25 Οκτωβρίου 2023

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΜΑΡΚΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΟΣ

«Οι άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος έζησαν, όταν πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως ήταν  ο άγιος Παύλος ο ομολογητής, μετά την κοίμηση του αγίου Αλεξάνδρου, επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του αρειανόφρονος. Ο  άγιος πατριάρχης εξορίστηκε στην Αρμενία και δέχτηκε το μακάριο τέλος από τους Αρειανούς που τον έπνιξαν. Τότε λοιπόν και οι άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος σκοτώθηκαν με μαχαίρι, λόγω της ορθοδόξου πίστεώς τους, και ετάφησαν στη Μελανδησία πύλη, τοποθεσία του Δευτέρου,  μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Τον ναό αυτών των αγίων αργότερα ο άγιος Πατήρ ημών Ιωάννης ο Χρυσόστομος ανήγειρε εκ βάθρων».  

Οι άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος υπήρξαν μαθητές και ακόλουθοι του διδασκάλου τους, ισαποστόλου και ομολογητού, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως αγίου Παύλου, διδασκάλου όχι μόνον βεβαίως των σήμερα εορταζομένων αγίων, αλλά και της καθολικής Εκκλησίας του Χριστού, διότι αγωνίσθηκε μέχρι θανάτου υπέρ των αληθών δογμάτων της Εκκλησίας, αντιτασσόμενος κατά του αιρεσιάρχη Αρείου, ο οποίος αλλοίωνε την πίστη της αγίας Τριάδος, υποβιβάζοντας τον Κύριο Ιησού Χριστό στο επίπεδο της κτιστότητας.  Οι άγιοι λοιπόν υπεραμύνθηκαν και αυτοί της ορθοδόξου πίστεως, ακολουθώντας επακριβώς τα ίχνη του διδασκάλου τους, που σημαίνει ότι ο αγώνας τους για την ορθοδοξία δεν ήταν μόνον στα λόγια, αλλά πρώτιστα στα έργα και τη ζωή τους. Διότι για την Εκκλησία μας, όπως βεβαίως διατρανώθηκε τούτο και με τον άγιο ομολογητή Παύλο και με τους αγίους μας σήμερα, η ορθόδοξη πίστη δεν εξαντλείται στο επίπεδο των λόγων, αλλά αγκαλιάζει ολόκληρη τη ζωή, δηλαδή η ορθοδοξία είναι αληθινή ορθοδοξία στον βαθμό που είναι και ορθοπραξία, επιβεβαιούμενη πολλές φορές και με το μαρτύριο του αίματος. Κατά τον σοφό και άγιο υμνογράφο  «Με μαρτύριο ολοκληρώσατε τον αγώνα σας, Μάρτυρες Κυρίου, αφού δυναμώσατε την ορθοδοξία με ρωμαλέα διάνοια και τέλειο φρόνημα»∙ «Φανήκατε, Μάρτυρες, οπαδοί των σοφοτάτων δογμάτων του θείου ιερουργού Παύλου, του οποίου τους τρόπους ζωής αφού μιμηθήκατε, αθλήσατε με υπομονή και δύναμη».

Ο υμνογράφος, ως στόμα της Εκκλησίας εν προκειμένω, διαπιστώνει το αυτονόητο για την ορθόδοξη πίστη: συνιστά αυτή το φως και το κάλλος του κόσμου. «Στόλισαν οι άγιοι τον κόσμο με το φως της ορθοδοξίας», «γιατί έλαμπαν από την ορθοδοξία με το άγιον Πνεύμα», εν αντιθέσει προς την αίρεση, που είναι η σκοτεινιά, ο σκοτασμός του ανθρώπου, όπως και η διαίρεση και η σύγχυσή του: «Ξεφύγατε εντελώς από τη σκοτεινιά του Αρείου»˙ «κατέστρεψαν οι άγιοι τη διαίρεση του Αρείου και του Νεστορίου, καθώς απομακρύνθηκαν από τη σύγχυση του Σαβέλλιου και του Σεβήρου». Είναι αυτό που έλεγε και ο όσιος  Παΐσιος ο αγιορείτης μεταξύ άλλων, ότι «η ορθοδοξία είναι άρωμα, που όσο κανείς εγκύπτει σ’ αυτήν, τόσο και δυναμώνει το άρωμά της, ενώ η αίρεση είναι η βρομιά, που όσο κανείς τη σκαλίζει, τόσο και αναδύεται περισσότερο η δυσοσμία της». Αιτία για το ύψος αυτό της ορθοδοξίας είναι το γεγονός ότι αυτή αποτελεί την αλήθεια: κρατά και ζει ανόθευτο τον αποκαλυφθέντα Κύριο, ευρισκόμενη μέσα στην παρουσία του αγίου Πνεύματος. Συνεπώς, η εμμονή στην ορθόδοξη πίστη και ζωή οδηγεί στη ζωή εν Θεώ και Χριστώ, ενώ η απομάκρυνση από την ορθοδοξία οδηγεί τον άνθρωπο στην απώλεια και στα θανατερά δίχτυα του πονηρού διαβόλου.

Θυμάται κανείς στο σημείο αυτό και το περιστατικό που καταγράφεται στο Γεροντικό με τον όσιο αββά Αγάθωνα: «Πειράζοντάς» τον ορισμένοι συνασκητές του, τον έβριζαν με τα χειρότερα λόγια: ότι είναι πόρνος, μοιχός, εγωιστής, γαστρίμαργος, κενόδοξος κλπ. Σε όλες τις «κατηγορίες» ο όσιος δεν αντιδρούσε, αλλά με ταπείνωση τις αποδεχόταν. Εκεί όμως που αντέδρασε με απότομο τρόπο ήταν όταν τον κατηγόρησαν ως αιρετικό. Κι όταν έπειτα, χαμογελώντας, τον ρώτησαν γιατί αντέδρασε μόνο στο τελευταίο είπε: Οι άλλες κατηγορίες μού κάνουν καλό, γιατί με ταπεινώνουν. Η κατηγορία όμως για αίρεση με απομακρύνει από τον ίδιο τον Θεό.

24 Οκτωβρίου 2023

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ: "ΜΗ ΔΙΩΞΟΥΜΕ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΜΑΣ"

 

Μητροπολίτης Πειραιώς: “Μην διώξουμε και εμείς τον Χριστό από τις καρδιές μας” – Επιμνημόσυνη Δέηση για τον Νικηταρά.

Στον Ιερό Ναό Ευαγγελιστρίας Πειραιώς Ιερούργησε σήμερα Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023 ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.Σεραφείμ, ο οποίος τέλεσε και επιμνημόσυνη δέηση στον Νικήτα Σταματελόπουλο με αφορμή τη συμπλήρωση 174 ετών από τον θάνατο του ήρωα Νικηταρά του Τουρκοφάγου.

Κατά την διάρκεια του κηρύγματός του ο Σεβασμιώτατος αναφερόμενος στην σημερινή Ευαγγελική περικοπή επεσήμανε πως σε αυτήν «αποτυπώνεται με μοναδικό τρόπο όλη η ανθρώπινη αστοχία, όλη η ανθρώπινη περιπέτεια και καταδεικνύεται η αιτία του πανανθρωπίνου δράματος και της πανανθρώπινης αποτυχίας. Ταυτόχρονα», πρόσθεσε, «μας υποβάλλεται ένα μεγάλο, κεφαλαιώδες υπαρξιακό ερώτημα: Θέλουμε να συνεχίσουμε στο ίδιο μοτίβο τη ζωή μας; Μας αρέσει να βλέπουμε αυτή την παγκόσμια αναταραχή, την παγκόσμια τραγωδία, την αιματοχυσία, τον θάνατο, τον φόνο με τις μύριες εκφάνσεις του;».

Κάνοντας λόγο για τον δαιμονοκατεχόμενο πολίτη των Γαδαρηνών και σημειώνοντας πως ήταν «ένα πρόσωπο απρόσωπο, ένας άνθρωπος χωρίς αυτεξουσία βούληση», «φόβος και τρόμος της περιοχής», υπογράμμισε: Σε αυτήν την προσωπικότητα έρχεται ο Χριστός, την αιχμάλωτη, για να την απελευθερώσει και μέσω αυτής να απελευθερώσει όλο το ανθρώπινο γένος, γιατί για αυτόν ακριβώς το λόγο ήρθε στη ζωή αυτή: για να μας λυτρώσει από τα έργα του σκότους και από τον άρχοντα των έργων του σκότους, το διάβολο και να μας απαλλάξει από τη δουλεία στο θάνατο, που εκείνος εισήγαγε μέσα στην ωραία δημιουργία του Παναγίου Θεού».

Ο Κύριος «αρχίζει έναν ιερό διάλογο με τα δαιμόνια τα οποία ευρίσκονται εντός του προσώπου αυτού. Ένα διάλογο λυτρωτικό, όχι τιμωρητικό, αλλά βαθύτατα στοργικό, για να καταδείξει ακριβώς την ευθύνη μας, αλλά ταυτόχρονα και τη δυνατότητά μας, να ενστερνιστούμε την παμφαεστάτη αγάπη του Κυρίου μας, για να λυτρωθούμε από τον άρχοντα του σκότους και τα πονηρά του έργα», τόνισε στην συνέχεια ο Σεβασμιώτατος.

Μιλώντας για το θαύμα που τέλεσε ο Κύριος στον δαιμονισμένο αυτό άνδρα υπογράμμισε πως «μπροστά στο θαύμα δεν συγκινήθηκαν, δεν συγκλονίστηκαν, δεν συναρπάστηκαν, δεν έμειναν ενεοί, δεν δόξασαν τον Θεό που ένας συντοπίτης τους, ένας συγγενής τους, ένας δικός τους άνθρωπος, επιτέλους απελευθερώθηκε, αλλά ταυτόχρονα και η πόλη τους, η περιοχή τους σώθηκε από την καταδυναστεία των δαιμόνων, από το φόβητρο και τον τρόμο της κατοχής του ανθρώπου εκείνου», αλλά, όπως επεσήμανε στην συνέχεια, «Του ζήτησαν να φύγει μακριά τους, πέρα από την πόλη τους και πέρα από τις καρδιές τους. Αυτό Του ζήτησαν. Δεν Του ζήτησαν να μείνει, να θεραπεύσει, να αγιάσει, να σώσει, αλλά να φύγει μακριά, πέρα από αυτούς».

«Εδώ ακριβώς βρίσκεται η αιτία της κακοδαιμονίας της ανθρώπινης οικογένειάς μας. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η αιτία του πόνου μας, των δακρύων μας και της σπονδής αίματος, που τόσο φρικωδώς εκχέουμε πάνω στη μαρτυρική και φλεγομένη μας γη», υπογράμμισε και εξηγώντας το γιατί οι Γαδαρηνοί, «οι οποίοι είχαν υποκύψει στον πειρασμό του κέρδους και της καταπατήσεως του νόμου του Θεού» εκδίωξαν τον Κύριο, πρόσθεσε: «Οι Γαδαρηνοί, μπροστά στα διαφυγόντα κέρδη, μπροστά στην απειλή ότι ο Χριστός, εάν μείνει στον τόπο τους, θα τους υποχρεώσει με τον λόγο Του και τα θαύματά Του να τηρήσουν τον θείο νόμο, προτίμησαν να Τον διώξουν μακριά τους». «Αυτή είναι η αιτία που διώχνουμε τον Κύριο έξω από την κοινωνία μας και έξω από τη ζωή μας, νομοθετούντες αθέσμος ό,τι πιο φρικώδες, ό,τι πιο τραγικό, ό,τι πιο βαθιά αντιανθρώπινο μπορεί να συλλάβει ο δαιμονιώδης νους μας. Μας ελέγχει ο θείος νόμος, μας ελέγχει η Ζωή που έγινε άνθρωπος. Δεν θέλουμε να εγκαταλείψουμε τα γαιώδη και κατάστικτα πάθη μας. Δεν θέλουμε να παύσουμε να ακούμε της δολίας φωνής του δαίμονα που έρχεται και κνήθει τα αυτιά μας, λέγοντάς μας ότι μπορούμε να ζήσουμε αθάνατοι μέσα από το θάνατο που μας προσκομίζει καθημερινά. Για αυτό και νομοθετούμε αθέσμος στα κοινοβούλια μας». «Να γιατί ζητούμε από τον Θεό να φύγει μακριά μας. Για να μην ελέγξει την κακότροπη ζωή μας. Τα πάθη μας και τις μικρότητές μας». Με την αμαρτία «η ανθρωπότητα, συνεχίζει στα βήματα των Γαδαρηνών: Να αρνείται τον Θεό και την αλήθεια και να μένει εκεί, δεμένη στο μουράγιο της φαύλης ζωής, στην πορνεία, την μοιχεία, την αρσενοκοιτία, την αισχρότητα, τη χοϊκότητά, το έγκλημα με τις μύριες μορφές. Και όχι μόνο να μένει εκεί, αλλά και να αναγάγει αυτά τα γεώδη και κατάστικτα από φοβερό θάνατο πάθη, σε δήθεν έννομα αγαθά και να χειροκροτεί το κακό και το ψεύδος και την ανθρώπινη ευτέλεια και την ανθρώπινη ακρασία. Να γιατί υποφέρουμε», συμπλήρωσε.

Στην συνέχεια ο Σεβασμιώτατος σημείωσε πως «σήμερα εδώ στον Παναγιοσκέπαστο αυτό Ναό της Ευαγγελιστρίας, τιμούμε έναν ήρωα, ένα μάρτυρα της Πατρίδος, έναν άνθρωπο ο οποίος εμφορείτο από το φως του Χριστού που λάμπει και ‘’φαίνει πάσι’’. Τον Νικηταρά μας. Τον Αρχιστράτηγο Νικήτα Σταματελόπουλο. Αυτόν τον αγνό ήρωα της παλιγγενεσίας του Έθνους μας». «Αυτόν τον άνδρα προβάλλουμε σήμερα εδώ στην πόλη την ναύλοχο του Πειραιώς μας, σαν μάρτυρα της αληθείας μας, σαν υποφύτη του πολιτισμού μας, σαν ίνδαλμα που καλούμεθα να μας εμπνέει και να μας οδηγεί».

«Η αιτία του κακού είναι μόνο μία. Η ταύτισή μας με την αμαρτία και το διάβολο», είπε ολοκληρώνοντας το κήρυγμά του ο Σεβασμιώτατος, προτρέποντας όλους να «ξυπνήσουμε από αυτή την τραγική και απαράδεκτη πνευματική υποθερμία. Ας μιμηθούμε τους μάρτυρες και ήρωές μας, τους Αγίους μας. Ας κοιτάξουμε αυτό το λεβέντη του Γένους, τον Νικηταρά, τον Τουρκοφάγο και ας πάρουμε έμπνευση από το δικό του μήνυμα ζωής, που χαρίζει σε κάθε άνθρωπο καλής θελήσεως. Μην διώξουμε και εμείς τον Χριστό από τις καρδιές μας. Εύχομαι σε όλους το σημερινό μήνυμα ζωής του Ευαγγελίου, να συγκλονίσει τη ζωή μας και να εμπνεύσει την πορεία μας».

Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.Σεραφείμ τέλεσε επιμνημόσυνη δέηση στην προτομή του ήρωα Νικήτα Σταματελόπουλου η οποία βρίσκεται στον περίβολο του Γηροκομείου Πειραιώς, εκεί όπου ο ήρωας Νικηταράς ο Τουρκοφάγος επαιτούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Η δέηση για τον ήρωα του 1821 τελέστηκε με πρωτοβουλία της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, της Αδελφότητας Τουρκολεκαίων ο «Νικηταράς» και τη συμμετοχή του Πολιτιστικού Συλλόγου η «Ενότητα».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΡΕΘΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Ο άγιος Αρέθας ήταν ο πρώτος της πόλεως Νεγράς στην Αιθιοπία, επί της βασιλείας του Ιουστίνου, όταν βασίλευαν στην μεν Αιθιοπία ο χριστιανικότατος Ελεσβαάν, στους δε Ομηρίτες κάποιος Εβραίος ονόματι Δουναάν. Η χώρα αυτή από μεν την Αγία Γραφή λέγεται Σαβά, από δε τους Έλληνες Ευδαίμων Αραβία. Ο Ελεσβαάν υπέταξε τον Εβραίο και έβαλε φρουρές στην πόλη του. Επαναστάτησε όμως ο Εβραίος και σκότωσε τους φύλακες, ενώ επιτέθηκε στην πόλη Νεγρά, την οποία πολιόρκησε και υπέταξε, όχι με στρατιωτική δύναμη, αλλά με επιορκίες, με αποτέλεσμα να σκοτώσει όλους τους χριστιανούς κατοίκους της, άνδρες και γυναίκες. Τότε ήταν που ο άγιος Αρέθας αντιστάθηκε με γενναιότητα, αφού προηγουμένως στήριξε όλους στην πίστη  του Χριστού, μολονότι είχε φθάσει στο έσχατο γήρας, ώστε να μη μπορεί ούτε να περπατήσει. Τόση ήταν η σωματική αδυναμία του, ώστε όταν παραδόθηκε για να του κόψουν την κεφαλή, με χαρά οδηγήθηκε στο μαρτύριο βασταζόμενος. Κι αφού του απέκοψαν την κεφαλή, παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο».

Προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι εκείνος ο οποίος ηγείτο στην αντίσταση κατά των Ομηριτών του Εβραίου Δουναάν  ήταν όχι ένας νέος άνδρας, που τη γενναιότητα την έχει ως φυσικό του ιδίωμα, αλλά ένας σεβάσμιος γέροντας, ο οποίος μάλιστα αδυνατούσε και να περπατήσει. «Φυσιολογικά», ο γέρων Αρέθας θα έπρεπε να είναι ο μαζεμένος και ανασφαλής, δεδομένου ότι συνήθως οι προχωρημένοι  στην ηλικία είναι περισσότερο δειλοί, λόγω της αδυναμίας που φέρνει ακριβώς η ηλικία τους. Και όμως! Δεν ήταν η ηλικία στον άγιο Αρέθα το πρόβλημα, διότι το φρόνημά του ήταν νεανικό. Κι αιτία γι’  αυτό το «παράδοξο» ήταν η αγιοπνευματική ζωή του. Ο άγιος Αρέθας διακατεχόταν από την παρουσία του Θεού, ο Οποίος τον ενίσχυε και του έδινε  την εκπλήσσουσα τόλμη του, ώστε και αλείπτης να παρουσιάζεται, δηλαδή ενισχυτής και εμψυχωτής της πίστεως των άλλων, και με χαρά να οδεύει προς το μαρτύριο. Ο υμνογράφος της ακολουθίας του επισημαίνει και τα δύο παραπάνω στοιχεία: και το αξιοσέβαστο δηλαδή της γεροντικής ηλικίας του, αλλά και το τολμηρό του χαρακτήρα του. «Εν τη του πνεύματος τόλμη υπέρ Χριστού μαρτυρήσαι ηγωνίσασθε», λέει και για τον ίδιο και για τους άλλους ενισχυμένους από αυτόν χριστιανούς∙ «υπό της σης συγκροτουμένη συνέσεως η θεόφρων πόλις σου Πανόλβιε, του πολιά λάμποντος σεμνή, προς τους παρανόμους ανδρείως διηγωνίσατο». (Η με θεϊκό φρόνημα πόλις σου, παμμακάριστε Αρέθα, που συγκροτήθηκε από τη δική σου σύνεση, από εσένα δηλαδή που έλαμπες από το σεμνό γήρας, αγωνίστηκε με ανδρειότητα προς τους παράνομους). Κι είναι τούτο μία αλήθεια που δεν πρέπει να μας διαφεύγει: όταν ο άνθρωπος ζει με τον Θεό, όταν νιώθει με αίσθηση καρδίας ότι είναι μέλος Χριστού και έχει επομένως ενεργούσα μέσα του την παρουσία του αγίου Πνεύματος, τότε ανεξάρτητα από ηλικία γίνεται ένας τολμηρός άνθρωπος, ο οποίος διοχετεύει και σε άλλους την τόλμη αυτή. Ο Θεός πάντοτε κρατάει νέο τον άνθρωπο, γιατί η «καρδιά» κάνει κάποιον νέο ή γέρο. Κι είναι τραγικό να βλέπει κανείς αυτό που επεσήμαινε και ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης: νέους με «γέρικη» καρδιά, με μαραμένο δηλαδή φρόνημα, που έχουν ήδη παραδώσει τα όπλα, πριν καν ξεκινήσουν τη ζωή τους. Διότι ακριβώς έχουν διαγράψει τον Χριστό από την ύπαρξή τους.

Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, ξεκινώντας από το γεγονός ότι ο άγιος Αρέθας, όπως και οι άλλοι χριστιανοί της πόλεώς του, σκοτώθηκαν από τους Εβραίους, παραλληλίζει το μαρτύριό τους με ό,τι συνέβη στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, ανάγοντας μάλιστα το φονικό μίσος των Εβραίων αυτών στο μίσος που επιδείκνυαν οι πρόγονοί τους απέναντι στον ίδιο τον Θεό, κατά την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης, και μάλιστα στη διαρκή επαναστατικότητα και τον γογγυσμό τους στην πορεία της ερήμου, μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο. «Χριστού τη εκμιμήσει σαυτόν παραδέδωκας, πόθω του μαρτυρίου, τοις ανόμοις Εβραίοις» (Μιμούμενος τον Χριστό, παρέδωσες τον εαυτό σου από πόθο του μαρτυρίου στους άνομους Εβραίους). «Ως γαρ έκπαλαι εν νόμω, τον έξ Αιγύπτου σώσαντα, εν ερήμω παρώργισαν, και τούτον σταυρώ κατεδίκασαν, ούτω νυν και υμίν, έργω τον λόγον παρήλθον». (Όπως από παλιά, τότε που επικρατούσε ο Μωσαϊκός νόμος, παρόργισαν στην έρημο Αυτόν που τους έσωσε από την Αίγυπτο, (δηλαδή τον Χριστό ως Θεό μόνον τότε), και Τον κατεδίκασαν στον Σταυρό, έτσι και τώρα με εσάς: καταπάτησαν τον λόγο του Θεού έμπρακτα).

Δεν μπορεί ο υμνογράφος όμως να μη θέσει το ερώτημα που σκανδαλίζει τη σκέψη πολλών χριστιανών σε όλες τις εποχές: πώς ο Θεός επέτρεψε οι δικοί Του άνθρωποι, αυτοί που ο Ίδιος με τη χάρη Του συγκρότησε σε σώμα Του, να «χαθούν» με άνομο τρόπο; Να σκοτωθούν από τους «λύκους» εχθρούς της πίστεως; Είναι το «αιώνιο» ερώτημα, γιατί ο Θεός επιτρέπει να υφίστανται ένα σωρό δεινά, ακόμη και ατιμωτικό θάνατο, οι δικοί Του δούλοι, οι πιστοί Του; Πού είναι η δικαιοσύνη του Θεού; Γιατί δεν ενεργοποιεί υπέρ αυτών την παντοδυναμία Του; «Κατά μόνας ο πλάσας, θεουργικώ νεύματι, συ τας των ανθρώπων καρδίας, τις της προνοίας σου βάθος δυνήσεται καταλαβείν, όπως ποίμνην, ην, Χριστέ, συνήγαγες, λύκοις παρέδωκας;» (Ποιος θα μπορέσει να καταλάβει το βάθος της πρόνοιάς Σου, Χριστέ, πώς δηλαδή την ποίμνη, την οποία μάζεψες, παρέδωσες στους λύκους, Εσύ που είσαι ο μόνος που έπλασε με ένα θεουργικό νεύμα τις καρδιές των ανθρώπων;) Η απάντηση βεβαίως, όπως καταλαβαίνουμε, δεν δίνεται από τον υμνογράφο στον ύμνο. Καταθέτει απλώς την απορία του, αλλά χωρίς γογγυσμό και αμφισβήτηση. Ανάγει το «αγκάθι» αυτό για τη λογική σκέψη στην Πρόνοια του Θεού. Το εναποθέτει με άλλα λόγια στην απειρία της αγάπης Του, δίνοντας όμως έμμεσα με τους άλλους ύμνους την απάντηση: Επιτρέπει ο Θεός τις δοκιμασίες στους δικούς Του, κατά αναλογία με ό,τι ο Ίδιος υπέστη στον κόσμο, ακόμη και τον Σταυρό, διότι προφανώς αυτό είναι και η σωτηρία τους. Με τις δοκιμασίες και τα βάσανα δηλαδή ο πιστός κερδίζει τον Παράδεισο, την Βασιλεία του Θεού, επομένως το παράδοξο κατανοείται μόνο στο επίπεδο της πίστεως και όχι με τη λογική σκέψη. Άλλωστε, ποιος άλλος δρόμος μάς οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού πέρα από τον δρόμο του Σταυρού και του μαρτυρίου; «Δια πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού» (ο Κύριος). «Ουδείς ανήλθε ποτέ εις τον Παράδεισον μετά ανέσεως» (αββάς Ισαάκ ο Σύρος).

23 Οκτωβρίου 2023

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΩΝ ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ ΕΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΝΑΟΥ

 Σύντομη ομιλία (19 Οκτ. 2023) π. Γ. Δ. επί τη εικοσαετία (2003) εγκαινίων του Ι. Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου Αλίμου (Θεομήτορος).

Ο καθένας μας γνωρίζει πολύ καλά πως η τελετή των εγκαινίων στην εποχή μας συνιστά μία συνηθισμένη υπόθεση για όλους που θέλουν να ξεκινήσουν κάτι καινούργιο. Είτε πιστός χριστιανός είναι κάποιος είτε όχι θεωρεί δεδομένο ότι το ξεκίνημα μίας όποιας δραστηριότητάς του θα πρέπει να γίνει με έναν εόρτιο τρόπο: να κληθούν φίλοι και γνωστοί, να προσφερθούν κεράσματα, να ακουστούν ευχές, να δοθεί δηλαδή η πρώτη εκκίνηση για να ξεκινήσει όπως λέμε η μηχανή. Ακόμη και στην περίπτωση που κάποιος δεν καλεί ιερέα ώστε να διαβαστούν οι προβλεπόμενες για την περίπτωση εκκλησιαστικές ευχές, ακόμη και τότε η δύναμη των  (κοσμικών) ευχών και των καλών λόγων αποτελεί κάτι σημαντικό: έστω και ανεπίγνωστα ο καλός λόγος περικλείει μία δυναμική που μπορεί να ωθήσει σ’ έναν δρόμο που θεωρείται ότι είναι καλός. «Ο καλός λόγος και τον κακό τον κάνει καλό» λέει όχι άδικα η παροιμία, όπως βεβαίως συμβαίνει και το αντίθετο.

Κι αν αυτό ισχύει σε κοσμικό επίπεδο, πολύ περισσότερο ισχύει σ’ εκείνον που θέλει να εντάξει την όλη ενεργητικότητα και τη δραστηριοποίησή του μέσα σε εκκλησιαστικό πλαίσιο: να υπάρξει η επίκληση της ενέργειας του Θεού διά της χάριτος της ιερωσύνης, ώστε αυτό που θα λειτουργήσει να λειτουργήσει τελικώς προς δόξαν Θεού. Τη χάρη του Θεού δεν επικαλούμαστε πάντοτε στην Εκκλησία μας και για όλες τις διαστάσεις του κοινωνικού και προσωπικού βίου μας; Όταν ο απόστολος Παύλος με δύναμη και σαφήνεια μας λέει ότι «είτε εσθίετε είτε πίνετε είτε τι άλλο ποιείτε πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε», τι άλλο θέλει να μας επισημάνει παρά το γεγονός ότι η ζωή μας ενταγμένη μέσα στον Χριστό, σε κάθε διάστασή της, τελικώς σ’ Εκείνον πρέπει να κατατείνει για να υπάρχει ευλογία και να υφίσταται αληθινό νόημα!

Με άλλα λόγια η βάση των όποιων ευχών, ακόμη και για την παραμικρότερη είπαμε διάσταση της ζωής μας, ακόμη και την αγορά και την κίνηση του αυτοκινήτου μας, βρίσκεται στην απόλυτη πεποίθηση του πιστού ότι «εξ Αυτού, του Χριστού, και δι’ Αυτού και εις Αυτόν τα πάντα έκτισται», όλα προέρχονται από τον Χριστό, υφίστανται και διακρατούνται από Εκείνον, κατατείνουν ως προς το απόλυτο τέλος τους  που είναι Εκείνος. Διότι είναι ο σαρκωμένος Θεός μας που ήλθε στον πεσμένο στην αμαρτία (λόγω της κακής χρήσεως της ελευθερίας του ανθρώπου) κόσμο, ώστε να του δώσει τη δυνατότητα και πάλι να γίνει καινούργιος, να αποκαταστήσει τη σχέση του με τον Θεό, ενούμενος μ’ Αυτόν που «καινά ποιεί πάντα»! Ποιος άλλος θα μπορούσε να διαγράψει και να καταργήσει την αμαρτία που περικλείει τον θάνατο, να καταπατήσει τον διάβολο που διαρκώς προκαλεί στην αμαρτία, παρά μόνον Εκείνος που «αμαρτίαν ουκ εποίησεν ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι Αυτού»;   Ο οποιοσδήποτε άλλος ή οτιδήποτε άλλο ό,τι κι αν έκανε απλώς θα ανακύκλωνε την παλαιότητα και τη φθαρτότητα των υλικών ενός κόσμου που σφαδάζει μέσα στην ανακύκλωση και την περιδίνηση των παθών του. Κι αυτό τι σημαίνει; Ότι τελικώς τίποτε στον κόσμο δεν υφίσταται ως καινούργιο, τίποτε δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως νέο που να έχει ελπίδα και προοπτική, παρά μόνον αυτό που τελεί σε σχέση και κοινωνία με τον Ιησού Χριστό. Διότι Αυτός είναι η πηγή της ζωής, το μόνον αενάως καινούργιο, αυτό που μεταγγίζει την ίδια την αιώνια ζωή. Μας το είπε απερίφραστα ο Ίδιος και όχι μόνον μία φορά: «Όποιος θέλει να πιει από το νερό που έχω θα του δώσω, θα δει ότι θα ξεδιψάσει και θα γίνει κι αυτός μία δεύτερη πηγή που θα αναβλύζει την αιώνια ζωή».

Τι θέλησε ο απόστολος Παύλος ερχόμενος στην Αθήνα να πει στους Αθηναίους που αναζητούσαν οτιδήποτε καινούργιο μπορούσε να « κτυπήσει»  την ακοή τους, προφανώς αναζητώντας αδιάκοπα εκείνο που δεν μπορούσαν να βρουν και που θα γέμιζε την καρδιά τους; «Τον άγνωστο Θεό», που κατέστη όμως φανερός, γιατί ήλθε στον κόσμο ως άνθρωπος και που μάρτυράς Του ήταν μεταξύ άλλων και ο απόστολος Παύλος. Ο Ιησούς Χριστός, «ο Ων», η πηγή της ζωής και της κάθε ύπαρξης και του κάθε είναι, όπως ήδη έντρομος και σαστισμένος άκουσε στους πρόποδες του Σινά ο Πατριάρχης Μωυσής. Εκεί στο περιστατικό της καιομένης αλλά μη κατακαιομένης βάτου βρέθηκε ο Μωυσής ενώπιος Ενωπίω Θεώ, που τον καλούσε να αναλάβει την ευθύνη της απελευθέρωσης του λαού του Ισραήλ. Και στο ερώτημα «ποιο είναι το όνομά Σου;» ακροάται εν Πνεύματι αυτό που θα σφράγιζε έπειτα όλες τις ανθρώπινες συνειδήσεις με αποκορύφωση τον ερχομό του Ίδιου του Θεού ως ανθρώπου: «Εγώ ειμι ο Ων», ο παντοδύναμος Θεός, που δεν είναι μία απρόσωπη ουσία, μία ανώτερη απλώς δύναμη, αλλά ο προσωπικός Θεός, «Ο εγώ ειμι», ο Γιαχβέ, αυτό που θα αποτελούσε τη μεγαλύτερη πρόκληση για τους Ιουδαίους και για όλους τους λαούς, όταν θα το άκουγαν και από το στόμα του ίδιου του Κυρίου: «Αν δεν πιστέψετε ότι εγώ είμαι (ο Ων) θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας» - αυτό δεν βλέπουμε σε κάθε εικόνα του Ιησού Χριστού μέσα στο φωτοστέφανό Του; «Ο Ων». Λοιπόν, αυτό υπήρξε και είναι το κήρυγμα των Αποστόλων και της Εκκλησίας κι αυτό μαρτυρεί και εξαγγέλλει και ο απόστολος Παύλος στους Αθηναίους: Ήρθα να σας πω ότι ο άγνωστος για εσάς Θεός φανερώθηκε, είναι ο Χριστός που μπορεί οι άνθρωποι να Τον σταύρωσαν παρ’ όλες τις ευεργεσίες που τους έδωσε, αλλά αναστήθηκε καταπατώντας τον θάνατο, αφού «Αυτός είναι που δίνει σε όλους ζωή και πνοή και τα πάντα».

Κι ήρθε λοιπόν και ίδρυσε την Εκκλησία, το ζωντανό σώμα Του, τον αληθινό Ναό του Θεού, μέσα στον Οποίο και μόνο ο άνθρωπος ανανεώνεται, ξεκαινουργώνεται, μπορεί να αναπνέει αποτινάζοντας τη βαριά σκόνη της αμαρτίας και θεραπευόμενος από κάθε βαθιά ουλή από τις πληγές και τα κτυπήματα της κακίας. «Ιδού καινά ποιώ πάντα», να, όλα τα κάνω καινούργια. Γι’ αυτό είπαμε και παραπάνω εκτός Χριστού κάθε καινούργιο δεν είναι καινούργιο, κάθε θεωρούμενο νέο δεν είναι νέο, αλλά βουτηγμένο στη διάλυση της φθοράς. Και πώς το ξέρουμε ότι ο Ναός είναι το σώμα Του, δηλαδή όλοι οι πιστοί που πιστεύουν και ανταποκρίνονται στην κλήση Του; Μας το αποκάλυψε ο ίδιος ο λόγος του Θεού διά στόματος Ιωάννου του Θεολόγου στο ευαγγέλιό Του. Στην πρόκληση του Κυρίου απέναντι στους Ιουδαίους ότι «γκρεμίστε τον Ναό που οικοδομείτε, (τον παλαιό ναό του Σολομώντα και που τον έχτιζαν με τον Ηρώδη τον μεγάλο), «και σε τρεις ημέρες θα τον ξαναφτιάξω», εκείνοι αντιδρώντας στη λογική πρόκληση, αφού δεκαετίες τον έφτιαχναν και δεν τον είχαν τελειώσει, τον ειρωνεύτηκαν και τον χλεύασαν. Αλλά «Εκείνος μιλούσε για το Σώμα Του», λέει ο Ιωάννης, που μετά την τριήμερο Σταύρωση θα ανασταινόταν.

Στη φθορά λοιπόν των παλαιών ναών της ειδωλολατρίας, όπου θεραπευόταν και λατρευόταν το «τίποτε ή τα δαιμόνια» κατά τη Γραφή, στον Ναό των Ιουδαίων είτε ως Σκηνή που ο Θεός είπε στον Αβραάμ να κατασκευάσει και στον Μωυσή που κατασκεύασε είτε ως κτίσμα μεγάλο που ευλογήθηκε ο Σολομών να πήξει -  προτυπώσεις και προεικονίσεις αυτά, δηλαδή προφητείες χωρίς λόγια, μέσα στο πλαίσιο της Π. Διαθήκης  για τον αληθινό Ναό που θα οικοδομούσε ο ίδιος ο Θεός - σε όλους λοιπόν αυτούς τους ναούς, μέσα στον Ιουδαϊσμό ή εκτός αυτού, αντιπαραβάλλεται ο αληθινός όπως είπαμε Ναός, το σώμα του Χριστού, η Εκκλησία Του, πάει να πει όλοι μας που θελήσαμε τον Χριστό στη ζωή μας. Γιατί ο καθένας από εμάς συνιστά ναό του Θεού που μέσα του κατοικεί το Πνεύμα του Θεού. Δεν έχουμε ακούσει τον μεγαλειώδη λόγο του αποστόλου Παύλου που εξαγγέλλει με στεντόρεια φωνή: «Μα δεν γνωρίζετε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος που κατοικεί μέσα σας και δεν ανήκετε στον εαυτό σας; Δοξάστε λοιπόν τον Θεό μέ το σώμα σας και το πνεύμα σας, τα οποία και τα δύο ανήκουν στον Θεό».

Οπότε, η Εκκλησία με κεφαλή τον Χριστό είναι ο καινούργιος ναός, δηλαδή ο Θεός μαζί μας, ανεξάρτητα από δεσμεύσεις αποκλειστικών τόπων, γι’ αυτό και όπου γης, αρκεί να υπάρχουν χριστιανοί με τη δομή που καθόρισαν ο Χριστός και οι Απόστολοι, έχουμε ναούς. Υπάρχει Απόστολος ή ο διάδοχός τους Επίσκοπος, συνεπώς και ιερείς και πιστοί που θέλουν να προσφέρουν αναιμάκτους πια θυσίες, ιδίως το κέντρο όλων τη Θεία Ευχαριστία; Τότε, ναι, εκεί έχουμε ζωντανό ναό του Θεού, έχουμε τον Ουρανό επί γης, έχουμε τον συγχρωτισμό των Αγγέλων του Θεού με τους πιστούς ανθρώπους, έχουμε δοξολογίες που ευφραίνεται ο Θεός και χαίρει ο κόσμος όλος! «Όπου φανεί ο Επίσκοπος εκεί έχουμε και Εκκλησία» θα πει θεόπνευστα ο μέγας Αποστολικός Πατέρας άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος. Αυτά είναι τα καινούργια, που έκαναν πέρα τα παλαιά. Υπάρχει μόνο πια ο Χριστός που ανακαινίζει τα σύμπαντα και το όποιο φθαρμένο υλικό μέσα στο πυρ της θεότητάς Του το κάνει και πάλι καινούργιο!

Διαβλέπουμε την απορία! Και ποια η θέση του δικού μας κτιστού ναού; Γιατί κάνουμε εγκαίνια κατασκευάσματος και κτίσματος; Τι νόημα έχει η εδώ συνάθροισή μας για παράδειγμα γύρω και μέσα από ένα κτίσμα, επί τη εικοσαετία των εγκαινίων του; Η υμνολογία της Εκκλησίας μας σημειώνει επ’ αυτού κάτι πολύ σημαντικό (ωδή γ΄ 13ης Σεπτ.): «Σήμερα, αγαθέ Κύριε, ημέρα των εγκαινίων, ανέδειξες τη χειροποίητη αυτή σκηνή, τον κτιστό ναό Σου δηλαδή, κατοικητήριο της υπέρ νουν δόξας Σου “οικονομικώς”». Τι λέει ο άγιος υμνογράφος ως στόμα της Εκκλησίας; Το κτίσμα συνιστά τον επίγειο χώρο που φανερώνεται η δόξα του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού, εκεί δηλαδή πράγματι μπορούμε να Τον λατρεύσουμε και να Τον δοξολογήσουμε και να γίνουμε μέτοχοί Του κοινωνώντας Τον, γιατί ως άνθρωποι που έχουμε και σώμα κάπου πρέπει να σταθούμε - κατ’ οικονομίαν της ψυχοσωματικής μας οντότητας είναι το αυτονόητο που μπορούμε να κάνουμε. Προς εξυπηρέτηση λοιπόν του αληθινού Ναού που είναι η Εκκλησία του Χριστού κτίζουμε ναούς, για χάρη ημών των πιστών έχουμε συγκεκριμένους χώρους. Ενώ δηλαδή οπουδήποτε μπορεί να λατρευτεί ο Θεός, οπουδήποτε μπορεί να στηθεί θυσιαστήριο, εκεί που θα στηθεί εκεί θα έχουμε πια ένα σημείο αναφοράς. Χωρίς τη σύνδεση αυτή: κτιστού ναού και ζωντανού ναού της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού χάνεται το νόημα. Ο ίδιος ο Κύριος το έθεσε σε γενικό πλαίσιο: «Το Σάββατον διά τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον». Ας ακούσουμε και πάλι τον άγιο υμνογράφο: «Τα πάντα τα φώτισε ο Χριστός με την παρουσία Του. Ανακαίνισε τον κόσμο με τον θείο Του Πνεύμα. Οι ψυχές πια γίνονται καινούργιες. Πώς; Διότι φτιάχτηκε οίκος τώρα προς δόξαν Κυρίου, όπου εκεί Χριστός ο Θεός μας ανανεώνει τις καρδιές των πιστών για να υπάρχει η σωτηρία τους» (κάθισμα όρθρου).

Το συμπέρασμα είναι προφανές: τα εγκαίνια ενός Ναού παραπέμπουν μονίμως και άμεσα στον εγκαινισμό των ψυχών των ανθρώπων. Ένας Ουρανός πήγνυται επί γης, ένας άλλος Παράδεισος που του δίνει τη δυνατότητα να τρέφεται από το ξύλο της ζωής, τον Κύριο. Γι’ αυτό και δεν παύει και πάλι η Εκκλησία μας να μας υπενθυμίζει: «Επιτελώντας τη μνήμη των εγκαινίων, Κύριε, δοξάζουμε Εσένα τον δοτήρα του αγιασμού, παρακαλώντας να αγιασθούν και τα αισθητήρια των ψυχών μας» (δοξ. Εσπ.). Στον ναό πηγαίνουμε όχι ασφαλώς για να βρεθούμε απλώς σε μία κοινωνική εκδήλωση, όχι για να επιδείξουμε ίσως την οικονομική ή όποια άλλη επιφάνειά μας, όχι πολύ περισσότερο για να κουτσομπολέψουμε ή να κατακρίνουμε: πράγματα που επισύρουν την οργή του Θεού γιατί αυξάνουν την αμαρτία μας αντί να την εξαλείφουν, αλλά για να δοξολογήσουμε τον Κύριο και να πάρουμε τη χάρη Του ώστε να γινόμαστε άγιοι, με ανοικτές τις πνευματικές μας αισθήσεις. Κι ακόμη πιο έντονα ακούμε τον άγιο: «Στρέψου μέσα στον εαυτό σου, άνθρωπε. Γίνε καινούργιος άνθρωπος της πίστης κι όχι παλαιός της αμαρτίας, κι έτσι γιόρταζε τα εγκαίνια της ψυχής. Όσο υπάρχει καιρός, ας ανανεώνεται ο βίος σου και κάθε διάσταση της ζωής σου. Τα αρχαία περάσανε, όλα πια γίνανε καινούργια. Αυτό φέρε ως καρπό για την εορτή: να αλλοιώνεσαι την καλή αλλοίωση, να γίνεσαι δηλαδή όσο πιο πολύ άγιος. Έτσι γίνεται καινούργιος ο άνθρωπος, έτσι τιμάται και η ημέρα των Εγκαινίων ενός ναού» (δοξ. Αίνων).

Σ’ αυτήν την προοπτική ευρισκόμενοι, μέσα σε κλίμα μετανοίας αλλά και χαράς πνευματικής, έχοντας τα μάτια μας ανοιχτά στη χάρη του Θεού, μπορούμε να χαρούμε κι εμείς το αποψινό και κάθε παρόμοιο γεγονός. Σαν να συντονιζόμαστε με τον προφητάνακτα Δαυίδ που έκθαμβος ομολογούσε: «Ως αγαπητά τα σκηνώματά σου, Κύριε»˙ έτσι κι εμείς μαρτυρούμε: «Τα σκηνώματα του Κυρίου είναι αγαπημένα γι’ αυτούς που ποθούν να δουν καθαρά και ξάστερα τη δόξα του προσώπου Του και που με μια καρδιά και φωνή κραυγάζουν: Δόξα στη δύναμή Σου,Κύριε» (ωδή δ΄).

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΣ

«Ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος έγινε πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων. Πρώτος έγραψε και τη θεία Λειτουργία, καθώς τη διδάχθηκε από τον ίδιο τον Κύριο. Αυτήν τη λειτουργία έπειτα την έκανε  συντομότερη ο Μέγας Βασίλειος, και μετά από αυτόν ο θείος Χρυσόστομος, λόγω της αδυναμίας των ανθρώπων. Επειδή εποίμαινε την Εκκλησία των Ιεροσολύμων και με τη διδασκαλία του έκανε πολλούς από τους Ιουδαίους και τους ειδωλολάτρες να πιστεύουν στον Κύριο, εκίνησε σε οργή του Ιουδαίους. Τον συνέλαβαν λοιπόν και τον έριξαν από το άκρο του Ιερού και έτσι τον σκότωσαν. Περί του ότι λέγεται αδελφόθεος, υπάρχει αυτός ο λόγος από την παράδοση. Όταν ο μνήστωρ Ιωσήφ μοίραζε τη γη που είχε στα παιδιά από την πρώτη του γυναίκα και ήθελε να δώσει μερίδιο και στον Υιό και Θεό εκ της αγίας Παρθένου, οι μεν άλλοι από τα θεωρούμενα αδέλφια του δεν δέχτηκαν, ο δε Ιάκωβος τον έλαβε στη μερίδα του συγκληρονόμο. Γι’  αυτό κλήθηκε όχι μόνον αδελφόθεος, αλλά και Δίκαιος».

Οι απόστολοι αποτελούν τα θεμέλια της Εκκλησίας, η οποία ευλόγως γι’ αυτό χαρακτηρίζεται αποστολική. Αν λοιπόν ένας απόστολος είναι τόσο ξεχωριστός για την Εκκλησία, το ίδιο και περισσότερο είναι ο απόστολος Ιάκωβος, ο αδελφόθεος επονομαζόμενος, λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι υπήρξε ένας από τους θεωρούμενους αδελφούς του Κυρίου, άρα από εκείνους που όχι απλώς Τον συναναστράφηκαν για τρία χρόνια, αλλά για τριάντα και περισσότερο χρόνια: μεγάλωσαν μαζί στην ίδια οικογένεια, προσφωνούσαν «πατέρα» όλοι μαζί τον Ιωσήφ, έτρωγαν στο ίδιο τραπέζι, κοιμούνταν στον ίδιο χώρο, εργάζονταν μαζί στο εργαστήριο του Ιωσήφ, ζούσαν τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα της όλης οικογένειας, όπως για παράδειγμα το φοβερό γεγονός της φυγής τους στην Αίγυπτο. Η ζωή του αγίου Ιακώβου ήταν ζυμωμένη με τη ζωή του Κυρίου ως ανθρώπου. Εκτός από την Παναγία και τον θεωρούμενο πατέρα Του Ιωσήφ, ποιος άλλος θα μπορούσε να θεωρηθεί κοντινότερός Του;

Και ναι μεν στην αρχή της δημόσιας δράσης του Κυρίου υπήρξε αμφισβήτησή Του από τους δικούς Του, συνεπώς και από τον Ιάκωβο,  στη συνέχεια όμως μπροστά στο θάμβος της θεϊκής Του υποστάσεως, της διδασκαλίας και των θαυμάτων Του, Τον πίστεψαν, Τον αποδέχτηκαν, Τον ακολούθησαν, μέχρι σημείου ο άγιος Ιάκωβος μάλιστα να δώσει και τη ζωή του υπέρ Αυτού. Έτσι ο αδελφόθεος Ιάκωβος υπήρξε και ο αδελφός που είχε ζήσει τον Ιησού από πλευράς ανθρώπινης  κατά πάντα, αλλά και ο  μαθητής, που μυήθηκε από Εκείνον σε όλα τα μυστήρια, απολαμβάνοντας γι’ αυτό την τιμή και τον σεβασμό και των ίδιων των μαθητών του Κυρίου, πράγματα που επισημαίνει και ο υμνογράφος της ακολουθίας του, όχι μία φορά: «Αναδείχτηκες, σοφέ, αδελφός του Κυρίου όταν ήλθες στον κόσμο ως άνθρωπος, μαθητής και αυτόπτης των θείων Του μυστηρίων, καθώς έγινες μάλιστα φυγάς μαζί Του στην Αίγυπτο, μαζί με τον Ιωσήφ και τη Μητέρα του Ιησού». «Η ομάδα των αποστόλων  εξέλεξε εσένα να είσαι ο πρώτος ιεράρχης του Χριστού στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων, διότι ήσουν και αδελφός της κατά σάρκα γεννήσεώς Του, συνοδίτης και οπαδός των ιχνών Του».

Ο πλούτος αυτός του αγίου Ιακώβου, παραπάνω από όλους τους αποστόλους, να έχει δηλαδή το αξίωμα του αδελφού του Κυρίου, πέραν της αδελφοσύνης του κατά πίστη – «παρά πάντας πλουτήσας, εξαίρετον αξίωμα, αδελφός του Κυρίου» - δεν ήταν γι’ αυτόν κάτι το ανώδυνο. Ο άγιος είχε επίγνωση της δωρεάς του Κυρίου, γι’  αυτό και καθημερινώς αγωνιζόταν να επιβεβαιώνει τη δοσμένη σ’ αυτόν χάρη, με την κατά Θεόν ζωή του. «Ιάκωβε, σε δοξολογούμε, γιατί σου δόθηκε η δωρεά να είσαι ο αδελφός του Κυρίου και έζησες με τρόπο που επαλήθευε τη δωρεά αυτή». Αιτία γι’ αυτό ήταν ασφαλώς το γεγονός ότι  είχε πλήρως κατανοήσει πως η χάρη του Θεού είναι μεν δωρεά Του, αλλά εάν δεν ενεργοποιηθεί ως ζωή κατά το θέλημα Εκείνου, τότε χάνεται, πάει στο κενό. Με άλλα λόγια, αυτό που δίνει στον άνθρωπο ο Θεός το δίνει με την προοπτική αναλήψεως από τον άνθρωπο ευθύνης και αποστολής προς χάριν του συνανθρώπου. Και επάνω σ’ αυτήν την αποστολή, που επιβεβαιώνει και αυξάνει τη χάρη του Θεού, ο άνθρωπος μπορεί να δώσει και τη ζωή του.

Η μύηση του αγίου Ιακώβου σε όλα τα μυστήρια από τον Κύριο συνιστά, κατά τους ύμνους της Εκκλησίας μας, την απόκτηση της αληθινής Σοφίας από αυτόν. Ο άγιος Ιάκωβος υπήρξε ο αληθινά σοφός, γιατί διδάχθηκε από  «την ενυπόστατον σοφίαν», δηλαδή τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Αυτός είναι η Σοφία του Θεού, που προσφέρεται σε κάθε άνθρωπο που θα πιστέψει στον Ίδιο και θα θελήσει έμπρακτα να ακολουθήσει τις άγιες εντολές Του. Μιλάμε λοιπόν για μία σοφία «άνωθεν προερχομένην, ειρηνικήν, επιεική, ευπειθή, μεστήν ελέους και καρπών αγαθών, αδιάκριτον και  ανυπόκριτον» - προερχόμενη από τον Θεό, ειρηνική, επιεική, πειστική, γεμάτη ευσπλαχνία και καλούς καρπούς, αμερόληπτη και ειλικρινή (Ιακ. 3, 17). Αυτήν τη σοφία ακριβώς κατέγραψε ο άγιος Ιάκωβος και στην καταπληκτική καθολική επιστολή του, η οποία αποτελεί εκλεκτό βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος πιστός να εγκύψει στην επιστολή αυτή και να μην κατανυχθεί, να μην ελεγχθεί, να μην κινητοποιηθεί σε μετάνοια, να μην παρηγορηθεί, να μη νιώσει πράγματι τη χάρη του Θεού να εκχύνεται ως ακτίνα φωτός μέσα στην καρδιά του. «Της θεωρίας της πρακτικής συ εκτιθέμενος, δέλτον εκ πυξίδος ώσπερ πνευματικής, τους ανθρώπους εβελτίωσας», θα πει ο υμνογράφος. Δηλαδή: Γράφοντας εσύ βιβλίο που εκθέτει την πρακτική θεωρία σαν πνευματική πυξίδα, έκανες καλύτερους τους ανθρώπους.  

Το λιγότερο λοιπόν που θα μπορούσαμε να κάνουμε  σήμερα επί τη μνήμη του αγίου Ιακώβου, είναι να αναγνώσουμε με προσοχή την επιστολή του. Και μακάρι να οδηγηθούμε σε μεγαλύτερη μετάνοια.  Θα είναι τούτο το καλύτερο μνημόσυνό του και η επιβεβαίωση της όλης αποστολής του.

21 Οκτωβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ

«ἐξελθόντι τῷ Ἰησοῦ ἐπί τήν γῆν…ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις, ὅς εἶχε δαιμόνια…» 

(Λουκ. 8, 28)


Δεν είναι η πρώτη φορά που η Εκκλησία μας θέτει ως ανάγνωσμα το περιστατικό της θεραπείας του  δαιμονισμένου (ή των δύο δαιμονισμένων κατά τον ευαγγελιστή Ματθαίο) της περιοχής των Γερσεσηνών ή Γαδαρηνών. Και τούτο διότι θέλει να μας τονίσει ότι ο Κύριος ήλθε στον κόσμο ως  ελευθερωτής των ανθρώπων όχι μόνον από την ασθένεια και τον πόνο, όχι μόνον από την αμαρτία και το αποτέλεσμα αυτού τον θάνατο, αλλά και από τον ίδιο τον αρχέκακο διάβολο, τον απαρχής «ανθρωποκτόνον». Ο Κύριος ήλθε, κατά τον λόγο της Γραφής, «ίνα λύση τα έργα του διαβόλου». Αυτό που αποτελούσε στοιχείο του τέλους του κόσμου, κατά την Παλαιά Διαθήκη: η παντελής αποδυνάμωση των πονηρών δυνάμεων, γίνεται με τον Κύριο παρούσα πραγματικότητα, δείγμα βεβαίως ότι τα έσχατα ήδη εισήλθαν από Εκείνον μέσα στον κόσμο τούτο. Το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα λοιπόν με τρόπο ανάγλυφο μας δείχνει την εξουσία του Κυρίου, ο Οποίος συναντώμενος με τα δαιμόνια στο πρόσωπο ενός ταλαίπωρου ανθρώπου, εκδιώκει αυτά, προσφέροντας στην κοινωνία τον θεραπευμένο άνθρωπο ως πραγματικό άνθρωπο.

1. Ως εκ περισσού καταρχάς, ας υπενθυμίσουμε ότι τα δαιμόνια δεν αποτελούν αποκύημα της φαντασίας κάποιων ανθρώπων, ευρισκομένων σε νηπιακό επίπεδο ζωής, όπως αρέσκονται άθεοι άνθρωποι να λένε, ή μυθοποιημένο προσωποποιημένο περίβλημα απλώς της ύπαρξης του κακού, κατά την αποχριστιανοποιημένη τοποθέτηση ετεροδόξων «χριστιανών». Τέτοιες θέσεις, θα έλεγε κανείς, εκφράζονται από εκείνους που έχουν πέσει θύματα των τεχνασμάτων του Πονηρού, ο οποίος το πρώτο που επιχειρεί να κάνει, είναι να πείσει τους ανθρώπους ότι δεν υπάρχει. Σαν τους ευφυείς εχθρούς μίας χώρας, οι οποίοι κρύβονται με τέτοιον τρόπο, παραλλάσσοντας τη θέση τους, ώστε να πείσουν τους αντιπάλους τους ότι δεν υπάρχουν. Τα δαιμόνια υφίστανται και κατά την πίστη μας συνιστούν δημιουργήματα του Θεού, τα οποία ενώ δημιουργήθηκαν ως πνεύματα αγαθά, προκειμένου να υπηρετούν τον Θεό και το άγιο θέλημά Του, όμως λόγω της κακής χρήσης της προαιρέσεώς τους διεφθάρησαν και ξέπεσαν, γενόμενα πνεύματα πονηρά, τα οποία αντίκεινται έκτοτε  στον Θεό, - η πτώση τους ήταν και ένα είδος θανάτου τους - προσπαθώντας όχι μόνον να βρίσκονται σε ανυπακοή προς Εκείνον, αλλά και να καταστρέφουν την όποια δημιουργία του Θεού, κυρίως τον άνθρωπο. Βεβαίως, ο Θεός δεν καταστρέφει τα δημιουργήματά Του αυτά – ο Θεός ποτέ δεν καταστρέφει την δημιουργία Του – τα κρατάει στην ύπαρξη δε, ώστε, έστω και με τον αρνητικό τρόπο δράσεώς τους, να εξυπηρετούν το σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου.

2. Ο Κύριος λοιπόν έρχεται στη χώρα των Γεργεσηνών, για να συναντήσει έναν άνθρωπο, ευρισκόμενο υπό κατοχήν  δαιμονίων,  και να τον απελευθερώσει από την κόλαση της παρουσίας τους. Διότι τα δαιμόνια, εισερχόμενα στον άνθρωπο, δημιουργούν πράγματι μία κατάσταση κολάσεως, τόσο για τον ίδιο, όσο και για τους γύρω του ανθρώπους, αλλά και για το φυσικό περιβάλλον. Το ευαγγέλιο με ανάγλυφο τρόπο μας περιγράφει την τραγωδία του δαιμονισμένου:

(α) ο ίδιος καταρχάς ζει σε μία παντελή έλλειψη αυτοσεβασμού και αυτοσυνειδησίας. Μη αντέχοντας ρούχο επάνω του, γυμνός, δεν έχει επίγνωση του εαυτού του, κάτι που αποδεικνύεται αμέσως με την απάντηση που «δίνει» στο ερώτημα του Κυρίου: «τι σοι εστιν όνομα;» «Λεγεών, ότι δαιμόνια πολλά εισεληλύθασιν εις αυτόν». Ενώ ερωτάται εκείνος, απαντούν τα δαιμόνια. Ο άνθρωπος ευρισκόταν σε αιχμαλωσία, δεν ήταν ο εαυτός του, δεν είχε όνομα, δεν είχε λοιπόν ταυτότητα. Ο διάβολος δηλαδή οδηγεί τον άνθρωπο σε μία κατάσταση χάους και ερημίας πνευματικής, κάνει τον άνθρωπο να χάνει ό,τι τον συνδέει με την ίδια την ανθρώπινη ψυχοσωματική του οντότητα. Είναι η κατάσταση της πνευματικής νέκρωσης, για την οποία ο Κύριος επανειλημμένως είχε μιλήσει: «άφες τους νεκρούς, θάψαι τους εαυτών νεκρούς». Σαν την κατάσταση επίσης που είχε περιέλθει ο άσωτος της παραβολής, μετά την απομάκρυνση από το σπίτι του Πατέρα του: «ο υιός μου ούτος νεκρός ήν…και απολωλώς».

(β) Έπειτα, η σχέση του με τους συνανθρώπους του δεν υφίσταται. Ο δαιμονισμένος αδυνατεί να συνυπάρξει με τους άλλους. Ζει στα μνήματα και σε έρημους τόπους. Οι κατοικημένες περιοχές τον οδηγούν σε «ασφυξία». Κι όχι μόνον αυτό. Είναι και το φόβητρο των ανθρώπων. Τον έβλεπαν και τον έτρεμαν. Εμφορούμενος από δυνάμεις πέραν του κανονικού λόγω των δαιμονίων, τον αλυσόδεναν, κι αυτός έσπαγε τις αλυσίδες και έφευγε. Αλλά αυτό είναι ο ορισμός της κόλασης. Η Εκκλησία μας έτσι ορίζει την κόλαση του ανθρώπου: ως αδυναμία σχέσης με τους άλλους, ως παντελή έλλειψη κοινωνίας με τον συνάνθρωπο. Όλοι γνωρίζουμε το περιστατικό από το Γεροντικό με τον όσιο Μακάριο: συνάντησε στον δρόμο του ένα κρανίο ανθρώπου, και στην ερώτησή του προς το πνεύμα του ανθρώπου εκείνου, σε ποια κατάσταση βρίσκεται, εκείνο του απάντησε ότι ήταν στον κόσμο ιερέας των ειδώλων κι ότι τώρα βρίσκεται μέσα σε μία φωτιά, που του προκαλεί άφατη οδύνη. Αλλά το χειρότερο, είπε, είναι το γεγονός ότι αδυνατούμε οι εκεί ευρισκόμενοι να δούμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Η κόλαση της απόλυτης μοναξιάς: το τίμημα της συνύπαρξης με τον διάβολο.

(γ) Αλλά και με το φυσικό περιβάλλον υπήρχε πρόβλημα. Ο δαιμονισμένος προκαλούσε καταστροφές. Η παρουσία του συνδεόταν με τέτοιες ενέργειες, που όπως είπαμε, αναγκάζονταν να τον αλυσοδένουν, για να ηρεμούν. Χωρίς βεβαίως αποτέλεσμα. Ο διάβολος μισεί όλη τη δημιουργία. Πρώτιστα τους ανθρώπους, αλλά και όλα τα πλάσματα του Θεού.

3. Τα πράγματα λοιπόν αλλάζουν από τη στιγμή που ο Κύριος δίνει εντολή τα δαιμόνια να φύγουν από τον δαιμονισμένο. Μπορεί εκείνα να είχαν υποχείριο τον αδύναμο αυτόν άνθρωπο, μπροστά στην εξουσία όμως Εκείνου, τρέμουν, αποκαλύπτοντας την άκρα αδυναμία τους: «Δέομαί σου, μη με βασανίσης!» Τρέμουν τον Κύριο, τον παρακαλούν, αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ Εκείνου και αυτών:  «Τι εμοί και εσοί, Ιησού, υιέ του Θεού του Υψίστου;». Κι ακόμη: Του ζητούν  να επιτρέψει να εισέλθουν στους χοίρους – ούτε στους χοίρους δεν έχει εξουσία ο διάβολος -  κάτι που ο Κύριος επιτρέπει. Ίσως, όπως σημειώνουν οι ερμηνευτές Πατέρες,  για να δείξει ότι ο άνθρωπος έχει τη μεγαλύτερη αξία, ίσως ότι όπου εισέλθει ο διάβολος προκαλούνται καταστροφές. Σημασία έχει ότι ο διάβολος είναι αδύναμος. Και πώς όχι; Η δύναμή Του καταργήθηκε από τη στιγμή που ο Κύριος ήλθε στον κόσμο, κατεξοχήν δε με την άνοδό Του πάνω στον Σταυρό και την κάθοδό Του στον Άδη. Εκεί, και ο πονηρός «ετρώθη την καρδίαν», κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας, αλλά και το όπλο του, η αμαρτία, έπαυσε να υπάρχει κατά τρόπο αναγκαστικό. Και μαζί με αυτά βεβαίως και το αποτέλεσμα της αμαρτίας, ο θάνατος.

Η παντοδυναμία λοιπόν του Κυρίου απελευθερώνει τον δαιμονισμένο και αυτός πια γίνεται πραγματικός άνθρωπος, με καταπλήσσουσα ψυχοσωματική ισορροπία. Δηλαδή, αποκτά συνείδηση του εαυτού του και αυτοσεβασμό: «ιματισμένος και σωφρονών». Σταματά να είναι επιθετικός προς τους άλλους, έχοντας υγιή κοινωνικότητα: κάθεται «παρά τους πόδας του Ιησού». Κι όχι μόνον αυτό: αισθάνεται ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο, την οποία εκφράζει με τη διάθεση να παραμείνει κοντά Του και να Τον ακολουθεί. Και μπορεί ο Κύριος να μην αποδέχτηκε το αίτημά του – άλλους είχε καλέσει για να είναι οι μαθητές Του – του αναθέτει όμως άλλη αποστολή: «υπόστρεφε εις τον οίκον σου και διηγού όσα εποίησέ σοι ο Θεός. Και απήλθε καθ’  όλην την πόλιν, κηρύσσων όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς».

4. Σήμερα τι γίνεται; Μετά τον ερχομό του Κυρίου και την κατάργηση ουσιαστικά του διαβόλου, δρα ο διάβολος; Έχει δύναμη; Η απάντηση είναι γνωστή και διαρκώς την κηρύσσει η Εκκλησία μας. Ο διάβολος βεβαίως είναι ανίσχυρος και οριστικά ηττημένος, όμως παίρνει δύναμη εκεί που δεν υφίσταται ο Χριστός. Δηλαδή, πρώτα στους αβάπτιστους ανθρώπους, εκείνους που δεν έχουν γνωρίσει τον Κύριο ή δεν θέλουν να Τον αποδεχθούν στη ζωή τους – «το πανηγύρι μας είναι οι ειδωλολάτρες» είχε πει κάποτε σ’  έναν σύγχρονο ιεραπόστολο ένας δαιμονισμένος. Κι έπειτα, ακόμη και στους βαπτισμένους και χρισμένους χριστιανούς, οι οποίοι δεν έχουν πάρει στα σοβαρά την πίστη τους και ζουν, κατά τον λόγο του αποστόλου, ως «άθεοι εν τω κόσμω». Διότι δεν αρκεί μόνον το βάπτισμα και το χρίσμα και τα λοιπά μυστήρια της Εκκλησίας, αλλά και η θέληση του ανθρώπου. Αν και ο άνθρωπος δεν συνεργήσει, με την τήρηση των εντολών του Χριστού, κυρίως της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, τότε η χάρη των μυστηρίων μένει ανενέργητη, συνεπώς βρίσκει δίοδο ο διάβολος για να «πειράζει» τον άνθρωπο, κάνοντάς τον να βρίσκεται υπό την επήρειά του. Το αποτέλεσμα βεβαίως σ’  αυτήν την περίπτωση είναι γνωστό. Ό,τι είδαμε στον δαιμονισμένο του ευαγγελίου, σε κάποιο βαθμό το βλέπουμε κι εδώ: ο άνθρωπος εἴτε  έχει διαγράψει τον Θεό εἴτε  Τον τρέμει και προσπαθεί να αποφεύγει οτιδήποτε σχετίζεται με Αυτόν, είναι συνήθως  αντικοινωνικός και επιθετικός με τους συνανθρώπους του, δεν σέβεται το φυσικό του περιβάλλον, το δε χειρότερο: μέσα του ζει με ανασφάλειες και άγχη, με θλίψη και μελαγχολία, με ανησυχία και ταραχή, πράγματα που συνιστούν πράγματι ένα είδος κι εδώ κολάσεως. Ο ίδιος ο Κύριος έχει επιβεβαιώσει ότι ο άνθρωπος που ελευθερώθηκε από τον διάβολο και δεν προσέχει στη συνέχεια, δέχεται επίθεση δαιμονική, πολύ χειρότερη εκείνης που βίωνε στο παρελθόν. «Το πονηρόν πνεύμα παραλαμβάνει έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού και εισέρχεται εις τον άνθρωπον».

Να ανήκουμε στον Χριστό, να είμαστε του Θεού, μέλη Εκείνου και καλυμμένοι από Εκείνον, στην ψυχή και στο σώμα, και να μας «δουλεύει» ο διάβολος, τούτο συνιστά τη μεγαλύτερη τραγωδία. Ο δαιμονισμένος της παραβολής δεν ήξερε τον Χριστό και υφίστατο ό,τι υφίστατο ως κόλαση. Αφότου Τον γνώρισε όμως, Τον ακολούθησε με συνέπεια μέχρι τέλους. Εμείς τι δικαιολογία μπορεί να έχουμε; Τον διάβολο τον «τρέφουμε» εμείς με την κακή ζωή μας. Η μόνη λύση και θεραπεία είναι η με δύναμη και αγάπη στροφή προς τον «μόνον δυνάμενον σώζειν» Ιησού Χριστό. Δηλαδή η εκκλησιοποίηση της ζωής μας. Το ερώτημα στο οποίο τελικώς καλούμαστε να απαντάμε κάθε στιγμή και ώρα στη ζωή μας είναι: θέλουμε να είμαστε δούλοι ή ελεύθεροι;  

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 8, 26-39)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, κατέπλευσεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας. Ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν. Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. Ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. Ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. Ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, ὁ Ἰησοῦς κατέπλευσε στήν περιοχή τῶν Γαδαρηνῶν, πού βρίσκεται στήν ἀπέναντι ὄχθη ἀπό τή Γαλιλαία. Ὅταν βγῆκε στήν ξηρά, τόν συνάντησε κάποιος ἄντρας ἀπό τήν πόλη, πού εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπό πολύν καιρό. Ροῦχο δέν ντυνόταν οὔτε ἔμενε σέ σπίτι, ἀλλά ζοῦσε στά μνήματα. Ὅταν εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἔβγαλε μιά κραυγή, ἔπεσε στά πόδια του καί τοῦ εἶπε μέ δυνατή φωνή: «Τί δουλειά ἔχεις ἐσύ μ’ ἐμένα Ἰησοῦ, Υἱέ τοῦ ὕψιστου Θεοῦ; Σέ παρακαλῶ μή μέ βασανίσεις». Αὐτά τά εἶπε, γιατί ὁ Ἰησοῦς εἶχε διατάξει τό δαιμονικό πνεῦμα νά βγεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἀπό πολλά χρόνια τόν εἶχε στήν ἐξουσία του, καί γιά νά τόν συγκρατήσουν τόν ἔδεναν μέ ἁλυσίδες καί τοῦ ἔβαζαν στά πόδια σιδερένια δεσμά. Ἐκεῖνος ὅμως ἔσπαζε τά δεσμά, καί τό δαιμόνιο τόν ὁδηγοῦσε στίς ἐρημιές. Ὁ Ἰησοῦς τόν ρώτησε: «Ποιό εἶναι τό ὄνομά σου;» Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Λεγεών»· γιατί εἶχαν μπεῖ μέσα του πολλά δαιμόνια. Τά δαιμόνια, λοιπόν, τόν παρακαλοῦσαν νά μήν τά διατάξει νά πᾶνε στήν ἄβυσσο. Ἐκεῖ κοντά ἦταν ἕνα κοπάδι ἀπό πολλούς χοίρους πού ἔβοσκαν στό βουνό, καί τά δαιμόνια παρακαλοῦσαν τόν Ἰησοῦ νά τούς ἐπιτρέψει νά μποῦν στούς χοίρους, καί τούς τό ἐπέτρεψε. Βγῆκαν, λοιπόν, ἀπό τόν ἄνθρωπο καί μπῆκαν στούς χοίρους. Τότε τό κοπάδι ὅρμησε πρός τόν γκρεμό καί πνίγηκε στή λίμνη. Μόλις οἱ βοσκοί εἶδαν τί ἔγινε, ἔφυγαν καί τό εἶπαν στήν πόλη καί στήν ὕπαιθρο. Βγῆκαν οἱ ἄνθρωποι νά δοῦν τί ἔγινε καί ἦρθαν κοντά στόν Ἰησοῦ. Βρῆκαν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ὁποῖο βγῆκαν τά δαιμόνια νά κάθεται δίπλα στόν Ἰησοῦ, νά φοράει ροῦχα καί νά φέρεται λογικά, καί φοβήθηκαν. Ὅσοι εἶχαν δεῖ τί εἶχε γίνει, τούς εἶπαν γιά τό πῶς ὁ δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε ὅλο τό πλῆθος ἀπό τήν περιοχή τῶν Γαδάρων παρακαλοῦσαν τόν Ἰησοῦ νά φύγει ἀπό κοντά τους, γιατί τούς εἶχε πιάσει μεγάλος φόβος. Ἐκεῖνος μπῆκε στό πλοιάριο γιά νά γυρίσει πίσω. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τά δαιμόνια τόν παρακαλοῦσε νά τόν πάρει μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ εἶπε νά φύγει, μέ τά παρακάτω λόγια: «Γύρισε στό σπίτι σου καί διηγήσου ὅσα ἔκανε σ’ ἐσένα ὁ Θεός». Ἐκεῖνος ἔφυγε διαλαλώντας σ’ ὅλη τήν πόλη ὅσα ἔκανε σ’ αὐτόν ὁ Ἰησοῦς.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Γαλ. 1, 11-19)

Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ' ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως  ̓Ιησοῦ Χριστοῦ. ̓Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ  ̓Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ' ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ  ̓Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων.  ̔́Οτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς  ̔Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς  ̓Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν.  ̓́Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς  ̔Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ  ̓Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, πρέπει νά ξέρετε πώς τό εὐαγγέλιο πού σᾶς κήρυξα ἐγώ δέν προέρχεται ἀπό ἄνθρωπο. Γιατί κι ἐγώ οὔτε τό παρέλαβα οὔτε τό διδάχτηκα ἀπό ἄνθρωπο, ἀλλά μοῦ τό ἀποκάλυψε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀσφαλῶς ἔχετε ἀκούσει γιά τή διαγωγή μου ὅσον καιρό ἀνήκα στήν ἰουδαϊκή θρησκεία, ὅτι καταδίωκα μέ πάθος τήν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καί προσπαθοῦσα νά τήν ἐξαφανίσω. Καί πρόκοβα στόν ἰουδαϊσμό πιό πολύ ἀπό πολλούς συνομήλικους συμπατριῶτες μου, γιατί εἶχα μεγαλύτερο ζῆλο γιά τίς προγονικές μου παραδόσεις. Ὁ Θεός ὅμως μέ εἶχε ξεχωρίσει ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας μου καί ἡ χάρη του μέ εἶχε καλέσει νά τόν ὑπηρετήσω. Ὅταν, λοιπόν, εὐδόκησε νά μοῦ ἀποκαλύψει τόν Υἱό του γιά νά φέρω στούς ἐθνικούς τό χαρμόσυνο μήνυμα γι’ αὐτόν, δέ στηρίχθηκα σ’ ἀνθρώπινες δυνάμεις· οὔτε ἀνέβηκα στά Ἱεροσόλυμα νά δῶ ἐκείνους πού ἦταν ἀπόστολοι πρίν ἀπό μένα, ἀλλά ἔφυγα στήν Ἀραβία, καί ὕστερα ξαναγύρισα στή Δαμασκό. Ἔπειτα, μετά ἀπό τρία χρόνια, ἀνέβηκα στά Ἱεροσόλυμα νά γνωρίσω ἀπό κοντά τόν Πέτρο, κι ἔμεινα κοντά του δεκαπέντε μέρες. Ἄλλον ἀπόστολο δέν εἶδα, παρά τόν Ἰάκωβο, τόν ἀδερφό τοῦ Κυρίου.