14 Νοεμβρίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΥΔΡΑΙΟΣ

 

«Αὐτός ὁ γενναιότατος νεομάρτυς Κωνσταντίνος ὑπῆρξε γέννημα καί θρέμμα τῆς νήσου ῞Υδρας, οἱ δέ γονεῖς του, Μιχαλάκης καί Μαρίνα, εὐσεβεῖς χριστιανοί, ἦταν ἁπλοί καί μέτριας κατάστασης ἄνθρωποι. ῞Οταν ὁ Κωνσταντίνος ἔγινε δεκαοκτώ ἐτῶν, πῆγε στήν Ρόδο καί ἐπισκεπτόταν συχνά τό κονάκι τοῦ ἡγεμόνα τῆς Ρόδου Χασάν Καπετάν. Αὐτό ὅμως ὁδήγησε σέ τραγωδία τόν Κωνσταντίνο, γιατί ὁ ἡγεμόνας βλέποντας τόν νέο προκομμένο καί ἔξυπνο ἔβαλε ὅλη τήν σπουδή του γιά νά διαστρέψει τήν γνώμη του καί νά τόν κάνει μουσουλμάνο. Καί πράγματι! Μέ διάφορες κολακεῖες καί μέ πολλά δῶρα ἔπεισε στό τέλος τόν ἁπαλό νέο καί ἀρνήθηκε δυστυχῶς τήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ καί δέχτηκε τήν πλανεμένη θρησκεία τῶν ᾽Αγαρηνῶν. Τρία χρόνια βρισκόταν στήν πλάνη αὐτή ὁ Κωνσταντίνος ὑπηρετώντας τόν ἡγεμόνα καί ἀπολαμβάνοντας κάθε δόξα καί μεγάλη τιμή κοντά του.

Φαίνεται ὅμως πώς ὁ νέος αὐτός ἦταν ἀγαθῆς ψυχῆς, γι᾽ αὐτό καί δέν στάθηκε ἀναίσθητος μπροστά στό κακό πού ἔπραξε. Δέν ἔμεινε μέχρι τέλους στήν πτώση του, ἀλλά ἄρχισε ἀμέσως νά ἐλέγχεται ἀπό τήν συνείδησή του ἀκατάπαυστα, ἄρχισε νά λυπᾶται, νά ἀναστενάζει, νά κλαίει, νά θρηνεῖ γιά τό μέγα κακό πού ἔπαθε. Γι᾽ αὐτό καί ὅσα χρήματα τοῦ τύχαιναν, ὅλα τά μοίραζε ἐλεημοσύνη στούς πτωχούς. ᾽Αγαποῦσε μάλιστα περισσότερο τούς χριστιανούς καί τιμοῦσε τούς ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ μέ μεγάλη εὐλάβεια. Μία ἡμέρα δέ τόσο πολύ ἄναψε ἡ φωτιά τῆς θείας ἀγάπης μέσα του ὥστε ἀποφάσισε νά φανερωθεῖ καί νά ὁμολογήσει τήν πίστη πού ἀρνήθηκε, μπροστά στόν δικό του ἡγεμόνα. Κι ὄντως πρό πολλῶν χρόνων ὁ Κωνσταντίνος θά εἶχε λάβει τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἄν ὁ πνευματικός του πατέρας - στόν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε ὄλες τίς ἁμαρτίες του καί τοῦ ἀποκάλυψε τόν σκοπό του νά φανερωθεῖ - δέν τόν ἐμπόδιζε ἀπό τήν ἀπόφαση αὐτή, γιατί φοβήθηκε μήπως λόγω τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας του δειλιάσει μπροστά στά βάσανα καί ἀρνηθεῖ γιά δεύτερη φορά τόν Χριστό. ῞Ομως τόν προέτρεψε νά πάει σέ ἄλλον τόπο καί ὅταν ἀνδρωθεῖ στήν ἡλικία τότε νά προχωρήσει στόν ἀγώνα τοῦ μαρτυρίου.

῾Υπάκουσε ὁ υἱός τῆς ὑπακοῆς Κωνσταντίνος κι ἀφοῦ ἐγκατέλειψε ὅλες τίς δόξες καί τίς τιμές πῆγε πρῶτα ἐπί τρία ἔτη στό λεγόμενο Κρίμι, ζώντας φανερά ὡς χριστιανός, κι ἔπειτα στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπί τῆς πατριαρχείας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ε´, ἐκζητώντας θερμά ἔμπειρο πνευματικό πρός θεραπεία τῆς πληγωμένης του ψυχῆς, κάτι πού τό ἐπέτυχε. Σ᾽ αὐτόν τόν πνευματικό λοιπόν ἐξομολογήθηκε μέ συντριμμένη καί κατανυγμένη καρδιά ὅλες τίς ἁμαρτίες του καί μάλιστα τήν πρός Χριστό ἄρνησή του, καί κλαίγοντας πικρά γιά τήν συμφορά του ζητάει διόρθωση. ῾Ο πνευματικός τόν ὁδήγησε στόν Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος χάρηκε γιά τήν καλή του ἐπιστροφή, ἐνῶ νουθετώντας τον πατρικά νά μήν ἀπελπίζεται καί νά ἐλπίζει μόνο στήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ τόν ἀπέστειλε στό ῞Αγιον ῎Ορος γιά νά ἁρματωθεῖ μέ τίς εὐχές τῶν ἐκεῖ ὁσίων Πατέρων καί ἔτσι νά μπορέσει νά ἀντιπαλέψει καί νά νικήσει τόν διάβολο πού τόν εἶχε νικήσει προηγουμένως.

Στό ῞Αγιον ῎Ορος, στήν Μονή τῶν ᾽Ιβήρων συγκεκριμένα, ἔζησε ἐπί πέντε μῆνες, ὑπακούοντας στούς Πατέρες, ἐξομολογούμενος στούς πνευματικούς τῆς Μονῆς καί προστρέχοντας μέ κατάνυξη καί διάπυρη εὐλάβεια καθημερινά στήν Παναγία τήν Πορταΐτισσα, ἀπό τήν ὁποία ζητοῦσε νά τόν δυναμώσει καί νά ὑπομείνει ἀνδρείως ὑπέρ τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης τοῦ Υἱοῦ της τό μαρτύριο πού πρό πολλοῦ μελετοῦσε καί ποθοῦσε. Γιατί δέν μποροῦσε νά εἰρηνεύσει τήν συνείδησή του ἐνθυμούμενος τόν λόγο τοῦ Κυρίου ῾ὅστις μέ ἀρνήσεται ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι κἀγώ αὐτόν ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς᾽. ῾Ο λογισμός αὐτός τόν κατέτρωγε σάν σκουλήκι μέσα του καί τόν φλόγιζε νά πορευθεῖ στό μαρτύριο τόσο, ὥστε παρ᾽ ὅλες τίς ἐνστάσεις τῶν πνευματικῶν τῆς Μονῆς ἐκεῖνος εἶχε πάρει τήν ἀπόφαση λέγοντας: ῾ὅπου ἀρνήθηκα τόν Χριστόν μου, ἐκεῖ πάλι ἔχω νά τόν ὁμολογήσω᾽. Μέ τίς εὐχές τελικῶς τῶν πατέρων ἀνεχώρησε ἀπό τό ῎Ορος καί πῆγε κατευθεῖαν στήν Ρόδο.

Στήν Ρόδο βρῆκε πνευματικό καί ἐξομολογήθηκε τόν πόθο του. ᾽Αλλά παρ᾽ ὅλη τήν ἄρνηση τοῦ πνευματικοῦ, ὁ ὁποῖος κι αὐτός ὅπως οἱ ἄλλοι τοῦ ἔλεγε ὅτι ἀρκεῖ ἡ μετάνοιά του γιά τόν Κύριο, ἐκεῖνος τελικῶς μέ φλόγα στήν ψυχή του καί βαθύ ἔρωτα γιά τόν Χριστό προσευχήθηκε σ᾽ Αὐτόν, ζητώντας Του τήν βοήθεια γιά τήν πορεία στό μαρτύριο. Μπροστά πιά στόν ἡγεμόνα τῆς Ρόδου Χασάν Καπετάνου, τόν παλαιό κύριό του, ὁμολογεῖ τό ποιός εἶναι, καταθέτοντας τήν μαρτυρία του γιά τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό ὡς τόν ἀληθινό Θεό καί καλώντας τόν ἡγεμόνα νά μετανοήσει κι αὐτός γιά νά βρεῖ τήν σωτηρία του ἀπό τόν Κύριο. ῾Η ἀντίδραση τοῦ Χασάν Καπετάνου ἦταν ἡ ἀναμενόμενη: ἐνῶ στήν ἀρχή αἰφνιδιάζεται, γιατί δέν μπορεῖ νά ἀναγνωρίσει τόν παλαιό προστατευόμενο του πού φορᾶ τώρα καλογερικά ροῦχα, στήν συνέχεια τόν καλεῖ νά συνέλθει, τοῦ ὑπόσχεται καί πάλι τά παλαιά μεγαλεῖα του, ἐνῶ καταλήγει σέ ἀπειλές καί βασανιστήρια μπροστά στήν ἐπιμονή τοῦ Κωνσταντίνου.

Τά βασανιστήρια καί ὁ ἐγκλεισμός στήν φυλακή συνεχίζονται, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐμφανίζεται στόν ἅγιο μάρτυρα νά τοῦ θεραπεύσει ἐπανειλημμένως τίς πληγές, κάτι πού γίνεται ἀντιληπτό ἀπό πολλούς.  Στήν πρόσκληση μάλιστα πού ἀπευθύνει στό τέλος ὁ ἅγιος πρός τόν ἡγεμόνα, νά γίνει χριστιανός ἀκολουθώντας καί τούς δικούς του γονεῖς – γιατί προερχόταν ἀπό χριστιανική οἰκογένεια ὁ Χασάν - ἐκεῖνος μανιασμένος δίνει τήν ἐντολή τῆς ὁριστικῆς καταδίκης του: νά πεθάνει διά στραγγαλισμοῦ (ἀφοῦ προηγουμένως ὁ ἅγιος εἶχε ἀπορρίψει ὁποιαδήποτε προσπάθεια ἑλλήνων νά τόν ἀπελευθερώσουν). ῾Ο στραγγαλισμός του συνοδεύθηκε ἀπό τραγικό τέλος τῶν δημίων του, ἐνῶ ὁ ἡγεμόνας παρεχώρησε τό δικαίωμα νά παραλάβουν τό νεκρό καί βασανισμένο σῶμα του οἱ χριστιανοί ὥστε νά τό ἐνταφιάσουν κατά τά ἔθιμά τους.

Τά θαύματα πού ἔκτοτε ἔγιναν καί γίνονται εἴτε μέ τήν προσκύνηση τῶν ἁγίων λειψάνων του καί τῆς θήκης αὐτῶν εἴτε καί μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του εἶναι πάμπολλα. ῾Η μητέρα τοῦ ἁγίου ἐν τέλει προσερχόμενη στήν Ρόδο σάν ἐλάφι διψασμένο, γιατί ἔμαθε ὅτι ἐκεῖ ἐνταφιάστηκε ὁ ἅγιος υἱός της, ἔφερε τό ἅγιο λείψανό του στήν πατρίδα της καί πατρίδα τοῦ ἁγίου, κάτι πού συνεχίζεται μέχρι καί σήμερα».

῾Ο ἅγιος ἔνδοξος μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Κωνσταντίνος ἀνήκει στήν χορεία τῶν νεομαρτύρων, ἐκείνων δηλαδή τῶν μαρτύρων πού μαρτύρησαν κατά τά νεώτερα χρόνια, ἰδίως τῆς ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας, ἀπό τούς ᾽Αγαρηνούς κυριάρχους, χωρίς νά θεωροῦνται γι᾽ αὐτό λιγότερο ἅγιοι ἀπό ὅ,τι οἱ παλαιοί καί μεγάλοι μάρτυρες τῆς πρώτης ἐποχῆς τῆς ᾽Εκκλησίας.  Κι εἶναι ἀπό τά πρῶτα πού ἐπισημαίνει ὁ ὑμνογράφος τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου, μεγάλος νεώτερος κι αὐτός πατέρας τῆς ᾽Εκκλησίας ὅσιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης. «᾽Εμπρός ὁ μελισσώνας τῶν μαρτύρων προϋπαντῆστε μέ χαρά αὐτόν πού φάνηκε στά τελευταῖα χρόνια, ἀλλ᾽ εἶναι ἴσος μέ ἐσᾶς κατά τήν ἄθληση». Πρόκειται πράγματι γιά μία ἀλήθεια πού ἐπανειλημμένως τονίζει ὁ ὅσιος Νικόδημος, γεγονός πού ἀποδεικνύει τήν διαχρονική ταυτότητα τῆς ᾽Εκκλησίας μέ τόν ἁγιοπνευματικό χαρακτήρα της.

Τό ἰδιάζον μέ τόν ἅγιο Κωνσταντίνο τόν ῾Υδραῖο εἶναι ὅτι ἀνήκει μέν στούς νεομάρτυρες, ἀλλά στούς λεγόμενους ἀρνησίχριστους ἀπό αὐτούς, δηλαδή σ᾽ ἐκείνους πού ἀρνήθηκαν σέ κάποια φάση τῆς ζωῆς τους τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, ἀλλά στήν συνέχεια μετανόησαν καί θέλησαν μέ τήν ζωή τους νά ξεπλύνουν τό μίασμα τῆς ἄρνησής τους. Κι ἐδῶ δημιουργήθηκε ἕνα διπλό ζήτημα. ᾽Αφενός τό ἄν ἡ ᾽Εκκλησία θά δεχόταν τήν «εἰσπήδησιν» στό μαρτύριο, τήν θεληματική δηλαδή καί αὐτόκλητη ἐπιδίωξη τοῦ μαρτυρίου, κάτι πού εἶχε καταδικαστεῖ στήν πρώτη ᾽Εκκλησία, ἀφετέρου τό ἄν μπορεῖ ἕνας ἀρνητής τοῦ Χριστοῦ, ἔστω καί μετανοημένος ἀργότερα, νά ἐνταχθεῖ στίς δέλτους τῶν ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας καί νά τιμᾶται καί νά γεραίρεται ὅπως οἱ ἄλλοι γνωστοί μάρτυρες. ῾Ο ὅσιος Νικόδημος λοιπόν δίνει ἀπάντηση καί στά δύο.

Τό εἰσπηδητικό λεγόμενο μαρτύριο, καταδικασμένο μέν καταρχήν, γίνεται ἀποδεκτό στήν πράξη ἀπό τήν ᾽Εκκλησία, ἐφόσον συντρέχουν οἱ κατάλληλες συνθῆκες: ἔχει ὑπάρξει ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ ἀπό χριστιανό, ὑπάρχει ἔπειτα ἡ βαθειά μετάνοιά του καί ἡ βεβαιωμένη ἀπόφασή του νά ξεπλύνει τήν ἄρνηση μέ τό αἷμα του καί μάλιστα στόν τόπο πού ἀρνήθηκε τήν πίστη του, ἔχει προηγηθεῖ γι᾽ αὐτό ἡ κατάλληλη ἑτοιμασία του ἀπό συγκεκριμένους πνευματικούς, τούς λεγόμενους ῾ἀλεῖπτες᾽ (πνευματικούς γυμναστές καί καθοδηγητές), οἱ ὁποῖοι δυναμώνουν τόν ὑποψήφιο μάρτυρα μέ τήν καθοδήγησή τους ὥστε νά μή δειλιάσει καί ἀρνηθεῖ γιά δεύτερη φορά τόν Κύριο. ῾Ο ὅσιος Νικόδημος μάλιστα ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς μεγάλους αὐτούς ἀλεῖπτες  πού ἔγιναν μάρτυρες καί τῆς μετάνοιας καί τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ πόθου τέτοιων ἀνθρώπων.

Κι ἀπό τήν ἄλλη: ὁ ἴδιος ὅσιος εἶναι ὁ κατεξοχήν ὑποστηρικτής τῆς ἁγιότητας αὐτῶν τῶν νεομαρτύρων, φέρνοντας τό κατεξοχήν  καί πιό ἰσχυρό ἐπιχείρημα πού ὑπάρχει: τήν ἐπιβεβαίωσή τους ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. ῞Οπου ὁ Θεός ἐπιβραβεύει μέ τά θαύματα καί μέ τήν εὐωδία, λέει, ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού θά ἀρνηθεῖ; Γι᾽ αὐτό καί χρησιμοποιεῖ  πολύ σκληρή γλῶσσα γιά τούς ἀντιτιθέμενους στήν ἁγιότητα τῶν ἀρνησιχρίστων μαρτύρων, μιλώντας μέ τά παραδείγματα τῆς ἱστορίας: πρῶτος ἀρνησίχριστος ὑπῆρξε ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Ποιός ἀρνεῖται τήν ἁγιότητα καί τήν ἀποστολικότητά του; Κι ἀκόμη τόν ἅγιο ᾽Ιάκωβο τόν Πέρση.  Ποιός ἐπίσης θά ἀρνηθεῖ τήν βεβαιωμένη ἁγιότητά του καί τήν παρρησία συνεπῶς πού ἔχει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;

Εἶναι περιττό βεβαίως νά ὑπενθυμίσουμε δύο ἀκόμη πράγματα: πρῶτον, ὅτι ἡ δύναμη τῆς μετανοίας καί ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου ἦταν καρπός κυρίως τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ πού βρῆκε ἀνταπόκριση ἀπό τήν καλή διάθεση τοῦ ἁγίου. ῞Ο,τι μεγαλειῶδες συνέβη δηλαδή στόν ἅγιο Κωνσταντίνο μετά τήν πτώση τῆς ἄρνησής του ὀφείλετο πρώτιστα στήν δύναμη τοῦ Θεοῦ μας καί ὄχι σέ ἕνα περίσσευμα δικῶν του ἐνεργειῶν. Τί καλό ἄλλωστε μπορεῖ νά ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι ἀπό  μόνοι μας; Κάθε τι καλό «ἄνωθεν ἐστί καταβαῖνον ἀπό τοῦ Πατρός τῶν Φώτων» (ἅγιος ᾽Ιάκωβος).  ῾Η μνήμη σου, δυνατέ Κωνσταντίνε φάνηκε σάν λαμπρός ἥλιος... καί μᾶς ξεσήκωσε νά δοξολογήσουμε Αὐτόν πού σοῦ ἔδωσε τήν δύναμη στούς ἄθλους σου» (κάθισμα ὄρθρου). Καί δεύτερον, ποιητικό αἴτιο τοῦ ὅλου μαρτυρίου – μετανοίας καί ἀπόφασης θανάτου – μέ τό δεδομένο τῆς ὑποκινούσης χάρης τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ ἁγίου  πρός τόν Κύριο. ῎Οχι μόνο ἡ ἐκ Θεοῦ δύναμη, ἀλλά καί ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά ὑπάρξει ὅ,τι καλό στήν ἐπί γῆς πορεία του. Χωρίς τήν ἀγάπη ὡς ἀνταπόκριση στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τίποτε δέν ἔχει ἰδιαίτερο νόημα κι οὔτε ἀφήνει κάποιο σοβαρό στίγμα τῶν ἰχνῶν τοῦ ἀνθρώπου στόν κόσμο τοῦτο. ῾Ο ὅσιος ὑμνογράφος ἰδιαιτέρως τό τονίζει: Κοίτα ὁ δυνατός στήν ψυχή νέος, κοίτα ὁ ἔνδοξος μάρτυρας, κοίτα πῶς σάν πρόβατο ἡμερότατο ὁ Κωνσταντίνος παρέδωσε τόν ἑαυτό του γιά θάνατο λόγω τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ» (στιχηρό ἑσπερινοῦ).

Ἡ ἀγάπη του αὐτή μάλιστα γιά τόν Χριστό κάνει τόν ὅσιο Νικόδημο νά τόν παραλληλίζει μέ τόν ἅγιο τῆς παράδοσης, τόν θερμουργό στήν πίστη καί τόν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ ἅγιο ᾽Ιγνάτιο τόν θεοφόρο. ῾Ο λυρισμός τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου γίνεται λυρισμός καί τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου διά γραφίδος τοῦ ὁσίου ὑμνογράφου: «Μάρτυς Κωνσταντίνε, μιμούμενος τόν ἱερό καί θεοφόρο ᾽Ιγνάτιο, ἔγραφες καθώς ἤσουν στήν φυλακή γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ στούς συμπολίτες σου: μή μέ ἐμποδίσετε, ἀλλά ἀφῆστε με νά πεθάνω γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μου, Αὐτοῦ πού ὑπέμεινε γιά μένα τόν Σταυρό» (ὠδή δ´). Κι ἀκόμη ἐπί πλέον στό ἴδιο μῆκος κύματος: «Ποιό εἶναι γιά μένα τό χρυσάφι, ποιός εἶναι γιά μένα ὁ πλοῦτος, ἔδινες ὡς ἀπάντηση στούς τυράννους; Τί εἶναι γιά μένα τά φθαρτά ἀγαθά πού πλούσια μοῦ προτείνετε, πλάνοι, ἀπατεῶνες καί ἄφρονες; ῾Ο Χριστός εἶναι γιά μένα ἔναντι ὅλων ὁ ἔρωτάς μου, ὁ πιό μεγάλος καί ὡραῖος πόθος» (ὠδή δ´).

῾Ο ἅγιος Νικόδημος προβάλλει τόν νεομάρτυρα ὡς παράδειγμα ὅλων τῶν ἀρνησιχρίστων, λόγω τῆς μετανοίας πού ἐπέδειξε. «Μέ νόμιμο τρόπο ἔγινες παράδειγμα, πολύαθλε, κι ὁ βίος σου ἔγινε τύπος ὁλοκάρδιας μετάνοιας σέ ὅλους αὐτούς πού ἀρνήθηκαν τόν Χριστό. Διότι ὅπου ἀρνήθηκες τόν Χριστό, ἐκεῖ πάλι, ἅγιε, Τόν ὁμολόγησες μέ ἀνδρικό τρόπο» (ὠδή ε´). ᾽Αλλά ἀρνησίχριστοι δέν εἶναι μόνον αὐτοί πού ἀρνήθηκαν τόν Χριστό τήν ἐποχή τῶν ὅποιων διωγμῶν. ᾽Αρνησίχριστοι γινόμαστε κι ἐμεῖς, κάθε φορά πού ἀρνούμαστε νά ὑπακούσουμε στίς ἅγιες ἐντολές Του καί μάλιστα αὐτήν τῆς ἀγάπης. ῞Οταν γιά παράδειγμα δέν συγχωρῶ ἕναν συνάνθρωπό μου πού μέ ἀδίκησε, δέν γίνομαι κι ἐγώ ἀρνησίχριστος, ἀφοῦ ἀθετῶ τήν ἐντολή Του; Λοιπόν γιά ὅλους ἀνεξαιρέτως εἶναι παράδειγμα μετανοίας ὁ ἅγιος Κωνσταντίνος καί τόν γεραίρουμε καί τόν δοξολογοῦμε ὅπου γῆς κι ἄν βρισκόμαστε.

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ

«Ο άγιος Φίλιππος ήταν από την πόλη της Βηθσαϊδά, συμπολίτης του Ανδρέου και του Πέτρου. Διακρινόταν για τη σύνεσή του και τη βαθειά προσήλωσή του στα βιβλία των Προφητών, ενώ ήταν γνωστός σε όλη τη ζωή του για την παρθενικότητά του. Τον βρήκε ο Χριστός μετά το Βάπτισμά Του στη Γαλιλαία και τον κάλεσε να Τον ακολουθήσει. Αυτός δε, μετά από αυτό, συνάντησε τον Ναθαναήλ και του είπε: Ευρήκαμεν Ιησούν τον Υιόν Ιωσήφ, τον από Ναζαρέτ. Και άλλα πολλά είναι δυνατόν να βρει κανείς στη Θεόπνευστη Γραφή, γραμμένα γι’  αυτόν. Αυτός λοιπόν αφού του έλαχε ο κλήρος του ευαγγελισμού της Ασιατικής γης, είχε συνακόλουθο και συνεργάτη του στο κήρυγμα τον Βαρθολομαίο. Ακολουθούσε δε αυτούς και τους διακονούσε και η κατά σάρκα αδελφή του αγίου Φιλίππου, η Μαριάμνη. Αφού πέρασαν τις πόλεις της Μυσίας και της Λυδίας, κηρύσσοντας το ευαγγέλιο, και υπέμειναν πολλούς πειρασμούς και θλίψεις από τους απίστους, δηλαδή μαστιγώσεις, ραβδισμούς, εγκλεισμούς στη φυλακή, λιθοβολισμούς, έφτασαν εκεί που ήταν ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού και Θεολόγος Ιωάννης, που κήρυσσε στην Ασία τον Χριστό. Όταν και η γυναίκα του ανθυπάτου Νικάνορος πίστεψε, τότε  ο ανθύπατος με τον ειδωλολατρικό λαό  έβαλε φωτιά και κατέκαψε την οικία του αποστόλου Στάχυος. Ο Φίλιππος σύρθηκε στην πλατεία της Ιεραπόλεως, έπειτα τρυπήθηκε στους αστραγάλους και σταυρώθηκε πάνω σε ξύλο. Και έτσι, αφού προσευχήθηκε, παρέθεσε στον Θεό το πνεύμα του. Αμέσως τότε η γη, αφού  άρχισε να τρέμει και να βγάζει ήχο, σχίστηκε στα δύο και κατάπιε πολλούς από τους απίστους. Οι υπόλοιποι, τρομοκρατημένοι από αυτά που συνέβαιναν, πρόσπεσαν στον Βαρθολομαίο και στη Μαριάμνη, που ήταν και αυτοί κρεμασμένοι. Τους έλυσαν και προσήλθαν στην αληθινή πίστη. Έπειτα, όλοι μαζί μάζεψαν το λείψανο του αποστόλου Φιλίππου, κατέστησαν τον Στάχυ επίσκοπο στην πόλη, και έφυγαν για τη Λυκαονία».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας είναι φυσικό να τονίζουν, εφόσον πρόκειται για απόστολο του Χριστού και μάλιστα από τους δώδεκα, «τους θεμελίους της Εκκλησίας», την εκλογή του από τον Κύριο – «τω χορώ των μαθητών σε Χριστός ενέταξε» -  τη μετοχή του στη φλόγα του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής, ώστε «γεμάτος από τη φλόγα αυτή να δώσει ζωή με τη θέρμη της πίστεως σ’ αυτούς που είχαν παγώσει από την αθεΐα», την παρουσία του γενικώς στον κόσμο ως «θείον άλας, προκειμένου να αποξηράνει τη φοβερή σαπίλα της φθαρμένης από τα πάθη ανθρωπότητας», και βεβαίως τη δοξασμένη θέση του στη βασιλεία του Θεού, στην οποία «βλέπει όχι αινιγματικά, αλλά σαφώς πρόσωπον προς πρόσωπον τον ίδιο τον Χριστό».

Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος όμως, ο άγιος Θεοφάνης, πέραν των πολλών εγκωμίων που γράφει για τον άγιο απόστολο, επισημαίνει δύο σημεία που αξίζουν, νομίζουμε, ιδιαιτέρας προσοχής. Πρώτον, το γεγονός ότι ο Κύριος εκλέγει τον Φίλιππο ως μαθητή Του – μη ξεχνάμε ότι ο Κύριος είχε την απόλυτη πρωτοβουλία εκλογής των μαθητών: «ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ’  εγώ εξελεξάμην υμάς» είπε – σημαίνει ότι καλεί κάποιον του οποίου τις αρετές έχει προβλέψει, ως παντογνώστης Θεός, και συνεπώς έχει εκτιμήσει  τις δυνατότητές του για την ανάληψη ενός τέτοιου τιτάνιου κυριολεκτικά έργου, δηλαδή της μαρτυρίας Του στον κόσμο ως του ενανθρωπήσαντος Θεού. «Φίλιππε, τω χορώ των μαθητών σε Χριστός ενέταξε, την σην προγινώσκων αρετήν, θεομακάριστε». Κι είναι τούτο ένα σημαντικό στοιχείο, που αποκαλύπτει ότι ο Χριστός καλεί τον άνθρωπο να αναλάβει κάποια διακονία, εφόσον αυτός έχει τα προαπαιτούμενα προσόντα για τη διακονία αυτή. Δηλαδή, δεν αρκεί μόνον η καλή διάθεση ενός ανθρώπου για να διακονήσει την Εκκλησία, αλλά απαιτείται να έχει και τις φυσικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Μεγάλο μάθημα τούτο και για εμάς, οι οποίοι πολλές φορές αναθέτουμε διακονήματα σε καλούς μεν ανθρώπους, αλλά μη δυναμένους λόγω αδυναμίας φυσικών προτερημάτων τους να ανταποκριθούν.

Εκεί όμως που επιμένει καθ’  υπερβολήν, θα έλεγε κανείς,  ο άγιος υμνογράφος - προϋποθέτοντας τη γνώση του περιστατικού από το ευαγγέλιο, κατά το οποίο ο  Φίλιππος εξέφρασε το παράπονό του  κάποια φορά στον Κύριο: «Κύριε, μας μιλάς διαρκώς για τον Θεόν Πατέρα. Δείξον ημίν τον Πατέρα, και αρκεί ημίν» -  είναι ακριβώς η ερμηνεία του λόγου αυτού του Φιλίππου. Θεωρεί ότι ο λόγος–παράπονο αυτός έδωσε στον Κύριο την αφορμή να μιλήσει στους μαθητές Του για την ισοτιμία Του με τον Θεό Πατέρα. «Ζήτησες και βρήκες στον Υιό, δηλαδή τον Χριστό, τον Πατέρα των φώτων. Διότι το φως, ο Θεός Πατέρας, βρίσκεται στο φως, τον Χριστό. Κι αυτό γιατί  ο Χριστός είναι η ισότυπη σφραγίδα, που φανερώνει το αρχέτυπο, τον Θεό Πατέρα». Ο άγιος Φίλιππος λοιπόν με την ερώτησή του έγινε η αφορμή να έχουμε μία από τις πιο άμεσες αποκαλύψεις του Κυρίου περί της Θεότητάς Του.

Το ίδιο γεγονός όμως, την ερώτηση του Φιλίππου, το βλέπει ο άγιος Θεοφάνης και από άλλη οπτική γωνία: ως αποκαλυπτική των ίδιων των διαθέσεων του αποστόλου. Ο άγιος Φίλιππος δηλαδή,  κατά τον υμνογράφο, αναζητώντας τον Θεό Πατέρα διά του Χριστού, δείχνει τον ένθεο πόθο του για τον Θεό, την επιθυμία του να διαβεί πέρα από την πράξη στη θεωρία, γενόμενος ένας δεύτερος Μωυσής. Όπως ο Μωυσής δίψασε να δει τον Θεό και αφού ανέβηκε στο όρος Σινά, καλεσμένος από τον Ίδιο για να λάβει τις πλάκες του Νόμου, είδε «τα οπίσθια του Θεού», δηλαδή την ενέργεια και τη δόξα Του, κατά τον ίδιο τρόπο, σύμφωνα με τον υμνογράφο, ο Φίλιππος: κι αυτός πόθησε να δει τον Θεό, του Οποίου την εικόνα είδε με τρόπο γνωστό στο πρόσωπο του Χριστού. Διότι ο Υιός αποτελεί τη σύντομη γνώση και την απόδειξη του Πατέρα.  «Θείας αναβάσεσι, διαπαντός κεχρημένος, ως Μωσής  το πρότερον, τον Θεόν θεάσασθαι επεπόθησας∙ και γνωστώς είδες δε, την αυτού εικόνα, δεδεγμένος προς εμφέρειαν∙ Πατρός γαρ σύντομος γνώσις ο Υιός και απόδειξις».

Από την άποψη αυτή, ο θείος υμνογράφος κατανοεί τον άγιο Φίλιππο και ως πρότυπο του θεωρητικού χριστιανού, θεωρητικού όχι με την έννοια του ασχολουμένου με θεωρίες του μυαλού, αλλά με την έννοια του θεατή του Θεού, του μετέχοντος στο φως και τη δόξα Εκείνου. Και προϋπόθεση γι’  αυτό είναι η πράξη των αρετών. Ο άγιος Φίλιππος ευρισκόμενος σε μία διαρκή ανάβαση λόγω της εξασκήσεων των αρετών, της πράξεως, θέλησε να ανεβεί και στη θεωρία. Το πατερικό λόγιο «πράξίς εστιν θεωρίας επίβασις», η πράξη, η άσκηση των αρετών, είναι το σκαλοπάτι για την ανάβαση στη θεωρία, στη θέα του Θεού, το εφαρμόζει με απόλυτο τρόπο ο υμνογράφος στον άγιο απόστολο. Είναι μία διάσταση που διαφεύγει της προσοχής των περισσοτέρων χριστιανών. Ο άγιος Φίλιππος είναι, μαζί με τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, μαζί με τον απόστολο Παύλο, η βάση των νηπτικών αργότερα Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι κατέγραψαν τις θεοπτικές εμπειρίες τους, κινούμενοι σ’  έναν χώρο πιο εσωτερικό, πιο ένδον στην καρδιά του ανθρώπου. «Βάζοντας, μακάριε, την πράξη ως σκαλοπάτι της αληθινής θεωρίας, και τη θεωρία ως τέλος της φιλόθεης πράξης, αξίωσες από τον Χριστό να σου υποδείξει την μη δυναμένη να εκφραστεί με λόγια δόξα του Θεού Πατέρα».

13 Νοεμβρίου 2023

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

 

«Αυτός ο μέγας φωστήρας και θερμός Διδάσκαλος της οικουμένης, ήταν από τη μεγάλη πόλη της Αντιοχείας, με πατέρα τον Σεκούνδο που ήταν στρατηλάτης, και μητέρα την Ανθούσα, οι οποίοι και οι δύο ήταν ευσεβείς και πιστοί στον Χριστό. Από την αρχή του βίου του απέκτησε μεγάλο έρωτα για τα γράμματα. Με τη σπουδή του λοιπόν σ’ αυτά και με την οξύτητα της φύσεώς του, ασχολήθηκε με όλη την ελληνική παιδεία, φοιτώντας πρώτα κοντά στον Λιβάνιο και τον Ανδραγάθιο, τους δασκάλους του  στην Αντιόχεια, και έπειτα και στους Αθηναίους δασκάλους. Αφού μελέτησε καλά τις Γραφές των Ελλήνων και των Χριστιανών κι έφτασε στο ακρότατο όριο των γνώσεών τους, κι αφού κόσμησε τον βίο του με την αγνότητα και την πνευματική καθαρότητα, εισήλθε στο κληρικό σχήμα  από τον άγιο Μελέτιο Αντιοχείας, διάκονος όμως και πρεσβύτερος χειροτονήθηκε από τον Φλαβιανό. Συνέταξε πολλούς λόγους, που δεν μπορούν να αριθμηθούν, και για τη μετάνοια και για την περί τα ήθη κατάσταση, όπως και ερμήνευσε όλη τη θεόπνευστη Γραφή. Όταν μάλιστα ο Νεκτάριος ο Πρόεδρος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως απέθανε, μεταπέμφθηκε, με την ψήφο των Επισκόπων και την εντολή του βασιλιά Αρκαδίου, από την Αντιόχεια και καταστάθηκε Αρχιερέας της Βασιλίδος πόλεως, αφού δέχτηκε κανονικά την χειροτονία. Από τότε αύξησε ακόμη περισσότερο τη σπουδή του στις ερμηνείες της Γραφής και τη διδασκαλία του, με την οποία οδήγησε σε θεογνωσία και μετάνοια πολλούς. Ήταν τόσο ασκητικός και εγκρατής, ώστε μόλις και έτρωγε λίγο χυλό από κριθάρι, όπως και κοιμόταν ελάχιστα. Ο ελάχιστος ύπνος του γινόταν όχι σε κρεβάτι, αλλά σε όρθια στάση, καθώς βασταζόταν από κάποια σχοινιά, κι όταν τα γόνατά του λύγιζαν, καθόταν για λίγο.  Ως προς την ασχολία του με τη φιλανθρωπία προς τους αναγκεμένους ανθρώπους και όλους τους άλλους, έγινε παράδειγμα σ’ αυτό. Γι’  αυτό και στους λόγους του δίδασκε να είμαστε φιλάνθρωποι και να απέχουμε από την πλεονεξία. Για όλα αυτά, συγκρούστηκε πρώτα με τη βασίλισσα Ευδοξία και έγινε μισητός. Διότι η βασίλισσα άρπαξε το αμπέλι κάποιας χήρας, και η χήρα φώναζε απελπισμένα ζητώντας το δικό της. Ο άγιος λοιπόν συμβούλευε την Ευδοξία να μην κατέχει το ξένο. Κι επειδή η βασίλισσα δεν πειθόταν, την έλεγχε αυστηρά και την στηλίτευε, σύμφωνα με το παράδειγμα της ειδωλολάτρισσας βασίλισσας του Ισραήλ Ιεζάβελ. Αυτή τότε έγινε σαν θηρίο, και κρατώντας σθεναρά το αμπέλι, τον εξορίζει από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, την πρώτη φορά με δική της διαταγή, την δε δεύτερη με την ψήφο Επισκόπων, οι οποίοι ζούσαν μάλλον με τις διασυνδέσεις των ισχυρών, παρά με την ορθόδοξη πίστη.  Στη συνέχεια πάλι αποκαταστάθηκε στον θρόνο του. Τέλος ο άγιος αφού για τελευταία φορά εξορίστηκε στην Κουκουσό της Αρμενίας και πέρασε πολλές θλίψεις, παρέθεσε την τίμια ψυχή του στον Κύριο. Όπως δε η κατ’  αυτόν ιστορία δηλώνει, μετά την κάθοδό του από τον θρόνο και την εξορία, αυτοί που συνήργησαν στην εξορία του, έπεσαν σε φοβερές και διάφορες αρρώστιες, ώστε να χάσουν τη ζωή τους, με πρώτη την Ευδοξία, διότι αυτή πρώτη ανόμησε κι έγινε πρόξενος απωλείας και των επισκόπων. Λένε δε ότι μετά το τέλος της Ευδοξίας, προκειμένου να ελεγχθεί η αδικία προς τον άγιο Χρυσόστομο, η λάρνακα στην οποία κατατέθηκε, κινιόταν για τριάντα δύο χρόνια. Κι όταν έγινε η ανακομιδή του τιμίου λειψάνου του αγίου και αποτέθηκε εκεί που είναι τώρα, σταμάτησε ο κλονισμός και η κίνηση».

Αν το χρυσάφι είναι από τα πιο πολύτιμα μέταλλα που δεν χάνει ποτέ την αξία του, τότε αντιστοίχως ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, κατά τον υμνογράφο του, θεωρείται ίσως ο πολυτιμότερος όλων των ανθρώπων, διότι ρέει χρυσάφι και από την ψυχή και από το σώμα του. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και χρυσώνει τα πάντα με τα λόγια του, σαν τον παλαιό εκείνον  Μίδα, που ό,τι έπιανε γινόταν χρυσός. «Χρυσόρρυτον έχων την τε ψυχήν και το σώμα πανόλβιε∙ και πάντα διαχρυσώσας τοις λόγοις σου». Εννοείται βεβαίως ότι το χρυσάφι αυτό, για το οποίο κάνει λόγο ο υμνογράφος, θεωρείται από πλευράς πνευματικής, προκειμένου να τονίσει το πνευματικό ύψος του αγίου και τη δύναμη των λόγων του, ενώ του δίνει την ευκαιρία να εκφραστεί με τέτοιο ποιητικό τρόπο η ίδια η προσωνυμία του αγίου: Χρυσόστομος. Τι συγκεκριμένα θέλει να τονίσει ο εκκλησιαστικός ποιητής; Ευρισκόμενος καταρχάς σε αδυναμία να υμνήσει πρεπόντως τον άγιο Ιωάννη κατανοεί ότι πρόκειται περί ανθρώπου, ο οποίος πέραν της αγιωτάτης ζωής του εξέφραζε με απόλυτη σαφήνεια τον λόγο του Θεού και τα δόγματα της Εκκλησίας: «Χαίροις (Ιωάννη)…θεολογίας υψηλής η ακρίβεια∙ η σαφήνεια των Γραφών των του Πνεύματος». Κι αυτό διότι «κατέμαθε την σοφίαν εξ ύψους και την χάριν των λόγων παρά Θεού», που σημαίνει ζούσε ως «σκεύος Θεού», «ζώντας πάντοτε μέσα στο φως Εκείνου».

Δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για τον άγιο Ιωάννη, χωρίς όχι απλώς να σημειώσει, αλλά να κραυγάσει το πάθος και την αγάπη που είχε για τις άγιες Γραφές της Εκκλησίας μας. Ήταν εκείνος ο άγιος, που κυριολεκτικά νυχθημερόν ανέπνεε με τον λόγο του Θεού, τον οποίο ερμήνευσε καθ’  ολοκληρίαν και κατά μοναδικό πράγματι τρόπο, ώστε να μπορεί να χαρακτηρίζεται και ως «ο ερμηνευτής» της Εκκλησίας, ως «ο λειμών των λόγων των θεοπνεύστων Γραφών», του οποίου «οι σιαγόνες είναι γεμάτες, σαν φιάλες ενθέων αρωμάτων». Κατεξοχήν αγάπησε τον άγιο απόστολο Παύλο, στου οποίου τις επιστολές εμβάθυνε τόσο, ώστε θεωρείται ότι ο ίδιος ο απόστολος τον καθοδηγούσε στην ερμηνεία τους, κάτι που καταφαίνεται και από την ωραιότατη εικόνα του, που τον απεικονίζει γράφοντα, ενώ έχει δίπλα από το αυτί του τον άγιο Παύλο να του υπαγορεύει τις ορθές σημασίες των λόγων του. Κι όμως!  Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του κανόνα του αγίου Χρυσοστόμου,  δεν επικεντρώνει σ’ αυτό. Υμνολογεί τον έρωτα του αγίου προς τις άγιες Γραφές, δεν αναφέρεται όμως στην ιδιαίτερη σχέση του με τον απόστολο Παύλο, πλην ενός στίχου του, που παραπέμπει στον μεγάλο απόστολο: «Νουν συ Χριστού πεπλουτηκώς» καταγράφει. Ο άγιος Χρυσόστομος απέκτησε πλούσια τον νου του Χριστού, όπως ο απόστολος Παύλος ομολογεί ότι και εκείνος έχει «νουν Χριστού».

Πλήρης αγίου Πνεύματος ο άγιος Χρυσόστομος, με την αδιάκοπη σπουδή του στις άγιες Γραφές, σπουδή που συνδυαζόταν με την πράξη της εφαρμογής – είναι αυτός που τονίζει ότι δεν πρέπει να προχωράμε στην ανάγνωση των λόγων των Γραφών, χωρίς να θέτουμε κάθε φορά το ερώτημα αν τους έχουμε τηρήσει – έγινε ο θερμότερος κήρυκας της αγάπης του Θεού, που καλεί τον άνθρωπο σε μετάνοια. Δεν είναι δυνατόν άνθρωπος που μελετά την Γραφή, με ορθό όμως τρόπο, δηλαδή μέσα στο φως της εκκλησιαστικής παράδοσης και έμπρακτα, να μη κηρύσσει αυτό που διαλαλεί η Γραφή: την αγάπη του Θεού, σαρκωμένη και σταυρωμένη στο πρόσωπο του Χριστού, την οποία αποδεχόμενος ο άνθρωπος αλλάζει τρόπο ζωής.  Ο άγιος Χρυσόστομος, σε σημείο μάλιστα υπερβολής, παρουσιάζεται ακριβώς ως «της μετανοίας κήρυξ ο ένθεος» και των «αμαρτωλών εγγυητής».  «Συ κήρυξες την ευσπλαχνία του Θεού, εκθέτοντας τους τρόπους της μετάνοιας». Κι αλλού: «Φάνηκες να εγγυάσαι τη σωτηρία σ’ αυτούς που μετανοούν θερμά, γιατί  είσαι μυημένος στην άβυσσο της χρηστότητας και της ευσπλαχνίας του Θεού».

Κι είναι τούτο κάτι που πρέπει να εξαγγέλλεται συχνά πυκνά: η μετάνοια που κηρύσσει η Εκκλησία μας, η μετάνοια που κηρύσσει συνεπώς και ο άγιος Χρυσόστομος, δεν θεωρείται το αποτέλεσμα ενός φόβου και μιας απειλής μπροστά σε ένα Θεό «μπαμπούλα». Μία τέτοια κατανόηση της μετανοίας έχουμε ίσως στην Παλαιά Διαθήκη. Εκεί οι προφήτες καλούν σε μετάνοια, ενόψει μιας επερχόμενης καταστροφής. Μετά τον ερχομό του Κυρίου, η μετάνοια έρχεται ως το αποτέλεσμα της συναίσθησης ότι ο Θεός μάς αγαπά και ότι μακριά Του η ζωή είναι κυριολεκτικά κόλαση και καταστροφή. Όπως το βλέπουμε και στην παραβολή του ασώτου. Αυτό ακριβώς διακηρύσσει και ο άγιος Ιωάννης. Ας επιμείνουμε ακόμη, με την καταγραφή του αγίου υμνογράφου: «Χαίρε άγιε, σύ που είσαι η γλώσσα που υποδεικνύεις σε εμάς τους ποικίλους τρόπους της μετανοίας φιλανθρώπως». Όχι ένας, αλλά πολλοί οι τρόποι της μετάνοιας, όχι με απειλή, αλλά με την αγάπη ο άνθρωπος οδηγείται σε αυτήν.

Τον άγιο Χρυσόστομο δεν μπορούμε να τον παραβλέψουμε. Δεν μπορούμε να περιφρονήσουμε τα λόγια του, γιατί τα υπομνημάτισε με την αγία ζωή του. Ό,τι έλεγε, το έπραττε. Δοκιμάστηκε ο ίδιος σαν το χρυσάφι στο καμίνι με τους πειρασμούς που υπέστη, όταν μάλιστα είχε να αντιμετωπίσει και την έχθρα των «συναδέλφων» του επισκόπων και της παραφροσύνη της βασίλισσας. Και  βγήκε νικητής. Και πρεσβεύει στον Θεό για εμάς, τον Θεό για τον Οποίο αγωνίστηκε ζέων τω πνεύματι. Το δοξαστικό των καθισμάτων του όρθρου, μετά τον πολυέλεο, είναι αριστουργηματικό: «Ούτε η έχθρα της συνόδου (των επισκόπων) που ήταν έξω από τον νόμο του Θεού ούτε το μίσος της βασίλισσας που ήταν παράφρων έσβησαν τις αρετές σου, Πάτερ. Αλλά αφού δοκιμάστηκες σαν χρυσάφι στη φωτιά των πειρασμών, παρακαλείς αδιάκοπα την αγία Τριάδα, για την οποία αγωνίστηκες γεμάτος με θερμότητα πνεύματος».

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)

«Ο άγιος Ιωάννης ήταν Κύπριος, υιός του Επιφανίου, του άρχοντα της χώρας. Νυμφεύθηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα του, και απέκτησε και παιδιά. Όταν η γυναίκα του και τα παιδιά του έφυγαν από τη ζωή αυτή, όλη την έφεση της ψυχής του την έστρεψε στην επίδοση της αρετής και στο να αρέσει στον Θεό. Λόγω ακριβώς της λαμπρής κατά Θεόν ζωής του, καταστάθηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αλεξάνδρειας, αφού ζήτησε αυτόν ως αρχιεπίσκοπο ο λαός των Αλεξανδρέων από τον βασιλιά Ηράκλειο. Ο Ιωάννης λοιπόν, αφού τέθηκε επί την λυχνίαν, κατά τον ευαγγελικό λόγο, έλαμψε στην οικουμένη σαν πυρσός. Ήταν μάλιστα αυτός πρώτος που εμπόδισε την προσθήκη στον τρισάγιο ύμνο, όταν αιρετικοί με πονηρή γνώμη πρόσθεσαν στο Άγιος αθάνατος, το «ο σταυρωθείς δι’  ημάς». Ο άγιος διέπρεψε στην αρχιερωσύνη για πολλά έτη, κι αφού έκανε πάμπολλα θαύματα και πρόσφερε πλουσιοπάροχα τα αναγκαία σε όσους είχαν ανάγκη, γεγονός που του έδωσε και την προσωνυμία Ελεήμων, κι αφού έγινε αξιοσέβαστος σε όλους, ακόμη και στους απίστους, όπως μαρτυρούν  η ιστορία και  τα βιβλία γι’  αυτόν, εξεδήμησε προς Κύριον».

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος δεν φείδεται πράγματι επαίνων, προκειμένου να παρουσιάσει τη λαμπρά παρουσία και στην στρατευόμενη και στην θριαμβεύουσα Εκκλησία  του αγίου Ιωάννου του ελεήμονος. Τον θεωρεί ως λάμποντα και «υπέρ τον ήλιον» ακόμη, τον οποίο «ο δοτήρ του ελέους μεγάλως ηλέησε και φαιδρώς κατελάμπρυνεν». Προκειμένου μάλιστα ο ποιητής, ως στόμα της Εκκλησίας, να δώσει το στίγμα του αγίου στον τόπο που αναδείχθηκε, την Αλεξάνδρεια, τον σχετίζει καταρχάς με τον άγιο απόστολο Μάρκο, τον ιδρυτή της συγκεκριμένης Εκκλησίας, του οποίου, λέγει, κόσμησε με ιερό τρόπο τον θρόνο. «Τον του Μάρκου θρόνον ιερώς εκόσμησας, έργοις ενθέοις». Αλλά κι ακόμη: τον βλέπει να τον «συλλαμβάνουν» οι δύο άλλοι μεγάλοι φωστήρες της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, οι οικουμενικοί Πατέρες και Διδάσκαλοι, άγιοι Αθανάσιος και Κύριλλος, να τον έχουν, μετά το τέλος του, ανάμεσά τους και να του απονέμουν «ιερωτάτην τιμήν». «Ιδού σε μετά τέλος, μέσον συλλαμβάνει, δυάς Αγίων Πατέρων, εν μνήματι, ιερωτάτην τιμήν σοι, Πάτερ, προσνέμουσα».

Εκείνο βεβαίως στο οποίο μένει ο υμνογράφος και δεν μπορεί να μην αποδώσει το δίκαιο, είναι η ελεήμων διάθεση και πράξη του αγίου Ιωάννη. Δεν είναι, κατ’  αυτόν, ότι υπήρξε άνθρωπος συμπαθείας και ελεημοσύνης ο Ιωάννης. Όλοι οι άγιοι υπήρξαν τέτοιοι άνθρωποι, ιδιαιτέρως μάλιστα εκείνοι, σαν τους αγίους Αναργύρους για παράδειγμα, που έλαμψαν με τη συμπάθειά τους. Ποιος άγιος, πράγματι, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άγιος, χωρίς την αγάπη, την μόνη αρετή που  φανερώνει αληθινά την παρουσία του Θεού; Κι όμως! Για τον άγιο Ιωσήφ, ο Ιωάννης υπερέβαλε όλους τους αγίους ως προς τη συγκεκριμένη διάθεση αγάπης. Και το τονίζει όχι μόνο μία φορά. «Ανέλαβες ελεήμονα γνώμη και φάνηκε ευσυμπάθητος, Ιωάννη. Γι’  αυτό και πλούτησες την ονομασία σου (του ελεήμονα), συνδυασμένη με την πράξη, παραπάνω από όλους τους αγίους, μακάριε». «Ονομάστηκες ελεήμων παραπάνω από όλους τους αγίους, που έλαμψαν ως άγιοι με τη συμπάθειά τους στους ανθρώπους».

Τι ήταν εκείνο που έκανε τον άγιο Ιωάννη να διαπρέψει τόσο πολύ στην αγάπη και την ελεημοσύνη; Ασφαλώς η ενσυνείδητη αποδοχή των λόγων του Κυρίου περί της αγάπης, και μάλιστα του μακαρισμού περί της ελεημοσύνης: «μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται». «Με τα έργα βεβαίωσες τους λόγους του Σωτήρα Χριστού και εντάχθηκες στον χορό των μακαριζομένων από Αυτόν». Κι αυτό σημαίνει ότι ο άγιος Ιωάννης έγινε μιμητής του Πρώτου και κατεξοχήν Ελεήμονος, του ίδιου του Τριαδικού Θεού, της πηγής του Ελέους και της Αγάπης -  «τον μιμητήν φανέντα του φιλοικτίρμονος Θεού» -  με άλλα λόγια ο άγιος κατανοείται στον κόσμο ως συνέχεια Εκείνου, ως «καθαρόν καταγώγιον της Αγίας Τριάδος».

Ο άγιος ποιητής όμως, με τη διάκριση και τον φωτισμό που έχει, επισημαίνει επ’  αυτού και κάτι ακόμη. Όχι μόνον ήταν η πίστη του αγίου Ιωάννη που τον έκανε να αγωνίζεται για την αγάπη, αλλά και ο ίδιος ο χαρακτήρας του. Ο άγιος προφανώς ήταν εκ φύσεως ελεήμων και συμπαθής προς τους άλλους, γι’  αυτό και ο Κύριος ενίσχυσε και πολλαπλασίασε την καλή αυτή διάθεσή του, ώστε να φτάσει χαρισματικά πια στο απώγειό της. Μία αλήθεια που λέει: ο Θεός ό,τι καλό βλέπει σε εμάς εκ φύσεως, εκ χαρακτήρος, το παίρνει και το αυξάνει. Αρκεί να θέλει ο άνθρωπος να συνεργαστεί με τη χάρη Του. Ας δούμε πώς επισημαίνει την αλήθεια αυτή ο υμνογράφος: «Ο Θεός, ο δοτήρας του ελέους, αφού χαρίτωσε την από πριν ελεήμονα διάνοιά σου, ελέησε πολλούς με τη θεία μεσιτεία σου». Ότι βεβαίως έπρεπε  ο άγιος, πέραν της αγαθής διάθεσής του, να αγωνιστεί και παλέψει – με τις δεήσεις, τη νηστεία, τις αγρυπνίες του -  και με τα δικά του πάθη, ώστε να εξαλείψει, μάλλον να μεταστρέψει αυτά και να τα κάνει ένθεα πάθη, δηλαδή πλησμονή αγάπης, είναι περιττό και να αναφέρουμε. «Δεήσεσι και νηστεία σχολάζων, και αγρύπνως τον Θεόν ικετεύων…».

11 Νοεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΟΥ)

 

«Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς· πορεύου και συ ποίει ομοίως» (Λουκ.10, 37)

Μία από τις γνωστότερες παραβολές του Κυρίου, που διασώζεται μόνον από τον ευαγγελιστή Λουκά, περιέχει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, την παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Αφορμή για να την πει ο Κύριος έδωσε ένας νομοδιδάσκαλος, ένας δηλαδή Ιουδαίος θεολόγος, ο οποίος θέλοντας να Τον φέρει σε δύσκολη θέση – «εκπειράζων αυτόν» - Του έθεσε αφενός το θέμα πώς κερδίζεται η αιώνιος ζωή, αφετέρου το θέμα ποιος είναι ο πλησίον του ανθρώπου, όταν αποκαλύφθηκε ότι ερώτησε κάτι που του ήταν ήδη γνωστό. Ο Κύριος δεν δυσανασχετεί και δεν παρεξηγείται  με την «πονηριά» του θεολόγου. Του απαντά με τρόπο κανονικό και σοβαρό, οδηγώντας τον όμως στο σημείο συμφωνίας του με ό,τι ο Ίδιος έλεγε. Η τελική προτροπή Του μάλιστα προς αυτόν δεν του αφήνει κανένα περιθώριο αντίδρασης. «Πορεύου και συ ποίει ομοίως».

1. Ο Κύριος καταρχάς καλεί σε κινητοποίηση τον νομοδιδάσκαλο, συνεπώς και κάθε άνθρωπο, προκειμένου να πορεύεται στη ζωή του κατά το πρότυπο του καλού Σαμαρείτη. Η προτροπή Του δηλαδή δεν αφήνει υποψία εφησυχασμού του ανθρώπου, αδράνειας ή περιδίνησης μέσα στα δικά του πάθη. Ο εφησυχασμός και  η αδράνεια δεν σχετίζονται με αυτό που συνιστά θέλημα του Θεού, διότι φανερώνουν καταστάσεις που αλλοιώνουν τη φυσιολογία του ανθρώπου, την κατ’  εικόνα Θεού δηλαδή δημιουργία του. Ο άνθρωπος είναι κίνηση, ενέργεια, πορεία προς τα εμπρός, δημιουργία. Αν υπάρχουν τόσοι συνάνθρωποί μας που δυστυχώς ταλαιπωρούνται από ψυχολογικά κυρίως προβλήματα, είναι γιατί έπεσαν στην παγίδα της στασιμότητάς τους και της ανακύκλωσης των ίδιων πάντοτε παθών τους, κυρίως δε των λογισμών τους. Σαν να λειτουργούν, με άλλα λόγια, μ’ έναν τρόπο «αυτιστικό», περιφερόμενοι αδιάκοπα γύρω από το κέντρο του εαυτού τους. Ο Κύριος λοιπόν στο πρόσωπο του νομοδιδασκάλου καλεί όλους τους ανθρώπους σε πορεία προς τα εμπρός, χωρίς να στρέφονται προς τα οπίσω.

2. Η πορεία αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη και άσκοπη. Δεν καταξιώνεται ο άνθρωπος απλώς με το να πορεύεται, αλλά να πορεύεται σωστά. Και το σωστά σημαίνει: κατά το πρότυπο που προβάλλει η παραβολή ως δικαιωμένο από τον Θεό τρόπο ζωής, δηλαδή του καλού Σαμαρείτη. «Πορεύου και συ ποίει ομοίως». Ομοίως όχι με τον τρόπο  του ιερέα ή του λευίτη, των ιερωμένων του Ιουδαϊσμού, διότι ο τρόπος αυτός καταδικάστηκε και από τον ίδιο τον νομοδιδάσκαλο: είναι ο τρόπος του εγωισμού, της προτεραιότητας των προσωπικών συμφερόντων έναντι των πραγματικών αναγκών του συνανθρώπου, της προτεραιότητας ακόμη και μιας θρησκευτικής αποστολής έναντι του άλλου – δεν αρνείται κανείς ότι μπορεί οι συγκεκριμένοι ιερωμένοι να βρίσκονταν και σε μια τέτοια αποστολή. Το ομοίως λοιπόν είναι με τον τρόπο ζωής του Σαμαρείτη. Αυτός είναι που επαινείται  και θεωρείται ότι βρήκε την οδό της αιώνιας ζωής. Και ποιο είναι το γνώρισμα της οδού αυτής; Όπως αναγκάζεται να το ομολογήσει και ο νομοδιδάσκαλος: «ο ποιήσας το έλεος μετ’  αυτού». Σωστός δηλαδή τρόπος που δικαιώνεται από τον Θεό είναι η αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Όπως τίθεται στην παραβολή, η αγάπη αυτή συνιστά μονόδρομο: έξω από την αγάπη ο άνθρωπος χάνεται σε δρόμους που τον απομακρύνουν από τη σχέση του με τον Θεό. Κι αυτό θα πει: για να βρω τον Θεό: «την αιώνιον ζωήν», πρέπει να βρω τον συνάνθρωπό μου: να ποιώ «έλεος μετ’  αυτού».

3. Ο προσδιορισμός της αγάπης προς τον συνάνθρωπο, ως της απόλυτης καθοριστικής προϋπόθεσης για την αιώνια ζωή, απαιτεί, κατά την παραβολή, τρεις διευκρινίσεις:

(1) ο άλλος, ο πλησίον, δεν είναι ο άνθρωπος που ανήκει σε μία συγκεκριμένη ομάδα, κατά τον καταδικασμένο τύπο της Ιουδαϊκής εκδοχής: των Φαρισαίων για παράδειγμα που θεωρούσαν πλησίον μόνον τους γνώστες του ιουδαϊκού νόμου, άρα έθεταν εκτός της έννοιας αυτής τους φτωχούς και αγραμμάτους, ή των Εσσαίων, που θεωρούσαν πλησίον μόνον τους ανήκοντες στην κοινότητά τους, ή ακόμη και των απλών Ιουδαίων, που απέρριπταν την έννοια του πλησίον για τους μη Ιουδαίους. Πλησίον, κατά το πρότυπο του Σαμαρείτη, είναι ο κάθε συνάνθρωπος, ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας ή κοινωνικής τάξεως, διότι ο ίδιος ο άνθρωπος που αγαπά γίνεται πλησίον του άλλου. Απόδειξη τούτου είναι το γεγονός ότι ο Κύριος αντιστρέφει το ερώτημα του νομοδιδασκάλου: από την παθητική διατύπωσή του -  «τις εστί μου πλησίον;» - το θέτει με ενεργητική διάθεση – «γεγονέναι πλησίον». Εγώ να γίνομαι πλησίον του άλλου.

(2) Η αγάπη έτσι προς τον οποιονδήποτε συνάνθρωπο έχει το γνώρισμα της θυσίας. Μπροστά στην ανάγκη του άλλου, το θέλημα του Θεού απαιτεί προσωπική στάση, απώλεια ίσως του χρόνου μας, της άνεσής μας και των δικών μας αναγκαίων μέσων, προσφορά των χρημάτων μας, έγνοια διαρκή. Ό,τι δηλαδή επέδειξε ο Σαμαρείτης. Πρόκειται για την αληθινή αγάπη, για την οποία μίλησε ο Κύριος και με λόγο σαφή, εκτός των παραβολών: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλλήλους. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού». Είναι η αγάπη που έζησε ο Ίδιος και που Τον ανέβασε στον Σταυρό, γεγονός που τονίζεται και από την αλληγορική ερμηνεία της παραβολής, σύμφωνα με την οποία ο Σαμαρείτης είναι ο ίδιος ο Χριστός.

 (3) Αυτονοήτως, η αγάπη, με τα παραπάνω δεδομένα, δεν είναι θεωρία και λόγια, αλλά πράξη. «Ο ποιήσας το έλεος μετ’  αυτού» λέει. Και: «πορεύου και συ  π ο  ί ε ι  ομοίως». Όσο κανείς μένει σε λόγια, ακόμη και σε μία πραγματική καλή διάθεση, δεν έχει αγγίξει την αγάπη που δικαιώνει. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού, αλλ’  ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς».

4.  Η αγάπη όμως προς τον συνάνθρωπο που δικαιώνει αυτόν που την ασκεί, είναι, σύμφωνα με το ευαγγελικό ανάγνωσμα, άμεσα συνδεδεμένη και με την αγάπη προς τον Θεό. Ο Κύριος χαρακτήρισε ορθή την απάντηση του νομοδιδασκάλου, όταν ανέφερε την πεμπτουσία του λόγου του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της ισχύος σου και  εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Δηλαδή, η αγάπη έχει διπλή διάσταση: προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο. Και ο Ίδιος έτσι τοποθέτησε τα πράγματα: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε», είπε. Κι επειδή η κύρια εντολή Του είναι το «αγαπάτε αλλήλους», άρα αγαπάμε τον Χριστό, εάν αγαπάμε και τους άλλους, όπως και αγαπάμε τους άλλους, εάν αγαπάμε τον Χριστό. Μονομερής ακολουθία της αγάπης, επιλογή της μιας από την άλλη, σημαίνει διαστροφή και των δύο. Είναι τόσο καίριας σημασίας τούτο, ώστε ο ίδιος ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος σημειώνει ότι «όποιος ισχυρίζεται ότι αγαπά τον Θεό και μισεί τον συνάνθρωπό του, είναι ψεύτης». Όπως και το αντίστροφο: «αγαπάμε τον συνάνθρωπο, όταν αγαπάμε τον Θεό και τηρούμε τις εντολές Του».

Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη απαιτεί προς αποδοχή της γενναιότητα ψυχής και απόφαση υπακοής μέχρι θανάτου. Μελετώντας την βεβαιώνουμε δυστυχώς την πνευματική μας γύμνια. Διότι συνήθως τι διαπιστώνουμε στη ζωή των περισσοτέρων μας; Την ακολουθία ενός εύκολου και βολεμένου χριστιανισμού, που έχει ως πρότυπο μάλλον τον τρόπο ζωής του ιερέα και του λευίτη παρά του Σαμαρείτη. Ο Κύριος δεν θέλει κάτι από τη ζωή μας. Θέλει ολόκληρη τη ζωή μας. Μας έδωσε και μας δίνει τη δική Του, κυρίως μέσω του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, κομματιάζεται από αγάπη για εμάς, και ζητεί αντίστοιχο τρόπο ζωής. Η συμπεριφορά Του, όπως καταφαίνεται με κρυστάλλινο τρόπο στη συμπεριφορά του Σαμαρείτη, δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. Πόσοι άραγε αντέχουμε να είμαστε αληθινοί χριστιανοί; Πόσοι, τουλάχιστον,  όταν βλέπουμε τη μικρότητά μας, στρεφόμαστε μέσα μας και κλαίμε για την κατάντια μας; Πώς χωρίς έλεος προς τους άλλους μπορούμε έστω και να ζητάμε το έλεος του Θεού για εμάς;

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Η΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 10, 25-37)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. Ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; Ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. Ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ ̓ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅτι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; Ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ ̓ αὐτοῦ. Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τόν καιρό ἐκεῖνο, κάποιος νομοδιδάσκαλος παρουσιάστηκε στόν Ἰησοῦ, καί γιά νά τόν φέρει σέ δύσκολη θέση τοῦ εἶπε: «Διδάσκαλε, τί πρέπει νά κάν γιά νά κερδίσω τήν αἰώνια ζωή;» Ὁ Ἰησοῦς τόν ρώτησε: «Ὁ νόμος τί γράφει;» Ἐκεῖνος ἀπάντησε: Ν’ ἀγαπᾶς τόν Κύριο τό Θεό σου μ’ ὅλη τήν καρδιά σου καί μ’ ὅλη τήν ψυχή σου, μ’ ὅλη τή δύναμή σου καί μ’ ὅλο τό νοῦ σου· καί τόν πλησίον σου ὅπως τόν ἑαυτό σου. «Πολύ σωστά ἀπάντησες», τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς· «αὐτό κάνε καί θά ζήσεις». Ἐκεῖνος ὅμως, θέλοντας νά δικαιολογήσει τόν ἑαυτό του, εἶπε στόν Ἰησοῦ: «Καί ποιος εἶναι ὁ πλησίον μου;» Πῆρε τότε ἀφορμή ὁ Ἰησοῦς καί εἶπε: «Κάποιος ἄνθρωπος, κατεβαίνοντας ἀπό τά Ἱεροσόλυμα γιά τήν Ἱεριχῶ, ἔπεσε πάνω σέ ληστές. Αὐτοί τόν ξεγύμνωσαν, τόν τραυμάτισαν καί ἔφυγαν παρατώντας τον μισοπεθαμένο. Ἀπό ’κείνο τό δρόμο ἔτυχε νά κατεβαίνει καί κάποιος ἱερέας, ὁ ὁποῖος τόν εἶδε, ἀλλά τόν προσπέρασε χωρίς νά τοῦ δώσει σημασία. Τό ἴδιο καί κάποιος λευΐτης, πού περνοῦσε ἀπό ’κείνο τό μέρος· παρ’ ὅλο πού τόν εἶδε κι αὐτός, τόν προσπέρασε χωρίς νά τοῦ δώσει σημασία. Κάποιος ὅμως Σαμαρείτης πού ταξίδευε, ἦρθε πρός τό μέρος του, τόν εἶδε καί τόν σπλαχνίστηκε. Πῆγε κοντά του, ἄλειψε τίς πληγές του μέ λάδι καί κρασί καί τίς ἔδεσε καλά. Μάλιστα τόν ἀνέβασε στό δικό του τό ζῶο, τόν ὁδήγησε στό πανδοχεῖο καί φρόντισε γι’ αὐτόν. Τήν ἄλλη μέρα φεύγοντας ἔβγαλε κι ἔδωσε στόν πανδοχέα δύο δηνάρια καί τοῦ εἶπε: “φρόντισέ τον, κι ὅ,τι παραπάνω ξοδέψεις, ἐγώ ὅταν ξαναπεράσω θά σέ πληρώσω”. Ποιός λοιπόν ἀπ’ αὐτούς τούς τρεῖς κατά τή γνώμη σου ἀποδείχτηκε “πλησίον” ἐκείνου ποῦ ἔπεσε στούς ληστές;» Ὁ νομοδιδάσκαλος ἀπάντησε: «Ἐκεῖνος πού τόν σπλαχνίστηκε». Τότε  Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «Πήγαινε, καί νά κάνεις κι ἐσύ τό ἴδιο».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄Κορ. 9, 6-11)

 Ἀδελφοί, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καί θερίσει, καί ὁ σπείρων ἐπ’ εὐλογίαις ἐπ’ εὐλογίαις καί θερίσει. Ἕκαστος καθώς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μή ἐκ λύπης ἤ ἐξ ἀνάγκης∙ ἱλαρόν γάρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Δυνατός δέ ὁ Θεός πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντί πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, καθώς γέγραπται∙ ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν∙ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα. Ὁ δέ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καί ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καί πληθύναι τόν σπόρον ὑμῶν καί αὐξήσαι τά γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν∙ ἐν παντί πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι’ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Αδελφοί, πρέπει να ξέρετε πως όποιος σπέρνει με φειδώ θα έχει λίγη σοδειά∙ κι όποιος σπέρνει απλόχερα η σοδειά του θα είναι άφθονη. Ο καθένας ας δώσει ό,τι του λέει η καρδιά του χωρίς να στενοχωριέται ή να εξαναγκάζεται, γιατί «ο Θεός αγαπάει αυτόν που δίνει με ευχαρίστηση». Ο Θεός έχει τη δύναμη να σας χορηγήσει πλουσιοπάροχα κάθε δωρεά, ώστε να είστε πάντοτε σε όλα τελείως αυτάρκεις, και να δίνετε με το παραπάνω για κάθε καλό σκοπό. Το λέει κι η Γραφή: Σκόρπισε, έδωσε στους φτωχούς, η αγαθοεργία του θα παραμένει αιώνια. Κι αυτός που δίνει στον σποριά τον σπόρο και το ψωμί για να τραφεί, ας δώσει και ας πληθύνει και τον δικό σας σπόρο και ας αυξήσει τους καρπούς της αγαθοεργίας σας. Ο Θεός θα σας κάνει πλούσιους σε όλα, για να μπορείτε να δίνετε γενναιόδωρα. Αυτοί που θα πάρουν από μας τη δική σας εισφορά θα ευχαριστούν τον Θεό.

ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ: Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ

«Όπως η ηλιακή ακτίνα που εισχωρεί από κάποιο μικρό άνοιγμα στο σπίτι, το φωτίζει τόσο, ώστε να διακρίνεται και η πιο λεπτή σκόνη που αιωρείται στον αέρα, έτσι και ο φόβος του Θεού εισερχόμενος στην καρδιά του ανθρώπου, της φανερώνει όλα τα αμαρτήματά της» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κστ΄, γ΄, 29).

Το φως του ήλιου, έστω και μιας ακτίνας του, μας κάνει να βλέπουμε ακόμη και την πιο λεπτή σκόνη που αιωρείται στον αέρα. Χωρίς την ηλιακή ακτίνα, χωρίς φως δηλαδή, δεν βλέπουμε τίποτε: το σκοτάδι δεν αντανακλά τα αντικείμενα όπως και τη βρωμιά του όποιου χώρου. Το ίδιο συμβαίνει και στα πνευματικά. Για να μπορούμε να δούμε  την κατάσταση της καρδιάς μας, τη βρωμιά και τις αμαρτίες μας, θα πρέπει να φωτιστούμε - χρειαζόμαστε έστω και μία αχτίδα φωτός. Κι αυτή είναι ο φόβος του Θεού. Που προϋποθέτει ασφαλώς την αληθινή πίστη σ’ Εκείνον, αφού μας κάνει να Τον λαμβάνουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας στη ζωή μας. Χωρίς τον φόβο αυτόν, χωρίς το φως του Θεού δηλαδή, βρισκόμαστε στο σκοτάδι, συνεπώς δεν γνωρίζουμε τον εαυτό μας, γι’ αυτό και συχνά διαμορφώνουμε εικόνα «μεγαλειότητας» για τον εαυτό μας. Οπότε το ξέρουμε πια: αυτογνωσία, συνεπώς και αληθινή ταπείνωση,  υπάρχει εκεί που υπάρχει έστω και λίγη… γνώση Θεού. Διαφορετικά, κινούμαστε ως τυφλοί.

Πρόκειται για αλήθεια, που όχι μόνο την επισημαίνουμε  στη γύρω μας εξωτερική πραγματικότητα, κατά το παράδειγμα του οσίου, αλλά μας το κραυγάζει διαρκώς και ο ίδιος ο λόγος του Θεού. Γιατί άραγε ο Κύριος επανειλημμένως τόνιζε ότι «Αυτός εστι το φως του κόσμου», και ότι «ο ακολουθών Αυτώ ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής»; Ας θυμηθούμε και τον προφήτη Ησαΐα: στην κλήση του στο προφητικό αξίωμα, ενώπιον πια του Θεού, συνειδητοποιεί την τραγικότητα της ζωής του: το πόσο «τάλας εστι»! Χωρίς το φως του Θεού έτσι το μόνο που υφίσταται είναι το σκοτάδι. Ακόμη και το φως του νοερού οφθαλμού μας μπορεί να έχει κάποιο φως – που και αυτό όμως το έχει ως δωρεά από τον Ίδιο πάλι Δημιουργό μας Χριστό – αλλά χωρίς Εκείνον, χωρίς πίστη δηλαδή, είναι τόσο ισχνό, που τελικώς μπορεί να χαρακτηριστεί άλλου είδους… σκοτάδι! Ας το εφαρμόσουμε στις διάφορες φιλοσοφίες του κόσμου τούτου ή και στις διάφορες θρησκείες, οι οποίες όντως έχουν ψήγματα φωτός, που δεν οδηγούν όμως στη σωτηρία και στη ζωντανή σχέση με τον Θεό.

Λοιπόν, όσο πιστεύουμε βαθιά και αληθινά στον Κύριο, όσο τοποθετούμαστε σωστά απέναντί Του μέσα στο χώρο της αποκάλυψής Του, την Εκκλησία, τόσο και θα διανοίγονται τα νοερά μάτια μας για να βλέπουμε και τις πιο αθέατες πλευρές μας. Ο φόβος Του, ο οποίος δεν εννοείται ως τρόμος αλλά ως δέος μπροστά στην πανταχού παρουσία Του, μας κάνει να τηρούμε τις άγιες εντολές Του, μας καθαρίζει από κάθε βρωμιά της ψυχής μας, μας φωτίζει όλο το ασυνείδητό μας, μας οδηγεί τελικά στην αγάπη απέναντί Του. Οπότε, γινόμαστε «όλο μάτια», κατά την προσφιλή έκφραση των νηπτικών δασκάλων, έχοντας ένοικο πια της ψυχής και του σώματός μας τον ίδιο τον Δημιουργό μας.