05 Ιανουαρίου 2024

ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ ΓΕΝΝΙΟΜΑΣΤΕ!

«Τρεις φορές, θα λέγαμε, γεννιόμαστε. Την πρώτη, όταν βγαίνουμε από τους μητρικούς κόλπους, οπότε από γη ερχόμαστε πάλι σε γη. Με τις άλλες δύο γεννήσεις όμως ανεβαίνουμε από τη γη στον ουρανό. Και απ’ αυτές η μία, που πραγματοποιείται με το άγιο βάπτισμα, συντελείται από τη θεία χάρη. Αυτή την ονομάζουμε, και είναι πραγματικά, «παλιγγενεσία» (δηλαδή αναγέννηση). Η άλλη πάλι συντελείται από τη μετάνοιά μας και τους κόπους της αρετής. Σ’ αυτή βρισκόμαστε τώρα»  (οσία Συγκλητική, από τον Μικρό Ευεργετινό, έκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου).

Με σαφή και συνοπτικό τρόπο η μεγάλη αγία της Εκκλησίας μας Συγκλητική (3ος αι. - εορτή: 5 Ιανουαρίου) μας υπενθυμίζει ότι ναι μεν ερχόμαστε στον κόσμο τούτο από τους κόλπους της μητέρας μας, όμως η προοπτική μας είναι ο κόσμος ο πέραν της γης, ο ουρανός, δηλαδή η Βασιλεία του Θεού. Η αγία λέει με απλότητα ό,τι βλέπει ένας άνθρωπος του Θεού, ένας πιστός στον Χριστό. Και τι βλέπει; Όχι μόνο αυτό που επισημαίνουν οι σωματικές αισθήσεις, αλλά και αυτό που επισημαίνει ο νοερός οφθαλμός που φωτίζεται από το φως της αποκαλύψεως του Κυρίου Ιησού Χριστού: ο άνθρωπος γεννιέται στον κόσμο τούτο με φυσικό τρόπο, αλλά γεννιέται και πνευματικά «δι’ ὕδατος καί Πνεύματος» με το άγιο βάπτισμα της Εκκλησίας, καθιστάμενος μέλος Χριστού και μέλος έτσι της Βασιλείας του Θεού – ο χριστιανός «ντύνεται» κυριολεκτικά τον ίδιο τον Χριστό και λειτουργεί στον κόσμο ως μία δική Του προέκταση, όπως το κλαδί ενός δένδρου. «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (απ. Παύλος). Ποιο μεγαλύτερο δώρο μπορεί να υπάρξει για τον άνθρωπο από τη χάρη αυτή της εντάξεώς του στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, συνεπώς από τη χάρη να μπορεί να ζει μέσα στον Θεό του και Εκείνος μέσα σ’ αυτόν, να στέκεται ενώπιος ενωπίω Θεώ, λατρεύοντάς Τον «ἐν Πνεύματι και ἀληθείᾳ» και  προσδοκώντας την τελείωση της ζωντανής αυτής σχέσεως όταν φύγει από τον κόσμο τούτο και μάλιστα όταν έλθει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου; Τότε η έτσι κι αλλιώς πράγματι εδώ όραση του Θεού εν πίστει, από «θολή και αινιγματική» που είναι λόγω της παχύτητας του σώματος θα γίνει εντελώς καθαρή, «πρόσωπον πρός πρόσωπον» που λέει ο απόστολος Παύλος. «Ἄρτι βλέπομεν δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δέ πρόσωπον πρός πρόσωπον».

Το μεγαλείο όμως του χριστιανού, το οποίο μπορεί να «δει» μόνον αυτός όπως είπαμε που έχει ανοικτές πνευματικές αισθήσεις και εξετάζει και τα μη βλεπόμενα των σωματικών οφθαλμών, βρίσκεται αδιάκοπα στον κόσμο τούτο υπό την απειλή ενός μεγάλου κινδύνου: του κινδύνου της εκπτώσεως στην αμαρτία. Ενώ δηλαδή διά της αναγεννήσεώς του με το βάπτισμα, όπου εν χάριτι έγινε ένας άλλος Χριστός, πήρε τη δύναμη να μην αμαρτάνει όπως σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος, η καθημερινότητα και η αμεσότητα της ζωής αποκαλύπτει το αντίθετο: όχι μία αλλά πολλές φορές αμαρτάνει, ξεσκίζοντας το ένδυμα που ντύθηκε, δηλαδή κάνοντας πέρα τον ίδιο τον Κύριο και διαγράφοντας επί προσωπικού επιπέδου το απολυτρωτικό Του έργο. Ο χριστιανός που αμαρτάνει, και μάλιστα αμαρτάνει εν επιγνώσει και συνειδήσει, αποκαλύπτεται ως ο μεγαλύτερος άφρων και παράφρων, αφού επιλέγει αντί του θρόνου της θεότητος που τον θέτει ο Πατέρας και Δημιουργός του, τα σκουπίδια και τον βόρβορο των παθών του, αναμειγμένα με το δηλητήριο του ανθρωποκτόνου Πονηρού. Λογικά το πράγμα είναι ακατανόητο˙ είναι όμως πραγματικό! Και στο πραγματικό δυστυχώς αυτό μετέχουμε όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, και οι εκτός εννοείται της πίστεως, αλλά πολύ περισσότερο οι εντός, οι χριστιανοί.

Ποια η θεωρούμενη αιτία της «αλογίας» και της παραφροσύνης αυτής; Η αμέλειά μας. Η αμέλεια που συνυπάρχει πάντοτε με την «τυραννίδα» των παθών, τη λήθη. Απορροφώμαστε δυστυχώς τόσο πολύ από τους ρυθμούς της καθημερινότητάς μας και τα γρανάζια των ποικίλων εργασιών μας, ώστε ξεχνάμε το σημαντικότερο που έχει αιώνιο χαρακτήρα: το θέλημα του Θεού και τη διαρκή προκοπή μας προς το πρόσωπο του Θεού μας. Ως χριστιανοί τον Θεό και το θέλημά Του θα έπρεπε να είχαμε προτεραιότητα, όπως μας δίνει την εντολή ο Κύριος: «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ» και όλα τα υπόλοιπα της ζωής σας θα ακολουθήσουν. Δεν το κάνουμε όμως, διότι προφανώς η πίστη μας λόγω της αμέλειάς μας είναι λειψή, γεγονός που οδηγεί τον χριστιανό στην παράδοξη το λιγότερο θεωρούμενη θέση, να μετέχει του Τριαδικού Θεού με ταυτόχρονη αποστροφή του από Εκείνον! Μία ιδιότυπη πράγματι «σχιζοφρένεια»! Αλλά με τον Θεό δεν μπορεί κανείς να… παίζει! «Φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος». Αρχίζουν τα προβλήματα για τον επιμελώς αμαρτάνοντα χριστιανό, οι παραχωρήσεις δηλαδή εκ Θεού εκείνων των δοκιμασιών που καθιστούν τη ζωή του δύσκολη, δοκιμασιών που φτάνουν στο σημείο να παραδίδεται αυτός στα χέρια του μεγαλύτερου εχθρού του, του ίδιου του διαβόλου και των σκληρών οργάνων του.

Η ευλογία θα είναι η επίγνωση της τραγικότητάς του: της απώλειας του Θεού από τη ζωή του˙ και γι’ αυτό η μετάνοιά του. Μόλις ο πιστός συνειδητοποιήσει την πτώση του και με «επαινετή αναίδεια» ελπίσει προς τον Θεό του, τότε και πάλι θα δει αισθητά στην ύπαρξή του το έλεος του Θεού. Θα δει κι αυτός όπως ο άσωτος της παραβολής τον ίδιο τον Κύριο να προστρέχει σ’ εκείνον, να τον αγκαλιάζει και να τον καταφιλεί. Κι ακόμη περισσότερο: να του διαγράφει τις όποιες αμαρτίες του και να τις θεωρεί ως μη…γενόμενες! Οπότε το ένδυμα του Χριστού που στην ασωτία του ο πιστός το χάλασε και ίσως το πέταξε, το ενδύεται και πάλι – δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από τον Κύριο να έχει στην αγκαλιά Του το παιδί Του, και μάλιστα το πλανεμένο και χαμένο παιδί Του. Μας το δήλωσε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο: «αφήνει τα ενενήντα εννέα πρόβατα και ψάχνει το ένα το χαμένο»! Και η κατάσταση αυτή αναδεικνύει το ύψος της μετανοίας. Της μετανοίας που είναι η μόνη που μπορεί να προκαλεί κύματα χαράς σε όλον τον Ουρανό: τον Κύριο, τους αγγέλους, τους αγίους. «Χαρά γίνεται ἐν οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι».

Με μία βεβαίως παρατήρηση, την οποία κάνει η αγία Συγκλητική: η μετάνοιά μας να είναι αληθινή. Και αληθινή είναι όταν συνοδεύεται από τους «κόπους των αρετών». Στη μικρή αυτή φράση της οσίας δίνεται η απάντηση της κρίσεως που παρουσιάζουμε διαχρονικά οι χριστιανοί. Γιατί συχνά «μετανοούμε» αλλά η μετάνοιά μας είναι στα λόγια μας ή ίσως σε μία απλή διάθεσή μας. Αλλά αν η μετάνοια δεν σημάνει την αποφασιστική έως θανάτου αλλαγή της ζωής μας – ας δούμε το πρότυπο της μετανοίας, την αγία Μαρία την Αιγυπτία – δυστυχώς τίποτε δεν κάνουμε. Και μάλλον προσθέτουμε αμαρτία στις ήδη υπάρχουσες αμαρτίες μας. Η αληθινή όμως μετάνοια συνιστά την τρίτη γέννησή μας, από την οποία εξαρτάται και η αιώνια σωτηρία μας. Ο άγιος Ανδρέας ο Κρήτης στον εξαίσιο Μεγάλο Κανόνα του υπομνηματίζει την κατάληξη του λόγου της μεγάλης Συγκλητικής: «Δεῦρο τάλαινα ψυχή, σύν τῇ σαρκί σου, τῷ πάντων Κτίστῃ ἐξομολογοῦ καί ἀπόσχου λοιπόν τῆς πρίν ἀλογίας», εμπρός ταλαίπωρη και άθλια ψυχή μου, μαζί με το σώμα σου, εξομολογήσου στον πάντων Δημιουργό και απομακρύνσου από την προηγούμενη άλογη κατάσταση της αμαρτίας. Η εξομολόγησή μας στον πνευματικό της Εκκλησίας με άλλα λόγια έχει νόημα όταν έχει προηγηθεί η γνήσια μετάνοια και εξομολόγησή μας ενώπιον του Κυρίου, δηλαδή η εξομολόγηση που κάνει η ίδια η ζωή μας, μακριά από τις αμαρτίες μας.    

Ο ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ

 

Μερικές χρήσιμες πληροφορίες

1. ῾Ο ἁγιασμός τῶν Θεοφανείων λέγεται μεγάλος ἁγιασμός γιά νά διακρίνεται ἀπό τόν μικρό ἁγιασμό. ῾Ο μικρός ἁγιασμός τελεῖται κάθε πρώτη τοῦ μηνός στούς ῾Ιερούς Ναούς, ὅπως καί στούς οἴκους τῶν χριστιανῶν, ἀλλά καί ὁποιαδήποτε ἄλλη στιγμή, ὅταν ζητηθεῖ κάτι τέτοιο. ῾Ο μεγάλος ὅμως ἁγιασμός (ὁ ὁποῖος εἶναι γνωστός ἤδη ἀπό τόν 5ο αἰ. μ.Χ. καί ξεκίνησε ὡς ἁγιασμός τῶν ὑδάτων σέ ἀνάμνηση τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου στήν παννυχίδα πού τελεῖτο ἀπό τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς, προκειμένου νά βαπτιστοῦν στή συνέχεια οἱ κατηχούμενοι ὥστε νά μετάσχουν στή θεία Κοινωνία) τελεῖται μόνο δύο φορές τόν χρόνο: τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς. ῾Η δεύτερη φορά τελέσεως τοῦ ἁγιασμοῦ προῆλθε ἀπό λόγους πρακτικούς: ὄχι μόνο οἱ κατηχούμενοι, ἀλλά καί οἱ ἤδη βαπτισμένοι ἔπαιρναν τό ἁγιασμένο ὕδωρ «εἰς ἴασιν ψυχῆς καί σώματος». Καί τις δύο φορές εἶναι εὐνόητο ὅτι τελεῖται ἀκριβῶς ἡ ἴδια ἀκολουθία.

2. ᾽Ο ἁγιασμός εἴτε μεγάλος εἴτε μικρός δέν τίθεται στήν ἴδια θέση μέ τή Θεία Κοινωνία. Εἶναι μεγάλος λάθος αὐτό πού λένε ὁρισμένοι χριστιανοί ὅτι μποροῦν νά ἀντικαταστήσουν τή Θεία Κοινωνία μέ τόν ἁγιασμό (μόνο σ᾽ αὐτούς πού δέν τούς ἐπιτρέπεται ἡ Θεία Κοινωνία γιά διαφόρους πνευματικούς λόγους ὑπάρχει ὡς συγκατάβαση ἀπό τόν πνευματικό ἡ λήψη τοῦ ἁγιασμοῦ). Στή Θεία Κοινωνία πού εἶναι τό κατεξοχήν μυστήριο στό ὁποῖο φανερώνεται ἡ ᾽Εκκλησία, ἔχουμε τόν ἴδιο τόν Κύριο ὑπό τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, γι᾽ αὐτό καί ἡ χάρη πού παρέχει εἶναι δραστική – χωρίς θεία κοινωνία ὁ ἄνθρωπος δέν σώζεται∙ ἐν ἀντιθέσει πρός τόν ἀγιασμό πού ἡ χάρη πού παρέχει εἶναι μέν ἐνισχυτική ἀλλ’ ὄχι ἀπαραίτητη πρός σωτηρία.

3. ῾Ο ἁγιασμός μπορεῖ νά κρατηθεῖ στό σπίτι ὅλον τόν χρόνο ὡς μέσο ἁγιασμοῦ τῶν πιστῶν. Ἀρκεῖ βεβαίως ὁ χριστιανός πού κρατεῖ τόν ἁγιασμό νά προσέχει ὥστε ἡ ζωή του νά εἶναι πράγματι χριστιανική. Σπίτι πού ἀκούγονται βλασφημίες καί ὕβρεις, πού δέν γίνεται προσευχή, πού δέν ὑπάρχει ἐπίγνωση ὅτι ὡς χριστιανοί εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, πού μ᾽ ἕναν λόγο τό σπίτι δέν εἶναι «λειτουργημένο καί λιβανισμένο», εἶναι ἀνάξιο νά ἔχει ὄχι ἁγιασμό ἀλλά οὔτε κἄν εἰκόνα. ῎Αν ὅμως δέν συμβαίνει τό παραπάνω, τότε καί κρατᾶμε τόν ἁγιασμό καί τόν χρησιμοποιοῦμε πρός μετάληψη, μετά ἀπό προσευχή βεβαίως καί μετάνοια, ἰδίως σέ δύσκολες καί κρίσιμες στιγμές τῆς ζωῆς μας.

4. Ἄν δέν ἔλθει ὁ ἱερέας γιά διαφόρους λόγους γιά νά ἁγιάσει τό σπίτι μας - ἰδίως στίς περιόδους μέ τά πολυποίκιλα προβλήματα τῆς πανδημίας – τότε μποροῦν οἱ πιστοί μέ τόν ἁγιασμό πού παίρνουν ἀπό τόν ἱερό Ναό νά ἁγιάσουν τό σπίτι μόνοι τους. Οἱ ἴδιες οἱ εὐχές ἄλλωστε τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ μιλοῦν γι’ αὐτούς πού ἀντλοῦν τό «καθάρσιον ὕδωρ» προκειμένου νά ἁγιαστοῦν καί οἱ ἴδιοι καί τά σπίτια τους.  

5. ῾Υπενθυμίζουμε τέλος ὅτι ὁ σωστός ἑορτασμός τῶν Θεοφανείων βρίσκεται στήν ἀπό νωρίς συμμετοχή μας στίς ἀκολουθίες  καί κυρίως στήν ἑτοιμασία μας νά κοινωνήσουμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. ῞Ολες οἱ ἑορτές ἄλλωστε τῆς ᾽Εκκλησίας μας γι᾽ αὐτό ὑπάρχουν καί γίνονται: νά μᾶς βοηθήσουν νά παίρνουμε μέσα μας τόν Χριστό καί νά ἔτσι νά ζοῦμε τή δική Του ζωή ὡς δική μας. 

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ

 

«Οὐκ ἀπαιτῶ σε, Βαπτιστά, τούς ὅρους ὑπερβῆναι· οὐ λέγω σοι, Εἰπέ μοι, ἅ λέγεις τοῖς ἀνόμοις, καί παραινεῖς ἁμαρτωλοῖς· μόνον βάπτισόν με σιωπῶν, καί προσδοκῶν τά ἀπό τοῦ Βαπτίσματος· ἕξεις γάρ διά τούτων ἀξίωμα, ὅπερ οὐχ ὑπῆρξε τοῖς Ἀγγέλοις· καί γάρ πάντων τῶν Προφητῶν μείζονά σε ποιήσω· ἐκείνων μέν οὐδείς σαφῶς με κατεῖδεν, ἀλλ’ ἐν τύποις καί ἐν σκιαῖς καί ἐνυπνίοις· σύ δέ, ἐπί σοῦ ἱστάμενον κατά γνώμην· σῶσαι γάρ ἥκω, Ἀδάμ τόν πρωτόπλαστον».

(Δέν σοῦ ἀπαιτῶ, Βαπτιστά, νά ξεπεράσεις τά ὅρια. Δέν σοῦ λέω, Πές μου ὅσα λές στούς ἄνομους καί συμβουλεύεις τούς ἁμαρτωλούς. Μόνο βάπτισέ με σιωπηλός καί περιμένοντας τά δῶρα πού προέρχονται ἀπό τό Βάπτισμα. Διότι μέ αὐτά θά ἔχεις ἀξίωμα πού δέν ὑπῆρξε στούς ἀγγέλους· κι ἀκόμη θά σέ κάνω μεγαλύτερο ἀπό ὅλους τούς Προφῆτες: ἀπό ἐκείνους κανείς δέν μέ εἶδε μέ καθαρότητα, ἀλλά μέσα ἀπό τύπους καί σκιές καί ὄνειρα· ἐσύ ὅμως μέ βλέπεις νά στέκομαι μπροστά σου ἐπειδή τό θέλω. Γιατί ἦλθα νά σώσω τόν πρωτόπλαστο Ἀδάμ).

 Στόν οἶκο τοῦ κοντακίου τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων, ὁ ὑμνογράφος προεκτείνει τόν λόγο τοῦ Κυρίου, ὅταν ζητεῖ ἀπό τόν Ἰωάννη νά Τόν βαπτίσει κι ἐκεῖνος δειλιάζοντας ἐκφράζει  τήν ἐπιφύλαξή του: «ἐγώ ἔχω ἀνάγκη νά βαπτιστῶ ἀπό σένα κι ἐσύ ἔρχεσαι σέ μένα;» Ὁ Κύριος κατανοώντας τή δύσκολη θέση τοῦ προφήτη Του καί τή δειλία πού τόν διακατέχει – εἶναι μεγαλειώδη τά τροπάρια πού ἔχουν ἀκριβῶς ὡς περιεχόμενο αὐτήν τή δειλία καί τό δέος τοῦ Προδρόμου – τοῦ ἐξηγεῖ ὅτι ὁ ἐρχομός Του στόν Ἰορδάνη ἔχει διαφορετικό χαρακτήρα ἀπό ὅ,τι τῶν ὑπολοίπων ἁπλῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄλλοι ἔρχονται γιά νά βαπτιστοῦν καί νά ἐξομολογηθοῦν τίς ἁμαρτίες τους· Ἐκεῖνος ἔρχεται γιά νά βαπτιστεῖ, χωρίς ἀνάγκη ὅμως ἐξομολογήσεως, ἀφοῦ ἦταν ὁ μόνος «χωρίς ἁμαρτίας» ὡς ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός. Ποιός τότε ὁ σκοπός τῆς Βαπτίσεώς Του; Ὅπως τό δηλώνει ὁ Κύριος διά στόματος ὑμνογράφου: ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου ὅλου. Μέσα στήν προοπτική αὐτή πού ἦταν καρπός τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ κάποιους ἀνθρώπους ὡς ὄργανά Του, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ Ἰωάννης, ὅπως κατεξοχήν ἦταν καί ἡ Παναγία Μητέρα Του, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Ἀπό τό ὑπουργικό αὐτό διακόνημά του ὁ Ἰωάννης στό σωτήριο ἔργο τοῦ Δημιουργοῦ, στό ὁποῖο βεβαίως ἀνταποκρίθηκε ἐλεύθερα, ἀναδεικνύεται σέ τέτοιο ὕψος πού ὑπερβαίνει καί τούς Ἀγγέλους, ὅπως καί ὅλους τούς προγενέστερους Προφῆτες. Γιατί καταξιώθηκε νά δεῖ αὐτό πού οἱ ἄλλοι Προφῆτες ἁπλῶς ὁραματίστηκαν ἤ καί τό ὀνειρεύτηκαν: τόν Ἴδιο τόν Παντοκράτορα Κύριο ὡς ἁπλό καί ταπεινό ἄνθρωπο, καί μάλιστα νά Τοῦ ἀγγίζει καί τό κεφάλι καί νά Τόν βαπτίζει. Ταυτοχρόνως ὁ Κύριος ὑποδεικνύει καί τόν τρόπο πού πρέπει κανείς νά στέκει ἀπέναντί Του σέ κάθε ἐνέργειά Του: τή σιωπή καί τήν προσδοκία τῶν δωρεῶν Του. Ὁ ἀνθρώπινος λόγος, μέ ἄλλα λόγια, ἀργεῖ μπροστά στόν Κύριο καί τίς εὐεργεσίες Του. Τό μόνο ἀποδεκτό εἶναι ἡ σιωπή καί τό δοξολογικό ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς· γιά νά τή γεμίσει βεβαίως ὁ Κύριος μέ τήν παρουσία Του καί τίς χάρες Του.

04 Ιανουαρίου 2024

ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ

 

 «Ὕψος οὐρανοῦ, οὐδαμῶς ἐξιχνιάσω· ἄστρων ἀριθμόν, οὐδέ γῆν ἀναμετρήσω· καί πῶς τῆς κορυφῆς σου, τῷ Δεσπότῃ ὁ Πρόδρομος, ἅψομαι χειρί; Πῶς δέ βαπτίσω, τόν φέροντα δρακί τήν κτίσιν; Διό κράζω σοι· Εὐλογημένος ὁ φανείς, Θεός ἡμῶν δόξα Σοι».

«Σύνθρονος Πατρί, καί τῷ Πνεύματι ὑπάρχων, ταῖς ἀγγελικαῖς, στρατιαῖς δορυφοροῦμαι· ἀλλά σμικρῷ σπηλαίῳ, ἐξενίσθην τικτόμενος, ἐν τῇ Βηθλεέμ δι’ εὐσπλαγχνίαν· διό καί νῦν τήν δεξιάν σου, ἐμοί δάνεισον, ἵνα καί πλύνω ἐν ἐμοί, τοῦ κόσμου τά πταίσματα».

(ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ: Καθόλου δέν μπορῶ νά ἐξιχνιάσω τό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ κι οὔτε νά μετρήσω τόν ἀριθμό τῶν ἄστρων ἀλλά καί τή γῆ. Καί πῶς θά ἀγγίξω μέ τό χέρι μου τήν κεφαλή σου, ἐγώ ὁ Πρόδρομος ἀπέναντι σέ Σένα τόν Δεσπότη Κύριο; Καί πῶς θά βαπτίσω Ἐσένα πού κρατᾶς στό χέρι Σου τή Δημιουργία; Γι’ αὐτό Σοῦ φωνάζω δυνατά: Εὐλογημένος εἶσαι Θεέ μου πού φανερώθηκες, δόξα Σοι.

ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ: Εἶμαι σύνθρονος μέ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα καί δορυφοροῦμαι ἀπό τίς ἀγγελικές στρατιές. Κι ὅμως γεννήθηκα ὡς ἄνθρωπος στή Βηθλεέμ καί φιλοξενήθηκα σέ μικρό σπήλαιο λόγω τῆς ἀγάπης Μου. Γι’ αὐτό καί τώρα δάνεισέ μου τή δεξιά σου, προκειμένου νά ξεπλύνω ἐγώ  τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου).

Ἀπό τούς αἴνους τῆς προπαραμονῆς τῆς Μεγάλης Ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων ἀκούγονται στήν Ἐκκλησία μας σέ ἦχο πλ. β΄ τά ὑπέροχα αὐτά τροπάρια, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν διάλογο μεταξύ τοῦ Ἰωάννου Προδρόμου καί τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ὑμνογράφος δέν ἱκανοποιεῖται μέ μία «ξερή» κατάθεση τῆς σημασίας τοῦ Βαπτίσματος τοῦ Κυρίου γιά σύμπαντα τόν κόσμο – καί αὐτό γίνεται βεβαίως σέ ἄλλα τροπάρια. Δραματοποιεῖ τά γεγονότα πού συνέβησαν ἐκεῖ στό ρεῖθρο τοῦ Ἰορδάνου, τά προβάλλει ἀνάγλυφα, σάν νά εἴμαστε κι ἐμεῖς παρόντες καί ν’ ἀκοῦμε τό τί διαμείφθηκε μεταξύ τοῦ Ἰωάννου καί τοῦ Κυρίου. Ὅ,τι μαρτυρεῖ τό Εὐαγγέλιο, τό ἴδιο σχολιασμένο καί ἐπεξεργασμένο μᾶς τό προσφέρει ὁ ὑμνογράφος, προκειμένου ἀσφαλῶς νά κατανοήσουμε ὅσο εἶναι δυνατόν τό μέγεθος τῶν γεγονότων καί τό βάθος τοῦ μυστηρίου τους. Στό πρῶτο τροπάριο ἀκοῦμε τόν προβληματισμό καί τήν ἐπιφύλαξη καί τόν φόβο ἀκόμη τοῦ ἁγίου Προδρόμου: «δέν μπορῶ νά ἐξιχνιάσω τά ἐπίγεια καί τά κτιστά καί πῶς θά ἀγγίξω καί θά βαπτίσω τόν ἴδιο τόν Δημιουργό πού φέρει στό χέρι Του τά σύμπαντα; Τό μόνο πού μπορῶ νά κάνω εἶναι νά Τόν δοξολογῶ». Κι ἀμέσως στή συνέχεια ἀκοῦμε τήν ἀπάντηση τοῦ Κυρίου: «Ναί, εἶμαι ὁ ἕνας τῆς Τριάδος καί μέ δορυφοροῦν ἀγγελικές στρατιές. Ὅμως ἡ ἀγάπη μου εἶναι αὐτή πού μέ ἔκανε νά ἔλθω ταπεινά στή γῆ καί νά γεννηθῶ μάλιστα σ’ ἕνα μικρό σπήλαιο. Ὁπότε ὡς συνέχεια τῆς κένωσής μου αὐτῆς εἶναι καί ἡ βάπτισή μου ἀπό σένα Ἰωάννη, μέ σκοπό νά ξεπλύνω τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου». Στό πρόσωπο τοῦ Ἰωάννου ζοῦμε κι ἐμεῖς τό ἴδιο θάμβος καί τό ἴδιο δέος: κατανοοῦμε ἀπό τά γεγονότα τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση τοῦ Δημιουργοῦ, καί μαζί του κράζουμε: Εὐλογημένος ὁ φανείς, Θεός ἡμῶν, δόξα Σοι.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Ο ΛΕΠΡΟΣ

«Ο όσιος Νικηφόρος γεννήθηκε το 1890 στο Σηρικάριο της Κισάμου από ευσεβείς γονείς και το βαπτιστικό του όνομα ήταν Νικόλαος. Παιδί ακόμη έμεινε ορφανός και διαπαιδαγωγήθηκε από τον παππού του. Σε νεαρή ηλικία πήγε στα Χανιά για να εργαστεί μαθητεύοντας στην κομμωτική τέχνη. Πρώτη φορά στα δεκαέξι του τού εμφανίστηκε σημάδι της λέπρας. Για να μη κλειστεί λοιπόν στη Σπιναλόγκα έφυγε κρυφά και πήγε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η νόσος όμως προχωρούσε και με  προτροπή ιεράρχη της Αλεξάνδρειας προσήλθε στο λωβοκομείο της Χίου, κοντά στον άγιο Άνθιμο (Βαγιανό) που φρόντισε για την εισαγωγή του στο ίδρυμα. Ο άγιος Άνθιμος έγινε ο Γέροντάς του και κάνοντάς του απόλυτη υπακοή ντύθηκε το αγγελικό σχήμα, παίρνοντας το όνομα Νικηφόρος. Μετά παρέλευση σαραντατριών ετών, οδηγήθηκε στον αντιλεπρικό σταθμό της Αγίας Βαρβάρας Αθηνών, όπου πέρασε το υπόλοιπο του βίου του, λάμποντας ως αστέρας υπομονής και προσευχής. Κοιμήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1964, αφήνοντάς μας παράδειγμα καρτερίας αλλά και τα μυρωμένα λείψανά του ως ιατρείο για κάθε αρρώστια». 

Ο υμνογράφος του οσίου Νικηφόρου αφορμάται καταρχάς από το όνομά του για να πει ότι όλη η ζωή του υπήρξε νικηφόρα, δηλαδή κατήγαγε συνεχείς πνευματικές νίκες απέναντι στα πάθη του, στον Διάβολο, στον «άγγελο σατάν» τη βδελυκτή λέπρα. Κι έπειτα μας καθοδηγεί στην αιτία που τον οδήγησε στις νίκες: την πίστη του στη ζωντανή παρουσία του Θεού που έχει «αριθμημένες και τις τρίχες της κεφαλής μας», οπότε αντίστοιχη ήταν και η θεώρηση από τον άγιο της αρρώστιας του: ήταν μία παραχώρηση της αγάπης Του, προκειμένου να τον ωθήσει σε πνευματική ύψη. «Χριστέ, η ψυχή του οσίου σου αποδείχτηκε δόκιμη, γιατί θεώρησε τη λέπρα της σάρκας του σαν δόση της πρόνοιάς Σου».

Ο υμνογράφος επισημαίνει ότι ο όσιος Νικηφόρος ζούσε κάτι παρόμοιο με τον απόστολο Παύλο, ο οποίος προσευχόμενος σε μεγάλη δοκιμασία του στον Κύριο άκουσε από τον Ίδιο να του λέει ότι «του αρκεί η χάρη Του» και δεν πρόκειται να τον θεραπεύσει. Το ίδιο λοιπόν και με τον Νικηφόρο: η κάθε προσευχή του προς ίαση προσέκρουσε σε άρνηση του Κυρίου. «Περιφέροντας τη νόσο στη σάρκα κραύγαζες τη φωνή του Παύλου: μου δόθηκε ο σκόλοπας να με κολαφίζει με διαφόρους τρόπους, για να μην υπερηφανεύομαι. Διότι η δύναμη του Θεού φτάνει στην τελείωσή της με την αρρώστια Γι’  αυτό μου αρκεί η χάρη που έλαβα, Κύριε».

Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί τελικώς η σημαντικότερη αρετή που καλλιέργησε ο όσιος ήταν η καρτερία: η ψυχική δύναμη δηλαδή και η υπομονή. Θα μπορούσε να λέγεται «Νικηφόρος ο καρτερόψυχος» -  ο άνθρωπος της υπομονής, ο δεύτερος Ιώβ, «ο εστεμμένος με τον κότινο της νίκης εν Πνεύματι από τα χέρια του ίδιου του Κυρίου». Και αναδείχθηκε ίσως «και υπέρτερος του Ιώβ», διότι το «γιατί, Κύριε» δεν έφτασε ποτέ στα δικά του χείλη.

Ο υμνογράφος διαπιστώνει το αυτονόητο: για να φτάσει σε αυτό το αποστολικό ύψος ο Νικηφόρος, εκτός από τα ασκητικά μέσα της προσευχής, της νηστείας, της γονυκλισίας, χρησιμοποίησε και τα «βαθύτερα» της Ορθόδοξης Παράδοσης: πρώτον, την υπακοή σε άγιο Γέροντα, τον Άνθιμο της Χίου, δεύτερον, την καταφυγή στην υπεραγία Θεοτόκο. «Προ πολλού ο Άνθιμος σε κατεύθυνε ως κυβερνήτης και προσόρμισε την ψυχή σου στον Παράδεισο» σημειώνει. (Κι ως καθαρός μάλιστα στην ψυχή έγινε αυτόπτης θαυμασίων γεγονότων του αγίου Ανθίμου, τα οποία κατέγραψε προς ωφέλεια των αναγνωστών). Κι έπειτα, η καταφυγή στη Θεοτόκο, που ο Νικηφόρος αγαπούσε υπερβαλλόντως και μπροστά στο εικόνισμά Της καθημερινώς προσευχόταν γονατιστός. Η περιγραφή του υμνογράφου είναι συγκινητική. «Καρτερικά πέρασε τη ζωή του ο Νικηφόρος ο λεπρός, μπροστά στην εικόνα σου Θεοτόκε, της Υπακοής όπως λέγεται, κραυγάζοντας κατά τα απόδειπνα: «ω Νύμφη, χαίρε ανύμφευτε».

Ο όσιος Νικηφόρος είναι οικουμενικός άγιος με απέραντη αγάπη για όλους. Αλλά δεν παύει και να αγαπά ιδιαιτέρως, λέει ο υμνογράφος του, τους τόπους απ’ όπου πέρασε: Κίσαμο, Χανιά, Αλεξάνδρεια, Χίο, Αθήνα. Να τον παρακαλούμε κι εμείς να μας έχει στις δεήσεις του και στην αγκάλη του. Κι ιδίως τώρα που ο κόσμος όλος ταλαιπωρείται από διάφορες πανδημίες, πρέπει να καταφεύγουμε σ’ αυτόν που μπορεί να μας καταλάβει ολωσδιόλου, αφού κι εκείνος διήλθε τη ζωή του με τη λοιμώδη νόσο της εποχής του και την αντιμετώπισε με τρόπο πνευματικό:  με υπομονή, με προσευχή, με δοξολογία του Θεού. 

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΣ, ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΟΥΚΟΥΜΙΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΣ

«Ο όσιος Θεόκτιστος που εορτάζουμε σήμερα, είναι άλλος από τον όσιο Θεόκτιστο, τον συνασκητή του αγίου μεγάλου Ευθυμίου, που εορτάζουμε τον Σεπτέμβριο.  Ο σημερινός υπήρξε ηγούμενος  στην ιερά μονή Κουκουμίου  της Σικελίας. Από νωρίς η μεγάλη αγάπη του προς τον Χριστό τον έστρεψε προς τον μοναχικό βίο και αποδύθηκε σε επίμονες προσευχές και σε μεγάλη εγκράτεια. Η ενάρετη ζωή του εκτιμήθηκε σύντομα, γι’ αυτό και έγινε ιερέας, αργότερα δε του ζητήθηκε να γίνει ηγούμενος στο μοναστήρι που ασκείτο.  Η πραότητα του χαρακτήρα του και η μεγάλη του ανεξικακία υπήρξαν παροιμιώδεις, με αποτέλεσμα ο λόγος του να γίνεται εύκολα αποδεκτός από τους μοναχούς του και τους πιστούς που συνέρρεαν στο μοναστήρι του. Έζησε αρκετά χρόνια και αναπαύτηκε εν Κυρίω ειρηνικά».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας για τον όσιο Θεόκτιστο, ποίημα του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους, επικεντρώνουν στην κατά Χριστό πολιτεία του οσίου, ιδίως μετά την αποταγή του κόσμου και τον εγκλεισμό του στο μοναστήρι του.  Κι αυτό σημαίνει ότι ο άγιος Θεοφάνης μας παρουσιάζει με καθαρότητα την πορεία θεώσεως του οσίου ασκητή. Και εν πρώτοις τονίζει το κίνητρο για την απομάκρυνσή του από την κοσμική σύγχυση. Δεν ήταν μία απογοήτευση  ή μία απελπισία από την εμπαθή προσκόλληση στα του κόσμου, μολονότι και τέτοιες περιπτώσεις αποταγής υπάρχουν χωρίς να καταδικάζονται από τους αγίους της Εκκλησίας μας. Το κίνητρό του ήταν ό,τι πιο ανώτερο, ευγενές και υγιές υφίσταται στην πνευματική ζωή της πίστεως, δηλαδή ο σφοδρός πόθος του για τον Χριστό: αυτός του έδωσε φτερά προκειμένου να φύγει από τη σύγχυση που δημιουργεί συνήθως ο πεσμένος στην αμαρτία κόσμος. «Απέκτησες πτερά από τον πόθο του Χριστού και μεταρσιώθηκες, ξεφεύγοντας από την κοσμική σύγχυση. Γι’ αυτό και προσχώρησες στα κοπιώδη σκάμματα της ασκήσεως και έζησες με εγκράτεια σαν άγγελος».

Από κει και πέρα, πληγωμένος από τον έρωτα του Χριστού, προσπαθούσε να ακολουθήσει τα ίχνη Εκείνου, νεκρώνοντας το όποιο αμαρτωλό φρόνημα κινούσε εντός του ο αρχέκακος διάβολος και δεχόμενος  στην καρδιά του την ενέργεια του αγίου Πνεύματος. Διότι βεβαίως δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει η χάρη του Πνεύματος στον άνθρωπο, χωρίς δική του συνέργεια απομακρύνσεως από τα σκιρτήματα της αμαρτίας. «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Ο υμνογράφος του οσίου είναι σαφής: «Όταν καταπληγώθηκες στην ψυχή, από τον θείο έρωτα, παμμάκαρ, σηκώνοντας τον σταυρό σου, με χαρά ακολούθησες τον σταυρωμένο Χριστό. Κι αφού νέκρωσες το αμαρτωλό φρόνημα με την εγκράτεια, δέχτηκες τη ζωντανή ενέργεια του αγίου Πνεύματος». Δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός του αγίου υμνογράφου ως προς την επίπονη σκληρή άσκηση του οσίου Θεοκτίστου: «χαίρων». Ο όσιος ασκητής σήκωνε τον σταυρό του και ακολουθούσε με συνέπεια τον σταυρό του Χριστού όχι με κατήφεια, όχι με ψυχική πίεση και στενοχώρια – δείγματα ότι δεν υφίσταται στην πραγματικότητα η αγάπη προς τον Χριστό – αλλά με χαρά. Κι αυτό ακριβώς είναι το γνώρισμα της ειλικρινούς αγάπης σ’ Εκείνον: ασκώ βία στον εαυτό μου, «νεκρώνω» -  με την έννοια του μεταστρέφω - τα αμαρτωλά πάθη μου, προκειμένου να έχω ζωντανή την παρουσία του Χριστού μέσα στην ύπαρξή μου. Κι αυτό γίνεται με χαρά. Μόνον στην αρχή της ασκητικής προσπάθειας μπορεί να υπάρξει στενοχώρια, όπως όταν ανάβει κανείς ένα ξύλο μπορεί στην αρχή να βγάλει καπνιά (άγιος Ιωάννης Κλίμακος), έπειτα όμως η χαρά της χάρης του Θεού γλυκοχαράζει στην ψυχή και γίνεται αγαλλίαση και παρηγοριά και στην ψυχή και στο σώμα.

Η ασκητική αυτή πορεία καθάρσεως του οσίου Θεοκτίστου, πορεία επί τα ίχνη του Ιησού με τη χάρη Εκείνου και αυτονοήτως μέσα σε εκκλησιαστικά πλαίσια, δεν είχε διαλείμματα. Διάλειμμα, όπως όλοι γνωρίζουμε, στην πνευματική ζωή δεν υπάρχουν. Όποιος προσπάθησε να «ξεκουραστεί», να κάνει διάλειμμα, είδε ότι αυτομάτως οπισθοχώρησε. Ή προχωρεί κανείς προς τα εμπρός ή δυστυχώς γκρεμίζεται. «Ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει» απεκάλυψε ο Κύριος. Αυτό βλέπουμε, κατά τον υμνογράφο μας, και στη ζωή του οσίου Θεοκτίστου. Ο νους του υπήρξε άγρυπνος, γιατί έσπευδε να δει μέσα του να ανατέλλει το φως του Θεού. Είχε γίνει, όπως σημειώνουν όλα τα ασκητικά κείμενα, «όλος μάτια». «Προσφέροντας αδιάκοπα ξάγρυπνο νου, θεόφρον πάτερ, κοίμισες εντελώς τα ψυχοφθόρα πάθη, επειδή βιαζόσουν να φθάσεις στη θεϊκή αυγή, στη λαμπρότητα του άδυτου φωτός αυτών που ευφραίνονται και στο οποίο κατοικούν». Με άλλα λόγια ο όσιος Θεόκτιστος αγωνίστηκε να κρατήσει ανόθευτο αυτό που δήλωνε το όνομά του: «Θεού κτίσις». Γι’ αυτό ακριβώς κατά τον άγιο Θεοφάνη και τον τιμούμε και τον γεραίρουμε. «Έγινες ανόθευτη κτίση Θεού, Θεόκτιστε, γιατί δεν νόθευσες το κάλλος της ψυχής σου, όσιε, με τις κηλίδες των αμαρτημάτων. Αντίθετα, ομόρφυνες τον εαυτό σου με τις επιδόσεις των καλών και ωραίων, γι’ αυτό και σε δοξάζουμε».

03 Ιανουαρίου 2024

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΕΠΙ ΤΩ ΝΕΩ ΕΤΕΙ

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΕΠΙ ΤΗι ΠΡΩΤΗι ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΤΟΥΣ 2024

ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ

ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

 

᾿Αδελφοί συλλειτουργοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ, Χρόνια Πολλά !

Τό νέον ἔτος ἦλθε!

Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς ἀγαπητοί μου, χαράσσεται στήν κτιστή φύση τοῦ ἀνθρώπου, τήν ψυχή, τόν νοῦ, τήν καρδία, τό σῶμα του. Κι αὐτός ὁ χρόνος τῆς ζωῆς δηλαδή τό μεγάλο ἀποθετήριο τῶν ἐμπειριῶν, γεμίζει ἀπό τόν ἄνθρωπο μέ νόημα γιά νά ζήσει ἤ γίνεται ἕνα ἀκαλλιέργητο χωράφι μέσα στό ὁποῖο θά περάσει χωρίς σκοπό, χωρίς καρπό τήν βιοτή του.

Τί εἶναι αὐτό ὅμως τό ὁποῖο μπορεῖ μέσα στό χρόνο τῆς ζωῆς, μέ διάρκεια νά νοηματοδοτεῖ;

Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς δέν εἶναι ἕνας ἀριθμός ἐτῶν μέσα στά ὁποῖα θά περάσει τήν καθημερινότητά του ἁπλά ὁ ἄνθρωπος, οὔτε μιά συρραφή γεγονότων καί ἕνα ἄθροισμα ἐμπειριῶν. Εἶναι οἱ, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, θαυματουργικές συναντήσεις μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ὁ Θεός ἔχει στό σχέδιο Tου γιά τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς. Εἶναι αὐτές οἱ θαυματουργικές συναντήσεις μέ τόν Θεό, πού ἀντιλαμβάνεται ἤ ὄχι ὁ ἄνθρωπος καί τόν ὁδηγοῦν πρός τό κατά Θεόν ἀγαθόν καί καλόν.

Βεβαίως, σήμερα πολλοί ἄνθρωποι θεωροῦν ὅτι μέσα στό χρόνο τῆς ζωῆς τους, ἀγαθό καί καλό μπορεῖ νά ὑπάρχει χωρίς τό “κατά Θεόν”.

Ἔχουν τήν ἀντίληψη, πού εἶναι διαδεδομένη στή σύγχρονη κοινωνία, ὅτι ἡ οἰκονομική ἀνεξαρτησία εἶναι σημαντική γιά τήν εὐτυχία καί τήν εὐημερία καί θέτουν τήν οἰκονομική ἐπιτυχία ὡς στόχο ἤ θεωροῦν ὅτι ἡ οἰκονομική ἀσφάλεια εἶναι σημαντική γιά τήν ποιότητα ζωῆς τους. Αὐτό συνδέεται συχνά μέ τήν εὐτυχία καί τό καλό. H οἰκονομική σταθερότητα παρέχει τή δυνατότητα γιά τίς βιοτικές ἀνάγκες, ὅπως στέγαση, τροφή καί ὑγειονομική περίθαλψη, καί ταυτόχρονα ἐπιτρέπει τήν ἀπόλαυση τῆς ζωῆς καί τῶν ἀνέσεων.

Τό πρόβλημα ξεκινάει ὅταν ὅλα αὐτά γίνονται χωρίς τό “κατά Θεόν”.

Τό τί εἶναι πραγματικά σημαντικό στή ζωή δέν εἶναι ἀποδείξιμο ἀλλά ἐμπιστευόμενο, ἡ μία καί μοναδική ὁδός κάθε ἀνθρώπου πρός τόν Θεό.

Τό “κατά Θεόν” σημαίνει συνάντηση μέ τόν Θεό. Ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται μυστικῶς μέ τρόπο τόν ὁποῖο μόνο ὁ Κύριος γνωρίζει, καί μόνο μέ τήν δική του βούληση, καί ὅταν Ἐκεῖνος βρίσκει τόν κατάλληλο καιρό. Μόνον μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀποκαλύπτει τήν Χάρη Τοῦ καί συναντᾶ τόν ἄνθρωπο μέσα στό χρόνο τῆς ζωῆς του καί ὁ Θεός ἐπεμβαίνει γιά τήν σωτηρία του.

Διαθέτει λοιπόν γιά μᾶς ὁ Θεός μας, τό μεγάλο δῶρο καί μᾶς τό προσφέρει: τήν συνάντηση μαζί Του κατά τήν ὁποία ἡ Ἀγάπη καί ἡ Φιλανθρωπία Του φανερώνεται στόν τόπο καί τόν χρόνο τῆς δικῆς μας ζωῆς. Αὐτόν τόν τόπο καί τόν χρόνο πού εἶναι τό σῶμα καί ἡ ψυχή μας, αὐτόν τόν τόπο καί τόν χρόνο πού ξεκινάει ἀπό τήν γέννηση τοῦ κάθε προσώπου, ἀλλά καί αὐτόν τόν τόπο καί τόν χρόνο στόν ὁποῖο ὁλοκληρώνει τήν ἐπίγεια ζωή του ὁ ἄνθρωπος, τόν γεμίζει ὁ Κύριος μέ τήν Χάρη Του, μέ τά θαύματά Του, μέ τήν Παρουσία Του. Καί βεβαίως πάνω ἀπό ὅλα, ὅταν ὁ ἐπίγειος τόπος καί χρόνος παρέλθει καί πάλι ἡ ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ μας, εἶναι ἀνοιχτή νά μᾶς δεχτεῖ στήν αἰωνιότητα.

Ἐδῶ λοιπόν εἶναι πού ὁ ἄνθρωπος ἔχοντας ὡς πίστη καί βεβαιότητα τήν πανταχοῦ καί πάντοτε Παρουσία καί ἔγνοια τοῦ Θεοῦ γιά τόν κάθε ἕνα ἄνθρωπο ξεχωριστά, βρίσκεται μπροστά σέ μιά ἀπόφαση καί μιά εὐθύνη: «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περί πάντων, ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;

Αὐτή ἡ ἐρώτηση εἶναι ἡ δική μας ἔγνοια, ὁ πόθος μας μπροστά στό ἄπειρο ἔλεος καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτή ἡ ἀγάπη καί τό ἔλεος δέν ἀπαιτεῖ ἀνταπόδοση ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά ἀναμένει μόνο. Ἀναμένει νά Τόν ἀγαπᾶμε γιά ὅσα μας ἔδωσε, μέ ὅλη μας τήν καρδιά, νά τόν ἀναζητοῦμε συνεχῶς καί νά τόν ἀναγνωρίζουμε καί στά πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων. Ἀναμένει τήν ἀγάπη μας πρός Ἐκεῖνον καί τήν ἀγάπη μας καί τήν τήν ὑπομονή μας γιά τόν ἄλλο ἄνθρωπο. Ἀναμένει νά πράξουμε τό κατά Θεόν ἀγαθόν καί καλόν. Ἀναμένει νά ἁπλώνουμε τά χέρια πρός Ἐκεῖνον μέ ὑπομονή καί ἐγκαρτέρηση τῆς μεγάλης συνάντησης.

Ὅσο λοιπόν ἡ ἀναζήτηση τῆς Συνάντησης καί τό κατά Θεόν ἀγαθόν καί καλόν πλημυρίζει αὐτόν τόν χρόνο τοῦ ἀνθρώπου κι ὅσο ὁ ἄνθρωπος στρέφει τό θέλημά του πρός τό ἀγαθό τόσο ὁ χρόνος τῆς ζωῆς ὑψώνεται πρός τόν Θεό. Ὁ Μ. Βασίλειος λέγει «φυσικῶς ἐπιθυμητικοὶ τῶν καλῶν οἱ ἄνθρωποι. Κυρίως δέ καλόν καί ἀγαπητόν τό ἀγαθόν. Ἀγαθός δέ ὁ Θεός · ἀγαθοῦ δέ πάντα ἐφίεται· Θεοῦ ἄρα πάντα ἐφίεται.» Τά πάντα ἐπιθυμοῦν τό ἀγαθό, ἄρα τά πάντα ἐπιθυμοῦν τόν Θεόν. Τόσο ἀγαθούς μᾶς θέλει ὁ Θεός καί τόσο ἐλεύθερους.

Τό ἀγαθό δέ θέλημα εἶναι καθετί πού γίνεται καί ὑπακούει στόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου πού μᾶς ἔδωσε.

Τό ἀγαθό θέλημα εἶναι ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ. Τοῦ Χριστοῦ πού ἀγαπᾶ πού ταπεινώνεται, πού ὑπομένει, πού ἐλεεῖ, πού θυσιάζεται. Αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ἀγαθό.

Ὁ Μέγας Ἀντώνιος μᾶς συμβουλεύει λέγοντας ὅτι ὁ ἀληθινά λογικός ἄνθρωπος μιά μόνο φροντίδα ἔχει, νά ὑπακούει καί νά εἶναι ἀρεστός στό Θεό, καί σέ τοῦτο καί μόνο νά ἀσκεῖ τήν ψυχή του πώς νά γίνει ἀρεστός στό Θεό, εὐχαριστῶντας Τόν γιά τήν μεγάλη καί ἐξαιρετική πρόνοιά Του καί τήν κυβέρνηση ὅλου του κόσμου, ὅποια κι ἄν εἶναι ἡ θέση του στήν ζωή.

Ὁ ἴδιος ὁ Θεός μᾶς δείχνει τό δρόμο μιᾶς ἀπελευθέρωσης ἀπό ὅτι βαραίνει τόν ἄνθρωπο, ἀπό τά ὑλικά, ἀπό τίς συνήθειες, ἀπό τά πάθη, ἀπό τίς ἁμαρτίες, ἀπό τίς ἀποτυχίες, ἀπό τά λάθη . Κι αὐτό γιά νά Τόν γνωρίσουμε βαθύτερα. Λέγει ὁ ψαλμός «σχολάσατε καί γνῶτε, ὅτι ἐγώ εἰμί ὁ Θεός». Μέσα στίς καθημερινές ἐνασχολήσεις δέν μένει χρόνος, οὔτε διάθεση, οὔτε δύναμη, γιά κάτι οὐσιαστικότερο, πού ἀναπαύει τήν ψυχή μας καί τήν ἀκουμπᾶ στόν Θεό. Ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι δέν ἀκοῦμε αὐτή τή θεϊκή προτροπή καί ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, ἡ ζωή μας καταντάει «βοσκηματώδης» καί δέν κοιτᾶμε τόν οὐρανό.

Αὐτό τό «σχολάσατε» λοιπόν, σημαίνει κάτι πάρα πολύ μεγάλο καί ταυτόχρονα ἐξαιρετικά λεπτό καί ἰδιαίτερο: τά ἀφήνουμε ὅλα κατά τό μέτρο τοῦ καθενός καί ὅσο ἀντέχουμε καί λέμε: ἐδῶ καί τώρα ὑπάρχει μόνο ὁ Κύριος καί ἐγώ. Ἔτσι εἶναι ἡ ἀληθινή “σχόλη” πού μᾶς φέρνει κοντά στό Θεό, κι ἔτσι, μέ μιά τέτοια μέθοδο μαθαίνουμε τόν ἑαυτό μας νά ἀκούει τό «ἐγώ εἰμί ὁ Θεός», καί νά συναντᾶ τόν Θεό.

Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, εἶναι ὁ πιό φιλάνθρωπος καί στοργικός Πατέρας. Ὅταν τό κατά Θεόν ἀγαθόν καί καλόν πλημμυρίζει τόν χρόνο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀρεστός στόν Θεό. Ἔτσι ὅλη του ἡ ζωή, ὅλος ὁ ἐπίγειος χρόνος του εἶναι κατ΄ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ, βρίσκεται δηλαδή σέ αὐτό τό ὁποῖο ὁ Θεός κατ’ ἐξοχήν θέλει. Ὅ,τι κάνει ὁ ἄνθρωπος κατ’ εὐδοκίαν τοῦ Θεοῦ, τόν ἁγιάζει καί τόν ὁδηγεῖ στή σωτηρία του.

Ἀλλά καί πάλι ὅταν δέν προσαρμόζουμε καθολικά τήν ζωή καί τίς πράξεις μας στό θέλημά Του, ἔρχεται Ἐκεῖνος, ὡς στοργικός Πατέρας καί κατ’ οἰκονομίαν, πατρικά ὑποχωρεῖ μπροστά στήν ἀδυναμία μας. Καί πάλι στέλνει τήν Χάρη Του νά καλύψει τήν ἀδυναμία αὐτή. Κι ἐκεῖ πού ὁ ἄνθρωπος σκληραίνει τόσο ὥστε νά μήν ἀφήνει τόν Θεό νά τόν συναντήσει καί διώχνει τήν Χάρη, Ἐκεῖνος «κατά παραχώρησιν» ἐπεμβαίνει καί παιδεύει τόν ἄνθρωπο. Ὁ Θεός παραχωρεῖ —ἐπιτρέπει ὁ ἄνθρωπος νά πάρει τό δρόμο πού ἐπιλέγει, ὑποχωρεῖ μπροστά στήν ἀσέβεια τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ ἄνθρωπος μένει μόνος του ἀπέναντι στό χάος καί τή φθορά καί τήν βία πού γεννᾶ τό ζωῶδες καί ἀνόητο ἔνστικτό του, στό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας καί τῆς ἀπουσίας. Ἀλλά ὁ Θεός καί πάλι δέν τόν καταστρέφει, γιατί ἡ ἀγάπη Του εἶναι μεγάλη καί τό ἔλεος Του ἀμέτρητο.

Καί τοῦ δίνει χρόνο. Χρόνο νά ταπεινωθεῖ, χρόνο νά παλέψει, χρόνο νά ξαναγυρίσει.   «Οὐ θέλω τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τό ἐπιστρέψαι καί ζῆν αὐτόν». (Ἔξοδ. 33,11). Γι’ αὐτό, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει: ἐξαγοράστε τόν χρόνο τῆς ζωῆς σας, γιατί οἱ μέρες εἶναι πονηρές. Πῶς;  «Πληροῦσθε ἐν Πνεύματι (Ἁγίῳ)» (Ἐφ. 5, 18).

Ἄν ὁ Χριστός «ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου» μέ τό Αἷμα Τοῦ καί ἔδωσε Ἑαυτόν «λύτρον ἀντί πολλῶν», ἐμεῖς ἐξαγοράζουμε τόν χρόνο τῆς ζωῆς καταθέτοντας στά χέρια Του τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον μας, “τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα”.

Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς προειδοποιεῖ λέγοντας ὅτι πρέπει νά διαλέξουμε στό χρόνο τῆς ζωῆς μας ὁ ὁποῖος εἶναι ἐλάχιστος τά δάκρυα, δηλαδή τήν μετάνοια καί τήν ἔγνοια μᾶς γιά τήν σωτηρία μας, τόν μόχθο τῆς ἐγρήγορσης κάθε στιγμή, κάθε ἡμέρα, συνεχῶς.

Τονίζει ὁ Ἅγ.Ἰωάννης ὅτι τήν ἡμέρα πού δέν κλάψαμε, τή χάσαμε γιά ὅλη τήν αἰωνιότητα, τήν ἡμέρα αὐτή δέν θά τήν ξαναβροῦμε ἀφοῦ δέν ἁπλώσαμε τά χέρια μας στό Θεό, δέν προσκολλήθηκε ἡ καρδιά μᾶς σ΄Αυτόν. Διότι ὁ Θεός μᾶς περιμένει καί ἀναμένει ἀπό μᾶς ὁλόκληρη τήν καρδιά. Ὅπώς ἔλεγε ὁ Ἅγ. Πορφύριος, δέν ὑπάρχει καινούργιος χρόνος, ὑπάρχει μόνο ὁ χρόνος πού πέρασε. Ἀλλά ὁ χρόνος πού μᾶς δίνει ὁ Θεός εἶναι «καιρός» τόν ὁποῖο ἐμεῖς πρέπει νά τόν κάνουμε «εὐκαιρία» γιά τόν Θεό νά μπεῖ στή ζωή μας. Μέ τόν ἴδιο τρόπο, καί ὁ χρόνος τῆς δικῆς μας ζωῆς εἶναι καιρός κατά τόν ὁποῖο προετοιμαζόμαστε γιά τή μέλλουσα ζωή. Ὁ Ἅγ. Νικόλαος ὁ Καβάσιλας λέει ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή σπέρνεται σέ αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά θά καρποφορήσει σέ ὅλο της τό πλήρωμα στήν ἄλλη ζωή.

Μέ αὐτόν τόν τρόπο μέσα στήν Ἐκκλησία μεταμορφώνεται ὁ χρόνος σέ «καιρόν». Διότι «καιρός» ἀγαπητοί μου, σημαίνει χρόνος συνάντησης, χρόνος πού δίνουμε γιά νά εἴμαστε παρόντες στήν “παρουσία” τοῦ Θεοῦ. Στήν θεία Λειτουργία αὐτό ἀκριβῶς γίνεται: παρουσιαζόμαστε ὅταν εἶναι παρών ὁ Θεός.

Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας λοιπόν γίνεται καιρός καί εὐκαιρία νά ἐπισκεφθεῖ καί νά ἐπισκιασθεῖ ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι ὅταν γιορτάζουμε κάθε καινούργιο χρόνο δέν νιώθουμε ὅτι εἴμαστε προσηλωμένοι στό σημεῖο μεταξύ τοῦ χρόνου πού πέρασε καί ἐκείνου πού ἔρχεται, γιατί ὁ χρόνος μας, οἱ χρόνοι τῆς ζωῆς μας, εἶναι δῶρο τῆς χρηστότητος τοῦ Θεοῦ.

Εὐχόμεθα σέ ὅλους αὐτό τό δῶρο τῆς χρηστότητος τοῦ Θεοῦ νά πλημμυρίζει ἀπό τήν Χάρη του γιά κάθε ἕναν ἀπό ἐσᾶς καί ὁ νέος χρόνος τῆς ζωῆς νά εἶναι ὁ «καλός καιρός» τῆς συνεχοῦς παρουσίας καί συνάντησης μέ τόν ἀγαπημένο μας πολυεύσπλαχνο καί ἐλεήμονα Θεό.

Καλή Χρονιά, εὐτυχισμένη καί παραγωγική πνευματικά!

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ