27 Ιανουαρίου 2024

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ: "ΣΥΓΧΑΙΡΟΜΕΝ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΑΘΗΝΩΝ κ. κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΝ"

 

Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν

ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

«ΣΥΓΧΑΙΡΟΜΕΝ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ.κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΤΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ».

Η Αγία μας Εκκλησία των δύο χιλιάδων χρόνων ιστορικού βίου είναι θεμελιωμένη επί την «πέτραν τῆς πίστεως» (Ματθ. 16,18) και αρδεύεται μυστικώς  από το ζωήρρυτον αίμα του επί του Σταυρού εκουσίως θυσιασθέντος υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας.  Είναι η Εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, που σε ηλικία τριάντα μόλις ετών ύψωσε το λιπόσαρκο ασκητικό του χέρι και κατέδειξε τον αιμομίκτη ηγεμόνα Ηρώδη Αντύπα, ελέγχων δημοσία αυτόν λέγοντας «οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μαρκ. 6,18) και βέβαια ο σπεκουλάτορας απέτεμνε την κεφαλήν του και την έδωσε ἐπί πίνακι (Μαρκ. 6,28).  Είναι η Εκκλησία του Επισκόπου Μεδιολάνων, Αγίου Αμβροσίου, ο οποίος απηγόρευσε εις τον Μονοκράτορα του Ρωμαϊκού Κράτους, Θεοδόσιον, την είσοδο εις τον Ναόν του Θεού, ελέγχων αυτόν δημοσία δια την αιματηρή καταστολή της στάσεως στην Θεσσαλονίκη και τον θάνατο επτά χιλιάδων ανθρώπων.  Είναι η Εκκλησία του Ιερού Χρυσοστόμου, του οποίου την ανακομιδή των λειψάνων εορτάζομεν και ο οποίος δημόσια ήλεγχε την Αυτοκράτειρα Ευδοξία, σύζυγον του Αυτοκράτορος Αρκαδίου και καθηρέθη από την ληστρικήν Σύνοδον παρά τήν Δρῦν (403 μ.Χ) και σιδεροδέσμιος βάδισε την οδόν του θανάτου με αλλογενείς φρουρούς στρατιώτες προς την Κουκουσόν της Αρμενίας, όπου πυρέσσων απέθανε στο Ναΰδριον του Αγίου Βασιλίσκου, επιλέγων «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».  Είναι η Εκκλησία των εκατομμυρίων Μαρτύρων, Οσίων, Ομολογητών, Εγκρατευτών και παντός πνεύματος Δικαίου.  Είναι η Εκκλησία των Αποστόλων, των Θεοφόρων Πατέρων και των Αγίων εννέα Οικουμενικών Συνόδων.  Τελικώς, είναι η Εκκλησία των μεταποιουμένων αμαρτωλών, της πρώην πόρνης, που αποβαίνει δια της μετανοίας παρθένος, του πρώην ληστού, που γίνεται με ένα έμπονο «μνήσθητί μου» (Λουκ. 23,42) ο πρώτος οικιστής του Παραδείσου, του πρώην ασώτου που κατέφαγε την πατρικήν περιουσίαν και που με την επιστροφήν του ανέκτησε την προτέρα του μεγαλωσύνη, του μετανοούντος τελώνη, που δικαιώθηκε από το δικαιοκρίτη Κύριο και κατά ταύτα όχι των αμετανοήτων και των απενοχοποιούντων το βύθειο κακό και την αμαρτία και των θεσμοθετούντων αυτά, ως έννομα αγαθά.

Ο Πανάγιος Κύριος, ο ενανθρωπήσας Θεός Λόγος, διεκήρυξε: Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ (Ματθ. 6,24) και επομένως δεν απαιτείται πολύ σοφία δια να αντιλαμβανόμεθα ότι στην ζωή αυτή καλείσαι να επαναλάβεις το άθλημα του Ηρακλέους και να βαδίσεις τον δρόμο της αλήθειας, του αγώνος και της θυσίας, ενάντια στην σαπροποίηση και την χωματοποίηση του ανθρώπου, που επιδιώκει μετά μανίας ο αντίδικος εχθρός του Θεού και του ανθρώπου, ο αίσχιστος διάβολος, του οποίου αρνούνται πολλοί την ύπαρξη, αλλά εκτελούν τα δυσώδη έργα του, για να επιτύχει την καταστροφή της σχέσης Θεού και ανθρώπου, να μην κατορθώσει ο άνθρωπος τον υπέρτατο προορισμό του, που είναι η προς τον Θεό ομοήθεια, η χαρίτωσις και ο αγιασμός.

Η Αγία μας Εκκλησία κηρύσσει την Ναοδομία του ανθρωπίνου προσώπου, στοιχούσα στο αποστολικό λόγιο «ὑμεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός» (Β΄ Κορ. 6, 16) και στην υπέροχη διαβεβαίωση του Κυρίου «ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν» (Ιω. 14, 23).  Η Εκκλησία, επομένως, αληθεύει εν αγάπη και αγαπά εν αληθεία (Εφεσ. 4,15), γιατί αγάπη χωρίς αλήθεια είναι απλώς ιδεολόγημα και το σώμα και η ψυχή  μας οφείλουν να αποβαίνουν δια του πνευματικού μας αγώνος Ναός του Θεού και όχι καταγώγιο των παθών και των δαιμόνων.

Αφορμή δια την κατάθεση των αυτονοήτων για την Εκκλησία ανωτέρω, πήραμε από την πεπαρρησιασμένη δήλωση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ.κ. Ιερωνύμου, δια τις επιπτώσεις της νομοθετήσεως της ανατροπής της ανθρώπινης οντολογίας και φυσιολογίας  και της κανονικοποιήσεως μιας γενετησίου παρεκκλίσεως με πρόσχημα την δήθεν ισότητα στον γάμο και τα δήθεν διασφαλιζόμενα δικαιώματα των παιδιών, διότι ανέστιοι και ασταθείς δημοσιολογούντες έψεξαν την δήλωση του Μακαριωτάτου.  Είναι παγκοίνως γνωστόν ότι ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ.κ. Ιερώνυμος, διακρίνεται δια την σοφίαν του, την ευγένειαν του και το βαθυνούστατον του χαρακτήρος του και επομένως η δήλωσις του καταθέτει την πίστη και την αλήθεια την διαχρονική της Εκκλησίας, που δεν χρειάζεται καμμία επικαιροποίηση ή ενδελεχή μελέτη, διότι είναι αποκάλυψις του ζώντος Θεού και όχι ανθρώπινη κατασκευή.

Διερωτάται κάθε εχέφρων άνθρωπος: απαιτείται πολύ σκέψις και μεγάλη σοφία να μην ισχυριζόμεθα ότι την ιδία στιγμή μπορούμε να τιμούμε και να σεβόμεθα τον Θεό και την Εκκλησία Του και ταυτοχρόνως να νομοθετούμε εναντίον των εντολών του Θεού και της Εκκλησίας Του;  Αυτό δεν αποτελεί τον ορισμό της παράνοιας ή μάλλον του δαιμονισμού;  Δηλαδή, τι δεν κατανοούμε, ότι οι Κυβερνώντες – θεατοί και αθέατοι- που αθέσμως και ανηθίκως νομοθετούν την κατεδάφιση του οικογενειακού δικαίου και των υψίστων εννοιών της πατρότητος και της μητρότητος, που είναι πυλώνες της ανθρώπινης ιδιοπροσωπίας και ουσιαστικά εναντίον του Ευαγγελίου, του Κανονικού πλαισίου της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας δύο χιλιάδων ετών, της Ανθρωπολογίας – Φυσιολογίας – Οντολογίας  και του Αιωνίου Νόμου του Παναγίου Θεού δεν εκπίπτουν οικεία βουλήσει από το Σώμα της Εκκλησίας;  Μπορούν να παραμείνουν μέλη της Εκκλησίας, την στιγμή κατά την οποίαν βυσσοδομούν εναντίον Της και προσβάλλουν κατάφωρα το Δόγμα και το Ήθος Της; Σε ποιον οργανισμό παγκοσμίως μπορεί να συμβεί κάτι ανάλογο; Επομένως, όλοι αυτοί που θα νομοθετήσουν και με την ψήφο της ή τον λόγο τους θα υποστηρίξουν αυτό το έγκλημα εις βάρος του ανθρώπου είναι δυστυχώς συνεργάται του διαβόλου και προετοιμάζουν την οδόν του Αντιχρίστου και επομένως κατά λογικήν συνέπειαν έχουν αποκοπεί εκουσίως από το Σώμα της Εκκλησίας.  Τι θα θέλαμε λοιπόν, την ιδία στιγμή να λες ότι σέβεσαι δήθεν την Εκκλησία αλλά ταυτόχρονα να την ποδοπατάς;  Είναι θλιβερό, αλλά αυτή είναι η επίπτωσις που επέρχεται από την διάπραξη αυτού του εγκλήματος, για να διατηρήσουν πρόσκαιρα τον υπουργικό ή βουλευτικό τους θώκο, την «θεσούλα» τους και να πάρουν τα εύσημα του κόσμου της φθοράς, αδιαφορούντες οι δύστυχοι για την αιώνιότητά τους, που δεν την πιστεύουν μεν, αλλά που δυστυχώς δι’ αυτούς είναι μία απόλυτα αληθής πραγματικότητα.  Άλλωστε, ο φρικτός λόγος στην οριακή αποκάλυψη του Ευαγγελιστού Ιωάννου τα λέει όλα: «ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι.  Ἰδοὺ ἔρχομαι ταχύ, καὶ ὁ μισθός μου μετ᾿ ἐμοῦ, ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τὸ ἔργον ἔσται αὐτοῦ.  ἐγὼ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἀρχὴ καὶ τέλος».  (Αποκ. 22, 11-13).

Ένα εκ των επτά Μυστηρίων της Αγίας μας Εκκλησίας είναι το Μυστήριον του Γάμου, το οποίον ο Απόστολος Παύλος αποκαλεί «μέγα εἰς Χριστόν καί εἰς τήν ἐκκλησίαν» (Εφεσ. 5,32) και επομένως αυτός που αρνείται τη μυστηριακή φύση του γάμου και τελεί πολιτικό γάμο, εκπίπτει της Εκκλησίας και Συνοδικώς έχει αποφασιστεί να μην μετέχει της Μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας και των Αγιαστικών μέσων Της και κατά συνέπειαν να στερήται της Εκκλησιαστικής κηδεύσεως, διότι μόνος του ελεύθερα επέλεξε την εκκοπή του από το Σώμα της Εκκλησίας.  Δεν είναι παράλογο και εκτός λογικής εάν αυτά ισχύουν για τους ετεροφυλόφιλους να μην ισχύουν εις την νιοστή για τους ομοφυλόφιλους; Δηλαδή, ένας ομοφυλόφιλος που θα τελέσει «πολιτικόν γάμον» θα μπορεί να παραστεί ως ανάδοχος ή ως παράνυμφος ή να συμμετέχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο εις την Μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, της οποίας τα Δόγματα και το Ήθος αμεταμελήτως αρνείται;  Έχουμε φτάσει στο έσχατο σημείο, τα αυτονόητα και τα λογικά να είναι ζητούμενα.

Και τέλος, ερχόμενοι στην ορθοτάτη δήλωση του Μακαριωτάτου διά την βάπτιση των τεκνοθετηθέντων από ομοφυλόφιλα ζευγάρια παιδιών, όταν αποκτήσουν συνείδηση του εαυτού των και επιθυμούν να γίνουν μέλη της Εκκλησίας, διερωτώμεθα: δεν κατανοείται ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να ισχύσει ο νηπιοβαπτισμός, διότι την ελλίπουσα πίστη του νηπίου, που είναι προϋπόθεσις του βαπτίσματος, που δεν είναι «φολκλόρ» ή πανηγυράκι, αλλά Μυστήριο της Εκκλησίας, πολιτογραφήσεως στην Βασιλεία του Θεού κατά το Κυριακόν λόγιον «ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται», (Μαρκ. 16,16) δεν αναπληρώνει η πίστις των κηδεμόνων του τεκνοθετηθέντος από ομοφυλόφιλο ζεύγος παιδιού, διοτί δεν υφίσταται τέτοια πίστις, την στιγμή κατά την οποία οι άνθρωποι αυτοί την πίστη της Εκκλησίας την απορρίπτουν με την προσωπική τους ζωή.  Συνεπώς πώς να μορφώσουν εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν το τεκνοθετηθέν «παιδί τους», αφού οι ίδιοι δεν πιστεύουν εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν, έργω και λόγω, διότι αν πίστευαν θα αγωνίζοντο να καταστείλουν το πάθος τους και όχι να το προβάλλουν ως έννομο αγαθό.  Όθεν συγχαίρομεν εκ προσώπου του ευαγούς Κλήρου και του φιλοχρίστου Λαού της κατά Πειραιά Εκκλησίας τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ.κ. Ιερώνυμον, προσευχόμενοι όπως ορθοτομεί πάντοτε τον λόγο της Αληθείας.

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

«Αυτός ο μακάριος και θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επειδή δεν καταφρονούσε το δίκαιο ανάλογα με τα πρόσωπα, αλλά έλεγχε και την ίδια τη βασίλισσα Ευδοξία για τις παρανομίες και τις αδικίες που γίνονταν από αυτήν, δύο φορές εξορίζεται και πάλι ανακαλείται. Για τρίτη και τελευταία φορά στέλνεται στην Κουκουσό της Αρμενίας. Από εκεί οδηγείται στην Αραβισσό, έπειτα στην Πιτυούντα, περιοχές όχι μόνον έρημες και με έλλειψη των αναγκαίων, αλλά που πολιορκούνταν πάντοτε και από τους γειτονεύοντες Ίσαυρους. Εκεί λοιπόν στην Πιτυούντα ο ένσαρκος άγγελος Ιωάννης καλείται από τον Δεσπότη όλων Χριστό μέσω του Πέτρου και του Ιωάννου, των ιερών αποστόλων, και μεταβαίνει προς τις αιώνιες σκηνές, ενώ το άγιο λείψανό του κατατίθεται στα Κόμανα του Πόντου μαζί με τους αγίους μάρτυρες Βασιλίσκο και Λουκιανό, όπως του το φανέρωσαν οι ίδιοι σε νυκτερινό όνειρο. Επειδή δε μετά από λίγο και ο βασιλιάς Αρκάδιος, όπως και η γυναίκα του Ευδοξία πέθαναν, έγινε δε βασιλιάς ο υιός τους Θεοδόσιος, ενώ και ο Πρόκλος ο μαθητής και υπηρέτης του αγίου Χρυσοστόμου με κοινή ψήφο έγινε Πατριάρχης, κατά το τέταρτο έτος της ιεραρχίας του πείθει ο μακάριος Πρόκλος τον βασιλιά Θεοδόσιο και στέλνει εκείνος στρατιώτες για την ανακομιδή του ιερού λειψάνου. Ο άγιος όμως δεν έδινε τον εαυτό του και έμενε ακίνητος, γι’ αυτό και ο βασιλιάς τον παρακαλεί με επιστολή, η οποία περιείχε τα εξής:

Επιστολή Βασιλέως Θεοδοσίου, Προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, Διδάσκαλο και Πνευματικό Πατέρα, Ιωάννη τον Χρυσόστομο.

Θεοδόσιος βασιλεύς. «Επειδή νομίσαμε, τίμιε Πάτερ, ότι το σώμα σου είναι νεκρό, όπως συμβαίνει και με τους άλλους ανθρώπους, θελήσαμε με απλότητα να το μετακομίσουμε και να το φέρουμε προς εμάς. Γι’ αυτό δικαίως  και λαθέψαμε στον σκοπό μας. Αλλά συ όμως, τιμιώτατε Πάτερ, συγχώρησέ μας τώρα που καταλάβαμε το λάθος μας, συ που δίδαξες σε όλους τη μετάνοια. Και σαν σε παιδιά που αγαπούν τους πατέρες τους δώσε μας πίσω τον εαυτό σου και εύφρανε αυτούς που σε ποθούν με την παρουσία σου». Όταν πήγαν λοιπόν την επιστολή στον άγιο και την έθεσαν πάνω στη σορό του, αμέσως εκείνος άφησε να τον πάρουν, οπότε οι απεσταλμένοι σήκωσαν τη σορό χωρίς κόπο. Μόλις έφτασαν αντίπερα από την Πόλη, φθάνει μεν ο βασιλιάς και όλη η σύγκλητος και ο πατριάρχης μαζί με τον κλήρο, ενώ βάζουν τη σορό, που είχε το σώμα του αγίου,  μέσα στο βασιλικό πλοίο. Έπεσε όμως καταιγίδα και τα μεν υπόλοιπα πλοία διασκορπίστηκαν σε άλλα μέρη, εκείνο δε στο οποίο ήταν το σώμα του αγίου, πήγε και άραξε στον αγρό της χήρας. Εκείνης της χήρας, την οποία αδίκησε η Ευδοξία, όταν άρπαξε τον αμπελώνα της. Κι επειδή ελέγχθηκε τότε από τον άγιο τον εξόρισε. Όταν αποδόθηκε λοιπόν ο αγρός στη χήρα, αμέσως έγινε γαλήνη στη θάλασσα, και πρώτα μεν το πλοίο οδηγείται στον ναό του αποστόλου Θωμά, στην περιοχή του Αμαντίου, έπειτα στον ναό της αγίας Ειρήνης, όπου και τον έβαλαν πάνω στο σύνθρονο, οπότε όλοι φώναξαν δυνατά: «Πάρε πίσω τον θρόνο σου, άγιε». Ύστερα, αφού εναποτέθηκε η σορός σε βασιλικό όχημα, φέρεται προς τον περιώνυμο ναό των Αποστόλων. Εκεί μόλις τοποθετήθηκε στην ιερά καθέδρα, φώναξε στο Ποίμνιο το «Ειρήνη πάσι». Έπειτα τον έθεσαν κάτω από τη γη, μέσα στο άγιο Βήμα, όπου τώρα βρίσκεται. Καθώς τελείτο δε η θεία Λειτουργία, γίνονταν θαυμάσια μεγάλα , μεταξύ των οποίων και αυτό: Κάποιος άνδρας δηλαδή, που έπασχε από αρθρίτιδα και δεν μπορούσε να εργαστεί, σχεδόν παντελώς ακίνητος, όταν άγγιξε τη σορό, αμέσως θεραπεύτηκε εντελώς από την αρρώστια του. Έτσι γνωρίζει ο Θεός να δοξάζει αυτούς που σε όλη τη ζωή τους δοξάζουν Αυτόν. Τελείται δε η Σύναξή του στον πάνσεπτο Ναό των αγίων Αποστόλων, όπου βρίσκεται και το ιερό του σώμα, κάτω από το Θυσιαστήριο».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας με αφορμή την ανακομιδή του ιερού λειψάνου του μεγάλου Πατρός Ιωάννου του Χρυσοστόμου μας υπενθυμίζουν αυτό που προβάλλει πάντοτε η Εκκλησία εξ αφορμής οποιασδήποτε αναφοράς της στον μεγάλο αυτόν άγιο: το κήρυγμα της μετανοίας. Διότι έτσι κυρίως χαρακτηρίζεται ο ιερός Χρυσόστομος: «κήρυξ της μετανοίας». Ο άγιος κηρύσσει εκείνη τη μετάνοια στον πιστό λαό, η οποία προϋποθέτοντας την άπειρη αγάπη του Θεού προς αυτόν, γίνεται η μεγαλύτερη παρηγοριά του, εκείνη που του «σφουγγίζει οποιαδήποτε υγρότητα  της φοβερής απόγνωσης και δροσίζει τις καρδιές που έχουν καεί από την αμαρτία». «Ας τιμήσουμε με επάξιο τρόπο τον χρυσό στους λόγους Ιωάννη, τον κήρυκα της μετάνοιας, το πάγχρυσο σφουγγάρι που παίρνει την υγρότητα της φοβερής απόγνωσης και δροσίζει τις καμένες από τις αμαρτίες καρδιές». Και πρέπει να προσέξουμε: ο άγιος δεν αμνηστεύει τις αμαρτίες ούτε υποβαθμίζει τις κακές της συνέπειες στο να αλλοιώνουν την ψυχοσωματική υπόσταση του ανθρώπου. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να κάνει τούτο εκείνος που υπήρξε «ο ποιμήν ο καλός και του αρχιποίμενος Χριστού μαθητής», δηλαδή εκείνος που τόνιζε ότι «διά της αμαρτίας ο θάνατος» και «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν»;

Εκείνο όμως που τονίζει και διαπρυσίως κηρύσσει είναι ότι μπορεί κάποιος να έχει αμαρτήσει με πολλά και μεγάλα αμαρτήματα, όμως τα αμαρτήματα αυτά δεν μπορεί να θεωρηθούν ισοστάσια της αγάπης του Θεού. Τίποτε δεν είναι σαν εκείνην, διότι η Αυτοαγάπη, ο ίδιος ο Θεός,  τόσο μας αγάπησε, ώστε έπαθε και θυσιάστηκε για εμάς τους ανθρώπους, παρέχοντάς μας τη συγχώρηση. Αρκεί βεβαίως να θέλουμε κι εμείς τη συγχώρηση αυτή, δηλαδή να μετανοούμε - η όλη προσφορά του Θεού υπάρχει άπειρη και αιώνια, μένει όμως ανενέργητη χωρίς και τη δική μας θέληση. Αυτό τόνιζε λοιπόν ο άγιος Χρυσόστομος ενόσω ζούσε, αλλά και το ίδιο κηρύσσει και μετά θάνατον, γινόμενος έτσι ο μεγαλύτερος παρηγορητής των ανθρώπων.  Ο άγιος Θεοφάνης με πολλή ενάργεια και σαφήνεια μας το επισημαίνει: «Αν και είσαι νεκρός μέσα στον τάφο, όμως  ως ζωντανός μέσα στον κόσμο, Χρυσόστομε, κηρύσσεις και γράφεις τη μετάνοια, δίνοντας την εγγύηση της συγχώρησης γι’ αυτούς που μετανοούν με θερμό τρόπο».

Και οι δύο υμνογράφοι – διότι εκτός του Θεοφάνη και ο άγιος Ιωσήφ έγραψε για τον μεγάλο Πατέρα - εμμένουν σε ό,τι εξίσου  προβάλλει η σημερινή εορτή: τη ζωντάνια του και μετά θάνατον. Δεν είναι μόνον το παραπάνω τροπάριο που τονίζει την αλήθεια αυτή, αλλά και όλη η υμνογραφία τους κινείται πάνω στη γραμμή αυτή, όπως άλλωστε φάνηκε και από το συναξάρι. Για παράδειγμα: «Ο Χρυσόστομος δίδαξε και πάλι με σαφήνεια τους βασιλείς ότι μολονότι νεκρός δεν υπέστη νέκρωση. Διότι αφού απείθησε την πρώτη φορά στα προστάγματά τους, δηλαδή να  φέρουν το λείψανό του στην Κωνσταντινούπολη, τη δεύτερη φορά, με τις δεήσεις τους επανήλθε».  Για μία ακόμη φορά η Εκκλησία μας σήμερα κηρύσσει τη νίκη του Χριστού πάνω στον θάνατο. Νίκησε ο Χριστός, συνεπώς κάθε άνθρωπος, όταν είναι αληθινά πιστός, νικά και αυτός. Ο θάνατος θεωρείται μετά τον ερχομό του Χριστού ως απλό επεισόδιο στη ζωή ενός ανθρώπου. Ουσιαστικά δεν υφίσταται. Και τα άγια λείψανα στην Εκκλησία μας είναι μία ισχυρή κραυγή της αλήθειας αυτής, την οποία ζούμε οι πιστοί και την χαιρόμαστε ιδίως σε εορτές ανακομιδής λειψάνων, σαν του αγίου Χρυσοστόμου σήμερα.

26 Ιανουαρίου 2024

Η ΕΓΝΟΙΑ ΚΑΙ Η ΞΑΓΡΥΠΝΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ

 

«Ἐντολαῖς τοῦ Δεσπότου ἐπαγρυπνῶν, ἐφ’ ὁμοίοις τε τρόποις παῖδας τούς σούς ρυθμίζων, μακάριε Ξενοφῶν, καί τήν σύζυγον, σύν αὐτοῖς τά ἄνω κληροῦσαι βασίλεια, πειρασμῶν παντοίων λιπών τό κλυδώνιον˙ ὅθεν εὐφημοῦμεν εὐσεβῶς ὑμᾶς πάντας καί πόθῳ γεραίρομεν καί πιστῶς ἀνακράζομεν˙ Θεοφόροι πανόλβιοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τήν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν» (κάθισμα όρθρου).

(Ξαγρυπνώντας στις εντολές του Δεσπότου Χριστού και ρυθμίζοντας τα παιδιά σου και τη σύζυγό σου στον ίδιο τρόπο ζωής, μακάριε Ξενοφών, μαζί μ’ αυτούς απέκτησες κλήρο στη Βασιλεία του Θεού, αφού άφησες πίσω σου τα κύματα των διαφόρων πειρασμών. Γι’ αυτό και σας υμνολογούμε ευσεβώς όλους σας και σας δοξολογούμε με πόθο και με πίστη φωνάζουμε δυνατά: Θεοφόροι μακάριοι, πρεσβεύσατε στον Χριστό τον Θεό μας, να δωρίσει σ’ εμάς που εορτάζουμε με πόθο την αγία μνήμη σας την άφεση των αμαρτιών μας).

Πλούσιος με μεγάλη περιουσία ο όσιος Ξενοφών ζούσε με πίστη στον Θεό μαζί με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη. Κι είναι από τους ανθρώπους που έδειξαν ότι ναι μεν είναι πολύ δύσκολη η είσοδος στη Βασιλεία του Θεού όταν κανείς έχει μεγάλη περιουσία, κατά τον λόγο του Κυρίου: «πόσο δύσκολα οι πλούσιοι θα εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού. Πιο εύκολο είναι ένα καραβόσχοινο να περάσει από την τρύπα μιας βελόνας, παρά ένας πλούσιος να μπει στη Βασιλεία του Θεού», δεν είναι όμως τούτο τελικώς ακατόρθωτο. Διότι το θέμα δεν είναι το έχειν και το βιος του ανθρώπου, αλλά ο τρόπος που διαχειρίζεται αυτό. Κι ο όσιός μας διαχειρίστηκε την περιουσία του κατά τρόπο όντως θεάρεστο: κάλυπτε βεβαίως τις ανάγκες της οικογενείας του, αλλά παράλληλα με πόθο καρδιάς κάλυπτε και τις ανάγκες των φτωχών συνανθρώπων του, όπως και εκείνων που έβλεπε πλούσια τη χάρη του Θεού σ’ αυτούς: των πτωχών καλογέρων που έφθαναν στην Κωνσταντινούπολη. Ο κάθε καλόγερος έβρισκε κατάλυμα στη φιλόξενη κατοικία του, όπως και ο οποιοσδήποτε αναγκεμένος, δείχνοντας έτσι ο Ξενοφών ότι βρίσκεται στον κόσμο ως ένας δεύτερος Αβραάμ.

Κι ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης μάς επισημαίνει με τον πιο καθαρό τρόπο τι συνιστούσε αγία βιοτή του Ξενοφώντα και κατ’ επέκταση και όλης της οικογενείας του: ο αγώνας του να βρίσκεται πάνω στις εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι είναι σημαντική η παρατήρηση του υμνογράφου: όχι απλώς είχε την έγνοια να πορεύεται κατά τις εντολές, αλλά ξαγρυπνούσε πάνω σ’ αυτές, που σημαίνει ότι αυτή ήταν η προτεραιότητά του νυχθημερόν. Ξεκινώντας η ημέρα του αλλά και κλείνοντας το βράδυ του ο νους του ήταν προσκολλημένος στον λόγο του Κυρίου, ώστε να τον κάνει πράξη. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές φορές ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος το εξαγγέλλει: «η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία», δηλαδή στην κίνηση του ανθρώπου να εφαρμόζει τον λόγο του Θεού ανοίγονται τα μάτια του για να θεάται, να βλέπει την παρουσία Εκείνου στη ζωή του.

Κι ο υμνογράφος προσθέτει: στον τρόπο της ζωής αυτής προσπαθούσε να συντονίσει, να ρυθμίσει και τη σύζυγό του και τα παιδιά του. Όχι ασφαλώς με τρόπο «στανικό», με το ζόρι. Γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε αυτόματα ότι ξεφεύγει και ο ίδιος από τις εντολές του Κυρίου που επιτάσσουν την ταπείνωση και την αγάπη – η ταπείνωση και η αγάπη τοποθετούν τον άνθρωπο με απόλυτο σεβασμό έναντι του όποιου συνανθρώπου του, ιδίως δε των οικείων και συγγενών του. Αλλά με το παράδειγμά του, χωρίς πολλά ή περιττά λόγια. Φανταζόμαστε τον δίκαιο Ξενοφώντα να ομιλεί με τη σύζυγό του γεμάτος ευγένεια, να παίζει με τα παιδιά του και να τα διαπαιδαγωγεί γεμάτος υπομονή και χιούμορ, να υπηρετεί μαζί τους τους φτωχούς και τους δυσκολεμένους αδελφούς. Γι’ αυτό και γνωρίζουμε ότι λειτουργούσε για την οικογένεια ως μαγνήτης – ήταν το «κεφάλι» που όλοι ήταν στραμμένοι προς αυτό. Γιατί; Διότι έβλεπαν ό,τι πιο καλό και ευχάριστο, όπως όταν βλέπει κανείς τον ίδιο Χριστό παρόντα στη ζωή του. Έτσι δεν γίνεται «αρχηγός» ο πατέρας στην οικογένεια; Αυτή δεν είναι και η ερμηνεία της «κεφαλής» για τη γυναίκα του άνδρα, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου; Όπως κεφαλή για το σώμα Του την Εκκλησία είναι ο ίδιος ο Κύριος: με τη θυσιαστική αγάπη Του απέναντι σ’ αυτήν!

Ο όσιος Ξενοφών είναι το άμεσο παράδειγμα για το πώς λειτουργεί η χριστιανική οικογένεια και τι σημαίνει «κατ’ οίκον Εκκλησία». Μας δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τι ήθελε να πει και στις ημέρες μας ο άγιος μέγας Πορφύριος, όταν διαρκώς επεσήμαινε ότι τα προβλήματα των παιδιών στην οικογένεια και στην κοινωνία μας είναι κυρίως προβλήματα των γονέων. Γονιός, έλεγε, που έχει ως προτεραιότητα τον αγιασμό του είναι αυτός που θα έχει και μία ευλογημένη οικογένεια, που τα παιδιά του – ακόμη κι αν αποκλίνουν κάποια στιγμή – θα μεγαλώσουν χωρίς ψυχολογικά προβλήματα και πάντα θα έχουν μπροστά στα μάτια τους ως πολικό αστέρι τον Κύριο!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΞΕΝΟΦΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΑΣ ΑΥΤΗΣ

«Ο όσιος Ξενοφών ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας μεγάλη υλική περιουσία, αλλά και μεγάλη κατά Θεόν ευσέβεια. Απέστειλε λοιπόν τους δύο υιούς του στην πόλη της Βηρυτού, μία από τις πόλεις της Φοινίκης, για να μελετήσουν και να μάθουν νομικά. Επειδή όμως το πλοίο που τους μετέφερε ναυάγησε, βγήκε αυτός μαζί με τη γυναίκα του σε αναζήτησή τους. Πράγματι βρήκε τα παιδιά του στα Ιεροσόλυμα, αλλά τα βρήκε ντυμένα το μοναχικό σχήμα, οπότε παρακινήθηκε και ο ίδιος με τη γυναίκα του να ακολουθήσουν και αυτοί τον μοναχικό βίο. Και τόσο πολύ πρόκοψαν στην αρετή, ο Ξενοφών, η γυναίκα του και τα παιδιά του, ώστε να αξιωθούν να κάνουν και θαύματα. Ευαρέστησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους τον Θεό και εξεδήμησαν προς Αυτόν».

Οι όσιοι Ξενοφών, Μαρία η σύζυγός του και τα παιδιά τους Αρκάδιος και Ιωάννης αγωνίστηκαν ολοκάρδια να τηρήσουν τις εντολές του Κυρίου, γι’ αυτό και κέρδισαν τη Βασιλεία του Θεού – μία αλήθεια που τονίζει πολλές φορές η Εκκλησία μας σήμερα, διά γραφίδος του αγίου υμνογράφου Θεοφάνη. «Βαδίζοντας με ζήλο την οδό των εντολών σου ο δούλος σου, Δέσποτα, κατάκτησε τις μονές εκείνες που υποσχέθηκες, επειδή αγωνίστηκε με πόθο για την αιώνια ζωή». «Αγρυπνούσες στις εντολές του Κυρίου, μακάριε Ξενοφών». Κι αυτός ο αγώνας του ήταν εκείνος που τον έκανε (όπως βεβαίως και την οικογένειά του) να τιμηθεί με τις πιο λαμπρές αξίες που οδηγούν από την πράξη στη θεωρία. «Τιμημένος με τις πιο λαμπρές αξίες, διέπρεψες στον γεμάτο φως τρόπο ζωής σου. Διότι την πράξη την ανέδειξες σε σκαλοπάτι για τη θεωρία».

Είναι γνωστό: η πίστη και η αγάπη ως εντολές του Κυρίου είναι ο δρόμος του χριστιανού, ο δρόμος της αγιότητας. Ο άγιος υμνογράφος  αυτό μας θυμίζει για τον όσιο Ξενοφώντα και τη συνοδεία του: πορεύτηκαν πάνω στην εν πίστει  αγάπη, που φανερωνόταν κυρίως με την ελεημοσύνη τους. «Λάμποντας, λάμπρυνες τον εαυτό σου από τα αξιώματα της ψυχής, την ελεημοσύνη και την πίστη». Η φράση «αξιώματα ψυχής» δεν πρέπει να παρέλθει ασχολίαστη. Ο υμνογράφος εδώ μας αποκαλύπτει ότι τηρώντας κανείς την πίστη και την ελεημοσύνη, δηλαδή την αγάπη, αποκτά αξιώματα, γίνεται αξιωματούχος. Η πίστη και η ελεημοσύνη είναι, μας λέει, τα πραγματικά αξιώματα του ανθρώπου. Όχι αυτά που θαυμάζουν οι πολλοί, τα επίγεια και κοσμικά αξιώματα, αλλά τα ψυχικά και πνευματικά, συνεπώς αυτά που μπορεί να αποκτήσει ο οποιοσδήποτε, αρκεί να θελήσει και να προσπαθήσει.

Ο άγιος Θεοφάνης όμως διατυπώνει και κάτι σ’ αυτό που γράφει για την τήρηση των εντολών του Χριστού από τον όσιο Ξενοφώντα, το οποίο είναι εξόχως ενδιαφέρον και επίκαιρο για κάθε εποχή, κυρίως όμως την δική μας. «Ξαγρυπνούσες στις εντολές του Κυρίου, όπως και ρύθμιζες στους όμοιους με σένα τρόπους τα παιδιά σου, μακάριε Ξενοφών». Ο άγιος δηλαδή ένιωθε την ευθύνη του και ως γονιός. Δεν έλεγε ότι  αγωνίζεται μόνον για τον εαυτό του ή, ακόμη χειρότερα, δεν πίστευε ότι η ευθύνη του εξαντλείται στο να καλύψει τις σωματικές, βιοτικές και μορφωτικές  ανάγκες των παιδιών του. Χωρίς να υποβαθμίζει και αυτήν την προσφορά του – είδαμε και στο συναξάρι ότι έστειλε τα παιδιά του στη Βηρυτό για να σπουδάσουν νομικά – η έγνοια και η πρώτιστη φροντίδα του ήταν η ρύθμιση των παιδιών του στις εντολές του Κυρίου: να πιστεύουν σωστά στον Θεό και να αγαπούν τον συνάνθρωπό τους. Πώς όμως; Όχι τόσο με τα λόγια, όσο με το προσωπικό του παράδειγμα. «Επαγρυπνών ο ίδιος στις εντολές». Είναι άλλωστε γνωστό: λόγια χωρίς παράδειγμα είναι λόγια κενά, άσαρκα και ανούσια.  Είναι μία υποκρισία, που το μόνο που καρποφορούν είναι η αντίδραση και η ανυπακοή.

25 Ιανουαρίου 2024

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

«Ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος έζησε επί της βασιλείας του Ουάλεντα. Πατρίδα του επίγεια μεν ήταν η δεύτερη των Καππαδοκών, η Ναζιανζός, (γεννήθηκε περί το 329/30), ουράνια δε, η άνω Ιερουσαλήμ. Γονείς του, ευγενείς και δίκαιοι, ήταν ο Γρηγόριος και η Νόννα. Ο πατέρας του ανήκε για πολύ στην ιουδαιο-ειδωλολατρική αίρεση των Υψισταρίων, την οποία εγκατέλειψε με την επιμονή και τις προσευχές της ευσεβεστάτης γυναίκας του, έγινε μάλιστα και επίσκοπος της πόλεως της Ναζιανζού. Όταν ο υιός Γρηγόριος μεγάλωσε και έλαβε μόρφωση και παιδεία, όπως κανείς άλλος (ως γνωστόν σπούδασε στην Ναζιανζό, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου γνωρίστηκε με τον άγιο Βασίλειο, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Αθήνα, όπου και δίδαξε  ρητορική) έγινε εξηγητής και διδάσκαλος της ζωής των περί αυτόν. Μεταξύ τούτων τιμά τον Μέγα Βασίλειο, τον πατέρα του Γρηγόριο, τον αδελφό του Καισάριο και την αδελφή του Γοργονία, με επιτάφιους λόγους. Γι’ αυτό και όσοι έγραψαν για τον ίδιο όχι από αλλού, αλλά από τους λόγους του πήραν τις αφορμές για όσα είπαν. Αυτό λοιπόν είναι ανάγκη μόνο να πούμε, ότι εάν έπρεπε να κατασκευαστεί μία εικόνα και στήλη στους ανθρώπους, η οποία να αποτελείται κατά μέρος από όλες τις αρετές, αυτό ήταν ο μέγας Γρηγόριος. Διότι αφού ξεπέρασε όλους τους εναρέτους ανθρώπους με τη λαμπρότητα της ζωής του, τόσο πολύ προχώρησε στη θεωρία, ώστε όλοι να ηττώνται από τη σοφία του, την αποτυπωμένη και στους λόγους και στα δόγματα. Γι’ αυτό και απέκτησε την επωνυμία «Θεολόγος». Έγινε μάλιστα και προεστώς της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως για δώδεκα έτη, μέχρι τη Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο (381). Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος, μέτριος στο ύψος, λίγο ωχρός και ευχάριστος στην όψη, με πλατιά μύτη και σε ευθεία γραμμή τα φρύδια. Ο ένας από τους δύο οφθαλμούς, ο δεξιός, ήταν πιο αυστηρός, από μία ουλή στα βλέφαρα. Τα γένια του δεν ήταν πολύ μακριά, αλλά αρκετά πυκνά, ήταν φαλακρός, λευκότριχος, με τα άκρα της γενειάδας όμως γκριζωπά. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία και στο Μαρτύριο της Αγίας Αναστασίας στα έμβολα του Δομνίκου, και στην Εκκλησία των Μεγάλων Αποστόλων, όπου ο φιλόχριστος και πανευσεβής βασιλιάς μας Κωνσταντίνος ο πορφυρογέννητος, αφού έφερε το τίμιο λείψανό του από τη Ναζιανζό της Καππαδοκίας, το κατέθεσε εκεί».

Και οι δύο υμνογράφοι του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο άγιος Θεοφάνης και ο άγιος Κοσμάς ο Μαϊουμά, κυριολεκτικά δεν φείδονται επαίνων και εγκωμίων, προκειμένου να τονίσουν την υψηλότατη κορυφή της θεολογίας, τον άγιο Γρηγόριο. Δεν είναι μόνο ότι τον χαρακτηρίζουν, εκφράζοντας τη συνολική θέση της Εκκλησίας μας, ως «Πατέρα Πατέρων και Ποιμένα Ποιμένων και δόξαν Πιστών και φωστήρα Ιερέων και οικουμένης το κλέος», αλλά ακόμη, επιμένοντας στη θεολογική συμβολή του, τον  ονομάζουν «Θεολόγον τον δεύτερον και μύστην της θείας ελλάμψεως», «τον δεύτερον Επιστήθιον, τον του Λόγου αυτόπτην, τοις δόγμασι γενόμενον» (αυτόν που έγινε με τα δόγματά του δεύτερος επιστήθιος φίλος του Χριστού, σαν τον Ιωάννη τον αυτόπτη του Λόγου),  «Τριαδικόν Θεολόγον», «Θεολογίας Θεολόγον» (ωδή γ΄) – είναι ο δεύτερος μετά τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο συνεπώς που τιμήθηκε από την Εκκλησία με τον τίτλο του Θεολόγου.  Ο άγιος Γρηγόριος υπήρξε πράγματι, μοναδικός αυτός, ο Θεολόγος της ίδιας της Θεολογίας. Κατά τον μακαριστό καθηγητή της Πατρολογίας Σ. Παπαδόπουλο «ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ναζιανζηνός, είναι ο επιφανέστερος, ο «άριστος» θεολόγος της Εκκλησίας μετά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Το θεολογικό του βάθος και η έντονη ποιητικότητα στο έργο του τον ύψωσαν σε πρότυπο μοναδικού κάλλους και λάμψεως». Γι’ αυτό για την Εκκλησία μας ο άγιος Γρηγόριος τελικώς είναι το δώρο του Θεού σ’ αυτήν την ίδια: «Ο άναρχος Θεός Λόγος, μακάριε, σε χαρίζει σαν δώρο στην Εκκλησία, σαν σε Μητέρα, αφού χαρίτωσε τον νου σου με λόγο και σοφία».

Παραξενεύει το γεγονός ότι και οι δύο υμνογράφοι στους κανόνες τους για τον άγιο Γρηγόριο δεν κάνουν καθόλου μνεία της σχέσεώς του για παράδειγμα με τον άλλο μεγάλο φωστήρα της Εκκλησίας, τον άγιο Βασίλειο - σε άλλη περίπτωση αυτό θα προβαλλόταν ως καίριο στοιχείο της μεγαλωσύνης ενός αγίου. Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι έχουν μείνει έκθαμβοι μπρος στη θεολογική δεινότητα του αγίου Γρηγορίου, τον ιδιαίτερο φωτισμό που δέχτηκε από τον Θεό, ώστε ως θεόπτης να μπορεί να εκφράσει και την εμπειρία της θέας και της αλήθειας του Θεού. Είναι ίσως μία έμμεση αναφορά τους ότι εκείνος που είναι τόσο φίλος με τον ίδιο τον Κύριο, που διείσδυσε τόσο πολύ στα της Τριαδικής Θεότητος, δεν έχει ανάγκη άλλων «εξωτερικών» βοηθημάτων, για να κατανοηθεί η μεγαλωσύνη του. «Μπόρεσες και χώρεσες μέσα σου τους θείους φωτισμούς, γι’ αυτό και μας φώτισες έντονα, Γρηγόριε, ώστε να σεβόμαστε τον ένα Θεό σε τρία πρόσωπα». Η είσδυση του αγίου μέσα στο φως της τρισηλίου θεότητος, ώστε με τη λάμψη αυτής να φωτίζει και τους πιστούς, γίνεται αγαπημένο κεντρικό θέμα των ύμνων των κανόνων. Κι αυτό όχι τυχαία: ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος στον 28ο ιδιαιτέρως λόγο του μιλάει προσωπικά και εμπειρικά για ό,τι έπαθε: «Τι είναι αυτό που έπαθα, φίλοι και μύστες και συνεραστές της αλήθειας; Έτρεχα για να κατανοήσω τον Θεό και έτσι ανέβηκα στο όρος (την θεολογία) και πέρασα μέσα από τη νεφέλη και βρέθηκα μέσα…Όταν δε κοίταξα, μόλις και είδα τα οπίσθια του Θεού…και εκεί έσκυψα». Οι υμνογράφοι λοιπόν ακολουθώντας πιστά τα λόγια του ίδιου του αγίου επισημαίνουν την ίδια πραγματικότητα: «Ανέβηκες στο όρος της θεολογίας, οδηγούμενος στη μύηση των θείων, θεοφάντορ Γρηγόριε. Κι αφού μπήκες μέσα στο μυστήριο του φωτός του Θεού, δέχτηκες την θεοτύπωτη νομοθεσία, γραμμένη ως ομοούσια Τριάδα».

Ο άγιος Γρηγόριος είχε συνεπώς την αίσθηση ότι κινείται σαν τον Μωυσή στην Παλαιά Διαθήκη. Όπως εκείνος πήρε τον γραπτό Νόμο του Θεού, τις δέκα εντολές στο όρος Σινά, έτσι κι ο ίδιος, κατά νοερό τρόπο, εν Πνεύματι, γίνεται ένας νέος Μωυσής, που φωτίζεται σαν σε νέο Σινά, για να γνωρίσει την αλήθεια της ομοουσίου Τριάδος, και αυτήν την αλήθεια έπειτα και να εξαγγείλει. Ο ύμνος του αγίου Θεοφάνους στην ε΄ ωδή είναι σαφέστατος και επ’ αυτού: «Κατά τρόπο γνωστό πόθησες και συ, όπως παλιά ο Μωυσής, να δεις τον αιώνιο Θεό. Και αξιώθηκες να δεις τα «οπίσθια» αυτού, δηλαδή όχι την ουσία αλλά την ενέργειά Του, αφού είχες το κάλυμμα του Χριστού, που είναι η πέτρα, και μυήθηκες έτσι στο πέλαγος της θείας ουσίας, το οποίο φανερώνεται κατά τρόπο ακατάληπτο». Ο άγιος Γρηγόριος λοιπόν, δείχνοντας και την ουσία  της αληθινής θεολογίας, δηλαδή ότι πρόκειται περί εκφράσεως της αλήθειας του Θεού, την οποία όμως ζει εμπειρικά και θεοπτικά, ήταν μυημένος στα της Τριαδικής Θεότητος – «μύστης της τρισυποστάτου Μοναρχίας και Θεότητος της εν Τριάδι» - γι’ αυτό και δίδαξε «ίσον τον Λόγον και το άγιον Πνεύμα με τον Θεό Πατέρα, ως προς την αγαθότητα και τη βασιλική εξουσία, γνωρίζοντας ο άγιος ότι η ταυτότητα και η ένωση μεταξύ τους των θείων προσώπων είναι ουσιαστική και φυσική».

Ο τονισμός της ισότητας του αγίου Πνεύματος και του Υιού και Λόγου του Θεού με τον Θεό Πατέρα (κάτι που διατυπώθηκε επισήμως στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συμπλήρωσε με πέντε ακόμη άρθρα τα επτά πρώτα  του Συμβόλου της Πίστεως, εξ ου και Σύμβολο Νικαίας (από την Α΄ Σύνοδο) – Κωνσταντινουπόλεως (από την Β΄ Σύνοδο) ονομάζεται) δεν ήταν βεβαίως μία αυθαιρεσία του αγίου Γρηγορίου. Φωτίστηκε όπως είπαμε από τον ίδιο τον Θεό, διείσδυσε στα της Θεότητας εν Πνεύματι, ακολουθώντας την ίδια την Αγία Γραφή και τους προγενεστέρους Πατέρες της Εκκλησίας, γι’ αυτό και ο ίδιος λέει ότι «σκεπάστηκε από την πέτρα, δηλαδή τον Χριστό». Με άλλα λόγια ο άγιος Γρηγόριος προέκτεινε ό,τι η Εκκλησία μέχρι εκείνη την ώρα είχε διατυπώσει, με την έννοια ότι γνώρισε πιο βαθιά, με φωτισμό Θεού, αυτό που  η Εκκλησία είχε διατυπώσει μέχρι την εποχή του. Και το γεγονός ότι η Εκκλησία αποδέχτηκε Συνοδικά αυτό που εκείνος κατεξοχήν εξήγγελλε, απέδειξε την αλήθεια της θεοπτίας και εμπειρίας του. Μη ξεχνάμε ότι τελικό κριτήριο για ό,τι μπορεί να διατυπώσει ακόμη και ένας μεγάλος άγιος είναι η ίδια η Εκκλησία, όταν μάλιστα αυτή εκφράζεται διά του στόματός της, της Οικουμενικής Συνόδου.

Ο άγιος Γρηγόριος βεβαίως αναφέρεται και στις προϋποθέσεις της Θεολογίας. Θεολογεί για την θεολογία, λέγοντας ότι αυτή δεν είναι θέμα των αμυήτων και επιπολαίων. Απαιτεί «σχολάσαι και γνώναι Θεόν», να αφιερωθεί κανείς στον Θεό και να Τον γνωρίσει, προϋποθέτει δε η γνώση αυτή κάθαρση καρδιάς, για να υπάρξει ο φωτισμός. Κι αυτή η κάθαρση πραγματοποιείται στον βαθμό που ο πιστός τηρεί τις εντολές του Θεού. Είναι κλασικό μάλιστα το χωρίο του περί της θεολογίας και του αληθινού θεολόγου: «Θέλεις να γίνεις κάποτε θεολόγος και άξιος της θεότητας; Τας εντολάς φύλαττε, διά των προσταγμάτων όδευσον: φύλαγε τις εντολές του Θεού, περπάτα πάνω στα προστάγματα Εκείνου. Πράξις γαρ επίβασις θεωρίας: η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία». Ότι οι άγιοι υμνογράφοι καταγράφουν και αυτήν την αλήθεια στους κανόνες τους για τον άγιο είναι περιττό και να πούμε. Ο άγιος Θεοφάνης επισημαίνει μεταξύ άλλων: «Κάνοντας τον νου σου ηγεμόνα, κυριάρχησες στα πάθη της σαρκός. Κι έτσι μπόρεσες και χώρεσες τους θείους φωτισμούς».

Μακρηγορούμε, αλλά δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε ότι ο άγιος μάς έμαθε και πώς να βλέπουμε και να μελετούμε και την αγία Γραφή: όχι ως ένα κοινό βιβλίο, όχι ως κείμενο που απαιτεί είτε τη μία μέθοδο προσέγγισης: την ιστορικογραμματική, είτε την άλλη: την αλληγορική. Ο άγιος φανερώνει: την αγία Γραφή την προσεγγίζουμε αγιοπνευματικά, δηλαδή με φωτισμό Θεού, κατά την αναλογία όπως είπαμε της καθάρσεως της καρδιάς. Τότε ξεπερνάμε το γράμμα, την επιφάνεια της Γραφής και οδηγούμαστε στο «απόθετον κάλλος», την κρυμμένη ομορφιά, εκεί που αποκαλύπτεται το ίδιο το Πνεύμα του Θεού. Κατά πώς το λέει και ο άγιος Κοσμάς ο ποιητής: «Ο το ευτελές ένδυμα του νομικού περιρρήξας γράμματος και το εν αυτώ θείον κάλλος και μυστικόν των θείων του Πνεύματος ημίν αναπτύξας Γραφών, παμμακάριστε Πάτερ, σε μεγαλύνομεν» (Συ, παμμακάριστε Πατέρα, που έσχισες το επιφανειακό ένδυμα του νομικού γράμματος, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο ερμήνευαν την Γραφή οι Ιουδαίοι, και μας άνοιξες τη θεϊκή και μυστική ομορφιά των θείων Γραφών του Πνεύματος, που κρύβεται στο γράμμα της Γραφής, εσένα δοξάζουμε).

24 Ιανουαρίου 2024

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΞΕΝΗ

«Η μακάρια αυτή και αοίδιμη Ξένη καταγόταν από τη μεγαλόδοξη πόλη της Ρώμης, από γένος έντιμο και με ζήλο για την πίστη. Όταν οι γονείς της θέλησαν να την παντρέψουν και είχαν ετοιμαστεί όλα τα σχετικά με τον γάμο, η αγία σηκώθηκε και έφυγε από τη νυφική παστάδα, μαζί με δύο άλλες γυναίκες, δύο υπηρέτριες, κι αφού μπήκε σε πλοίο και γνώρισε άλλους τόπους, τελικώς έφτασε στην πόλη των Μυλασσών. Μάλλον οδηγήθηκε σ’ αυτήν την πόλη από τον θεσπέσιο Παύλο τον μοναχό (ο οποίος φάνηκε σ’ αυτήν εκ Θεού στην Αλεξάνδρεια και έγινε οδηγός της για τα ανώτερα). Εκεί έφτιαξε ένα μικρό ευκτήριο ναό στο όνομα του αγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου, και μαζί με τις δύο υπηρέτριές της, όπως και με κάποιες άλλες που την πλησίασαν,  έζησε καρτερικά με μεγάλη άσκηση, απέχοντας από όλες τις κατ’ αίσθηση ηδονές και ακολουθώντας τον δρόμο που οδηγεί στην ουράνια πολιτεία.

Πέρασε λοιπόν τη ζωή της στο θέλημα του Θεού και μετά το όσιο και μακάριο τέλος της, είχε τη μαρτυρία από τον Ίδιο τον Θεό. Ημέρα μεσημέρι δηλαδή, την ώρα που ο ήλιος φώτιζε τη γη, φάνηκε σταυρός με αστέρια. Αυτόν τον σταυρό τον περικύκλωνε και τον κρατούσε στο μέσον άλλος χορός αστεριών, ώστε να φαίνεται ότι είναι στεφάνι για τη μακαρία Ξένη, που της δόθηκε από τον Θεό, για τη νηστεία και την αγρυπνία και την αγνότητά της. Κι αυτό έγινε φανερό, διότι με την απόθεση του λειψάνου της κάτω από τη γη, σταμάτησε να φαίνεται ο χορός και ο κύκλος των αστεριών. Τα σχετικά με την οσία έγιναν γνωστά, όταν μία από τις θεραπαινίδες της, τότε που επρόκειτο να φύγει από τη ζωή, διηγήθηκε την πατρίδα της μακαρίας και το επίσημο γένος της και το όνομα που είχε από τους γονείς της - διότι ονομαζόταν Ευσεβία – το οποίο το άλλαξε σε Ξένη, γιατί αγωνιζόταν να ζήσει κρυφά».

Είναι εύλογο: ο άγιος υμνογράφος της οσίας Ξένης – της οποίας τον βίο και το εγκώμιο έπλεξε ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας μας άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς – στο μεγαλύτερο ποσοστό του κανόνα του γι’ αυτήν προβάλλει την αγιασμένη ζωή της μέσα από το ίδιο το όνομά της: Ξένη. Και τούτο γιατί του δίνει την ευκαιρία να σχετίσει την αγία πρώτα από όλα με τον ίδιο τον Κύριο, (τον κατ’ εξοχήν «Ξένον», κατά την υμνολογία επίσης της Εκκλησίας μας, του Οποίου τον βίο προσπάθησε με τη χάρη του Θεού να μιμηθεί), να προβάλει τον πόθο της για την «ξένην ζωήν την εν ουρανοίς μένουσαν», να δείξει ότι έζησε στα ξένα, με τον τρόπο που δήλωνε ακριβώς και το όνομά της, να την παρακαλέσει ακόμη να βοηθήσει και εμάς που ζούμε ως ξένοι του Θεού, προκειμένου να γίνουμε οικείοι Αυτού. Θαυμάζει κανείς πράγματι την έμπνευση του εκκλησιαστικού μας ποιητή, αλλά και την καλή γνώση του στα θέματα της πνευματικής ζωής. Μερικά δείγματα από την υμνολογία της Εκκλησίας μας επιβεβαιώνουν τις παραπάνω αναφορές.

Η οσία μιμήθηκε τον Κύριο που ήλθε στον κόσμο τούτο ως ξένος. Η δική της ξενιτεία – η οποία από τους ασκητικούς διδασκάλους της Εκκλησίας μας θεωρείται ως σπουδαιοτάτη αρετή, που οδηγεί στη βάση όλων των αρετών, την ταπείνωση – αποτελεί μετοχή στην ξενιτεία Εκείνου, δείγμα της αγάπης της σ’ Αυτόν. «Ξενιτεύτηκες εσύ, σοφή Ξένη, μιμούμενη τον τρόπο του Θεού, που για χάρη μας κατήλθε από τον ουρανό σ’ εμάς, προκειμένου να υψώσει τους πεσμένους στην αμαρτία, και γι’ αυτό μένεις άγνωστη μεν στους συγγενείς σου, αλλά γνωστή στους ευσεβείς». «Έβαλες στο μυαλό σου την ξένη ζωή που μένει στους ουρανούς και δεν παρέρχεται, γι’ αυτό και έκανες το όνομά σου πράξη, κι έτρεξες σαν διψασμένο ελάφι στα ίχνη του αθανάτου μνηστήρα σου Χριστού».

Η δίψα της οσίας για τον Χριστό κάνει τον υμνογράφο εν προκειμένω να φτάσει σε σπουδαία ύψη λυρισμού, όπως γίνεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις οσίων γυναικών. Ο υμνογράφος δηλαδή ακολουθώντας τον έρωτα της ανθρώπινης ψυχής προς τον Θεό, όπως αποτυπώνεται ιδίως στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης «Άσμα ασμάτων», βάζει και την οσία με τον ίδιο έρωτα προς τον Χριστό να διαλέγεται μαζί Του. «Σαν δάμαλη που ποθεί τη θεϊκή ομορφιά του ποιμένα, κραύγαζες: Πού ποιμαίνεις το ποίμνιό σου, Νυμφίε; Πού είναι το σπίτι σου, πες μου. Έχω τον πόθο να δω την πάνω από όλα τα ανθρώπινα θέα του προσώπου σου και φλέγομαι από παντού». Για να απαντήσει ο νυμφίος Χριστός στην αναζήτηση αυτή της οσίας Ξένης: «Αφού ζητάς, σεμνή,  τη δική μου αγαπητή ομορφιά, φωνάζει ο Νυμφίος, και έγινες λαμπρή από τις αρετές, αναζήτησέ με στους ουρανούς. Εκεί ποιμαίνω εγώ και εκεί προσκαλώ κάθε φορά τα δικά μου πρόβατα».

Η επιλογή της οσίας Ξένης να ζήσει ως ξένη επί της γης, ώστε να αποκτήσει τον θείο έρωτα στην ψυχή της του ελθόντος ως Ξένου σε εμάς Χριστού – «επί ξένης φερωνύμως βιούσα», στην ξένη χώρα έζησες ως ξένη, όπως λέει το όνομά σου – δεν ήταν κάτι που ήλθε ξαφνικά. Η επιλογή της να φύγει στα ξένα ήταν καρπός μιας μακράς διεργασίας μέσα της, που απλώς φανερώθηκε όταν τα πράγματα στένεψαν γι’ αυτήν με τον γάμο που της ετοίμασαν οι γονείς της. Και αυτό εξαρχής, ήδη στο πρώτο στιχηρό του εσπερινού της αγίας, επισημαίνει ο υμνογράφος: «Μετανάστευσες από πριν με τη διάθεση, Σεμνή, και βεβαίωσες έπειτα έμπρακτα αυτό που είχες αποφασίσει με το νου σου, γι’ αυτό και βγήκες, μακάρια Ξένη, από τον μάταιο γλιστερό δρόμο των ηδονών». Πράγματι, ο υμνογράφος κάνει μία σοβαρή εδώ παρατήρηση, ψυχολογικού και ανθρωπολογικού περιεχομένου: αυτό που κάνουμε πράξη στη ζωή μας, συνήθως έχει προετοιμαστεί μέσα στην ψυχή μας προ πολλού. Κι όταν οι συνθήκες γίνουν οριακές, όταν στενέψουν τα πράγματα, τότε το κυοφορούμενο φτάνει να γίνει τοκετός. Είναι αυτό που επισημαίνει και η Εκκλησία μας και για την ίδια την αμαρτία: η πράξη της αμαρτίας προϋποθέτει την εσωτερική της διεργασία˙ η αμαρτία ξεκινά από τη στιγμή που η προσβολή της γίνει αποδεκτή ως διάθεση στον άνθρωπο, αρχίζει να ευχαριστείται αυτός με τη σκέψη της, να αιχμαλωτίζεται, να φτάνει στην πράξη. Γι’ αυτό και αμαρτία είναι και οι λογισμοί της αμαρτίας και όχι μόνον οι συγκεκριμένες ενέργειές της. Το ίδιο όμως συμβαίνει και αντιστρόφως: μία καλή πράξη ετοιμάζεται εσωτερικά, που σημαίνει ότι κι αν δεν φτάσει να εκφραστεί, ήδη ενώπιον του Θεού έχει θεωρηθεί ως ενέργεια.

Είναι περιττό βεβαίως να σημειώσουμε ότι οι ύμνοι της Εκκλησίας μας προβάλλουν και το περιεχόμενο της ασκητικής διαγωγής της οσίας Ξένης, όπως και την επίδρασή της στις άλλες γυναίκες που την ακολούθησαν. Ιδίως η αγνότητά της ως νέκρωση της αμαρτίας μέσα της, η εγκράτειά της, τα δάκρυά της είναι εκείνα που ο υμνογράφος δεν παραλείπει να μας περιγράψει: «Έφερες στον Χριστό ως προίκα την αγνότητά σου, τη νέκρωση των μελών σου και τους κόπους της εγκράτειας»∙ «Έβρεχες τη στρωμνή σου με τα δάκρυά σου, οσία, και έτρωγες τον άρτο σου με στάχτη, δηλαδή ζούσες τη μετάνοια σαν τον προφητάνακτα Δαβίδ». Κι από την άλλη, «έγινες παράδειγμα των καλών και έτσι έλκυσες πολλές ψυχές στη σωτηρία, που είχαν διαστραφεί από την εμπαθή προσκόλληση στον κόσμο».

Ο υμνογράφος νιώθει την ανάγκη να παρακαλέσει την αγία να πρεσβεύσει και για εκείνον, δηλαδή για τον καθένα μας, που με τις αμαρτίες μας γινόμαστε ξένοι από τις εντολές του Θεού. «Εμένα που έγινα ξένος από τις εντολές του Θεού μας, κάνε με δικό Του με τις δεήσεις σου, οσία, και επίσης κάνε με ξένο από τη φοβερή κόλαση και από τα πάθη που με καταδυναστεύουν».   

23 Ιανουαρίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΚΛΗΜΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΓΚΥΡΑΣ

«Ο μακάριος αυτός και θεσπέσιος Κλήμης σε όλη σχεδόν την ανθρώπινη ζωή του πέρασε μαρτυρικά. Διότι επί είκοσι οκτώ χρόνια παρατάθηκε ο αγώνας του προς τους τυράννους, χωρίς να διακόπτεται από κάποια εκεχειρία ούτε από κάποια ανακωχή και ειρήνη, όπως γίνεται στους πολέμους, ώστε ανανεωμένοι οι αντίπαλοι να ξαναρχίσουν και πάλι τον πόλεμο. Αντιθέτως, οι τύραννοι δυνατοί και σκληροί τον πολεμούσαν διαρκώς, ο ίδιος δε υπέμενε σαν να έπασχε κάποιος άλλος, παρά το πλήθος και τη συνεχή φορά των κακών. Πέρασε λοιπόν από κάθε είδος βασανιστηρίων και αφού έλεγξε τους κυρίαρχους τότε τυράννους και βασιλείς και έγινε θέατρο σε όλη σχεδόν την οικουμένη, κατέπληξε ακόμη και τους αγγέλους με την καρτερικότητά του και έτσι έλαβε το στεφάνι της δόξας. Καταγόταν από την πόλη Άγκυρα της Γαλατίας και ο πατέρας του ήταν ειδωλολάτρης, η δε μητέρα του ευσεβής και πιστή χριστιανή, ονόματι Σοφία. Ακολούθησε ο άγιος τον μοναχικό βίο από δώδεκα ετών. Στα είκοσι χρόνια του η Εκκλησία τον έκανε αρχιερέα. Άθλησε επί των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Τα είδη των βασάνων που πέρασε ήταν τα παρακάτω: Τον ανάρτησαν σε ξύλο και τον μάτωσαν με ξυσμούς. Τον κτύπησαν με πέτρες, όπως επίσης του κτύπησαν το στόμα με σκληρά αντικείμενα. Τον έβαλαν στη φυλακή. Τον έδεσαν σε τροχό και τον κτύπησαν με ρόπαλα. Τον κατέκοψαν με μαχαίρια. Του ξανακτύπησαν το στόμα με ξυλόκαρφα. Του σύντριψαν τις σιαγόνες και του έσπασαν όλα τα δόντια. Τον έδεσαν με σίδερα και τον ξανάριξαν στη φυλακή. Του πέρασαν στα αυτιά σιδερένιες πυρωμένες βελόνες. Τον έριξαν σε λαμπάδες φωτιάς. Τον έδεσαν σε μεγάλη πέτρα και τον κτύπησαν με σκληρά αντικείμενα στο πρόσωπο και το κεφάλι. Και παρόλο ότι καθημερινά λάμβανε πενήντα πληγές, αυτός υπέμενε. Τελευταίο δε, έκοψαν τα κεφάλια αυτού και του μαθητή του αγίου Αγαθαγγέλου στην Άγκυρα της Γαλατίας. Τελείται η σύναξή τους στον αγιότατο ναό τους, εκεί που έγινε το μαρτύριο, που βρίσκεται πέρα από την περιοχή του Ευδοξίου, πιο πέρα από το Ανάπλι, και στην αγιότατη Εκκλησία της Αγίας Ειρήνης της παλαιάς και της νέας».

Η επισήμανση του συναξαρίου του αγίου Κλήμεντα, ότι όλη η ζωή του ήταν μία μαρτυρική πορεία, αποτελεί και το κεντρικό σημείο που προβάλλει ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, ο ποιητής του κανόνα του αγίου. «Διάνυσες εκτεταμένους αγώνες πάνω στη γη, όσιε, και αξιώθηκες να λάβεις έτσι το στεφάνι της βασιλείας των ουρανών». «Υπέμεινες, πάνσοφε, τις πληγές των βασάνων, τις πολυχρόνιες και μακρότατες, γι’ αυτό και αποδείχτηκες πολύαθλος». Πράγματι, είναι να απορεί κανείς για το πλήθος και τη διάρκεια των βασανιστηρίων που υπέμεινε ο άγιος, με σταθερό λογισμό, προσβλέποντας πάντοτε στον Κύριο Ιησού Χριστό. Δεν κατέπεσε με τα πρώτα κτυπήματα. Οι δήμιοι υπήρξαν απέναντί του μεθοδικοί και σκληροί: ήξεραν πώς να τον βασανίζουν, χωρίς να επιφέρουν όμως το αποφασιστικό κτύπημα. Αλλά βεβαίως έμεναν στην επιφάνεια των βασανιστηρίων τους. Αγνοούσαν και δεν μπορούσαν να δουν βεβαίως ότι τα κτυπήματα αυτά, μεταποιούμενα από την πίστη του αγίου και τη χάρη του Θεού, γίνονταν γι’ αυτόν, αλλά και για όλη την οικουμένη,  «κατορθώματα και πανηγύρι». «Το ιερότατο πανηγύρι των κατορθωμάτων σου, που φωτιζόταν από το ουράνιο φως, φωτίζει αυτούς που κραυγάζουν: Είσαι ευλογημένος Κύριε, Θεέ των Πατέρων μας». Αυτή είναι η μυστική διάσταση των δοκιμασιών και των βασάνων που υφίσταται ένας χριστιανός: έχοντας λόγο για τα βάσανα που περνά – την πίστη και την αγάπη του για τον Χριστό – αυτά γίνονται η τρυφή και η διασκέδασή του. Δεν χαίρεται δηλαδή για τα βάσανα καθεαυτά – αυτό συνιστά ψυχική αρρώστια - αλλά για το τι προκαλούν αυτά και στον ίδιο και σε όλη την οικουμένη: την αύξηση της χάρης του Θεού, τη φανέρωση της Βασιλείας του Θεού. 

Δεν πρέπει να θεωρούμε παράδοξο τον λόγο περί της παγκοσμιότητας του μαρτυρίου ενός μάρτυρα. Διότι είπαμε ότι και ο ίδιος πανηγυρίζει, αλλά και όλη η οικουμένη, δηλαδή όλη η Εκκλησία, η επίγεια και η ουράνια. Όταν πάσχει ένας πιστός για την πίστη του στον Χριστό, σημαίνει ότι κατεξοχήν τότε ενεργοποιεί τη θέση του ως μέλος Χριστού, ως μέλος δηλαδή Εκείνου που έπαθε υπέρ ημών. Και συνδεδεμένος έτσι με τον Χριστό, άρα και με όλον τον κόσμο τον οποίο προσέλαβε ο Χριστός, απλώνει τη χάρη που εισπράττει διά του μαρτυρίου του και σε όλα τα υπόλοιπα μέλη, ακόμη και σε εκείνα που ακόμη δεν έχουν γίνει ενεργά διά του αγίου βαπτίσματος,  όπως και σε όλη τη δημιουργία. Πρόκειται για τη συμμετοχή των αγίων στην καθολικότητα της σωτηρίας που έφερε ο ίδιος ο Χριστός. Την αλήθεια αυτή δεν τονίζει ο άγιος Θεοφάνης μόνον με το παραπάνω αναφερθέν τροπάριο, αλλά και με άλλα, όπως αυτό της εβδόμης ωδής του κανόνα: «Με το φως του μαρτυρίου σου, χαροποίησες την οικουμένη, καθώς έψελνες στον Χριστό με την καθαρότητα της διάνοιας και της ψυχής σου: Είσαι ευλογημένος Κύριε, Θεέ των Πατέρων μας».

Ο άγιος Θεοφάνης αξιοποιεί αυτό που κάνουν όλοι οι υμνογράφοι σε ανάλογες περιπτώσεις: το όνομα του αγίου∙ «Κλήμης», αλλά και τον τόπο της επισκοπής του∙ «Άγκυρα». Αφενός το όνομά του τον παραπέμπει στη σύνδεση που έχουμε οι χριστιανοί με τον Κύριο, σύμφωνα με Εκείνου τη διαβεβαίωση: «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα», σύνδεση ουσιαστική και άμεση: «Έγινες τίμιο κλήμα της αμπέλου του Χριστού, πανεύφημε Κλήμη», «Έφερες ωραίους καρπούς, επειδή υπήρξες κλήμα της ζωηφόρου αμπέλου του Χριστού»∙ αφετέρου η Άγκυρα, της οποίας ήταν ο ποιμένας, του θυμίζει την άγκυρα της πίστεως στον Χριστό (μη ξεχνάμε ότι η άγκυρα ήταν ένα από τα γνωστότερα πρωτοχριστιανικά σύμβολα που δήλωνε τη στέρεα πίστη), οπότε την συνδέει με τις άλλες σχετικές αρετές, την αγάπη και την ελπίδα. «Έβαλες θεμέλιο την πίστη σαν ασφαλή άγκυρα, όπως και την ελπίδα και την αγάπη, και ανέθεσες τον εαυτό σου σαν αγιασμένο ναό, Πάτερ παμμακάριε, στην αγία ιερή Τριάδα».