«Ο Όσιος Σεραφείμ γεννήθηκε (1759) στο Κουρσκ της
Ρωσίας και ονομάσθηκε Πρόχορος. Σε ηλικία δέκα ετών, ορφανός από
πατέρα, άρχισε να μαθαίνει με ζήλο τα ιερά γράμματα, αλλά αρρώστησε ξαφνικά βαριά.
Τον θεράπευσε θαυματουργικά η Παναγία, η οποία του εμφανίστηκε στον ύπνο του
και του υποσχέθηκε ότι θα τον επισκεφθεί και θα τον θεραπεύσει, κάτι που έγινε
κατά τη διάρκεια μίας λιτανείας, κατά την οποία η εικόνα της Θεοτόκου λόγω
βροχής μεταφέρθηκε στην αυλή του σπιτιού του, οπότε και η μητέρα του τον πέρασε
κάτω από την εικόνα Της. Από την ημέρα εκείνη η υγεία του βελτιώθηκε μέχρι που
αποκαταστάθηκε τελείως.
Νέος πηγαίνει να μονάσει στη μονή του Σάρωφ, όπου μετά
οχτάχρονη δοκιμασία εκάρη μοναχός και στη συνέχεια διάκονος. Ως Διάκονος,
ασκώντας κυρίως την ταπείνωση, παρέμενε όλη την ημέρα στο Μοναστήρι τηρώντας με ακρίβεια
τους μοναχικούς κανόνες. Το βράδυ όμως αποσυρόταν στο δάσος σ’ ένα κελί,
προσευχόμενος μέχρι το πρωί. Το 1793 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ξεκίνησε
μεγαλύτερους πνευματικούς αγώνες. Με την ευλογία του ηγουμένου εγκαταστάθηκε
μέσα στο πυκνό δάσος του Σάρωφ ζώντας επί δεκαπενταετία σε τέλεια απομόνωση, με
αυστηρή νηστεία, αδιάλειπτη προσευχή, μελέτη του Θείου Λόγου και σωματικούς
κόπους. Για χίλιες ημέρες και χίλιες νύκτες μιμήθηκε τους παλιούς στυλίτες της Εκκλησίας, καθώς ανέβηκε σε μία
πέτρα, προσευχόμενος με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό και επαναλαμβάνοντας με συναίσθηση:
«Ὁ Θεὸς ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Επανερχόμενος στη Μονή του Σάρωφ απομονώθηκε για άλλα
δεκαπέντε χρόνια – ασκώντας τα πρώτα πέντε απόλυτη σιωπή. Φωτισμένος από τη
χάρη του Θεού αξιώθηκε θεοπτικών εμπειριών. Μετά τον εγκλεισμό, ώριμος πλέον
στην Πνευματική ζωή και γέροντας στην ηλικία, αφιερώθηκε καθ’ υπόδειξη της
Θεοτόκου στη διακονία του πλησίον. Με την αγία του ζωή και το φωτεινό πρόσωπό
του είχε προσελκύσει γύρω του πλήθος Χριστιανών, που τον αγαπούσαν και πίστευαν
στη θαυματουργική δύναμη των αγίων του προσευχών. Πλούσιοι και φτωχοί, διάσημοι
και άσημοι συνέρρεαν καθημερινά στο κελί του, για να ευλογηθούν και να
καθοδηγηθούν στη ζωή τους. Τους δεχόταν όλους με αγάπη και όταν έβλεπε τα
πρόσωπά τους αναφωνούσε: «Χαρά μου!». Εξομολογούσε πολλούς, θεράπευε ασθενείς,
ενώ σε άλλους έδιδε να ασπασθούν τον σταυρό που είχε κρεμασμένο στο στήθος του
ή την εικόνα που είχε στο τραπέζι του κελιού του. Σε πολλούς πρόσφερε ως
ευλογία αντίδωρο, αγίασμα ή παξιμάδια, άλλους τους σταύρωνε στο μέτωπο με λάδι
από το καντήλι, ενώ μερικούς τους αγκάλιαζε και τους ασπαζόταν λέγοντας: «Χριστὸς
Ἀνέστη!».
Την 1η Ιανουαρίου 1833, ημέρα Κυριακή, ο Όσιος ήλθε για
τελευταία φορά στο Ναό του των Αγίων Ζωσιμά και Σαββατίου. Άναψε κερί σε όλες
τις εικόνες και τις ασπάσθηκε. Μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και μετά το
τέλος της Θείας Λειτουργίας ζήτησε συγχώρεση από όλους τους αδελφούς, τους
ευλόγησε, τους ασπάσθηκε και παρηγορητικά τους είπε: «Σώζεσθε, μὴν ἀκηδιᾶτε, ἀγρυπνεῖτε
καὶ προσεύχεσθε. Στέφανοι μᾶς ἑτοιμάζονται». Ο μοναχός Παύλος πρόσεξε ότι ο
Όσιος εκείνη την ημέρα πήγε τρεις φορές στον τόπο που είχε υποδείξει για τον
ενταφιασμό του. Καθόταν εκεί και κοίταζε αρκετή ώρα στη γη. Το βράδυ τον άκουσε
να ψάλλει στο κελί του Πασχαλινούς ύμνους. Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 2
Ιανουαρίου 1833. Οι μοναχοί τον είδαν με το λευκό ζωστικό, γονατιστό σε στάση
προσευχής μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, ασκεπή, με το χάλκινο σταυρό στο
λαιμό και με τα χέρια στο στήθος σε σχήμα σταυρού. Νόμιζαν ότι τον είχε πάρει ο
ύπνος. Τα ιερά λείψανά του εξαφανίστηκαν κατά την περίοδο της Οκτωβριανής
επαναστάσεως και ξαναβρέθηκαν το 1990, στην Αγία Πετρούπολη. Το 1991 επέστρεψαν
στην μονή Ντιβέγιεβο» (Από
το ιστολόγιο Ορθόδοξος Συναξαριστής).
Ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ είναι από τους πιο αγαπημένους
αγίους όχι μόνο των Ρώσων πιστών αλλά όλων των ορθοδόξων. Το κύριο γνώρισμα της
ζωής του που λειτουργεί ως μαγνήτης των καρδιών των ανθρώπων υπήρξε το ταπεινό
του φρόνημα, το οποίο φανέρωνε την ταυτότητα σχέσεως που είχε καλλιεργήσει προς
τον Κύριο Ιησού Χριστό. Διότι και ο ίδιος ο Κύριος αυτό το φρόνημα είχε, όπως
το εξαγγέλλει ιδίως ο απόστολος Παύλος: «αυτό να φρονείτε κι εσείς, όπως ήταν
το φρόνημα του Ιησού Χριστού, ο Οποίος μολονότι Θεός ταπείνωσε τον εαυτό του,
καθώς έγινε άνθρωπος, έχοντας υπακοή προς τον Πατέρα Του μέχρι θανάτου
σταυρικού». Άλλωστε ο Ίδιος είχε αποκαλύψει: «μάθετε από εμένα ότι είμαι πράος
και ταπεινός στην καρδιά», πού σημαίνει ότι χριστιανός ως μέλος Χριστού χωρίς
ταπείνωση δεν υπάρχει. Κι είναι αυτονόητο βεβαίως ότι η χαρισματική αυτή
ταπείνωση που συντονίζει τον πιστό με τον Χριστό εκφράζεται και αποδεικνύεται
με τη θυσιαστική έναντι του συνανθρώπου αγάπη. Ταπείνωση και αγάπη: το ιερό
ζεύγος που κοσμεί την ύπαρξη του αληθινά πιστού, του αγίου.
Μερικά χαρακτηριστικά, λόγια και περιστατικά, από τη ζωή
του αγίου Σεραφείμ φωτίζουν την όλη βιοτή του και συνιστούν καθοδηγητικά στοιχεία για
όλους τους χριστιανούς κάθε εποχής:
α. Η προσφώνησή του προς όλους: «Χαρά μου!»∙ και η
υπενθύμισή του προς κάποιους άλλους: «Χριστός Ανέστη!».
Τι μας αφήνει να εννοήσουμε με τα λόγια αυτά ο μεγάλος
όσιος; Αφενός το γεγονός ότι στο πρόσωπο των συνανθρώπων του έβλεπε τη χάρη της
εικόνας του Θεού, τον ίδιο τον Χριστό! Ο άγιος Σεραφείμ επιβεβαίωνε έμπρακτα
αυτό που λέει για τον χριστιανό ο απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή «διά πίστεως
περιπατούμεν, ου δι’ είδους» - στον κόσμο τούτο η πίστη ως όραση της παρουσίας
του Θεού είναι εκείνο που μας καθορίζει και όχι απλώς ό,τι μας προσφέρουν οι
σωματικές μας αισθήσεις. Κι αυτό σημαίνει ότι ο αληθινός χριστιανός, σαν τον
άγιο Σεραφείμ, έχει προσανατολισμένο τον νου του «όχι στα βλεπόμενα αλλά στα μη
βλεπόμενα»: στα αιώνια και άφθαρτα, τη χάρη όπως είπαμε του Θεού. Ο ίδιος ο
Κύριος άλλωστε είναι Εκείνος που έχει δώσει ως εντολή τη βαθειά αυτή όραση, από
την οποία θα κριθεί και το αιώνιο μέλλον μας: «ό,τι κάνετε στον συνάνθρωπό σας
το κάνετε σ’ εμένα». Πώς λοιπόν ο όσιος του Θεού να μη θεωρεί «χαρά του» κάθε
άνθρωπο, στον οποίο έβλεπε τον ίδιο τον Χριστό, συνεπώς και το «αντικείμενο»
του έρωτά του; Ο άγιος Σεραφείμ, σαν τους άλλους αγίους, αγαπούσε μέχρι βαθμού
θυσίας κάθε άνθρωπο, πριν ακόμη έλθει σε προσωπική επαφή μαζί του.
Κι αφετέρου: το γεγονός ότι έκρινε πως σε κάποιους έπρεπε
να υπενθυμίσει τον αναστάσιμο χαιρετισμό φανέρωνε ότι ο ίδιος καταρχάς την Ανάσταση του Κυρίου την ζούσε όχι απλώς ως μία εορτή
που προβάλλεται από την Εκκλησία έστω και πανηγυρικά, αλλά ως καθημερινή
εμπειρία του – η Ανάσταση συνιστά βίωμα που αγκαλιάζει ολόκληρη την ύπαρξη του
χριστιανού, με το χαρακτηριστικό γνώρισμα της πηγαίας εσωτερικής χαράς∙ κι
έπειτα, ακριβώς γι’ αυτό, ότι κανείς χριστιανός δεν μπορεί και δεν πρέπει να
αφεθεί στην «κατάποσή» του από τη θλίψη και τον ψυχικό μαρασμό – είναι σαν να
ομολογεί ότι δεν πιστεύει στον Κύριο και την Ανάστασή Του. Προφανώς αρκετοί που
επισκέπτονταν τον άγιο Σεραφείμ ήταν άνθρωποι καταβεβλημένοι από τις δοκιμασίες
και τις οδύνες της ζωής, έχοντας «ξεχάσει» ότι η χριστιανική πίστη αποτελεί
συμμετοχή στο Πάθος του Κυρίου στον βαθμό που ταυτοχρόνως αποτελεί και
συμμετοχή στη χαρά της Αναστάσεώς Του.
β. Η υπενθύμιση του οσίου ότι «σκοπός της χριστιανικής
ζωής είναι η απόκτηση του αγίου Πνεύματος» - αυτό που τόνισε στον διάλογό του
με τον Ρώσο αξιωματικό Μοτοβίλωφ.
Κι εδώ ο όσιος εκφράζει το βάθος της πνευματικής ζωής της
Εκκλησίας. Σκοπό δεν έχουμε οι χριστιανοί να γίνουμε απλώς «καλοί άνθρωποι»,
αλλά να γίνουμε, κατά την υπόσχεση του Θεού μας, «άλλοι Θεοί επί της γης». «Θα
κατοικήσω μέσα τους και θα περπατήσω στην ύπαρξή τους και θα είμαι γι’ αυτούς
Θεός και αυτοί θα είναι για μένα λαός», όπως προαναγγέλλει ήδη ο προφήτης Ησαΐας προσβλέποντας στον ερχομό του Μεσσία. Και πράγματι: ο Κύριος Ιησούς
Χριστός ήλθε για να μας αποκαταστήσει από το τραύμα της αμαρτίας εντάσσοντάς
μας μέσα στο σώμα Του και να μας ξανακάνει «τέκνα Θεού» κατά τον τρόπο της δημιουργίας
μας. Ο χριστιανός τι άλλο μπορεί να έχει ως αυτοσυνειδησία πέρα από το ότι
συνιστά μέλος Χριστού και κλήμα στο αμπέλι Εκείνου; Ντυμένος τον Χριστό διά του
αγίου βαπτίσματος, συνεπώς έχοντας λάβει το άγιον Πνεύμα που προσφέρει την
«ένδυση» αυτή, καλείται να επιβεβαιώνει την ύψιστη αυτή δωρεά διά της
καθημερινής ασκήσεως των αγίων εντολών Του, λοιπόν η τήρηση των εντολών Του
Χριστού ενεργοποιεί την εικόνα Αυτού στη δική του ψυχοσωματική οντότητα.
Χριστιανός: ένα «μίμημα Χριστού όσο μπορεί ο άνθρωπος» (άγιος Ιωάννης της
Κλίμακος). Οπότε, σκοπός κάθε χριστιανού είναι να διακρατεί το άγιο Πνεύμα που
έλαβε και να αγωνίζεται επίμονα και αδιάκοπα να το αυξάνει – ό,τι συνιστά
ζωντανή σχέση με τον Χριστό και Θεό.
γ. Η γνωστή ρήση του αγίου Σεραφείμ: «απόκτησε την ειρήνη
του Θεού μέσα σου και χιλιάδες άνθρωποι θα την εύρουν μαζί μ’ εσένα».
Ο λόγος αυτός του αγίου Σεραφείμ αποτελεί, όπως εύκολα
κατανοεί κανείς, συνεπή συνέχεια της παραπάνω πνευματικής πραγματικότητας της
αυτοσυνειδησίας του χριστιανού. Ως μέλος Χριστού δηλαδή ο χριστιανός, ως
«μίμημα» Εκείνου, δεν μπορεί παρά να ζει την πραότητα και την ειρήνη του
Χριστού, λειτουργώντας έτσι με τον καλύτερο και ανώτερο ιεραποστολικό τρόπο για
τον κόσμο. Ό,τι ο Κύριος απεκάλυψε: «τη δική μου ειρήνη σάς δίδω κι όχι αυτήν
που δίνει ο κόσμος ο πεσμένος στην αμαρτία», το ίδιο ακριβώς λέει και ο όσιός
μας. Διότι «ο Χριστός είναι η ειρήνη μας» κατά τον λόγο και των αγίων
Αποστόλων. Από την άποψη αυτή η ειρήνη που πρόβαλλε και ο άγιος Σεραφείμ είναι
η χαρισματική ειρήνη του Χριστού που εξακτίνωνε την κατάσταση και της δικής του
καρδιάς και λειτουργούσε ως άγιος «μαγνήτης» για όλους τους καλοπροαίρετους
ανθρώπους. Και πρέπει επιπλέον να σημειώσουμε ότι εδώ έχουμε και την ταυτότητα
της κοινής εμπειρίας των αγίων μας. Διότι παρόμοια φράση βρίσκουμε και σε πολλούς άλλους Πατέρες, όπως στον
όσιο Ισαάκ τον Σύρο. Ο μέγας αυτός ασκητικός διδάσκαλος είναι που εξίσου
καταγράφει: «Ειρήνευσε με τον εαυτό σου και θα ειρηνεύσει μαζί σου ο ουρανός
και η γη» - ειρηνεύεις βεβαίως με τον εαυτό σου όταν ειρηνεύεις με τον Θεό∙ και
όλα πλέον είναι μαζί σου ειρηνεμένα!
δ. Η μεγάλη αγάπη του στα παιδιά. Είναι γνωστό ότι όταν
βρισκόταν σε απομόνωση στο δάσος ο άγιος Σεραφείμ ασκώντας απόλυτη σιωπή, ο
κόσμος τον αναζητούσε. Κι αν τύχαινε κάποια φορά να τον βρει, εκείνος έπεφτε
μπρούμυτα στο έδαφος μη βλέποντας και μη απαντώντας σε κανένα. Τι έκαναν τότε
οι πιστοί άνθρωποι; Γνωρίζοντας την αδυναμία του αγίου για τα παιδιά, έβαζαν
εκείνα να τον φωνάζουν και να τον αναζητούν. Κι εκείνος πράγματι, αδυνατούσε να
μην ανταποκριθεί. Γιατί; Διότι τα παιδιά αποτελούν την καθαρότερη στον κόσμο
φανέρωση της Βασιλείας του Θεού – η χάρη του Θεού σ’ αυτά, όσο είναι δυνατόν,
ζει «αντικειμενικά». Οι λόγοι του Κυρίου είναι σαφείς: «Αφήστε τα παιδιά να
έλθουν κοντά μου, γιατί σ’ αυτά ανήκει η Βασιλεία του Θεού». Και: «εάν δεν
γίνετε σαν τα παιδιά δεν πρόκειται να εισέλθετε στη Βασιλεία των Ουρανών». Η
καθαρότητα της ψυχής λοιπόν των παιδιών έλκυε και ελκύει όχι μόνο τον Ουράνιο
κόσμο, αλλά και τους πολίτες του Ουρανού στον κόσμο τούτο, τους αγίους. Σαν τον
άγιο Σεραφείμ που «έβλεπε» με καθαρότητα τη χάρη του Θεού στα πρόσωπα των
παιδιών. Πώς λοιπόν να αντισταθεί στο κάλεσμά τους; Κι αυτό
αποδεικνύει και με άλλον τρόπο τη χάρη που ζούσε στην καθαρή καρδιά και του
ίδιου: ήταν κι αυτός ένα μικρό «παιδί» στην ψυχή, «νήπιος» ως προς την κακία
του κόσμου. Αυτό δεν προτρέπει και ο απόστολος Παύλος; «Ως προς την κακία να
είστε νήπιοι, ως προς το μυαλό όμως να είστε τέλειοι».