20 Ιανουαρίου 2024

Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ

 



ΟΛΟΣ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΜΑΤΙΑ!

 

«Η ψυχή που αξιώθηκε να ενωθεί πνευματικά με το φως του Χριστού και φωτίστηκε από την ηθική ωραιότητα της απερίγραπτης δόξας Του, αφού την ετοίμασε για τον εαυτό του για θρόνο και κατοικία, γίνεται ολόκληρη φως και ολόκληρη πρόσωπο και ολόκληρη μάτι∙ και δεν υπάρχει κανένα μέρος αυτής της ψυχής που να μην είναι γεμάτο από τα πνευματικά μάτια του φωτός, δηλαδή κανένα μέρος της δεν είναι σκοτεινό, αλλ’  ολόκληρη αφού έγινε φως και πνεύμα και όλη αφού γέμισε μάτια, δεν υπάρχει μέρος σ’ αυτή που να χαρακτηρίζεται κάτω ή πίσω, αλλά από παντού είναι πρόσωπο, διότι έχει έρθει και έχει καθήσει πάνω σ’ αυτήν η απερίγραπτη ηθική ωραιότητα της δόξας του φωτός του Χριστού» (Όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, ομιλία α΄).

Δεν είναι μόνον ο Χριστός το Φως του κόσμου, κατά την αποκάλυψη του Ίδιου. Φως γίνεται και ο κάθε άνθρωπος, ως ένα δεύτερο φως, όταν ενωθεί με την πηγή του, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Το είπε απερίφραστα: «Εγώ ειμι το φως του κόσμου. Ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία αλλ’ έξει το φως της ζωής». Ακολουθείς δηλαδή το Φως; Γίνεσαι και εσύ φως που το νιώθεις στην ύπαρξή σου ως την ίδια τη ζωή. Και δεν είναι δυνατόν να είναι διαφορετικά τα πράγματα, αφού Φως και Ζωή είναι ένα και το αυτό: ο Ίδιος ο Κύριος. «Εγώ ειμι η οδός, η αλήθεια και η ζωή». «Εγώ ειμι η Ζωή και η Ανάστασις». Οπότε, από την ώρα που ο Κύριος εισήλθε στον κόσμο και ως άνθρωπος, «τα πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε, η γη και τα καταχθόνια». Εν Χριστώ το μόνο που υφίσταται είναι το φως – το τρισήλιον φως της άκτιστης Θεότητας: φως ο Πατήρ, φως ο Υιός, φως και το άγιον Πνεύμα.

Και πρέπει να διευκρινίσουμε ότι το φως αυτό του Χριστού που γίνεται φως και των ανθρώπων και λάμπει σε όλη τη δημιουργία, είναι η άκτιστη ενέργειά Του, ενέργεια όλου του Τριαδικού Θεού στην πραγματικότητα αφού είναι κοινή η ενέργεια στη Θεότητα, η οποία λέγεται ακριβώς και φως και δόξα και ζωή, που θα πει ότι είναι «πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης Αυτού» κατά την όραση και του προφήτη Ησαῒου, χωρίς να υπάρχει σύγχυση με τη φύση ή την ουσία του Θεού – δεν υπάρχει κανένας πανθεϊσμός στη χριστιανική πίστη. Λοιπόν, «εν τω Χριστώ τω Θεώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» και η πανταχού παρουσία Του και η ενέργειά Του αγκαλιάζει τους πάντες και τα πάντα μεταδίδοντάς τους τη ζωή και την αγάπη Του – ζωή και φως και οτιδήποτε άλλο δεν υφίσταται εκτός του Θεού∙ χωρίς Αυτόν τα πάντα είναι ανύπαρκτα, είναι κυριολεκτικά ένα «μηδέν». «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». «Ότι παρά Σοί πηγή ζωής, εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως».

Κι ακόμη πρέπει να διευκρινίσουμε ότι μιλώντας ο όσιος Μακάριος  για το φως του Χριστού που το δέχεται ο άνθρωπος δεν εννοεί εκείνη την ενέργεια του Θεού που προσφέρεται σε κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο, κατά τον άγιο Ιωάννη τον θεολόγο: «ο Χριστός ήταν το φως το αληθινό που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο» - κάθε άνθρωπος οπουδήποτε στον κόσμο εφόσον έρχεται στην ύπαρξη είναι «σφραγισμένος» από τον Δημιουργό Χριστό. Αυτό είναι πράγματι φως Χριστού που αντανακλά την κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου δημιουργία του ανθρώπου, που όμως πρέπει, μετά την πτώση του στην αμαρτία, να αυξηθεί δραστικά με την πίστη στον Χριστό για να φτάσει να γίνει σωτηριώδες φως για την ύπαρξή του. Με άλλα λόγια, ναι μεν κάθε άνθρωπος έχει φως Χριστού, διότι δεν υφίσταται ζωή χωρίς Εκείνον, όμως δεν είναι το φως της θεοποιού ενέργειάς Του ώστε να μπορεί να έχει μία ζωντανή αληθινή σχέση μαζί Του. Για να υπάρξει αυτό το σωτηριώδες φως απαιτείται η πίστη σ’ Εκείνον διά της εντάξεως στο σώμα Του με το βάπτισμα και την εν γένει εκκλησιαστική ζωή. Έτσι ο χριστιανός μόνο μπορεί ως μέλος πια Χριστού να δει Θεού πρόσωπο και να είναι φωτισμένος από την «ηθική ωραιότητα της απερίγραπτης δόξας Του».

Φως λοιπόν ο Χριστός, φως δεύτερο και ο κάθε εν επιγνώσει χριστιανός, ο οποίος ζει στην ύπαρξή του, την ψυχή και το σώμα του, το φως αυτό με τέτοιον τρόπο, που γίνεται, κατά τον λόγο του οσίου Μακαρίου, «όλος πρόσωπο και όλος μάτια» χωρίς να υφίσταται σ’ αυτόν οτιδήποτε σκοτεινό. Κι είναι ευνόητο ότι ο μέγας όσιος αναφέρεται στον «τέλειο» χριστιανό, εκείνον που με τη διαρκή πνευματική του άσκηση έχει φτάσει στο σημείο της πλήρους, κατ’ άνθρωπο, ψυχικής καθαρότητας, ζει δηλαδή αυτό που ο Κύριος μακάρισε: «μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό». Πώς το λέει με τον δικό του τρόπο  ο άγιος; Ο πιστός γίνεται φωτισμένος όταν «έχει ετοιμάσει την ψυχή του για θρόνο και κατοικία του Χριστού». Η ετοιμασία της ψυχής ως κάθαρσή της από οποιαδήποτε κηλίδα που εμποδίζει την ανάκλαση του φωτός του Χριστού είναι ο αγώνας της για τήρηση των αγίων εντολών Εκείνου. Όσο προσανατολίζεται κανείς και στρέφει την ύπαρξή του στον λόγο του Χριστού κάνοντάς τον πράξη, τόσο και καθαρίζει το κάτοπτρο της ψυχής για να αστράψει μέσα της το φως και η δόξα του Κυρίου της.

Από την άποψη αυτή όλα τα ψυχολογικά και λοιπά προβλήματα του ανθρώπου εξαφανίζονται. Διότι όλα αυτά πηγή έχουν τη σκοτεινιά της ψυχής από την ύπαρξη και τη λειτουργία των παθών μέσα της. Η έλλειψη του φωτός του Χριστού στον άνθρωπο προκαλεί όλες τις δυσλειτουργίες σ’ αυτόν, γι’ αυτό και είναι μονόδρομος η απόκτηση της ψυχικής υγείας του και η πλήρης αποθεραπεία του: η στροφή προς τον Χριστό. Απλώς τούτο γίνεται σταδιακά, σιγά σιγά, στον βαθμό που ο πιστός εφαρμόζει στη ζωή του, όπως είπαμε, το θέλημα του Θεού. Κι είμαστε ευγνώμονες στον μεγάλο Μακάριο, γιατί με τον εμπνευσμένο λόγο του δίνει το στίγμα της πορείας μας, υποδεικνύοντάς μας την τελειότητα: την ολοφώτεινη εν Χριστώ ύπαρξή μας, τη γεμάτη μάτια από το φως και το πνεύμα Χριστού – ο χριστιανός, ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΥΘΥΜΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο όσιος Πατέρας μας και μέγας Ευθύμιος ζούσε επί της βασιλείας του Γρατιανού, στη Μελιτηνή τη Μητρόπολη της Αρμενίας και γεννήθηκε από κάποιους ευγενείς ανθρώπους, τον Παύλο και τη Διονυσία, όπως και ο μέγας Ιωάννης Πρόδρομος, δηλαδή από στείρα και άκαρπη γαστέρα. Γι’ αυτό και πήρε την ονομασία του «Ευθύμιος» κατά την υπόσχεση του Θεού, όταν ακούστηκε φωνή από τον Ουρανό, που έλεγε να ευθυμούν οι γονείς του, οι οποίοι παρακαλούσαν να δώσει ο Θεός να κάνουν παιδί. Αυτός, μετά τον θάνατο του πατέρα του, οδηγείται από τη μητέρα του στον Ευτρώιο, τον μεγάλο επίσκοπο της Μελιτηνής, και συγκαταλέγεται από αυτόν στην τάξη των κληρικών. Επειδή έδειξε μεγάλη πρόοδο στα ιερά γράμματα και ξεπέρασε όλους τους ομοίους του κατά την άσκηση και τις επιδόσεις στην αρετή, αναγκάζεται να λάβει τη χειροτονία του πρεσβυτέρου και να δεχτεί τη φροντίδα των ιερών ασκητηρίων και μοναστηρίων.

Κατά το εικοστό ένατο έτος της ηλικίας του, φτάνει στα Ιεροσόλυμα και πηγαίνει να ζήσει μαζί με τον όσιο Θεόκτιστο σε κάποιο από τα σπήλαια ενός όρους, όπου απάλλαξε πολλούς από βαριές αρρώστιες. Λέγεται μάλιστα ότι και αυτός, εν ονόματι του Κυρίου, από πολύ λίγους και μικρούς άρτους, έθρεψε τετρακόσιους ανθρώπους, οι οποίοι βρέθηκαν καθ’ οδόν προς τη μονή για να τον συναντήσουν. Όχι μόνο δε ο ίδιος γεννήθηκε με τη δύναμη του Θεού κι έλυσε τη στείρωση της μητέρας του, αλλά και άλλες άτεκνες γυναίκες, με την προσευχή του τις έκανε εύτεκνες και γόνιμες. Και όπως ο μέγας προφήτης Ηλίας, και αυτός άνοιξε τις θύρες του ουρανού και θεράπευσε τη γη, που νοσούσε από την ακαρπία. Φανέρωσε δε την εσωτερική λαμπρότητα του οσίου και ο στύλος του πυρός, τον οποίο αυτοί που παρευρίσκονταν είδαν ότι κατήλθε από τον ουρανό, όταν αυτός ιερουργούσε την αναίμακτη θυσία, και βρισκόταν μαζί με τον όσιο, μέχρι ότου τελείωσε ο καιρός της θυσίας. Σημάδι μάλιστα  της τέλειας ασφαλώς καθαρότητας της καρδιάς του και της αγνότητάς του είναι το γεγονός ότι έβλεπε ο όσιος νοερά τις διαθέσεις εκείνων που προσέρχονταν να μετάσχουν στη θεία κοινωνία, ποιος δηλαδή από αυτούς προσέρχεται με καθαρή συνείδηση και ποιος με βρόμικη. Ο μακάριος αυτός όταν έγινε ενενήντα επτά ετών, εξεδήμησε προς τον Κύριο, επί της βασιλείας Λέοντος του Μεγάλου.

Ο όσιος Ευθύμιος ήταν ευπρεπής στην όψη, απλός στους τρόπους του, λευκός στο χρώμα, καλοστεκούμενος και σεμνός στο μέγεθος, με άσπρες τρίχες, με γενειάδα που έφτανε μέχρι τους μηρούς. Λέγεται ακόμη περί αυτού ότι όταν επρόκειτο κάποιος μοναχός να φύγει από τη ζωή, ο οποίος νομιζόταν από τους πολλούς σώφρων και εγκρατής, αλλά δεν ήταν, αντιθέτως μάλιστα: ήταν ακόλαστος, ο μακάριος Ευθύμιος έβλεπε άγγελο να αποσπά την ψυχή του με τρίαινα, κι ότι άκουσε φωνή, η οποία φανέρωνε τις κρυφές ντροπές του μοναχού.  Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».

Το πρώτο που προβάλλει η υμνογραφία του οσίου Ευθυμίου του μεγάλου – συντεθειμένη από δύο μεγίστους υμνογράφους: τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό και τον όσιο Θεοφάνη – είναι  ο παραλληλισμός του με τους προφήτες Ιερεμία, Σαμουήλ και άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Και τούτο διότι και αυτοί, όπως και ο όσιος, υπήρξαν καρποί προσευχής και ηγιασμένοι εκ κοιλίας μητρός τους. Κι αυτό σημαίνει ότι ο Θεός θέλησε να φανερωθεί με τον τρόπο αυτό η ιδιαίτερη χάρη που είχαν όλοι τους και η σωτήρια για πολλούς ανθρώπους παρουσία τους, με την καθοδήγηση που παρείχαν προς εύρεση του Θεού. Όπως σημειώνει κι ένας ύμνος του οσίου:  «καρπός στειρώσεως ο ίδιος, φάνηκες πολύγονος, διότι από το πνευματικό σου σπέρμα γέμισε από μοναχούς  η πριν αδιάβατη έρημος». «Από τη μήτρα της μητέρας σου σε καθαγίασε ο Θεός, πάτερ όσιε, όπως παλιά τον Ιερεμία και τον Σαμουήλ, θεοφόρε». «Όπως παλιά για τον Πρόδρομο που γεννήθηκε από στείρα γυναίκα, έτσι και θείος άγγελος ανάγγειλε και τη δική σου γέννα, από στείρα μήτρα».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας ιδιαιτέρως επικεντρώνουν την προσοχή τους στον μέγιστο Ιωάννη Πρόδρομο, του οποίου τον βίο προσπάθησε να μιμηθεί ο όσιος Ευθύμιος. Και η μίμηση από αυτόν του Προδρόμου έγκειτο αφενός στον αγιασμένο τρόπο ζωής του, τόσο που τον χαρακτηρίζουν «εκμαγείον», αποτύπωμα  αυτού («έγινες αποτύπωμα και εικόνα του Προδρόμου, Ευθύμιε, ευρισκόμενος στα όρη βαπτιστής, ακτήμονας, χωρίς σπίτι, λάμποντας σε όλα τα χαρίσματα»), αφετέρου στο ότι και ο ίδιος υπήρξε άλλου είδους Βαπτιστής, αναγεννώντας τους ανθρώπους με την ορθόδοξη διδασκαλία του στο πνευματικό βάπτισμα της Εκκλησίας, το βάπτισμα της υιοθεσίας («ανέπλασας αυτούς, τους ανθρώπους, με το βάπτισμα της υιοθεσίας. Διότι αφού μιμήθηκες τον βίο του Προδρόμου, αναδείχτηκες Βαπτιστής, Ευθύμιε»).

Αν θέλει κανείς με μία φράση να χαρακτηρίσει τη ζωή του αγίου Ευθυμίου, θα έλεγε αυτό που ο άγιος υμνογράφος επισημαίνει: «Πάτερ Ευθύμιε, ο σος βίος ανυπέρβλητος, η πίστις όντως ορθόδοξος» - η ζωή σου αξεπέραστη, η πίστη σου αληθινά ορθόδοξη. Ορθόδοξη πίστη, αγιασμένη στο έπακρο ζωή, ορθοδοξία και ορθοπραξία: να ο κανόνας ζωής για κάθε πιστό, για κάθε, καλύτερα, άνθρωπο που αποφάσισε να λατρεύει τον Θεό κατά τρόπο τέλειο. «Ο ισάγγελος βίος σου έγινε κανόνας αρετής και ακριβέστατος χαρακτήρας για εκείνους που διάλεξαν να λατρεύουν τον Θεό με τελειότητα». Δεν είναι τυχαίο, γι’ αυτό, που ο υμνογράφος μας άγιος Θεοφάνης τον παραλληλίζει μεταξύ άλλων και με τον προφήτη Μωυσή: όπως εκείνος με τη ράβδο την εκ Θεού έσχισε την ερυθρά θάλασσα προκειμένου να διέλθουν οι Ισραηλίτες προς τη γη της επαγγελίας, το ίδιο και ο όσιος: έγινε μιμητής της αρετής εκείνου και προκάλεσε ρήγμα στη θάλασσα των παθών, οπότε και διάβηκε χωρίς εμπόδια στη γη της επαγγελίας, τη βασιλεία του Θεού.

Οι υμνογράφοι μάς βοηθούν περαιτέρω: ποιες οι αρετές που άσκησε ο όσιος Ευθύμιος και υπερέβη τα πάθη και κέρδισε με τη χάρη του Θεού τη βασιλεία Του; Πρώτα από όλα πόθησε τη βασιλεία του Θεού, ντύθηκε έπειτα την ταπείνωση, ακολούθησε την εγκράτεια, επιδίωξε τη δικαιοσύνη. Συνεπώς μπόρεσε να απεμπλακεί από τη γοητεία της παρούσας ζωής, διότι μετέθεσε το κέντρο βάρους της ζωής του στα μένοντα και αιώνια, λόγω αγάπης προς τον Κύριο. Άλλος δρόμος για κάθε άνθρωπο από αυτόν δεν υπάρχει. Όσο θεωρούμε ότι η όντως ζωή βρίσκεται στον παρόντα κόσμο, τόσο δεν υπάρχει περίπτωση να ζήσουμε αληθινά την πηγή της Ζωής, τον Κύριο και τη χάρη Του. «Καταφρόνησες, Πάτερ Ευθύμιε, τα γήινα πράγματα, διότι πόθησες βαθιά την ουράνια βασιλεία: Θεώρησες βδέλυγμα τα πλούτη, με το να ντυθείς την ταπείνωση,  μίσησες τις ηδονές του βίου και έκανες δικιά σου την εγκράτεια, έδιωξες την αδικία και επιδίωξες τη δικαιοσύνη».

18 Ιανουαρίου 2024

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

«Ο άγιος Αθανάσιος γεννήθηκε, όπως συμπεραίνουν ορισμένοι, στην Αλεξάνδρεια κατά το 295/6. Δεν έχουμε πολλές και ασφαλείς ειδήσεις για την παιδική και την εφηβική του ηλικία. Οι γονείς του ήταν Έλληνες και μάλλον εθνικοί και απέκτησε ικανοποιητική θύραθεν παιδεία στις εθνικές σχολές της Αλεξάνδρειας, κατά πληροφορίες του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Από μικρός βρέθηκε στο στενό περιβάλλον του Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας, από τον οποίο έγινε αναγνώστης, γραμματέας και διάκονος (319). Εκεί γνώρισε πολύ καλά και την όλη εκκλησιαστική και θεολογική κατάσταση της εποχής, όπως και τον μοναχικό βίο. Διάκονος ακόμη, συνοδεύοντας τον επίσκοπο Αλέξανδρο, τον οποίο επηρέαζε πάρα πολύ, έκανε αισθητή την παρουσία του στην Α΄ εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδο των 318 Πατέρων, που συγκροτήθηκε το 325 μ.Χ. κατά του Αρείου, στην οποία διέπρεψε περισσότερο από όλους με το ζήλο του υπέρ της διδασκαλίας του ομοουσίου. Το επόμενο έτος 326, διαδέχτηκε τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο και αρνήθηκε την κοινωνία με τον Άρειο, διότι γνώριζε τη διαστροφή της γνώμης του και τη νόσο της αιρέσεως που εμφώλευε ακόμη στην καρδιά του. Γι’ αυτόν τον λόγο  άρχισαν αμέσως οι κατ’ αυτού συκοφαντίες και οι εχθρικές ενέργειες του αιρεσιάρχη αυτού, όπως και τα ληστρικά γνωστά συνέδρια και οι άδικες κατηγορίες εναντίον του και οι αλλεπάλληλες εξορίες που υπέστη από τους βασιλείς Κωνσταντίνο τον μεγάλο,  Κωνστάντιο τον υιό του, Ιουλιανό τον παραβάτη και τον θερμό προστάτη των αρειανών Ουάλη. Ο μεν μέγας Κωνσταντίνος τον εξόρισε από ευπιστία στις διαβολές των άλλων,  οι άλλοι όμως κινήθηκαν εναντίον του από τη δική τους ο καθένας κακοπιστία. Ο υπερασπιστής όμως της ορθοδοξίας Αθανάσιος,  άλλοτε συρόμενος από τη βία των ανθρώπων της εξουσίας, άλλοτε δίνοντας τόπο στην οργή των εχθρών, οδηγήθηκε στο Τρίβερι της Γαλλίας, κατέφυγε στη Ρώμη, φυγαδεύτηκε στις ερήμους, κρύφτηκε σε υπόγεια μήνες ολόκληρους, υπέμεινε μύριους κινδύνους και διωγμούς επί 46 χρόνια, μέσα στα οποία τον ανακαλούσαν για λίγο, για να διωχθεί και πάλι στη συνέχεια. Τελευταία, αφού αναφάνηκε στο ύψος του επισκοπικού του θρόνου σαν φωτεινό αστέρι, αλλά στη δύση του πια, και κατεφώτισε με τη λαμπρότητα των λόγων του τον ορθόδοξο λαό για μικρό διάστημα, έφτασε οριστικά στη δύση της ζωής του και αναπαύτηκε ο πολύ ταλαιπωρημένος από τους μακρούς κόπους και αγώνες του άγιος Αθανάσιος κατά το έτος 373».

  Ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος στον επιτάφιό του για τον Μ. Αθανάσιο έγραψε: «Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι», επαινώντας τον Αθανάσιο, είναι σαν να επαινώ την αρετή. Το ίδιο ακριβώς εκφράζει και η υμνολογία της Εκκλησίας μας σήμερα διά γραφίδος του αγίου Θεοφάνους του υμνογράφου, ο οποίος επαναλαμβάνει τον λόγο του αγίου Γρηγορίου ελαφρώς παραλλαγμένο: «Προσκομίζοντας τον έπαινο στον Αθανάσιο, σαν να εγκωμιάζω την αρετή, φέρνω μάλλον το εγκώμιο προς τον ίδιο τον Θεό». Γιατί τέτοιος εγκωμιασμός;

Πρώτον, διότι ο άγιος Αθανάσιος «υπήρξε η μεγαλύτερη φυσιογνωμία της αρχαίας Εκκλησίας. Σήκωσε το βάρος πολλαπλής και βαθιάς κρίσεως και θεμελίωσε θεολογικά και οριστικά την ορθόδοξη τριαδολογία…Για τέσσερις δεκαετίες και πλέον (328- 373) απέβη το σύμβολο και η κεφαλή, προς την οποία με αγωνία είχαν στραμμένα τα βλέμματα οι πάντες, ορθόδοξοι και κακόδοξοι. Οι λίγοι ορθόδοξοι, όσο έβλεπαν τον ιερό αετό όρθιο στον θρόνο του ή ανυποχώρητο στις εξορίες του, ήταν βέβαιοι πως η Ορθοδοξία ζει και αναθαρρούσαν. Οι πολλοί κακόδοξοι, όσο έβλεπαν όρθιο τον ανυπότακτο άνδρα, ήξεραν ότι παρά τους διωγμούς η Ορθοδοξία επιζεί και γι’ αυτό θηριώνονταν» (Σ. Παπαδόπουλος).

Δεύτερον, διότι στον άγιο βλέπουμε τις ιδιαίτερες προϋποθέσεις που απαιτούνται εκ μέρους του Θεού, προκειμένου να γίνει κατοικητήριο Αυτού και όργανο φανέρωσης της αλήθειας Του: τις φυσικές καταβολές και σπουδές του, τους αγώνες του για πνευματική κάθαρση του εαυτού του. «Καθάρισες από κάθε μολυσμό την ψυχή και το σώμα σου, Αθανάσιε, γι’ αυτό και αναδείχθηκες άξιος ναός του Θεού. Το πλήρωμα λοιπόν της αγίας Τριάδος, όλος ο Θεός, επαναπαύτηκε σε σένα, παμμακάριστε μύστη του Θεού». Ο άγιος υμνογράφος μάλιστα υπενθυμίζει ότι τον πνευματικό του αυτόν αγώνα τον ξεκίνησε ήδη εκ νεότητός του, γι’ αυτό και από την ηλικία αυτή απέκτησε φρόνημα πολιού γέροντος: «Κατάργησες τα σκιρτήματα των σαρκικών αμαρτωλών παθών με νεανικούς αγώνες, γι’ αυτό και ήδη από τη νεότητά σου απέκτησες σταθερό και γεροντικό σεβάσμιο φρόνημα, μακάριε Αθανάσιε».

Ο άγιος Αθανάσιος βεβαίως είναι ταυτισμένος με τους αγώνες υπέρ της ορθοδοξίας. Η Εκκλησία μας, όπως σημειώθηκε και παραπάνω, σ’ αυτόν οφείλει το γεγονός της διατρανώσεως της ορθόδοξης πίστης, με την έννοια ότι αυτός φωτίστηκε κατεξοχήν να δείξει στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο τις πλάνες των αντιπάλων, όταν ο αιρεσιάρχης Άρειος και οι ομόφρονές του, μπλεγμένοι σε κοσμικές φιλοσοφίες, απειλούσαν με διαστρέβλωση της αποκάλυψης του Χριστού και της αποστολικής διδασκαλίας. Την προσφορά αυτή επισημαίνουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας σε συντριπτικό ποσοστό. «Φύτευσες τα δόγματα της ορθοδοξίας και απέκοψες τα αγκάθια της κακοδοξίας, όσιε, πληθαίνοντας έτσι τον σπόρο της πίστεως με τη βροχή του αγίου Πνεύματος». «Αφού κήρυξες ορθόδοξα τον Λόγο του Θεού, τον Χριστό, ότι είναι ομότιμος και σύνθρονος με τον Πατέρα, όπως και ότι είναι μονογενής Υιός Του, διδάσκεις πάλι, επώνυμε της αθανασίας Πατέρα, ότι και το άγιον Πνεύμα είναι συμφυές και ομοούσιο με τον Γεννήτορα Πατέρα  και τον Υιό». «Εξόρισες παράξενα δόγματα και ξένα προς την Εκκλησία του Χριστού, και θεολόγησες την Τριάδα των υποστάσεων και την Μονάδα της Θεότητος».

Οι αγώνες όμως υπέρ της ορθοδοξίας επισύρουν πάντοτε τη μήνη, κατά παραχώρηση βεβαίως του Θεού, του ίδιου του αρχέκακου διαβόλου, ο οποίος μεγαλύτερη χαρά δεν έχει από το να αλλοιώνεται η αληθινή πίστη του Χριστού. Διότι αλλοιωμένη πίστη σημαίνει και αλλοιωμένο τρόπο ζωής. Το δόγμα ως η διατύπωση της αλήθειας, ως γνωστόν, έχει άμεση επίπτωση προς το ήθος του ανθρώπου, δείγμα ότι οι αιρετικοί δεν μπορούν και να ζήσουν κατά τον τρόπο του Χριστού, δηλαδή τον τρόπο της αγάπης. Κατανοεί λοιπόν κανείς εύκολα και το γιατί υπέστη τόσους διωγμούς, τόσες συκοφαντίες ο μέγας αστήρ Αθανάσιος. «Λύσσαξε», κατά το κοινώς λεγόμενο, ο διάβολος και υποκίνησε τα όργανά του, προς εξαφανισμό του αγίου. Αλλ’  είπαμε, όλα γίνονται κατά παραχώρηση Θεού, που σημαίνει ότι υπάρχει έλεγχος των δαιμονικών ενεργειών και όριο στις επιθέσεις τους, με σκοπό να φανερωθεί  μέσω των επιθέσεων αυτών ακόμη περισσότερο η λάμψη της αλήθειας και η αγιότητα των φορέων αυτής. Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, όντως επικεντρώνει επ’ αρκετόν και στη διάσταση αυτή από τη ζωή του αγίου Αθανασίου. «Άπειροι οι κίνδυνοι που δοκίμασες, μακάριε, καθώς αγωνιζόσουν υπέρ της αληθινής πίστεως». «Έμεινες καρτερικός στους διωγμούς και υπέμεινες τους κινδύνους, όσιε θεορρήμον Αθανάσιε, μέχρις ότου εξόρισες την άθεη πλάνη του Αρείου».

Η Εκκλησία μας δεν φείστηκε καθόλου των επαίνων, για να δείξει το μέγεθος του αγίου Αθανασίου. Και μόνο το γεγονός ότι, μεταξύ των όσων είπαμε, τον χαρακτηρίζει ως τον δέκατο τρίτο από τους αποστόλους, που μέσω αυτού μιλούσε ο ίδιος ο Κύριος και το ίδιο το άγιον Πνεύμα, αρκεί για να καταλάβουμε τι σημαίνει Αθανάσιος και γιατί η θεολογία της Εκκλησίας μας κατά βάση έχει χαρακτηριστεί «αθανασιανή». «Η ζωηφόρος πνοή του Πνεύματος του Χριστού, που επιφοίτησε πριν κατά τρόπο θεοπρεπή στο υπερώο της Ιερουσαλήμ, και γέμισε τους μαθητές, σε αναδεικνύει δέκατο τρίτο απόστολο, πάτερ». «Έχοντας τον Χριστό να ομιλεί, Πάτερ, με τη γλώσσα σου, σαν εύηχο όργανο, στηλιτεύεις, μακάριε, με τα γραπτά σου την αίρεση των ειδώλων».

17 Ιανουαρίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΕΝ ΙΩΑΝΝΙΝΟΙΣ

 

«Ὁ ἔνδοξος νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος, υἱός εὐσεβῶν καί ἐναρέτων γονέων, τοῦ Κωνσταντίνου καί τῆς Βασίλως, καταγόταν ἀπό ἕνα χωριό τῶν Γρεβενῶν πού ὀνομαζόταν Τσούρχλι (τώρα Ἅγιος Γεώργιος). Λόγω τῆς φτώχειας τῶν γεωργῶν γονέων του δέν μπόρεσε νά μάθει γράμματα κι ὅταν ἔμεινε ὀρφανός σέ νεαρή ἡλικία ἔμεινε γιά μικρό διάστημα μαζί μέ τά ἀδέλφια του. Ἔφυγε ἀργότερα γιά τά Ἰωάννινα, ὅπου ἔκανε κάποιες μικρές δουλειές γιά νά τρέφεται, ὄντας ἁπλός, σεμνός καί πρᾶος, ἐνῶ δέν παρέλειπε ὅταν τοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία νά βρίσκεται στόν Ναό τοῦ Κυρίου. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1836 ἦταν ἱπποκόμος σέ κάποιον Ὀθωμανό, ἀξιωματοῦχο τοῦ διοικητῆ τῶν Ἰωαννίνων. Κάποιοι τότε  Ὀθωμανοί, κατώτερης κοινωνικῆς τάξης, κινούμενοι ἀπό φθόνο καί ἐμπάθεια τόν συκοφάντησαν ὅτι τάχα εἶχε ἐξομόσει πρίν ἀπό καιρό καί ἔπειτα ξανάγινε χριστιανός. Τόν ὁδήγησαν λοιπόν στόν Τοῦρκο δικαστή, ὁ ὁποῖος τόν ἀνέκρινε καί διεπίστωσε, μετά καί τήν ἄρνηση του Γεωργίου ὅτι συνέβη κάτι παρόμοιο, ὅτι πρόκειται περί συκοφαντίας, μέ ἀποτέλεσμα νά τόν ἀφήσει ἐλεύθερο.   

Συνεχίζοντας λοιπόν τή ζωή του κοντά στόν ἀξιωματοῦχο Ὀθωμανό στά Ἰωάννινα, συζεύχθηκε μέ τή γυναίκα του, ὀνόματι Ἑλένη, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1837.  Τόν μήνα αὐτόν, ἦλθε ἕνας ἡγεμόνας τοῦ Μουσταφᾶ πασᾶ στά Ἰωάννινα, κι ἔτυχε τότε νά προσληφθεῖ ὁ ἅγιος ἀπό τόν νεοδιορισμένο Μουσελίμη τῶν Φιλιατῶν, τόν ὁποῖο καί ἀκολούθησε ἐκεῖ. Μετά ἀπό λίγο ὅμως ἐπέστρεψε ὁ Μουσελίμης γιά ὑποθέσεις του στά Ἰωάννινα κι ἦλθε καί ὁ Γεώργιος ὡς ἱπποκόμος του, ὁπότε μέ τό πέρας τῶν ὑποθέσεων καθώς ξεκίνησε καί πάλι ὁ Μουσελίμης γιά τίς Φιλιάτες, ὁ Γεώργιος τόν παρεκάλεσε νά παραμείνει γιά λίγες ἡμέρες ἀκόμη στά Ἰωάννινα, γιατί εἶχε γεννήσει ἡ γυναίκα του υἱό καί ἤθελε νά παρευρίσκεται στή βάπτισή του. 12 Ἰανουαρίου, ἡμέρα Τετάρτη, πρωϊνή ὥρα, κάποιος Ὀθωμανός τόν συνάντησε στόν δρόμο, τόν ἅρπαξε βίαια καί τοῦ εἶπε: Ἐσύ ἔγινες Τοῦρκος καί πῶς τώρα ζεῖς ὡς χριστιανός; Αὐτός ἀπάντησε: οὔτε Τοῦρκος ἔγινα ποτέ οὔτε τόν Χριστό μου ἀρνήθηκα ποτέ. Χριστιανός καί ἤμουνα καί πάντοτε θά εἶμαι. Ἐπειδή μαζεύτηκαν καί ἄλλοι Ὀθωμανοί ἀπό ὅσους ἦταν στόν δρόμο καί μαρτυροῦσαν κι αὐτοί τά ἴδια μ’ ἐκεῖνον πού τόν εἶχε ἁρπάξει, λόγω τοῦ θορύβου πού δημιουργήθηκε, ἔφτασε ὁ Διοικητής Καβάζπασης, ὁ ὁποῖος ρώτησε νά μάθει γιά τήν αἰτία τοῦ θορύβου καί ἄκουσε ἀπό τούς Ὀθωμανούς τήν κατηγορία κατά τοῦ Γεωργίου: εἶχε τουρκέψει καί τώρα ζεῖ καί πάλι ὡς χριστιανός. Ὁ Γεώργιος στό μεταξύ συνεχῶς ἔκραζε δυνατά, Χριστιανός καί ἤμουν πάντοτε, καί εἶμαι, καί ποτέ δέν ἔγινα Τοῦρκος. Τόν συνέλαβε ὁ Καβάζπασης, τόν φυλάκισε καί περί τό δειλινό τόν ὁδήγησαν στόν δικαστή, ὅπου τόν ἐξέτασαν, τόν πίεσαν ποικιλοτρόπως γιά νά ἐξομόσει, ἀλλά αὐτός παρέμεινε ἀκράδαντος στήν ὁμολογία τῆς ἀμώμητης πίστεώς μας. Τόν ἔκλεισαν καί πάλι στή φυλακή. Τότε ὁ ἁρχιερατεύων στά Ἰωάννινα Ἰωακείμ ὁ ἀπό Δρυϊνουπόλεως (κατόπιν Πατριάρχης), πῆγε στόν δικαστή καί μέ ἰσχυρά ἐπιχειρήματα ἀναίρεσε ὅλες τίς κατηγορίες κατά τοῦ Γεωργίου – κάτι πού ἔκανε στή συνέχεια καί ἐνώπιον τοῦ Διοικητῆ - ἀλλά τελικῶς δέν κατάφερε τίποτε.

Τήν ἴδια νύχτα ὁ Γεώργιος βασανίστηκε μέ πολλούς τρόπους στή φυλακή γιά νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του στόν Χριστό, ἀλλά μένοντας σταθερός καί ἀμετακίνητος ὁδηγήθηκε ἐκ νέου στόν δικαστή τήν Πέμπτη τό πρωί. Ἐκεῖ στήν ἀρχή προσπάθησαν νά τόν μεταπείσουν μέ κολακεῖες κι ὕστερα μέ ἀπειλές, ἀλλά καί πάλι δέν ἐνέδωσε καθόλου. Τόν ἔφτυναν, τόν μαστίγωναν, ἀλλά αὐτός τό μόνο πού ἔλεγε ἦταν: Χριστιανός εἶμαι. Πάλι τόν ἔριξαν στή φυλακή καί τόν βασάνισαν ὅλη τή νύκτα. Ξημερώματα Παρασκευῆς, τοῦ ἔμπηξαν ἀκίδες κάτω ἀπό νύχια του, τοῦ ἔβαλαν μεγάλες πέτρες πάνω στό στῆθος του, ἀλλά αὐτός μέ γενναῖο τρόπο ἐξακολουθοῦσε νά ἀναφωνεῖ: Χριστιανός εἶμαι. Σάββατο πρωί τόν ἔσυραν γιά μία ἀκόμη φορά ἐνώπιον τοῦ δικαστῆ, ὅπου εἶχαν μαζευτεῖ καί πολλοί Ὀθωμανοί, ὁπότε τοῦ εἶπαν νά ἐκλέξει ἕνα ἀπό τά δύο: ἤ νά λάβει πολλές ἀμοιβές ἄν ἐξομόσει ἀπό τήν πάτρια πίστη του ἤ νά λάβει θάνατο σκληρό ἄν ἐπιμείνει σ’ αὐτήν. Ὁ μακάριος ὅμως μέ ἀνδρεία ψυχή καί θαρραλέο στόμα εὐθαρσῶς καί πάλι ὁμολόγησε μέ δυνατή φωνή μπροστά σέ ὅλους τούς ἀσεβεῖς: «Χριστιανός καί ἤμουν ἀπαρχῆς, Χριστιανός εἶμαι καί θά εἶμαι μέχρι τῆς τελευταίας μου πνοῆς». Τρεῖς φορές τόν ἔφεραν ἐνώπιον τοῦ κριτῆ καί τρεῖς φορές τόν ἔβγαλαν, χωρίς νά τοῦ ἀλλάξουν τήν εὐσεβή ὁμολογία. Τότε δόθηκε ἡ τελευταία ἀπόφαση, γραμμένη μέ τό χέρι τοῦ δικαστῆ, νά παραδοθεῖ σέ θάνατο. Τόν ὁδήγησαν λοιπόν στόν ἀνθύπατο (Κεχαγιάμπεη), ὅπου παρά τίς νέες ἀπειλές δέν ἐνέδωσε. Τόν ἔφεραν ἀπό ἐκεῖ καί στόν διοικητή Μουσταφᾶ πασᾶ, μπροστά στόν ὁποῖο χωρίς κανένα φόβο ὁμολόγησε ἐκ νέου τόν Σωτήρα καί Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁπότε ρίχτηκε στή φυλακή γιά μία ἀκόμη φορά. Τή Δευτέρα 17 Ἰανουαρίου, 12 τό μεσημέρι, ἀπαγχονίστηκε στήν ἀγορά τοῦ χάνδακα τοῦ μεγάλου φρουρίου, συνεχῶς φωνάζοντας δυνατά: «Χριστιανός εἶμαι, κάντε μου ὅ,τι φοβερό καί κακό γνωρίζετε». Ἔμεινε τό σῶμα τοῦ μακάριου Γεωργίου κρεμασμένο μέχρι τήν Τετάρτη, 19 Ἰανουαρίου, ὁπότε κατ’ αὐτήν δωρήθηκε τό μαρτυρικό σῶμα ἀπό τόν διοικητή Μουσταφᾶ Πασᾶ Βεζύρη στόν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος τό ἔφερε στόν ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τῆς πόλεως Ἰωαννίνων, ὅπου καί τάφηκε ἔξω ἀπό τό ἱερό Βῆμα, στό ἀριστερό μέρος, μέ μεγάλη συνδρομή τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν, μέ μεγάλη εὐλάβεια καί κατάνυξη, καί μέ τήν ἱερή παράταξη ὅλου τοῦ ἱερατικοῦ κλήρου. Καί τί συνέβη; Ἐνῶ ἦταν κρεμασμένο τό μαρτυρικό σῶμα, κατερχόταν ἀπό τόν οὐρανό ἄπλετο φῶς τίς νύχτες καί τό κατακάλυπτε, πρός ἔκπληξη καί μεγάλο θαυμασμό ὅλων αὐτῶν πού τό ἔβλεπαν. Κι αὐτό τό φῶς φαινόταν λαμπρότατο ὄχι μόνον στούς κοντινούς, ἀλλά καί σ’ αὐτούς πού ἦταν πολύ μακριά. Ὁ τάφος τοῦ ἁγίου ἐπιτελεῖ πάρα πολλές πραγματικές θεραπεῖες σέ ὅσους προσέρχονται μέ πίστη, ἐνῶ χῶμα καί λάδι πού μεταφέρονται σέ ἄλλα μέρη ἀπό τό μνῆμα του καί τή φωταγωγία του ἀπό πιστούς καί εὐλαβεῖς χριστιανούς, ἀπάλλαξαν ὅσους τά ἔλαβαν μέ θερμή πίστη ἀπό δεινά πάθη καί ἀπό ἀνίατες νόσους».

Ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου νεομάρτυρα Γεωργίου τοῦ ἐν Ἰωαννίνοις προκαλεῖ θαυμασμό καί κατάπληξη, ὅπως βεβαίως συμβαίνει καί σέ παρόμοιες ἄλλες περιπτώσεις ἁγίων. Γιατί; Διότι ἡ εἰκόνα πού παρουσιάζει πρίν ἀπό τό μαρτύριό του εἶναι ἡ εἰκόνα ἑνός ἁπλοῦ ἀνθρώπου, ἀγραμμάτου, μέ μία «κατώτερη» ἐργασία – φροντιστής ἀλόγων ἤτανε – μέ μία ἁπλή γυναίκα νυμφευμένος, πού μόλις μάλιστα εἶχε γεννηθεῖ τό παιδί τους, χωρίς καμία ἰδιαίτερη ἀπαίτηση ἀπό τή ζωή, ὅταν μάλιστα αὐτή ἡ ζωή ἦταν περιχαρακωμένη ἀπό τήν κυριαρχία καί τή δυναστεία τῶν Ὀθωμανῶν - ἡ περιοχή τῆς Ἠπείρου καί τῶν Ἰωαννίνων δέν εἶχε ἀκόμη ἀπελευθερωθεῖ. Ἕνας πολύ ἥσυχος ἄνθρωπος δηλαδή μέ μία πολύ ἁπλή καί ἥσυχη ζωή. Καί τό παράδοξο καί τό καταπληκτικό εἶναι ὅτι μόλις δίνεται ἡ ἀφορμή, ἀφορμή ὡς πρός τήν πίστη πού προκαλεῖ τόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἥσυχος αὐτός ἄνθρωπος πού κανείς ἴσως νά μήν τοῦ ἔδινε σημασία σέ ἄλλη περίσταση, ἀποκαλύπτεται κυριολεκτικά λιοντάρι στήν ψυχή, μέ μία καρδιά πού κόχλαζε ἀπό τή φλόγα καί τή θερμότητα τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό.

Ὁ ἅγιος Γέροντας ὑμνογράφος μακαριστός π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ὁ μόλις πρό ὀλίγων ἡμερῶν ἁγιοκαταταχθείς ἀπό τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο, ἐπανειλημμένως προσανατολίζει τή σκέψη μας,  προκειμένου νά προβάλει τό μεγαλεῖο τοῦ νεομάρτυρα, ἀκριβῶς σ’ αὐτήν τήν «παραδοξότητα»: τήν ἁπλότητα καί τήν πραότητά του, πού ὅμως ἔκρυβαν τόν πάντιμο θησαυρό τῆς χριστιανικῆς πίστεώς του. «Τί παράδοξο θαῦμα! Αὐτός πού ἦταν ἁπλός κατά τόν τρόπο τῆς ζωῆς του... ντρόπιασε τό πονηρό φίδι...». «Πράγματι, νά, ὁ ἰδιώτης καί ἀκαλλιέργητος ὡς πρός τόν λόγο, ὁ λαμπρός Γεώργιος, κυριάρχησε μέ τή στέρεα γνώμη του ἀπέναντι στή φοβερή καί τρομερή δύναμη τῶν ἐχθρῶν» (στιχ. ἑσπερ.). Καί θυμᾶται ὁ ὅσιος ὑμνογράφος ἔτσι, αὐτό πού σημειώνει στούς Κορινθίους ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν προβαίνει σέ ἀποτίμηση τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ σ’ αὐτόν τόν κοσμο:  ὁ Χριστός ἀποκάλυψε τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ὄχι στούς σοφούς καί τούς θεωρουμένους μεγάλους καί ἰσχυρούς τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά στούς μικρούς καί ἄσημους, τούς περιθωριακούς, οἱ ὁποῖοι ὅμως εἶχαν «καρδιά» γιά νά γευτοῦν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή τους. «Βλέπετε ποιοί ἔχετε κληθεῖ στήν πίστη, ἀδελφοί. Δέν εἶστε πολλοί σοφοί κατά κόσμον, δέν εἶστε πολλοί δυνατοί, δέν εἶστε πολλοί εὐγενεῖς. Γιατί ὁ Θεός διάλεξε τούς θεωρούμενους ἀνόητους τοῦ κόσμου, γιά νά ντροπιάσει τούς σοφούς, καί τούς ἀδύναμους διάλεξε ὁ Θεός, γιά νά ντροπιάσει τούς ἰχυρούς». Τό ἴδιο λοιπόν λέει καί ὁ Γέροντας Γεράσιμος: «Σύ, Χριστέ, διάλεξες τούς μικρούς καί ἀδύναμους τοῦ κόσμου καί ντρόπιασες μέσω αὐτῶν αὐτούς πού ἦταν περήφανοι μέ ἐπηρμένο νοῦ» (στιχ. ἑσπερ.).

 Ὁ ἅγιος Γεώργιος μέ ἄλλα λόγια ἔχει, γιά τόν ἐκκλησιαστικό μας ποιητή, τό βασικότερο καί οὐσιαστικότερο στοιχεῖο γιά νά ὑπάρχει καί νά ἀναπτύσσεται ἡ πίστη τοῦ Θεοῦ∙ τήν ἁγία ταπείνωση. Ὄχι βεβαίως ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἡ ταπείνωση καί ἡ πίστη σ’ ἕναν ἄνθρωπο πού «διαπρέπει» στόν κόσμο αὐτόν∙ ἕναν μορφωμένο ἐπιστήμονα γιά παράδειγμα. Ἀλλά θέλει νά πεῖ ὅτι εἶναι ἴσως πιό εὔκολο σέ ἕναν ἁπλό ἄνθρωπο νά πιστέψει στόν Χριστό, καί τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία γιά νά τό τονίσει μέ τόν ἅγιο Γεώργιο.

Κι ἴσως, πρίν δοῦμε ἄλλες «ματιές» τοῦ ὁσίου ὑμνογράφου γιά τόν ἅγιο, νά σταθοῦμε σ’ αὐτήν τήν ἐξωτερική εἰκόνα πού εἶχε στόν κόσμο, τοῦ ἁπλοῦ ὅπως εἴπαμε καί ἥσυχου καί ταπεινοῦ ἀνθρώπου. Γιατί; Διότι προκαλούμαστε νά προβληματιστοῦμε πάνω γενικά στήν εἰκόνα τοῦ χριστιανοῦ στόν κόσμο κάθε ἐποχῆς. Ὁ χριστιανός δηλαδή δέν «ἀκούγεται» συνήθως, δέν φωνασκεῖ, δέν δηλώνει τήν παρουσία του σ’ ἕναν κόσμο χαλασμένο ἀπό τήν ἁμαρτία μέ «πυροτεχνήματα» καί ἐκδηλώσεις πού τραβοῦν τήν προσοχή. Κάτι τέτοιο συνήθως φανερώνει μία κενότητα καί μία ἀπουσία τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Ὁ χριστιανός ζεῖ τόν Θεό μέσα στήν καρδιά του (μέ τίς ἐξωτερικές ἐκκλησιαστικές ἐκδηλώσεις ἐννοεῖται τῆς ζωῆς αὐτῆς ἐν κατακοσμίῳ ἤθει), ἀγωνίζεται ἀδιάκοπα νά βρίσκεται στό διαρκῶς ζητούμενο, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ - βάση μας εἶναι τό «γενηθήτω τό θέλημά Σου» τῆς Κυριακῆς προσευχῆς - ὁ ἐναγώνιος προσανατολισμός του εἶναι οἱ ἐντολές τοῦ Κυρίου, ἰδίως τό ὑψηλό τῆς ἀγάπης καί πρός τόν ἐχθρό,  πράγματα δηλαδή πού τόν κάνουν ἐξωτερικά μέν νά περνάει ἀπαρατήρητος, ἐσωτερικά ὅμως νά τόν τραντάζουν συθέμελα καί νά τόν θέτουν στήν ἔνταση, κατά τόν λόγο τοῦ ὁσίου Σωφρονίου, τῆς τεταμένης χορδῆς. Αὐτό δέν εἶναι καί τό ἦθος τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας, ὁ Ὁποῖος Θεός ὤν ἦρθε σέ ἕναν κόσμο μέ τόν ἁπλούστερο καί ταπεινότερο τρόπο, χωρίς κανείς νά Τόν πάρει «εἴδηση»; Κι ἄρχισε τή φανέρωσή Του ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα τῆς λυτρωτικῆς δράσεώς Του μέ ἀποκορύφωμα τόν Σταυρό. Σάν τόν ἅγιο Γεώργιο ἐν προκειμένω, πού κανείς δέν μποροῦσε νά καταλάβει τόν ἐσωτερικό του ἀγώνα, ἀλλά μόλις προκλήθηκε ὡς πρός τήν πίστη του ὅπως εἴπαμε, ἐκεῖ πιά κατ’ ἀνάγκην φανέρωσε τό μεγαλεῖο τῆς ὀδυνωμένης καρδιᾶς του ἀπό τόν ἐσωτερικό του πνευματικό ἀγώνα.

Διότι βεβαίως αὐτό ἀποκαλύπτει τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου: Ὅτι ἀγωνιζόταν διαρκῶς νά ζεῖ μέ τήν ἑτοιμότητα πού ζητάει ὁ Κύριος. «Γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ Κύριος ἔρχεται». Ἡ ἀντίδρασή του στούς ἐχθρούς Ὀθωμανούς πού θέλησαν νά τόν ἀλλαξοπιστήσουν, αὐτό ἀκριβῶς ἐπιβεβαιώνει. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἔχει τή διάθεση νά θυσιαστεῖ γιά τήν πίστη του, ἄν δέν τήν καλλιεργεῖ διαρκῶς μέσα του καί δέν τήν ἔχει ὡς προτεραιότητα τῆς ζωῆς του. Καί νά, ἡ ἀπόδειξη: νιόπαντρος ὅπως εἴπαμε, μ’ ἕνα μικρό παιδί στά χέρια πού μόλις εἶχε βαπτιστεῖ, οὔτε στιγμή δέν προβληματίζεται. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα, γυναῖκα ἤ τέκνα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» εἶναι ἐκεῖνο πού τόν συνέχει. Κι ἔρχεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί τό ἐπιβεβαιώνει: κανείς δέν ὁδηγεῖται στό μαρτύριο γιά τήν πίστη του στόν Χριστό, ἄν δέν ἔχει ξεχωριστή καί ἰδιαίτερη χάρη ἀπό Ἐκεῖνον. Ὅπως ἀκριβῶς τό διατυπώνει: «ἡμῖν ἐχαρίσθη οὐ μόνον τό εἰς Αὐτόν (τόν Χριστόν) πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ Αὐτοῦ πάσχειν». Ὁ ἅγιος Γεώργιος λοιπόν ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη σπουδαῖο παράδειγμα ἀπό τό νέφος τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν ἀλήθεια αὐτή. Κι αὐτό σημειώνει βεβαίως καί ὁ ἅγιος ποιητής, κι ὄχι μόνον μία φορά. «Στερεωμένος στό θεμέλιο τῆς πίστεως, τρισμακάριε Γεώργιε, φάνηκες ἀκλόνητος ἀπέναντι στήν ἀλαζονεία τῶν ἐχθρῶν... Καί προτίμησες εὐχαρίστως τήν ἀγχόνη γιατί ἀγαποῦσες τόν Κύριο» (Δοξαστικό μ. ἑσπερ.). Κι ἀλλοῦ ἐνδεικτικά: «Κράτησες ἄσυλο τόν θησαυρό τῆς πίστεως, γιατί ἀκολουθοῦσες ἐπακριβῶς τή θεία ἀγάπη. Κι ἔκανες πέρα τόν πόθο τῶν οἰκείων σου, γιατί πρόκρινες χάριτι Θεοῦ νά πεθάνεις ὑπέρ Χριστοῦ » (λιτή).

Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή εἶναι ἐντελῶς λογικό γιά τόν ὅσιο ποιητή  Γεράσιμο νά συγκρίνει τόν ἅγιο Γεώργιο τόν νεομάρτυρα μέ τούς παλαιούς μεγάλους ἁγίους μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν ἅγιο Δημήτριο, τόν συνονόματό του ἅγιο Γεώργιο καί τούς λοιπούς. Γιατί; Διότι καί ἐκεῖνοι ὡς ποιητικό αἴτιο τῆς ζωῆς καί τοῦ μαρτυρίου τους εἶχαν τή θερμή ἀγάπη καί τόν ἔρωτα πρός τόν Χριστό. Ὅπως πολλάκις ἔχει σημειωθεῖ: βγάλε τήν ἀγάπη αὐτή ἀπό τούς ἁγίους καί ὅλη ἡ ζωή τους, πολύ περισσότερο τό μαρτύριό τους εἶναι ἀκατανόητα - ὅ,τι ἐπισημαίνει καί πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά μάρτυρες πού τό μαρτύριό τους λόγω ἐλλείψεως τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο ἦταν μάταιο: «εἰκῇ καί ἐμαρτύρησαν». «Φάνηκες, Γεώργιε, νά ἔχεις τόν ἴδιο ζῆλο μέ τούς παλαιούς μάρτυρες» (ἀπόστ. (μ.) ἑσπερ.). «Ὄλη ἡ Ἤπειρος μέ χαρά μεγάλη ὑμνεῖ μέ ἄσματα τούς λαμπρούς ἀγῶνες τῆς ἔνδοξης ἄθλησής σου, ἅγιε, μέ τούς ὁποίους ἀγῶνες ἀναδείχτηκες ἰσοστάσιος τῶν λαμπρῶν μεγάλων μαρτύρων» (στιχ. ἑσπ.). Ἀποτελεῖ ὁ ἅγιος «τή λαμπρή προσθήκη τῶν ἀθλοφόρων τοῦ Χριστοῦ, γιατί ἦταν κατά πάντα ὁμότροπός τους» (ἀπόστ. ἑσπ.).

Γιά νά προχωρήσει βεβαίως ὁ ἅγιος ὑμνογράφος στήν ἀποτίμηση τοῦ μαρτυρίου κάθε ἐποχῆς, ὅταν γίνεται γιά τόν Χριστό: ἀποτελεῖ συμμετοχή στό Πάθος τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. «Βαστάζεις κι ἐσύ στό σῶμα σου τά στίγματα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ» (Δοξαστικό ἑσπερινοῦ). Μέ τό ἴδιο ἀποτέλεσμα∙ τήν κατατρόπωση τοῦ διαβόλου. Δηλαδή ὅπως ὁ Κύριος πάνω στόν Σταυρό κατάργησε τόν διάβολο καί καταπάτησε τόν θάνατο, ἔτσι καί ὁ ἅγιος μάρτυρας ἐν προκειμένῳ: μέ τή θυσία τῆς ἀγάπης του γιά τόν Χριστό διά τῆς ἀγχόνης, ἀπαγχόνισε τόν διάβολο. «Μέ θάρρος ὁμολόγησε τό σωτήριο τοῦ Χριστοῦ ὄνομα, καί μέ τόν θάνατο τῆς ἀγχόνης ἀπαγχόνισε τόν ἀρχέκακο ἐχθρό» (Δοξαστικό ἑσπ.).

Εἶναι εὐνόητο ἔτσι ὅτι ἕνας τέτοιος χαρισματικός θάνατος, μέσω τοῦ ὁποίου εἰσέρχεται κανείς θριαμβευτικά στήν ὄντως ζωή, γίνεται ἀφενός ἀφορμή γιά δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ἀφετέρου εὐκαιρία νά ὑπάρξει ἕνας ἀκόμη ἰσχυρός πρεσβευτής τῶν ἀνθρώπων ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Κι ἰδιαιτέρως μέ τά λείψανα τά ὁποῖα μένουν στά χέρια τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων, διά τῶν ὁποίων ἐπιτελοῦνται πλεῖστα θαύματα. Ὁ ἅγιος ποιητής δέν παύει νά τονίζει καί τίς δύο αὐτές πραγματικότητες, ἐπισημαίνοντας βεβαίως καί τήν ξεχωριστή χάρη πού εἰσπράττουν ἀπό τόν ἅγιο ἡ Ἤπειρος γενικά καί πιό συγκεκριμένα ἡ πόλη τῶν Ἰωαννίνων. «Ἀγωνίστηκες μαρτυρικά μέ ἀκλόνητη καρδιά καί δόξασες τόν Χριστό μέ τή γενναία σου ἄθληση, Γεώργιε νεομάρτυς» (ἐξαπ. ὄρθρου).  «Χαῖρε, Γεώργιε, ὁ πυρσός τῆς Ἠπείρου και ὁ θερμότατος βοηθός τῶν Ἰωαννίνων... Καί τώρα παρακάλει Χριστόν τόν Θεό χωρίς διακοπή γιά ἐμᾶς πού ὑμνολογοῦμε δυνατά τήν ἱερή καί χαρμόσυνη μνήμη σου» (Δοξ. ἑσπ.). «Ὁ Κύριος τῆς δόξας, ἐπειδή δοξάστηκε ἀπό τήν ἄθλησή σου, σέ δοξάζει λαμπρά, γι’ αὐτό καί ἀνέδειξε τή σορό τῶν λειψάνων σου ὡς κρήνη ἰαμάτων» (λιτή).

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο Αντώνιος γεννήθηκε το 251 μ.Χ. στην κωμόπολη Κομά της Αιγύπτου. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς Χριστιανοί, πλούσιοι και αριστοκράτες που του μετάγγισαν την πίστη τους στον Χριστό. Σε νεαρή ηλικία τους έχασε κι έμεινε μόνος με τη μικρή αδελφή του. Είκοσι ετών περίπου νιώθει την κλήση του Θεού να αποσυρθεί από τα κοσμικά και να αφιερωθεί πλήρως στον Θεό. Εμπιστεύεται την αδελφή του σε παρθενώνα (ένα είδος γυναικείου μοναστηριού) της περιοχής του, μοιράζει στους φτωχούς όλη την περιουσία που είχε από τους γονείς του και αποσύρεται πρώτα κοντά στο χωριό του κι ύστερα σε πιο απομακρυσμένες κι ερημικές περιοχές. Η δίψα του κι ο πόθος του για τον Θεό και την αρετή ήταν πολύ μεγάλοι. Όπου άκουγε ότι υπάρχει κάποιος ενάρετος ασκητής πήγαινε και τον επισκεπτόταν για να τον μιμηθεί στον καλό τρόπο της ζωής του. Σιγά σιγά έτσι απέκτησε σχεδόν όλες τις αρετές, χαρακτηριζόμενος από όλους θεοφιλής. Ο Θεός επέτρεψε, για να του αυξήσει τις δωρεές και τα χαρίσματα, να μπει και στη σκληρή δοκιμασία των δαιμονικών πειρασμών. Μέσα από το καμίνι αυτό, με τη βοήθεια του Θεού, αναδείχτηκε ως «χρυσός εν χωνευτηρίω». Προχώρησε πολύ στην αγιότητα, απέκτησε τα μεγάλα χαρίσματα της διόρασης και της προόρασης, καθώς και της διάκρισης των πνευμάτων. Η φήμη του από τα θαύματα και τα χαρίσματά του άρχισε να απλώνεται παντού. Έγινε πρότυπο στους πάντες, κοσμικούς και μοναχούς. Η ταπείνωσή του όμως τον κρατούσε προσγειωμένο στην πραγματικότητα. Αποσύρθηκε σε ακόμη ερημικότερες περιοχές, μα ο πιστός λαός τον αναζητούσε οπουδήποτε. Τέλος σε βαθύτατο γήρας, το 356, σε ηλικία 105 ετών, αφού έδωσε τις τελευταίες συμβουλές στους συνασκητές του και με την εντολή να τον θάψουν σε μέρος που δεν θα το γνωρίζει κανείς, παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του στα χέρια του Δημιουργού του, μέσα σε άφατη χαρά και ιλαρότητα».

Ο Μέγας Αθανάσιος, ο οικουμενικός αυτός Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας μας, ο οποίος και συνέγραψε τον βίο του αγίου Αντωνίου – στην πραγματικότητα μία εκτεταμένη επιστολή – λέει ότι είναι «μεγάλο κέρδος γι’ αυτόν και να θυμάται μόνον τον Αντώνιο». Ο ιερός Αυγουστίνος, ο μεγάλος κι αυτός άγιος της Εκκλησίας, πήρε την οριστική απόφαση να μεταστραφεί στη χριστιανική πίστη και να βαπτιστεί, με την καθοδήγηση βεβαίως του επισκόπου Μεδιολάνων αγίου Αμβροσίου, όταν μελέτησε τον βίο του αγίου Αντωνίου. Ο σπουδαίος ασκητής του Γεροντικού, ο οποίος ζήτησε από τον Θεό να του φανερώσει όλους τους μεγάλους αγίους της εποχής του, είδε να εκπληρώνεται το αίτημά του, πλην του Αντωνίου. Και στο ερώτημά του στον Κύριο γιατί συνέβη αυτό, έλαβε την πληροφορία ότι «ο Αντώνιος είναι πολύ κοντά μου και δεν μπορείς να τον δεις». Όταν μιλάμε για τον άγιο Αντώνιο λοιπόν δεν μιλάμε για απλό άγιο της Εκκλησίας. Το πνευματικό ύψος του είναι τρισμέγιστο, φθάνει μέχρι και σ’ αυτά τα «κράσπεδα» της Τριαδικής Θεότητος.

Η υμνολογία της Εκκλησίας μας τον παραλληλίζει με τον προφήτη Ηλία και τον άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή. Ό,τι ο ίδιος ο άγιος Αντώνιος είδε σαν τρόπο ζωής στον προηγηθέντα από αυτόν όσιο Παύλο τον Θηβαίο («του Παύλου συμμέτοχος του Θηβαίου»),  το ίδιο αγωνίστηκε και αυτός να πράξει. Νέος προφήτης Ηλίας και νέος Ιωάννης Πρόδρομος ο όσιος Παύλος, παρομοίως και ο άγιος Αντώνιος. Κατά πώς το λέει και το απολυτίκιό του: «Μιμήθηκες στον τρόπο της ζωής τον ζηλωτή Ηλία κι ακολούθησες τους ίσιους δρόμους του Βαπτιστή, πάτερ Αντώνιε». Κι ακόμη: τον παραλληλίζει και με τον Μωυσή, ονομάζοντάς τον «νέον Μωυσή», διότι «στην έρημο έστησε το τρόπαιο κατά των εχθρών και των αντιπάλων ως αρχηγός του λαού». Δεν παραξενεύουν λοιπόν οι χαρακτηρισμοί που του αποδίδει η Εκκλησία μας διά των ύμνων της: «Πατήρ Πατέρων», «φωστήρ φωστήρων», «οικουμένης το κλέος», «ο επί γης άγγελος και εν ουρανοίς άνθρωπος Θεού».

Ο άγιος υμνογράφος κάνοντας, με τα δεδομένα της ζωής του οσίου και με φωτισμό Θεού, μία πνευματική «ακτινογραφία» του Αντωνίου, επικεντρώνει στην καρδιά του: ήταν ένα πυρακτωμένο καμίνι αγάπης και έρωτα που η φλόγα του ανέβαινε διαρκώς στο ακρότατο των επιθυμητών, στην πιο υψηλή κορυφή της αγάπης, τον ίδιο τον Θεό. «Ο θείος έρωτας σού έβαλε φωτιά και έδωσε φτερά στην ψυχή σου να ποθήσεις το πράγματι ακρότατο όριο της αγάπης, τον Θεό δηλαδή». Αυτός ο έρωτάς του ήταν η κινητήρια δύναμη για να απαγκιστρωθεί από όλες τις γοητείες του παρόντος κόσμου του απατεώνος, και στη συνέχεια με την πολλή άσκησή του και την ησυχία να αυξηθεί  σ’ αυτήν την  αγάπη του Θεού, να ενωθεί πλήρως με Αυτόν και να γεμίσει από όλα τα καλά που ο Θεός ξέρει να δίνει: όχι κάτι από Αυτόν, αλλά ολόκληρο τον Εαυτό Του. «Τότε λοιπόν, με τον θείο έρωτά σου, έκανες πέρα οποιαδήποτε  σχέση με άνθρωπο και ήλθες στην έρημο, αγωνιζόμενος να ενωθείς με Αυτόν με την πολλή άσκηση και την ησυχία. Γι’ αυτό και γέμισες, όπως ζήτησες, από τα καλά του Θεού και έλαμψες σαν ήλιος, φωτίζοντας τις ψυχές μας, Αντώνιε».

Ο άγιος υμνογράφος με τα παραπάνω λεγόμενά του δίνει απάντηση και σε ένα ερώτημα που μπορεί να δημιουργηθεί και σε εμάς σήμερα: τι ήταν εκείνο που έκανε τον Θεό να δώσει τόση χάρη στον Αντώνιο; Κάνει διακρίσεις ο Θεός; Αγάπησε περισσότερο εκείνον από ό,τι εμάς ή άλλους άλλων εποχών; Η απάντηση είναι αρνητική. Ο Θεός αγαπά τους πάντες εξίσου. «Ουκ έστιν προσωπολήπτης ο Θεός». Ό,τι αγάπη είχε στον Αντώνιο έχει και σε εμάς και σε όλους τους ανθρώπους. Ποιο λοιπόν το «μυστικό» του Αντωνίου; «Ως εζήτησας» σημειώνει ο υμνογράφος. Η απάντηση βρίσκεται στη μικρή αυτή φράση. Ο άγιος Αντώνιος πυρακτώθηκε από την χάρη του Θεού, έγινε όλος φωτιά, διότι και ο ίδιος αναζητούσε τον Θεό. Κι εκεί υπάρχει το έλλειμμα το δικό μας. Ε μ ε ί ς  δεν αναζητούμε τον Θεό ή αν Τον αναζητούμε, Τον αναζητούμε με πολύ αναιμικό τρόπο. Ο Θεός προσφέρεται στον άνθρωπο κατά την αναλογία και της δικής του επιθυμίας. Μεγάλη αναζήτηση; Μεγάλη και η προσφορά. Μικρή αναζήτηση; Μικρή και η προσφορά. Με άλλα λόγια και εμείς θα μπορούσαμε να αναδειχτούμε άγιοι της περιωπής του αγίου Αντωνίου. Καταθέτουμε όμως την καρδιά και τη διάθεσή μας στον Θεό με απόλυτο τρόπο, χωρίς προαπαιτούμενα, σαν τον άγιο Αντώνιο; Την ευθύνη της μικρής ή και της μηδαμινής χάρης του Θεού μέσα μας πρέπει να την αναζητήσουμε στον ίδιο μας τον εαυτό.

16 Ιανουαρίου 2024

Η ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΑΛΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

«Κατ’ αυτήν την ημέρα εορτάζουμε την προσκύνηση της τιμίας αλυσίδας του αγίου Πέτρου, την οποία του έβαλε, όταν τον φυλάκισε, ο τετράρχης Ηρώδης, καθώς ιστορεί ο απόστολος Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων. Αυτήν την αλυσίδα που λύθηκε από εμφάνιση Αγγέλου, κάποιοι από τους πιστούς την βρήκαν και την διαφύλαξαν κατά διαδοχή. Αυτή ύστερα μεταφέρθηκε από τους ευσεβείς  στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου που βρίσκεται μέσα στη μεγάλη Εκκλησία, όπου τελείται και η σύναξή του».

Δύο τινά προβάλλει η υμνολογία της Εκκλησίας σήμερα με αφορμή την τιμία αλυσίδα του αποστόλου Πέτρου: πρώτον, την ύπαρξη της ίδιας της αλυσίδας και την ερμηνεία της προσκυνήσεώς της, δεύτερον την τιμή της Εκκλησίας απέναντι στο ιερό πρόσωπο του αποστόλου Πέτρου. Κι είναι φυσικό: η αλυσίδα αυτή του αποστόλου κατανοείται όπως και οι εικόνες στην Εκκλησία: ως μέσα αναγωγής προς τους αγίους. «Η τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Το ίδιο και με την αλυσίδα: δι’ αυτής αναφερόμαστε σ’ εκείνον που υπήρξε ο πρώτος των αποστόλων, «αυτός που καθώς ενώθηκε ολόκληρος με το καθαρότατο φως, τον Χριστό, με τη θεία μετοχή σ’ Αυτόν, φάνηκε δεύτερο φως που καταυγάζει και τις δικές μας ψυχές». Την διά της αλύσεως αναγωγή στον απόστολο καταγράφει ο υμνογράφος ποικιλοτρόπως, όπως και στην παρακάτω προτροπή: «Εμπρός όλοι αγκαλιάζοντας την αλυσίδα, ας στεφανώσουμε τον απόστολο με εγκωμιασμούς».

Η υμνολογία της εορτής κινείται με μεγάλη ευελιξία και με θεία έμπνευση, προκειμένου να βρει τις διάφορες εποικοδομητικές και ψυχωφελείς διαστάσεις που δίνει η προσκύνηση της αλύσεως, όπως για παράδειγμα ότι η αλυσίδα που λύθηκε από τον άγγελο να γίνει με τη δύναμη του αποστόλου στους εν πίστει προσκυνητές της μέσον να λυθούν και οι δικές τους αμαρτίες («Σπάσε τα δεσμά της αμαρτίας μας, απόστολε, εμάς που προσκυνούμε με πίστη τη θεία σου άλυση»), ή ότι ο απόστολος που φόρεσε την αλυσίδα ενόσω ήταν δέσμιος, ο ίδιος με αυτήν δέσμευσε τον τύραννο διάβολο. Εκεί όμως που ρίχνουν περισσότερο το βάρος τους οι υμνογράφοι μας είναι στην ερμηνεία της προσκύνησης της αλυσίδας. Έχουν την έγνοια να ξεκαθαρίσουν το θεολογικό υπόβαθρο της τιμής της αλυσίδας, προφανώς για να μην αφήσουν καμία υποψία «ειδωλολατρικής» προσέγγισής της. Και η εξήγηση την οποία προσάγουν είναι σαφέστατη: δεν τιμάται η αλυσίδα του αποστόλου Πέτρου καθεαυτήν – τούτο, είπαμε, θα ήταν σαφής ειδωλολατρία – τιμάται διότι την φόρεσε ένας άνθρωπος που ήταν πλήρης αγίου Πνεύματος, μετά μάλιστα την αγία Πεντηκοστή, οπότε ο αγιασμός και του σώματός του μεταγγίστηκε και στα πράγματα με τα οποία ήλθε σε επαφή. «Απόστολε, η αλυσίδα και τα δεσμά σου που σε άγγιξαν και  έγιναν έτσι μέτοχα της χάρης του Θεού από το θείο και πάνσεπτο σώμα σου, αγιάζουν και αυτούς που τα προσκυνούν».  

Είναι μία θεολογική αλήθεια, η οποία αναδεικνύει και τη μετοχή της άψυχης φύσης στη χάρη του Θεού, κάτι που θεμελιώνεται επανειλημμένως στην αποκάλυψη του Χριστού, όπως για παράδειγμα στο γεγονός της Μεταμορφώσεώς Του, όταν και τα ίδια τα ενδύματα του Κυρίου έλαμψαν και αυτά και «εγένοντο λευκά ως χιών». Γι’ αυτό και στην Εκκλησία μας βλέπουμε το πόσο χρησιμοποιείται το υλικό στοιχείο ως μέτοχο και αυτό της αγιαστικής δύναμης του Πνεύματος του Θεού. Με άλλα λόγια με τέτοια γεγονότα και φαινόμενα καταδεικνύεται με τρόπο ανάγλυφο ο «υλισμός» του χριστιανισμού, καλύτερα: η εν-πνευμάτωση και της ύλης, καθώς η χάρη του Θεού μεταστοιχειώνει όχι μόνον την ψυχή, αλλά και το σώμα του ανθρώπου, περαιτέρω δε όλη τη φυσική δημιουργία.  Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η Εκκλησία μας μιλάει πάντοτε για σωτηρία όλου του ανθρώπου, δηλαδή και της ψυχής και του σώματός του, συνεπώς και της υλικής δημιουργίας στο πρόσωπο του αναγεννημένου εν Χριστώ ανθρώπου.

Και πέραν τούτων: ο υμνογράφος με αφορμή την τιμία άλυση του αγίου Πέτρου βλέπει μία εξισορρόπηση της χάρης του μεταξύ Ανατολής και Δύσεως: δεν είναι μόνον η Ρώμη που καυχάται, επειδή κατέχει το θείο σώμα του αποστόλου, είναι και η νέα Ρώμη πια, η Κωνσταντινούπολη, η οποία και αυτή φωτίζεται από την  κατοχή της τιμίας αλύσεως. «Αγιάζεις, Πέτρε, τη Ρώμη, επειδή εκεί είναι κατατεθειμένο το θείο σώμα σου, αλλά και τη Νέα Ρώμη φωτίζεις, η οποία κατέχει με πίστη τη τιμία σου αλυσίδα». Πρόκειται για τον ερχομό και την παραμονή του αποστόλου Πέτρου στην Ανατολή, χωρίς να εγκαταλείπει όμως και τη Δύση. Ο απόστολος ήλθε και έμεινε μέσω της αλύσεώς του στην Κωνσταντινούπολη, οπότε  ο προσκυνητής της έχει παρρησία προς τον ίδιο, προκειμένου να πρεσβεύει στον Κύριο υπέρ ελέους του πιστού. «Χωρίς να εγκαταλείπεις τη Ρώμη, ήλθες προς εμάς μέσω των τιμίων αλυσίδων που φόρεσες, Πρωτόθρονε των αποστόλων. Κι αυτές τις αλυσίδες προσκυνώντας με πίστη, σε παρακαλούμε, με τις πρεσβείες σου προς τον Θεό, δώρισέ μας το μέγα έλεος».