12 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ

 

«Ο άγιος Μελέτιος, λόγω της πολύ μεγάλης αρετής του και της καθαρής αγάπης του στον Χριστό, έγινε επιθυμητός από πολλούς τόσο πολύ, ώστε από την πρώτη ημέρα της χειροτονίας του που εισήλθε στην Αντιόχεια, ο κάθε πιστός κινούμενος από πόθο γι’ αυτόν τον καλούσε στην οικία του, πιστεύοντας ότι ο άγιος θα την αγιάσει με την είσοδό του. Δεν συμπλήρωσε τριάντα ημέρες στην πόλη και εκδιώχθηκε από τους εχθρούς της αλήθειας, διότι παρασύρθηκε τότε ο βασιλιάς και βεβαίως  ο Θεός επέτρεψε αυτό. Όταν επανήλθε μετά την παράνομη εκείνη δίωξη, έμεινε περισσότερο από δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Και πάλι ο βασιλιάς με γράμματα τον καλεί όχι κάπου κοντά, αλλά στη Θράκη. Το ίδιο συνέρρευσαν εκεί και άλλοι επίσκοποι από πολλά μέρη, που κλήθηκαν κι αυτοί με βασιλικά γράμματα, επειδή οι Εκκλησίες, που βγήκαν από δοκιμασίες σαν από μακρύ χειμώνα, άρχισαν να ειρηνεύουν και να γαληνεύουν. Τότε δε ο μέγας αυτός Μελέτιος, αφού εγκωμιάστηκε από όλους, άφησε την ψυχή του στα χέρια του Θεού και αναπαύτηκε με ειρήνη σε ξένη γη. Αυτόν τον μακάριο και ο τίμιος Χρυσόστομος και ο Γρηγόριος ο Νύσσης τον τίμησαν με εγκώμια».

Δύο είναι τα σημεία στα οποία κινείται η εκκλησιαστική υμνογραφία της ημέρας, διά γραφίδος Θεοφάνους του ποιητού: η ορθόδοξη πίστη του αγίου Μελετίου, γεγονός όχι τόσο αυτονόητο για την Αντιόχεια της τότε εποχής (4ος αι.), και η αγιασμένη ζωή του. Ο άγιος Μελέτιος πράγματι, χωρίς να είναι μεγάλος θεολόγος, κατά την εκτίμηση των Πατρολόγων, υπήρξε άνθρωπος που γρήγορα ασπάστηκε το ορθό δόγμα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325), έγινε διαπρύσιος κήρυκας της αλήθειας περί της Αγίας Τριάδος  και προετοίμασε το έδαφος για την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381). Το ορθόδοξο αισθητήριό του και ο αγώνας του για την ορθοδοξία κατανοείται σωστά, όταν λάβει κανείς υπ’ όψιν του ότι η Αντιόχεια στην εποχή του σπαρασσόταν από εκκλησιαστική πολυαρχία, την οποία προσπάθησαν με μεγάλο αγώνα να ξεπεράσουν αναστήματα εκκλησιαστικά της περιωπής του Μεγάλου Αθανασίου και του Μεγάλου Βασιλείου. Ο άγιος Μελέτιος λοιπόν κήρυσσε ό,τι ο Μ. Αθανάσιος και ο Μ. Βασίλειος είχαν αγωνιστεί να δείξουν στην Εκκλησία – τη γνήσια αποστολική παράδοση – κάτι που ακριβώς σ’ ένα μεγάλο ποσοστό με τους ύμνους δείχνει ο άγιος Θεοφάνης.

«Επειδή έγινες κατά χάρη υιός Θεού, δεν υποβίβασες σε κτίσμα χωρίς φρόνηση τον εκ Θεού Θεό Λόγο, αλλά Τον δόξασες ως συνάναρχο και σύνθρονο με τον Πατέρα, Δημιουργό και Κτίστη όλων των δημιουργημάτων, θεόληπτε» (ωδή γ΄). Ο αγώνας του δηλαδή ήταν και εκείνου κατά των αιρετικών διαστρεβλώσεων του Αρείου και των ομοφρόνων του, οι οποίοι με τις αντιλήψεις τους καταργούσαν ουσιαστικά την αποκάλυψη του Χριστού και τη διδασκαλία των Αποστόλων. «Φωτίστηκες από τη θεία έλλαμψη και θεολόγησες τον από τον άναρχο Πατέρα μονογενή Λόγο, όσιε,  ότι είναι άκτιστος και αιώνιος, γι’ αυτό και έφερες σύγχυση στους συμμάχους και ομόφρονες του Αρείου, με την ενίσχυση της θείας δύναμης» (ωδή α΄).

Και μπορεί βεβαίως να μην ήταν μεγάλος θεολόγος, με την έννοια ότι δεν ήταν από εκείνους που μπορούσαν να δώσουν λύση σε εκκλησιαστικά προβλήματα, όμως, όπως είπαμε, είχε δυνατή αίσθηση του ορθοδόξου φρονήματος, κάτι που το απέκτησε, εκτός από την αγιασμένη ζωή του, και με τη διαρκή ενασχόληση και μελέτη της Αγίας Γραφής. Ο άγιος υμνογράφος μάλιστα, προκειμένου να τονίσει την αγάπη του οσίου για τον λόγο του Θεού, αξιοποιεί το ίδιο το όνομά του: Μελέτιος, (αγαπημένη ενέργεια των υμνογράφων),  χρησιμοποιώντας την εικόνα του πρώτου κιόλας ψαλμού περί του ξύλου που είναι φυτεμένο στις όχθες του ποταμού. «Μελέτησες, μακάριε Ιεράρχα Μελέτιε, τον σωτήριο νόμο του Θεού, όπως έχει γραφεί, και δείχτηκες σαν το ξύλο που βρίσκεται στο νερό της ασκήσεως και φανερώνει με τη χάρη του Θεού τους καρπούς των αρετών» (στιχηρό εσπερινού).

Οι ύμνοι επικεντρώνουν και στην αγιασμένη ζωή του αγίου Μελετίου. Τον παραλληλίζουν μάλιστα με τους αγίους αποστόλους, τον τρόπο ζωής των οποίων προσπάθησε να ακολουθήσει και γι’ αυτό τοποθετήθηκε και στη θέση τους. «Ομοιώθηκες διά των αρετών σου με τους Αποστόλους του Χριστού και έλαβες την αυθεντία και τον θρόνο εκείνων κατά προφανή τρόπο, Μελέτιε πανένδοξε» (ωδή γ΄). Σ’ ένα στιχηρό του εσπερινού όμως η ασκητική ζωή του αγίου καταγράφεται σε όλα σχεδόν τα στάδιά της: «Μάρανες με την εγκράτεια τα σκιρτήματα της σάρκας. Και υπέταξες τα πάθη, Μελέτιε, και λάμπρυνες και εύφρανες τον εαυτό σου με τη λαμπρότητα της απάθειας. Και ιερούργησες τον Χριστό με αγνότητα και με καθαρότητα». Ο άγιος Θεοφάνης παίρνει τη ζωή του αγίου Μελετίου ως βάση και αξιωματικά μας λέγει: δεν μπορεί κανείς να ιερουργεί τον Χριστό, να προσφέρει δηλαδή τη ζωή του θυσία σ’ Εκείνον με όλη την ύπαρξή του – μη ξεχνάμε δε ότι ιερείς με τη γενική ιερωσύνη είναι όλοι οι βαπτισμένοι στο όνομα της αγίας Τριάδος και όχι μόνο οι κληρικοί  - παρά μόνον αν αγωνίζεται να φτάσει στην απάθεια ως υπέρβαση των κακών παθών. Κι αυτό επιτυγχάνεται με την εγκράτεια, που αποτελεί γενική αρετή στην πνευματική ζωή της Εκκλησίας. 

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΒΛΑΣΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ (11 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)

«Ο άγιος Βλάσιος έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Λικινίου (αρχές 4ου μ.Χ. αι.), ήταν επίσκοπος Σεβαστείας και κατοικούσε σε κάποιο από τα σπήλαια του Αργαίου όρους. Σ’ αυτό το όρος τα άγρια ζώα εξημερώνονταν με την ευλογία του Αγίου και φαίνονταν ήσυχα. Επειδή ήταν έμπειρος και της ιατρικής επιστήμης, επιτελούσε πολλές ιάσεις, έχοντας λάβει από τον Κύριο και την ενέργεια των θαυμάτων. Συνελήφθη όμως και οδηγήθηκε προς τον ηγεμόνα Αγρικόλαο. Ομολόγησε το όνομα του Χριστού και γι’ αυτό ο ηγεμόνας διέταξε να τον κτυπήσουν με ράβδους, να τον αναρτήσουν σε σταυρό και να τον χαρακώσουν με σιδερένια νύχια. Έπειτα, όταν τον οδηγούσαν στη φυλακή, τον ακολούθησαν επτά γυναίκες, των οποίων έκοψαν και τα κεφάλια, γιατί και αυτές ομολόγησαν ότι ο Χριστός είναι Θεός. Ο δε άγιος Βλάσιος, αφού τον έριξαν και στον βυθό της λίμνης, χωρίς να πάθει απολύτως τίποτε,  στη συνέχεια του έκοψαν το κεφάλι, μαζί και με δύο βρέφη που βρίσκονταν στη φυλακή. Λέγεται ότι αυτός ήταν ο επίτροπος της διάταξης του μεγαλομάρτυρα Ευστρατίου, κατά τον καιρό του μαρτυρίου αυτού, όπως έχει βρεθεί να στέκεται εικονισμένος ο άγιος Βλάσιος και σε ένα παλαιό ύφασμα ανάμεσα στους πέντε αγίους μάρτυρες, πολύ κοντά στον άγιο Ευστράτιο, και να δέχεται από το χέρι του τον τόμο της διάταξης. Τελείται δε η σύναξή του στο αγιότατο Μαρτύριό του, που βρίσκεται πλησίον του αγίου Αποστόλου Φιλίππου, στα του Μιλτιάδου».

Ο άγιος Βλάσιος θεωρείται διπλός προστάτης των ανθρώπων: και για τις παθήσεις του λαιμού και για την αποφυγή των επιθέσεων των αγρίων ζώων, ειδικά των λύκων και των τσακαλιών. Από το συναξάρι του υπάρχει εύκολα η εξήγηση: υπήρξε ιατρός, και μάλιστα έφυγε μαρτυρικά με αποτομή της κεφαλής του∙ ο ίδιος στο όρος που ζούσε εξημέρωνε τα άγρια ζώα. Η υμνολογία της Εκκλησίας μας σημειώνει ως προς το πρώτο, από τους  στίχους του συναξαριού του: «Αποκόπηκε με ξίφος ο λαιμός του Βλασίου, κι έτσι θεραπεύει τις ασθένειες αυτών που πονούν στα λαιμά τους»[1]. Και ως προς το δεύτερο, από στιχηρό του εσπερινού: «Ως εκείνον που φροντίζει τους πάντες σε υμνούμε, Βλάσιε, και τους ανθρώπους και τα ζώα που έπασχαν»[2]. Τα καταγεγραμμένα θαύματα του αγίου από την «ειδικότητά» του αυτή είναι πάμπολλα[3]. Ήδη αναφέρεται ότι πορευόμενος προς το μαρτύριο θεράπευσε με το άγγιγμα του χεριού του ένα παιδάκι που είχε μείνει άφωνο και κινδύνευε να πεθάνει από ασφυξία, γιατί είχε καρφωθεί στο λαιμό του ένα ψαροκόκαλο. Και αυτό συνήργησε στο να θεωρηθεί ο προστάτης των παθήσεων του λαιμού. Η δε λαογραφία της πατρίδας μας αναφέρει πολλές διηγήσεις και έθιμα που ακριβώς προβάλλουν την προστασία του αγίου από τα άγρια ζώα[4].

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος όμως δεν ενδιαφέρεται πρώτιστα για τα παραπάνω. Εκείνο που τονίζει είναι η κατά Χριστόν πολιτεία του αγίου, το γεγονός δηλαδή ότι υπήρξε ένθεος ιεράρχης με μεγάλη δραστηριότητα και ότι μαρτύρησε χάριν της πίστεώς του στον Χριστό. Αιτία γι’ αυτό ήταν ότι προσπάθησε να ζήσει αυτό που αδιάκοπα μελετούσε στις άγιες Γραφές, και ιδίως το του αποστόλου Παύλου: «εμοί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος»[5], για μένα ζωή σημαίνει Χριστός και ο θάνατος μού είναι κέρδος. Πράγματι, ο Χριστός ήταν το κέντρο της ύπαρξής του που το απέδειξε και με το μαρτύριό του. Σ’ ένα από τα στιχηρά του εσπερινού διαβάζουμε: «Ο Χριστός ήταν η ζωή σου, παμμακάριε, και ο θάνατος αληθινά δείχτηκε κέρδος με την πίστη σου, σύμφωνα με τον μέγα Παύλο, Βλάσιε θεόφρον, επειδή για χάρη Του με μεγάλη προθυμία πέθανες»[6].

Ζώντας λοιπόν τον Χριστό ο άγιος φωτιζόταν ολόκληρος με το φως Εκείνου, γι’ αυτό και το φως αυτό σκορπούσε παντού: και με τις αστραπές του κηρύγματός του και με τη λαμπρότητα των θαυμάτων του και με το φέγγος του μαρτυρίου του. Για τον υμνογράφο δηλαδή ο άγιος Βλάσιος θεωρείται ένα είδος πνευματικού ήλιου, κοντά στον οποίο τα πάντα έλαμπαν. «Μείωσες τη νύκτα της αθεΐας – σημειώνει – με τις αστραπές του ιερού κηρύγματος, ήλιε, και φάνηκες να κοσμείσαι με τις λαμπρότητες των θαυμάτων και με το φέγγος του μαρτυρίου και γι’ αυτό καταφωτίζεις όλην τη δημιουργία»[7] (ωδή α΄).

Κι αυτό το φως Χριστού που τον διακατείχε, κυρίως την καρδιά του και έπειτα και όλη την ύπαρξή του, ήταν εκείνο που έκανε τον άγιο να ξεπερνά όλα τα εμπόδια που έσπερνε ο πονηρός διάβολος στην πορεία του. Για τον άγιο υμνογράφο το πράγμα είναι σαφές: ο πονηρός πάντα βάζει και θα βάζει εμπόδια στον άνθρωπο, και μάλιστα τον πιστό που θέλει να ακολουθεί με συνέπεια τον Κύριο. Ο πιστός όμως μπορεί και πάντα θα μπορεί να ξεπερνά τα εμπόδια με ένα και μόνον τρόπο: όταν είναι συνδεδεμένος με την πηγή της δύναμης και του φωτός, τον ίδιο τον Κύριο, που σημαίνει ότι αγωνιζόμενος τον δρόμο της καθάρσεως της καρδιάς του από τα πάθη, βλέπει την παρουσία Του μέσα του. «Απόκτησες καρδιά γεμάτη από θείο φωτισμό, γι’ αυτό και εύκολα ξεπέρασες τα εμπόδια της πλάνης, υποσκελίζοντας τις επιθέσεις των εχθρών, σοφέ, με την παρουσία σου»[8] (ωδή ζ΄). Θυμίζει αυτό που διαβάζουμε στο Γεροντικό για τον μέγα άγιο Αντώνιο, ο οποίος έλεγε: «Είδα απλωμένες τις παγίδες του διαβόλου στη γη και στέναξα και είπα: Ποιος άραγε μπορεί να τις διαβεί χωρίς να πέσει σ’ αυτές; Κι άκουσα φωνή που έλεγε: Μόνον ο ταπεινόφρων». Ο ταπεινόφρων είναι ο κεκαθαρμένος και φωτισμένος άνθρωπος, που γίνεται πανίσχυρος λόγω του Χριστού.  Η Εκκλησία μας διαλαλεί την αλήθεια αυτή πάντοτε, σήμερα δε και με την προβολή του αγίου ιερομάρτυρα Βλασίου.


[1] «Λαιμόν Βλάσιος εκκοπείς διά ξίφους, αλγούσι λαιμοίς ρευμάτων είργει βλάβας».

[2] «Ως προμηθέα σε πάντων υμνούμεν, Βλάσιε, και λογικών θρεμμάτων και αλόγων πασχόντων».

[3] Ένα από τα πιο ωραία τροπάρια πάνω στην αλήθεια αυτή καταγράφει ο υμνογράφος στην ωδή ε΄: «Ενθέω πεποιθήσει, προσευχών σου μάστιξι θήρα, Πάτερ, συνώθησας αποβαλέσθαι την θήραν, ην αδίκως συνέσχε, πιστού γυναίου πληρών, συμπαθεστάτη καρδία, την αίτησιν, Βλάσιε» (Με βαθειά πίστη Θεού, με τη μάστιγα των προσευχών σου, Πάτερ Βλάσιε, εξανάγκασες ένα άγριο ζώο να αφήσει το θήραμά του που το άρπαξε άδικα, εκπληρώνοντας έτσι λόγω της συμπαθέστατης καρδιάς σου το αίτημα μιας πιστής γυναίκας).

[4] «Ο άγιος Βλάσιος, όταν ξέσπασε ο απηνής διωγμός του Λικινίου (308- 323), αρχικά εγκατέλειψε τον επισκοπικό θρόνο και εγκαταστάθηκε στο όρος Αργαίο, στην περιοχή της Καππαδοκίας, μέσα σε ένα σπήλαιο, ως ασκητής και ερημίτης. Στο σπήλαιο, λοιπόν, αυτό άρχισαν να τον επισκέπτονται διάφορα ζώα, που, όμως, ποτέ δεν τον πείραζαν και με τα οποία ο Άγιος είχε την ικανότητα να έρχεται σε καθημερινή επαφή και επικοινωνία και, όταν αυτά ήταν άρρωστα, ύστερα από προσευχή του στον Κύριο, και να τα θεραπεύει. Ζώντας όπως και ο προπτωτικός άνθρωπος, ο άγιος Βλάσιος έφτασε σε μια τέτοια αγαπητική προς τα ζώα σχέση, που, λέγεται ότι ήταν παρόμοια προς αυτήν του αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, που όταν και αυτός τα έβλεπε μπροστά του τους μιλούσε και τα «καλημέριζε». Τα άγρια ζώα σκλαβώνονταν από την πραότητα και την ταπείνωση του Αγίου, ημέρευαν και μεταβάλλονταν σε υποζύγια και κατοικίδια ζώα η, κατά τα λόγια του ιερού Συναξαριστή: «τα άγρια των ζώων εξημερούμενα διά της ευλογίας του Αγίου χειροήθη εφαίνοντο». Λέγεται, μάλιστα, ότι πολλές φορές αν δεν τα ευλογούσε και τα χάιδευε με τα χέρια του δεν απομακρύνονταν από την σπηλιά του.

Αυτός είναι ο λόγος που ο άγιος Βλάσιος θεωρήθηκε διά των αιώνων θεράπων άγιος και των ζώων γενικά και μαζί με τον άγιο Μόδεστο (16 Δεκ.), τον άγιο Μάμα, τον άγιο Μηνά (11 Νοεμβρ.) και τον άγιο Φίλιππο (14 Νοεμβρ.) λατρεύεται από τους βοσκούς και ως ποιμενικός Άγιος, που προστατεύει τα ποίμνια από τα άγρια σαρκοβόρα ζώα, το τσακάλι και τον κατεξοχήν εχθρό τους, τον λύκο. Σε περιοχές, μάλιστα, αγροτικές- όπως η Κρήτη και η Λακωνία- ο άγιος Βλάσιος, ως βουκόλος, με το μοσχαράκι στην αγκαλιά- ένα σύμβολο που τονίζει αυτήν ακριβώς την προστασία του προς τα ζώα και συνάδει με τις ασχολίες των κατοίκων αγροτικών περιοχών- καταλαμβάνει, συχνά, θέση ιδιαίτερα τιμητική μέσα στο ιερό των εκκλησιών» (Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Επίκαιρα θέματα από την Ελληνική Λαογραφία, Λαογραφικά του αγίου Βλασίου, στο: anadromes.blogspot.com).

[5] Φιλ. 1, 21.

[6] «Χριστός το ζην σοι, παμμάκαρ, και το θανείν αληθώς κέρδος εδείχθη πίστει, κατά Παύλον τον μέγαν, Βλάσιε θεόφρον, επεί δι’ αυτόν προθυμότατα τέθνηκας».

[7] «Νύκτα αθεῒας αστραπαίς του ιερού κηρύγματος απομειώσας, φωστήρ, κοσμούμενος εδείχθης θαυμάτων λαμπρότησι, φέγγει τε μαρτυρίου, και την κτίσιν πάσαν καταυγάζεις».

10 Φεβρουαρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ)

 

῾῞Ωσπερ γάρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τούς ἰδίους δούλους καί παρέδωκεν αὐτοῖς τά ὑπάρχοντα αὐτοῦ᾽ (Ματθ. 25, 14)

 ῾Η παραβολή τῶν ταλάντων ἔρχεται ὡς συνέχεια τῆς παραβολῆς τῶν δέκα παρθένων, γιά νά δηλώσει ὁ Κύριος ὅτι ῾δέν ἀρκεῖ νά εἴμαστε μόνο προνοητικοί καί φρόνιμοι᾽ σάν τίς πέντε φρόνιμες παρθένους, ῾ἀλλά καί δραστήριοι καί ἐπιμελεῖς᾽ (Π. Τρεμπέλας). ῾Η σημερινή παραβολή δηλαδή τῶν ταλάντων ἔχει ὡς σκοπό νά ἐξάρει τήν ἀνάγκη ἀξιοποίησης τῶν χαρισμάτων πού ὁ Θεός δίνει σέ κάθε ἄνθρωπο: δέν φτάνει μόνο ὁ Θεός πού δίνει, ἀλλά ἀπαιτεῖται καί ἡ ἀνθρώπινη συνέργεια. Χωρίς αὐτήν ἡ προσφορά τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο μένει ἀνενέργητη, ἀλλά δυστυχῶς λειτουργεῖ εἰς βάρος τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η ὁριστική τελική ἀποτίμηση πού κάνει ὁ Κύριος στό τέλος τῆς παραβολῆς γιά τόν τεμπέλη καί ἄχρηστο ῾ἀχρεῖο᾽ δοῦλο εἶναι πράγματι συγκλονιστική: ῾τόν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον. ᾽Εκεῖ ἔσται  ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων᾽.

 1. ᾽Εκεῖνο πού καταρχάς τονίζει ἡ παραβολή εἶναι ὅτι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν ἔχει δεχτεῖ χαρίσματα ἀπό τόν Θεό. ῞Οπως ὁ ῾ἀποδημῶν ἄνθρωπος ἐκάλεσε τούς ἰδίους δούλους καί παρέδωκεν αὐτοῖς τά ὑπάρχοντα αὐτοῦ᾽, ἔτσι καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, εἴτε τό δέχονται εἴτε ὄχι, ἀνήκουν στόν Θεό. Μπορεῖ ὁ λαός τοῦ ᾽Ισραήλ νά εἶχε κληθεῖ ἀπό τόν Θεό ὡς ἐκλεκτός Του λαός, συνεπῶς οἱ ᾽Ισραηλίτες σέ πρώτη φάση νά θεωροῦνταν οἱ κατεξοχήν δοῦλοι Του, ὅμως ἡ κλήση του αὐτή μέ τό δεδομένο τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία κατενοεῖτο ὡς εὐθύνη καί ἀνάθεση διακονίας: νά κρατήσουν τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί νά τήν μεταδώσουν καί στούς ἄλλους λαούς, οἱ ὁποῖοι καί αὐτοί ἀνῆκαν σ᾽ Ἐκεῖνον.  ῾Ο ἐρχομός τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ ἔπειτα ἐπιβεβαίωσε ἐντελῶς τήν ἀλήθεια αὐτή: οἱ πάντες, ἀνεξάρτητα ἀπό καταγωγή καί φυλή, εἶναι κλητοί τοῦ Θεοῦ. Καί μάλιστα κλητοί προκειμένου νά μετάσχουν στό ἀνώτερο ἐξ ὅλων τῶν χαρισμάτων, ῾τό μορφωθῆναι ἐν αὐτοῖς τόν Χριστόν᾽, νά γίνουν κατά χάριν υἱοί Θεοί. ῞Ολοι λοιπόν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τοῦ Θεοῦ καί ὅλοι δέχονται τά τάλαντα ᾽Εκείνου, πού σημαίνει ὅτι γιά τόν Θεό δέν ὑπάρχουν διακρίσεις ἀπέναντι στά πλάσματά Του. ῾Οὐκ ἔστιν γάρ προσωπολήπτης ὁ Θεός᾽.

2. Κι ἐκεῖνο πού ἐξίσου ἀπαρχῆς τονίζει ἡ παραβολή εἶναι ὅτι τά τάλαντα, τά χαρίσματα πού δίνει ὁ Θεός σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους εἶναι δικά Του, ἀνήκουν σ᾽ ᾽Εκεῖνον - ῾παρέδωκεν αὐτοῖς τά ὑπάρχοντα αὐτοῦ᾽ λέει ὁ Κύριος -  δηλαδή ἡ χορήγησή τους ἀποτελεῖ εὐθύνη γιά τόν ἄνθρωπο: ἀπό τό πῶς θά τά ἐργαστεῖ καί θά τά ἀξιοποιήσει θά ἐξαρτηθεῖ ἡ περαιτέρω κατάστασή του καί μάλιστα σέ αἰώνιο ἐπίπεδο. Πρέπει νά σταθοῦμε μέ πολλή προσοχή στό σημεῖο αὐτό: ὅ,τι καλό ἔχουμε στή ζωή μας, ὅ,τι χαρισματικό ἐπισημαίνουμε στήν ὕπαρξή μας, τήν ψυχική καί τή σωματική: ὑγεία, εὐφυΐα, καλωσύνη, ὑλικά ἀγαθά ἐνδεχομένως,  ἐνῶ φαίνεται ὅτι μᾶς ἀνήκει καί εἶναι δικό μας, στήν πραγματικότητα ἀνήκει στόν Θεό, ὁ ῾Οποῖος μᾶς τό ἔδωσε γιά νά τό λειτουργήσουμε κατά τό θέλημά Του, ὥστε νά αὐξηθοῦμε πνευματικά καί νά ὁδηγηθοῦμε στόν σκοπό μας πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ἔνταξή μας στή Βασιλεία Του. ῾Η δοξολογική καί εὐχαριστιακή θεώρηση τοῦ κόσμου καί τοῦ ἑαυτοῦ μας ἐν προκειμένῳ συνιστᾶ μονόδρομο. ῾῾Εαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα᾽. ῾Εἴτε ἐσθίετε εἴτε πίνετε εἴτε τι ἄλλο ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε᾽.

3. Μέ μία βαθύτερη θεώρηση τά τάλαντα τῆς παραβολῆς παραπέμπουν στήν κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ Θεός ἀπαρχῆς προίκισε τόν ἄνθρωπο μέ τά δῶρα τοῦ εἰκονισμοῦ Του σ᾽ αὐτόν – τήν ἐλευθερία, τή δημιουργικότητα, τή συνειδητότητα, τή δυνατότητα νά ἀγαπᾶ - ὥστε καλλιεργώντας τα μέ ἐπίγνωση καί κατά τό θέλημα ᾽Εκείνου νά φτάσει νά γίνει κι αὐτός μέτοχος τῆς χαρᾶς τοῦ Κυρίου του. ῾Εὖ, δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ! ᾽Επί ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπί πολλῶν σε καταστήσω. Εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου᾽. ῎Ετσι ῾πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι, καταβαῖνον ἀπό τοῦ Πατρός τῶν φώτων᾽.

᾽Ιδίως γιά τόν χριστιανό πού ἔχει πλήρη ἐπίγνωση τῶν παραπάνω ἀληθειῶν λόγω τῆς ἐνσωμάτωσης του στόν Κύριο διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος  ἰσχύει τό τοῦ ἀποστόλου: ῾Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; Εἰ δέ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;᾽. Κατά συνέπεια εἶναι εὐνόητο τό γιατί ἡ πίστη μας θεωρεῖ τήν ταπείνωση ὡς τήν φυσιολογική ὁδό τοῦ ἀνθρώπου καί ὡς τήν κρηπίδα πάνω στήν ὁποία στηρίζεται τό οἰκοδόμημα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. ῾᾽Απούσης ταπεινοφροσύνης πάντα τά ἡμέτερα ἕωλα᾽ κατά τόν λόγο τοῦ μεγάλου ἀσκητικοῦ διδασκάλου ἁγίου ᾽Ιωάννου τῆς Κλίμακος. Μόνον ἕνας τυφλός, δηλαδή μόνον ἕνας ἄπιστος ἤ ἀλλοιωμένος κατά τήν πίστη του ἄνθρωπος, δέν θά ἔβλεπε τήν πραγματικότητα αὐτή. Μέ τή χαριτωμένη διατύπωση τοῦ ἁγιασμένου Γέροντα π. Παϊσίου ῾τό μόνο πού ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του ἔχει εἶναι ὅ,τι κατεβάζει ἡ μύτη του!᾽

4. ῾Η διαβάθμιση τῶν ταλάντων: ῾καί ᾧ μέν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δέ δύο, ᾧ δέ ἕν᾽, δέν σημαίνει ἀδικία ἀπό πλευρᾶς τοῦ Θεοῦ. ῞Ολοι οὐσιαστικά παίρνουν τό ἴδιο, γιατί ὁ Θεός δίνει ῾ἑκάστῳ κατά τήν ἰδίαν δύναμιν᾽. ᾽Αδικία θά ἔκανε ὁ Θεός, ἄν ἔδινε σέ ὅλους ἀδιακρίτως τό ἴδιο. ῾Ο Θεός μας ὅμως μετρᾶ τίς δυνατότητες τοῦ καθενός καί τοῦ δίνει αὐτό πού ἀντέχει. Γι᾽ αὐτό καί τοῦ ζητᾶ τό ἀντίστοιχο πρός τήν προφορά Του. ῾Ο ἄνθρωπος καλεῖται νά ἐργαστεῖ ἀνάλογα πρός αὐτό πού ἔλαβε, οὔτε περισσότερο οὔτε λιγότερο. Τό πέντε πρέπει νά γίνει δέκα, τό δύο τέσσερα, τό ἕνα δύο. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή τό τέσσερα θά εἶναι μεγαλύτερο τοῦ ἐννιά ἤ τοῦ ὀκτώ ἤ τοῦ ἕξι: τό τέσσερα δηλαδή αὐτοῦ πού ἔλαβε δύο θά εἶναι μεγαλύτερο ἀπό τό ἐννιά αὐτοῦ πού ἔλαβε πέντε.

Μέ ἄλλα λόγια αὐτό πού ζητᾶ καί περιμένει ὁ Θεός ἀπό τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ καταβολή τῶν δυνατοτήτων του, ἡ ἐπιμέλεια πού δείχνει στή δική Του χορηγία, τελικῶς δηλαδή τό πόσο ἀνταποκρίνεται ἐν ἀγάπῃ στή δική Του ἀγάπη. ῾῾Ημεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς᾽ πού λέει ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ εὐαγγελιστής. Τό μυστικό τῆς ἐργασίας τοῦ ἀνθρώπου γιά νά αὐξήσει τά τάλαντα τοῦ Κυρίου του, νά γίνει δηλαδή πιστός οἰκονόμος τῆς χάριτός Του, εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀγάπη του πρός ᾽Εκεῖνον. ῎Αν διαγράψουμε τήν ἀγάπη αὐτή, τότε μᾶλλον ἐκπίπτουμε στήν τραγική κατάσταση τοῦ τρίτου δούλου,  ὁ ὁποῖος κατενόησε διεστραμμένα τή σχέση του μέ τόν Κύριό του: Τόν κατενόησε δηλαδή φοβικά καί ἀπειλητικά, κι αὐτό λόγω τῆς πονηρῆς καί ὀκνηρῆς προαίρεσής του. ῾Πονηρέ δοῦλε καί ὀκνηρέ!᾽

 ῎Αν ἡ παραβολή τῶν δέκα παρθένων προηγεῖται τῆς παραβολῆς τῶν ταλάντων, ἡ παραβολή τῆς τελικῆς κρίσεως ἕπεται. Κι ἡ τελική κρίση προσδιορίζει τό τί σημαίνει τελικῶς ἐργασία πάνω στά τάλαντα πού ἔχει δώσει καί δίνει ὁ Θεός: νά ζοῦμε ἐν ἀγάπῃ. ῾Ο Θεός δηλαδή δωρίζει κάθε καλό στόν ἄνθρωπο – καί πρωτίστως πιά τόν ἴδιο Του τόν ῾Εαυτό -  ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά τό ἀντιδωρίσει ἐν ἀγάπῃ καί εὐχαριστίᾳ στόν συνάνθρωπό του πρός δόξαν καί πάλι Θεοῦ. Οἱ ὕμνοι ἀπό τόν ὄρθρο τῆς Μεγάλης Τρίτης ἐν προκειμένῳ μᾶς καθοδηγοῦν: ῾Δεῦτε, πιστοί, ἐπεργασώμεθα προθύμως τῷ Δεσπότῃ· νέμει γάρ τοῖς δούλοις τόν πλοῦτον, καί ἀναλόγως ἕκαστος πολυπλασιάσωμεν τό τῆς χάριτος τάλαντον· ὁ μέν σοφίαν κομιείτω δι᾽ ἔργων ἀγαθῶν· ὁ δέ λειτουργίαν λαμπρότητος ἐπιτελείσθω· κοινωνείτω δέ τοῦ λόγου πιστός τῷ ἀμυήτῳ· καί σκορπιζέτω τόν πλοῦτον πένησιν ἄλλος· οὕτω γάρ τό δάνειον πολυπλασιάσωμεν, καί ὡς οἰκονόμοι πιστοί τῆς χάριτος, δεσποτικῆς χαρᾶς ἀξιωθῶμεν᾽ (᾽Εμπρός, πιστοί, ἄς ἐργαστοῦμε μέ προθυμία γιά τόν Κύριο. Γιατί μοιράζει στούς δούλους τόν πλοῦτο. Κι ἀνάλογα ὁ καθένας μας ἄς πολλαπλασιάσουμε τό τάλαντο τῆς χάρης: ὁ ἕνας ἄς μεταδώσει σοφία μέ ἔργα ἀγαθά. Ὁ ἄλλος ἄς προσφέρει λαμπρές ὑπηρεσίες στό κοινωνικό σύνολο. ῾Ο πιστός ἄς κοινωνήσει τόν λόγο τῆς πίστης στόν ἀμύητο αὐτῆς. Καί ἄλλος ἄς σκορπίζει τόν πλοῦτο του στούς πτωχούς. ῎Ετσι λοιπόν ἄς πολλαπλασιάσουμε τό δάνειο καί σάν πιστοί οἰκονόμοι τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ  ἄς γίνουμε ἄξιοι τῆς χαρᾶς τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ).

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 25, 14-30) 

«Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα· ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ” αὐτῶν λόγον. καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ” αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ” αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. ἄρατε οὖν ἀπ” αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα· τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται· ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ” αὐτοῦ. καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω».

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν παραβολή· ἕνας ἄνθρωπος φεύγοντας γιά ταξίδι, κάλεσε τούς δούλους του καί τούς ἐμπιστεύτηκε τά ὑπάρχοντά του. Σ’ ἄλλον ἔδωσε πέντε τάλαντα, σ’ ἄλλον δύο, σ’ ἄλλον ἕνα, στόν καθένα ἀνάλογα μέ τήν ἱκανότητά του, κι ἔφυγε ἀμέσως γιά τό ταξίδι. Αὐτός πού ἔλαβε τά πέντε τάλαντα, πῆγε καί τά ἐκμεταλλεύτηκε καί κέρδισε ἄλλα πέντε. Κι αὐτός πού ἔλαβε τά δύο τάλαντα, κέρδισε ἐπίσης ἄλλα δύο. Ἐκεῖνος ὅμως πού ἔλαβε τό ἕνα τάλαντο, πῆγε κι ἔσκαψε στή γῆ καί ἔκρυψε τά χρήματα τοῦ κυρίου του.
Ὕστερα ἀπό ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα, γύρισε ὁ κύριος ἐκείνων τῶν δούλων καί ἔκανε λογαριασμό μαζί τους. Παρουσιάστηκε τότε ἐκεῖνος πού εἶχε λάβει τά πέντε τάλαντα καί τοῦ ἔφερε ἄλλα πέντε. «Κύριε», τοῦ λέει, «μοῦ ἐμπιστεύτηκες πέντε τάλαντα· κοίτα, κέρδισα μ’ αὐτά ἄλλα πέντε». Ὁ κύριός του τοῦ εἶπε: «εὖγε, καλέ καί ἔμπιστε δοῦλε! Ἀποδείχτηκες ἀξιόπιστος στά λίγα, γι’ αὐτό θά σοῦ ἐμπιστευτῶ πολλά. Ἔλα νά γιορτάσεις μαζί μου». Παρουσιάστηκε κι ὁ ἄλλος μέ τά δύο τάλαντα καί τοῦ εἶπε: «κύριε, μοῦ ἐμπιστεύτηκες δύο τάλαντα· κοίτα, κέρδισα ἄλλα δύο». Τοῦ εἶπε ὁ κύριός του: «εὖγε, καλέ καί ἔμπιστε δοῦλε! Ἀποδείχτηκες ἀξιόπιστος στά λίγα, γι’ αὐτό θά σοῦ ἐμπιστευτῶ πολλά. Ἔλα νά γιορτάσεις μαζί μου». Παρουσιάστηκε κι ἐκεῖνος πού εἶχε λάβει τό ἕνα τάλαντο καί τοῦ εἶπε: «κύριε, ἤξερα πώς εἶσαι σκληρός ἄνθρωπος. Θερίζεις ἐκεῖ ὅπου δέν ἔσπειρες καί συνάζεις καρπούς ἐκεῖ πού δέ φύτεψες. Γι’ αὐτό φοβήθηκα καί πῆγα κι ἔκρυψα τό τάλαντό σου στή γῆ. Ὁρίστε τά λεφτά σου». Ὁ κύριός του τοῦ ἀποκρίθηκε: «δοῦλε κακέ καί ὀκνηρέ, ἤξερες πώς θερίζω ὅπου δέν ἔσπειρα, καί συνάζω καρπούς ἀπ’ ὅπου δέ φύτεψα! Τότε ἔπρεπε νά βάλεις τά χρήματά μου στήν τράπεζα, κι ἐγώ ὅταν θά γυρνοῦσα πίσω, θά τά ἔπαιρνα μέ τόκο. Πάρτε του, λοιπόν, τό τάλαντο καί δῶστε το σ’ αὐτόν πού ἔχει τά δέκα τάλαντα. Γιατί σέ καθέναν πού ἔχει, θά τοῦ δοθεῖ μέ τό παραπάνω καί θά ’χει περίσσευμα· ἐνῶ ἀπ’ ὅποιον δέν ἔχει, θά τοῦ πάρουν καί τά λίγα πού ἔχει. Κι αὐτόν τόν ἄχρηστο δοῦλο πετάξτε τον ἔξω στό σκοτάδι. Ἐκεῖ θά κλαῖνε, καί θά τρίζουν τά δόντια». Ἀφοῦ τά εἶπε ὅλα αὐτά, πρόσθεσε μέ ἔμφαση· ὅποιος ἔχει αὐτιά γιά ν᾿ ἀκούει ἂς τά ἀκούει.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄ Κορ. 6, 1-10)

«Ἀδελφοί, συνεργοῦντες παρακαλοῦμεν, μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς – λέγει γάρ· καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι· ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας – μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ᾽ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνῄσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες».

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, συνεργάτες τοῦ Θεοῦ καθώς εἴμαστε, σᾶς παρακαλοῦμε νά μήν ἀφήσετε νά πάει χαμένη ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού δεχτήκατε – γιατί ἡ Γραφή λέει: Στόν καιρό τῆς χάρης σέ ἄκουσα, καί τήν ἡμέρα τῆς σωτηρίας σέ βοήθησα. Νά, τώρα εἶναι ὁ καιρός τῆς χάρης, τώρα εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς σωτηρίας – κανένα πρόσκομμα δέ φέρνουμε σέ κανένα, γιά νά μή δυσφημηθεῖ τό ἔργο μας. Αντίθετα, μέ κάθε τρόπο συσταίνουμε τόν ἑαυτό μας ὡς ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ: μέ τή μεγάλη ὑπομονή μας, μέ τίς θλίψεις, μέ τίς δυσχέρειες, τίς στενοχώριες, τις κακοποιήσεις, τίς φυλακίσεις, τίς ἐναντίον μας ἐξεγέρσεις, τίς ταλαιπωρίες, τίς ἀγρύπνιες, τήν πείνα. Συσταίνουμε τόν ἑαυτό μας μέ τήν ἐντιμότητα, τή γνώση τῆς ἀλήθειας, τήν ἀνεκτικότητα, τήν καλοσύνη, τή φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἀνυπόκριτη ἀγάπη, με τό κήρυγμα γιά τήν ἀλήθεια, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, μέ τά ὅπλα τῆς σωτηρίας τά ἐπιθετικά καί τά ἀμυντικά. Δοκιμάζουμε δόξα καί ἀτίμωση, δυσφήμηση καί ἔπαινο. Μᾶς θεωροῦν λαοπλάνους, καί ὅμως λέμε τήν ἀλήθεια• μας ἀγνοοῦν καί ὅμως γινόμαστε γνωστοί• φτάνουμε στό θάνατο, καί νά πού ζοῦμε· μᾶς βασανίζουν, ἀλλά δέν πεθαίνουμε· μᾶς προξενοῦν στενοχώριες κι ὅμως πάντοτε χαιρόμαστε· εἴμαστε φτωχοί, κάνουμε ὅμως πολλούς νά πλουτίσουν· τίποτα δέν ἔχουμε καί τά πάντα κατέχουμε.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ

«Ο άγιος Χαραλάμπης έζησε επί της βασιλείας του Σεβήρου, όταν ηγεμόνευε ο Λουκιανός στην πόλη της Μαγνησίας. Επειδή ήταν ιερέας των Χριστιανών και δίδασκε την οδό της αληθείας, οι τύραννοι πρόσταξαν να τον ξεντύσουν από την ιερατική του στολή κι έπειτα να γδάρουν όλο το δέρμα του σώματός του. Καθώς λοιπόν ο ηγεμόνας τον έβλεπε  να υπομένει καρτερικά τα βασανιστήρια, εξοργίστηκε και επιχείρησε να ξέσει τον άγιο με τα δικά του χέρια, οπότε αμέσως αποκόπηκαν τα χέρια του και έμειναν μετέωρα στο σώμα του μάρτυρα. Ο άγιος όμως προσευχήθηκε και τον έκανε υγιή. Όταν είδαν αυτό το θαύμα οι δήμιοι, που ονομάζονταν Πορφύριος και Βάπτος, αρνήθηκαν τα είδωλα και πίστεψαν στον Χριστό. Το ίδιο και τρεις γυναίκες από αυτούς που παρίσταντο εκεί. Όλους αυτούς τους συνέλαβε ο ηγεμόνας και αφού τους καθυπέβαλε σε βασανιστήρια, χωρίς έλεος τους αποκεφάλισε. Διότι αν και θεραπεύτηκε, όμως παρέμεινε στην απιστία».

Ο άγιος Χαραλάμπης, και πιο λαϊκά Χαράλαμπος, θεωρείται, κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας,  καύχημα της Ελλάδας. Της Ελλάδας που φέρει το όνομα του Χριστού∙ που είναι χριστιανική και αναγνωρίζει και τιμά τους αγίους∙ που θεωρεί ως μεγίστη ευλογία και θησαυρό πολύτιμο την ύπαρξη των λειψάνων τους, όπως της κάρας του αγίου ιερομάρτυρα∙ που προστρέχει με πίστη και πόθο στις εκκλησιές για να πανηγυρίσει τη μνήμη τους. «Καυχάται σήμερα όλη η χριστιανική Ελλάδα. Γιατί απέκτησε τη δική σου κάρα σαν κρήνη που αναβλύζει ποταμούς ιαμάτων και αστείρευτο πλούτο και χάρη που δεν αδειάζει ποτέ, και διώχνει νόσους και την πολύφθορη πανώλη από τους ανθρώπους που σε μακαρίζουν» (στιχηρό εσπερινού). «Την πάντιμη κάρα σου η Ελλάδα την απέκτησε ως παντοτινό πλούτο της και πολύτιμο θησαυρό» (στιχηρό της λιτής).

Υπάρχει αυτή η Ελλάδα; Υπάρχουν οι πόλεις της που ευφραίνονται και σκιρτούν από αγαλλίαση για τους αγίους, σαν τον άγιο Χαράλαμπο; («Ευφραίνεσθε εν Κυρίω πόλεις της Ελλάδος και σκιρτήσατε αγαλλώμεναι»). Κανείς δεν γνωρίζει. Μία επιφανειακή κρίση θα έλεγε όχι. Ή τουλάχιστον όχι τόσο,  σε σχέση με αυτό  που φαινόταν πριν και από κάποια χρόνια. Φαίνεται ότι υπάρχει ένας γενικότερος αποχρωματισμός από αυτό που συνιστά θεωρητικά την ταυτότητα του Έλληνα: του ορθόδοξου πιστού που ταυτοχρόνως διακατέχεται από την βαθιά αγάπη και προς την πατρίδα. Τείνουμε σ’ αυτό, αν δεν το έχουμε φτάσει κιόλας, που λέει ο λόγος του Χριστού για το μικρό ποίμνιο -  τους λίγους που πράγματι είναι συνεπείς πιστοί και αγαπούν τον Κύριο και γενικώς τις παραδόσεις του έθνους μας - και το προτρέπει να μη φοβάται. «Μη φοβού το μικρόν ποίμνιον». Αλλά είπαμε, κανείς δεν γνωρίζει. Διότι σε ανάλογο προβληματισμό και του μεγάλου Προφήτη Ηλία, όταν διωκόταν η αληθινή πίστη και κανείς δεν φαινόταν να την ακολουθεί, ο ίδιος άκουσε τον Θεό να του λέει ότι γύρω του, χωρίς εκείνος να το ξέρει, «επτά χιλιάδες Ιουδαίοι δεν είχαν κλίνει το γόνυ στον Βάαλ». Κανείς λοιπόν δεν ξέρει τι σημαίνει χριστιανική Ελλάδα.

Ας επανέλθουμε όμως στον άγιο Χαράλαμπο. Ο υμνογράφος ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού μας δείχνει το μέγεθος της αγιότητάς του και την προσφορά του στην Εκκλησία. «Όλος από τη νεότητά σου – σημειώνει – αφιερώθηκες στον Δεσπότη Χριστό, κι Αυτόν πόθησες βαθιά κι Αυτού τα ίχνη ακολούθησες. Κι αφού καθάρισες την καρδιά σου από κάθε κηλίδα των παθών, γέμισες υπέρμετρα από τη θεία χάρη». Ο άγιος υπήρξε δηλαδή ένα εκτύπωμα του Χριστού: Αυτόν αγάπησε και Αυτού τη ζωή φανέρωσε, διά της τηρήσεως των αγίων εντολών Του.  Δεν χρειάζεται να ψάχνουμε πολύ, για να δούμε ποιος είναι ο άγιος. Άγιος είναι όποιος ζει κατά το θέλημα του Κυρίου, που ζει όπως Εκείνος έζησε. Αλλά ο υμνογράφος γίνεται πιο συγκεκριμένος: το να ζει κανείς όπως ο Χριστός, σημαίνει ότι καθαρίζει την καρδιά του από τα πάθη του και φωτίζεται από τη χάρη του Θεού.

Με άλλα λόγια η πνευματική ασκητική μέθοδος της Εκκλησίας μας είναι το μόνο «αποδεικτικό» στοιχείο ότι πράγματι κανείς ανήκει στον Χριστό, ότι είναι άγιος. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η πνευματική ζωή ακολουθεί τα γνωστά τρία στάδια: την κάθαρση, τον φωτισμό, τη θέωση. Πάνω σ’ αυτήν την πορεία κρίνεται η γνησιότητα της αγιότητας κάποιου και όχι από άλλες εξωτερικές επιφανειακές εκδηλώσεις: καλά έργα, δραστηριότητες, οικοδομικές επιχειρήσεις, κοινωνικές προσφορές. Όχι ότι αυτά καταδικάζονται. Δεν μπορούν όμως να αξιολογηθούν θετικά, αν δεν αποτελούν εκδηλώσεις κεκαθαρμένης καρδίας. Και ο άγιος Βασίλειος υπήρξε δραστήριος και οργανωτικός και με έργα Πατέρας, αλλά ήταν βαθύτατα ασκητικός, που είχε τονίσει ότι αν κανείς θέλει να βρει τον Θεό στη ζωή του, πρέπει να απομακρυνθεί από όλη τη διάχυση του νου στα αισθητά πράγματα, να έλθει στον εαυτό του και διά της στροφής του αυτής να συναντήσει τον Θεό.

Ο άγιος Χαράλαμπος λοιπόν υπήρξε συνεπής προς αυτήν την πνευματική οδό της Εκκλησίας, που είναι απαρχής η γνήσια και αποστολική παράδοσή της, δηλαδή του Χριστού η παράδοση. Ο υμνογράφος επιβεβαιώνει τα παραπάνω και με άλλες λέξεις. Επιλέγουμε: «Φωτίστηκε κι έγινε λαμπρή η διάνοιά σου από το θείο Πνεύμα…και έτσι δυνάμωσες την ορθόδοξη πίστη» (στιχηρό της λιτής). Ο φωτισμός από το άγιο Πνεύμα, καρπός της εν χάριτι καθάρσεως της καρδίας, είναι ο μόνος τρόπος να δυναμωθεί η ορθόδοξη πίστη. «Η Ελλάδα έμεινε κατάπληκτη, μάρτυς Χαράλαμπε, από την καθαρότητα του βίου σου και το θαυμαστό μαρτύριό σου» (κάθισμα του όρθρου).  

09 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ

«Ο άγιος Νικηφόρος έζησε κατά τους χρόνους των βασιλέων Ουαλεριανού και Γαληΐνου και ήταν ένας απλός πολίτης. Είχε δε κι ένα χριστιανό φίλο, πρεσβύτερο της Εκκλησίας, που λεγόταν Σαπρίκιος, ο οποίος από διαβολική ενέργεια μίσησε τον άγιο Νικηφόρο και μνησικακούσε απέναντί του. Όταν συνελήφθη ο Σαπρίκιος από τους ειδωλολάτρες και υφίστατο πολλά βασανιστήρια για την πίστη του Χριστού, ο άγιος Νικηφόρος έστειλε μεσίτες προς αυτόν, ζητώντας συγχώρηση, αλλ’ ο Σαπρίκιος δεν τους άκουσε.  Είδε τότε ο άγιος Νικηφόρος ότι ο Σαπρίκιος οδηγείται εκεί που θα του έκοβαν το κεφάλι, οπότε έτρεξε και έπεσε στα πόδια του ζητώντας συγχώρηση. Και μολονότι του θύμιζε τους νόμους του Χριστού περί συμφιλιώσεως των ανθρώπων, εκείνος δεν υπεχώρησε. Ο Σαπρίκιος πέρασε από πολλά βασανιστήρια και πλησίαζε η ώρα να πάρει το στεφάνι και τα βραβεία από τον Χριστό. Κι ενώ λίγο έμελλε για να του κόψουν το κεφάλι, δεν έδινε τη συγχώρηση. Γι’ αυτόν τον λόγο, απογυμνώθηκε από τη βοήθεια του Θεού και είπε στους δημίους: Αφήστε με και θα θυσιάσω στους θεούς. Μόλις το είδε αυτό ο άγιος Νικηφόρος, παρέδωσε τον εαυτό του στους δήμιους και ομολόγησε τον Χριστό με παρρησία. Με την προσταγή του τυράννου τότε, του έκοψαν το κεφάλι, κι έτσι έλαβε ο άγιος γρήγορα τα βραβεία της αγάπης, την οποία και προσπαθούσε να κάνει πράξη, χάριν του Χριστού,  του δοτήρα της αγάπης».

Ο υμνογράφος του αγίου Νικηφόρου Θεοφάνης, στο εξαποστειλάριο του όρθρου μας δίνει με μία φράση το στίγμα του αγίου: «Νικηφόρε, φάνηκες νικητής όπως λέει το όνομά σου, γιατί νίκησες τους τυράννους στην αγάπη και στο μαρτύριο. Γι’ αυτό  και δέχτηκες το στεφάνι της νίκης από τον Κύριο». Πράγματι, οι ύμνοι της Εκκλησίας μας κυμαίνονται ακριβώς επάνω στα δύο αυτά: τη νίκη του αγίου με βάση την εντολή του Κυρίου, την αγάπη – όταν μάλιστα αγωνιζόταν να συμφιλιωθεί με τον ιερέα Σαπρίκιο, ο οποίος τον εχθρευόταν - τη νίκη του και  στο μαρτύριο, διότι δεν δίστασε διόλου να ομολογήσει την πίστη του με τίμημα την ίδια του τη ζωή. Αυτό σημαίνει ότι ο άγιος Νικηφόρος, απλός άνθρωπος, χωρίς αξιώματα, χωρίς θέσεις, αλλά με επίγνωση του σπουδαιοτέρου γεγονότος στη ζωή ενός πιστού: να μένει σταθερός στην πίστη του, έδειξε έμπρακτα ότι η ζωή του ήταν θεμελιωμένη  στην πρώτη και σπουδαιότερη εντολή του Κυρίου, την αγάπη, με τη διπλή της διάσταση: την προς τον Θεό και την προς τον συνάνθρωπο.

Ο άγιος Θεοφάνης υπενθυμίζει ότι οι δύο αγάπες, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, είναι στην ουσία μία: κανείς δεν μπορεί να έχει τη μία αγάπη χωρίς την άλλη. Αγαπά κανείς τον Θεό σημαίνει ότι αγαπά ταυτοχρόνως και τον συνάνθρωπό του, έστω και τον εχθρό του∙ αγαπά κανείς τον συνάνθρωπο σημαίνει ότι αγαπά ταυτοχρόνως και τον Θεό. Κι αυτό γιατί ο Θεός «αγάπη εστί». Είναι αυτό που κηρύσσει διαπρυσίως ο ευαγγελιστής της αγάπης, ο άγιος Ιωάννης, όταν σημειώνει ότι «αυτός που λέει ότι αγαπά τον Θεό, αλλά μισεί τον συνάνθρωπό του, ψεύστης εστίν». Δεν είναι δυνατόν λοιπόν κανείς να ξεφεύγει από την αγάπη, χωρίς να χάνει την επαφή του με τον Θεό. Στο δοξαστικό μάλιστα των στιχηρών του εσπερινού η αλήθεια αυτή τονίζεται εμφαντικά: «Έδειξες σε όλους φανερά, αθλητά Νικηφόρε, ότι αυτός που δεν αγαπά τον πλησίον ούτε και τον Δεσπότη Χριστό μπορεί να αγαπήσει. Γι’ αυτό ακριβώς, συ ο ίδιος αγάπησες ειλικρινά τον ομόδουλό σου Σαπρίκιο, οπότε με την αγάπη αυτή πέταξες σαν να είχες φτερά και προς τον θείο έρωτα και έδωσες τη ζωή σου χάριν της ομολογίας και της πίστεως στον Χριστό. Ο δυσώνυμος όμως Σαπρίκιος, που κράτησε άσπονδο μίσος απέναντί σου, φάνηκε τελικά αρνητής και του Δεσπότη Χριστού».

Ίσως όμως σήμερα, εκείνο που παραξενεύει περισσότερο δεν είναι η αγάπη του αγίου Νικηφόρου. Αυτός με τη χάρη του Θεού την απέδειξε έμπρακτα, στεφανώθηκε, κέρδισε τον Παράδεισο, πρεσβεύει υπέρ ημών. Το παραδοξότερο είναι η δαιμονική άρνηση του ιερέα Σαπρικίου να δώσει συγχώρηση στον τέως φίλο του Νικηφόρο, κάτι που τον έκανε να ξεπέσει και από την αγάπη του Θεού και του στέρησε όχι μόνο τη θριαμβευτική είσοδό του ως μάρτυρα στη Βασιλεία του Θεού, αλλ’ ούτε και την απλή σωτηρία του. Από εκεί που υπομένει τόσα βασανιστήρια, που ομολογεί με γενναιότητα την πίστη του, να γίνεται στον επίλογο δειλό ανθρωπάκι και αρνησίχριστος. Την παραδοξότητα αυτή σημειώνει και ο υμνογράφος: «Ο Σαπρίκιος που δεν φύλαξε τους θεσμούς σου, Σωτήρα Κύριε, γυμνώνεται από τη θεία Σου χάρη. Κι αφού υποχώρησε στους εχθρούς, στερείται ο δειλός από τη δόξα των μαρτύρων Σου. Γι’ αυτό και μένουμε έκπληκτοι από τη δίκαιη πρόνοιά Σου, οπότε φωνάζουμε δυνατά: Δόξα στη δύναμή Σου» (ωδή δ΄).

Πέρα από τη δοξολογία του ονόματος του Θεού που δοξάζει τους μάρτυρές Του, ο θρήνος και ο φόβος είναι τα αισθήματα που δημιουργεί η περίπτωση του Σαπρικίου. Ποιος μπορεί να καυχηθεί για το όποιο αξίωμά  του στην Εκκλησία, για τα κηρύγματά του, για τη δράση του, για τη θαρραλέα ακόμη πίστη του; Ο Σαπρίκιος τα είχε αυτά: ήταν ιερέας, κήρυσσε και δρούσε ιεραποστολικά, ομολογούσε την πίστη του με θάρρος. Το κριτήριο όμως είναι άλλο: απολύτως και μόνον η αγάπη, που αποδεικνύεται έμπρακτα ως συγχώρηση προς τον κάθε συνάνθρωπο. Τα πάντα μπορεί κανείς να έχει ως αρετές. Δεν έχει το ένα «ου εστί χρεία», την αγάπη, δεν έχει τίποτε. Γι’ αυτό και αφενός κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί για οτιδήποτε: η αληθινή αγάπη φυτρώνει εκεί που υπάρχει το έδαφος της ταπείνωσης, αφετέρου το μαρτύριο από μόνο του δεν σώζει. Και στην περίπτωση ακόμη που ο Σαπρίκιος έδινε τη ζωή του για τον Χριστό, δεν θα ήταν χριστιανός μάρτυρας. Ο χριστιανός μάρτυρας πεθαίνει, αλλά χωρίς ίχνος μίσους και έχθρας μέσα του. Το λέει σαφέστατα και ο απόστολος Παύλος: «και εάν παραδώ το σώμα μου, ίνα καυθήσωμαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι». Και να καεί το σώμα μου για την πίστη μου, χωρίς αγάπη η θυσία αυτή δεν με ωφελεί».

08 Φεβρουαρίου 2024

«WAITING ROOM» (ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ)

«Ο Γέροντας, (ο όσιος Σωφρόνιος ο Αθωνίτης, του Έσσεξ), ήταν άνθρωπος που δεν ταξίδευε και πάντοτε ζούσε στο σπιτάκι του, ίσως ένα από τα πιο φτωχά σπίτια στην Αγγλία. Δεν ταξίδευε και πάνω στην πόρτα του υπνοδωματίου του έγραψε: «Waiting room», «Αίθουσα αναμονής». Δηλαδή ζούσε σαν έγκλειστος περιμένοντας την ημέρα της συναντήσεώς του με τον Χριστό. Γι’ αυτό και ονόμασε το κελί του «Αίθουσα αναμονής», «Waiting room». Και μάλιστα όταν έφτασε προς το γήρας και αισθανόταν ότι κοντεύει η έξοδός του, ανέβηκε στο κρεβάτι, διότι παλιά κοιμότανε κατά διαστήματα λίγο σε μία πολυθρόνα» (Γέρων Ζαχαρίας Ζάχαρου, Πνευματικός της Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας).

Ο Γέρων Ζαχαρίας (Ζάχαρου), ο επί δεκαετίες υποτακτικός του μεγάλου συγχρόνου οσίου Σωφρονίου του Αθωνίτου και εκφραστής της θεολογίας του και του πλούτου των πνευματικών εμπειριών του, αναφέρεται στο παραπάνω απόσπασμα λόγου του για τον πνευματικό βίο του οσίου σε κάτι που φανερώνει εν σμικρώ το ήθος του Γέροντά του. Πρόκειται για μία «λεπτομέρεια» θα έλεγε κανείς, άγνωστη στους περισσοτέρους, που όμως και μόνον αυτή αρκεί – «εξ όνυχος τον λέοντα;» δεν λένε; - για να «οσφρανθεί» ένας πιστός την οδό που περιπατούσε ο μέγας Γέρων, την οδό στην πραγματικότητα όλων των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, των αγίων Αποστόλων του Κυρίου, την οδό του ίδιου τελικώς του αρχηγού της πίστεώς μας Ιησού Χριστού. Και τι «οσφραίνεται» ο πιστός; Τον ίδιο τον Κύριο ασφαλώς – ένα «μίμημα Χριστού» ήταν και ο άγιος Σωφρόνιος όπως και οι άλλοι άγιοι της Εκκλησίας μας – αλλά και τις προϋποθέσεις που υπάρχουν για την ακολουθία Εκείνου.

Κι αυτό θα πει, ειρήσθω εν παρόδω, ότι κανείς δεν μπορεί να είναι χριστιανός κατά το δοκούν, να «ορίζει» έτσι τον εαυτό του γιατί έτσι το νομίζει, να δημιουργεί μία «καρικατούρα» χριστιανού με βάση όχι τι ο ίδιος ο Κύριος καθόρισε αλλά τι τα πάθη του και οι εμπαθείς κλίσεις της καρδιάς του καθορίζουν. Αυτό μάλιστα δεν είναι το χαρακτηριστικό της εποχής μας, της εποχής του «δικαιωματισμού» όπως λέγεται, κατά το οποίο ο καθένας μπορεί, γιατί έχει το «δικαίωμα», να ταυτοποιεί τον εαυτό του ή τα πράγματα γύρω του όχι με βάση την αντικειμενική εικόνα που υφίσταται διαχρονικά, την κοινά από όλους αποδεκτή, αλλά με βάση τους δικούς του (δαιμονικούς;) λογισμούς, έστω και τους πιο εξωφρενικούς; «Είναι έτσι, γιατί έτσι εγώ νομίζω» δηλαδή, αποτελεί το «σλόγκαν» της σύγχρονης μετα-νεωτερικής εποχής, στην οποία τα πάντα αλλοιώνονται και καταλύονται από εκείνους που θέλουν να είναι οι θιασώτες της, - χωρίς βεβαίως να υπάρχει ο παραμικρός προβληματισμός τους ότι ίσως τα πράγματα δεν κινούνται τόσο «αθώα» όσο φαίνονται, γιατί υπάρχουν δυνάμεις που τα οδηγούν προς την κατεύθυνση που εξυπηρετούνται τα δικά τους σκοτεινά συμφέροντα.

Λοιπόν, στη ζωή του αγίου Σωφρονίου, και ειδικά στη «λεπτομέρεια» του εγκλεισμού του στην «αίθουσα αναμονής» του, διαπιστώνουμε και τις προϋποθέσεις να είναι κανείς χριστιανός. Ο ίδιος ο Κύριος το απεκάλυψε: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώνει καθημερινά τον σταυρό του και ας με ακολουθεί». Κι αλλού ο όρος που έθεσε για την εν αγάπη σχέση του ακολούθου Του με Εκείνον ήταν η τήρηση των αγίων Του εντολών. «Εάν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου», και μάλιστα την εντολή της αγάπης που φανερώνει τη χριστιανικότητά της όχι βεβαίως απέναντι στον καλοπροαίρετα ιστάμενο απέναντί μας, αλλά στον εχθρό και τον αντίπαλό μας – κάτι που ούτε κατά διάνοια γίνεται αποδεκτό από τον κοσμικά σκεπτόμενο άνθρωπο. Ο άγιος Σωφρόνιος ήταν από εκείνους τους εν επιγνώσει πιστούς που είχε κατανοήσει ότι «ο κόσμος όλος κείται εν τω πονηρώ», γι’ αυτό η χριστιανική πορεία συνιστά «βίαν φύσεως διηνεκή».

Οπότε, και «δεν ταξίδευε», σημειώνει ο Γέρων Ζαχαρίας. Όχι με την έννοια ότι δεν μετακινείτο στη ζωή του – ο άγιος έφυγε από τη Ρωσία μετά τις σπουδές του, πήγε στη Γαλλία, βρέθηκε στο άγιον Όρος, μετακινήθηκε μέσα σ’ Αυτό, κατέφυγε και πάλι στη Γαλλία, για να καταλήξει οριστικά στην Αγγλία – αλλά με την έννοια ότι η κάθε μετακίνησή του είχε χαρακτήρα πνευματικό, δηλαδή αναζητούσε τον τόπο όπου οι όροι της συνάντησής του με τον Κύριο θα είναι οι προσφορότεροι για τον ίδιο. Κι όταν εύρισκε αυτό που ποθούσε η καρδιά του, εκεί και παρέμενε, με αποκορύφωση τον εγκλεισμό του στο κελί του μοναστηριού του στο Έσσεξ της Αγγλίας. Κι είναι ευνόητο ότι οι μετακινήσεις του αυτές δεν ήταν «ταξίδια», όπως τα χαρακτηρίζουμε σήμερα, γιατί τέτοια ταξίδια κάνει κανείς προς αναψυχή του, προς διασκέδασή του, προς ανακάλυψη νέων τόπων και άλλων μορφών ζωής, προς υπέρβαση ίσως, όταν μπορεί, της ακηδίας του και της βαριεστημάρας της ζωής του.  

Το ίδιο, και ο εγκλεισμός του οσίου στο κελί του, μέχρι και την οσιακή κοίμησή του: ερμηνεύεται από ό,τι είχε γράψει στη θύρα του: «Αίθουσα αναμονής». Παρέμενε δηλαδή έγκλειστος, γιατί περίμενε. Και τι περίμενε; Την ημέρα της συναντήσεώς του με τον Κύριο. Και μας αφήνει να καταλάβουμε η στάση του αυτή το ποια ένταση πνευματική κυριαρχούσε στην ύπαρξή του. Εκείνος που τόνιζε ευκαίρως ακαίρως την ένταση του πνευματικού αγώνα που πρέπει να υφίσταται σε κάθε χριστιανό, ιδίως τον καλόγερο, ο ίδιος τη ζούσε στο ανώτερο δυνατό. Πού να βρει κανείς στον όσιο το όποιο σημάδι της ακηδίας και της ανίας; Η καρδιά του ήταν φλογισμένη από τον μεγάλο έρωτα προς τον Κύριό του Ιησού Χριστό, Εκείνον διαρκώς ανέμενε προσδοκώντας Τον είτε με τον θάνατό του είτε με τη Δευτέρα Του Παρουσία, γι’ αυτό και το βαθύ αίσθημα της μετανοίας τον διακατείχε έως εσχάτου της καρδιάς του, παίρνοντας τη μορφή και των δακρύων αλλά και της έμπονης προσευχής για όλους τους συνανθρώπους του και για όλη την κτίση – μία συνέχεια του μεγάλου οσίου Γέροντά του Σιλουανού. Ό,τι σημειώνει ο απόστολος Πέτρος (Β΄ καθ. Επιστολή)  ότι ο Κύριος παρατείνει κάθε ημέρα τον ερχομό Του για δεύτερη φορά, γιατί «δεν θέλει να χαθούν έστω και κάποιοι από τους ανθρώπους, αλλά να έχουν όλοι ακόμη ένα περιθώριο μετανοίας» - που σημαίνει ότι η κάθε ημέρα αποτελεί και μία «παράταση» ως παραχώρηση επιπλέον χρόνου για απόκτηση και βίωση της μετανοίας – αυτό και ζούσε ο μέγας Σωφρόνιος. Την κάθε ημέρα του τη ζούσε ως την τελευταία του, θυμίζοντας τον μεγάλο επίσης άγιο της Εκκλησίας Αντώνιο, ο οποίος ακριβώς στοιχώντας κι αυτός στον ευαγγελικό λόγο έλεγε ότι «αν δεν θεωρήσουμε την κάθε ημέρα ως την τελευταία μας δεν μπορούμε να φτάσουμε στην αγιότητα».

Από την άποψη αυτή ο όσιος Σωφρόνιος συνιστά και έναν μεγάλο προφήτη της εποχής μας. Αυτό που χαρακτηρίζει διαχρονικά την Ορθόδοξη Εκκλησία, να προεκτείνει δηλαδή εν τω χρόνω τον αρχηγό της Ιησού Χριστό  «σημαίνοντάς Τον με τα μυστήρια» και κηρύσσοντάς Τον «εσταυρωμένον και αναστάντα» - αυτή είναι η προφητική παρουσία της Εκκλησίας σε κάθε τόπο και χρόνο – αυτό ακριβώς ζούσε και κήρυσσε και ο άγιος. Η ασκητική του διαγωγή σε όλα τα χρόνια της ζωής του, η εγρήγορσή του ως επιβεβαίωση της εντολής του Κυρίου «γίνεσθε έτοιμοι γιατί δεν ξέρετε την ώρα που ο Υιός του ανθρώπου έρχεται», η αέναη προσευχή του τον προβάλλουν ως υπόδειγμα πίστεως και τον καθιστούν παράκλητο για όλους εμάς τους περιλειπομένους. Ίσως αυτό που εκείνος έγραψε στη θύρα του δωματίου του «Αίθουσα αναμονής», θα πρέπει να μας συνοδεύει στις περισσότερες εκδηλώσεις της καθημερινότητάς μας, αφού και ο κόσμος που βρισκόμαστε «αίθουσα αναμονής» είναι στην πραγματικότητα. Διότι «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου» και «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν».