07 Οκτωβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ

«Μη κλαίε… Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι» (Λουκ. 7, 14)

Γεμάτη από δραματική ένταση το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα: μία μάνα, χήρα γυναίκα, συνοδεύει το μονάκριβο παιδί της στην τελευταία του κατοικία. Μαζί της και πλήθος κόσμου, που συμπαρίσταται στη μάνα και θρηνεί την τραγικότητα της ζωής της. Και ξάφνου αλλάζουν όλα: ο θρήνος μετατρέπεται σε άφατη χαρά. Γιατί; Διότι εμφανίζεται Εκείνος που είναι η πηγή της ζωής, Εκείνος που σπλαχνιζόμενος τη μάνα ανασταίνει το παιδί της και της το παραδίδει ζωντανό και υγιές. Ο λαός μπροστά στο εκπληκτικό γεγονός μένει έκθαμβος, νιώθοντας ότι βρίσκεται μπροστά στην παρουσία του Θεού. Η δοξολογία προς Αυτόν είναι η μόνη αντίδρασή του.

1. Η συνάντηση του Κυρίου με την εξόδιο πορεία στη Ναΐν δεν είναι ασφαλώς τυχαία. Ο Κύριος έρχεται ακριβώς για το πεθαμένο παιδί· να το αναστήσει και να το παραδώσει και πάλι στη μητέρα του. Κατά τους ερμηνευτές Πατέρες της Εκκλησίας μας, ο Κύριος προεκτείνει ό,τι συνέβη στην Παλαιά Διαθήκη με τον προφήτη Ηλία, ο οποίος κατά τον ίδιο τρόπο ανέστησε με τη δύναμη του Θεού το πεθαμένο παιδί μίας χήρας και πάλι γυναίκας, οπότε το περιστατικό εκείνο θεωρείται προτύπωση της νίκης του θανάτου που φέρνει ο Ιησούς Χριστός. Όλα λοιπόν σε  Αυτόν λειτουργούν μέσα σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο, το σχέδιό Του για τη σωτηρία του ανθρώπου. Και πώς αλλιώς, όταν «και  αι τρίχες της κεφαλής ημών πάσαι ηριθμημέναι εισί» και Εκείνος ως Θεός φροντίζει και το παραμικρότερο αγριόχορτο, πόσο περισσότερο τον άνθρωπο;

2. Ο Κύριος λοιπόν πορεύεται στη Ναΐν για να ξαναδώσει ζωή στο νεκρό παιδί, αλλά με έναν απώτερο διπλό σκοπό: Πρώτον, μέσω αυτής της ανάστασης να φανερώσει ότι ο ερχομός Του στον κόσμο φέρνει ακριβώς την κατάργηση του θανάτου και την παροχή της ζωής – «εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσιν και περισσόν έχωσιν» θα πει κάπου αλλού – δηλαδή ότι Αυτός είναι «η Ζωή και η Ανάστασις», προετοιμάζοντας το έδαφος για τη δική Του Ανάσταση ως κατάργηση εντελώς του θανάτου. Δεύτερον, συγκλονισμένος από το γεγονός και γεμάτος ευσπλαχνία προς την τραγική μάνα, να δείξει ότι συμπάσχει με τον πόνο της, ότι δεν την ξεπερνά, γιατί ο πόνος, όπως και ο ίδιος ο θάνατος, είναι πράγματα που δεν συνάδουν προς τον Θεό και το θέλημά Του, δηλαδή ότι ο πόνος και ο θάνατος είναι καταστάσεις αντίθετες προς τη δημιουργία του ανθρώπου, γι’  αυτό και το πένθος και το κλάμα δεν πρέπει να υπάρχουν κανονικά στη ζωή του. «Μη κλαίε» της λέει.

Και πράγματι, ο λόγος του Θεού έχει αποκαλύψει ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, για να είναι μέτοχος της χαράς και της ζωής Εκείνου, με σκοπό, υπακούοντας ο άνθρωπος στο θέλημά Του, να φτάσει να γίνει κι αυτός ένας κατά χάριν Θεός, να θεωθεί, κατά την εκκλησιαστική ορολογία. Αλλά, η κακή χρήση της ελευθερίας από τον άνθρωπο τον οδήγησε στον δρόμο της πτώσεώς του στην αμαρτία, από την οποία εισήλθε ο πόνος, η φθορά, ο θάνατος. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος». Κι ο Χριστός λοιπόν, ο ενανθρωπήσας Θεός, έρχεται προκειμένου να επαναφέρει τον άνθρωπο στην κανονική του θέση και να καταργήσει την αμαρτία και τα αρνητικά αποτελέσματά της. Όλη η ζωή του Χριστού, και κυρίως ο Σταυρός και η Ανάστασή Του, είναι προς την κατεύθυνση αυτή, που σημαίνει ότι με τον Χριστό νικήθηκε ο μεγαλύτερος και έσχατος εχθρός του ανθρώπου, ο θάνατος, ενώ η όποια δοκιμασία και ο κάθε πόνος πια του ανθρώπου θεωρούνται ως παιδαγωγία του χριστιανού, ως συμμετοχή του στον Σταυρό Εκείνου, που οδηγεί, αν αντιμετωπιστεί με πίστη και υπομονή, στη βίωση της Ανάστασης και της μελλοντικής δόξας του πιστού. «Ουκ άξια γαρ τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν εις ημάς αποκαλυφθήναι δόξαν». 

3. Βεβαίως, μπορεί να αντείπει κανείς ότι και ο Κύριος έκλαψε κατά τον θάνατο του αγαπημένου Του φίλου Λαζάρου. Πώς τώρα με το «μη κλαίε» στη χήρα μάνα φαίνεται να κινείται αντίθετα προς το προσωπικό Του παράδειγμα; Δεν βρισκόμαστε βεβαίως μπροστά σε αντίφαση. Ο Κύριος προτρέπει τη μάνα να μη κλαίει, γιατί πρόκειται να της δώσει τη μεγαλύτερη χαρά: ζωντανό και πάλι το παιδί της. Δεν αρνείται τη λύπη από το γεγονός του θανάτου. Αρνείται τη λύπη ως έκφραση αδιεξόδου μπροστά στο φαινόμενο του θανάτου. Είναι ίσως αυτό που θα πει αργότερα ο απόστολος Παύλος για τους πιστούς: «ίνα μη λυπήσθε, ώσπερ οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα».  Κι ακριβώς, όταν και  ο Ίδιος θα κλάψει για τον φίλο Του Λάζαρο, θα το κάνει όχι γιατί θα βρεθεί μπροστά σε αδιέξοδο, αφού αμέσως μετά θα τον καλέσει και πάλι στη ζωή: «Λάζαρε, δεύρο έξω», αλλά γιατί Εκείνος ήταν ο μόνος που μπορούσε σε όλο το βάθος και το πλάτος να γνωρίζει την τραγικότητα του θανάτου. Το κλάμα του Κυρίου δηλαδή δεν ήταν τόσο για τον Λάζαρο, όσο για την κατάντια της ανθρώπινης φύσης, γι’ αυτό και μάλλον αντιστοιχεί προς την ευσπλαχνία που ένιωσε απέναντι στην πονεμένη μάνα της Ναΐν. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης εξηγούν ότι η ευσπλαχνία αυτή περιέχει όχι μόνο μία απλή στροφή συμπάθειας προς τη γυναίκα, αλλά μία «βαθειά συγκίνηση και έναν συγκλονισμό» του Κυρίου.

4. Με τους παραπάνω όρους, καταλαβαίνει κανείς πόση άγνοια  και πόση πλάνη υπάρχει  σ’  εκείνους τους «χριστιανούς», οι οποίοι, ενώ ο Χριστός ήλθε στον κόσμο, έγινε μέτοχος όλου του πόνου και του δράματος της ανθρώπινης ύπαρξης, πήρε πάνω Του όλες τις τραγικές συνέπειες της αμαρτίες, για να μας προσφέρει και πάλι τη δικαιοσύνη του Θεού καθώς μας ένωσε με τον εαυτό Του και μας κατέστησε μέλη Του, εκείνοι Τον υβρίζουν και Τον βλασφημούν σε κάθε δοκιμασία τους και σε κάθε φαινομενικό αδιέξοδό τους! Πόση τύφλωση πρέπει να υπάρχει, για να μη «βλέπουν» τον Σταυρό και την Ανάστασή Του ως γεγονότα που πραγματοποιήθηκαν «δι’  ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν», για να μη «βλέπουν» ότι μετά τον ερχομό Του όλα πια λειτουργούν διαφορετικά: σε όλα τα δεινά υπάρχει η παρουσία Εκείνου και η δύναμή Του που μας ενισχύει, όπως  στο «εξώφθαλμο» γεγονός από το σημερινό περιστατικό, κατά το οποίο ο Κύριος συμπάσχει με εμάς και συγκλονίζεται από τον ανθρώπινο πόνο, δίνοντας όμως και τη διέξοδο: «Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι»! Ποια μεγαλύτερη παρηγοριά μπορεί να υπάρχει από αυτήν, αφού ακόμη και στο μεγαλύτερο αδιέξοδο – ποιο μεγαλύτερο αδιέξοδο από τον θάνατο μπορεί να υπάρχει; - ο Κύριος μάς δίνει τη λύση και μας ανορθώνει;

Ζούμε σε μία από τις πιο κρίσιμες περιόδους της ιστορίας μας. Η πολλαπλή κρίση, και όχι μόνο βεβαίως μόνο οικονομική, «κτυπά» την πόρτα όλων μας και υπάρχουν συνάνθρωποί μας που την κρίση αυτή τη βιώνουν ως θάνατο, ως αδιέξοδο. Ο πόνος, η θλίψη, το κλάμα περισσεύουν σε πάρα πολλούς. Μοιάζει και η Ελλάδα μας με τη μάνα του σημερινού Ευαγγελίου, που προπέμπει το παιδί της στο νεκροταφείο. Κι όμως! Όπως τότε παρουσιάστηκε ο Κύριος και έδωσε την ανεπάντεχη λύση: την ανάσταση, έτσι και σήμερα. Ο ίδιος Κύριος υπάρχει, γιατί είναι ο παντοδύναμος Θεός. Στο φαινομενικό αδιέξοδο Εκείνος έρχεται προς συνάντησή μας. Το «μη κλαίε» και το «νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι» είναι τα λόγια που μπορούμε να ακούσουμε κι εμείς, για να ορθοποδήσουμε και πάλι. Δεν θα είμαστε χριστιανοί, αν δεν έχουμε αυτήν την πεποίθηση κι αυτήν την ελπίδα. Κάτω όμως από μία προϋπόθεση: τα λόγια αυτά να λειτουργήσουν πρώτα μέσα μας από πλευράς πνευματικής, δηλαδή να τα ακούσουμε για την πνευματική ανόρθωσή μας, που σημαίνει να μετανοήσουμε, αποφασίζοντας να αλλάξουμε τρόπο ζωής: από εγωιστές και συμφεροντολόγοι να γίνουμε άνθρωποι αγάπης, με ενδιαφέρον και συμπάθεια για τους συνανθρώπους μας. Τότε ναι, θα δούμε ό,τι είδε και η χαροκαμένη μάνα της Ναΐν: την ανάσταση, αλλά πρώτα του ίδιου του εαυτού μας. Κι ίσως στη συνέχεια και όλων των άλλων αδιεξόδων μας.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. ζ΄, 11-16)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. Ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ ̓ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. Ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τόν καιρό ἐκεῖνο, πῆγε ὁ Ἰησοῦς σέ μιά πόλη πού λεγόταν Ναΐν. Μαζί του ἦταν ἀρκετοί μαθητές του καί πολύ πλῆθος. Τήν ὥρα πού πλησίαζαν στήν πύλη τῆς πόλης, ἔβγαζαν ἕνα νεκρό, τό μονάκριβο γιό μιᾶς μάνας, πού μάλιστα ἦταν χήρα. Κόσμος πολύς ἀπό τήν πόλη τή συνόδευε. Ὅταν εἶδε τή χήρα ὁ Κύριος, τή σπλαχνίστηκε καί τῆς εἶπε: «Μήν κλαῖς». Ἔπειτα προχώρησε, ἀκούμπησε τή σορό, καί ἀφοῦ στό μεταξύ αὐτοί πού βαστοῦσαν τό φέρετρο σταμάτησαν, εἶπε: «Νεαρέ, σέ διατάζω νά σηκωθεῖς». Ὁ νεκρός ἀνακάθισε κι ἄρχισε νά μιλάει. Ὁ Ἰησοῦς τότε τόν παρέδωσε στή μητέρα του. Ὅλους τούς κυρίεψε δέος καί δόξαζαν τό Θεό: «Μεγάλος προφήτης», ἔλεγαν, «ἐμφανίστηκε ἀνάμεσά μας!» καί: «Θεός ἦρθε νά σώσει τό λαό του!»

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Κορ. Β΄, θ΄ 6-11)

Ἀδελφοί, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ ̓ εὐλογίαις ἐπ ̓ εὐλογίαις καὶ θερίσει. Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδία, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, καθὼς γέγραπται· ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα. Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι ̓ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ὅποιος σπέρνει μέ φειδώ θά ἔχει λίγη σοδειά· κι ὅποιος σπέρνει ἁπλόχερα ἡ σοδειά του θά εἶναι ἄφθονη. Ὁ καθένας ἄς δώσει ὅ,τι τοῦ λέει ἡ καρδιά του χωρίς νά στενοχωριέται ἤ νά ἐξαναγκάζεται, γιατί ὁ Θεός ἀγαπάει αὐτόν πού δίνει μέ εὐχαρίστηση. Ὁ Θεός ἔχει τή δύναμη νά σᾶς χορηγήσει πλουσιοπάροχα κάθε δωρεά, ὥστε νά εἶστε πάντοτε σέ ὅλα τελείως αὐτάρκεις, καί νά δίνετε μέ τό παραπάνω γιά κάθε καλό σκοπό. Τό λέει κι ἡ Γραφή: Σκόρπισε, ἔδωσε στούς φτωχούς, ἡ ἀγαθοεργία του θά διαρκεῖ αἰώνια. Κι αὐτός πού δίνει στό σποριά τό σπόρο καί τό ψωμί γιά νά τραφεῖ, ἄς δώσει καί ἅς πληθύνει καί τό δικό σας σπόρο καί ἄς αὐξήσει τούς καρπούς τῆς ἀγαθοεργίας σας. Ὁ Θεός θά σᾶς κάνει πλούσιους σέ ὅλα, γιά νά μπορεῖτε νά δίνετε γενναιόδωρα. Αὐτοί πού θά πάρουν ἀπό μᾶς τή δική σας εἰσφορά θά εὐχαριστοῦν τό Θεό.

ΤΙ ΠΑΙΔΙΑ ΘΑ ΦΕΡΩ Σ’ ΕΝΑΝ ΤΕΤΟΙΟ ΚΟΣΜΟ;

Η επιφύλαξη κι ο φόβος πολλών συνανθρώπων μας να μην προχωρήσουν σε τεκνοποίηση γιατί ζούμε σ’ έναν κόσμο γεμάτο προβλήματα και κινδύνους, κρύβουν από πίσω την ολιγοπιστία και την απιστία τους. Δεν υπάρχει η πίστη στον Θεό που μας φανέρωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, τον Θεό Πατέρα, τον γεμάτο αγάπη και στοργή απέναντι σε όλη τη δημιουργία Του, κατεξοχήν δε απέναντι στον άνθρωπο. Για τη χριστιανική πίστη δηλαδή ο Θεός μας δεν είναι ένα ον που ζει κάπου πέρα από τα σύννεφα, οπότε στην περίπτωση αυτή είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει είναι το ίδιο πράγμα. Ο Θεός μας είναι αφενός Θεός Δημιουργός που δημιούργησε τα πάντα «ἐκ τοῦ μή ὄντος», από το τίποτε, αφετέρου είναι Θεός συντηρητής, φροντιστής και διακυβερνήτης του σύμπαντος κόσμου, που σημαίνει ότι συνεχίζει και μετά τη Δημιουργία να είναι παρών στον κόσμο Του, ελέγχοντας τα πάντα και κατευθύνοντας τα πάντα με τρόπο που Εκείνος γνωρίζει και επιλέγει στον τελικό τους προορισμό. «Ἐμβλέψατε εἰς τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ», παροτρύνει ο Κύριος, «ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδέ θερίζουσιν οὐδέ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καί ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά. Οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;» Για να συνεχίσει: «Εἰ δέ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καί αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεός οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;» (Ματθ. 6, 26, 28-30). Και αλλού: «Ὑμῶν δέ καί αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί» (Ματθ. 10, 30).

Η έλλειψη της πίστεως στην πρόνοια του Θεού διαστρέφει όλη τη χριστιανική πίστη, κάνοντας – όπως έχει τονιστεί – τον μεν Θεό άκοσμο, τον δε κόσμο άθεο. Με άλλα λόγια, όταν στη ζωή μου δεν λαμβάνω υπ’ όψιν μου τον παράγοντα Θεό και την πρόνοιά Του, τότε τα πάντα τα βλέπω μαύρα γύρω μου, χωρίς ίχνος φωτός και ελπίδας, χωρίς ίχνος χαράς. Τα προβλήματα - καρπός της αμαρτίας βεβαίως του ανθρώπου -   γίνονται οι μόνες πραγματικότητες στον κόσμο, ενώ ο φόβος και η ανασφάλεια με τα συνακόλουθα άγχη γίνονται τα κύρια χαρακτηριστικά της ζωής. Έχουμε την εντύπωση ότι σε μία τέτοια τοποθέτηση που προϋποτίθεται σ’ εκείνους που δεν θέλουν γι’ αυτό να φέρουν παιδιά στον κόσμο, η εικόνα του κόσμου είναι του δαιμονικού μανιχαϊσμού: βλέπουν τον κόσμο ως άρνηση, υποταγμένο στις δυνάμεις του κακού.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΕΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΚΧΟΣ

«Οι άγιοι έζησαν επί της βασιλείας του Μιξιμιανού. Και ο μεν Σέργιος ήταν Πριμικήριος, δηλαδή αρχηγός, της σχολής των Κιντιλίων, ο δε Βάκχος ήταν Σεκουνδικήριος, δηλαδή δεύτερος, της ίδιας σχολής. Εξαρχής μυήθηκαν στη χριστιανική πίστη και έμαθαν καλά τις θεόπνευστες Γραφές, γι’  αυτό και κατηγορήθηκαν ως χριστιανοί στον βασιλιά, ο οποίος τους διέταξε να προσφέρουν μαζί του θυσία στα είδωλα. Λόγω της άρνησής τους, τους αφαίρεσαν τις ζώνες και τα περιλαίμιά  τους, και τους φόρεσαν γυναικεία ενδύματα, περιφέροντάς τους με σίδερα στα πόδια στο κέντρο της πόλεως, προς διακωμώδηση και ύβρη, ενώ στη συνέχεια τους οδήγησαν στον ηγεμόνα Αντίοχο, στην πόλη των Ευφρατησίων. Καθώς πλησίαζαν, τους εμφανίστηκε άγγελος που τους  γέμισε από δύναμη και θάρρος, και ο μεν Βάκχος, αφού πρώτα κτυπήθηκε επί πολύ ώρα με ωμά νεύρα, μέσα σ’ αυτά τα βασανιστήρια παρέδωσε το πνεύμα, ο δε Σέργιος, αφού ανακρίθηκε με διαφόρους τρόπους, καθηλώθηκε στα πόδια σε σιδερένιες κρηπίδες, κι αφού αναγκάστηκε να τρέχει επί πολύ, έπειτα κλείστηκε στη φυλακή, και πάλι καθηλώθηκε στις ίδιες κρηπίδες, μέχρις ότου στο τέλος του έκοψαν το κεφάλι με ξίφος».

Οι άγιοι Σέργιος και Βάκχος δεν ανήκουν απλώς στη χορεία των μαρτύρων της Εκκλησίας μας, αλλά στους μεγαλομάρτυρες αυτής. Στη βυζαντινή εποχή μάλιστα τιμώνταν ιδιαιτέρως, γι’  αυτό και ο Ιουστινιανός έκτισε μοναστήρι προς τιμή τους, που σήμερα – από τα σημαντικότερα σωζόμενα χριστιανικά μνημεία της πρώιμης βυζαντινής περιόδου – έχει το όνομα τέμενος Κιουτσούκ Αγιασοφιά, δηλαδή Μικρή Αγία Σοφία. Την αγιότητα και το μαρτύριό τους ευλαβήθηκαν, κατά τον υμνογράφο, και «οι ουράνιες πύλες, οι οποίες άνοιξαν αμέσως χάριν των μαρτύρων, διότι το μαρτύριό τους χαριτώθηκε από τον ίδιο τον Κύριο, ενώ έτρεψε σε φυγή τις φάλαγγες των δαιμόνων» (ωδή ς΄). Αιτία βεβαίως για την ιδιαίτερη ευαρέσκεια του Θεού από το μαρτύριο των αγίων ήταν το κίνητρό τους: «ο πόθος για τον Χριστό, ο οποίος τους έκανε να βδελύσσονται κάθε κοσμική δόξα και γοητεία, και να προσβλέπουν μόνον στον Κύριο, αθλούμενοι υπέρ Αυτού νομίμως, δηλαδή χωρίς να χάνουν καθόλου την αγάπη τους ακόμη και προς τους βασανιστές τους» (ωδή γ΄).

Εκείνο που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση από την υμνολογία των αγίων σήμερα, είναι ότι ο υμνογράφος όχι μία, αλλά πολλές φορές τονίζει τον μεταξύ των δύο αυτών αγίων σύνδεσμο, ο οποίος θεμελιωνόταν όχι στους δεσμούς αίματος – δεν ήταν φυσικά αδέλφια οι άγιοι – αλλά στην κοινή τους πίστη στον Χριστό. «Με τον τρόπο του Δαυίδ φώναζαν δυνατά οι μάρτυρες Σέργιος και Βάκχος: Τι υπάρχει καλύτερο ή ωραιότερο, από το να κατοικούν αδελφοί στον ίδιο τόπο και με την ίδια γνώμη; Όχι γιατί ήταν ενωμένοι με φυσική σχέση, αλλά με την κοινή τους πίστη» (αίνοι). Κι αλλού: «Αυτούς που η φύση δεν γνώρισε ως σαρκικούς αδελφούς, η πίστη τούς οδήγησε σαν από ανάγκη να έχουν αδελφικό φρόνημα μέχρι και το μαρτύριο» (αίνοι). Κι αυτή η κοινή πίστη που τους έδενε σαν αδέλφια και παραπάνω από αδέλφια, οφείλετο βεβαίως στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα ζώντας στην καρδιά και την ύπαρξή τους τούς έκανε να έχουν μία ψυχή και μία καρδιά: «ου φύσεως ακολουθία, αλλά πίστεως ενώσει του Αγίου Πνεύματος» (αίνοι).

Ο ιδιαίτερος τονισμός της αλήθειας αυτής από τον υμνογράφο δεν γίνεται, νομίζουμε, τυχαία. Ο υμνογράφος γνωρίζει ότι μερικές φορές ο φυσικός δεσμός δεν λειτουργεί με τον τρόπο που πρέπει, δηλαδή μέσα στα πλαίσια της αγάπης. Υπάρχουν φορές που το μίσος διακατέχει αυτούς που συνδέονται με τους δεσμούς αίματος. Ακόμη και παροιμία υπάρχει πάνω σ’ αυτό: «Μισούνται σαν αδέλφια» -  μία τραγική, δυστυχώς, πραγματικότητα. Εκείνος όμως ο δεσμός που μένει ακατάλυτος, που πραγματικά ενώνει τους ανθρώπους, είναι ο δεσμός που δημιουργεί το ίδιο το Πνεύμα του Θεού πάνω στην κοινή πίστη του Χριστού.  Και τούτο γιατί όπου υπάρχει το Πνεύμα του Θεού υπάρχει η αληθινή αγάπη, τέτοια που ακόμη και ο θάνατος είναι ανίσχυρος μπροστά της. Το ζωντανό παράδειγμα των αγίων Σεργίου και Βάκχου είναι μία από τις πολλές αποδείξεις.

06 Οκτωβρίου 2023

«ΑΠΙΣΤΙΑ» ΚΑΙ ΑΠΙΣΤΙΑ!

Η επιφυλακτικότητα του μαθητή του Κυρίου Θωμά απέναντι στην ομολογία των άλλων μαθητών ότι ανέστη ο Κύριος γίνεται πάντοτε αφορμή προβληματισμού για το μεγάλο θέμα της δυσπιστίας κι ακόμη και της απιστίας. Διότι η πίστη και η απιστία είναι τα θέματα που ταλάνισαν, ταλανίζουν και θα ταλανίζουν πάντοτε την ανθρωπότητα, η οποία σ’ ένα μεγάλο ποσοστό έχει συνηθίσει να βαδίζει με βάση τις αισθήσεις και τη λογική της, ακόμη δε περισσότερο με βάση, ιδίως όσον αφορά τους περισσότερο μορφωμένους ανθρώπους, με βάση το δικό τους θέλημα και το «έτσι μ’  αρέσει»! Στο θέμα μάλιστα της πίστεως στον Ιησού Χριστό εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ, διότι η πίστη αυτή απαιτεί όχι μία απλή διανοητική αποδοχή, αλλά κυριολεκτικά αλλαγή της ζωής, μετάνοια ως επιστροφή προς τον Θεό, κάτι που προσκρούει οδυνηρά στα πάθη του ανθρώπου και τον άμετρο εγωισμό του.

Η απιστία του Θωμά βεβαίως χαρακτηρίζεται από την Εκκλησία μας ως «καλή απιστία» - «ω, καλή απιστία του Θωμά»! Μπορεί σε πρώτη φάση να είχε εγκλωβιστεί στην απομόνωσή του λόγω της προτεραιότητας που έδινε στη λογική του, βασισμένη στις αισθήσεις του: «εάν μη ίδω ου μη πιστεύσω», όμως στη συνέχεια θέτει εν αμφιβόλω το δικό του θέλημα, ερχόμενος σε κοινωνία με τους άλλους μαθητές, για να μετάσχει κι αυτός στην έκπληξη: την όραση του αναστημένου Χριστού! Κι αυτό σημαίνει ότι η καλή απιστία μπορεί να έχει το χαρακτηρισιτικό της αμφιβολίας, όμως αφήνει κι ένα περιθώριο για κάτι άλλο, αφήνει ένα περιθώριο στην... ταπείνωση! Δεν «τσιμεντοποιεί» δηλαδή τη βούληση του ανθρώπου, διότι τελικώς κυριαρχεί η αναζήτηση της αλήθειας!

Η άλλη απιστία όμως, η «κακή» θεωρούμενη, είναι αυτή που έχει το στοιχείο της απολυτότητας, συνεπώς και το στοιχείο της ελλείψεως της αυτογνωσίας – άνθρωπος «μπετόν αρμέ» όπως λέγεται δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ψυχικά υγιής και «πετάει στα σύννεφα» των λογισμών του! Στην πραγματικότητα όμως η εμπειρία δείχνει ότι η όποια απολυτότητα της απιστίας κρύβει παγιωμένες συνήθειες αμαρτωλού τρόπου ζωής, με την έννοια ότι ο άπιστος αυτός έχει προσανατολίσει τη βούλησή του αποκλειστικά στις «ηδονές του βίου», εκδαπανώμενος σ’ αυτές! Κολλημένος λοιπόν στην αμαρτία του κόσμου αδυνατεί να φανταστεί ότι υπάρχει και το πέραν της λάσπης – δεν θέλει να αναπνεύσει τον αέρα του Ουρανού!

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΩΜΑΣ

 

«Ο άγιος Θωμάς, ο οποίος καταγόταν από την Ιουδαία και ήταν αλιέας κατά το επάγγελμα, γνωστός ως ένας από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου και έχοντας τη φήμη του δύσπιστου μαθητή, αφού μετά την Ανάσταση Εκείνου,  για να πειστεί ζήτησε να ψηλαφήσει τον Κύριο, μετά τη λήψη του αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, πήγε και κήρυξε τον λόγο του Θεού στους Μήδους και τους Πάρθους, τους Πέρσες και τους Ινδούς. Στα ανατολικά της Ινδίας ευρισκόμενος συλλαμβάνεται από τον βασιλιά Σμιδαίο, διότι με το κήρυγμά του πίστευσαν στον Χριστό και βαπτίστηκαν από τον απόστολο ο Αζάνης ο υιός του βασιλιά, η γυναίκα του Τερτία και οι θυγατέρες του Μιγδονία και Νάρκα. Γι’  αυτό και παραδόθηκε σε πέντε στρατιώτες, οι οποίοι τον ανέβασαν σε ένα βουνό και εκεί τον κατατρύπησαν με τις λόγχες τους. Έτσι λοιπόν εκδήμησε προς τον Κύριο».

Το πρώτο στο οποίο εμμένει η ακολουθία της Εκκλησίας μας σήμερα, επί τη μνήμη του αγίου αποστόλου Θωμά, είναι η «πιστή απιστία» του. Ο υμνογράφος υπενθυμίζει το γεγονός ότι ο απόστολος, επειδή έλειπε από τη σύναξη των μαθητών μετά τη Σταύρωση του Κυρίου, προφανώς απογοητευμένος από όλα όσα συνέβησαν και κλεισμένος στο σπίτι του, δεν πίστεψε στα λόγια των μαθητών ότι είδαν τον Κύριο αναστημένο. Κι έπρεπε να έλθει σ’  αυτή τη σύναξη, να έλθει δηλαδή στην Εκκλησία, προκειμένου εκεί, μετά από οκτώ ημέρες από την ημέρα της Αναστάσεως, να φανερωθεί και σ’ αυτόν ο Κύριος, ο Οποίος τον κάλεσε να Του ψηλαφήσει τις πληγές, με αποτέλεσμα εκείνος να ομολογήσει: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Έτσι απεδείχθη ότι ο απόστολος Θωμάς δεν ήταν ο άπιστος, με τη σημερινή έννοια του όρου, ως εκείνος δηλαδή που έχει διαγράψει τον Θεό από τη ζωή του, διότι έχει προσανατολιστεί μόνον στον κόσμο τούτο και τα θέλγητρα που αυτός προσφέρει. Υπήρξε «άπιστος», όπως και οι άλλοι μαθητές του Κυρίου, ο οποίος όμως πάλευε με την απιστία του και την ξεπέρασε, γιατί είχε την ταπείνωση να φύγει από το κλείσιμο του εαυτού του και να ανοιχτεί προς τους άλλους, να ενταχτεί και πάλι στο σώμα των υπολοίπων μαθητών. Κι αυτό το άνοιγμά του έφερε την έκπληξη και το θαύμα: την παρουσία του αναστημένου Ιησού. Έκτοτε η «πιστή απιστία» του υπήρξε στήριγμα για όλους του πιστούς και αυτήν υμνολογεί  μεταξύ των άλλων, όπως είπαμε, η Εκκλησία μας: «Τη πιστή απιστία σου, τους πιστούς εβεβαίωσας, ως Θεόν και Κύριον πάσης κτίσεως…». Με την πιστή απιστία σου, βεβαίωσες τους πιστούς (ότι ο Χριστός) είναι ο Θεός και ο Κύριος όλης της δημιουργίας.

Η ψηλάφηση όμως του αναστημένου Κυρίου από τον Θωμά γίνεται αφορμή για τον υμνογράφο όχι μόνον να τονίσει τη μεταβολή της απιστίας του σε πίστη και τη στήριξη όλων των πιστών μετέπειτα, αλλά και να κατανοήσει το θεολογικό έκτοτε βάθος της σκέψεώς του. Εννοούμε ότι όπως ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος μυήθηκε στα της θεολογίας, (όπως σημειώνει η υμνολογία της εορτής του αγίου Ιωάννου), όταν ανέπεσε επί το στήθος του Κυρίου στον Μυστικό Δείπνο, κατά τον ίδιο τρόπο και ο απόστολος Θωμάς: μυήθηκε στο μυστήριο της παρουσίας του Χριστού, όταν ψηλάφησε τον Κύριο. Και μάλιστα η μύηση αυτή έγινε με τον τρόπο που ένα σφουγγάρι «ρουφά» το νερό. «Της πλευράς εφαψάμενος του Δεσπότου, πανόλβιε, των καλών κατείληφας το ακρότατον∙ ώσπερ γαρ σπόγγος τα νάματα, εκείθεν εξήντλησας την πηγήν των αγαθών, και ζωήν την αιώνιον». Άγγιξες το πλευρό του Κυρίου, παμμακάριε Θωμά, και κατανόησες τον ίδιο τον Θεό. Διότι όπως το σφουγγάρι ρουφά τα νάματα, έτσι κι εσύ, από αυτήν την πλευρά  άντλησες την πηγή των αγαθών και την αιώνια ζωή. Και ο απόστολος Θωμάς δηλαδή, και οι άλλοι απόστολοι, υπήρξαν θεοδίδακτοι: η ιδιαίτερη προσωπική σχέση τους με τον Χριστό τούς κατέστησε γνώστες του Θεού και αποστόλους Του μέσα στον κόσμο.

Δεν θέλουμε όμως να μη σχολιάσουμε και κάτι που θεωρείται ιδιαιτέρως επίκαιρο στην εποχή μας, εξ αφορμής του αποστόλου Θωμά. Ο άγιος βρέθηκε ιεραπόστολος σε διάφορες χώρες, και μάλιστα στη χώρα των Ινδών, όπου και μαρτύρησε. «Ινδών κατελάμπρυνας πάσαν την γην, ιερώτατε, και θεόπτα απόστολε». Ο ποιητής μάλιστα τον βλέπει ως πολύφωτη ακτίνα, σταλμένη από τον μέγα Ήλιο Χριστό, προκειμένου με το φως του Χριστού να εκδιώξει τη σκοτεινή πλάνη των κατοίκων της Ινδίας. «Χριστός ο μέγας Ήλιος, ακτίνά σε πολύφωτον, εν τη Ινδία εκπέμπει, την ζοφεράν πλάνην, μύστα, συντόνως εκδιώκοντα…και τους λαούς φωτίζοντα». Δεν ξέρουμε τι ακολούθησε και η πίστη του Χριστού στη χώρα αυτή μειώθηκε ή και εξαφανίστηκε εντελώς. Σημασία έχει ότι οι άνθρωποι αυτοί, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, αγνοούν τον Χριστό, ζώντας επομένως στο σκοτάδι «άλλων πνευμάτων». Όπως όμως έλεγε η γερόντισσα Γαβριηλία (Παπαγιάννη), η οποία έζησε επ’  αρκετόν σ’  αυτούς «είναι άνθρωποι που με χαρούμενη διάθεση περιμένουν το μήνυμα του Χριστού», συνεπώς λειτουργεί μέσα τους η σπίθα του αναστημένου Χριστού κι ίσως υπάρξει ώρα που η σπίθα αυτή γίνει τεράστια φλόγα που θα αναδείξει πολλούς αγίους. Δεν μένουμε όμως κυρίως σ’ αυτό. Εκείνο που θεωρούμε τραγικό στην εποχή μας είναι το γεγονός ότι έχει γίνει «της μόδας», καθώς λέμε, να έρχονται άνθρωποι με την πίστη της χώρας αυτής, ξένης παντελώς προς τον Κύριο Ιησού, και να διδάσκουν στην Ελλάδα και σε άλλες Ευρωπαϊκές και μη χώρες, τα δικά τους, σαν να είναι οι ιεραπόστολοι της σωτηρίας και της λύτρωσης. Το τραγικότερο όμως είναι – γιατί μπορεί κανείς να πει ότι αυτοί κάνουν τη δουλειά τους – ότι υπάρχουν «χριστιανοί», που άγευστοι παντελώς της χάρης του Χριστού προσανατολίζονται σ’  αυτούς τους ανθρώπους, θεωρώντας τους ως καινούργιους Μεσσίες. Το κατάντημα στο έπακρο! Η αποτυχία και η ζόφωση να επανέρχονται ως η «ελπίδα» και το «φως». Τι θα έλεγε και τι θα λέει ο απόστολος Θωμάς! Πόσα δάκρυα πρέπει να χύνει για την κατάντια μας! Ο Θεός να ελεεί όλους μας.

05 Οκτωβρίου 2023

«ΝΑ ΛΕΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑ!»

«Να λέμε λίγα λόγια και καλά. Και να προσπαθήσουμε τη σιωπή. Χωρίς σιωπή δεν προχωράει η αρετή. Χωρίς σιωπή δεν αποκτιέται η προσευχή. Με τις κουβέντες, με τις κρίσεις και τις κατακρίσεις γίνεται το μυαλό μας αλλοπρόσαλλο… Να αποκτήσετε τη σιωπή. Την εποικοδομητική σιωπή. Να σκέφτεσθε τη ζωή του Χριστού, πώς ζούσε ο Χριστός, πώς συμπεριφερόταν!» (Γερόντισσα Θεοσέμνη, Ι. Μ. Χρυσοπηγής Χανίων).

Η μακαριστή Γερόντισσα της Ι. Μ. Χρυσοπηγής Χανίων (1938-2000), η οποία «γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λάρισα, σπούδασε στην Αθήνα, έγινε μοναχή στα Μετέωρα, ανέλαβε την ηγουμενία της Ιεράς Μονής της Χρυσοπηγής στα Χανιά και εκοιμήθη εν Κυρίω εκεί» (Καθ. Αν. Κεσελόπουλος), υπήρξε ένας ξεχωριστός άνθρωπος, κυριολεκτικά «ένας μεγάλος αδάμαντας και θησαυρός που έδωσε ο Κύριος στην Εκκλησία.. και που η εκδημία της θεωρείται πλούτος και ευλογία για όλη την Εκκλησία» (πρώην Αρχιεπ. Κρήτης Ειρηναίος). Στην πραγματικότητα η Γερόντισσα, που απαρχής της ζωής της ήταν στραμμένη ψυχή τε και σώματι προς την αγάπη του Κυρίου, ήταν μία αληθινή μοναχή που αγωνίστηκε όσο ο Κύριος επέτρεψε να ζήσει στον κόσμο τούτο να τηρεί τις άγιες εντολές Του. Διότι αυτό είναι μοναχός, ο αφιερωμένος στον Θεό άνθρωπος: εκείνος που έχει επιλέξει με τη χάρη του Θεού να ζει αταλάντευτα την ευαγγελική ζωή. Και η αγιασμένη αυτή Γερόντισσα αποτελούσε ένα ενσαρκωμένο Ευαγγέλιο. Δεν ήταν πρώτιστα τα λόγια της - αυτά τα εξέφερε όταν και όπου έπρεπε με μεγάλη φειδώ - αλλά ήταν η ζωή της που την καθιστούσε το «κέντρο»  των ανθρώπων που την περιέβαλαν: τις αδελφές μοναχές που την ακολουθούσαν αλλά και πολύ κόσμο που την επισκεπτόταν στη Μονή της μετανοίας της, όπου βρέθηκε.

Κι όταν λέμε ότι ήταν το «κέντρο» σημαίνει ότι λειτουργούσε ως θεϊκός μαγνήτης για να παραπέμπει αδιάκοπα στον μόνο Λυτρωτή και Σωτήρα των ανθρώπων, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Τον Ιησού Χριστό με άλλα λόγια ζούσε η Γερόντισσα Θεοσέμνη, οπότε και Αυτόν δακτυλοδεικτούσε έργω και λόγω. Κι εκείνο που ιδιαιτέρως φανερώνουν τα παραπάνω λόγια της είναι βεβαίως η αγάπη της προς τον Χριστό που εκφραζόταν ως αγάπη πάντοτε προς τους συνανθρώπους της, αλλά και το ησυχαστικό της πνεύμα, που κύριο γνώρισμά του έχει τη σιωπή. Το λέει ξεκάθαρα: όταν σκέφτεται κανείς τον Χριστό και προσπαθεί να ζήσει σαν Εκείνον χαρακτηρίζεται από την αρετή της σιωπής.

Ακούγεται παράδοξος ο λόγος της σε μία εποχή που ο πληθωρισμός ακριβώς του λόγου θεωρείται από τους περισσοτέρους ως δεδομένη και υγιής κατάσταση. Μα τούτο δεν είναι σωστό, τονίζει η Γερόντισσα. Γιατί; Διότι «με τις κουβέντες, με τις κρίσεις και τις κατακρίσεις γίνεται το μυαλό μας αλλοπρόσαλλο!» Αλλοπρόσαλλη δεν είναι πράγματι η εποχή μας; Τίποτε δεν είναι σταθερό που να θεωρείται ως αξία ακατάλυτη. Η μετανεωτερική μάλιστα εποχή στην οποία έχουμε εισέλθει αυτό προβάλλει και εξαγγέλλει: ότι πέραν του ιδίου του ατόμου που μπορεί να αυτοκαθορίζεται και να καθορίζει και τις αξίες τις δικές του και του κόσμου δεν υφίσταται τίποτε άλλο. Ο Θεός, ο κατ’ εικόνα Θεού πλασμένος άνθρωπος, η αγαπητική θυσιαστική κοινωνία με τον συνάνθρωπο, ένα πλαίσιο ζωής που σέβεται τη ζωή και όλη τη δημιουργία είναι «αξίες» που εκφράζουν τον «παλαιό» άνθρωπο, τις κοινωνίες που είναι «παρωχημένες», που συνιστούν τροχοπέδη για την «πρόοδο» του ανθρώπου. Και το αποτέλεσμα; Να θεωρείται ο «προοδευτικός» αυτός άνθρωπος «ελεύθερος» ευρισκόμενος αλυσοδεμένος με όλες τις αλυσίδες των παθών του και του Πονηρού ασφαλώς διαβόλου που τα υποκινεί. Δεν χρειάζονται αποδείξεις για το τραγικό αποτέλεσμα: το ζει καθένας που μπαίνει στη διαδικασία να λέει πολλά, να κρίνει τους πάντες και τα πάντα, να κατακρίνει με το παραμικρό τους συνανθρώπους του, πλην βεβαίως του ίδιου του… εαυτού του! Και έρχεται η στιγμή που τελικώς νιώθει άδειος, κενός, σαν να αίρεται από τον εσωτερικό του κόσμο κάθε ικμάδα ζωής – σαν το χώμα που ξεραίνεται και γίνεται πέτρα, μία ζωή χωρίς ζωή!

Και το τραγικό αποτέλεσμα δεν έχει μόνο εγκόσμιες διαστάσεις˙ προσδιορίζει και την ίδια την αιώνια ζωή, η οποία εκκινά από εδώ και εκτείνεται χωρίς τέλος μετέπειτα. Ο ίδιος ο Κύριος το αποσαφήνισε με τον καθαρότερο τρόπο: «Για κάθε αργό λόγο που θα πείτε, (και αργός λόγος είναι κάθε λόγος που δεν εκφράζει τη σχέση με τον Θεό),  θα δώσετε λόγο κατά την ημέρα της κρίσεως. Διότι από τα λόγια σου θα δικαιωθείς και από τα λόγια σου θα κατακριθείς». Κι αυτό συμβαίνει διότι ο λόγος του ανθρώπου, προφορικός ή γραπτός, εκφράζει τον ενδιάθετο λεγόμενο εσωτερικό λόγο του ανθρώπου που βγαίνει ατόφιος μέσα από την καρδιά του. Ό,τι κυριαρχεί στην καρδιά αυτό και  εκφέρει ο λόγος. Καθαρή η καρδιά; Καθαρά και σωστά και μετρημένα και τα λόγια! Βρόμικη η καρδιά από το πλήρωμα του εγωισμού και των παθών; Βρόμικα και τα λόγια, προσβλητικά, χλευαστικά και ειρωνικά, ή έστω και ανούσια. Κι αυτά τα βρόμικα λόγια όχι μόνο φανερώνουν την ακάθαρτη καρδιά αλλά και, κατά τη Γερόντισσα, δημιουργούν τις συνθήκες για να επιτείνεται το αλλοπρόσαλλο της βρομιάς της.

«Να προσπαθήσουμε τη σιωπή», συνιστά η Γερόντισσα που βασίζεται στον βιβλικοπατερικό λόγο αλλά και στην ίδια την αγιασμένη εμπειρία της. «Να αποκτήσουμε τη σιωπή». Γιατί η σιωπή αποτελεί το μέσον προκειμένου να προχωρήσουμε στην αρετή, ιδίως δε να μπορούμε να προσευχηθούμε. Το συνιστά μεταξύ των άλλων και ο μέγας ασκητικός διδάσκαλος όσιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Η σιωπή είναι η μητέρα της προσευχής». Κι αν σκεφτεί κανείς ότι η προσευχή είναι η κατεξοχήν ένδειξη της αγάπης προς τον Θεό, η πολυλογία και η αργολογία φανερώνουν την ανυπαρξία της αγάπης αυτής. Το λέει και ο ίδιος ο λαός μας: «Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια». Η δε Παλαιά Διαθήκη τονίζει: «Από την πολυλογία δεν θα ξεφύγεις την αμαρτία». Η Γερόντισσα όμως διακριτικά συμπληρώνει: Όχι οποιαδήποτε άσκηση σιωπής, αλλά η εποικοδομητική σιωπή γίνεται φορέας της χάρης του Θεού – ό,τι λέει και ο ίδιος της Κλίμακος άγιος με τον όρο «σιωπή εν γνώσει». Γιατί μπορεί κανείς να σιωπά και να… αμαρτάνει! Πώς; Για να μην εκτεθεί απλώς σε ένα περιβάλλον που βλέπει ότι δεν τον… παίρνει να μιλάει, συνεπώς από λόγους κενοδοξίας ασκεί τη σιωπή˙ όπως μπορεί να μη μιλάει γιατί κρατάει… μούτρα, όπως λέμε, από έναν εγωισμό δηλαδή που θέλει έντονα να δείξει το έλλειμμα της αγάπης του προς κάποιον συνάνθρωπό του. «Γιατί με αποφεύγεις και δεν απαντάς στα μηνύματά μου;» ρώτησε κάποιος έναν θεωρούμενο φίλο του. «Γιατί θέλω να σου δείξω ότι δεν σε θέλω στη ζωή μου και με ενοχλεί η παρουσία σου» απάντησε εκείνος πειραγμένος.

Η εποικοδομητική λοιπόν και εν γνώσει σιωπή είναι η σώζουσα. Δηλαδή αυτή που περιορίζει τα λόγια γιατί αυξάνει τον διάλογο με τον Θεό. «Ο φίλος της σιωπής προσεγγίζει τον Θεό και συνομιλώντας μυστικά μαζί Του φωτίζεται από Αυτόν» (όσιος Ιωάννης Κλίμακος). Κι αυτό σημαίνει ότι επειδή είναι εποικοδομητική η σιωπή αυτή λειτουργεί με διάκριση – γνωρίζει ο ασκών αυτήν  πότε θα τη σταματήσει και πότε θα τη συνεχίσει. Γιατί φωτισμένος από τον Θεό αισθάνεται ότι κάποιες φορές ο λόγος του μπορεί να βοηθήσει τον συνάνθρωπό του, να τον νουθετήσει, να τον παρηγορήσει. «Μίλα διά τον Θεόν, σιώπα διά τον Θεόν» ακούμε τον λόγο και των οσίων αββάδων του Γεροντικού, οι οποίοι θεωρούσαν ότι η σιωπή συνιστά ένα από τα σπουδαιότερα αγωνίσματα της ασκητικής τους ζωής.

Ο καθηγητής Κεσελόπουλος συνοψίζοντας θα πει εμπνευσμένα για την αγία Γερόντισσα Θεοσέμνη: «Ήξερε να μεταμορφώνει τη σιωπή σε ησυχαστικό λόγο και τον λόγο σε έλλογη και άναρθρη σιωπή. Δίδασκε περισσότερο με την ησυχία και τη σιωπή του παραδείγματός της. Και όταν, ακόμα, σε κάποια περίσταση ήταν ανάγκη να εκφράσει τον λογισμό της, ο οποιοσδήποτε λόγος της είχε γνησιότητα, γιατί είχε αντίκρυσμα στη σιωπή της. Μπορούσε να επικοινωνεί με τους ανθρώπους χωρίς πολλά λόγια, γιατί γνώριζε να επικοινωνεί ουσιαστικά διά της προσευχής με τον Χριστό, που είναι ο Λόγος ο από σιγής προελθών. Έμαθε να εναποθέτει εαυτήν και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ».