27 Ιανουαρίου 2024

Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

«Αυτός ο μακάριος και θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επειδή δεν καταφρονούσε το δίκαιο ανάλογα με τα πρόσωπα, αλλά έλεγχε και την ίδια τη βασίλισσα Ευδοξία για τις παρανομίες και τις αδικίες που γίνονταν από αυτήν, δύο φορές εξορίζεται και πάλι ανακαλείται. Για τρίτη και τελευταία φορά στέλνεται στην Κουκουσό της Αρμενίας. Από εκεί οδηγείται στην Αραβισσό, έπειτα στην Πιτυούντα, περιοχές όχι μόνον έρημες και με έλλειψη των αναγκαίων, αλλά που πολιορκούνταν πάντοτε και από τους γειτονεύοντες Ίσαυρους. Εκεί λοιπόν στην Πιτυούντα ο ένσαρκος άγγελος Ιωάννης καλείται από τον Δεσπότη όλων Χριστό μέσω του Πέτρου και του Ιωάννου, των ιερών αποστόλων, και μεταβαίνει προς τις αιώνιες σκηνές, ενώ το άγιο λείψανό του κατατίθεται στα Κόμανα του Πόντου μαζί με τους αγίους μάρτυρες Βασιλίσκο και Λουκιανό, όπως του το φανέρωσαν οι ίδιοι σε νυκτερινό όνειρο. Επειδή δε μετά από λίγο και ο βασιλιάς Αρκάδιος, όπως και η γυναίκα του Ευδοξία πέθαναν, έγινε δε βασιλιάς ο υιός τους Θεοδόσιος, ενώ και ο Πρόκλος ο μαθητής και υπηρέτης του αγίου Χρυσοστόμου με κοινή ψήφο έγινε Πατριάρχης, κατά το τέταρτο έτος της ιεραρχίας του πείθει ο μακάριος Πρόκλος τον βασιλιά Θεοδόσιο και στέλνει εκείνος στρατιώτες για την ανακομιδή του ιερού λειψάνου. Ο άγιος όμως δεν έδινε τον εαυτό του και έμενε ακίνητος, γι’ αυτό και ο βασιλιάς τον παρακαλεί με επιστολή, η οποία περιείχε τα εξής:

Επιστολή Βασιλέως Θεοδοσίου, Προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, Διδάσκαλο και Πνευματικό Πατέρα, Ιωάννη τον Χρυσόστομο.

Θεοδόσιος βασιλεύς. «Επειδή νομίσαμε, τίμιε Πάτερ, ότι το σώμα σου είναι νεκρό, όπως συμβαίνει και με τους άλλους ανθρώπους, θελήσαμε με απλότητα να το μετακομίσουμε και να το φέρουμε προς εμάς. Γι’ αυτό δικαίως  και λαθέψαμε στον σκοπό μας. Αλλά συ όμως, τιμιώτατε Πάτερ, συγχώρησέ μας τώρα που καταλάβαμε το λάθος μας, συ που δίδαξες σε όλους τη μετάνοια. Και σαν σε παιδιά που αγαπούν τους πατέρες τους δώσε μας πίσω τον εαυτό σου και εύφρανε αυτούς που σε ποθούν με την παρουσία σου». Όταν πήγαν λοιπόν την επιστολή στον άγιο και την έθεσαν πάνω στη σορό του, αμέσως εκείνος άφησε να τον πάρουν, οπότε οι απεσταλμένοι σήκωσαν τη σορό χωρίς κόπο. Μόλις έφτασαν αντίπερα από την Πόλη, φθάνει μεν ο βασιλιάς και όλη η σύγκλητος και ο πατριάρχης μαζί με τον κλήρο, ενώ βάζουν τη σορό, που είχε το σώμα του αγίου,  μέσα στο βασιλικό πλοίο. Έπεσε όμως καταιγίδα και τα μεν υπόλοιπα πλοία διασκορπίστηκαν σε άλλα μέρη, εκείνο δε στο οποίο ήταν το σώμα του αγίου, πήγε και άραξε στον αγρό της χήρας. Εκείνης της χήρας, την οποία αδίκησε η Ευδοξία, όταν άρπαξε τον αμπελώνα της. Κι επειδή ελέγχθηκε τότε από τον άγιο τον εξόρισε. Όταν αποδόθηκε λοιπόν ο αγρός στη χήρα, αμέσως έγινε γαλήνη στη θάλασσα, και πρώτα μεν το πλοίο οδηγείται στον ναό του αποστόλου Θωμά, στην περιοχή του Αμαντίου, έπειτα στον ναό της αγίας Ειρήνης, όπου και τον έβαλαν πάνω στο σύνθρονο, οπότε όλοι φώναξαν δυνατά: «Πάρε πίσω τον θρόνο σου, άγιε». Ύστερα, αφού εναποτέθηκε η σορός σε βασιλικό όχημα, φέρεται προς τον περιώνυμο ναό των Αποστόλων. Εκεί μόλις τοποθετήθηκε στην ιερά καθέδρα, φώναξε στο Ποίμνιο το «Ειρήνη πάσι». Έπειτα τον έθεσαν κάτω από τη γη, μέσα στο άγιο Βήμα, όπου τώρα βρίσκεται. Καθώς τελείτο δε η θεία Λειτουργία, γίνονταν θαυμάσια μεγάλα , μεταξύ των οποίων και αυτό: Κάποιος άνδρας δηλαδή, που έπασχε από αρθρίτιδα και δεν μπορούσε να εργαστεί, σχεδόν παντελώς ακίνητος, όταν άγγιξε τη σορό, αμέσως θεραπεύτηκε εντελώς από την αρρώστια του. Έτσι γνωρίζει ο Θεός να δοξάζει αυτούς που σε όλη τη ζωή τους δοξάζουν Αυτόν. Τελείται δε η Σύναξή του στον πάνσεπτο Ναό των αγίων Αποστόλων, όπου βρίσκεται και το ιερό του σώμα, κάτω από το Θυσιαστήριο».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας με αφορμή την ανακομιδή του ιερού λειψάνου του μεγάλου Πατρός Ιωάννου του Χρυσοστόμου μας υπενθυμίζουν αυτό που προβάλλει πάντοτε η Εκκλησία εξ αφορμής οποιασδήποτε αναφοράς της στον μεγάλο αυτόν άγιο: το κήρυγμα της μετανοίας. Διότι έτσι κυρίως χαρακτηρίζεται ο ιερός Χρυσόστομος: «κήρυξ της μετανοίας». Ο άγιος κηρύσσει εκείνη τη μετάνοια στον πιστό λαό, η οποία προϋποθέτοντας την άπειρη αγάπη του Θεού προς αυτόν, γίνεται η μεγαλύτερη παρηγοριά του, εκείνη που του «σφουγγίζει οποιαδήποτε υγρότητα  της φοβερής απόγνωσης και δροσίζει τις καρδιές που έχουν καεί από την αμαρτία». «Ας τιμήσουμε με επάξιο τρόπο τον χρυσό στους λόγους Ιωάννη, τον κήρυκα της μετάνοιας, το πάγχρυσο σφουγγάρι που παίρνει την υγρότητα της φοβερής απόγνωσης και δροσίζει τις καμένες από τις αμαρτίες καρδιές». Και πρέπει να προσέξουμε: ο άγιος δεν αμνηστεύει τις αμαρτίες ούτε υποβαθμίζει τις κακές της συνέπειες στο να αλλοιώνουν την ψυχοσωματική υπόσταση του ανθρώπου. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να κάνει τούτο εκείνος που υπήρξε «ο ποιμήν ο καλός και του αρχιποίμενος Χριστού μαθητής», δηλαδή εκείνος που τόνιζε ότι «διά της αμαρτίας ο θάνατος» και «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν»;

Εκείνο όμως που τονίζει και διαπρυσίως κηρύσσει είναι ότι μπορεί κάποιος να έχει αμαρτήσει με πολλά και μεγάλα αμαρτήματα, όμως τα αμαρτήματα αυτά δεν μπορεί να θεωρηθούν ισοστάσια της αγάπης του Θεού. Τίποτε δεν είναι σαν εκείνην, διότι η Αυτοαγάπη, ο ίδιος ο Θεός,  τόσο μας αγάπησε, ώστε έπαθε και θυσιάστηκε για εμάς τους ανθρώπους, παρέχοντάς μας τη συγχώρηση. Αρκεί βεβαίως να θέλουμε κι εμείς τη συγχώρηση αυτή, δηλαδή να μετανοούμε - η όλη προσφορά του Θεού υπάρχει άπειρη και αιώνια, μένει όμως ανενέργητη χωρίς και τη δική μας θέληση. Αυτό τόνιζε λοιπόν ο άγιος Χρυσόστομος ενόσω ζούσε, αλλά και το ίδιο κηρύσσει και μετά θάνατον, γινόμενος έτσι ο μεγαλύτερος παρηγορητής των ανθρώπων.  Ο άγιος Θεοφάνης με πολλή ενάργεια και σαφήνεια μας το επισημαίνει: «Αν και είσαι νεκρός μέσα στον τάφο, όμως  ως ζωντανός μέσα στον κόσμο, Χρυσόστομε, κηρύσσεις και γράφεις τη μετάνοια, δίνοντας την εγγύηση της συγχώρησης γι’ αυτούς που μετανοούν με θερμό τρόπο».

Και οι δύο υμνογράφοι – διότι εκτός του Θεοφάνη και ο άγιος Ιωσήφ έγραψε για τον μεγάλο Πατέρα - εμμένουν σε ό,τι εξίσου  προβάλλει η σημερινή εορτή: τη ζωντάνια του και μετά θάνατον. Δεν είναι μόνον το παραπάνω τροπάριο που τονίζει την αλήθεια αυτή, αλλά και όλη η υμνογραφία τους κινείται πάνω στη γραμμή αυτή, όπως άλλωστε φάνηκε και από το συναξάρι. Για παράδειγμα: «Ο Χρυσόστομος δίδαξε και πάλι με σαφήνεια τους βασιλείς ότι μολονότι νεκρός δεν υπέστη νέκρωση. Διότι αφού απείθησε την πρώτη φορά στα προστάγματά τους, δηλαδή να  φέρουν το λείψανό του στην Κωνσταντινούπολη, τη δεύτερη φορά, με τις δεήσεις τους επανήλθε».  Για μία ακόμη φορά η Εκκλησία μας σήμερα κηρύσσει τη νίκη του Χριστού πάνω στον θάνατο. Νίκησε ο Χριστός, συνεπώς κάθε άνθρωπος, όταν είναι αληθινά πιστός, νικά και αυτός. Ο θάνατος θεωρείται μετά τον ερχομό του Χριστού ως απλό επεισόδιο στη ζωή ενός ανθρώπου. Ουσιαστικά δεν υφίσταται. Και τα άγια λείψανα στην Εκκλησία μας είναι μία ισχυρή κραυγή της αλήθειας αυτής, την οποία ζούμε οι πιστοί και την χαιρόμαστε ιδίως σε εορτές ανακομιδής λειψάνων, σαν του αγίου Χρυσοστόμου σήμερα.

26 Ιανουαρίου 2024

Η ΕΓΝΟΙΑ ΚΑΙ Η ΞΑΓΡΥΠΝΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ

 

«Ἐντολαῖς τοῦ Δεσπότου ἐπαγρυπνῶν, ἐφ’ ὁμοίοις τε τρόποις παῖδας τούς σούς ρυθμίζων, μακάριε Ξενοφῶν, καί τήν σύζυγον, σύν αὐτοῖς τά ἄνω κληροῦσαι βασίλεια, πειρασμῶν παντοίων λιπών τό κλυδώνιον˙ ὅθεν εὐφημοῦμεν εὐσεβῶς ὑμᾶς πάντας καί πόθῳ γεραίρομεν καί πιστῶς ἀνακράζομεν˙ Θεοφόροι πανόλβιοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τήν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν» (κάθισμα όρθρου).

(Ξαγρυπνώντας στις εντολές του Δεσπότου Χριστού και ρυθμίζοντας τα παιδιά σου και τη σύζυγό σου στον ίδιο τρόπο ζωής, μακάριε Ξενοφών, μαζί μ’ αυτούς απέκτησες κλήρο στη Βασιλεία του Θεού, αφού άφησες πίσω σου τα κύματα των διαφόρων πειρασμών. Γι’ αυτό και σας υμνολογούμε ευσεβώς όλους σας και σας δοξολογούμε με πόθο και με πίστη φωνάζουμε δυνατά: Θεοφόροι μακάριοι, πρεσβεύσατε στον Χριστό τον Θεό μας, να δωρίσει σ’ εμάς που εορτάζουμε με πόθο την αγία μνήμη σας την άφεση των αμαρτιών μας).

Πλούσιος με μεγάλη περιουσία ο όσιος Ξενοφών ζούσε με πίστη στον Θεό μαζί με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη. Κι είναι από τους ανθρώπους που έδειξαν ότι ναι μεν είναι πολύ δύσκολη η είσοδος στη Βασιλεία του Θεού όταν κανείς έχει μεγάλη περιουσία, κατά τον λόγο του Κυρίου: «πόσο δύσκολα οι πλούσιοι θα εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού. Πιο εύκολο είναι ένα καραβόσχοινο να περάσει από την τρύπα μιας βελόνας, παρά ένας πλούσιος να μπει στη Βασιλεία του Θεού», δεν είναι όμως τούτο τελικώς ακατόρθωτο. Διότι το θέμα δεν είναι το έχειν και το βιος του ανθρώπου, αλλά ο τρόπος που διαχειρίζεται αυτό. Κι ο όσιός μας διαχειρίστηκε την περιουσία του κατά τρόπο όντως θεάρεστο: κάλυπτε βεβαίως τις ανάγκες της οικογενείας του, αλλά παράλληλα με πόθο καρδιάς κάλυπτε και τις ανάγκες των φτωχών συνανθρώπων του, όπως και εκείνων που έβλεπε πλούσια τη χάρη του Θεού σ’ αυτούς: των πτωχών καλογέρων που έφθαναν στην Κωνσταντινούπολη. Ο κάθε καλόγερος έβρισκε κατάλυμα στη φιλόξενη κατοικία του, όπως και ο οποιοσδήποτε αναγκεμένος, δείχνοντας έτσι ο Ξενοφών ότι βρίσκεται στον κόσμο ως ένας δεύτερος Αβραάμ.

Κι ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης μάς επισημαίνει με τον πιο καθαρό τρόπο τι συνιστούσε αγία βιοτή του Ξενοφώντα και κατ’ επέκταση και όλης της οικογενείας του: ο αγώνας του να βρίσκεται πάνω στις εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι είναι σημαντική η παρατήρηση του υμνογράφου: όχι απλώς είχε την έγνοια να πορεύεται κατά τις εντολές, αλλά ξαγρυπνούσε πάνω σ’ αυτές, που σημαίνει ότι αυτή ήταν η προτεραιότητά του νυχθημερόν. Ξεκινώντας η ημέρα του αλλά και κλείνοντας το βράδυ του ο νους του ήταν προσκολλημένος στον λόγο του Κυρίου, ώστε να τον κάνει πράξη. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές φορές ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος το εξαγγέλλει: «η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία», δηλαδή στην κίνηση του ανθρώπου να εφαρμόζει τον λόγο του Θεού ανοίγονται τα μάτια του για να θεάται, να βλέπει την παρουσία Εκείνου στη ζωή του.

Κι ο υμνογράφος προσθέτει: στον τρόπο της ζωής αυτής προσπαθούσε να συντονίσει, να ρυθμίσει και τη σύζυγό του και τα παιδιά του. Όχι ασφαλώς με τρόπο «στανικό», με το ζόρι. Γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε αυτόματα ότι ξεφεύγει και ο ίδιος από τις εντολές του Κυρίου που επιτάσσουν την ταπείνωση και την αγάπη – η ταπείνωση και η αγάπη τοποθετούν τον άνθρωπο με απόλυτο σεβασμό έναντι του όποιου συνανθρώπου του, ιδίως δε των οικείων και συγγενών του. Αλλά με το παράδειγμά του, χωρίς πολλά ή περιττά λόγια. Φανταζόμαστε τον δίκαιο Ξενοφώντα να ομιλεί με τη σύζυγό του γεμάτος ευγένεια, να παίζει με τα παιδιά του και να τα διαπαιδαγωγεί γεμάτος υπομονή και χιούμορ, να υπηρετεί μαζί τους τους φτωχούς και τους δυσκολεμένους αδελφούς. Γι’ αυτό και γνωρίζουμε ότι λειτουργούσε για την οικογένεια ως μαγνήτης – ήταν το «κεφάλι» που όλοι ήταν στραμμένοι προς αυτό. Γιατί; Διότι έβλεπαν ό,τι πιο καλό και ευχάριστο, όπως όταν βλέπει κανείς τον ίδιο Χριστό παρόντα στη ζωή του. Έτσι δεν γίνεται «αρχηγός» ο πατέρας στην οικογένεια; Αυτή δεν είναι και η ερμηνεία της «κεφαλής» για τη γυναίκα του άνδρα, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου; Όπως κεφαλή για το σώμα Του την Εκκλησία είναι ο ίδιος ο Κύριος: με τη θυσιαστική αγάπη Του απέναντι σ’ αυτήν!

Ο όσιος Ξενοφών είναι το άμεσο παράδειγμα για το πώς λειτουργεί η χριστιανική οικογένεια και τι σημαίνει «κατ’ οίκον Εκκλησία». Μας δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τι ήθελε να πει και στις ημέρες μας ο άγιος μέγας Πορφύριος, όταν διαρκώς επεσήμαινε ότι τα προβλήματα των παιδιών στην οικογένεια και στην κοινωνία μας είναι κυρίως προβλήματα των γονέων. Γονιός, έλεγε, που έχει ως προτεραιότητα τον αγιασμό του είναι αυτός που θα έχει και μία ευλογημένη οικογένεια, που τα παιδιά του – ακόμη κι αν αποκλίνουν κάποια στιγμή – θα μεγαλώσουν χωρίς ψυχολογικά προβλήματα και πάντα θα έχουν μπροστά στα μάτια τους ως πολικό αστέρι τον Κύριο!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΞΕΝΟΦΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΑΣ ΑΥΤΗΣ

«Ο όσιος Ξενοφών ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας μεγάλη υλική περιουσία, αλλά και μεγάλη κατά Θεόν ευσέβεια. Απέστειλε λοιπόν τους δύο υιούς του στην πόλη της Βηρυτού, μία από τις πόλεις της Φοινίκης, για να μελετήσουν και να μάθουν νομικά. Επειδή όμως το πλοίο που τους μετέφερε ναυάγησε, βγήκε αυτός μαζί με τη γυναίκα του σε αναζήτησή τους. Πράγματι βρήκε τα παιδιά του στα Ιεροσόλυμα, αλλά τα βρήκε ντυμένα το μοναχικό σχήμα, οπότε παρακινήθηκε και ο ίδιος με τη γυναίκα του να ακολουθήσουν και αυτοί τον μοναχικό βίο. Και τόσο πολύ πρόκοψαν στην αρετή, ο Ξενοφών, η γυναίκα του και τα παιδιά του, ώστε να αξιωθούν να κάνουν και θαύματα. Ευαρέστησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους τον Θεό και εξεδήμησαν προς Αυτόν».

Οι όσιοι Ξενοφών, Μαρία η σύζυγός του και τα παιδιά τους Αρκάδιος και Ιωάννης αγωνίστηκαν ολοκάρδια να τηρήσουν τις εντολές του Κυρίου, γι’ αυτό και κέρδισαν τη Βασιλεία του Θεού – μία αλήθεια που τονίζει πολλές φορές η Εκκλησία μας σήμερα, διά γραφίδος του αγίου υμνογράφου Θεοφάνη. «Βαδίζοντας με ζήλο την οδό των εντολών σου ο δούλος σου, Δέσποτα, κατάκτησε τις μονές εκείνες που υποσχέθηκες, επειδή αγωνίστηκε με πόθο για την αιώνια ζωή». «Αγρυπνούσες στις εντολές του Κυρίου, μακάριε Ξενοφών». Κι αυτός ο αγώνας του ήταν εκείνος που τον έκανε (όπως βεβαίως και την οικογένειά του) να τιμηθεί με τις πιο λαμπρές αξίες που οδηγούν από την πράξη στη θεωρία. «Τιμημένος με τις πιο λαμπρές αξίες, διέπρεψες στον γεμάτο φως τρόπο ζωής σου. Διότι την πράξη την ανέδειξες σε σκαλοπάτι για τη θεωρία».

Είναι γνωστό: η πίστη και η αγάπη ως εντολές του Κυρίου είναι ο δρόμος του χριστιανού, ο δρόμος της αγιότητας. Ο άγιος υμνογράφος  αυτό μας θυμίζει για τον όσιο Ξενοφώντα και τη συνοδεία του: πορεύτηκαν πάνω στην εν πίστει  αγάπη, που φανερωνόταν κυρίως με την ελεημοσύνη τους. «Λάμποντας, λάμπρυνες τον εαυτό σου από τα αξιώματα της ψυχής, την ελεημοσύνη και την πίστη». Η φράση «αξιώματα ψυχής» δεν πρέπει να παρέλθει ασχολίαστη. Ο υμνογράφος εδώ μας αποκαλύπτει ότι τηρώντας κανείς την πίστη και την ελεημοσύνη, δηλαδή την αγάπη, αποκτά αξιώματα, γίνεται αξιωματούχος. Η πίστη και η ελεημοσύνη είναι, μας λέει, τα πραγματικά αξιώματα του ανθρώπου. Όχι αυτά που θαυμάζουν οι πολλοί, τα επίγεια και κοσμικά αξιώματα, αλλά τα ψυχικά και πνευματικά, συνεπώς αυτά που μπορεί να αποκτήσει ο οποιοσδήποτε, αρκεί να θελήσει και να προσπαθήσει.

Ο άγιος Θεοφάνης όμως διατυπώνει και κάτι σ’ αυτό που γράφει για την τήρηση των εντολών του Χριστού από τον όσιο Ξενοφώντα, το οποίο είναι εξόχως ενδιαφέρον και επίκαιρο για κάθε εποχή, κυρίως όμως την δική μας. «Ξαγρυπνούσες στις εντολές του Κυρίου, όπως και ρύθμιζες στους όμοιους με σένα τρόπους τα παιδιά σου, μακάριε Ξενοφών». Ο άγιος δηλαδή ένιωθε την ευθύνη του και ως γονιός. Δεν έλεγε ότι  αγωνίζεται μόνον για τον εαυτό του ή, ακόμη χειρότερα, δεν πίστευε ότι η ευθύνη του εξαντλείται στο να καλύψει τις σωματικές, βιοτικές και μορφωτικές  ανάγκες των παιδιών του. Χωρίς να υποβαθμίζει και αυτήν την προσφορά του – είδαμε και στο συναξάρι ότι έστειλε τα παιδιά του στη Βηρυτό για να σπουδάσουν νομικά – η έγνοια και η πρώτιστη φροντίδα του ήταν η ρύθμιση των παιδιών του στις εντολές του Κυρίου: να πιστεύουν σωστά στον Θεό και να αγαπούν τον συνάνθρωπό τους. Πώς όμως; Όχι τόσο με τα λόγια, όσο με το προσωπικό του παράδειγμα. «Επαγρυπνών ο ίδιος στις εντολές». Είναι άλλωστε γνωστό: λόγια χωρίς παράδειγμα είναι λόγια κενά, άσαρκα και ανούσια.  Είναι μία υποκρισία, που το μόνο που καρποφορούν είναι η αντίδραση και η ανυπακοή.

25 Ιανουαρίου 2024

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

«Ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος έζησε επί της βασιλείας του Ουάλεντα. Πατρίδα του επίγεια μεν ήταν η δεύτερη των Καππαδοκών, η Ναζιανζός, (γεννήθηκε περί το 329/30), ουράνια δε, η άνω Ιερουσαλήμ. Γονείς του, ευγενείς και δίκαιοι, ήταν ο Γρηγόριος και η Νόννα. Ο πατέρας του ανήκε για πολύ στην ιουδαιο-ειδωλολατρική αίρεση των Υψισταρίων, την οποία εγκατέλειψε με την επιμονή και τις προσευχές της ευσεβεστάτης γυναίκας του, έγινε μάλιστα και επίσκοπος της πόλεως της Ναζιανζού. Όταν ο υιός Γρηγόριος μεγάλωσε και έλαβε μόρφωση και παιδεία, όπως κανείς άλλος (ως γνωστόν σπούδασε στην Ναζιανζό, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου γνωρίστηκε με τον άγιο Βασίλειο, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Αθήνα, όπου και δίδαξε  ρητορική) έγινε εξηγητής και διδάσκαλος της ζωής των περί αυτόν. Μεταξύ τούτων τιμά τον Μέγα Βασίλειο, τον πατέρα του Γρηγόριο, τον αδελφό του Καισάριο και την αδελφή του Γοργονία, με επιτάφιους λόγους. Γι’ αυτό και όσοι έγραψαν για τον ίδιο όχι από αλλού, αλλά από τους λόγους του πήραν τις αφορμές για όσα είπαν. Αυτό λοιπόν είναι ανάγκη μόνο να πούμε, ότι εάν έπρεπε να κατασκευαστεί μία εικόνα και στήλη στους ανθρώπους, η οποία να αποτελείται κατά μέρος από όλες τις αρετές, αυτό ήταν ο μέγας Γρηγόριος. Διότι αφού ξεπέρασε όλους τους εναρέτους ανθρώπους με τη λαμπρότητα της ζωής του, τόσο πολύ προχώρησε στη θεωρία, ώστε όλοι να ηττώνται από τη σοφία του, την αποτυπωμένη και στους λόγους και στα δόγματα. Γι’ αυτό και απέκτησε την επωνυμία «Θεολόγος». Έγινε μάλιστα και προεστώς της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως για δώδεκα έτη, μέχρι τη Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο (381). Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος, μέτριος στο ύψος, λίγο ωχρός και ευχάριστος στην όψη, με πλατιά μύτη και σε ευθεία γραμμή τα φρύδια. Ο ένας από τους δύο οφθαλμούς, ο δεξιός, ήταν πιο αυστηρός, από μία ουλή στα βλέφαρα. Τα γένια του δεν ήταν πολύ μακριά, αλλά αρκετά πυκνά, ήταν φαλακρός, λευκότριχος, με τα άκρα της γενειάδας όμως γκριζωπά. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία και στο Μαρτύριο της Αγίας Αναστασίας στα έμβολα του Δομνίκου, και στην Εκκλησία των Μεγάλων Αποστόλων, όπου ο φιλόχριστος και πανευσεβής βασιλιάς μας Κωνσταντίνος ο πορφυρογέννητος, αφού έφερε το τίμιο λείψανό του από τη Ναζιανζό της Καππαδοκίας, το κατέθεσε εκεί».

Και οι δύο υμνογράφοι του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο άγιος Θεοφάνης και ο άγιος Κοσμάς ο Μαϊουμά, κυριολεκτικά δεν φείδονται επαίνων και εγκωμίων, προκειμένου να τονίσουν την υψηλότατη κορυφή της θεολογίας, τον άγιο Γρηγόριο. Δεν είναι μόνο ότι τον χαρακτηρίζουν, εκφράζοντας τη συνολική θέση της Εκκλησίας μας, ως «Πατέρα Πατέρων και Ποιμένα Ποιμένων και δόξαν Πιστών και φωστήρα Ιερέων και οικουμένης το κλέος», αλλά ακόμη, επιμένοντας στη θεολογική συμβολή του, τον  ονομάζουν «Θεολόγον τον δεύτερον και μύστην της θείας ελλάμψεως», «τον δεύτερον Επιστήθιον, τον του Λόγου αυτόπτην, τοις δόγμασι γενόμενον» (αυτόν που έγινε με τα δόγματά του δεύτερος επιστήθιος φίλος του Χριστού, σαν τον Ιωάννη τον αυτόπτη του Λόγου),  «Τριαδικόν Θεολόγον», «Θεολογίας Θεολόγον» (ωδή γ΄) – είναι ο δεύτερος μετά τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο συνεπώς που τιμήθηκε από την Εκκλησία με τον τίτλο του Θεολόγου.  Ο άγιος Γρηγόριος υπήρξε πράγματι, μοναδικός αυτός, ο Θεολόγος της ίδιας της Θεολογίας. Κατά τον μακαριστό καθηγητή της Πατρολογίας Σ. Παπαδόπουλο «ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ναζιανζηνός, είναι ο επιφανέστερος, ο «άριστος» θεολόγος της Εκκλησίας μετά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Το θεολογικό του βάθος και η έντονη ποιητικότητα στο έργο του τον ύψωσαν σε πρότυπο μοναδικού κάλλους και λάμψεως». Γι’ αυτό για την Εκκλησία μας ο άγιος Γρηγόριος τελικώς είναι το δώρο του Θεού σ’ αυτήν την ίδια: «Ο άναρχος Θεός Λόγος, μακάριε, σε χαρίζει σαν δώρο στην Εκκλησία, σαν σε Μητέρα, αφού χαρίτωσε τον νου σου με λόγο και σοφία».

Παραξενεύει το γεγονός ότι και οι δύο υμνογράφοι στους κανόνες τους για τον άγιο Γρηγόριο δεν κάνουν καθόλου μνεία της σχέσεώς του για παράδειγμα με τον άλλο μεγάλο φωστήρα της Εκκλησίας, τον άγιο Βασίλειο - σε άλλη περίπτωση αυτό θα προβαλλόταν ως καίριο στοιχείο της μεγαλωσύνης ενός αγίου. Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι έχουν μείνει έκθαμβοι μπρος στη θεολογική δεινότητα του αγίου Γρηγορίου, τον ιδιαίτερο φωτισμό που δέχτηκε από τον Θεό, ώστε ως θεόπτης να μπορεί να εκφράσει και την εμπειρία της θέας και της αλήθειας του Θεού. Είναι ίσως μία έμμεση αναφορά τους ότι εκείνος που είναι τόσο φίλος με τον ίδιο τον Κύριο, που διείσδυσε τόσο πολύ στα της Τριαδικής Θεότητος, δεν έχει ανάγκη άλλων «εξωτερικών» βοηθημάτων, για να κατανοηθεί η μεγαλωσύνη του. «Μπόρεσες και χώρεσες μέσα σου τους θείους φωτισμούς, γι’ αυτό και μας φώτισες έντονα, Γρηγόριε, ώστε να σεβόμαστε τον ένα Θεό σε τρία πρόσωπα». Η είσδυση του αγίου μέσα στο φως της τρισηλίου θεότητος, ώστε με τη λάμψη αυτής να φωτίζει και τους πιστούς, γίνεται αγαπημένο κεντρικό θέμα των ύμνων των κανόνων. Κι αυτό όχι τυχαία: ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος στον 28ο ιδιαιτέρως λόγο του μιλάει προσωπικά και εμπειρικά για ό,τι έπαθε: «Τι είναι αυτό που έπαθα, φίλοι και μύστες και συνεραστές της αλήθειας; Έτρεχα για να κατανοήσω τον Θεό και έτσι ανέβηκα στο όρος (την θεολογία) και πέρασα μέσα από τη νεφέλη και βρέθηκα μέσα…Όταν δε κοίταξα, μόλις και είδα τα οπίσθια του Θεού…και εκεί έσκυψα». Οι υμνογράφοι λοιπόν ακολουθώντας πιστά τα λόγια του ίδιου του αγίου επισημαίνουν την ίδια πραγματικότητα: «Ανέβηκες στο όρος της θεολογίας, οδηγούμενος στη μύηση των θείων, θεοφάντορ Γρηγόριε. Κι αφού μπήκες μέσα στο μυστήριο του φωτός του Θεού, δέχτηκες την θεοτύπωτη νομοθεσία, γραμμένη ως ομοούσια Τριάδα».

Ο άγιος Γρηγόριος είχε συνεπώς την αίσθηση ότι κινείται σαν τον Μωυσή στην Παλαιά Διαθήκη. Όπως εκείνος πήρε τον γραπτό Νόμο του Θεού, τις δέκα εντολές στο όρος Σινά, έτσι κι ο ίδιος, κατά νοερό τρόπο, εν Πνεύματι, γίνεται ένας νέος Μωυσής, που φωτίζεται σαν σε νέο Σινά, για να γνωρίσει την αλήθεια της ομοουσίου Τριάδος, και αυτήν την αλήθεια έπειτα και να εξαγγείλει. Ο ύμνος του αγίου Θεοφάνους στην ε΄ ωδή είναι σαφέστατος και επ’ αυτού: «Κατά τρόπο γνωστό πόθησες και συ, όπως παλιά ο Μωυσής, να δεις τον αιώνιο Θεό. Και αξιώθηκες να δεις τα «οπίσθια» αυτού, δηλαδή όχι την ουσία αλλά την ενέργειά Του, αφού είχες το κάλυμμα του Χριστού, που είναι η πέτρα, και μυήθηκες έτσι στο πέλαγος της θείας ουσίας, το οποίο φανερώνεται κατά τρόπο ακατάληπτο». Ο άγιος Γρηγόριος λοιπόν, δείχνοντας και την ουσία  της αληθινής θεολογίας, δηλαδή ότι πρόκειται περί εκφράσεως της αλήθειας του Θεού, την οποία όμως ζει εμπειρικά και θεοπτικά, ήταν μυημένος στα της Τριαδικής Θεότητος – «μύστης της τρισυποστάτου Μοναρχίας και Θεότητος της εν Τριάδι» - γι’ αυτό και δίδαξε «ίσον τον Λόγον και το άγιον Πνεύμα με τον Θεό Πατέρα, ως προς την αγαθότητα και τη βασιλική εξουσία, γνωρίζοντας ο άγιος ότι η ταυτότητα και η ένωση μεταξύ τους των θείων προσώπων είναι ουσιαστική και φυσική».

Ο τονισμός της ισότητας του αγίου Πνεύματος και του Υιού και Λόγου του Θεού με τον Θεό Πατέρα (κάτι που διατυπώθηκε επισήμως στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συμπλήρωσε με πέντε ακόμη άρθρα τα επτά πρώτα  του Συμβόλου της Πίστεως, εξ ου και Σύμβολο Νικαίας (από την Α΄ Σύνοδο) – Κωνσταντινουπόλεως (από την Β΄ Σύνοδο) ονομάζεται) δεν ήταν βεβαίως μία αυθαιρεσία του αγίου Γρηγορίου. Φωτίστηκε όπως είπαμε από τον ίδιο τον Θεό, διείσδυσε στα της Θεότητας εν Πνεύματι, ακολουθώντας την ίδια την Αγία Γραφή και τους προγενεστέρους Πατέρες της Εκκλησίας, γι’ αυτό και ο ίδιος λέει ότι «σκεπάστηκε από την πέτρα, δηλαδή τον Χριστό». Με άλλα λόγια ο άγιος Γρηγόριος προέκτεινε ό,τι η Εκκλησία μέχρι εκείνη την ώρα είχε διατυπώσει, με την έννοια ότι γνώρισε πιο βαθιά, με φωτισμό Θεού, αυτό που  η Εκκλησία είχε διατυπώσει μέχρι την εποχή του. Και το γεγονός ότι η Εκκλησία αποδέχτηκε Συνοδικά αυτό που εκείνος κατεξοχήν εξήγγελλε, απέδειξε την αλήθεια της θεοπτίας και εμπειρίας του. Μη ξεχνάμε ότι τελικό κριτήριο για ό,τι μπορεί να διατυπώσει ακόμη και ένας μεγάλος άγιος είναι η ίδια η Εκκλησία, όταν μάλιστα αυτή εκφράζεται διά του στόματός της, της Οικουμενικής Συνόδου.

Ο άγιος Γρηγόριος βεβαίως αναφέρεται και στις προϋποθέσεις της Θεολογίας. Θεολογεί για την θεολογία, λέγοντας ότι αυτή δεν είναι θέμα των αμυήτων και επιπολαίων. Απαιτεί «σχολάσαι και γνώναι Θεόν», να αφιερωθεί κανείς στον Θεό και να Τον γνωρίσει, προϋποθέτει δε η γνώση αυτή κάθαρση καρδιάς, για να υπάρξει ο φωτισμός. Κι αυτή η κάθαρση πραγματοποιείται στον βαθμό που ο πιστός τηρεί τις εντολές του Θεού. Είναι κλασικό μάλιστα το χωρίο του περί της θεολογίας και του αληθινού θεολόγου: «Θέλεις να γίνεις κάποτε θεολόγος και άξιος της θεότητας; Τας εντολάς φύλαττε, διά των προσταγμάτων όδευσον: φύλαγε τις εντολές του Θεού, περπάτα πάνω στα προστάγματα Εκείνου. Πράξις γαρ επίβασις θεωρίας: η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία». Ότι οι άγιοι υμνογράφοι καταγράφουν και αυτήν την αλήθεια στους κανόνες τους για τον άγιο είναι περιττό και να πούμε. Ο άγιος Θεοφάνης επισημαίνει μεταξύ άλλων: «Κάνοντας τον νου σου ηγεμόνα, κυριάρχησες στα πάθη της σαρκός. Κι έτσι μπόρεσες και χώρεσες τους θείους φωτισμούς».

Μακρηγορούμε, αλλά δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε ότι ο άγιος μάς έμαθε και πώς να βλέπουμε και να μελετούμε και την αγία Γραφή: όχι ως ένα κοινό βιβλίο, όχι ως κείμενο που απαιτεί είτε τη μία μέθοδο προσέγγισης: την ιστορικογραμματική, είτε την άλλη: την αλληγορική. Ο άγιος φανερώνει: την αγία Γραφή την προσεγγίζουμε αγιοπνευματικά, δηλαδή με φωτισμό Θεού, κατά την αναλογία όπως είπαμε της καθάρσεως της καρδιάς. Τότε ξεπερνάμε το γράμμα, την επιφάνεια της Γραφής και οδηγούμαστε στο «απόθετον κάλλος», την κρυμμένη ομορφιά, εκεί που αποκαλύπτεται το ίδιο το Πνεύμα του Θεού. Κατά πώς το λέει και ο άγιος Κοσμάς ο ποιητής: «Ο το ευτελές ένδυμα του νομικού περιρρήξας γράμματος και το εν αυτώ θείον κάλλος και μυστικόν των θείων του Πνεύματος ημίν αναπτύξας Γραφών, παμμακάριστε Πάτερ, σε μεγαλύνομεν» (Συ, παμμακάριστε Πατέρα, που έσχισες το επιφανειακό ένδυμα του νομικού γράμματος, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο ερμήνευαν την Γραφή οι Ιουδαίοι, και μας άνοιξες τη θεϊκή και μυστική ομορφιά των θείων Γραφών του Πνεύματος, που κρύβεται στο γράμμα της Γραφής, εσένα δοξάζουμε).

24 Ιανουαρίου 2024

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΞΕΝΗ

«Η μακάρια αυτή και αοίδιμη Ξένη καταγόταν από τη μεγαλόδοξη πόλη της Ρώμης, από γένος έντιμο και με ζήλο για την πίστη. Όταν οι γονείς της θέλησαν να την παντρέψουν και είχαν ετοιμαστεί όλα τα σχετικά με τον γάμο, η αγία σηκώθηκε και έφυγε από τη νυφική παστάδα, μαζί με δύο άλλες γυναίκες, δύο υπηρέτριες, κι αφού μπήκε σε πλοίο και γνώρισε άλλους τόπους, τελικώς έφτασε στην πόλη των Μυλασσών. Μάλλον οδηγήθηκε σ’ αυτήν την πόλη από τον θεσπέσιο Παύλο τον μοναχό (ο οποίος φάνηκε σ’ αυτήν εκ Θεού στην Αλεξάνδρεια και έγινε οδηγός της για τα ανώτερα). Εκεί έφτιαξε ένα μικρό ευκτήριο ναό στο όνομα του αγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου, και μαζί με τις δύο υπηρέτριές της, όπως και με κάποιες άλλες που την πλησίασαν,  έζησε καρτερικά με μεγάλη άσκηση, απέχοντας από όλες τις κατ’ αίσθηση ηδονές και ακολουθώντας τον δρόμο που οδηγεί στην ουράνια πολιτεία.

Πέρασε λοιπόν τη ζωή της στο θέλημα του Θεού και μετά το όσιο και μακάριο τέλος της, είχε τη μαρτυρία από τον Ίδιο τον Θεό. Ημέρα μεσημέρι δηλαδή, την ώρα που ο ήλιος φώτιζε τη γη, φάνηκε σταυρός με αστέρια. Αυτόν τον σταυρό τον περικύκλωνε και τον κρατούσε στο μέσον άλλος χορός αστεριών, ώστε να φαίνεται ότι είναι στεφάνι για τη μακαρία Ξένη, που της δόθηκε από τον Θεό, για τη νηστεία και την αγρυπνία και την αγνότητά της. Κι αυτό έγινε φανερό, διότι με την απόθεση του λειψάνου της κάτω από τη γη, σταμάτησε να φαίνεται ο χορός και ο κύκλος των αστεριών. Τα σχετικά με την οσία έγιναν γνωστά, όταν μία από τις θεραπαινίδες της, τότε που επρόκειτο να φύγει από τη ζωή, διηγήθηκε την πατρίδα της μακαρίας και το επίσημο γένος της και το όνομα που είχε από τους γονείς της - διότι ονομαζόταν Ευσεβία – το οποίο το άλλαξε σε Ξένη, γιατί αγωνιζόταν να ζήσει κρυφά».

Είναι εύλογο: ο άγιος υμνογράφος της οσίας Ξένης – της οποίας τον βίο και το εγκώμιο έπλεξε ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας μας άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς – στο μεγαλύτερο ποσοστό του κανόνα του γι’ αυτήν προβάλλει την αγιασμένη ζωή της μέσα από το ίδιο το όνομά της: Ξένη. Και τούτο γιατί του δίνει την ευκαιρία να σχετίσει την αγία πρώτα από όλα με τον ίδιο τον Κύριο, (τον κατ’ εξοχήν «Ξένον», κατά την υμνολογία επίσης της Εκκλησίας μας, του Οποίου τον βίο προσπάθησε με τη χάρη του Θεού να μιμηθεί), να προβάλει τον πόθο της για την «ξένην ζωήν την εν ουρανοίς μένουσαν», να δείξει ότι έζησε στα ξένα, με τον τρόπο που δήλωνε ακριβώς και το όνομά της, να την παρακαλέσει ακόμη να βοηθήσει και εμάς που ζούμε ως ξένοι του Θεού, προκειμένου να γίνουμε οικείοι Αυτού. Θαυμάζει κανείς πράγματι την έμπνευση του εκκλησιαστικού μας ποιητή, αλλά και την καλή γνώση του στα θέματα της πνευματικής ζωής. Μερικά δείγματα από την υμνολογία της Εκκλησίας μας επιβεβαιώνουν τις παραπάνω αναφορές.

Η οσία μιμήθηκε τον Κύριο που ήλθε στον κόσμο τούτο ως ξένος. Η δική της ξενιτεία – η οποία από τους ασκητικούς διδασκάλους της Εκκλησίας μας θεωρείται ως σπουδαιοτάτη αρετή, που οδηγεί στη βάση όλων των αρετών, την ταπείνωση – αποτελεί μετοχή στην ξενιτεία Εκείνου, δείγμα της αγάπης της σ’ Αυτόν. «Ξενιτεύτηκες εσύ, σοφή Ξένη, μιμούμενη τον τρόπο του Θεού, που για χάρη μας κατήλθε από τον ουρανό σ’ εμάς, προκειμένου να υψώσει τους πεσμένους στην αμαρτία, και γι’ αυτό μένεις άγνωστη μεν στους συγγενείς σου, αλλά γνωστή στους ευσεβείς». «Έβαλες στο μυαλό σου την ξένη ζωή που μένει στους ουρανούς και δεν παρέρχεται, γι’ αυτό και έκανες το όνομά σου πράξη, κι έτρεξες σαν διψασμένο ελάφι στα ίχνη του αθανάτου μνηστήρα σου Χριστού».

Η δίψα της οσίας για τον Χριστό κάνει τον υμνογράφο εν προκειμένω να φτάσει σε σπουδαία ύψη λυρισμού, όπως γίνεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις οσίων γυναικών. Ο υμνογράφος δηλαδή ακολουθώντας τον έρωτα της ανθρώπινης ψυχής προς τον Θεό, όπως αποτυπώνεται ιδίως στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης «Άσμα ασμάτων», βάζει και την οσία με τον ίδιο έρωτα προς τον Χριστό να διαλέγεται μαζί Του. «Σαν δάμαλη που ποθεί τη θεϊκή ομορφιά του ποιμένα, κραύγαζες: Πού ποιμαίνεις το ποίμνιό σου, Νυμφίε; Πού είναι το σπίτι σου, πες μου. Έχω τον πόθο να δω την πάνω από όλα τα ανθρώπινα θέα του προσώπου σου και φλέγομαι από παντού». Για να απαντήσει ο νυμφίος Χριστός στην αναζήτηση αυτή της οσίας Ξένης: «Αφού ζητάς, σεμνή,  τη δική μου αγαπητή ομορφιά, φωνάζει ο Νυμφίος, και έγινες λαμπρή από τις αρετές, αναζήτησέ με στους ουρανούς. Εκεί ποιμαίνω εγώ και εκεί προσκαλώ κάθε φορά τα δικά μου πρόβατα».

Η επιλογή της οσίας Ξένης να ζήσει ως ξένη επί της γης, ώστε να αποκτήσει τον θείο έρωτα στην ψυχή της του ελθόντος ως Ξένου σε εμάς Χριστού – «επί ξένης φερωνύμως βιούσα», στην ξένη χώρα έζησες ως ξένη, όπως λέει το όνομά σου – δεν ήταν κάτι που ήλθε ξαφνικά. Η επιλογή της να φύγει στα ξένα ήταν καρπός μιας μακράς διεργασίας μέσα της, που απλώς φανερώθηκε όταν τα πράγματα στένεψαν γι’ αυτήν με τον γάμο που της ετοίμασαν οι γονείς της. Και αυτό εξαρχής, ήδη στο πρώτο στιχηρό του εσπερινού της αγίας, επισημαίνει ο υμνογράφος: «Μετανάστευσες από πριν με τη διάθεση, Σεμνή, και βεβαίωσες έπειτα έμπρακτα αυτό που είχες αποφασίσει με το νου σου, γι’ αυτό και βγήκες, μακάρια Ξένη, από τον μάταιο γλιστερό δρόμο των ηδονών». Πράγματι, ο υμνογράφος κάνει μία σοβαρή εδώ παρατήρηση, ψυχολογικού και ανθρωπολογικού περιεχομένου: αυτό που κάνουμε πράξη στη ζωή μας, συνήθως έχει προετοιμαστεί μέσα στην ψυχή μας προ πολλού. Κι όταν οι συνθήκες γίνουν οριακές, όταν στενέψουν τα πράγματα, τότε το κυοφορούμενο φτάνει να γίνει τοκετός. Είναι αυτό που επισημαίνει και η Εκκλησία μας και για την ίδια την αμαρτία: η πράξη της αμαρτίας προϋποθέτει την εσωτερική της διεργασία˙ η αμαρτία ξεκινά από τη στιγμή που η προσβολή της γίνει αποδεκτή ως διάθεση στον άνθρωπο, αρχίζει να ευχαριστείται αυτός με τη σκέψη της, να αιχμαλωτίζεται, να φτάνει στην πράξη. Γι’ αυτό και αμαρτία είναι και οι λογισμοί της αμαρτίας και όχι μόνον οι συγκεκριμένες ενέργειές της. Το ίδιο όμως συμβαίνει και αντιστρόφως: μία καλή πράξη ετοιμάζεται εσωτερικά, που σημαίνει ότι κι αν δεν φτάσει να εκφραστεί, ήδη ενώπιον του Θεού έχει θεωρηθεί ως ενέργεια.

Είναι περιττό βεβαίως να σημειώσουμε ότι οι ύμνοι της Εκκλησίας μας προβάλλουν και το περιεχόμενο της ασκητικής διαγωγής της οσίας Ξένης, όπως και την επίδρασή της στις άλλες γυναίκες που την ακολούθησαν. Ιδίως η αγνότητά της ως νέκρωση της αμαρτίας μέσα της, η εγκράτειά της, τα δάκρυά της είναι εκείνα που ο υμνογράφος δεν παραλείπει να μας περιγράψει: «Έφερες στον Χριστό ως προίκα την αγνότητά σου, τη νέκρωση των μελών σου και τους κόπους της εγκράτειας»∙ «Έβρεχες τη στρωμνή σου με τα δάκρυά σου, οσία, και έτρωγες τον άρτο σου με στάχτη, δηλαδή ζούσες τη μετάνοια σαν τον προφητάνακτα Δαβίδ». Κι από την άλλη, «έγινες παράδειγμα των καλών και έτσι έλκυσες πολλές ψυχές στη σωτηρία, που είχαν διαστραφεί από την εμπαθή προσκόλληση στον κόσμο».

Ο υμνογράφος νιώθει την ανάγκη να παρακαλέσει την αγία να πρεσβεύσει και για εκείνον, δηλαδή για τον καθένα μας, που με τις αμαρτίες μας γινόμαστε ξένοι από τις εντολές του Θεού. «Εμένα που έγινα ξένος από τις εντολές του Θεού μας, κάνε με δικό Του με τις δεήσεις σου, οσία, και επίσης κάνε με ξένο από τη φοβερή κόλαση και από τα πάθη που με καταδυναστεύουν».   

23 Ιανουαρίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΚΛΗΜΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΓΚΥΡΑΣ

«Ο μακάριος αυτός και θεσπέσιος Κλήμης σε όλη σχεδόν την ανθρώπινη ζωή του πέρασε μαρτυρικά. Διότι επί είκοσι οκτώ χρόνια παρατάθηκε ο αγώνας του προς τους τυράννους, χωρίς να διακόπτεται από κάποια εκεχειρία ούτε από κάποια ανακωχή και ειρήνη, όπως γίνεται στους πολέμους, ώστε ανανεωμένοι οι αντίπαλοι να ξαναρχίσουν και πάλι τον πόλεμο. Αντιθέτως, οι τύραννοι δυνατοί και σκληροί τον πολεμούσαν διαρκώς, ο ίδιος δε υπέμενε σαν να έπασχε κάποιος άλλος, παρά το πλήθος και τη συνεχή φορά των κακών. Πέρασε λοιπόν από κάθε είδος βασανιστηρίων και αφού έλεγξε τους κυρίαρχους τότε τυράννους και βασιλείς και έγινε θέατρο σε όλη σχεδόν την οικουμένη, κατέπληξε ακόμη και τους αγγέλους με την καρτερικότητά του και έτσι έλαβε το στεφάνι της δόξας. Καταγόταν από την πόλη Άγκυρα της Γαλατίας και ο πατέρας του ήταν ειδωλολάτρης, η δε μητέρα του ευσεβής και πιστή χριστιανή, ονόματι Σοφία. Ακολούθησε ο άγιος τον μοναχικό βίο από δώδεκα ετών. Στα είκοσι χρόνια του η Εκκλησία τον έκανε αρχιερέα. Άθλησε επί των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Τα είδη των βασάνων που πέρασε ήταν τα παρακάτω: Τον ανάρτησαν σε ξύλο και τον μάτωσαν με ξυσμούς. Τον κτύπησαν με πέτρες, όπως επίσης του κτύπησαν το στόμα με σκληρά αντικείμενα. Τον έβαλαν στη φυλακή. Τον έδεσαν σε τροχό και τον κτύπησαν με ρόπαλα. Τον κατέκοψαν με μαχαίρια. Του ξανακτύπησαν το στόμα με ξυλόκαρφα. Του σύντριψαν τις σιαγόνες και του έσπασαν όλα τα δόντια. Τον έδεσαν με σίδερα και τον ξανάριξαν στη φυλακή. Του πέρασαν στα αυτιά σιδερένιες πυρωμένες βελόνες. Τον έριξαν σε λαμπάδες φωτιάς. Τον έδεσαν σε μεγάλη πέτρα και τον κτύπησαν με σκληρά αντικείμενα στο πρόσωπο και το κεφάλι. Και παρόλο ότι καθημερινά λάμβανε πενήντα πληγές, αυτός υπέμενε. Τελευταίο δε, έκοψαν τα κεφάλια αυτού και του μαθητή του αγίου Αγαθαγγέλου στην Άγκυρα της Γαλατίας. Τελείται η σύναξή τους στον αγιότατο ναό τους, εκεί που έγινε το μαρτύριο, που βρίσκεται πέρα από την περιοχή του Ευδοξίου, πιο πέρα από το Ανάπλι, και στην αγιότατη Εκκλησία της Αγίας Ειρήνης της παλαιάς και της νέας».

Η επισήμανση του συναξαρίου του αγίου Κλήμεντα, ότι όλη η ζωή του ήταν μία μαρτυρική πορεία, αποτελεί και το κεντρικό σημείο που προβάλλει ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, ο ποιητής του κανόνα του αγίου. «Διάνυσες εκτεταμένους αγώνες πάνω στη γη, όσιε, και αξιώθηκες να λάβεις έτσι το στεφάνι της βασιλείας των ουρανών». «Υπέμεινες, πάνσοφε, τις πληγές των βασάνων, τις πολυχρόνιες και μακρότατες, γι’ αυτό και αποδείχτηκες πολύαθλος». Πράγματι, είναι να απορεί κανείς για το πλήθος και τη διάρκεια των βασανιστηρίων που υπέμεινε ο άγιος, με σταθερό λογισμό, προσβλέποντας πάντοτε στον Κύριο Ιησού Χριστό. Δεν κατέπεσε με τα πρώτα κτυπήματα. Οι δήμιοι υπήρξαν απέναντί του μεθοδικοί και σκληροί: ήξεραν πώς να τον βασανίζουν, χωρίς να επιφέρουν όμως το αποφασιστικό κτύπημα. Αλλά βεβαίως έμεναν στην επιφάνεια των βασανιστηρίων τους. Αγνοούσαν και δεν μπορούσαν να δουν βεβαίως ότι τα κτυπήματα αυτά, μεταποιούμενα από την πίστη του αγίου και τη χάρη του Θεού, γίνονταν γι’ αυτόν, αλλά και για όλη την οικουμένη,  «κατορθώματα και πανηγύρι». «Το ιερότατο πανηγύρι των κατορθωμάτων σου, που φωτιζόταν από το ουράνιο φως, φωτίζει αυτούς που κραυγάζουν: Είσαι ευλογημένος Κύριε, Θεέ των Πατέρων μας». Αυτή είναι η μυστική διάσταση των δοκιμασιών και των βασάνων που υφίσταται ένας χριστιανός: έχοντας λόγο για τα βάσανα που περνά – την πίστη και την αγάπη του για τον Χριστό – αυτά γίνονται η τρυφή και η διασκέδασή του. Δεν χαίρεται δηλαδή για τα βάσανα καθεαυτά – αυτό συνιστά ψυχική αρρώστια - αλλά για το τι προκαλούν αυτά και στον ίδιο και σε όλη την οικουμένη: την αύξηση της χάρης του Θεού, τη φανέρωση της Βασιλείας του Θεού. 

Δεν πρέπει να θεωρούμε παράδοξο τον λόγο περί της παγκοσμιότητας του μαρτυρίου ενός μάρτυρα. Διότι είπαμε ότι και ο ίδιος πανηγυρίζει, αλλά και όλη η οικουμένη, δηλαδή όλη η Εκκλησία, η επίγεια και η ουράνια. Όταν πάσχει ένας πιστός για την πίστη του στον Χριστό, σημαίνει ότι κατεξοχήν τότε ενεργοποιεί τη θέση του ως μέλος Χριστού, ως μέλος δηλαδή Εκείνου που έπαθε υπέρ ημών. Και συνδεδεμένος έτσι με τον Χριστό, άρα και με όλον τον κόσμο τον οποίο προσέλαβε ο Χριστός, απλώνει τη χάρη που εισπράττει διά του μαρτυρίου του και σε όλα τα υπόλοιπα μέλη, ακόμη και σε εκείνα που ακόμη δεν έχουν γίνει ενεργά διά του αγίου βαπτίσματος,  όπως και σε όλη τη δημιουργία. Πρόκειται για τη συμμετοχή των αγίων στην καθολικότητα της σωτηρίας που έφερε ο ίδιος ο Χριστός. Την αλήθεια αυτή δεν τονίζει ο άγιος Θεοφάνης μόνον με το παραπάνω αναφερθέν τροπάριο, αλλά και με άλλα, όπως αυτό της εβδόμης ωδής του κανόνα: «Με το φως του μαρτυρίου σου, χαροποίησες την οικουμένη, καθώς έψελνες στον Χριστό με την καθαρότητα της διάνοιας και της ψυχής σου: Είσαι ευλογημένος Κύριε, Θεέ των Πατέρων μας».

Ο άγιος Θεοφάνης αξιοποιεί αυτό που κάνουν όλοι οι υμνογράφοι σε ανάλογες περιπτώσεις: το όνομα του αγίου∙ «Κλήμης», αλλά και τον τόπο της επισκοπής του∙ «Άγκυρα». Αφενός το όνομά του τον παραπέμπει στη σύνδεση που έχουμε οι χριστιανοί με τον Κύριο, σύμφωνα με Εκείνου τη διαβεβαίωση: «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα», σύνδεση ουσιαστική και άμεση: «Έγινες τίμιο κλήμα της αμπέλου του Χριστού, πανεύφημε Κλήμη», «Έφερες ωραίους καρπούς, επειδή υπήρξες κλήμα της ζωηφόρου αμπέλου του Χριστού»∙ αφετέρου η Άγκυρα, της οποίας ήταν ο ποιμένας, του θυμίζει την άγκυρα της πίστεως στον Χριστό (μη ξεχνάμε ότι η άγκυρα ήταν ένα από τα γνωστότερα πρωτοχριστιανικά σύμβολα που δήλωνε τη στέρεα πίστη), οπότε την συνδέει με τις άλλες σχετικές αρετές, την αγάπη και την ελπίδα. «Έβαλες θεμέλιο την πίστη σαν ασφαλή άγκυρα, όπως και την ελπίδα και την αγάπη, και ανέθεσες τον εαυτό σου σαν αγιασμένο ναό, Πάτερ παμμακάριε, στην αγία ιερή Τριάδα».

22 Ιανουαρίου 2024

Η ΑΓΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΩΣ ΠΡΟΤΥΠΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ

(Κύρια σημεία ομιλίας στην κοπή πρωτοχρονιάτικης πίτας των Σχολών Γονέων της Ι. Μ. Πειραιώς (21 Ιανουαρίου), στο Π. Κέντρο του Ι. Ναού αγίου Βασιλείου Πειραιώς)

Πασίγνωστος ο Μέγας Βασίλειος όχι μόνο στα πέρατα του χριστιανισμού, Ανατολικού και Δυτικού, αλλά και σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο. Στον μεν χριστιανικό κόσμο, γιατί συνιστά έναν από τους μεγαλυτέρους Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας, κυριολεκτικά ορόσημο αυτής, στον δε εξωχριστιανικό γιατί συνδέθηκε στρεβλά το όνομά του με την καρικατούρα της Coca Cola, τον Άη Βασίλη ονομαζόμενο ή άγιο Νικόλαο κατ’ άλλους, τον εξίσου γνωστό Santa Claus. Έτσι κι αλλιώς όμως θεωρείται ο γνωστότερος παγκοσμίως άγιος.

 Γνωστός βεβαίως, αλλά πολύ λιγότερο, ο αδελφός του άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «ο Πατήρ Πατέρων» κατά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, αυτός που θεωρείται ο πιο εμφιλόσοφος νους από όλους τους Πατέρες. Όπως γνωστή και η μεγάλη αδελφή του Μ. Βασιλείου, η οσία Μακρίνα, που έγινε σημείο αναφοράς στην εποχή της για την πίστη και την προσφορά της, τον 4ο αι. αλλά και διαχρονικά. Πολύ λιγότερη γνωστή, αλλά πάντως γνωστή, είναι και η μητέρα των παραπάνω, κι αυτό γιατί προβλήθηκε τα τελευταία χρόνια, η σοφή αγία Εμμέλεια, κι ακόμη λιγότερο γνωστοί οι άλλοι άγιοι αδελφοί της ίδιας οικογένειας, ο Πέτρος επίσκοπος Σεβαστείας, ο Ναυκράτιος, εξίσου και η Θεοσεβία, όπως και ο πατέρας του Βασιλείου Βασίλειος κι αυτός, μαζί με τη γιαγιά των τέκνων, τη μεγάλη Μακρίνα, από την οποία πήρε και το όνομά της η οσία Μακρίνα που μνημονεύσαμε. Οκτώ  (ή επτά κατ’ άλλους) επισήμως διακηρυγμένοι άγιοι σε μία οικογένεια από τα δεκατρία συνολικά μέλη της! Και τονίζουμε το «διακηρυγμένοι», γιατί και τα υπόλοιπα αδέλφια, τέσσερις αδελφές, δεν είναι λιγότερο άγιοι. Αλλά αγίασαν στον αφανή στίβο της αγιότητος, που είναι ο έγγαμος βίος, οπότε και το ύψος της αγιότητός τους το ξέρει μόνο ο Θεός.

Κι αν επιμέρους λοιπόν λίγο ή πολύ είναι γνωστοί οι άγιοι αυτοί, διαφεύγει της προσοχής και της γνώσεως των περισσοτέρων ότι ήδη από το 1998 καθιερώθηκε συνοδικά να εορτάζεται ολόκληρη η οικογένεια του Μεγάλου Βασιλείου, τη δεύτερη Κυριακή του Ιανουαρίου, ως πρότυπο της αληθινής και της γνήσιας χριστιανικής οικογένειας. Σαφώς και έχουμε και άλλες οικογένειες με πλήθος αγίων μελών τους, όμως σε τέτοιο ποσοστό μόνο στη συγκεκριμένη οικογένεια βρίσκουμε. Κι έτσι δικαιολογημένα ακούμε στο συναξάρι της συγκεκριμένης ημέρας:

Τη δευτέρα Κυριακή του μηνός Ιανουαρίου, μνήμην επιτελούμεν της αγίας οικογενείας του Μεγάλου Βασιλείου.

Κι ήταν πράγματι εμπνευσμένη η στιγμή που ο υπεύθυνος των Σχολών Γονέων της Μητροπόλεώς μας, καλός και σεμνός κληρικός, πρωτοπρεσβύτερος π. Βασίλειος Σιγάλας, σκέφτηκε το συγκεκριμένο θέμα να αναπτύξουμε τη σημερινή ημέρα. Γιατί είμαστε μέσα στην ατμόσφαιρα της, έστω παραθεωρημένης, εορτής, που έχει όμως τεράστια σημασία και για τη δική μας εποχή. Ευκαιρία λοιπόν να γνωρίσουμε λίγο τη μοναδική αυτή οικογένεια και να μετρήσουμε αν μπορούμε κι εμείς να σταθούμε πλάι της ισάξια, ή αλλιώς πώς και σε τι μπορεί να γίνει αυτή πρότυπό μας.

Α. 1. Κι αμέσως τίθεται το αμείλικτο ερώτημα: είναι δυνατόν και λογικό μία οικογένεια που έζησε τον 4ο αι., δηλαδή 1700 περίπου χρόνια πριν από εμάς, να θεωρηθεί πρότυπο και παράδειγμα για τη σημερινή εποχή; Οι συνθήκες που ζούμε σήμερα είναι ριζικά διαφορετικές από τότε. Και δεν αναφερόμαστε σε ό,τι χαρακτηρίζουμε μετανεωτερική λεγόμενη εποχή, όπου τα πάντα ανατρέπονται και αμφισβητούνται – εδώ οι αλλαγές προκαλούν ίλιγγο και σεισμούς μεγατόνων! Απλώς λέμε ότι φυσιολογικά λόγω της χρονικής απόστασης και της εξέλιξης που έχει υπάρξει από τότε, οι κοινωνίες και οι αξίες είναι σε μεγάλο βαθμό άλλες. Όπως και η προσέγγιση της ίδιας της πραγματικότητας γίνεται με εντελώς διαφορετικούς όρους. Πώς το τόσο μακρινό παρελθόν λοιπόν να το μεταφέρουμε στο παρόν για να γίνει καθοδηγητικό στοιχείο δικό μας;

Η απάντηση υπάρχει και δεν συνιστά ουτοπία: μπορεί όντως οι συνθήκες και το πλαίσιο ζωής του τότε και του τώρα να είναι διαφορετικά, όμως στην ουσία τους οι άνθρωποι παραμένουμε στο βάθος οι ίδιοι. Γιατί; Διότι από τα ίδια πάθη όλοι μας ταλαιπωρούμαστε: τον μιαρό εγωισμό μας με όλα τα παρακλάδια του, τα ίδια προβλήματα της φθαρτότητάς μας ζούμε με οδύνη, ψυχικά και σωματικά, στον ίδιο φόβο και στην ίδια αγωνία βρισκόμαστε ενώπιον του κοινού και αναπόφευκτου τέλους που μπορεί να έρθει απρόβλεπτα, εννοούμε τον θάνατο. Όσες αλλαγές και να έγιναν ή πρόκειται να γίνουν στην ανθρωπότητα, καλές ή κακές, τα καίρια αυτά στοιχεία δεν άλλαξαν κι ούτε βεβαίως θα αλλάξουν. Κι αυτό θα πει ότι τελικώς ο άνθρωπος διαχρονικά παραμένει ο ίδιος: ένα έρμαιο δυνάμεων που δεν μπορεί να ελέγξει, κι ένα φύλλο στον άνεμο που πνέει όπου θέλει χωρίς να μπορεί αυτός να κάνει και πολλά πράγματα!

Οπότε, ναι!, απέχουμε πολύ χρονολογικά από τη συγκεκριμένη αγία οικογένεια, αλλά οι απαντήσεις που μπορούμε να πάρουμε από τη ζωή των μελών της, μεταξύ τους αλλά και εκτός αυτής, είναι τέτοιες που ίσως - το ίσως ως σχήμα λόγου -  αποβούν σωτήριες. Γιατί; Διότι η οικογένεια αυτή θέλησε να ακολουθήσει έναν τρόπο ζωής που έχει τον χαρακτήρα του αιώνιου. Κι έχει τον χαρακτήρα του αιώνιου, γιατί θέλησε και αγωνίστηκε να θέσει ως βάση, είτε ήταν οι γονείς είτε τα τέκνα, το μόνο αιώνιο στοιχείο, το μόνο αενάως καινό-καινούργιο, τον λόγο του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού. Πρόκειται για αλήθεια που επιβεβαιώνεται εμπειρικά σε κάθε εποχή από κάθε άνθρωπο που θα λάβει σοβαρώς υπ’ όψιν του τη χριστιανική πίστη: Θέλεις να ζεις κατά Χριστόν; Θέλεις ο Χριστός να είναι όχι το περιθώριο αλλά το κέντρο της ζωής σου; Τότε θα ανοιχτούν τα μάτια και όλα τα κύτταρα της ψυχοσωματικής σου υπάρξεως για να δεις ότι έχει εισρεύσει μέσα σου η ίδια η πηγή της ζωής, η ίδια η αιωνιότητα, όπως το υποσχέθηκε ο αποκαλυφθείς Θεός Ιησούς Χριστός: «Εάν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου και θα δείτε ότι θα σας φανερωθώ και θα γίνετε κατοικητήριο όλης της αγίας Τριάδος». Και «όποιος θα πιει από το ύδωρ που εγώ θα του δώσω, θα δει να γίνεται το ύδωρ αυτό πηγή ύδατος που αναβλύζει την αιώνια ζωή». Αιώνιος με άλλα λόγια ο Θεός, αιώνιος κατά χάριν και ο άνθρωπος που θα σχετιστεί με επίγνωση μαζί Του. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας».

2. Από την άποψη αυτή, επανερχόμενοι στην αγία οικογένεια του Μεγάλου Βασιλείου, δεν μας ενδιαφέρει πρώτιστα απλώς ο τύπος και η μορφή της (παραδοσιακής οπωσδήποτε) οικογένειας μέσα στην οποία άγιασαν τα μέλη της – και δεν μιλάμε καθόλου για τα μοντέρνα ή μεταμοντέρνα μορφώματα «οικογένειας» που παρουσιάστηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έως σήμερα, γιατί εκεί η χριστιανική ζωή εξαρχής δεν υφίσταται - αλλά (μας ενδιαφέρει) το εσώτερο βάθος της που δεν είναι άλλο από αυτό που η Εκκλησία μας χαρακτηρίζει «κατ’ οίκον Εκκλησία». Θα ήταν λάθος δηλαδή να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στο αν η οικογένεια αυτή ήταν πατριαρχική ή πυρηνική, όπως λέγεται, υπερπολύτεκνη ή απλώς και πολύτεκνη ή με λιγότερα τέκνα. Κάτι τέτοιο θα λειτουργούσε αποπροσανατολιστικά, για τον απλούστατο λόγο ότι και στο παρελθόν και τώρα, κι ασφαλώς και στο μέλλον, έχουμε και θα έχουμε  παραδοσιακές πολύτεκνες και υπερπολύτεκνες οικογένειες που τα μέλη τους όχι μόνο δεν αγίασαν και δεν αγιάζουν, αλλά κάποτε γίνονται και όργανα του Πονηρού, που σημαίνει ότι δεν καταξιώνεται καθεαυτήν μία οικογένεια γιατί έκανε παιδιά ή πολλά παιδιά, αλλά γιατί τα μέλη της όπως είπαμε βρίσκονται «επί τα ίχνη του Ιησού», καλλιεργείται το φρόνημα και το ήθος του Κυρίου, το φρόνημα δηλαδή της ταπείνωσης και της αγάπης, όπως το σημειώνει με μοναδικό τρόπο ο απόστολος Παύλος στην προς Φιλιππησίους Επιστολή (2, 5-8): «Να υπάρχει μεταξύ σας το ίδιο φρόνημα που είχε κι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος, αν και ήταν Θεός, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα και πήρε μορφή δούλου˙ έγινε άνθρωπος˙ και όντας πραγματικός άνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού». Την «κατ’ οίκον Εκκλησία» λοιπόν αναζητούμε στην οικογένεια του Μεγάλου Βασιλείου κι αυτήν θέλουμε να «ζωγραφίσουμε» ενώπιον των οφθαλμών μας. Γιατί ενώ φαίνεται ότι είναι «θαμμένη» στο παρελθόν, αυτή αδιάκοπα ξεπετιέται  λαμπερή στο αιώνιο Παρόν του Θεού, καλώντας μας ως καθοδηγητικό αστέρι στην προς τα πρόσω πορεία. «Ποίησον Ἐκκλησίαν τόν οἶκον σου» προτρέπει και ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος.

3. Ποια τα χαρακτηριστικά λοιπόν συγκεκριμένα αυτού του είδους της οικογένειας;

(1α) Πρώτα από όλα αυτό που μόλις επισημάναμε: Η πίστη στον Κύριο Ιησού Χριστό και σύνολη την αγία Τριάδα, που παραλαμβάνεται από το άγιο σώμα Του, την Εκκλησία, και βιώνεται μέσα σ’ αυτήν. Είτε είναι οι γονείς είτε τα τέκνα είτε οι παππούδες τον Χριστό έχουν ως βάση και απόλυτο κριτήριο της ζωής τους και των όποιων σχέσεών τους, γεγονός που τους καθιστά «ομοτρόπους». Ο άγιος υμνογράφος της ακολουθίας τους, όσιος Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης, απαρχής το επισημαίνει: «Το ομότροπο ζεύγος, ο Βασίλειος και η σοφή Εμμέλεια που ενώθηκαν όπως ο ήλιος με τη σελήνη, γέννησαν δεκάριθμο χορό αστεριών που έλαμψαν στο στερέωμα της Εκκλησίας του Χριστού» (μ. εσπ.). Κι όταν λέμε ότι έθεσαν τον Χριστό ως βάση της ζωής τους εννοούμε τις άγιες εντολές Του και τον λόγο του Ευαγγελίου Του. «Οι γονείς και τα τέκνα ακολούθησαν το ευαγγελικό παράγγελμα του Σωτήρος Χριστού» (λιτή). Διότι είναι γνωστό ότι μία πίστη στον Χριστό χωρίς ενεργοποίησή της με βάση τις εντολές Του είναι νεκρή και φτάνει στο σημείο να γίνεται και δαιμονική.

(1β) Οι γονείς λοιπόν πρώτα: ο πατέρας Βασίλειος και η σοφή Εμμέλεια. Φανέρωναν την αληθινή πίστης τους ζώντας μεταξύ τους κατά τον τρόπο που καθορίζει για το χριστιανικό ζευγάρι ο απόστολος Παύλος: «υποτασσόμενοι αλλήλοις εν φόβω Χριστού». Η αίσθηση δηλαδή ότι βρίσκονταν μπροστά στον πανταχού παρόντα και τα πάντα πληρούντα Κύριο τους οδηγούσε χωρίς δυσκολία στη μόνη στάση που δικαιώνεται από τον Θεό για τους συζύγους: την αλληλοϋποταγή - πώς ο ένας να σπεύδει να υποτάσσεται και να υπακούει στον άλλον! Γιατί; Διότι ο καθένας έβλεπε στο πρόσωπο του άλλου τον ίδιο τον Κύριο. Όταν Εκείνος, ο αρχηγός της πίστεως, αποκάλυψε ότι η δική Του παρουσία είναι κρυμμένη πίσω από τον κάθε άνθρωπο, ιδίως τον χριστιανό: «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου εμοί εποιήσατε», πώς ένας πιστός του εν επιγνώσει δεν θα το λάβει απολύτως υπ’ όψιν του; Και μάλιστα στον πρώτο και πιο άμεσο αδελφό, το άλλο του μισό, τον ή τη σύζυγο; Πρόκειται για την πραγματικότητα που επεσήμαινε και ο σύγχρονός μας μεγάλος όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης, όταν μιλούσε για τους συζύγους. «Ποιος να πλένει τα πιάτα, Γέροντα;» ρωτήθηκε κάποια φορά από έναν σύζυγο. Και η απρόσμενη, αλλά απολύτως καίρια χριστιανικά, απάντηση του οσίου: «Όποιος προλάβει πρώτος!» Για τον σύγχρονο όσιο η σχέση των συζύγων δεν καθορίζεται από άλλα κριτήρια πέραν αυτού που προτείνει ο λόγος του Θεού. Και ο λόγος αυτός σου λέει ότι ο άλλος, ο συνάνθρωπος, δεν είναι ένας άλλος αλλά ο ίδιος ο Χριστός – τα μάτια που διαστέλλονται από την πίστη αυτήν την όραση σου δίνουν. Πολύ περισσότερο βεβαίως όταν ο σύζυγος και η σύζυγος συνιστούν τον ένα άνθρωπο κατά τον Κύριο! «Ουκέτι εισί δύο, αλλά μία σαρξ» όπως απεκάλυψε. Το ζευγάρι που ευλογείται από τον Θεό δεν είναι δύο πια άνθρωποι, αλλά ένας άνθρωπος – η πιο μεγάλη αλήθεια που ανάγεται στην ίδια τη δημιουργία του ανθρώπου. «Απαρχής ο Θεός εποίησεν άνθρωπον, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς»!

(1γ) Κι αυτή είναι η μόνη φυσιολογική και ευλογημένη σχέση, ας επιτραπεί να σχολιάσουμε το αυτονόητο. Δεν δημιούργησε ο Θεός άρσεν και άρσεν ούτε θήλυ και θήλυ για να συσταθεί ο ένας άνθρωπος. «Εποίησεν άρσεν και θήλυ» και αυτό καθόρισε ως τη μοναδική οδό πορείας της ανθρωπότητας. Και πώς τότε έχουμε κατά καιρούς, παλαιότερα αλλά και σήμερα, την προβολή άλλης θεώρησης του ανθρωπίνου; Το Πνεύμα του Θεού διά στόματος του αποστόλου Παύλου δίνει την απάντηση: Πρόκειται για «ατιμία και ασχημοσύνη» που οφείλεται στην παραθεώρηση του Θεού από τη ζωή του ανθρώπου. Όταν ο άνθρωπος κάνει πέρα τον Θεό και Τον διαγράφει από τη ζωή του, τότε ο Θεός σεβόμενος την ελευθερία που ως ακριβό δώρο τού έδωσε εγκαταλείπει τον άνθρωπο, αφήνοντάς τον στις σκοτεινές και αφύσικες επιλογές του, οι οποίες ασφαλώς δημιουργούν το πλαίσιο για να ζει αυτός ήδη την κόλαση από αυτήν τη ζωή. «Κι επειδή θεώρησαν περιττό οι άνθρωποι να γνωρίσουν τον Θεό ενσυνείδητα, τους παρέδωσε ο Θεός στη μωρία τους, κι έτσι κάνουν ανάρμοστα πράγματα. Είναι γεμάτοι από κάθε λογής αδικία, πορνεία, πονηρία, πλεονεξία, κακία. Είναι γεμάτοι φθόνο, φόνο, φιλονικία, απάτη και κακοήθεια… Χωρίς σύνεση, δεν κρατούν τον λόγο τους, δεν έχουν στοργή, διαλλακτικότητα και έλεος… Είναι καταδικασμένοι σε αιώνιο θάνατο!» (Ρωμ. 1, 28-32).

(2α) Η αίσθηση της παρουσίας του Χριστού στον πατέρα Βασίλειο και τη σοφή Εμμέλεια που έπαιρνε τη μορφή της μεταξύ τους αλληλοϋπακοής, τους έκανε εν αγάπη  κ α ι  να θέλουν παιδιά στη ζωή τους, ως «επαναλήψεις» όχι του εαυτού τους αλλά του ίδιου του Χριστού – «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» οι άνθρωποι –, αλλά  κ α ι  γι’ αυτόν τον λόγο να τα επιβλέπουν ώστε να διαπαιδαγωγούνται με τη μόνη ορθή χριστιανική προοπτική, της εντάξεώς τους στη Βασιλεία του Θεού. Άνθρωπος δηλαδή που αγαπά τον Χριστό αγαπά με ιδιαίτερη θέρμη τις πιο γνήσιες εικόνες Του, τα παιδιά, ποθώντας κατ’ επέκταση να τα δει να ακολουθούν και εκείνα οικεία βουλήσει τα δικά Του ίχνη. Από την άποψη αυτή στο ιερό αυτό ζεύγος διαπιστώνουμε και τον πρώτο άμεσο σκοπό του γάμου, την αλληλοσυμπλήρωση των συζύγων, αλλά και την τεκνογονία και την ανατροφή των τέκνων. Και θα πρέπει να πούμε εδώ ότι και τα τρία αυτά συνυπάρχουν αναπτυσσόμενα παραλλήλως χωρίς να υφίσταται καμία έκπτωση σε κανένα τους. Δεν μπορεί δηλαδή σε ένα χριστιανικό ζευγάρι να μην υπάρχει η επιθυμία της καρποφορίας της σχέσης τους, να υπάρξουν παιδιά, όπως πολύ περισσότερο δεν υπάρχει περίπτωση να μην ενδιαφέρονται για τα παιδιά, εφόσον ο Θεός δίνει τη δυνατότητα της τεκνογονίας -  ο Θεός γαρ «διανοίγει την μήτραν της γυναικός». Και η συνύπαρξη και το παράλληλο των τριών αυτών σκοπών, (που βεβαίως βρίσκονται στη γενικότερη σκοποθεσία όπως είπαμε της ζωντανής σχέσεως με τον Κύριο Ιησού Χριστό), πρέπει να τονίζεται πάντοτε, διότι εύκολα είναι αλήθεια, μπορεί να υπάρξει ανισορροπία. Να έχουμε δηλαδή προσκόλληση για παράδειγμα, ιδίως από πλευράς της μητέρας, προς τα παιδιά με παραμέληση του συζύγου, ή, τεκνοποιΐα, ιδίως εκεί που υπάρχει πολυτεκνία  συνεπώς και μεγάλη κούραση με έλλειψη χρόνου, χωρίς την ανάλογη φροντίδα για την ανατροφή των παιδιών. Εκείνος που έδωσε την ευλογία του καρπού της συζυγίας, των παιδιών, ο Ίδιος έδωσε και την εντολή: «Εκτρέφετε τα τέκνα υμών εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».

(2β) Κι είναι η αλυσίδα αυτή: αλληλοσυμπλήρωση συζύγων, τεκνοποιΐα, ανατροφή, το στοιχείο που αποτελεί κι ένα κριτήριο για το πλήθος των παιδιών στο οποίο πρέπει να προχωρήσει ένα ζευγάρι. Αναφέραμε και παραπάνω ότι δεν σώζει μία οικογένεια ο αριθμός των παιδιών, αλλά η συναίσθηση  ότι τα μέλη της, πρώτιστα οι σύζυγοι, πορεύονται κατενώπιον Θεού με βάση τις εντολές Εκείνου. Ο συντονισμός με τον ζωντανό προσωπικό Θεό είναι το αενάως ζητούμενο κι αυτό θα ζητηθεί από τον ανά πάσα στιγμή ερχόμενο να εμφανιστεί Κύριο. Οπότε χρειάζεται να αναμετρώνται πάντοτε οι γονείς αν η τεκνογονία συμβαδίζει με την ορθή ανατροφή, που θα πει με τη γεμάτη αγάπη και σεβασμό στάση τους έναντι των παιδιών τους, με την αφιέρωση του απαιτουμένου χρόνου για την καλή ανάπτυξή τους, με την προσφορά στα παιδιά τους του κατεξοχήν στοιχείου αγάπης τους: τον δικό τους αγιασμό. Τι νόημα άραγε έχει υπό το πρίσμα αυτό ο ερχομός παιδιών, που ο γονιός στη φάση που βρίσκεται ίσως βλέπει ότι αδυνατεί να τους δώσει αυτό που τους οφείλει; Μία μάνα για παράδειγμα και μάλιστα εργαζομένη ή ένας πατέρας πολυάσχολος και πολυδιασπασμένος ευρισκόμενοι σε διαρκή αναταραχή και πανικό γιατί δεν προλαβαίνουν, πώς μπορεί να θεωρηθούν ότι στέκονται πάνω στο θέλημα του Θεού; Αυτό που έχουν αυτό και θα προσφέρουν σε όλους: την ταραχή και τον πανικό τους. Δεν είναι τυχαίο ότι κάποια γυναίκα με τρία παιδιά, όταν επισκέφτηκε τον όσιο Πορφύριο για να του πει ότι δεν αντέχει και ένα τέταρτο που επιθυμεί ο άντρας της, άκουσε από το άγιο στόμα του την αρνητική προτροπή. «Μην την πιέζεις» είπε ο όσιος στον σύζυγο, «γιατί ψυχολογικά δεν αντέχει. Όταν θα αντέξει, μόνη της θα το ζητήσει». Και διάβασα κάπου εσχάτως ότι μία γυναίκα εξίσου με τρία παιδιά μετέσχε πριν κάποια χρόνια σε εκδρομή ενορίας εδώ στην Αττική για το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου στην Αριζόνα. Και είδε και εξομολογήθηκε στον άγιο Γέροντα Εφραίμ ότι δεν θέλει άλλο παιδί που εξίσου με το προηγούμενο επιθυμούσε ο σύζυγος. Και η απάντηση του αγίου αυτού ανθρώπου ήταν όντως αποκαλυπτική: «Κάνε προσευχή από την καρδιά σου, παρακάλεσε την Παναγία, και ό,τι δεις μέσα στην καρδιά σου να φουντώνει αυτό θα είναι και η απάντηση!»

(2γ) Στην αγία οικογένεια του Μ. Βασιλείου είχαμε εν προκειμένω την ανθρωπίνως ορθή ισορροπία. Και η αγάπη των γονιών υφίστατο και η τεκνοποιία ήταν πλούσια γιατί μπορούσαν, και η ανατροφή συνιστούσε προτεραιότητα. Πάνω στο τελευταίο μάλιστα είναι πολύ σημαντική η αναφορά στην εκκλησιαστική ακολουθία της μεγάλης αδελφής, της οσίας Μακρίνας, του πώς η μάνα Εμμέλεια διαπαιδαγωγούσε την κόρη της. Πραγματικά ο άγιος υμνογράφος, στηριγμένος σε ιστορικά στοιχεία, με έξοχο τρόπο μας ανοίγει τα μάτια να δούμε τη σοφία της χριστιανής μητέρας. Τι μας λέει; Ότι αφενός ήδη από την κοιλιά της την ύψωνε προς τον Θεό προσευχομένη διαρκώς για το αγέννητο ακόμη παιδί της - «επ’ αυτώ (τω Χριστώ) από γαστρός, επερρίφης άμωμε» - αλλά αφ’ ετέρου την παρακολουθούσε διακριτικά και με αγάπη σε όλο το μεγάλωμά της. «Οφθαλμοίς μητρικοίς τετηρημένη» σημειώνει. Την πρόσεχε με τα μάτια που έχει μία μάνα που αγαπά το βλαστάρι της όσο τίποτε άλλο. Δεν μας θυμίζουν αυτές οι επισημάνσεις ό,τι πιο σύγχρονο υφίσταται από πλευράς της επιστήμης της παιδαγωγικής, αλλά ακόμη περισσότερο αυτά που έλεγε ο όσιος Πορφύριος και πάλι, ο οποίος τόνιζε ότι οι γονείς και ιδίως η μάνα, (τεράστια η ευθύνη βεβαίως σ’ αυτό και του πατέρα), ήδη απαρχής της εγκυμοσύνης της θα πρέπει να φροντίζει για το παιδάκι της: να βρίσκεται σε καλή ψυχολογική κατάσταση, να προσέχει τον εαυτό της, να δημιουργεί ευχάριστες και ήρεμες συνθήκες διαβίωσής της, γιατί ό,τι συμβαίνει στην ίδια αντανακλά και στο παιδί; Αλλά και μετέπειτα να παρακολουθεί με στοργή την ανάπτυξή του χωρίς όμως εξάρσεις ιδιαίτερες και περιττές. «Μη γίνεστε υπερβολικοί στις εκδηλώσεις σας προς τα παιδιά» συνήθιζε να λέει, «γιατί οι υπερβολές αποπροσανατολίζουν το παιδί. Με ήρεμο τρόπο να τα σκεπάζετε με την αγάπη σας κι αυτό θα συντελεί στην καλύτερη δυνατή ανάπτυξή του». «Μητρικοίς οφθαλμοίς τετηρημένη» - να σκεπάζονται τα παιδιά από τα μάτια της μάνας που ξέρει να αγαπά και να προσεύχεται. Κάτι διαφορετικό, δηλαδή και η υπερβολή που είπαμε αλλά και η αδιαφορία, είναι ευνόητο ότι θα εκπίπτει σ’ αυτό που επίσης ο απόστολος Παύλος επισημαίνει: «Οι γονείς μη παροργίζετε τα τέκνα υμών». Παροργισμό των τέκνων έχουμε και με τις υπερβολές και με την αδιαφορία και με τις επιθετικές ασφαλώς ενέργειες απέναντί τους!

(3) Ποιος μετά τα παραπάνω θα αμφέβαλλε ότι και οι σχέσεις μεταξύ των αδελφών δεν θα κυμαίνονταν σε ανάλογο επίπεδο σεβασμού και αγάπης; Και δεν εννοούμε ότι δεν υπήρξε ποτέ ένταση και διαφωνία και μαλώματα ανάμεσα στα αδέλφια της ιερής αυτής οικογένειας – τούτο είναι αδύνατο, αφού η ανθρώπινη φύση «επί τα πονηρά έγκειται επιμελώς εκ νεότητος» - , αλλ’ εννοούμε ότι η όποια ένταση ή διαφωνία γρήγορα έβρισκε τον δρόμο της καταλλαγής και της συγχώρησης. Και γνωρίζουμε την πραγματικότητα αυτή, γιατί φρόντισαν οι άγιοι Πατέρες, ιδίως ο αδελφός άγιος Γρηγόριος, να μας μιλήσουν για τη Μακρίνα και τις σχέσεις ανάμεσα στην οικογένεια. Και τι είπε, και όχι μόνο μία φορά; Ότι η Μακρίνα, η μεγάλη αδελφή, ήταν «ο διδάσκαλος, ο παιδαγωγός, ο σύμβουλος» των αδελφών, εκτός από τους γονείς. Όταν δηλαδή ανέκυπτε διαφωνία, όταν υπήρχε ένταση, επενέβαινε η σοφή μεγάλη αδελφή, μεγάλη όχι μόνο ως προς την ηλικία, και έβαζε τα πράγματα στη θέση τους. Κι όχι μόνο όταν ακόμη τα αδέλφια ήταν μικρά, που είναι φυσικό να μαλώνουν και να δημιουργούν προβλήματα, αλλά και αργότερα, σε πιο μεγάλη ηλικία. Σαν την περίπτωση που ο μεγάλος κι αυτός αδελφός, το αστέρι της οικογένειας, ο Μέγας Βασίλειος, γύρισε από τις σπουδές του στην Καισάρεια κι έπειτα στην Αθήνα. Μεγαλοφυής ο Βασίλειος, με σπουδές που τον έκαναν πανεπιστήμονα της εποχής, με επαίνους και διακρίσεις, επέστρεψε στην οικογένεια, προφανώς με τον αέρα του ανώτερου. Κι εκεί επενέβη η Μακρίνα: βλέπει αμέσως «την επηρμένην οφρύν» του αδελφού της και σπεύδει να τον προσγειώσει! Όχι μειώνοντας βεβαίως το επίπεδο στο οποίο βρέθηκε κοσμικά ο Βασίλειος – η Μακρίνα ανεγνώριζε το μεγαλείο του το μορφωτικό – αλλά υπενθυμίζοντάς του τη βάση και τα κριτήριο της οικογένειας: τον Χριστό και την οδό την αληθινή. Η μεγάλη αδελφή ως πράγματι «διδάσκαλος», αλλά με ταπείνωση και με σεβασμό. Η Μακρίνα ως «αλείπτης» πνευματικός, ως γυμναστής που διορθώνει τα κακώς κείμενα. Και η επέμβασή της, η γεμάτη ταπεινή αγάπη, βρίσκει τον στόχο της: ο Βασίλειος συνέρχεται. Αναγνωρίζει την παρέκκλιση, καταλαβαίνει ότι όλη τη μόρφωσή του πρέπει να τη θέσει στη διακονία του Κυρίου και της Εκκλησίας – ό,τι του πρότεινε η Μακρίνα. Και δεν ξέρει κανείς ποιον να πρωτοθαυμάσει; Την μεγάλη Μακρίνα ή τον μεγάλο Βασίλειο; Ταπεινή αγάπη η μία, ταπεινό φρόνημα ο άλλος, με το οποίο κτίζεται η καθ’ υπερβολήν οδός της αγάπης.

(4) Και με βάση αυτά κατανοεί κανείς και κάτι εξίσου σημαντικό και υπέροχο και υποδειγματικό που μας προσφέρει η αγία οικογένεια. Οι γονείς είναι έτοιμοι να βοηθήσουν τα παιδιά τους σε ό,τι εκείνα θέλουν να ακολουθήσουν στη ζωή τους. Αλλά να ξέρουν όμως: ό,τι και να κάνουν να τίθεται αυτό στην υπηρεσία του θελήματος του Θεού. Σεβασμός και ελευθερία δηλαδή από τη μία˙ προτεραιότητα στο θέλημα του Θεού από την άλλη, που εκφράζεται κυρίως ως αγάπη και διακονία του συνανθρώπου. Και να, που σε όλα σχεδόν τα αδέλφια επισημαίνουμε το δίπολο αυτό! Παράδειγμα: η Μακρίνα πρώτη! Από μικρή θέλει να αφιερωθεί στον Κύριο, μα ακολουθεί τη στοργική προτροπή των γονέων να παντρευτεί. Στην περίοδο των αρραβώνων όμως φεύγει από τη ζωή ο  μνηστήρας της. Αφιερώνεται έπειτα στον Θεό και τον συνάνθρωπο. Τα δύο μοναστήρια που ιδρύει παρά τον Ίρι μοναχό, όπου εκεί βρίσκουμε και τη μητέρα Εμμέλεια υποτακτική(!) της, είναι για προσευχή και δοξολογία του Κυρίου, μα και για περίθαλψη όλων των αναγκεμένων και πονεμένων. Ο Μ. Βασίλειος έπειτα: σπουδές καταπληκτικές όπως είπαμε, στη νομική (ρητορική), την ιατρική, τη φιλοσοφία, τη γεωμετρία, την αστρονομία. Όλα στο τέλος όμως στον βωμό της ιερωσύνης ως αναφοράς στον Θεό και της αγάπης στον συνάνθρωπο. Το κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο του Βασιλείου: υπακοή στο θέλημα του Θεού τη συγκεκριμένη εποχή, υπεροχικό και ανυπέρβλητο σε όλους τους αιώνες. Ο Γρηγόριος στη συνέχεια: κι αυτός με σπουδές μοναδικές, στην οικογένεια και στις μεγάλες Σχολές. Έγγαμος στην αρχή με τέκνο, μα μόνος στη συνέχεια, γιατί φεύγουν από τη ζωή και η σύζυγος και η κόρη. «Πατήρ Πατέρων» στην εξέλιξή του ως επίσκοπος στη Νύσσα με τεράστιο συγγραφικό και αντιαιρετικό έργο. Ο Ναυκράτιος, ο άλλος αδελφός; Ο πιο γλυκός από όλους, λένε τα αδέλφια του. Σπουδές στη νομική, αλλά μοναχός και κοινωνικός έργάτης χάριν των αναγκεμένων στη συνέχεια. «Χάθηκε» σε ατύχημα την ώρα της διακονίας των πτωχών του, γι’ αυτό και «οσιομάρτυς» χαρακτηρίζεται.

Β. Σταματούμε εδώ την αναφορά στην ιερή οικογένεια. Μοναδική και ίσως ανεπανάληπτη στους αιώνες. Μα ταυτοχρόνως και υπόδειγμα. Γιατί βίωνε το αιώνιο, δηλαδή το αδιάκοπα επίκαιρο και συγχρονισμένο. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Ό,τι προβάλαμε συνιστά οδό και φωτεινό μονοπάτι. Σ’ έναν κόσμο μάλιστα, το αναφέραμε, εντελώς χαμένο και νεκρωμένο πνευματικά, που ανακυκλώνει εσαεί την καταχνιά και το έρεβος των παθών του, η οικογένεια του Μ. Βασιλείου, «η επτάριθμος, (ή αλλού οκτάριθμος), πατρομητραδελφότης», εν συνόλω και μεμονωμένα, αποτελεί ελπίδα και παρηγοριά. Και για τους συζύγους και για τα παιδιά, αλλά και για άλλα μέλη που μπορεί να ζουν μέσα σ’ αυτήν – δεν μιλήσαμε καθόλου μάλιστα και για τη γιαγιά Μακρίνα, την αγία ομολογήτρια και μαθήτρια του αγίου Γρηγορίου του Νεοκαισαρείας του θαυματουργού. Ο άγιος υμνογράφος θέλοντας να εξάρει την προσφορά τους στο σήμερα, το εκάστοτε σήμερα, θα πει τα εξής συγκινητικά: «Όλα τα μέλη της οικογένειας αυτής είναι λαμπτήρες της οικουμένης, είναι κοινοί ευεργέτες του ανθρωπίνου γένους, είναι αυτοί που έκαναν γιορτινή την υφήλιο όλη με τα κατορθώματά τους» (Δόξα εσπ.).

Μας υπενθυμίζουν ότι

- μία είναι η οικογένεια που μπορεί να σταθεί και να μεγαλουργήσει και να βοηθήσει πραγματικά τον κόσμο: η οικογένεια που λειτουργεί ως «κατ’ οίκον Εκκλησία», δηλαδή αυτή που βάση της έχει τον Ιησού Χριστό και που Τον προεκτείνει γινόμενη μία αγκαλιά για όλον τον κόσμο, ο οποίος εν αγνοία του ίσως την αναζητεί και την περιμένει˙

- η συζυγία τότε καταξιώνεται και εφελκύει πλούσια τη χάρη του Θεού, όταν οι σύζυγοι δεν ανταγωνίζονται μεταξύ τους, ποιος θα έχει το πάνω χέρι υποβιβάζοντας ο ένας τον άλλον, αλλά συναγωνίζονται ποιος θα έχει την προτεραιότητα στην προσφορά και τη διακονία. Κι εκεί φανερώνεται η πρωτιά: όποιος καταθέτει τον εαυτό του περισσότερο στη θυσιαστική υπηρεσία. «Ει τις θέλει πρώτος είναι, έστω πάντων έσχατος και πάντων διάκονος»˙

- η χαρισματική συζυγία που βιώνεται στην Εκκλησία πάει μαζί με την τεκνοποιΐα, όταν δίνει ο Θεός τη δυνατότητα, αλλά και με την ανατροφή των παιδιών «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Χωρίς την οδύνη της ανατροφής, γιατί δεν είναι εύκολο να ανατρέφει κανείς παιδιά και μάλιστα στη σημερινή εποχή, η τεκνογονία από μόνη της δεν προσφέρει πολλά πράγματα. Μπορεί και το αντίθετο: να γίνει μέρος μίας προβληματικής κοινωνίας. Εν προκειμένω τα λόγια του Κυρίου για τον προδότη μαθητή Του Ιούδα, από τα σκληρότερα που έχει πει, ηχούν με τρόπο άκρως πένθιμο και ίσως «απειλητικό» για πολλούς: «Καλύτερα να μην είχε γεννηθεί ο άνθρωπος αυτός!»˙

- η αγία βιοτή των γονιών αντανακλά εν πολλοίς και στα παιδιά. Άγιοι γονείς κατά κανόνα - υπάρχουν και οι εξαιρέσεις - βγάζουν και παιδιά που στέκουν καλά στην πίστη, που θα πει με αγάπη προς τον Χριστό και τον συνάνθρωπο. Ίσως δεν πρέπει να ξεχνάμε καθόλου τα λόγια του αγίου Πορφυρίου, ο οποίος τόνιζε ότι αν θέλουν οι γονείς να μην προβληματίζονται ιδιαίτερα για την εξέλιξη των παιδιών τους, αν θέλουν να τους δουν και να τους καμαρώνουν ως υγιή στοιχεία της κοινωνίας και της Εκκλησίας, δεν έχουν παρά να αποδύονται στον χαρούμενο αγώνα του αγιασμού τους. Έτσι κι αλλιώς ο αγώνας αυτός θεωρείται δεδομένος για έναν χριστιανό, αφού συνιστά εντολή του ίδιου του Θεού: «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιός ειμι»˙

- τέλος, η μεγαλύτερη προσφορά για σύνολη την ανθρωπότητα είναι ακριβώς να ενεργοποιεί ο πιστός την πίστη του στον Χριστό. Οι άγιοι της Εκκλησίας μας ως άλλοι Χριστοί μέσα στον κόσμο είναι η ελπίδα και η παρηγοριά των ανθρώπων. Πιθανόν να μην το καταλαβαίνουμε, αλλά ο αγιασμός μας ως πορεία αγάπης ιδίως προς τον συνάνθρωπο αποτελεί οφειλή μας σ’ αυτόν – ο κόσμος της αμαρτίας ενώ πολεμάει την πίστη παράλληλα στο βάθος της καρδιάς του διψάει τον Θεό. Κι αναζητεί τον Θεό στο πρόσωπο των πιστών Του. Η αγία οικογένεια του Μεγάλου Βασιλείου αποτελεί την πρωτοπορία από την άποψη αυτή – άπειροι ήταν εκείνοι που προσκολλημένοι στα μέλη της βρήκαν τον Θεό και τον εαυτό τους. Κι αν πολλά μέλη της ιερής οικογένειας δεν έκαναν δική τους οικογένεια ήταν γιατί το ζητούμενο, όπως κατά κόρον τονίσαμε, είναι να βρίσκεται κανείς στο θέλημα του Θεού που επικαιροποιείται στο εκάστοτε εδώ και τώρα. Ξέρουμε ότι και οικογένεια δική τους να έκαναν, ο Μ. Βασίλειος, η αγία Μακρίνα, ο άγιος Πέτρος, ο άγιος Ναυκράτιος, προκοπή θα έκαναν μεγάλη σ’ αυτές, μα σε περιορισμένη ακτίνα δράσεως. Ο Θεός τους κάλεσε στον δρόμο της μοναχικής αφιέρωσης, δίνοντάς τους το χάρισμα να γίνουν οικογενειάρχες σύμπασας της οικουμένης, να γίνουν δηλαδή όργανα του Κυρίου για να εντάξουν πολλούς στην απόλυτη και οικουμενική, τοπικά και χρονικά, οικογένεια, την οικογένεια του Θεού, την Εκκλησία.