26 Φεβρουαρίου 2024

ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΑΖΗΣ

«῾Ο ὅσιος Πορφύριος καταγόταν ἀπό τήν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης καί ἦταν υἱός εὐσεβῶν καί πλουσίων γονέων. ᾽Αφοῦ ἔφυγε ἀπό τήν πόλη του ἦλθε στήν Αἴγυπτο, ὅπου εἰσῆλθε σέ σκήτη καί ἀκολούθησε τόν μοναχικό βίο. Μετά ἀπό πέντε χρόνια πῆγε  στά ῾Ιεροσόλυμα κι ἐκεῖ φώτισε πλούσια πολλούς ἀνθρώπους μέ τόν λόγο του. Γι᾽ αὐτό καί χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπό τόν Πατριάρχη ῾Ιεροσολύμων Πραΰλιο. ῎Επειτα χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Γάζης ἀπό τόν ᾽Ιωάννη πού ἦταν ἐπίσκοπος τῆς Καισάρειας τῆς Παλαιστίνης. Στή Γάζα ἔκανε πολλά θαύματα, στήριξε τούς πιστούς καί ἐπέστρεψε στήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ πολλούς ἀπό τούς ἀπίστους. ᾽Αναχωρεῖ ὅμως πρός τήν Κωνσταντινούπολη, γιατί ἔβλεπε τούς πιστούς νά ἀδικοῦνται ἀπό τούς ἀνθρώπους τῆς ἐξουσίας στή χώρα αὐτή (πού ἦταν εἰδωλολάτρες καί αἱρετικοί). Καί καθώς συνάντησε τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη τόν Χρυσόστομο, τόν ἀρχιεπίσκοπο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καί τοῦ διηγήθηκε τά σχετικά μέ τόν ἴδιο, γιά ποιό λόγο δηλαδή βρέθηκε ἐκεῖ, ὁδηγήθηκε ἀπό τόν ἅγιο στόν ᾽Αμάντιο τόν κουβικουλάριο.

᾽Από τόν ᾽Αμάντιο λοιπόν ἔμαθε τά περί αὐτοῦ ἡ βασίλισσα (Εὐδοξία), γι᾽ αὐτό τόν δέχτηκε μέ εὐμένεια, ἐνῶ ἀνέφερε στόν βασιλιά τόν ἐρχομό του καί τήν  προφητεία του γιά τό ἄρρεν παιδί πού ἐπρόκειτο νά γεννήσει. ῾Ο βασιλιάς τότε, ἐπειδή χάρηκε γιά τήν εἴδηση, εὐχαρίστησε ὅπως ἔπρεπε τόν Θεό. ῎Επειτα ἡ βασίλισσα γέννησε τόν νέο Θεοδόσιο. Κι ἀφοῦ προσκάλεσε τόν ὅσιο, εὐλογήθηκε ἀπό αὐτόν καί τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά ἐκπληρώσει ὅλα ὅσα ζήτησε ὁ ὅσιος, καθώς παρεκάλεσε τόν βασιλιά. ῾Ο βασιλιάς ὅμως, ὅταν πῆρε καί διάβασε τά αἰτήματα, ἦλθε σέ δύσκολη θέση, λέγοντας ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά διωχθοῦν οἱ εἰδωλολάτρες λόγω τῆς μεγάλης χρησιμότητάς τους. ῾Η βασίλισσα τότε εἶπε πρός τόν βασιλιά: πράγματι εἶναι βαρειά ἡ αἴτηση, εἶναι βαρύτερη ὅμως ἡ παραίτηση ἀπό αὐτήν. Γιά τόν λόγο αὐτό καί συμφώνησε ὁ βασιλιάς νά ἐκπληρωθοῦν τά ζητούμενα, ὁπότε καί στέλονται γραπτές διαταγές κατά τῶν αἱρετικῶν πού πρόσταζαν νά ἐκδιωχθοῦν αὐτοί ἀπό τήν Γάζα.

῾Ο δέ μακάριος Πορφύριος παίρνει ἀπό τήν Αὐγούστα δύο κεντηνάρια χρυσοῦ γιά νά κτίσει ἐκκλησία καί διακόσια νομίσματα γιά δαπάνες. Κι ἀφοῦ ἐπέστρεψε στήν ἐκκλησία του, κατέστρεψε ὅλους τούς ἄλλους ναούς τῶν εἰδώλων, ἐνῶ ἔδιωξε τούς αἱρετικούς. Καί τόν ναό τοῦ Δία, τόν ναό τοῦ Μαρνά κατά τή γλώσσα τῶν Γαζαίων, ἀφοῦ τόν κατεύκασε μέ φωτιά, ἀνήγειρε στή θέση του ἐκκλησία κατά τό σχῆμα πού εἶχε διατάξει ἡ βασίλισσα Εὐδοξία. Λοιπόν, ἀφοῦ διέπρεψε στήν ἐκκλησία του μέ τήν ὁσία ζωή του καί ἔκανε πάρα πολλά θαύματα, σέ εἰκοσιτέσσερα ἔτη καί ἕντεκα μῆνες καί ὀκτώ ἡμέρες, ἐκδήμησε πρός τόν Κύριο».

᾽Εκεῖ πού ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ συμπυκνώνει τά βασικά στοιχεῖα τῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου Πορφυρίου, εἶναι στό κοντάκιο τῆς ἀκολουθίας. ῾Ο ὅσιος ἦταν στολισμένος μέ ἱερότατους τρόπους, ζοῦσε δηλαδή ἁγία ζωή· ἦταν δοξασμένος ὡς ἱερέας· διακρινόταν γιά τό πλούσιο χάρισμα τῆς θαυματουργίας του· ἀδιάκοπα πρεσβεύει γιά χάρη μας στόν Κύριο καί Θεό μας. «᾽Επειδή ἤσουν κοσμημένος μέ τούς ἱερότατους τρόπους σου, δοξάστηκες πολύ ἀπό τίς στολές τῆς ἱερωσύνης, παμμάκαρ θεόφρον Πορφύριε. Γι᾽ αὐτό καί διαπρέπεις στά ὑψώματα τῶν ἰαμάτων, πρεσβεύοντας ἀδιάκοπα ὐπέρ ὅλων ἡμῶν».

Πράγματι, ἅγιος ὑμνογράφος ἐπικεντρώνει ἰδιαιτέρως τήν προσοχή του σ᾽ αὐτό πού συνιστᾶ τήν προϋπόθεση καί τῆς ἱερωσύνης καί τῆς θαυματουργίας  ἑνός ἁγίου καί τῆς ὅλης ἁγιότητας τῆς ζωῆς του: τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς. ὅσιος, κατά τόν ὑμνογράφο Ἰωσήφ, «ἔσβησε τή φλόγα τῶν παθῶν τῆς ἁμαρτίας, γιατί καθάρισε τόν ρύπο τῆς ψυχῆς του μέ τούς ποταμούς τῶν δακρύων του». Δέν εἶναι δυνατόν νά μιλᾶμε γιά ἕναν ἱερέα τοῦ Χριστοῦ, πολύ περισσότερο γιά ἕναν ἅγιο, ἄν δέν δοῦμε τόν ἐσωτερικό ἀγώνα του γιά κάθαρση τῆς καρδιᾶς του. Στήν καρδιά, στόν ἐσωτερικό κόσμο ῾παίζεται᾽ τό ὅλο παιχνίδι τῆς σωτηρίας, γιατί ἐκεῖ κερδίζει ἤ χάνει κανείς τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «῾Η βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι» εἶπε ὁ Κύριος. Καί: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Καί χρειάζεται νά ἐπιμένουμε σ᾽ αὐτήν τήν ἀλήθεια, γιατί πολλοί μπορεῖ νά ἔχουμε εἰσέλθει στήν ἱερωσύνη, δέν σημαίνει ὅμως ὅτι καί πράγματι θεωρούμαστε ἱερεῖς τοῦ Κυρίου. ῎Ηδη ἀπό τήν πρώτη ὠδή τοῦ κανόνα του ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ τό ἐπισημαίνει: «Προθανάτωσες ὅλα τά πάθη μέ τήν ἄσκησή σου, Πορφύριε, γι᾽ αὐτό καί ἀναδείχθηκες ἱερέας αὐτοῦ πού δεσπόζει τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου».

῾Ο λόγος εἶναι φοβερός. Ὁ ἀληθινός ἱερέας εἶναι αὐτός πού ἔχει κεκαθαρμένη καρδία καί συνεπῶς ἀντιφεγγίζει τό φῶς τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἡ ζωή του ἔτσι, ὁ λόγος του, ἡ ὕπαρξή του ὅλη συνιστοῦν μία φανέρωση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιά τήν ἴδια ἀλήθεια πού τονίζουν ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ὅταν μιλοῦν γιά τήν ἱερωσύνη, ὅπως ὁ ἅγιος Χρυσόστομος γιά παράδειγμα, ὁ ὁποῖος μιλώντας κι αὐτός γιά τόν ἱερέα σημειώνει ὅτι πρέπει νά εἶναι καθαρός περισσότερο καί ἀπό τήν ἀκτίνα τοῦ ἥλιου. Δέν πρέπει ὅμως νά διαλάθει τῆς προσοχῆς μας καί κάτι πολύ σημαντικό πού τονίζει μέσα στή συνάφεια αὐτή γιά τήν ἱερωσύνη καί τίς προϋποθέσεις της ὁ ἅγιος ὑμνογράφος. ῾Ο ὅσιος Πορφύριος ὡς ἀληθινός ἱερέας μέ τόν τρόπο πού τονίστηκε, ἀφενός εἶχε μεγάλη ἐπίδραση στόν λαό πού τοῦ ἐνεπιστεύθη τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ᾽Εκκλησία - πού σημαίνει βεβαίως ὅτι τότε ἐπιδροῦμε οἱ ἱερεῖς στό ποίμνιό μας, ὅταν ἡ ζωή μας εἶναι ἀπαύγασμα τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ - καί ἀφετέρου, ἡ διαποίμανση τοῦ ποιμνίου ἀπό τούς ἱερεῖς δέν πρέπει νά τούς ὁδηγεῖ στή λήθη τῆς βασικωτάτης ἀλήθειας ὅτι καί αὐτοί συνιστοῦν ῾ἄρνες᾽ γιά τόν Κύριο. Καί ὁ πιστός λαός δηλαδή καί οἱ κληρικοί τελικῶς ἀποτελοῦμε ποίμνιο τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾽Εκεῖνος εἶναι ὁ ἀληθινός ποιμήν καί ὁ ἀληθινός ἀρχιερέας, στήν ἱερωσύνη τοῦ ῾Οποίου μετέχουμε ὅλοι, κληρικοί καί λαϊκοί. Εἶναι λοιπόν ἀνθρώπινη ἡ διάκριση σέ ποιμένες καί ποιμαινόμενους, ἐνῶ ἀπό πλευρᾶς τοῦ Κυρίου ὅλοι εἴμαστε ἕνα μπροστά Του. Πρόκειται γιά ἀλήθεια πού τονίζουν οἱ Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας μας, σάν τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο γιά παράδειγμα, τήν τονίζει δέ καί ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ στήν ὠδή ς´ τοῦ κανόνα του: «Ποίμανες τά ἀρνιά στή χλόη τῆς ἀλήθειας, γι᾽ αὐτό καί σύ ὁδηγήθηκες σάν ἀρνί στόν Ποιμένα Χριστό, Πορφύριε».

24 Φεβρουαρίου 2024

ΑΡΧΗ ΤΡΙΩΔΙΟΥ

«Βάλλει μετανοίας τρεις…»

«Από σήμερα, στον εσπερινό της Κυριακής του Τελώνου και του Φαρισαίου, αρχίζουν να συμψάλλονται οι ύμνοι που περιέχονται στο λειτουργικό βιβλίο του Τριωδίου. Σε μερικούς ναούς πριν την έναρξη του εσπερινού τίθεται κάτω από την εικόνα του Χριστού στο τέμπλο σε ευτρεπισμένο σκαμνί το λειτουργικό βιβλίο του Τριωδίου, όπου προσέρχεται ο πρωτοψάλτης (ο οποίος εκπροσωπεί όλους όσοι υπηρετούν στο αναλόγιο), βάζει μπροστά στην εικόνα τρεις μετάνοιες, ασπάζεται την εικόνα, παίρνει στα χέρια του το Τριώδιο και το ασπάζεται, κάνει πάλι τρεις μικρές μετάνοιες και απέρχεται μαζί με το Τριώδιο στην οικεία του θέση» (Σημείωση Τυπικού ημέρας).

Μία βαθιά συμβολική κίνηση σημειώνεται στο Τυπικό της Εκκλησίας με το ξεκίνημα της περιόδου του Τριωδίου, για να προβληθούν δύο κυρίως πράγματα: πρώτον, η μεγάλη σημασία του λειτουργικού βιβλίου που φέρει την ονομασία «Τριώδιον» - παραλαβή του από τον πρωτοψάλτη μπροστά στην εικόνα του Κυρίου σαν να προσφέρει Εκείνος στον εκπρόσωπο του λαού στις λειτουργικές συνάξεις τα λόγια που απηχούν το Πνεύμα Του και ευαρεστείται ο Ίδιος να ακούει∙ και δεύτερον, η προσκύνηση του εκπροσώπου του λαού (ο ψάλτης είναι εκείνος που για λόγους ευταξίας λέει όσα ο λαός πάντοτε έλεγε),  που φανερώνει ότι ενώπιον του Κυρίου η μόνη ορθή στάση και κίνηση είναι η υπακοή, αυτό που συνιστά φρόνημα και του ίδιου του αρχηγού της πίστεως, καθώς το εξαγγέλλει με ποιητική ένταση ο απόστολος Παύλος: «Να υπάρχει μεταξύ σας το ίδιο φρόνημα που είχε κι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος, αν και ήταν Θεός, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα και πήρε μορφή δούλου˙ έγινε άνθρωπος˙ και όντας πραγματικός άνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού» (Φιλ. 2, 5-8). Κι η υπακοή αυτή μαρτυρείται με τον πιο δυνατό τρόπο όταν ο άνθρωπος πορεύεται κατά τα κελεύσματα των ύμνων του Τριωδίου, δηλαδή προσπαθεί να ζει με μετάνοια ως επίγνωση της αμαρτωλότητάς του και διαρκή επιστροφή προς τον Θεό ελπίζοντας στο άπειρο έλεός Του. Διότι το Τριώδιο ως βιβλίο της Εκκλησίας αλλά και ως περίοδος που χρωματίζεται από το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού τη μετάνοια πρώτιστα προβάλλει και διακηρύσσει.

Από τον εσπερινό της ημέρας λοιπόν ουσιαστικά εισερχόμαστε στην πιο ιερή και κατανυκτική περίοδο όλου του χρόνου, η οποία διαρθρώνεται σε τρία μέρη: το εισαγωγικό μέρος (Κυριακές Τελώνου και Φαρισαίου, Ασώτου, Απόκρεω και Τυρινής, ήτοι τρεις εβδομάδες), το καθαυτό μέρος, τη Μεγάλη Σαρακοστή (αρχής γενομένης από την Καθαρά Δευτέρα έως το Σάββατο του Λαζάρου) και το τρίτο και τελευταίο που συνιστά και το όλο σκοπό και την αποκορύφωση, τη Μεγάλη Εβδομάδα. Είναι αυτονόητο βεβαίως ότι από την άποψη αυτή η θεώρηση πολλών, δυστυχώς και χριστιανών, περί του Τριωδίου ως της περιόδου του ξεφαντώματος και του «ξεσαλώματος» κοινώς των ανθρώπων δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα της εκκλησιαστικής περιόδου και ζωής.

Στην κοσμική θεώρηση ο άνθρωπος χάνει τον εαυτό του και νεκρώνεται πνευματικά. Διότι στρέφεται ολοσχερώς προς τον θάνατο που φέρνει το αμαρτωλό φρόνημα – «ψωνίζεις θάνατο με την αμαρτία» λέει ο απόστολος Παύλος. Στην εκκλησιαστική θεώρηση ο άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του και το μεγαλείο της δημιουργίας του. Διότι εγκύπτει μέσα στην καρδιά του, «τον κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον», προκειμένου να την καθαρίσει με τη χάρη του Θεού από κάθε τι εμπαθές που αλλοιώνει την αληθινή φύση του. Κι η κάθαρση αυτή έτσι αποτελεί συνέργεια και του Θεού, διότι «μόνο το Πνεύμα του Θεού μπορεί να καθαρίσει τον νου του ανθρώπου» κατά τους αγίους μας, αλλά και του ανθρώπου, διότι χρειάζεται να θελήσει κι αυτός τον Θεό στη ζωή του.

Οπότε, το Τριώδιο αποτελεί την πιο ευλογημένη πρόκληση για τον χριστιανό ώστε να αναδυθεί ο αληθινός εαυτός του, ο κατ’ εικόνα Χριστού δημιουργημένος, μετά μάλιστα το βάπτισμά του στην αγία κολυμβήθρα της Εκκλησίας, και περαιτέρω αυξανόμενος εν Αυτώ «μέχρις ότου φτάσει στο μέτρο της ηλικίας του πληρώματος Εκείνου». Ότι από την άποψη αυτή η περίοδος του Τριωδίου συντελεί με μοναδικό τρόπο στη φανέρωση του χριστιανού ως του ανθρώπου που πολιτεύεται με ταπείνωση και γνήσια αγάπη είναι περιττό και να πούμε. Το Τριώδιο με άλλα λόγια ως ο πυρήνας όλης της εκκλησιαστικής χρονιάς υπάρχει για να «φτιάχνει» αγίους˙ γι’ αυτό και θεωρείται ως το μέτρο που καθημερινά πρέπει να μετράμε τον εαυτό μας. Δεν ευχόταν τυχαία ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης «να ήταν όλη η ζωή του μία Σαρακοστή!» 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

«῎Ανθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τό ἱερόν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καί ὁ ἕτερος Τελώνης» (Λουκ. 18, 9)

Ένας θεωρούμενος άγιος και ένας θεωρούμενος αμαρτωλός βρίσκονται στον ίδιο χώρο του ναού, για να προσευχηθούν. Ο ένας, ο Φαρισαίος, γεμάτος αρετές που επιβεβαιώνονταν στην πράξη, καταδικάζεται: η προσευχή του απορρίπτεται. Ο άλλος, ο Τελώνης, γεμάτος από αμαρτίες και αδικίες, δικαιώνεται: η προσευχή του γίνεται αποδεκτή από τον Θεό. Στην αρχή του Τριωδίου, της ευλογημένης περιόδου που εκβάλλει στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου, η Εκκλησία μας προβάλλει το ανατρεπτικό αυτό σκηνικό. Για να μας θυμίσει ότι ένας είναι ο δρόμος της περπατησιάς μας σ’ αυτόν τον κόσμο: ο δρόμος της τελωνικής κραυγής: «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Τι τελικά συμβαίνει;

 1. Και οι δύο, και ο Φαρισαίος και ο τελώνης, επιτελούν κάτι που εκ πρώτης όψεως φαίνεται καλό: προσεύχονται. Παγκοσμίως και πανθρησκειακώς, η προσευχή θεωρείται ότι είναι μία από τις ανώτερες ενέργειες της ψυχής του ανθρώπου, αν όχι η ανώτερη, κατεξοχήν δε στον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό. Ο ιουδαιοχριστιανισμός κατανοεί την προσευχή ως καρπό της πρώτης και μεγάλης εντολής του Θεού, της αγάπης προς Εκείνον. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της διανοίας σου, εξ όλης της ισχύος σου». Αναφέρεσαι στον Θεό και διαλέγεσαι με Εκείνον, τον Οποίον καλείσαι να αγαπάς καθ’ ολοκληρίαν, γιατί σε δημιούργησε, σε φροντίζει, σε διακυβερνά, είναι ο τελικός κριτής σου. Με το δεδομένο μάλιστα της «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού» δημιουργίας σου. Κι ακόμη περισσότερο, εκεί που η προσευχή θεωρείται ό,τι πιο φυσικό και αναγκαίο μπορεί να υπάρξει στον άνθρωπο, κατά κυριολεξίαν θέμα ζωής και θανάτου, είναι στη χριστιανική πίστη. Διότι ο Χριστός ερχόμενος στον κόσμο προσέλαβε τον άνθρωπο, τον ένωσε με τον Εαυτό Του, τον έκανε μέλος δικό Του, κάτι που ενεργοποιείται στην Εκκλησία με το μυστήριο του βαπτίσματος, του χρίσματος, της εν μετανοία μετοχής στη Θεία Ευχαριστία. Δεν είναι τυχαίο που ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει ότι η προσευχή  είναι πιο αναγκαία και από την ίδια την αναπνοή, είναι η ίδια η ζωή του ανθρώπου. «Μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον», σημειώνει συγκεκριμένα, δηλαδή: πρέπει να μνημονεύουμε τον Θεό περισσότερο από το να αναπνέουμε. Ούτε είναι επίσης τυχαίο που ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ορίζει την προσευχή ως «συνουσία του ανθρώπου με τον Θεό».

2. Κι όμως! Αυτό που θεωρείται ανάγκη και ζωή, μπορεί να γίνει οσμή θανάτου, καταστροφή και όνειδος για τον άνθρωπο. Που σημαίνει: μπορεί να προσεύχεσαι και η προσευχή σου να είναι αναποτελεσματική, να γίνεται απορριπτέα, να αποστρέφει ο Θεός το πρόσωπό Του από αυτήν. Κι αυτό γιατί; Διότι όχι η προσευχή καθ’ εαυτήν, αλλά ο τρόπος που την πραγματοποιεί κανείς είναι το ζητούμενο. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με οτιδήποτε θεωρείται καλό και ενάρετο: όχι το φαίνεσθαι, αλλ’ η ουσία, η «καρδιά» είναι εκείνο που δίνει τον θετικό χρωματισμό. Η ελεημοσύνη για παράδειγμα. Δεν αρκεί να δίνεις στους άλλους. Σημασία έχει με τι καρδιά το δίνεις, γιατί αυτό μετράει και βλέπει ο Θεός. «Άνθρωπος εις πρόσωπον, Θεός εις καρδίαν βλέπει».

3. Γιατί λοιπόν δεν δικαιώθηκε η προσευχή του Φαρισαίου; Πώς αυτό που φαινόταν θεάρεστο κατακρίθηκε;

(1) Διότι ο Φαρισαίος δεν στάθηκε ενώπιον του Θεού, αλλά ενώπιον του εαυτού του - ό,τι συνέβη και με τον εωσφόρο, τον ξεπεσμένο αρχάγγελο. «Σταθείς προς εαυτόν» λέει, και όχι «προς τον Θεόν». Η προσευχή του δηλαδή ήταν μία δοξολογική αναφορά στο είδωλο που είχε κατασκευάσει για τον εαυτό του. Τον εαυτό του «λιβάνιζε» με τα λόγια της προσευχής του, έχοντας ως θυμίαμα τις υποτιθέμενες αρετές του. Οι αρετές του Φαρισαίου δεν ήταν ο καρπός της παρουσίας του Θεού στη ζωή του – ό,τι τονίζει ο λόγος του Θεού – αλλά το αποτέλεσμα, καθώς νόμιζε, της δικής του αυτόνομης προσπάθειας: «νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Η καύχησή του λοιπόν ήταν μονόδρομος. Το εγώ του ήταν και ο Θεός του. Ποιος μπορούσε να παραβληθεί μαζί του; Κι ο Θεός ο Ίδιος ήταν υποχρεωμένος να υποκλιθεί στο «μεγαλείο» του. Η Βασιλεία του Θεού ήταν δεδομένη γι’ αυτόν κατάσταση.

(2) Διότι ο Φαρισαίος «προσεύχεται», και από το ύψος των αρετών του, ως «θεός», καταδικάζει και κατακρίνει τον κόσμο όλο: «Ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων». Για να γίνει πιο συγκεκριμένος: «ή και ως ούτος ο τελώνης». Το βλέμμα του και τα λόγια του, «πύρινη ρομφαία» για τον ταλαίπωρο τελώνη, τον «αμαρτωλό». Πρέπει να ένιωσε μια γεύση στυφάδας στο στόμα του, καθώς τον ανέφερε. Η κατάκρισή του γίνεται εξουδένωση του αμαρτωλού. Ίσως και να απόρησε πώς μπορεί και ζουν τέτοιοι άνθρωποι, που μολύνουν τον κόσμο των «καθαρών» σαν κι αυτόν ανθρώπων, αναπνέοντας τον ίδιο αέρα με αυτούς. Η προσευχή του λοιπόν, γεμάτη υπερηφάνεια και καύχηση για τον εαυτό του, πλήρης αποτροπιασμού και κατάκρισης για τον αμαρτωλό.

4. Γιατί δικαιώθηκε όμως η προσευχή του τελώνη; Πώς η ενέργεια του αντικειμενικά αμαρτωλού κάμπτει τον Θεό και προσφέρει Αυτός πλούσια τη χάρη Του σ’ εκείνον; Διότι ακριβώς στάθηκε ενώπιον του Θεού εν μετανοία. Δηλαδή με επίγνωση των αμαρτιών του, η οποία τον έκανε να νιώθει ταπεινός και μηδαμινός, αλλά και με πίστη στο έλεος και την αγάπη Εκείνου. «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Η επίγνωση και η πίστη αυτή συνιστούν τις βάσεις της μετανοίας. Στο πρόσωπο του τελώνη της παραβολής ψαύουμε τα αληθινά σημάδια της, τα οποία δείχνουν ποια στάση ανθρώπου αποδέχεται ως στάση δικαίωσης από Εκείνον ο Ίδιος ο Θεός. Κι αυτήν τη στάση τη χαρακτηρίζει ο Κύριος ως ταπείνωση. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν».  

Σ’ αυτήν την προσευχητική στάση, εκεί δηλαδή που ο άνθρωπος είναι στραμμένος μόνο στον εαυτό του, θρηνώντας τις αμαρτίες του, δεν υπάρχει ίχνος κατάκρισης για τους άλλους. Το αντίθετο μάλιστα: στρέφοντας τα βέλη της κριτικής του ο τελώνης μόνο προς τον εαυτό του, απαλλάσσει από κάθε καταδίκη τους άλλους, υψώνοντάς τους υπεράνω του εαυτού του. Κι αυτό θα πει: όποιος κοιτά τον εαυτό του και τα δικά του αμαρτήματα, δεν έχει χρόνο για να βλέπει τα σφάλματα των άλλων, καλύτερα: βλέπει τους άλλους ανωτέρους από αυτόν. «Τη ταπεινοφροσύνη αλλήλους ηγούμενοι υπερέχοντας εαυτών», που λέει κι ο απόστολος Παύλος: με την ταπείνωση να θεωρείτε τους άλλους ότι είναι ανώτεροί σας. Τι άλλο σημαίνει η διπλωμένη στα γόνατα στάση προσευχής του τελώνη, μακριά από τους άλλους – «μακρόθεν εστώς» - και μη τολμώντας ούτε τους οφθαλμούς του να σηκώσει επάνω; - «Ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι».

5. Έτσι η προσευχή του, που είναι ο τύπος της δικαιωμένης από τον Θεό προσευχής, έχει το χαρακτηριστικό της ταπείνωσης, ως βίωσης  της αληθινής μετάνοιας, με επίγνωση της αμαρτίας, με πίστη στην αγάπη του Θεού, με έλλειψη οποιασδήποτε επικριτικής διάθεσης απέναντι στον συνάνθρωπο. Γι’ αυτό βεβαίως έγινε και ο τύπος της προσευχής της Εκκλησίας. Το «Κύριε ελέησον», ή με την πιο ανεπτυγμένη του μορφή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», αποτελεί επακριβή μεταφορά της τελωνικής προσευχής «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Ό,τι ο τελώνης εισέπραξε από την προσευχή του, τη δικαίωση που είπε ο Κύριος - «κατέβη ούτος δεδικαιωμένος ή εκείνος» - το ίδιο μας προσφέρει και η Εκκλησία με όλη την ατμόσφαιρά της, που κινείται ακριβώς σε αυτόν τον ρυθμό. Κι από την άποψη αυτή ο τελώνης για την Εκκλησία είναι ο τύπος του αγίου. Όχι βεβαίως για τις αμαρτίες του, αλλά για τη μετάνοιά του. Ξέρουμε πια και εμείς πώς να στεκόμαστε απέναντι στον Κύριο, ώστε να δικαιωνόμαστε.

 Η παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου ξεκινά το ευλογημένο Τριώδιο, που θα εκβάλει στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου. Η Εκκλησία μάς ανοίγει τα μάτια από την αρχή: ο δρόμος για την Ανάσταση είναι ο δρόμος της μετανοίας και της ταπείνωσης. Και η προσευχή του δρόμου αυτού  είναι το «Κύριε ελέησον». Ας πάρουμε στα χέρια μας, κρυφά και όχι φανερά, το κομποσχοίνι, και ας γίνει η κάθε στιγμή μας ένας κόμπος από αυτό. Το «Κύριε ελέησον» ας γίνει ο ρυθμός της ζωής μας. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: η δικαίωσή μας και η χάρη του Θεού μας.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 18, 10-14)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ ̓ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν παραβολή· «Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στό ναό γιά νά προσευχηθοῦν. Ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος κι ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε ἐπιδεικτικά κι ἔκανε τήν ἑξῆς προσευχή σχετικά μέ τόν ἑαυτό του: “Θεέ μου, σ’ εὐχαριστῶ πού ἐγώ δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἤ καί σάν αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη. Ἐγώ νηστεύω δύο φορές τήν ἑβδομάδα καί δίνω στό ναό τό δέκατο ἀπ’ ὅλα τα εἰσοδήματά μου”. Ὁ τελώνης, ἀντίθετα, στεκόταν πολύ πίσω καί δέν τολμοῦσε οὔτε τά μάτια του νά σηκώσει στόν οὐρανό. Χτυποῦσε τό στῆθος του καί ἔλεγε: “Θεέ μου, σπλαχνίσου με τόν ἁμαρτωλό”. Σᾶς βεβαιώνω πώς αὐτός ἔφυγε γιά τό σπίτι του ἀθῶος καί συμφιλιωμένος μέ τό Θεό, ἐνῶ ὁ ἄλλος ὄχι· γιατί ὅποιος ὑψώνει τόν ἑαυτό του θά ταπεινωθεῖ, κι ὅποιος τόν ταπεινώνει θά ὑψωθεῖ».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄ Τιμ. 3, 10-15)

Τέκνον Τιμόθεε, παρηκολούθηκάς μου τῇ διδασκαλίᾳ, τῇ ἀγωγῇ, τῇ προθέσει, τῇ πίστει, τῇ μακροθυμίᾳ, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ὑπομονῇ, τοῖς διωγμοῖς, τοῖς παθήμασιν, οἷά μοι ἐγένοντο ἐν Ἀντιοχείᾳ, ἐν Ίκονίῳ, ἐν Λύστροις, οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα! καὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο Κύριος. Καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται· πονηροὶ δέ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι. Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες, καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Παιδί μου Τιμόθεε, ἐσύ συμπορεύτηκες μαζί μου στή διδασκαλία, στόν τρόπο ζωῆς, στούς σκοπούς, στήν πίστη, στή μακροθυμία, στήν ἀγάπη,στήν ὑπομονή, στούς διωγμούς, στά παθήματα σάν αὐτά πού ὑπέμεινα στήν Ἀντιόχεια, στό Ἰκόνιο, στά Λύστρα. Τί διωγμούς ὑπέφερα! Κι ἀπ’ ὅλα μέ γλίτωσε ὁ Κύριος. Κι ὄχι μόνο ἐγώ, ἀλλά καί ὅλοι ὅσοι θέλουν νά ζήσουν μέ εὐσέβεια, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, θά ἀντιμετωπίσουν διωγμούς. Μόνο οἱ πονηροί ἄνθρωποι καί οἱ ἀπατεῶνες θά προκόβουν στό χειρότερο· θά ἐξαπατοῦν τούς ἄλλους καί οἱ ἄλλοι θά τούς ἐξαπατοῦν. Ἐσύ ὅμως νά μένεις σ’ αὐτά πού ἔμαθες καί πού γιά τήν ἀξιοπιστία τούς ἔχεις τεκμήρια. Ξέρεις ἀπό ποιόν τά ἔμαθες· καί μή λησμονεῖς ὅτι ἀπό τή βρεφική σου ἡλικία γνωρίζεις τή Γραφή, πού μπορεῖ νά σέ κάνει σοφό ὀδηγώντας σε στή σωτηρία διά τῆς πίστεως στόν Ἰησοῦ Χριστό.

23 Φεβρουαρίου 2024

ΤΟ "ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ" ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ

 

Πρόκειται για μικρής έκτασης μαρτυρολόγιο, που άσκησε τεράστια επίδραση στα μετέπειτα χρόνια της Εκκλησίας ως προς τον χαρακτήρα των εν γένει μαρτυρολογίων. Αφορμή συγγραφής – κατά το ίδιο το κείμενο -  στάθηκε το αίτημα της Εκκλησίας του Φιλομηλίου προς την Εκκλησία της Σμύρνης, επίσκοπος της οποίας ήταν ο άγιος Πολύκαρπος, προκειμένου να μάθουν λεπτομέρειες για το συγκλονιστικό μαρτύριό του που έγινε στο αμφιθέατρο της πόλεως περί τα μέσα του 2ου αι., εκεί που πλήθος ειδωλολατρών και Ιουδαίων ήταν συναθροισμένοι για να απολαμβάνουν το «θέαμα» του βασανισμού και του θανάτου των χριστιανών. Το γράμμα γράφτηκε διά χειρός Ευαρέστου, χριστιανού της Σμύρνης, ενώ τη μεταφορά του στην Εκκλησία του Φιλομηλίου -  και δι’  αυτής «προς όλες τις παροικίες της αγίας και καθολικής Εκκλησίας σε κάθε τόπο» - ανέλαβε «ο αδελφός Μαρκίων». Σκοπός: «η δοξολογία του Κυρίου που διαλέγει τους δούλους Του».

Είναι ευνόητο ότι δεν μπορεί να καταγραφεί εδώ όλο το μαρτύριο. Μπορούμε όμως να σχολιάσουμε δι’ ολίγων την αντίδραση του συγκεντρωμένου όχλου, που ενώ θαμπώνεται πράγματι από τη γενναιότητα των χριστιανών μαρτύρων, συνεχίζει με δαιμονικό τρόπο να κραυγάζει εναντίον τους! Οι φράσεις είναι χαρακτηριστικές:

«Μόλις ο όχλος είδε και θαμπώθηκε από το δείγμα γενναιότητος του θεοφιλούς και θεοσεβούς γένους των χριστιανών ξέσπασε σε φωνές: Να λείψουν οι άθεοι! (δηλ. οι χριστιανοί!) Φέρε εδώ και τον Πολύκαρπο!»

 Δύο πράγματα είναι καίρια: Πρώτον, ότι το θάμβος που δημιουργείται στους εχθρούς της πίστεως από τη γενναία και υπεράνθρωπη στάση των χριστιανών που περιφρονούν και τον ίδιο τον θάνατο για χάρη της πίστεώς τους δεν γίνεται αφορμή μετανοίας τους. Το αντίθετο μάλιστα: γίνεται αφορμή μεγαλύτερης τύφλωσής τους. Σαν να δαιμονίζονται περισσότερο, διψώντας κι άλλο αίμα – η χαρά τους να βλέπουν ανθρώπους να βασανίζονται, κατασπαρασσόμενοι από τα θηρία ή κατακαιόμενοι από τη φωτιά! Δεν παραξενευόμαστε όμως. Η αντίδραση αυτή αποτελεί συνέχεια της ίδιας στάσης των εχθρών του Χριστού απέναντι και στον Ίδιο όσο ήταν στον κόσμο τούτο: όχι μόνο βλέποντας τη θαυμαστή ζωή Του δεν μετανοούσαν, αλλά κυριαρχούντο περισσότερο από τον Πονηρό, φτάνοντας στο σημείο να «ερμηνεύουν» τα εκ Θεού σημεία και θαύματά Του ως ενεργήματα του διαβόλου! «Εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια»!  Κι αυτό γιατί; Διότι για να πιστέψει ο άνθρωπος χρειάζεται να είναι έτοιμος, να είναι δηλαδή καλοπροαίρετος αναζητητής της αλήθειας. Άνθρωπος που αναζητεί και διψάει την αλήθεια και δεν έχει προσκολληθεί ολοκληρωτικά στα πάθη του και τον κόσμο, κάποια στιγμή θα  δεχτεί μέσα του το φως του Χριστού. «Όποιος αγαπάει την αλήθεια ακούει τη φωνή μου» υπογραμμίζει αξιωματικά ο Κύριος. Έτσι και στην περίπτωση με τον άγιο Πολύκαρπο επιβεβαιώνεται ο προφητικός λόγος του αγίου Συμεών του θεοδόχου, ότι ο Χριστός «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών και εις σημείον αντιλεγόμενον». Μπροστά στον Χριστό τοποθετείσαι οριστικά: ή θετικά ή αρνητικά, Τον πιστεύεις ή Τον απορρίπτεις. Μέση λύση δεν υφίσταται. Κανείς δεν μπορεί να σταθεί αδιάφορα απέναντί Του. Η αδιαφορία άλλωστε συνιστά τον μεγαλύτερο βαθμό άρνησής Του.

Και δεύτερον, αξίζει να σταθεί κανείς και στην παράδοξη ιαχή: «Να λείψουν οι άθεοι». Άθεοι για τους ειδωλολάτρες ήταν οι χριστιανοί! Διότι αρνούνταν την πίστη στα είδωλα και στο «θεϊκό πνεύμα» του αυτοκράτορα. Είναι συγκλονιστικό να σκεφτεί κανείς ότι για πρώτη φορά στην ιστορία οι πρώτοι που δέχτηκαν την κατηγορία επί αθεῒα ήταν οι... χριστιανοί! Οι κατεξοχήν ένθεοι να χαρακτηρίζονται άθεοι. Αλλά αυτό δεν είναι το τίμημα, μεταξύ άλλων, των ανθρώπων που διαγράφουν τον Χριστό από τη ζωή τους; Τυφλώνονται πορευόμενοι στο σκότος χωρίς κριτήρια, χωρίς νόημα, χωρίς διάκριση. Το είχαν αναγγείλει ήδη οι προφήτες από την Παλαιά Διαθήκη: Οι χωρίς Θεό άνθρωποι το σκοτάδι το λένε φως και το φως σκοτάδι. Το γλυκύ το ονομάζουν πικρό και το πικρό γλυκύ. Δεν διατρανώνεται η αλήθεια των Πατέρων της Εκκλησίας που επιβεβαιώνουν με κάθε τρόπο από την εμπειρία της ζωής ότι ο νους του (αθέου) ανθρώπου έναν νόμο έχει, την πλάνη; Ποιος μπορεί να εμπιστευτεί την κρίση, ιδίως για πνευματικά θέματα, ανθρώπου που άγεται και φέρεται από τα πάθη του; Όλα τα κρίνει με βάση το... σκοτάδι του! Η σημερινή εποχή μάλιστα συνιστά τον πιο ανάγλυφο υπομνηματισμό της αλήθειας αυτής: ό,τι πιο διαστροφικό, παράδοξο και περίεργο υπάρχει  προβάλλεται και ανακυκλώνεται ως «αλήθεια»  και βαθειά «σοφία»! Αλλά ο λόγος του Θεού αποκαλύπτει: «ο Θεός μωραίνει την κρίση των θεωρουμένων σοφών»!

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

«Ο άγιος Πολύκαρπος μαθήτευσε στον Θεολόγο και Ευαγγελιστή Ιωάννη μαζί με τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο. Μετά τον Βουκόλο, τον αγιότατο επίσκοπο Σμύρνης, χειροτονήθηκε από τους επισκόπους, αφού είχε προφητεύσει την είσοδό του στην ιερωσύνη ο μακάριος Βουκόλος. Συνελήφθη κατά τον διωγμό του Δεκίου και οδηγήθηκε στον ανθύπατο. Έκανε τον μαρτυρικό αγώνα του μέσα από τη φωτιά και έγινε δημιουργός εξαίσιων θαυμάτων. Διότι και προ της ιερωσύνης του γέμισε με την προσευχή του τις αποθήκες σίτου της γυναίκας που τον έθρεψε, τις οποίες προηγουμένως είχε αδειάσει για να καλύψει τις ανάγκες των πτωχών. Κι ακόμη σταμάτησε την ορμή μιας πυρκαϊάς, μετά την ανάρρησή του στην ιερωσύνη, όπως και με την ικεσία του προς τον Κύριο κατέβασε βροχή στην ξεραμένη γη και πάλι τη σταμάτησε, όταν έβρεχε διαρκώς. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».

Η χριστοκεντρικότητα της ζωής του αγίου Πολυκάρπου είναι το κύριο στοιχείο που θίγει η υμνολογία της εορτής του. Αξιοποιώντας ο υμνογράφος[1] το ίδιο το όνομά του: Πολύκαρπος, βλέπει τον άγιο ως  το πολύκαρπο στάχυ, που βλάστησε από τον σπόρο που φύτευσε στη γη ο Χριστός, όπως και ως το πολύκαρπο κλήμα που προεκτείνει την άμπελο Χριστό. Ήδη από τα πρώτα στιχηρά του εσπερινού ακούμε: «Όταν ο καρπός της Παρθένου και πηγή ζωής σπόρος έπεσε στη γη, τότε βλάστησε σένα ως πολύκαρπο στάχυ»[2] «Όταν υψώθηκε πάνω στο ξύλο του Σταυρού η αληθινή άμπελος που κρεμάστηκε, τότε άπλωσε εσένα ως κατάκαρπο κλήμα, που κόπηκε από το δρεπάνι του σεπτού μαρτυρίου»[3]. Ο υμνογράφος με άλλα λόγια κατανοεί τον άγιο Πολύκαρπο όχι ως ένα ήρωα απλώς της πίστεως, αλλά ως προέκταση της ζωής και της σταυρώσεως του Κυρίου, ως τίμιο μέλος του αγίου σώματός Του, ως ένα με Εκείνον, συνεπώς στο πρόσωπο του αγίου Πολυκάρπου βλέπει τον ίδιο τον Κύριο.

Γι’ αυτό και επιμένει στην πραγματικότητα αυτή και με άλλες εικόνες. Στην α΄ ωδή για παράδειγμα παρουσιάζει τον άγιο ως μία στήλη που έχει γραμμένο πάνω της όχι με μελάνι, αλλά με το Πνεύμα του Θεού, το Ευαγγέλιο της θείας χάρης. Ο άγιος Πολύκαρπος είναι ένα ζωντανό ευαγγέλιο: και μόνο βλέποντάς τον είναι σα να βλέπει κανείς τη ζωή του Χριστού[4]. Η επισήμανση εν προκειμένω του αγίου Θεοφάνη του υμνογράφου, ότι με το Πνεύμα του Θεού είναι γραμμένο στον άγιο το ευαγγέλιο, ότι δηλαδή με το Πνεύμα του Θεού φανερώνει τον Χριστό, είναι εξόχως σημαντική. Διότι μας θυμίζει ότι κανείς δεν γνωρίζει και δεν συνδέεται με τον Χριστό ερήμην του αγίου Πνεύματος, συνεπώς εκτός της Εκκλησίας. Μόνον ο εν τη Εκκλησία ζων και ενεργούμενος από το Πνεύμα το Άγιον μπορεί να είναι και με τον Χριστό. «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» κατά τον λόγο και του αποστόλου Παύλου[5].

Ο άγιος Θεοφάνης  δεν παύει να τονίζει -  εκτός βεβαίως της μαθητείας του Πολυκάρπου στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, από τον οποίο, λέγει, ότι δέχτηκε και τα ρείθρα της ζωής σαν από χείμαρρο: «Δέχτηκες το ρείθρο της ζωής σαν από χείμαρρο τρυφής, όσιε, γιατί μαθήτευσες στον αγαπημένο μαθητή που άντλησε από τον Χριστό την άβυσσο της σοφίας»[6] (ωδή ε΄) – και το μαρτύριο αίματος του αγίου. Δεν πρέπει μάλιστα να ξεχνάμε ότι το μαρτύριο του αγίου Πολυκάρπου καταγράφηκε απαρχής σ’ ένα μικρό κείμενο[7], λίγο μετά την αποτομή της κεφαλής του, από ένα Σμυρναίο χριστιανό, ονόματι Μαρκίωνα, και επέδρασε καταλυτικά στη μετέπειτα Παράδοση της Εκκλησίας ως προς την κατανόηση γενικώς του μαρτυρίου και της θεολογίας αυτού. Το μαρτύριο λοιπόν του αγίου τονίζεται επαρκώς από τον άγιο υμνογράφο. Δίνει όμως και τις βαθύτερες διαστάσεις του: ο άγιος Πολύκαρπος μαρτύρησε βεβαίως, αλλά προ του μαρτυρίου του ήδη μαρτυρούσε ως προς τη συνείδησή του, δηλαδή τηρώντας τις εντολές του Κυρίου. Που σημαίνει: κανείς δεν φτάνει στο σημείο ολοκληρωτικής θυσίας, χωρίς να είναι έτοιμος εσωτερικά γι’ αυτό.  «Πρόσφερες ολόκληρο τον εαυτό σου στον Χριστό, σαν ζωντανή θυσία, με την άσκηση του μαρτυρίου σου, παμμακάριε, αφού προηγουμένως προαθλήθηκες στο μαρτύριο της συνειδήσεως»[8] (ωδή γ΄). Κι ακόμη: Πριν ριχτεί στη φωτιά για να καεί, έκαιγε μέσα του η φλόγα της δόξας του αγίου Πνεύματος. Συνεπώς η αισθητή φωτιά ολοκλήρωσε την τελείωσή του που ήδη βρισκόταν σε εξελικτική πορεία διά του Πνεύματος του Θεού. «Με λαμπρό τον νου από τη δόξα του αγίου Πνεύματος, όσιε, σαν να φλεγόσουν, για να το πούμε συμβολικά, από τη φωτιά Εκείνου, μυήθηκες σαφώς στην τελείωσή σου, θεόφρον, μέσα από την αισθητή φωτιά»[9] (ωδή ε΄).

Δεν παραξενευόμαστε λοιπόν που η υμνολογία μας αφενός στέκεται με σεβασμό απέναντι στο παράδοξο: να βλέπει σε βαθύ γήρας νεανική ανδρεία και υψηλό φρόνημα («Επέδειξες νεανική ανδρεία σε βαθύτατο γήρας, με τη δύναμη του Σταυρού, και ανάστησες το φρόνημά σου για τους θείους αγώνες»[10]) (ωδή η΄), δείγμα ότι τα νειάτα δεν βρίσκονται πρώτιστα στην ηλικία αλλά στην καρδιά, αφετέρου τον παραλληλίζει με τους αγίους τρείς παίδας εν τη καμίνω και τον χαρακτηρίζει «αγγέλων ισοστάσιον και αποστόλων σύσκηνον» (εξαποστειλάριον). «Με στέρεο λογισμό μπήκες μέσα στην καιόμενη φλόγα, ένδοξε, όπως οι τρεις παίδες που δρόσισαν το καμίνι με την άυλη φωτιά»[11] (ωδή ζ΄).


[1] Ο άγιος Θεοφάνης ο Γραπτός (778-845) υπήρξε ίσως ο πολυγραφότερος, μαζί με τον Ιωσήφ τον υμνογράφο, ποιητής κανόνων της ορθόδοξης Εκκλησίας.

[2] «Ότε της Παρθένου ο καρπός και ζωαρχικώτατος σπόρος εις γην ενέπεσε, τότε σε πολύκαρπον στάχυν εβλάστησε».

[3] «Ότε επί ξύλου τουο Σταυρού, η αληθινή κρεμασθείσα υψώθη άμπελος, τότε σε κατάκαρπον κλήμα εξέτεινε, τη δρεπάνη τεμνόμενον σεπτού μαρτυρίου».

[4] «Νόμου καινού στηλογραφία συ γέγονας, εγγεγραμμένον έχουσα, Πάτερ, ου μέλανι, αλλά Πνεύματι θείω, της χάριτος της θείας το Ευαγγέλιον».

[5] Α΄Κορ. 12,3.

[6] «Ρείθρον εδέξω ζωής, ως εκ χειμάρρου της τρυφής, όσιε, τω μαθητή τω ηγαπημένω μεμαθητευμένος, τω αρυσαμένω σοφίας την άβυσσον».

[7] «Μαρτύριον του αγίου Πολυκάρπου» (κείμενο και μετάφραση), στο: Βασ. Μουστάκη, Οι Αποστολικοί Πατέρες, εκδ. ΑΣΤΗΡ, Αθήναι 1953, σελ. 232-249. Για τη θεολογική αποτίμηση του κειμένου, βλ.: Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τόμ. Α΄, Αθήνα 1977, σελ. 223-227. Όπως σημειώνει ο μακαριστός καθηγητής «σπάνια τόσο μικρό κείμενο απέκτησε τόσο μεγάλη σημασία στη ζωή της Εκκλησίας. Το Μαρτύριο του Πολυκάρπου, που ίσως να μην είναι το αρχαιότερο, έγινε κυριολεκτικά το θεμέλιο της μαρτυριολογίας και ίσχυσε πράγματι σαν πρόγραμμα στη ζωή της Εκκλησίας, όσον αφορά τους μάρτυρες και την τιμή τους».

[8] «Ολόκληρον σαυτόν Χριστώ προσήγαγες ως ζώσαν θυσίαν τω μαρτυρίω, συνειδήσεως μαρτύριον  προαθλήσας, παμμάκαρ, δι’ ασκήσεως».

[9] «Αίγλη του Πνεύματος συ καταλαμπόμενος τον νουν,  όσιε, συμβολικώς, πυρί φλεγομένω, σαφώς εμυήθης την διά πυρός σου, θεόφρον, τελείωσιν».

[10] «Νεανικήν εν πολιά βαθυτάτη την ανδρείαν επεδείξω, του Σταυρού τη δυνάμει, διαναστήσας σαυτού  προς θείας αγώνας το φρόνημα».

[11] «Στερρώ λογισμώ καιομένης της φλογός επέβης, ένδοξε, ως οι τρεις παίδες οι την κάμινον πυρί αϋλω δροσίσαντες».