«Τα άγια Θεοφάνεια του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος
ημών Ιησού Χριστού εορτάζουμε κατά την ημέρα αυτή, και στη Μεγάλη Εκκλησία και στις
κατά τόπους άγιες Εκκλησίες, επιτελώντας την παννυχίδα από το εσπέρας. Ο ίδιος
ο Θεός Λόγος αφού ενδύθηκε τον παλαιό Αδάμ και εκτέλεσε όλα τα νόμιμα, έρχεται
για να βαπτισθεί προς τον μέγα Ιωάννη τον Προφήτη, ο οποίος και τον εμπόδιζε
λέγοντας: Εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από Εσένα, και Συ έρχεσαι σε μένα; Όταν
όμως άκουσε από τον Κύριο το, άσε τώρα αυτά, και κατάλαβε ότι το Βάπτισμά Του
αποτελεί εκπλήρωση όλης της δικαιοσύνης του Θεού, είναι δηλαδή μέσα στο σχέδιο
της σωτηρίας του κόσμου, δεν Του έφερε εμπόδιο. Βαπτίσθηκε λοιπόν ο Κύριος και
αγίασε όλη τη φύση των υδάτων. Κι αφού έθαψε στα ρείθρα του Ιορδάνου όλη την
αμαρτία των ανθρώπων, αμέσως βγήκε από το νερό. Έτσι ανακαίνισε και ανάπλασε
τον άνθρωπο που είχε παλιώσει λόγω των αμαρτιών, οπότε του χάρισε τη Βασιλεία
των Ουρανών».
Εδώ και μερικές ημέρες η Εκκλησία μάς προετοιμάζει, μετά
την Γέννηση του Κυρίου, για τη δεύτερη μεγάλη Δεσποτική εορτή, των Θεοφανείων,
της Βαπτίσεως του ενανθρωπήσαντος Θεού. Η μία, σημειώνουν οι άγιοι υμνογράφοι,
παραπέμπει στην άλλη, μολονότι και οι δύο εορτάζονταν από κοινού στους πρώτους χριστιανικούς
αιώνες, ως εορτή των Επιφανείων, της Φανέρωσης του Θεού στον κόσμο, κάτι που
διακρίθηκε από τον τέταρτο αιώνα, για λόγους περισσότερο πρακτικούς παρά
πίστεως. Τελικώς όμως καθιερώθηκε ο ξεχωριστός εορτασμός τους, ο οποίος
μολονότι ξεχωριστός, συνθεωρείται από τη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας
μας. Ο υμνογράφος Ιωάννης ο μοναχός, μάλιστα, συγκρίνει τις δύο εορτές, για να
καταλήξει σε κάτι που ξενίζει: η Βάπτιση του Κυρίου είναι λαμπρότερη από την
εορτή των Χριστουγέννων. «Λαμπρά μεν η παρελθούσα εορτή – σημειώνει – λαμπροτέρα δε Σωτήρ η επερχομένη». Και δίνει και την εξήγηση: «Λαμπρή η προηγουμένη εορτή
της Γεννήσεως του Κυρίου, λαμπρότερη όμως, Σωτήρα, αυτή που έρχεται. Εκείνη
είχε ως ευαγγελιστή άγγελο, και αυτή βρήκε προετοιμαστή Πρόδρομο. Σε εκείνη,
επειδή χύθηκαν τα αίματα των νηπίων, οδυρόταν η Βηθλεέμ ως άτεκνη, ενώ σε
αυτήν, επειδή ευλογήθηκαν τα ύδατα, η Κολυμβήθρα της Εκκλησίας γίνεται γνωστή
ως πολύτεκνη. Τότε Αστέρας φανερώθηκε στους Μάγους, τώρα δε ο Πατέρας Σε
υπέδειξε στον κόσμο. Συ που σαρκώθηκες και πάλιν έρχεσαι φανερά, Κύριε, δόξα
Σοι».
Ο ίδιος υμνογράφος, συνθεωρώντας, όπως είπαμε, τις δύο
εορτές, τις βλέπει ως επί μέρους φάσεις εκπλήρωσης της αρχικής υποσχέσεως του
Θεού, ήδη από την εποχή της πτώσεως στην αμαρτία των πρωτοπλάστων, περί της
σωτηρίας του κόσμου. Σε κάθε φάση μάλιστα ο Θεός χρησιμοποίησε και τα ανάλογα
μέσα, τους «λειτουργούς του μυστηρίου» Του. «Κύριε, θέλοντας να εκπληρώσεις όλα
όσα καθόρισες προαιώνια, απ’ αρχής της δημιουργίας, έλαβες λειτουργούς
συνεργάτες του μυστηρίου σου: από τους Αγγέλους τον Γαβριήλ, από τους ανθρώπους
την Παρθένο Μαρία, από τους Ουρανούς τον Αστέρα, και από τα ύδατα τον Ιορδάνη,
μέσα στον οποίο εξάλειψας την αμαρτία του κόσμου, Σωτήρα μας, δόξα Σοι».
Η επισήμανση του υμνογράφου περί της εξαλείψεως της
αμαρτίας του κόσμου μέσα στον Ιορδάνη συνιστά την απαρχή αυτού που θα
ολοκληρωθεί επάνω στον Σταυρό του Κυρίου και στην Ανάστασή Του. Ό,τι
αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού - ότι δηλαδή ο Κύριος στον Σταυρό «κατήργησε το
σώμα της αμαρτίας του μηκέτι δουλεύειν ημάς τη αμαρτία», όπως και με την
Ανάστασή Του καταπάτησε τον θάνατο και τον διάβολο - ξεκίνησε από τη Βάπτιση του Κυρίου. (Ένας ύμνος μάλιστα
του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου προσφέρει ανάγλυφα την αλήθεια αυτή. Ο Κύριος
έρχεται στον Ιορδάνη με τον τρόπο που Τον υπέδειξε ο Ιωάννης: «ίδε ο αμνός
του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Ο Ιωάννης βλέπει τον Κύριο,
αλλά Τον βλέπει φορτωμένο με τις αμαρτίες του κόσμου. Κι έτσι φορτωμένος
έρχεται στον Ιορδάνη, οπότε ο Ιωάννης Τον αντιμετωπίζει με φόβο και τρόμο. «Με
σηκωμένες τις αμαρτίες μας στους ώμους Σου, ήλθες Ιησού στα ρείθρα του
Ιορδάνου. Εγώ, δε, φοβάμαι τη φρικτή έλευσή Σου. Πώς λοιπόν με διατάζεις να σε
βαπτίσω; Συ ο ίδιος ήλθες να με καθαρίσεις και πώς ζητάς το δικό μου βάπτισμα,
το βάπτισμα που εσύ φέρνεις και καθαρίζει τα πάντα;»
Η Γέννησή του Κυρίου αποτέλεσε τη βάση της νίκης κατά της
αμαρτίας, του θανάτου και του διαβόλου, η Βάπτισή Του ενεργοποίησε τη νίκη αυτή,
ο Σταυρός και η Ανάσταση την οριστικοποίησαν. Ο Κύριος με άλλα λόγια λύτρωσε το
ανθρώπινο γένος από τη δουλεία της αμαρτίας με όλες τις φάσεις της ζωής Του. Η
αποστολή έπειτα από Αυτόν του αγίου Πνεύματος, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής,
σήμανε την απαρχή της οικειοποιήσεως της λύτρωσης αυτής από όσους θα Τον
αποδέχονταν. Στην Εκκλησία δηλαδή αυτό που ο Κύριος έφερε στο ανθρώπινο γένος
θα γινόταν και προσιτό και οικείο στις καρδιές των ανθρώπων. Κι όπως με το
Βάπτισμα του Κυρίου έχουμε την απαρχή της νίκης κατά της αμαρτίας, του θανάτου
και του διαβόλου, όπως είπαμε, έτσι και με το βάπτισμα στην κολυμβήθρα πια της
Εκκλησίας, ο πιστός εντάσσεται στο σώμα του Χριστού και γεύεται ψυχοσωματικά
τις δωρεές αυτής της λύτρωσης.
Η υμνολογία της Εκκλησίας μας αδιάκοπα και πολλαπλώς
τονίζει τις διαστάσεις αυτές της κάθαρσης του κόσμου και του ανθρώπου από την
αμαρτία διά της Βαπτίσεως του Κυρίου. Δεν βαπτίστηκε ο Κύριος, διότι είχε
ανάγκη Αυτός του βαπτίσματος: απόδειξη το γεγονός ότι αμέσως βγήκε από τον
Ιορδάνη, ελλείψει αμαρτιών, την ώρα που οι άλλοι βαπτιζόμενοι παρέμεναν
εξομολογούμενοι τις αμαρτίες τους. Το βάπτισμα, όπως είπαμε, ήταν για εμάς τους
ανθρώπους. Εισερχόμενος στον Ιορδάνη Αυτός που σήκωνε τις αμαρτίες των
ανθρώπων, βύθισε και εξάλειψε τις αμαρτίες αυτές, όπως παλαιότερα ο Ίδιος ως
μόνον Θεός εξάλειψε τις αμαρτίες των ανθρώπων διά του κατακλυσμού των υδάτων
επί Νώε, κι όπως έδωσε νέα αρχή στη ζωή του Ισραήλ, κάνοντάς τους να περάσουν
μέσα από τα σχισμένα ύδατα της ερυθράς θάλασσας με τον Μωυσή. Έτσι τα νερά
λειτούργησαν πάντοτε, πραγματιστικά, αλλά και συμβολικά, για την κάθαρση των
αμαρτιών των ανθρώπων. Γι’ αυτό και ο Κύριος, είδαμε, τη σωτηρία την «έδεσε» με
το «νερό και το Πνεύμα». «Εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος ου μη
εισέλθη εις την Βασιλείαν των Ουρανών».
Και βεβαίως η εξάλειψη των αμαρτιών διά του Βαπτίσματος
του Κυρίου ήταν το αποτέλεσμα του αγιασμού των υδάτων και του φωτισμού που
έφερνε η είσοδός Του στο νερό του Ιορδάνη, συνεπώς σε όλη τη φύση, κύριο και
καθοριστικό στοιχείο της οποίας είναι το νερό. Ο Κύριος δηλαδή, η πηγή της
αγιότητας και του σωτηρίου πνευματικού φωτός, εισάγει με την είσοδό Του στο
νερό, τον αγιασμό και το φως Του. Έκτοτε η φύση αγιάστηκε και η Εκκλησία μας
συνεχίζει και διαιωνίζει τον αγιασμό αυτόν με τον Σταυρό του Κυρίου που
εμβαπτίζεται κατά την τελετή του Αγιασμού των υδάτων. Είπαμε όμως: ο αγιασμός
αυτός συνιστά την απαρχή, η οποία οριστικοποιήθηκε τελεσίδικα με τον Σταυρό και την Ανάσταση, περαιτέρω δε
με την αποστολή του αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής.
Η υμνολογία μας είναι ανεξάντλητη στη διαπίστωση των επί
μέρους θεολογικών όψεων της Βαπτίσεως του Κυρίου. Και βεβαίως είναι αυτονόητο
ότι αφενός εξαγγέλλει πάντοτε την αιτία του χαρακτηρισμού της Βαπτίσεως του
Κυρίου ως εορτής Θεοφανείων: στη Βάπτιση φανερώθηκε ο Τριαδικός Θεός. «Εν
Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε, η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις». Ο
Πατέρας που προσμαρτυρεί τον Ιησού ως μονογενή Του Υιό, ο Χριστός που
βαπτίζεται, το άγιον Πνεύμα που βεβαιώνει την αλήθεια των λόγων του Θεού
Πατέρα. Και αφετέρου επισημαίνει ότι με το Βάπτισμά Του ο Κύριος αρχίζει κατά
επίσημο, θα λέγαμε, τρόπο τη δράση Του στον κόσμο προς σωτηρία αυτού. Όπως
παλιά στον Ισραήλ ένας προφήτης ή ένας ιερέας έχριε διά μύρου τον βασιλιά, ώστε
αυτός επισήμως να κατασταθεί στη θέση του, έτσι και εδώ: ο ίδιος ο Θεός Πατέρας
χρίει διά του πνευματικού μύρου, του αγίου Πνεύματος, τον Υιό Του ως τον Μεσσία
του κόσμου.