεις του κόσμου, ως απομύζηση των τερπνών μόνο του βίου τούτου, που τις περισσότερες φορές όμως αφήνουν μέσα στην καρδιά του ανθρώπου τη στιφάδα του θανάτου. Αλλά η χαρά που έρχεται ως αποτέλεσμα της επιμονής και της πιστότητας του ανθρώπου στο θέλημα του Θεού. Είναι η εμπειρία της Εκκλησίας μας και όλων των αγίων: θέλεις να χαίρεσαι με τη βαθειά και αναφαίρετη χαρά, που γεμίζει την καρδιά του ανθρώπου, έστω και μέσα από τις θλίψεις; Δεν έχεις παρά να τηρείς το θέλημα του Θεού, και μάλιστα την εντολή της αγάπης. Είναι μία πρόκληση, που αν κανείς δεν την πειραματιστεί στον εαυτό του, δεν πρόκειται ποτέ να την γευτεί. «Ο γαρ καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά…».

04 Οκτωβρίου 2023

Η ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ ΣΤΗΝ Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Στην Ακολουθία του Εσπερινού, που τελέστηκε στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό Αγίου Διονυσίου Πειραιώς, χοροστάτησε τη Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2023 ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.Σεραφείμ.

Κατά την διάρκεια του κηρύγματός του ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε τόσο στον τιμώμενο Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, όσο και στην έννοια της δικαιοσύνης, η οποία, ένεκα του κατ’ εικόνα, είναι εγγενές αίσθημα στον άνθρωπο.

«Οι εορτές των Αγίων είναι παιδαγωγικής υφής και παιδαγωγικής προσφοράς», είπε αρχικά ο Σεβασμιώτατος, συμπληρώνοντας πως «η Εκκλησία τιμά τους Αγίους για να μας εμπνεύσει τον ίδιο τρόπο υπάρξεως, για να μας καταρτίσει πνευματικά και να μας χαριτώσει και να μας δώσει χείρα βοηθείας μέσα σε αυτή την ηρωική προσπάθεια που όλοι επιτελούμε για να υπερβούμε τα εμπόδια, τις δυσχέρειες, τα βάσανα, τις αντινομίες, την όλη προβληματική που έχει η ανθρώπινη ζωή».

Θυμίζοντας πως «ο άνθρωπος βαδίζει στον χώρο της φθοράς», σημείωσε ότι «η Εκκλησία μας έρχεται να μας προσφέρει πρότυπα». «Οι Άγιοι μας εμπνέουν, γιατί μας δείχνουν την αληθινή στοχοθεσία», πρόσθεσε και αναφέροντας πως ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο δικαστής της πόλεως των Αθηνών, έγινε μαθητής του Αποστόλου Παύλου, μίλησε για την απέχθεια των Αθηναίων στο μήνυμα της Αναστάσεως, τονίζοντας παράλληλα πως μόνο «μία μικρή ομάδα των ακροατών του Παύλου προσκολλήθηκε σε αυτόν» και πως αυτή η μικρή ομάδα «ανέτρεψε την ιστορία των Αθηνών και της πατρίδος μας».

«Ο μαθητής του Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης είναι εκείνος, ο οποίος πήρε τη δάδα της πίστεως από τα χέρια του Αποστόλου των Εθνών Παύλου και την μεταλαμπάδευσε στην ιστορία του έθνους μας και μετέβαλε της ειδωλομανία των προγόνων μας σε θεοσέβεια και σε πνευματικότητα», είπε χαρακτηριστικά ο Σεβασμιώτατος, επισημαίνοντας: «Ο Άγιος Διονύσιος μας κομίζει μια αυτογνωσία, γιατί ο ίδιος ήταν δικαστής. θεράπων της δικαιοσύνης, θεράπων του νόμου. Και ακριβώς αυτές οι έννοιες – δικαιοσύνη, νόμος, δίκαιο – είναι έννοιες, οι οποίες καθορίζουν τον τρόπο της κοινωνικής ζωής», αποδεικνύοντας παράλληλα πως «στον άνθρωπο είναι εγγενές το αίσθημα της δικαιοσύνης», γιατί είναι στοιχείο του κατ’ εικόνα και «σε όλη την ιστορία του κόσμου πρυτανεύει η εκζήτησή της». «Επειδή ο Θεός είναι δίκαιος, ο άνθρωπος έχει μέσα του τον πόθο και την ανάγκη της δικαιοσύνης», πρόσθεσε.

Υπογραμμίζοντας πως «το δίκαιο είναι μία μεταφυσική έννοια», τόνισε με έμφαση ότι μέσα στη ζούγκλα δεν υπάρχει η έννοια του δικαίου, «ενώ στον ανθρώπινο πολιτισμό υπάρχει ο θεσμός εμβρυωρού, του αγέννητου ανθρώπου, γιατί ο άνθρωπος είναι άνθρωπος εξ άκρας συλλήψεως και για αυτό η Εκκλησία είναι σφόδρα εναντία στην σατανοκίνητη, δολοφονική θεωρία και πράξη των αμβλώσεων». «Κατά την Αγία μας πίστη και αποκάλυψη είναι άνθρωπος ανεξάρτητος από την κυοφορούσα μητέρα του και έχει δικαιώματα, τα οποία υπερασπίζεται η επιστήμη, το δίκαιο που καταρτίζουν οι άνθρωποι. Αλλά περισσότερο υπερασπίζεται ο Πανάγιος Δημιουργός της ζωής και για αυτό η έκτρωση αποτελεί έγκλημα, μέγιστο έγκλημα που αποκόπτει τον άνθρωπο από την κοινωνία του με τον ζώντα Θεό», συμπλήρωσε.

«Ο Άγιος Διονύσιος κομίζει μέσα μας την ενσυναίσθηση ότι είμαστε εικόνες Θεού για αυτό και μέσα μας λειτουργεί ο πόθος της δικαιοσύνης, το αίσθημα του δικαίου», είπε σε άλλο σημείο του κηρύγματός του ο Σεβασμιώτατος και επισημαίνοντας πως «το δίκαιο στον κόσμο τον ανθρώπινο είναι περιορισμένο, πεπερασμένο», υπογράμμισε: «Είναι ταυτοτική για εμάς η εορτή του Αγίου Διονυσίου, γιατί τιμούμε έναν μύστη της δικαιοσύνης της αληθινής και της ανθρωπίνης αλήθειας, την οποία όπως βλέπουμε σήμερα, εκχυδαΐζουν και απομειώνουν ενσυνείδητα οι άνθρωποι της φθοράς και φτάνουν στο σημείο να ανατρέπουν ακόμη και την ανθρώπινη οντολογία και φυσιολογία και να χειροκροτούν αυτή την ανατροπή».

Αναφέροντας χαρακτηριστικά πως «ο Άγιος Διονύσιος είναι τόσο επίκαιρος, διότι προσέρχεται υπογράφοντας το μήνυμά του με το Αποστολικό του αίμα, με τη ζωή του και τη θυσία του» για να μας κηρύξει ότι «είμαστε πρόσωπα Θεόμορφα που μέσα μας καίει η φωτιά της δικαιοσύνης», σημείωσε ότι «ο Άγιος Διονύσιος σήμερα μας αφυπνίζει από την ραστώνη και την τύρβη της καθημερινότητας».

«Ο Άγιος Διονύσιος έρχεται απόψε να μας πάρει από το χέρι και να μας φέρει ξανά στην αλήθεια που όλοι μας έχουμε προδώσει», είπε ολοκληρώνοντας το κήρυγμά του ο Σεβασμιώτατος, επισημαίνοντας πως «αν διψάμε για δικαιοσύνη, αν δονεί την καρδιά μας ο πόθος του αληθινού δικαίου, τότε ο δρόμος είναι να επιστρέψουμε, δια της μετανοίας, στον Λυτρωτή του κόσμου. Να μιμηθούμε τον Ιερό Διονύσιο. Να απολαύσουμε την δύναμη και τη χάρη των Αγίων, γιατί είναι η μόνη αλήθεια που μπορεί να εμπνεύσει οντολογικά και υπαρξιακά τον βίο μας».

Χθες Τρίτη το πρωί τελέστηκε Αρχιερατική Θεία Λειτουργία, κατά την διάρκεια της οποίας ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.Σεραφείμ αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην προσωπικότητα του Αγίου Διονυσίου, η οποία «είναι μία υπερεθνική προσωπικότητα», όπως χαρακτηριστικά είπε, «ενός ιερού ανδρός ο οποίος προσέρχεται στην Εκκλησία μας από τους πρώτους Αποστολικούς χρόνους». «Είναι ένα πρώτο δημιούργημα του Ευαγγελικού μηνύματος και του Αποστολικού έργου του Αποστόλου των Εθνών, του Αποστόλου Παύλου, που ονομάστηκε δικαίως το στόμα του Χριστού», πρόσθεσε.

«Μας προσφέρει αυτή τη χάρη της κοινωνίας με τον Κύριο δια των Αποστόλων και των Αποστολικών Πατέρων και αισθανόμαστε αυτή την ενότητα» σημείωσε ο Σεβασμιώτατος, συμπληρώνοντας πως μπορεί να έχουν περάσει τόσοι αιώνες, «αλλά η αίσθησή μας, η αντίληψή μας, η κοινωνία μας είναι πολύ ζεστή».

«Αισθανόμαστε αυτό τον άνθρωπο δικό μας, προσωπικό μας φίλο, προσωπικό μας αιστιάτορα που μας θρέφει με το παράδειγμα του, με τον τρόπο του, με το λόγο του, με τα έργα του, με τη θυσία του, με το μαρτύριό του και ιδίως με την παρουσία του μέσα στις καρδιές μας και μέσα στην κοινωνία της προσευχής με το πρόσωπό του», είπε σε άλλο σημείο του κηρύγματός του και υπογραμμίζοντας πως κατόρθωσε από ένας Αρεοπαγίτης δικαστής, ο οποίος εγκατέλειψε τα πάντα, να γίνει μάρτυρας της πίστεως.

Αναφερόμενος στον Απόστολο των Εθνών, ο οποίος ήλθε έως τρίτου ουρανού, επεσήμανε πως «στην άλλη διάσταση κατανοούμε μόνο δια Χάριτος και δια πνεύματος». «Σε αυτή την φωτοχυσία της Χάριτος φαίνεται πως έφτασε και ο Άγιος Διονύσιος στην κατανόηση του Θεού, όχι με τον νου, αλλά με την καρδιά του», τόνισε ο Σεβασμιώτατος, συμπληρώνοντας: «Δια της αγάπης και της υιοθεσίας δια Ιησού Χριστού ανέρχεται ο άνθρωπος ψηλά, ώστε να φτάσει σε αυτήν την μυστική, όπως λέγεται, Θεολογία. Όχι μια Θεολογία που έχει κρυφά πράγματα, αλλά αυτή που είναι η αποθέωση του ανθρώπου. Η μετοχή της ψυχής πάνω από τη σάρκα, από την ύλη, μέσα στη ζωή του πνεύματος». «Αυτή, λοιπόν, η υπερκοινωνία του προσώπου μας με το Θείο πρόσωπο είναι η θεολογία της νήψεως και της μυστικής των Πατέρων θεωρίας», επεσήμανε.

Υπογραμμίζοντας πως «το κέντρο του ανθρώπου είναι η καρδιά» και πως «από την καρδιά βγαίνουν τα πάντα», σημείωσε πως «η καρδιά είναι το κέντρο της ψυχής και έτσι εκφράζεται με το λόγο και έχει ως όργανο και το νου».

Ο Απόστολος Παύλος δίδαξε το μαθητή του, τον Επίσκοπο των Αθηνών, το Μάρτυρα της πίστεως, τα άρρητα μυστήρια και μας καλεί όλους μας να ανεβούμε ψηλά και δια της προσευχής να ζητήσουμε άμεση Θεοκοινωνία και ενότητα με Εκείνον που είναι η πηγή των απάντων, είπε ολοκληρώνοντας το κήρυγμά του ο Σεβασμιώτατος, ευχόμενος «να εμπνεύσει και σε εμάς έναν τέτοιο ζήλο».

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΒΒΑΣ ΑΜΜΟΥΝ Ο ΤΗΣ ΝΙΤΡΙΑΣ

«Ἀμμοῦν πατρός κατεῖδε Νιτρία τρία, Κόσμου φυγήν, ἄσκησιν, ἔξοδον βίου» (στίχος συναξαρίου)

(Η περιοχή της Νιτρίας είδε καλά από τον πατέρα της Αμμούν αυτά τα τρία: τη φυγή από τον κόσμο, την άσκηση, την έξοδο από τον βίο).

Α. «Ο όσιος Αμμούν (τέλος 3ου-μέσα 4ου  μ.Χ. αι.) ήταν κατά το γένος Αιγύπτιος, κι όταν ορφάνεψε με τον θάνατο των γονιών του, αναγκάσθηκε από τον θείο του να οδηγηθεί σε γάμο. Όντως νυμφεύθηκε, αλλά συμφώνησε με τη γυναίκα του να φυλάξουν παρθενία. Δούλευε πάντοτε στον Βαλσαμώνα (δηλαδή στον κήπο που είχε το εκλεκτό χόρτο που ονομαζόταν βάλσαμος), έργο που του προξενούσε πολλούς κόπους και μόχθους. Ύστερα από δεκαοκτώ χρόνια ανεχώρησε από εκεί και πήγε στον μέγα Αντώνιο, ο οποίος τον θαύμασε για την ενάρετη πολιτεία του. Ο Αμμούν έγινε παράδειγμα που ωφελούσε πολλούς όχι μόνον εξαιτίας της αρετής και του θεοφιλούς βίου του, αλλά και λόγω των πολλών θαυμάτων που έκανε. Τη μακάρια ψυχή αυτού του αγίου είδε ο μέγας Αντώνιος να αναφέρεται στους ουρανούς από αγίους αγγέλους».

Β. Ένας διάλογος μεταξύ του αγίου αυτού αββά και του Μεγάλου Αντωνίου που αναφέρεται στα Αποφθέγματα Γερόντων αξίζει να σχολιαστεί.

«Ο αββάς Αμμούν ο Νιτριώτης επισκέφτηκε τον αββά Αντώνιο και του λέγει: «Εγώ καταβάλλω περισσότερο κόπο από εσένα και πώς το όνομά σου δοξάστηκε από τους ανθρώπους παραπάνω από το δικό μου;» Του λέγει ο αββάς Αντώνιος: «Επειδή εγώ αγαπώ τον Θεό περισσότερο από σένα».

Η απάντηση του αγίου Αντωνίου αποτελεί κριτήριο για την όλη πνευματική ζωή: εκείνο που προσδιορίζει τη χριστιανικότητα κάποιου είναι όχι οι ασκητικές προσπάθειες, όχι το τεράστιο ίσως κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο, όχι η ιεραποστολική δράση μέχρι βαθμού θυσίας, αλλά «το ποσόν και το ποιόν της αγάπης προς τον Θεό»! Που σημαίνει: αν ποιητικό αίτιο και της όποιας σκληρής άσκησης και του όποιου φιλανθρωπικού  και ιεραποστολικού έργου  δεν είναι η αγάπη προς τον Θεό, τότε ολίγη ή μηδαμινή σημασία έχει. Ο Κύριος, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, το τονίζει καθ’ υπερβολήν: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου, ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος». Για να συμπληρώσει: «καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Δηλαδή η αγάπη προς τον συνάνθρωπο θεωρείται έκφραση και συνέχεια της αγάπης προς τον Θεό. Λοιπόν ο άγιος Αντώνιος τονίζει αυτό που θεωρείται το καίριο και το βασικότερο στην πνευματική χριστιανική ζωή. Είναι συγκλονιστικό και προκαλεί φόβο μάλιστα αυτό που σημειώνει και ο απόστολος Παύλος στον ύμνο της αγάπης στην Α΄ Κορ.: «Καί ἐάν ψωμίσω πάντα τά ὑπάρχοντά μου, και ἐάν παραδῶ τό σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν ὠφελοῦμαι»! Να δίνεις τα πάντα για τον άλλο, να θυσιάζεσαι για τον Θεό, να δίνεις και τη ζωή σου ακόμη, και η προσφορά και η θυσία αυτή να θεωρούνται ανώφελες! Τι τραγικότερο;

Και βεβαίως δίνοντας την απάντηση αυτή ο άγιος Αντώνιος επισημαίνει όχι μόνο τη βάση των πάντων, την αγάπη, μα παράλληλα και τη διαβάθμιση που υπάρχει σ’ αυτήν: αγαπάει κανείς τον Θεό (συνεπώς και τον συνάνθρωπό του και τα πάντα), αλλά υπάρχει άλλος που μπορεί να Τον αγαπάει περισσότερο, κι άλλος ακόμη πιο πολύ κ.ο.κ. – ό,τι επίσης απεκάλυψε ο Κύριος και στις παραβολές των ταλάντων και του καλού σπορέως. «Αλλού καρποφορεί τριάντα, αλλού εξήντα, αλλού εκατό». Υπάρχει λοιπόν διαβάθμιση και στην αγιότητα. Είναι πολύ γνωστές εξίσου οι επισημάνσεις του αββά Δωροθέου: το να φοβάται κανείς τον Θεό λόγω της τιμωρίας του αν δεν Τον υπακούσει, ευρισκόμενος συνεπώς στο επίπεδο του δούλου, είναι το πρώτο σκαλοπάτι της αγάπης. Ανεβαίνει επίπεδο,  καθώς περιμένει τις «αμοιβές» του Παραδείσου, για να φτάσει στο «ατέλεστο» στάδιο τελειότητας, όπου ό,τι κάνει το κάνει από αγάπη καθαρή προς τον Θεό, σαν το παιδί που αγαπάει τον Πατέρα του.

Η απάντηση εξάλλου του αγίου Αντωνίου στηρίζεται στην ίδια την Αγία Γραφή, κάτι που σημείωνε ως γνωστόν στον κάθε λόγο του: «Για ό,τι πράττεις έχε τη μαρτυρία από τις Άγιες Γραφές». Τον λόγο του Χριστού και των αγίων Αποστόλων και των προγενεστέρων από εκείνον Πατέρων φανέρωνε ο μέγας Γέρων, έχοντας βεβαίως υπ’ όψιν και το αποτέλεσμα: ότι η αγάπη προς τον Θεό βιούμενη από τον πιστό, τον οδηγεί εκεί που υποσχέθηκε ο Κύριος: σε κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό – ο πιστός γίνεται ένα με τον Θεό του, έχοντας ένοικο και σύνοικο και σπίτι και νυμφίο και τροφή και ρίζα και ένδυμα και Πατέρα και Μητέρα και αδελφό και αδελφή και οτιδήποτε άλλο, τον Ίδιο. Ο αγαπών τον Θεό γίνεται ένας άλλος Θεός επί της γης!