29 Μαρτίου 2024

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

ΤΗΝ ΑΓΝΗΝ ΑΓΝΩΣ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΩΣ

«Τήν Ἁγνήν ἁγνεύοντι τιμήσωμεν νοΐ˙ καλλονήν τήν τοῦ Ἰακώβ τοῖς ἐνθέοις πράξεσι καλλυνόμενοι, εὐσεβῶς ὑμνήσωμεν, ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν» (Θεοτοκίον ε΄ ωδής Τριωδίου).

(Την Αγνή Παρθένο Μαριάμ ας την τιμήσουμε με αγνό νου. Αυτήν που είναι η καλλονή του Ιακώβ ας την υμνολογήσουμε ευσεβώς με τις ένθεες πράξεις μας ως Μητέρα του Θεού μας). 

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ μάς καθοδηγεί στο Θεοτοκίο για τη στάση μας έναντι της Παναγίας. Να την τιμήσουμε και να την υμνολογήσουμε, λέει, όχι όμως με τα λόγια μας πρώτιστα – κι αυτά βεβαίως είναι απαραίτητα: άλλωστε με λόγια προτρέπει τους πιστούς – αλλά κυρίως με όλη τη ζωή μας. Την αγνότητα του νου μας δηλαδή και τις ένθεες πράξεις μας. Έτσι μόνο Την αναγνωρίζουμε ορθά ως Μητέρα του Θεού μας, που σημαίνει ότι έτσι αντιστοίχως αναγνωρίζουμε και ως Κύριο Θεό μας τον Ιησού Χριστό – είναι γνωστό ότι η ορθή στάση έναντι της Παναγίας φανερώνει την ορθή στάση και έναντι του Ιησού Χριστού. Και τι σημαίνει αγνός νους και ένθεες πράξεις; Ασφαλώς καθαρή καρδιά και ζωή σύμφωνη με τις άγιες εντολές του Κυρίου. Η καρδιά ή ο νους αλλιώς, κατά την  Παράδοση της Εκκλησίας, συνιστά το κέντρο της ψυχοσωματικής ύπαρξης του ανθρώπου, συνεπώς η ποιότητα του κέντρου αυτού καθορίζει και αν ο Θεός θα βρει τόπο καταπαύσεως μέσα σ’ αυτό ή όχι. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῆ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» είπε ο Κύριος. Η δε καρδιά καθαρίζεται κατ’ αναλογία της τηρήσεως και εφαρμογής των εντολών του Κυρίου. Χριστιανός που χάριτι Θεού βρίσκεται αδιάκοπα στην πορεία της Οδού του Κυρίου, εκεί δηλαδή που παραπέμπουν πάντοτε οι εντολές Του, διαπιστώνει εμπειρικά την καθαρότητα που επέρχεται στην καρδιά του από το φως του Θεού που αρχίζει και λάμπει σ’ αυτήν, γεγονός που σιγά σιγά αντανακλάται και στο ίδιο το σώμα του.

Λοιπόν, κατά τον άγιο υμνογράφο: Την Παναγία Μητέρα, η Οποία ήταν η κατεξοχήν Αγνή και Καθαρή και ζούσε με απόλυτη υπακοή στις εντολές του Θεού, μπορεί να την τιμήσει και να την υμνήσει μόνον εκείνος που βρίσκεται στη συγκεκριμένη αντίστοιχη μ’ Αυτήν πορεία ζωής, ο αγωνιζόμενος  για την κάθαρση της καρδιάς του. Αν δεν υπάρχει ο πνευματικός αυτός αγώνας, τότε τα όποια λόγια και οι όποιοι ύμνοι προς την Παναγία δεν γίνονται αποδεκτά από Αυτήν, συνεπώς και από τον Υιό και Θεό της, και μάλλον αμαυρώνουν τον άνθρωπο που τα εκφράζει, όπως το λέει και ο μεγαλοφωνότατος προφήτης Ησαΐας, μέσα από το στόμα του οποίου ομιλεί ο Παντοκράτωρ Κύριος: «Δεν θέλω τις προσευχές και τις θυσίες σας. Όταν τις προσφέρετε αποστρέφω το πρόσωπό Μου. Γιατί τα χέρια σας στάζουν αίμα από τις αδικίες σας. Μετανοήστε και καθαρίστε τις καρδιές σας από τις πονηρίες σας και τότε ελάτε να συνομιλήσουμε!»

Ο άγιος υμνογράφος μάς προσφέρει το βασικό κριτήριο για να καταλαβαίνουμε και τον εαυτό μας αλλά και πολλούς συνανθρώπους μας, οι οποίοι καπηλεύονται το όνομα του Κυρίου αλλά και της Παναγίας μας. Πολλοί βαυκαλίζονται με την ιδέα ότι τους ομιλεί ο Κύριος και η Θεοτόκος, οπότε απαιτούν την υπακοή στον λόγο τους. Αλλά ο  δ ι κ ό ς  τους λόγος προβάλλεται και όχι του Θεού και της Παναγίας. Το παράδειγμα που μας υπενθυμίζει ο άγιος Σωφρόνιος ο Αθωνίτης από τη ζωή του Γέροντά του μεγάλου οσίου Σιλουανού του εν Άθω είναι πράγματι συγκλονιστικό. Το καταγράφουμε όπως ο ίδιος το είπε:

«Ένας μοναχός που ζούσε περίπου σαράντα χρόνια στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος έρχεται στον Σιλουανό και του διηγείται ότι είχε μία ευλογημένη επίσκεψη από την Παναγία. Ο Γέροντας του είπε:

- Πάτερ μου, αυτό είναι αδύνατον.

- Γιατί;

- Διότι η Παναγία ήταν πολύ υπάκουη στη θέληση του Θεού, ενώ εσείς δεν κάνετε υπακοή. Αφού υπάρχει αυτή η διαφορά, δεν είναι δυνατόν να έχετε δει την Αγία Παρθένο» (Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ, τόμ. Α΄, σελ. 242).

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΡΕΘΟΥΣΙΩΝ, ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΔΙΑΚΟΝΟΣ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΙ ΠΟΛΛΟΙ

«Ο άγιος Μάρκος, ζώντας επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του Μεγάλου, παρακινήθηκε από ζήλο μεγάλο και κατέστρεψε πολλούς βωμούς και ναούς ειδωλολατρικούς. Όταν όμως ανέβηκε στον θρόνο ο Ιουλιανός ο παραβάτης, επανέφερε την ειδωλολατρία και άρχισε να διώκει και τον άγιο Μάρκο και όλους εκείνους που συνέργησαν στην καταστροφή των ειδωλολατρικών ναών. Ο άγιος τότε κρύφτηκε για λίγο, όταν όμως πληροφορήθηκε  ότι σύρονται κάποιοι άλλοι εξαιτίας του, φανερώθηκε και παρέδωσε τον εαυτό του στους αρνητές της πίστεως. Αυτοί τότε τον γύμνωσαν, του πλήγωσαν όλο το σώμα και τον πέταξαν σε βρόμικους υπονόμους. Μετά από αυτά, τον έβγαλαν και τον παρέδωσαν σε μικρά παιδιά για να τον πληγώσουν με βελόνες. Έπειτα, έβρεξαν το σώμα του με άλμη και τελικά τον άλειψαν με μέλι, κατακαλόκαιρα, και τον κρέμασαν ανάποδα στον ήλιο, για να φλέγεται και να είναι τροφή στις μέλισσες και στις σφήκες. Όλα αυτά τα βάσανα ο θεσπέσιος Μάρκος τα υπέστη με ανδρεία και υπομονή, προκειμένου οι βασανιστές να μην ανοικοδομήσουν και πάλι τους κατεστραμμένους βωμούς. Πράγματι, η σταθερότητα της πίστεώς του νίκησε. Βλέποντας οι ειδωλολάτρες να υπομένει ρωμαλέα και με σφρίγος νεανικό, πίστεψαν στον Χριστό.

Κάτι παρόμοιο έγινε και στη Φοινίκη επί Ιουλιανού και πάλι. Γιατί συνέλαβαν τον Κύριλλο τον διάκονο, που κατέστρεψε κι αυτός κάποια ειδωλολατρικά ξόανα,  κι επειδή με θάρρος ομολόγησε την πίστη του, του άνοιξαν την κοιλιά, του έβγαλαν τα σπλάχνα και τα έδειχναν ως θέαμα στους συγκεντρωμένους. Και λένε ότι συνέβη σ’ αυτούς κάτι που δείχνει τη θεία δίκη: τινάχτηκαν τα δόντια τους έξω και καταστράφηκαν η γλώσσα τους και τα μάτια τους. Με τον ίδιο θάνατο τελείωσαν τη ζωή τους και αρκετές παρθένες γυναίκες στην Ασκάλωνα και τη Γάζα, καθώς και μερικοί ιερωμένοι, των οποίων η μνήμη συνεορτάζεται την ημέρα αυτή».

Δύο είναι τα σημεία στα οποία επιμένει ιδιαιτέρως ο άγιος υμνογράφος της Εκκλησίας Γεώργιος στην υμνολόγηση του αγίου επισκόπου Μάρκου: πρώτον, η αγιοσύνη του ως ιερέα πριν το μαρτύριό του και δεύτερον, το ίδιο το μαρτύριό του που φανερώνει τη δύναμη την οποία περικλείει, εφόσον γίνεται προς χάρη της αγάπης προς τον Κύριο Ιησού Χριστό.

Πράγματι, ο Γεώργιος προβάλλει τη θέση του αγίου Μάρκου στην Εκκλησία ως «λαμπρού λαμπτήρα που καταυγάζει το πλήρωμα αυτής» (ωδή α΄), δεδομένου ότι «ανατράφηκε και μεγάλωσε ο άγιος με την πίστη του Χριστού, μέχρι να φτάσει στο ύψος της μαρτυρικής αθλήσεως» (ωδή α΄). Ο άγιος, σημειώνει ο υμνογράφος, υπήρξε σε όλα τα χρόνια της ζωής του κήρυκας και οδηγός των ανθρώπων προς τον Χριστό, διακρινόμενος εξαιρέτως για την ιεροπρέπειά του και την ψυχική του καθαρότητα στην τέλεση της θείας Λειτουργίας, γεγονός που τον έκανε να στερεώσει και να καθοδηγήσει και τους άλλους συνάθλους του στη μεγαλύτερη αγάπη προς τον Χριστό που υπάρχει: να δώσουν και τη ζωή τους για χάρη Του! (ωδή α΄). Το κηρυκτικό χάρισμα μάλιστα του αγίου Μάρκου ήταν τόσο μεγάλο, λέει ο άγιος ποιητής, που οι λόγοι του, προφανώς εδρασμένοι στην άγια ζωή του, λειτουργούσαν αφενός ως φλόγα που ξέραινε όλα τα θολά ποτάμια της πλάνης των ειδωλολατρών, αφετέρου ως πηγή από την οποία πήγαζαν τα νάματα της θεογνωσίας για τους ανθρώπους (ωδή γ΄). Κι έρχεται ο Γεώργιος ως στόμα της Εκκλησίας στη συνέχεια να εξηγήσει και τη θεωρούμενη βιαιότητα της ενέργειάς του να καταστρέψει κάποια ειδωλολατρικά τεμένη. Αιτία της ενέργειάς της αυτής ήταν η φιλανθρωπία του αγίου, σημειώνει ο Γεώργιος. Γιατί ο διορατικός άγιος έβλεπε ότι τα είδωλα που υπηρετούν τα δαιμόνια κάνουν τους ανθρώπους να μην μπορούν να ηρεμήσουν και να γαληνέψουν˙ τους δημιουργούν μία διαρκή αναταραχή και διασάλευση του νου και της ζωής τους. Γκρεμίζει λοιπόν τους οίκους των δαιμονίων, για να κτίσει στη θέση τους, κυρίως με τον λόγο του, τον οίκο του αληθινού Θεού, να καταστήσει δηλαδή τους ίδιους τους ανθρώπους «ναούς του ζώντος Θεού», μέλη του Χριστού. Κι αυτό συνιστά τη μεγαλύτερη ευεργεσία που μπορεί άνθρωπος να προσφέρει στον κόσμο: τους στηρίζει πάνω στον παντοδύναμο Θεό, τον Χριστό. Με τα λόγια του υμνογράφου: «Τράνταξες τα τεμένη των ειδώλων, μακάριε, και στήριξες τους ανθρώπους που σαλεύονταν και έτρεμαν στον Χριστό» (ωδή ς΄).

Κι έπειτα, ο υμνογράφος επικεντρώνει στο ίδιο το μαρτύριο, που συνιστά τη μεγαλύτερη επιβεβαίωση της πίστεως και της αγάπης του αγίου προς τον Χριστό. Και τι σημειώνει; Ότι εκτός της θυσίας του αγίου που την ώρα του μαρτυρίου «ιερουργούσε τον εαυτό του προς τον Κύριο» (ωδή ζ΄), το ίδιο αυτό μαρτύριό του, επειδή πραγματοποιείτο όχι με οργή και θυμό και αίσθημα αντεκδίκησης έναντι των εχθρών του, αλλά με ό,τι ο ίδιος ο Κύριος έδειξε πάνω στον Σταυρό, δηλαδή με αγάπη και μακροθυμία και προς τους διώκτες, γι’ αυτό και λειτουργούσε ως τεράστια δύναμη που ταπείνωνε τα θράση των οργάνων του Πονηρού και εξύψωνε σε νικητή τον θεωρούμενο ηττημένο! (ωδή ε΄). Κι είναι τούτο μία εξαιρετική παρατήρηση του αγίου υμνογράφου, την οποία συνήθως παραθεωρούμε οι χριστιανοί, εκτρεπόμενοι σε κοσμικούς μεθόδους στις καθημερινές σχέσεις μας: την ώρα που υπομένουμε την έχθρα του όποιου συνανθρώπου μας και «απαντάμε» στην επίθεσή του με την ταπείνωση και την αγάπη μας, εκείνη την ώρα τον «υποσκελίζουμε», για να χρησιμοποιήσουμε έναν ωραίο χαρακτηρισμό της Γραφής, εκείνη την ώρα δηλαδή νικάμε εμείς, γιατί κινητοποιείται μέσω ημών η παντοδυναμία του Σταυρού! «Στον θυμό των εχθρών αντιπαρέταξες ως μιμητής του Χριστού τη μακροθυμία, όσιε. Και με αυτήν τη μακροθυμία ταπείνωσες τα θράση τους και αποδείχτηκες νικητής» (ωδή ε΄).

28 Μαρτίου 2024

ΠΕΜΠΤΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ

«Μετανοίας ὁ καιρός, καί ζωῆς αἰωνίου πρόξενος ἡμῖν ὁ τῆς Νηστείας ἀγών, ἐάν ἐκτείνωμεν χεῖρας εἰς εὐποιῒαν∙ οὐδέν γάρ οὕτω σώζει ψυχήν, ὡς ἡ μετάδοσις τῶν ἐπιδεομένων∙ ἡ ἐλεημοσύνη συγκεκραμένη τῇ νηστείᾳ, ἐκ θανάτου ῥύεται τόν ἄνθρωπον. Αὐτήν ἀσπασώμεθα, ἧς οὐδέν ἴσον∙ ἱκανή γάρ ὐπάρχει σῶσαι τάς ψυχάς ἡμῶν» (Απόστιχα αίνων).

(Η Σαρακοστή ως αγώνας για τη νηστεία είναι πράγματι καιρός μετάνοιας και μας προξενεί την αιώνια ζωή, αν απλώνουμε τα χέρια μας για να ευεργετούμε τους συνανθρώπους μας. Διότι τίποτε δέν σώζει την ψυχή όπως το να προσφέρουμε στους αναγκεμένους. Η ελεημοσύνη συνδεδεμένη με τη νηστεία σώζει απ’ τον θάνατο τον άνθρωπο. Αυτήν την ελεημοσύνη ας αποδεχτούμε, της οποίας δεν υπάρχει ίσο. Διότι είναι ικανή να σώσει τις ψυχές μας).

Ο υμνογράφος επανέρχεται στο γνωστό και αγαπημένο θέμα της Σαρακοστής, τη νηστεία, τονίζοντας για μία ακόμη φορά την  προϋπόθεση της ορθής ασκήσεώς της: να είναι συνδεδεμένη με την τήρηση των εντολών του Χριστού, κυρίως μάλιστα της αγάπης, αποδεικτικό της οποίας είναι η ελεημοσύνη. Διότι πράγματι, τι φανερώνει με μεγαλύτερη καθαρότητα την ύπαρξη της αγάπης στην καρδιά του ανθρώπου από την ελεημοσύνη; Κι είναι ακριβώς αυτό που σημειώνουμε: η ελεημοσύνη να εκπορεύεται από καρδιά αγαπώσα κι όχι από καρδιά που η ίδια έχει ανάγκη να φανεί στους άλλους για να εισπράξει ως τάχα καλή το «μπράβο» τους ή και να δεχτεί με κενόδοξο πνεύμα την ευγνωμοσύνη του ευεργετουμένου. Κι ασφαλώς όχι από καρδιά που η «ελεημοσύνη» συνιστά ένα ξερό τυπικό θρησκευτικό καθήκον, για να καλύψει τις ενοχές μίας ταραγμένης ίσως συνειδήσεως. Σε όλες τις περιπτώσεις που ελλείπει η αληθινή αγάπη η ελεημοσύνη δεν γίνεται αποδεκτή από τον Θεό και συνεπώς δεν οδηγεί στη σωτηρία του ανθρώπου∙ γιατί στο βάθος εκφράζει τον εγωισμό και το αμετανόητα αμαρτωλό φρόνημά του που και την πιο ενάρετη πράξη τη διαστρέφει και την καθιστά εργαλείο για αύξηση των αμαρτιών!

Αλλά αυτό είναι εκείνο που διαφοροποιεί τον γνήσιο χριστιανό από τον κοσμικό άνθρωπο: ο ένας, ο κοσμικός, επειδή η αναφορά του είναι ο εαυτός του και τα πάθη του, ακόμα και την αρετή όπως είπαμε, την «εργαλειοποιεί» για το φούσκωμα του εγώ του∙ ο χριστιανός όμως την όποια αρετή, κατεξοχήν δε το πλήρωμα όλων των αρετών, την αγάπη και την ελεημοσύνη που τη φανερώνει, την εργάζεται ως οφειλή προς τον συνάνθρωπο που είναι ο μυστικός εαυτός του και ο εν ετέρα μορφή Χριστός. «Μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους», σε κανέναν δεν οφείλετε τίποτε, παρά μόνο να τον αγαπάτε, σημειώνει ο απόστολος Παύλος, στοιχώντας βεβαίως στον αποκαλυπτικό λόγο του Κυρίου που επιτάσσει την ανιδιοτελή και θυσιαστική αγάπη προς τον συνάνθρωπο ως αληθινή θυσία προν τον Θεό αλλά και τον ίδιο τον εαυτό.

Οπότε για τον άνθρωπο αυτόν, τον άγιο, η ελεημοσύνη ως αγάπη αποτελεί κίνηση όχι ενός πλουσίου προς έναν φτωχό, όχι δηλαδή αφ’ υψηλού προσφορά στον άλλον, αλλά στάση εν ταπεινώσει μπροστά στην εικόνα του Θεού, τον πτωχό αδελφό του Κυρίου, που ενεργοποιεί στο ανώτερο δυνατό τη ζωντανή σχέση με τον Δημιουργό – ευεργετώντας τον συνάνθρωπό του με αγάπη ο πιστός πλουτίζει τον εαυτό του και ανέρχεται στά κράσπεδα της Θεότητας. Ποιος είναι ο αληθινά ελεημένος από την άποψη αυτή είναι περιττό να πούμε: ελεείς και βρίσκεσαι εσύ τελικώς να ελεείσαι! «Η ελεημοσύνη είναι η βασίλισσα των αρετών και έχει τη δύναμη να σε βάλει μέσα στον Παράδεισο» (ιερός Χρυσόστομος). Αρκεί βεβαίως να συμπληρώσουμε ότι μιλώντας για την ελεημοσύνη της ποιότητας αυτής δεν την εξαντλούμε μόνο στην υλική της διάσταση, την απολύτως απαραίτητη και αυτή όταν μπορεί ο άνθρωπος, αλλά και στην πνευματική μορφή της: με την όλη καλόκαρδη συμπεριφορά μας προς τον συνάνθρωπο, με τη χαρούμενη διάθεση εξυπηρετήσεώς του, με την προσευχή μας υπέρ αυτού, με την αναπλήρωση ακόμη του ελλείμματος των προσευχών του με τις δικές μας «επιπλέον» ευχές. Ας μη ξεχνάμε ότι ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης αξιώθηκε μίας μεγάλης εμφάνισης του Κυρίου στον ίδιο, όταν «ελεούσε» τους αδελφούς του στο άγιον Όρος με την υπηρεσία του στην τράπεζα της Μονής του. Το σκεπτικό του ήταν ακριβώς αυτό της ελεήμονος καρδίας: «υπηρετώ τους αδελφούς του Χριστού» - μία διακονία που του λογιζόταν ως μεγίστη προσευχή.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΛΑΡΙΩΝ Ο ΝΕΟΣ

«Δούς Ἱλαρίων γῇ τό γῆθεν σαρκίον, γῆν μακάρων ᾢκησε τήν μακαρίαν» (στίχος συναξαρίου) (Έδωσε ο Ιλαρίων στη γη τη γήινη σάρκα του και κατοίκησε τη μακάρια γη των μακαρίων αγίων).

«Ο Όσιος Ιλαρίων διετέλεσε ηγούμενος της μονής Πελεκητής στην Τριγλία και διακρίθηκε για το ασκητικό του ήθος, το φιλόθεο ζήλο του, το χάρισμα της ελεημοσύνης και τους πνευματικούς αγώνες. Γι’ αυτό ο Άγιος Θεός τον προίκισε με το προορατικό χάρισμα. Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 754».

Δεν έχουμε πολλά στοιχεία από τον βίο του οσίου Ιλαρίωνος του νέου, πέραν του γεγονότος ότι υπήρξε ηγούμενος της Μονής Πελεκητής, Μονής που η ίδρυσή της ανάγεται στον όγδοο αιώνα και η ονομασία της σχετίζεται με την τοποθεσία της πάνω σ’ έναν απότομο βράχο. Το πραγματικό όνομα της Μονής είναι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από τη σημερινή Τρίγλια, τη μεσαιωνική Βιθυνία. Η Μονή που και σήμερα διατηρούνται τα ερείπιά της από τη βυζαντινή περίοδο υπήρξε, κατά τους ιστορικούς, κέντρο των ορθοδόξων που μάχονταν κατά της αίρεσης των εικονομάχων, γι’ αυτό και οι μοναχοί υπέστησαν πολλά βασανιστήρια από τους διώκτες τους εικονομάχους, σε σημείο που πολλοί από αυτούς να μαρτυρήσουν για την πίστη τους. Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος λοιπόν κατά φυσικό τρόπο τονίζει και τις διώξεις που υπέστη ο όσιος μάρτυς ηγούμενος Ιλαρίων από τους συγκεκριμένους αιρετικούς. «Τίμιος ο θάνατός σου φάνηκε μπροστά στον Θεό, ιερότατε Πατέρα» σημειώνει, «γιατί τίμησες την Εικόνα Του και υπέφερες θλιβόμενος τους διωγμούς των τυράννων, οπότε έτσι αναδείχτηκες μάρτυς» (ωδή η΄).

Ο άγιος Ιλαρίων όμως υπερασπίστηκε σθεναρά την πίστη της Εκκλησίας περί των εικόνων, πίστη που φανέρωνε την αλήθεια περί του Χριστού ως του ενανθρωπήσαντος Θεού, διότι ο ίδιος «μάτωνε» εσωτερικά για να διακρατεί αλώβητη την εικόνα του Θεού στην ύπαρξή του – οι αγώνες του για την πίστη ήταν η συνέχεια των αγώνων του για την ακεραιότητα του φρονήματός του. Και σ’ αυτούς τους εσωτερικούς πνευματικούς αγώνες του αναλώνεται κυριολεκτικά ο άγιος υμνογράφος. Με κάθε τρόπο προβάλλει την ένταση του οσίου ηγουμένου, προκειμένου ο νους του να θεάται μόνο το κάλλος του Ουράνιου Πατέρα. Τα μάτια του οσίου ήταν διαρκώς στραμμένα προς τον Κύριο, κατά το ψαλμικό «οι οφθαλμοί μου διά παντός πρός τον Κύριον» και «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός», γεγονός που απεκάλυπτε ότι κυριολεκτικά φλεγόταν από την αγάπη προς Εκείνον που ήταν η πηγή της ζωής του. «Έδωσες φτερά στον νου σου – θα πει – αφού λάμπρυνες την καρδιά σου με ιερές αναβάσεις, προκειμένου να βλέπεις μόνο το κάλλος του Θεού και να καταυγάζεσαι με τις ακτίνες του φωτός Του» (ωδή δ΄).

Κι είναι γνωστό στην πίστη μας ότι η «κόλλησις» αυτή προς τον Θεό προϋποθέτει την οδύνη της απεμπλοκής από το εγωιστικό κοσμικό φρόνημα, που λειτουργεί σε κάθε άνθρωπο που έρχεται σ’ αυτόν τον κόσμο τον πεσμένο στην αμαρτία. Ο όσιος από μικρός, «εκ παιδός» (ωδή α΄), στράφηκε προς τον Κύριο και γι’ αυτό με δύναμη και χάρη Θεού σήκωσε τον σταυρό της εγκρατείας και των δεητικών προσευχών ώστε να υπερνικήσει τα όποια πάθη του. «Από παιδί βρέθηκες στον δρόμο της οσιότητας, Πάτερ, και ανέλαβες τον σταυρό της ακολουθίας του Χριστού. Γι’ αυτό και με την εγκράτεια και τις συνεχείς προσευχές σου μάρανες τα πάθη του σώματος» (ωδή α΄). Το αποτέλεσμα έτσι είναι γνωστό: τα δάκρυα της κατανύξεως που τον συνείχαν τον αξίωσαν και της μεγάλης παρηγοριάς που δίνει στους πιστούς Του ο Κύριος, κατά τον γνωστό μακαρισμό: «μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται» (ωδή η΄), σε σημείο τέτοιο που να γίνει πνευματικά κατά κυριολεξία «αυτοκράτορας» - «έκανες τον νου σου αυτοκράτορα στα πάθη και βασίλεψες σαν άριστος στρατηλάτης» (ωδή ζ΄).

Γι’ αυτό και ο Κύριος τον κατέστησε γλυκύ δάσκαλο των ανθρώπων, γιατί ακολούθησε το ορθό σχήμα της διδασκαλίας που προϋποθέτει πρώτα την πράξη και έπειτα τον λόγο, πρώτα δηλαδή τον φωτισμό από Εκείνον που δίνει τη γνώση την αληθή (ωδή δ΄) και έπειτα τη μετάδοση της γνώσης αυτής και σε άλλους. «Η γλυκύτητα των λόγων σου προκαλούσε ιλαρότητα στις καρδιές αυτών που προσέρχονταν σε σένα. Διότι πράττοντας όσα δίδασκες έκανες τον λόγο σου να γίνεται ευαπόδεκτος με συμπαθή διάθεση από τους άλλους» (ωδή δ΄) – μέγα μάθημα για τους κληρικούς,  τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και καθένα που ασχολείται με τη νεότητα και με τη διδασκαλία των ανθρώπων!

Ένας τέτοιος άνθρωπος ασφαλώς, με τόσα χαρίσματα εκ Θεού λόγω των προσωπικών του αγώνων, «τη συμπάθεια, την αγάπη και την ταπείνωση, την ελεημοσύνη και την απλότητα, την αληθινή πίστη και την ελπίδα, τον σεμνό βίο και την ευθύτητα της απονήρευτης γνώμης» (ωδή θ΄), χαριτώθηκε και με το θαυματουργικό χάρισμα. Οι ακτίνες των θαυμάτων του (ωδή θ΄) και στην εποχή του αλλά και στις μετέπειτα εποχές θεράπευσαν πλήθος ανθρώπων, ημέρεψαν ταραγμένες καρδιές, έφεραν το άρωμα του αγίου Πνεύματος στις ζωές των πιστών (ωδή θ΄), σαν την περίπτωση που καταγράφει ο άγιος υμνογράφος: «Έλυσες, Πατέρα όσιε, με τις προσευχές σου την αγανάκτηση των ψαράδων που κοπίαζαν χωρίς αποτέλεσμα, και τους γέμισες από ψάρια εκεί που προηγουμένως αποτύγχαναν» (ωδή η΄) – ένα γεγονός που παραπέμπει στη Γαλιλαία με τον αναστημένο Κύριο και τους αλιείς μαθητές Του!  

27 Μαρτίου 2024

ΤΕΤΑΡΤΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

ΟΙ ΑΠΛΩΜΕΝΕΣ ΠΑΛΑΜΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ

«Σταυρῷ παλάμας ἐξεπέτασας, τῆς ταθείσης πάλαι χειρός τοῦ Ἀδάμ, πρός τό τῆς γνώσεως φυτόν, ἀναιρῶν τό ἁμάρτημα, διά σπλάγχνα οἰκτιρμῶν, Λόγε Θεοῦ ὑπεράγαθε» (ὠδή γ΄Τριωδίου).

(Υπεράγαθε Λόγε Θεού, άπλωσες τις παλάμες Σου στον Σταυρό, διαγράφοντας έτσι το αμάρτημα του Αδάμ, όταν παλιά στον Παράδεισο άπλωσε εκείνος το χέρι στο δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού. Διότι είσαι γεμάτος αγάπη για εμάς).

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ αναφέρεται στη λυτρωτική θυσία του Κυρίου πάνω στον Σταυρό. Όλη η ζωή του Κυρίου βεβαίως ήταν ένα Πάθος, όμως η αποκορύφωση ήλθε όταν «ἑκουσίᾳ βουλῇ» ανέβηκε στον Σταυρό. Ο Σταυρός περικλείει το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου, διότι εκεί ο Κύριος «κατήργησε τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστιν τόν διάβολον». Στον Σταυρό δηλαδή ο πιστός με τη χάρη του Θεού δεν βλέπει έναν άνθρωπο που πάσχει, αλλά τον Θεό που πάσχει εν σαρκί σηκώνοντας την αμαρτία του σύμπαντος κόσμου, συνεπώς καταργώντας και καταπατώντας τον διάβολο και τον θάνατο. Ο Χριστός είναι «ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» κατά τη Γραφή, που θα πει ότι μετά τον Σταυρό δεν υπάρχει αμαρτία ασυγχώρητη – ο κάθε άνθρωπος αν μετανοήσει γίνεται μέτοχος, διά της πίστεως και της ενώσεώς του με τον Χριστό, της Βασιλείας του Θεού, αναπνέοντας πια τον αληθινό αέρα της ελευθερίας και της ζωής.

Κι ο άγιος υμνογράφος, αποκαλύπτοντας και το μέγεθος του ποιητικού του χαρίσματος, με ρωμαλέο πράγματι τρόπο προβαίνει στη σύνδεση: οι απλωμένες παλάμες του Χριστού πάνω στο Τίμιο Ξύλο, ήταν η πέραν κάθε ανθρώπινης φαντασίας απάντησή Του ως Δημιουργού στη μικρόψυχη, παράλογη και αδιανόητη ενέργεια του πρώτου δημιουργήματος: να απλώσει αυτός το χέρι σ’ αυτό που σήμαινε την ανυπακοή και την επιλογή του θανάτου του. Το απλωμένο χέρι του ανθρώπου προς αμαρτία, τα απλωμένα χέρια του Δημιουργού προς σωτηρία. Το τραύμα και η θεραπεία. Αυτή ήταν η «τιμωρία» του ανθρώπου για την τραγικότητα της παρακοής του: να τον αγκαλιάσει ο Πατέρας του, αναλαμβάνοντας ο Ίδιος τις συνέπειες του εγκλήματός του. Η εικόνα ως ποιητική σύλληψη (που επαναλαμβάνεται και αλλού, όπως κάθε φορά στην ώρα στ΄: «Ὁ ἐν ἕκτῃ ἡμέρᾳ τε καί ὥρᾳ τῷ σταυρῷ προσηλώσας τήν ἐν τῷ παραδείσῳ τολμηθεῖσαν τῷ Ἀδάμ ἁμαρτίαν…») είναι πράγματι μεγαλοφυής. Κι αξίζει να σημειώσουμε ότι εδώ ο υμνογράφος μας, στοιχώντας στη θεολογία της Αγίας Γραφής, μας δίνει και τη θεώρηση της ιστορίας από πλευράς χριστιανικής: όλα τα γεγονότα θεωρούνται ενοποιημένα. Δεν υπάρχει τίποτε τυχαίο. Γιατί πίσω από όλα, ως Δημιουργός, ως Προνοητής, ως Διακυβερνήτης είναι ο Τριαδικός Θεός και ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ο Κύριος και της ιστορίας.  

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΜΑΤΡΩΝΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

«῾Η αγία Ματρώνα ήταν υπηρέτρια κάποιας Ιουδαίας γυναίκας, που ονομαζόταν Παντίλλα. Ακολουθούσε την κυρία της μέχρι τη συναγωγή, δεν έμπαινε όμως μέσα, αλλά γύριζε και πήγαινε στην Εκκλησία των Χριστιανών. Την είδαν λοιπόν κάποια φορά, οπότε την έπιασαν και την κτύπησαν πάρα πολύ και στη συνέχεια την έκλεισαν στη φυλακή επί τέσσερις ημέρες, χωρίς να μπορεί να την πλησιάσει κανείς και χωρίς φαγητό. Έπειτα την έβγαλαν και την καταξέσχισαν με μαστίγια. Πάλι την φυλάκισαν και την άφησαν πολλές ημέρες εκεί, όπου και παρέθεσε την ψυχή της στον Θεό. Λένε ότι το άγιο λείψανό της το έριξε η Παντίλλα από το τείχος κάτω, γι᾽αυτό και υπέστη δίκαιη τιμωρία, πέφτοντας κατά λάθος μέσα στο πατητήρι, στο οποίο χυνόταν από επάνω ο πατημένος μούστος. Εκεί τέλειωσε τη ζωή της και βγήκε η ψυχή της».

Η αντίθεση είναι έντονη: από τη μια, η αγία Ματρώνα, η δούλη, η άσημη, η καταφρονεμένη· κι από την άλλη, η Παντίλλα, η κυρία, η ένδοξη, η πλούσια. Με κοσμικά κριτήρια, δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Ο ζυγός κλίνει αυτομάτως προς τη μεριά της Παντίλλας. Αυτό δεν θα έλεγε ο σύγχρονος εκκοσμικευμένος άνθρωπος, ακόμη κι άν είναι ῾χριστιανός᾽; Όταν για παράδειγμα αυτό που φαίνεται ως προτεραιότητα στους περισσοτέρους: το κυνηγητό των απολαύσεων, του χρήματος, της δόξας, είναι αυτό που προβάλλει η Παντίλλα, ποιος δεν θα επέλεγε τη δική της θέση, ενώ θα οίκτιρε  την ῾κατάντια᾽ της Ματρώνας; Κι όμως πόση πλάνη υπάρχει σε μία τέτοια αξιολογική κρίση! Διότι είναι η κρίση της επιφάνειας. Στο βάθος,  εκεί που είναι η καρδιά και που βλέπει ο Κύριος, ο δίκαιος κριτής, εκεί που τα πράγματα λειτουργούν σε επίπεδο αιωνιότητας, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά: η Ματρώνα είναι η ένδοξη και η κυρία, το άστρο το φωτεινό, και η Παντίλλα είναι η άσημη, η ανύπαρκτη, η δούλη και η ταλαίπωρη. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, ο άγιος Θεοφάνης, επανειλημμένως τονίζει την πραγματικότητα αυτή, διότι ακριβώς κινείται με τα κριτήρια του αναγεννημένου ανθρώπου, του χριστιανού, που βλέπει τα πράγματα κάτω από την οπτική της εν Χριστώ αποκάλυψης, δηλαδή της αλήθειας. «Έχεις θεϊκό νου αληθινά, και σοφό και θεόφρονα, γι᾽αυτό και λάμπεις στη χορεία των μαρτύρων, Ματρώνα παμμακάριστε» (ωδή ε´). «῾Ορυόταν και ήταν σαν μεθυσμένη και σφάδαζε από τον θυμό η δυσεβέστατη (Παντίλλα)» (ωδή δ´). «Ματρώνα, δυναμωνόσουν από τη θεία δύναμη και ξέφυγες από την υπερήφανη δουλική γνώμη της πικρής κυρίας σου. Κι αυτό γιατί είχες ψυχή, που δούλευε μόνο στον Δεσπότη Κύριο»  (ωδή δ´).

Αιτία για την εις βάθος αυτήν πραγματικότητα, την ίδια την αλήθεια, είναι το γεγονός ότι ενώπιον του Θεού εκείνο που μετράει κι έχει σημασία δεν είναι ασφαλώς τα πλούτη και η δόξα, η επίγεια κατάσταση του ανθρώπου, είτε της ελευθερίας είτε της δουλείας, ό,τι δηλαδή είναι φθαρτό με ημερομηνία λήξεως, αλλά ό,τι παραμένει στην αιωνιότητα. Κι αυτό είναι η αρετή του ανθρώπου, η ζωή η σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. «Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης -  όπως λέει ο Κύριος - όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. Θησαυρίζετε θησαυρούς εν ουρανώ». Ο άγιος υμνογράφος φωνάζει εν προκειμένω στην ωδή ς´: «Η Ματρώνα δεν κρίνεται σαν δούλη ή σαν ελεύθερη, με βάση τον Χριστό. Κρίνεται από την ομορφιά της αρετής της, γιατί ήταν στολισμένη με τους τρόπους της ευσέβειας». Κι αυτό σημαίνει ότι η αγία Ματρώνα, και βεβαίως κάθε χριστιανός συνεπής, κινείται σε επίπεδο αληθινής ελευθερίας, πέρα από τις δεσμεύσεις που προκαλεί ο κόσμος αυτός στην ψυχή του ανθρώπου. Διότι ελεύθερος είναι αυτός που προσβλέπει πέρα από τα επίγεια κι είναι έτοιμος να δώσει και τη ζωή του προς χάρη του Κυρίου, ο Οποίος ήρθε στη γη ως δούλος, ακριβώς για να δώσει ελευθερία στον άνθρωπο. «Αυτός που καταδέχτηκε τη μορφή δούλου, να γίνει δηλαδή άνθρωπος,  ο Χριστός ο Θεός μας, θέλοντας να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της φθοράς και του θανάτου, μνηστεύτηκε εσένα ως μάρτυρα νύμφη Του και σε ελευθέρωσε από το ζυγό της δουλείας»  (ωδή α´).

Τι ήταν εκείνο που έκανε την αγία Ματρώνα να θέσει ως προτεραιότητα της ζωής της το θέλημα του Θεού, δηλαδή να δει την πραγματικότητα της αιωνιότητας μέσα και στη ζωή αυτή, και πάνω σ᾽ αυτό το θέλημα του Θεού να πεθάνει; Μα τι άλλο, από την αγάπη της προς τον Κύριο. Ο έρωτάς της προς τον Χριστό ήταν το στοιχείο που ενεργοποίησε τη χάρη του Θεού και την οδήγησε στα ύψη του παραδείσου. «Με προθυμία και θάρρος προχώρησες πράγματι προς τον εραστή σου Χριστό, πανεύφημε» (ωδή ζ´). Γι᾽αυτό και «είναι ωραίο το στεφάνι που τώρα φορά η ένδοξη Ματρώνα, που πήρε από το ζωαρχικό χέρι του Παντοκράτορα Χριστού» (ωδή η´). Ίσως κάποτε πρέπει να μάθουμε οι χριστιανοί ότι το μυστικό της πνευματικής ζωής, αυτό που συνιστά την κινητήρια δύναμη των πάντων και οδηγεί σε υπέρ φύσιν καταστάσεις, είναι η αγάπη προς τον Χριστό. Ούτε τα φόβητρα της κόλασης ούτε οι απολαύσεις του Παραδείσου, αλλά η αγάπη του Θεού είναι εκείνο που ευλογείται κατεξοχήν από τον Κύριο. Και ποια άλλη αγάπη μπορεί να θεωρηθεί ως περισσότερο άξια από την αγάπη αυτή; Γιατί είναι η μόνη που ποτέ δεν μας εγκαταλείπει και ποτέ δεν μας απογοητεύει. Πόσο την θέλουμε όμως; 

26 Μαρτίου 2024

ΤΡΙΤΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

ΚΑΝΕ ΤΡΟΦΗ ΣΟΥ ΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

«Κόρον ἁμαρτίας, ψυχή μου μίσησον τόν ὀλέθριον˙ τρύφησον τῷ κόρῳ τῆς νηστείας ἐμμελῶς˙ τάς σωτηριώδεις ἐντολάς βρῶμα ποίησον, ἀπόλαυσιν προξενούσας αἰωνίων ἀγαθῶν διά πίστεως» (Ωδή β΄ Τριωδίου).

 (Μίσησε, ψυχή μου, την πλησμονή της αμαρτίας που σε καταστρέφει. Απόλαυσε όσο μπορείς, με διαρκή φροντίδα, τη νηστεία. Κάνε τροφή σου τις εντολές του Σωτήρα Χριστού, γιατί αυτές προξενούν την απόλαυση των αιώνιων αγαθών μέσω της πίστεως).

Η πρώτη παρατήρηση του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου επιβεβαιώνεται από κάθε άνθρωπο όπου γης: ο άνθρωπος αμαρτάνει κι η αμαρτία πλημμυρίζει την ύπαρξή του χωρίς να αφήνει κανένα κενό. Κι αυτό γιατί αμαρτία σημαίνει τον εγωισμό του ανθρώπου, χαρακτηριστικό του οποίου (εγωισμού) είναι να μην αφήνει χώρο για οτιδήποτε άλλο, πολύ περισσότερο για τη χάρη του Θεού – το ε γ ώ  πάντοτε είναι απολύτως κατακτητικό και κυριαρχικό: εγώ και άλλος, εγώ και Θεός ή συνάνθρωπος δεν μπορούν να συνυπάρξουν˙ ο άλλος, όποιος κι αν είναι αυτός, ή θα πρέπει να εξαφανιστεί ή θα πρέπει να υποταχτεί! Γι’  αυτό και ο αμετανόητα εγωιστής άνθρωπος ή διαγράφει τον Θεό από τη ζωή του, συνεπώς και τον συνάνθρωπό του, ή επιζητεί να Τον υποτάξει, με την έννοια να Τον έχει προς… χρήση του, να του κάνει τα θελήματά του – θεός κατ’ αυτόν είναι ο ίδιος! Κι ακόμη τραγικότερο: η αμαρτία ως εγωισμός δεν έχει όριο κορεσμού. Ενώ πλημμυρίζει μέχρι… ασφυξίας τον αμαρτάνοντα, διαρκώς και επιζητεί την περαιτέρω επέκτασή της. Θυμάται κανείς το περιστατικό με τον αββά του Γεροντικού, που βλέποντας έναν ξυλοκόπο να κάνει δεμάτι τα ξύλα που έκοβε και να μην μπορεί λόγω του όγκου του να το σηκώσει, εκείνος πρόσθετε και άλλα ξύλα! Και στην απορία του αββά τι σημαίνει αυτό, ο Κύριος του απεκάλυψε: έτσι είναι οι άνθρωποι. Ενώ αμαρτάνουν και βαραίνουν τη συνείδησή τους, αντί να μετανοήσουν για να αποβάλουν το φορτίο τους, εκείνοι συνεχίζουν την πράξη της αμαρτίας. Το αποτέλεσμα βεβαίως είναι προφανές: ο άνθρωπος αμαρτάνοντας καταστρέφεται, οδηγείται στον όλεθρο.

Αλλά και η δεύτερη παρατήρηση του υμνογράφου επιβεβαιώνεται, αλλά από τον πιστό άνθρωπο της Εκκλησίας, που έχει βρει τον δρόμο της μετανοίας ως επιστροφής προς τον Θεό. Πράγματι η μετάνοια ως πρό(σ)κληση της χάρης του Θεού στον καλοπροαίρετο άνθρωπο μπορεί να ανακόψει την αμαρτία. Η χάρη του Θεού που είναι πάντοτε χάρη Αγάπης προσδοκά να βρει έστω και μία μικρή ρωγμή στο εγώ του ανθρώπου, ώστε να εισέλθει το φως Της μέσα στην καρδιά του. Και τότε μπορεί να επέλθει η ανατροπή! Ενεργοποιείται το βάθος της ψυχής που νοσταλγεί τον Θεό, γιατί ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος κατ’ εικόνα Θεού κι Εκείνον έστω και ανεπίγνωστα αναζητεί, οπότε αρχίζει να κραυγάζει προς Αυτόν και να Τον θέλει στη ζωή του. Η στροφή προς τον Θεό που είναι στην πραγματικότητα επιστροφή προς τον Δημιουργό σηματοδοτεί την οδό της μετανοίας, που ολοκληρώνεται μέσα στο ζωντανό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.

Ποια σημάδια της επιστροφής αυτής υποδεικνύει ο άγιος υμνογράφος; Την επιμελή άσκηση της νηστείας, η οποία προσφέρεται στον πιστό ως η κατεξοχήν τρυφή του. «Απόλαυσε τη νηστεία, ψυχή μου», φωνάζει ο άγιος Ιωσήφ ως τύπος του πιστού, «εκεί μπορείς να επιδοθείς χωρίς όριο κορεσμού». Αλλά αμέσως συμπληρώνει: η νηστεία ως περιορισμός τροφών δεν έχει νόημα, αν δεν συνοδεύεται με την τήρηση των αγίων εντολών του Κυρίου. Νηστεία και τήρηση των λόγων Εκείνου οδηγούν στη σωτηρία, οδηγούν δηλαδή στη ζωντανή σχέση με τον Θεό και την από τον κόσμο τούτο απόλαυση των αιωνίων αγαθών. Για να τονίσει το θεωρούμενο παράδοξο της «μυστικής» χριστιανικής ζωής: η τήρηση των εντολών του Χριστού αποτελεί φαγητό για τον άνθρωπο! «Κάνε τροφή σου τις σωτήριες εντολές» λέει. Είναι η εμπειρία του αγίου Ιωσήφ, αλλά και η εμπειρία του κάθε χριστιανού: όταν ο πιστός θέτει σε εφαρμογή τον λόγο του Κυρίου νιώθει ότι τρέφεται, όχι μόνο ψυχικά αλλά και σωματικά! Το απεκάλυψε ο ίδιος ο Κύριος για τον εαυτό Του: «εμόν βρώμα εστίν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός», τροφή μου είναι να πράττω το θέλημα του Πατέρα μου που με έστειλε. Αλλά είπαμε ότι πρόκειται περί μυστικής πραγματικότητας, που προϋποθέτει την πίστη του ανθρώπου και την ανάληψη του αγώνα για πνευματική ζωή.