18 Απριλίου 2024

ΠΕΜΠΤΗ ΤΗΣ Ε΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ)

«Αὐτεξουσίως ἐξεδύθην, τῇ πρώτῃ μου παραβάσει, τῶν ἀρετῶν τήν εὐπρέπειαν· ἠμφιασάμην δέ ταύτην αὖθις, τῇ πρός με συγκαταβάσει, Λόγε Θεοῦ· οὐ παρεῖδες γάρ με τόν ἐν δεινοῖς παθήμασι καταστιχθέντα, καί λῃστρικῶς ὁδοπατηθέντα, ἀλλά τῇ παναλκεῖ σου δυναστείᾳ περιποιησάμενός με, ἀντιλήψεως ἠξίωσας, Πολυέλεε» (Στιχηρόν ἰδιόμελον, ἦχος πλ. δ΄).

(Μέ τή θέλησή μου ξεντύθηκα τήν ὀμορφιά τῶν ἀρετῶν, λόγω τῆς πρώτης  μου παράβασης, ἐνῶ τή φόρεσα καί πάλι, λόγω τῆς συγκατάβασης πρός ἐμένα, Λόγε Θεοῦ. Γιατί δέν μέ περιφρόνησες, ἐμένα πού γέμισα ἀπό τά στίγματα τῶν φοβερῶν παθῶν μου καί ρίχτηκα κάτω ἀπό τούς ληστές· ἀντίθετα μέ τήν παντοδύναμη ἐξουσία σου μέ φρόντισες καί μέ κατέστησες ἄξιο τῆς βοήθειάς Σου, Πολυέλεε).

Τό στιχηρό ἰδιόμελο, ἐπαναλαμβανόμενο δύο φορές λόγω τῆς σπουδαιότητάς του, συνιστᾶ μία σύντομη σύνοψη ὁλόκληρης τῆς πνευματικῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας. Μᾶς μεταφέρει στήν ἐποχή τῶν πρωτοπλάστων, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιώντας κακῶς τήν ἐλευθερία πού τούς ἐμπιστεύτηκε ὁ Δημιουργός («αὐτεξουσίως»), ἔδειξαν ἀνυπακοή πρός τόν λόγο Του, εἰσάγοντας ἑπομένως στή ζωή τους τήν ἁμαρτία (καί δι’ αὐτῆς τόν θάνατο, πνευματικό καί σωματικό). Ἀποτέλεσμα; Ἀπέβαλαν τό χαρισματικό ἔνδυμά τους, τή χάρη τῶν ἀρετῶν, καί ντύθηκαν τόν γεμάτο στίγματα χιτώνα τῶν παθῶν τους – σάν νά βρέθηκαν ποδοπατημένοι καί ριγμένοι στό χῶμα ἀπό ληστρική ἐναντίον τους ἐπιδρομή. Ἀλλ’ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα δέν τούς ἄφησε στήν κατάντια αὐτή· ἔστειλε τόν Υἱό καί Λόγο Του, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος γενόμενος ἄνθρωπος προσέλαβε μέ τήν παντοδυναμία Του τόν τραυματισμένο καί ἡμιθανή ἄνθρωπο μέσα στόν ἑαυτό Του, τόν ἔκανε δικό Του κομμάτι - ἔγινε ἔνδυμα τοῦ ἀνθρώπου Αὐτός ὁ Ἴδιος: «ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε Χριστόν ἐνεδύσασθε» - τόν περιποιήθηκε καί τόν φρόντισε ὡς ἰατρός, τόν ἔσωσε. Ὁ ὑμνογράφος εἶναι σαφής: ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ἐμφαίνεται μέσα ἀπό τήν παραβολή τοῦ καλοῦ σαμαρείτου. Ὁ περιπεσών εἰς τούς ληστάς, ὁ ὁποῖος τραυματίστηκε θανάσιμα, εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἁμάρτησε καί ἁμαρτάνει, ἐνῶ καλός Σαμαρείτης πού τόν σώζει εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.

Ο ΜΕΓΑΣ Κ Α Ν Ω Ν

 

«Αυτόν τον πράγματι μέγιστο από όλους τους κανόνες, τον δημιούργησε και τον συνέγραψε άριστα και με τεχνητό τρόπο ο εν αγίοις πατήρ ημών Ανδρέας ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης, ο ονομαζόμενος και Ιεροσολυμίτης. Ο άγιος Ανδρέας καταγόταν από τη Δαμασκό. Επί σαράντα χρόνια εκπαιδεύτηκε στα γράμματα και εξάσκησε την εγκύκλια εκπαίδευση, οπότε ήλθε στα Ιεροσόλυμα και έγινε μοναχός. Ζώντας όσια και θεοφιλώς, στην ήσυχη και ατάραχη βιοτή του άφησε στην Εκκλησία του Χριστού λόγους και  εκκλησιαστικούς ύμνους κανόνων, περισσότερο όμως αναδείχτηκε με τη συγγραφή πανηγυρικών λόγων. Μαζί με τα πολλά άλλα που έγραψε, συνέθεσε και τον Μεγάλο Κανόνα, που προξενεί πολύ μεγάλη κατάνυξη. Διότι επιλέγοντας και μαζεύοντας από όλη την ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, συνέθεσε τον ύμνο αυτό, από Αδάμ δηλαδή μέχρι και αυτήν την Ανάληψη του Χριστού και το κήρυγμα των Αποστόλων. Προτρέπει λοιπόν με αυτόν τον ύμνο κάθε ψυχή, να ζηλέψει μεν όσα καλά προσφέρει η ιστορία της Αγίας Γραφής και να τα μιμηθεί όσο είναι δυνατόν, όσα δε είναι πονηρά να τα αποφεύγει, ενώ πάντοτε να προστρέχει στον Θεό με μετάνοια, με δάκρυα και εξομολόγηση, με κάθε τι δηλαδή που ευχαριστεί τον Θεό. Όμως είναι τόσο μεγάλος ο κανόνας αυτός σε μήκος και γραμμένος με τέτοιο μέλος, ώστε είναι ικανός να μαλακώσει και τη σκληρότερη ψυχή και να τη διεγείρει να ξεκινήσει να κάνει το καλό, με την προϋπόθεση όμως να ψάλλεται  με συντετριμμένη καρδιά και προσοχή που αρμόζει. Συνέθεσε δε τον ύμνο αυτό, όταν και ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο μέγας Σωφρόνιος, συνέγραψε τον βίο της Μαρίας της Αιγυπτίας. Διότι και αυτός ο βίος προσφέρει άπειρη κατάνυξη και δίνει πολλή παρηγοριά σ᾽αυτούς που έχουν φταίξει και αμαρτήσει, εάν βεβαίως θελήσουν να απομακρυνθούν από τις πονηρίες.

Τάχθηκαν δε κατά τη σημερινή ημέρα της Πέμπτης της πέμπτης εβδομάδας των Νηστειών να ψάλλονται και να αναγινώσκονται για τον παρακάτω λόγο: επειδή δηλαδή η αγία Τεσσαρακοστή πλησιάζει προς το τέλος, για να μη γίνουν αμελέστεροι προς τους πνευματικούς αγώνες αυτοί που είναι ήδη ράθυμοι, και απομακρυνθούν εντελώς από τη σωφροσύνη σε όλα, ο μεν μέγιστος Ανδρέας, τρόπον τινά σαν αλείπτης πνευματικός γυμναστής, αναφέροντας την αρετή των μεγάλων ανδρών μέσα από τις ιστορίες του Μεγάλου Κανόνα, όπως και την εκτροπή από την άλλη των πονηρών, κάνει αυτούς τους ράθυμους, όπως θα έλεγε κανείς, γενναιότερους και υπομονετικούς, ώστε να προχωρούν με καλό τρόπο μπροστά και με ανδρεία. Ο δε ιερός Σωφρόνιος, με τον σπουδαίο του λόγο για την οσία Μαρία, τους κάνει πάλι να γίνουν σώφρονες, και τους ξεσηκώνει προς τον Θεό, ώστε να να μην πέφτουν πια στην αμαρτία ούτε και να απελπίζονται, αν μερικοί βρέθηκαν να είναι αιχμαλωτισμένοι σε κάποια παραπτώματα. Διότι η διήγηση για την αγία Μαρία παρουσιάζει πόσο μεγάλη είναι η φιλανθρωπία και η συμπάθεια του Θεού σ᾽εκείνους που αποφασίζουν να μετανοήσουν από τις προηγούμενες αμαρτίες τους. Λέγεται δε Μεγάλος Κανόνας, ίσως θα έλεγε κανείς και για τις ίδιες τις έννοιες που προβάλλει και τις σκέψεις που περιέχει: ο ποιητής του έχει γόνιμη σκέψη, καθώς τα συνέθεσε όλα άριστα. Αλλά λέγεται Μεγάλος και για τον λόγο ότι από όλους τους υπόλοιπους κανόνες, που έχουν τριάντα ή και λιγότερα τροπάρια, αυτός εκτείνεται σε διακόσια πενήντα τροπάρια, που το καθένα από αυτά αποστάζει άρρητη ηδονή. Σωστά λοιπόν και πρεπόντως ο Μέγας αυτός Κανόνας, ο οποίος περικλείει μεγάλη κατάνυξη, τάχθηκε να ψάλλεται στη Μεγάλη Σαρακοστή. Αυτόν τον άριστο και μέγιστο κανόνα, όπως και τον λόγο της οσίας Μαρίας, ο ίδιος Πατήρ ημών Ανδρέας, πρώτος τους έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όταν έφτασε εκεί σταλμένος να βοηθήσει στην έκτη Οικουμενική Σύνοδο (681) από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόδωρο. Τότε λοιπόν, επειδή αγωνίστηκε κατά τρόπο άριστο κατά των αιρετικών Μονοθελητών, μολονότι ήταν ακόμη απλός μοναχός, συγκαταλέχθηκε στον Κλήρο της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Έπειτα έγινε διάκονος και ορφανοτρόφος σ᾽αυτήν, και μετά από λίγο, χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Αργότερα, αφού πρώτα κάθησε αρκετά στον επισκοπικό του θρόνο στην Κρήτη,  έφτασε κάπου κοντά προς την Ιερισό της Μυτιλήνης, και εκεί εκδήμησε προς τον Κύριο».

Δεν υπάρχει χριστιανός, ο οποίος να έχει παρακολουθήσει εν επιγνώσει τον Μεγάλο Κανόνα, που σημαίνει να έχει προσευχηθεί μέσω αυτού του μεγάλου εκκλησιαστικού ποιήματος, και να μην έχει κατανυχθεί και να μην έχει αποφασίσει να αλλάξει τρόπο ζωής. Διότι αυτά που προβάλλει ο άγιος Ανδρέας, είναι όλα εκείνα που βοηθούν αφενός να αναδυθεί ο χαρισματικός του καθενός μας εαυτός, αυτός που αναδύθηκε από την άγια κολυμβήθρα της Εκκλησίας και αναπτύχθηκε και αναπτύσσεται μέσα από τη συμμετοχή μας και στα υπόλοιπα μυστήριά της, αφετέρου να ελεγχθεί ο πονηρός δεύτερος εαυτός μας και να οδηγηθεί εν μετανοία ενώπιον του Κυρίου μας. Με άλλα λόγια ο Μέγας Κανών λειτουργεί ως φλόγα που μπορεί και φωτίζει και θερμαίνει ό,τι καλό βρίσκει μέσα μας, ενώ κατακαίει και εξαφανίζει ό,τι κακό σαν αγκάθι προεξέχει από τον ακατέργαστο ακόμη εαυτό μας. Ο Μέγας Κανών δηλαδή λειτουργεί ως ένα είδος βαπτίσματος: όπως το βάπτισμα μάς ενσωματώνει στον Χριστό καταργώντας την αναγκαστική ροπή προς το πονηρό και το κακό, το ίδιο – τηρουμένων των αναλογιών – γίνεται με το ποίημα αυτό. Κι είναι ευνόητο: το κείμενο αυτό είναι μία εμμελής παρουσίαση όλης σχεδόν της Αγίας Γραφής· ο γραπτός λόγος του Θεού που έχει γίνει τραγούδι. Κι όπως ο λόγος του Θεού είναι πράγματι «πυρ φωτίζον, αλλά και καταναλίσκον»: φωτιά που φωτίζει αλλά και που κατατρώει τα πάντα, έτσι και ο Μέγας Κανών.

Από την άποψη αυτή το εκτεταμένο αυτό εκκλησιαστικό ποίημα έχει μία μοναδική θέση στην Εκκλησία, που αναδεικνύει και την ιδιαίτερη χάρη και τον ξεχωριστό φωτισμό που έλαβε ο συντάκτης του από τον Κύριο και Θεό μας.  Και τίποτε άλλο να μην είχε αφήσει ο άγιος Ανδρέας, το έργο αυτό ήταν ικανό να φανερώσει την αγιότητά του, αλλά και το μέγιστο ποιητικό του τάλαντο. Είμαστε λοιπόν ευγνώμονες προς αυτόν, επικαλούμενοι τις άγιες πρεσβείες του προς τον Κύριο, κατεξοχήν όμως ευγνώμονες προς τον ίδιο τον δωρεοδότη Χριστό μας, που κατέστησε ικανό τον δούλο του Ανδρέα να ποιήσει μία τέτοια δημιουργία. Η Εκκλησία μας βοηθά στην κατανόηση από τους πιστούς της μοναδικής αυτής ποιητικής δημιουργίας όχι μόνο με την αφιέρωση της συγκεκριμένης ημέρας μέσα στην Σαρακοστή, και μάλιστα με τέλεση επί πλέον προηγιασμένης θείας Λειτουργίας πέραν της Τετάρτης και της Παρασκευής, αλλά και με την ψαλτική απόδοσή της τμηματικά κατά την πρώτη εβδομάδα της περιόδου αυτής. Με σκοπό ακριβώς να τονίσει τη σημασία του Μεγάλου Κανόνα, δηλαδή τη σημασία της μετανοίας ως επιγνώσεως των αμαρτιών μας και της άπειρης αγάπης του Θεού που δέχεται τη μετάνοια και αποκαθιστά τον άνθρωπο στην αρχική κι ακόμη περισσότερο θέση του: να είναι εικόνα του Θεού. Διότι βεβαίως αυτό συνιστά την ουσία του Κανόνα αυτού: η ανάδειξη της μετανοίας ως της μοναδικής οδού, διά της οποίας βρίσκουμε τον Θεό μας, τον γεμάτο αγάπη και έλεος απέναντί μας. Έχουμε την εντύπωση ότι ο ο Μέγας Κανών θα πρέπει να γίνεται τακτικό ανάγνωσμα του κάθε χριστιανού καθ᾽όλη τη διάρκεια του έτους, και – γιατί όχι; - συχνό κείμενο μελέτης για τις πνευματικές συνάξεις των χριστιανών. Με αυτόν τον τρόπο αφενός οι χριστιανοί θα εμβαπτιζόμαστε μέσα στην Αγία Γραφή, αφετέρου μέσα στο διαχρονικό κλίμα της Εκκλησίας μας, την ατμόσφαιρα της μετάνοιας. Ποιος ευκολότερος δρόμος αγιασμού μας μπορεί να υφίσταται από αυτό;

Δεν τολμούμε να κάνουμε επιλογή κάποιων από τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνα. Το καθένα είναι μία πινελιά, όπως είπαμε, της ίδιας της χάρης του Θεού μας. Ίσως η υπενθύμιση μόνο του κοντακίου να είναι ένα απειροελάχιστο δείγμα του μεγαλείου του ποιήματος: «Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι· ανάνηψον ουν, ίνα φείσηταί σου Χριστός ο Θεός, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Ψυχή μου, ψυχή μου, σήκω πάνω, τι κοιμάσαι; Το τέλος της ζωής σου είναι κοντά και πρόκειται να ταραχτείς. Ξύπνα λοιπόν, για να σε λυπηθεί και να σε ελεήσει ο Χριστός ο Θεός μας, που είναι πανταχού παρών και γεμίζει τα πάντα με την παρουσία Του. Ενώπιον του Θεού μας, που είναι παρών στη ζωή μας, η μόνη στάση μας είναι η μετάνοια. Η μετάνοια που μας ξυπνά από τον ύπνο που προκαλούν τα πάθη και η αμαρτία μας, όπως βεβαίως και ο αρχέκακος διάβολος. Ξύπνιοι θα νιώσουμε την αγάπη του Κυρίου μας και θα εισέλθουμε μαζί Του στους γάμους μας με Εκείνον. «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...Και μακάριος ο δούλος ον ευρήσει γρηγορούντα». Κι ένας τρόπος που μπορεί να προκαλέσει την ανάνηψή μας είναι η ενθύμηση του θανάτου μας. Μη φτάσει αυτή η ώρα χωρίς μετάνοια, διότι τότε θα είναι αργά. Κι αυτό το έργο της ανάνηψής μας πρέπει να το αναλάβουμε εμείς οι ίδιοι. Ο καθένας μας πρέπει να είναι ο απόστολος της ψυχής του. Οι άλλοι έχουν απλώς βοηθητικό ρόλο. Αν εμείς δεν κατανοήσουμε την ανάγκη της εν αγάπη σχέσης μας με τον Κύριο, λίγα πράγματα οι άλλοι μπορούν να προσφέρουν.

ΤΕΤΑΡΤΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τῷ ἀκοιμήτῳ ὄμματι ἐπιβλέψας με οἴκτειρον, τῷ τῆς ραθυμίας νυσταγμῷ κρατούμενον καί ὕπνῳ δουλεύοντα τῶν ἡδονῶν ἐν κλίνῃ παθῶν, ὁ ἐπί Σταυροῦ τήν κεφαλήν σου προσκλίνας, καί θέλων ἀφυπνώσας καί τήν νύκτα μειώσας, Χριστέ τῆς ἁμαρτίας, φῶς ὤν δικαιοσύνης» (ωδή η΄ κανόνος Τριωδίου).

(Αφού με κοιτάξεις προσεκτικά με το ακοίμητο βλέμμα Σου, εμένα που είμαι  παραδομένος στον νυσταγμό της ραθυμίας και σαν δούλος κοιμάμαι πάνω στην κλίνη των παθών των ηδονών, σπλαχνίσου με, Χριστέ, Συ που είσαι το φως της δικαιοσύνης και πάνω στον Σταυρό έγειρες την κεφαλή Σου και θέλοντας με ξύπνησες και εξαφάνισες τη νύκτα της αμαρτίας).

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος επιμένει να μας προσφέρει το γεγονός της σωτηρίας με τον δικό του παρακλητικό και κατανυκτικό τρόπο. Διότι όχι μόνο παραθέτει το δογματικό στοιχείο: ο Εσταυρωμένος Κύριος δεν είναι κάποιος ιδεολόγος ήρωας που βασανίστηκε και πέθανε για τις ιδέες του, αλλά ο Ίδιος ο εν σαρκί Θεός, το φως της δικαιοσύνης, που ήλθε να καταργήσει το σώμα της αμαρτίας του ανθρωπίνου γένους «αἴρων τήν ἁμαρτίαν» αυτού, και μάλιστα όχι πιεζόμενος από κάποιον ή κάτι παρά μόνον από την άπειρη ελεύθερη («θέλων»)  αγάπη Του˙ λοιπόν όχι μόνο παραθέτει το δόγμα του μυστηρίου του Σταυρού, αλλά με διακριτικές «πινελιές» εκφράζει την προσωπική για τον καθένα αγάπη του Δημιουργού Χριστού, ο Οποίος επιβλέπει και παρακολουθεί τον κάθε άνθρωπο γεμάτος στοργή σε όλες τις φάσεις της ζωής του. Και προκαλεί πράγματι κατάνυξη η εικόνα του Χριστού που συνεχίζει να μας αγαπά και να μας προσέχει ακόμη και την ώρα της πτώσεως στην αμαρτία, την ώρα που η ακηδία και η ραθυμία μάς έχουν εκτρέψει από τη θέα του προσώπου Του, την ώρα που έχουμε ενεργοποιήσει την αμαρτία, δουλεύοντας πάνω στα πάθη μας, συνεπώς έχοντας γίνει έρμαια του Πονηρού. Η ώρα της αμαρτίας βεβαίως για τον υμνογράφο και όλη την Παράδοση της Εκκλησίας είναι ώρα νύχτας και νυσταγμού – την ώρα που αμαρτάνουμε μπορεί να βρισκόμαστε σε κατάσταση εγρήγορσης, μα εγρήγορσης για τα πονηρά˙ από πλευράς πνευματικής κοιμόμαστε, δεν κινούμαστε με επίγνωση και συνείδηση, είμαστε σαν χαμένοι και νεκροί. Δεν είναι τυχαίο ότι ιδίως ο ευαγγελιστής Ιωάννης όταν θέλει να χαρακτηρίσει την ώρα της αμαρτίας τη χαρακτηρίζει με τη λέξη «νύξ». «Ἦν δέ νύξ» λέει για παράδειγμα τη στιγμή που ο προδότης μαθητής Ιούδας έχει αποφασίσει την προδοσία του Χριστού και φεύγει από τον Μυστικό Δείπνο. Και το πιο συγκλονιστικό: Την ώρα αυτή ο διάβολος, λέει, μπήκε μέσα στην καρδιά του Ιούδα.

Όμως, ενώ η κατάσταση αυτή που ο άνθρωπος υπνώττει και κείται σαν νεκρός είναι τραγική για τον ίδιο, την ίδια ώρα άλλος γρηγορεί για χάρη Του. Και δεν εννοούμε βεβαίως τον κατεξοχήν υπνώττοντα και νεκρό Πονηρό, αλλά τον ίδιο τον Δημιουργό Κύριο: μας κοιτάει γεμάτος αγάπη ευρισκόμενους στην πτώση μας και την εναντίωσή μας απέναντί Του! Περισσότερη και από τη μάνα που βλέπει το βλαστάρι της να ταλαιπωρείται και να καταστρέφεται, Εκείνος ψάχνει τρόπους νύξεως της καρδιάς μας. Ήδη μας έχει συγχωρήσει για τις όποιες αμαρτίες μας – εκεί έγκειται το μυστήριο του Σταυρού: να έχει σηκώσει πάνω Του ο Κύριος τις αμαρτίες όλου του κόσμου, συνεπώς και τις δικές μας – και η «αγωνία» Του είναι η αγάπη Του να γίνει αποδεκτή από το αγαπημένο πλάσμα Του, ώστε να μπορέσει αυτό λίγο να χαρεί ξυπνητό και να ηρεμήσει. Και το γεγονός αυτό συνιστά την όλη πάλη του Θεού με τον άνθρωπο και του ανθρώπου με τον Θεό: να ξυπνήσει ο άνθρωπος, να «παλέψει» με τον Θεό Πατέρα και να αφήσει ο Πατέρας να «ηττηθεί» από το παιδί Του.

Η χαρά της Εσταυρωμένης αγάπης: ο τραυματισμένος άνθρωπος να θεραπευθεί. Δεν πρέπει εδώ να μας διαφεύγει ούτε στιγμή το παράδειγμα ιδίως της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Μία στιγμή χρειάστηκε να ξυπνήσει και να νιώσει την αγάπη του Εσταυρωμένου Κυρίου, για να «λιώσει» και να μετανοήσει, για να φτάσει σε υπέρμετρα ύψη ουράνια!

16 Απριλίου 2024

ΟΣΙΟ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ Ο ΕΝ ΠΑΤΜΩ: "ΜΗ ΞΕΡΑΘΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΗΝ ΚΑΟΥΜΕ!"

«Αγαπητέ Η., μη πάψεις να πηγαίνεις κοντά στην πνευματική πηγή του Σωτήρα μας Χριστού, την οποία αντιπροσωπεύει η Εκκλησία με τα ιερά πρόσωπα που την παρουσιάζουν στην πραγματικότητα. Διότι ο άνθρωπος, ο χριστιανός, όπως λέει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, μοιάζει με το σφουγγάρι που έχει πάντοτε νερό. Και για να έχει νερό, πρέπει να είναι ή στη βρύση ή σε δοχείο με νερό. Όταν είναι μακριά θα ξεραθεί. Και όταν είναι κοντά στη φωτιά των πειρασμών, όχι μόνο θα ξεραθεί, αλλά και θα καεί. Λοιπόν προσοχή από τη φωτιά και μη μένεις μακριά από την πνευματική πηγή της χριστιανικής ορθόδοξης διδασκαλίας» (Απόσπασμα επιστολής οσίου Αμφιλοχίου της Πάτμου στον Ηλία Καλαντζή, Πάτμος 25-2-1960).

Ο νεώτερος μεγάλος όσιος της εποχής μας Αμφιλόχιος Μακρής (1889-1970) επισημαίνει τον κίνδυνο που υπάρχει όχι μόνο για το πνευματικό του τέκνο αλλά και για κάθε χριστιανό: να αποξηρανθεί ή και να καεί! Πότε; Όταν μένει μακριά από την πηγή που είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Διότι Εκείνος είναι η πηγή της Ζωής, Εκείνος είναι η πηγή του ζωντανού νερού που ξεδιψάει όχι βεβαίως το σώμα του ανθρώπου αλλά το ίδιο το κέντρο της ύπαρξής του, την καρδιά του. Από αυτήν τη δίψα δεν ταλαιπωρείται ο κόσμος διαχρονικά και παγκόσμια; Μπορεί να έχει τα πάντα στη ζωή του: χρήματα, ανέσεις, δόξες και τιμές, αν δεν έχει συναντήσει όμως τον Χριστό στη ζωή του κείται χαμένος και νεκρός – σαν ένα σφουγγάρι που ξεραίνεται και καίγεται όταν βρίσκεται δίπλα ή καλύτερα μέσα στη φωτιά. «Όποιος διψάει ας έρθει σε μένα και ας πιει» είναι η διαρκής προτροπή του Κυρίου. Και «όποιος πιει από το νερό που εγώ θα του δώσω, δεν πρόκειται ποτέ να διψάσει στους αιώνες». 

Κι ο άγιος Αμφιλόχιος, ο γλυκός αυτός άγιος που μαθήτευσε δίπλα και στον άγιο Νεκτάριο – πώς ο Θεός έφερε κοντά δύο πυρακτωμένες από την αγάπη Του καρδιές! – διευκρινίζει: μένει κανείς κοντά στον Χριστό και στο νερό που δίνει, την ίδια τη ζωή Του δηλαδή, όταν μένει μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι εκείνη που κρατάει ζωντανή την εικόνα και την παρουσία Του, προσφέροντας το ύδωρ της διδασκαλίας Του μαζί βεβαίως με το σώμα και το αίμα Του. Κι ας δούμε πόσο διακριτικά προσεκτικός είναι ο άγιος: κοντά βεβαίως στην Εκκλησία, αλλά σ’ εκείνην που την αντιπροσωπεύουν ιερά πρόσωπα – αυτά «παρουσιάζουν την πραγματικότητά της»! Και ποια είναι αυτά τα ιερά πρόσωπα; Όσοι βαδίζουν «όπως οι απόστολοι και οι πατέρες της Εκκλησίας». Που σημαίνει: μακριά από αιρέσεις και κάθε είδους υπερβολή. Γιατί «οι μεγάλες ασθένειες είναι η αδράνεια και η υπερβολή» (στην ίδια επιστολή).  

ΤΡΙΤΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τήν τετραυματισμένην μου ψυχήν καί τεταπεινωμένην ἐπίσκεψαι, Κύριε, ἰατρέ τῶν νοσούντων καί τῶν ἀπηλπισμένων λιμήν ἀχείμαστε˙ σύ γάρ εἶ ὁ ἐλθών Λυτρωτής τοῦ Κόσμου ἐγεῖραι ἐκ φθορᾶς τόν παραπεσόντα˙ κἀμέ προσπίπτοντα ἀνάστησον, διά τό μέγα σου ἔλεος» (απόστιχα Αίνων Τριωδίου, ήχος βαρύς).

(Επισκέψου, Κύριε, την τραυματισμένη και ταπεινωμένη ψυχή μου, Συ που είσαι ο ιατρός των νοσούντων και ο γαλήνιος λιμένας των απελπισμένων. Διότι Εσύ ήλθες ως Λυτρωτής του κόσμου για να σηκώσεις από τη φθορά τον άνθρωπο που ξέπεσε. Ανάστησε κι εμένα που πέφτω στις αμαρτίες καθημερινά λόγω του μεγάλου ελέους Σου).

Μέσα σε κλίμα θερμότατης και ζέουσας μετάνοιας ο άγιος υμνογράφος – σε άλλο σημείο (ωδή θ΄) θα πει ακριβώς να προσέλθουμε στο Πυρ του Θεού για να καταφλέξουμε τα πάθη μας «θερμοτάτῳ λογισμῷ τῆς μετανοίας» - βλέπει τον εαυτό του στη θέση του ανθρώπου, από τη γνωστή παραβολή του Καλού Σαμαρείτου, ο οποίος κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ περιέπεσε σε ενέδρα ληστών και κινδύνεψε να πεθάνει. Κι ενώ τον προσπέρασαν αδιάφορα δύο θρησκευτικοί άνθρωποι του Ισραήλ, βρέθηκε ένας (μη πιστός θεωρούμενος) Σαμαρείτης που όχι ενδιαφέρθηκε για τον ημιθανή άνθρωπο, αλλά αφιέρωσε όσο μπορούσε τον εαυτό του – τον χρόνο του, την άνεσή του, τα χρήματά του – προκειμένου να βρει και πάλι την υγεία του ο τραυματισμένος.

Ο εκκλησιαστικός ποιητής κινείται με την καθιερωμένη ερμηνεία της παραβολής από την Παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας: ο ταλαίπωρος άνθρωπος είναι γενικά ο άνθρωπος του κόσμου τούτου διαχρονικά και όπου γης, ο οποίος έπεσε στην παγίδα των ληστών δαιμόνων και έκτοτε στις παγίδες των παθών της αμαρτίας, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί και να ταπεινωθεί σ’ έναν κόσμο πια εχθρικό προς αυτόν, κυριολεκτικά χαμένος και σχεδόν νεκρός! Ο Καλός Σαμαρείτης είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Οποίος ακριβώς ήλθε στον κόσμο ως ο μοναδικός Λυτρωτής και ως ο απόλυτος Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, ώστε να θεραπεύσει τον άνθρωπο και να τον αποκαταστήσει υγιή, δεδομένου ότι δεν υπήρχε περιθώριο θεραπείας από οπουδήποτε αλλού.

Τραυματισμένος λοιπόν και ταπεινωμένος από την αμαρτία ο άγιος υμνογράφος και κάθε άνθρωπος – «μέγα τραῦμα» χαρακτηρίζει μάλιστα η πίστη μας τον άνθρωπο τον πεσμένο στην αμαρτία. Αλλά ενώ κάθε άνθρωπος βρίσκεται στην κατάσταση αυτή, δεν έχουν τα μάτια όλοι να δουν την κατάντια και τις όζουσες πληγές ώστε να αντιδράσουν και σωστά. Μάτια που βλέπουν έχουν μόνο οι πιστοί στον Χριστό, οι άνθρωποι της Εκκλησίας. Και σαν τον άγιο υμνογράφο προσφεύγουν στον μόνο Ιατρό, τον Κύριο Ιησού Χριστό, για να Του προσφέρουν ακριβώς τις πληγές τους. Εδώ βρίσκεται το μεγαλείο της πίστης μας: δεν μας αντιμετωπίζει «τυφλά» και ανελέητα, ζητώντας μας πράγματα που υπερβαίνουν τις δυνάμεις μας. Ο Θεός μας γνωρίζει την πτώση μας, έχει πλήρη επίγνωση της αδυναμίας μας, παρ’ όλα αυτά μάς αγαπά και μάλιστα υπέρμετρα. Γιατί είναι η πηγή του Ελέους και της Αγάπης, όπως το σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «ὄντων ἡμῶν ἁμαρτωλῶν, Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν». Μας αγάπησε ο Θεός και πέθανε για χάρη μας, όταν ήμασταν βουτηγμένοι μέσα στις αμαρτίες μας.

Λοιπόν, η χαρά Του είναι ακριβώς αυτή: να αποδεχτούμε τη θεραπευτική αγάπη Του, προσφέροντάς Του το μόνο που μπορούμε: τις πληγές και τα βάσανά μας λόγω της αμαρτίας μας. Ό,τι συνέβη και με τον άγιο Ιερώνυμο, ο οποίος Χριστούγεννα ευρισκόμενος στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, έκλαιγε από ευγνωμοσύνη προς τον Θεό του, αναλογιζόμενος τις άπειρες ευεργεσίες Του προς αυτόν και τον κόσμο όλο. Και στη με δάκρυα προσευχή του τι να Του προσφέρει ως δώρο άκουσε τη φωνή Του: «Ιερώνυμε, τις αμαρτίες σου δώσε μου. Αυτό θα είναι το μεγαλύτερο δώρο σου σε Μένα». Πρόκειται για τη βεβαίωση του ίδιου του Κυρίου που αποκαλύπτει ότι «χαρά γίνεται ἐν Οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι». Βλέπει δηλαδή κανείς τις αμαρτίες του, συναισθάνεται την κατάντια του και με ελπίδα προσφεύγει στην απειρία της αγάπης του Χριστού μας εν μετανοία; Τότε προκαλεί τη μεγαλύτερη χαρά σε όλον τον Ουρανό.

Η εμπειρία του κάθε εν επιγνώσει πιστού στην Εκκλησία, από τον καθημερινό πνευματικό του αγώνα με τις πτώσεις αλλά και με τη μετάνοιά του, όπως και από το μυστήριο της εξομολογήσεως, νομίζουμε ότι επιβεβαιώνει τον λόγο του υμνογράφου μας.

15 Απριλίου 2024

ΔΕΥΤΕΡΑ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ὁ ὡραιότατος καιρός ἐφέστηκεν, ἡ ἀξιέπαινος ἡμέρα ἔλαμψε τῆς ἐγκρατείας, ἀδελφοί, σπουδάσωμεν καθαρθῆναι˙ ὅπως ἐποφθείημεν, καθαροί τῷ Ποιήσαντι, και τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ ἐπιτύχωμεν, πρεσβείαις τῆς αὐτόν κυησάσης μόνης ἁγνῆς Θεομήτορος» (κάθισμα όρθρου Τριωδίου).

(Έφτασε ο πιο ωραίος και κατάλληλος πνευματικά καιρός, έλαμψε η αξιέπαινη ημέρα της εγκράτειας, αδελφοί. Ας σπεύσουμε να καθαρισθούμε ψυχικά. Με σκοπό και ευχόμενοι να φανούμε καθαροί στον Δημιουργό μας, και να φθάσουμε να δούμε την ωραιότητά Του, με τις πρεσβείες της μόνης αγνής Θεομήτορος που τον εγέννησε ως άνθρωπο).

Σύντομο σχόλιο στον μακαρισμό του Κυρίου «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» ο ύμνος, μάς υπενθυμίζει ότι όλος ο σκοπός της πνευματικής ασκητικής διαγωγής του χριστιανού, και όχι μόνον βεβαίως του μοναχού και ασκητή, είναι πώς να κοινωνήσει τον Θεό του, πώς να γίνει δηλαδή μέτοχος της θεοποιού ενέργειας του Τριαδικού Θεού: να κατοικήσει ο Θεός μέσα του, κάτι που με άλλες λέξεις ονομάζεται όραση Αυτού ή επίτευξη της ωραιότητάς Του. Κι είναι ιδιαιτέρως σημαντική η λέξη «ὡραιότης» που χρησιμοποιεί ο άγιος υμνογράφος μιλώντας για τον Δημιουργό μας Χριστό, διότι σ’ Αυτόν μόνο βρίσκεται η πηγή της ωραιότητας, με την έννοια της απόλυτης αγνότητας και καθαρότητας, συνεπώς με την έννοια του πληρώματος όλων των αγαθών και όλων των χαρίτων. Ωραίος δηλαδή για τη χριστιανική πίστη δεν είναι ο άνθρωπος που έχει απλώς όμορφα χαρακτηριστικά προσώπου και σώματος – αυτά είναι με σύντομη ημερομηνία λήξεως και μπορούν να αλλοιωθούν ανά πάσα στιγμή – αλλά ο άνθρωπος που ποθεί να μοιάσει στον Δημιουργό του και κινείται ψυχή τε και σώματι προς τα εκεί που είναι το Φώς Του. Οι άγιοι είναι οι ωραίοι και ώριμοι της ζωής αυτής.

Ποιος ο δρόμος, κατά τον Κύριο και τον εκκλησιαστικό ποιητή, για να φθάσει κανείς στο υπερμέγιστο αυτό ύψος θεοκοινωνίας; Ο αγώνας για κάθαρση της καρδιάς από ό,τι αμαρτωλό και εμπαθές την βρομίζει. Δεν είναι δυνατόν ο απόλυτα καθαρός Θεός να βρει τόπο κατοικίας σε μία καρδιά που πονηρεύεται, δηλαδή δεν είναι στραμμένη εντελώς προς τον Θεό και λειτουργεί με κριτήριο τον εγωισμό της. Και τι πρέπει συγκεκριμένα να κάνει ο άνθρωπος; Να σπεύδει, («σπουδάσωμεν»), εκεί που είναι η αγάπη Εκείνου με αντίστοιχο τρόπο πόθου και αγάπης προς Αυτόν. Κι αυτό σημαίνει σπουδή τήρησης των αγίων εντολών του Χριστού, διότι, όπως διαρκώς αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού, μέσα στις εντολές και το θέλημα του Κυρίου «κρύβεται» ο Ίδιος. Αγωνιζόμενος λοιπόν ο πιστός να τηρεί τις εντολές του Θεού: την ταπεινή αγάπη πρώτιστα, καθαρίζει την καρδιά του, γεγονός που το καταλαβαίνει από την αίσθηση της σάρκωσης του Θεού μέσα του, ή αλλιώς όπως είπαμε από το άνοιγμα των πνευματικών οφθαλμών του για να θεάται την ωραιότητα του Κυρίου του ως μέτοχος και αυτός της ίδιας ωραιότητας.

Ο άγιος υμνογράφος συμπληρώνει: η Σαρακοστή είναι ο πιο κατάλληλος καιρός για τον πνευματικό αυτόν αγώνα, γιατί προβάλλει την αρετή της εγκράτειας, η οποία καθώς περιορίζει τον αισθητό και υλικό ορίζοντα της ζωής μας μάς οδηγεί εύκολα στον ορίζοντα του Θεού. Κι ακόμη: στον αγώνα αυτόν έχουμε βοηθό την Υπέρμαχο Στρατηγό, την ίδια τη Θεομήτορα, η οποία δεν έχει μεγαλύτερη χαρά από το να βλέπει τα πιστά παιδιά της να ακολουθούν τον Υιό και Θεό της. Δύσκολος ο αγώνας, αλλά η υπέροπλος δύναμις ακατανίκητη.   

13 Απριλίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)

 

    «Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι» (Μάρκ. 9, 23)

Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας μάς μεταφέρει λίγο καιρό πρό του Πάθους του Κυρίου. Κατέβηκε ο Κύριος από το Θαβώρ όπου είχε μεταμορφωθεί ενώπιον των τριών μαθητών Του και  αντιμετώπισε μία τραγική κατάσταση: την αγωνία ενός ανήμπορου πατέρα που το παιδί του ήταν δαιμονισμένο, αλλά και την αδυναμία των μαθητών Του να προσφέρουν κάτι θετικό για τη θεραπεία του παιδιού. Κι εκείνο που μας προβληματίζει, πέραν των άλλων, είναι η απάντηση του Κυρίου στον πατέρα, όταν εκείνος τον προκάλεσε αν μπορεί να κάνει καλά το παιδί του: «Ὁ δέ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ∙ τό Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι».

1. Ο πατέρας του δαιμονισμένου παιδιού διαπιστώνει την αδυναμία του μπροστά στην ασθένεια του παιδιού του. Βλέπει ότι ανθρωπίνως δεν υπάρχει ίαση. Ασφαλώς είχε πάει το παιδί του στους ιατρούς και στους ιερείς της εποχής. Μα το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Και τότε καταφεύγει στον Χριστό, μετά μάλιστα την αδυναμία και των μαθητών Εκείνου. Αισθάνεται ότι Εκείνος μόνο μπορεί να έχει τη δύναμη που ο ίδιος, οι ιατροί, οι μαθητές δεν έχουν. Προφανώς η βαθειά του επιθυμία ήταν να μπορούσε αυτός ως πατέρας μπροστά στην τραγωδία του παιδιού του να ήταν παντοδύναμος. Να δώσει λύσει στο πρόβλημα του παιδιού του.

2. Η απάντηση του Κυρίου ήταν απρόσμενη. Του δίνει ο Κύριος να καταλάβει ότι η παντοδυναμία ναι μεν σχετίζεται με τον Θεό – ο Θεός είναι ο απόλυτα δυνατός – μα είναι και δυνατότητα του ανθρώπου. «Πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι» τον βεβαιώνει. Κι ο λόγος είναι ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό όχι για να είναι ένα απλό ον μέσα στη Δημιουργία του Θεού, αλλά να είναι η κορωνίδα και ο βασιλέας αυτής. «Μικρός Θεός επί τῆς γῆς». «Ἐν σαρκί περιπολῶν Θεός» κατά τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.  Η αμαρτία όμως ως επανάσταση κατά του Δημιουργού χάλασε τον άνθρωπο. Η δύναμή του μεταβλήθηκε σε αδυναμία. Κι αυτό γιατί έχασε την επαφή με την πηγή της δυνάμεως, τον Θεό. Αποκομμένος ο άνθρωπος της πτώσεως από τον Θεό έγινε μικρός, φοβισμένος και υπό συνεχή απειλή. Η δίψα όμως για παντοδυναμία παρέμενε, παίρνοντας όμως λανθασμένους δρόμους. Κι οι λανθασμένοι αυτοί δρόμοι ήταν δύο ειδών: (1) ο δρόμος της σχέσης με τα πονηρά πνεύματα, τον διάβολο, (2) ο δρόμος της στήριξης σε επίγειες «δυνάμεις»: το χρήμα, τη μόρφωση, την εξουσία.

Η πράξη όμως και η εμπειρία απέδειξαν και αποδεικνύουν το ψευδές των δρόμων αυτών. Διότι η σχέση πρώτον με τον διάβολο αποδεικνύεται διαχρονικά ότι αποτελεί υποδούλωση του ανθρώπου σ’ αυτόν που είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του και που οδηγεί στη μεγαλύτερη ανασφάλεια και στον μεγαλύτερο φόβο. Ο διάβολος ως γνωστόν με δηλωμένο το μίσος του προς τον άνθρωπο και όλη τη δημιουργία μόνο φόβο του δημιουργεί, ενώ ο ίδιος αποκαλύπτεται με τον ερχομό του Χριστού ότι είναι παντελώς ανίσχυρος. Δεν έχει δύναμη ούτε τα γουρούνια να πειράξει, γι’ αυτό και κατά την έκφραση του αγίου Γέροντος Παϊσίου του αγιορείτου «είναι σαν το φίδι που δεν έχει δηλητήριο και σαν το σκυλί που του έχουν αφαιρέσει τα δόντια». Δεύτερον, η στήριξη σε επίγειες δυνάμεις φαίνεται καθημερινά να αποτυγχάνει. Μία αρρώστια, μία αποτυχία, μία απλή πολλές φορές εναλλαγή των καταστάσεων του κόσμου τούτου, ένας ιός..., οδηγούν στο παταγώδες γκρέμισμα των ανθρωπίνων «παντοδυναμιών».

3. Ο Κύριος λοιπόν προσανατολίζει στην αληθινή παντοδυναμία. Κτίζει και πάλι τον αληθινό και δυνατό άνθρωπο που μπορεί τα πάντα. Με μία προϋπόθεση: ο άνθρωπος να ξαναβρεί την πίστη του στον Θεό. Για τον Κύριο ο ένθεος άνθρωπος, ακριβώς λόγω της απόλυτης δύναμης του Θεού, γίνεται και πάλι κι αυτός παντοδύναμος. «Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι», λέει, «πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι». Ο αληθινά πιστός είναι παντοδύναμος. Η πίστη είναι η ξεχασμένη και παραθεωρημένη από τον άνθρωπο δύναμη. «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (απ. Παύλος).

4. Και μιλάμε για την πίστη ως σχετίζουσα τον άνθρωπο με τον παντοδύναμο Θεό, γιατί δεν υπάρχει στον κόσμο αυτό άλλη όραση του Θεού πέρα από την πίστη. Μόνο διά της πίστεως βλέπουμε και ζούμε τον Θεό στη ζωή αυτή, όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «Πίστις ἐστίν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε μακάρισε όχι αυτούς που επιζητούν με τις αισθήσεις τους να Τον δουν, αλλά τους πιστούς σ’ Αυτόν. «Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες» είπε. Μόνο μετά τη ζωή αυτή θα βλέπουμε τον Κύριο και θα Τον ζούμε «πρόσωπον πρός πρόσωπον». Μέχρι τότε όμως «διά πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ δι’ εἴδους».  «Ὅ νῦν ζῶ ἐν σαρκί ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (απόστολος Παύλος).

5. Κι είναι περιττό βεβαίως να υπενθυμίσουμε ότι δεν αναφερόμαστε σε μία πίστη θεωρητική, την οποία άλλωστε έχουν και τα δαιμόνια. Αναφερόμαστε στην πίστη εκείνη που αποκτάται μέσα στο ζωντανό σώμα του Κυρίου, την Εκκλησία, στον βαθμό που ο άνθρωπος σωστά θα ενταχθεί σ’ αυτήν διά του εν μετανοία βαπτίσματος και χρίσματός του, ενώ ενεργοποιείται και ζωντανεύει κάθε φορά διά της αγάπης, δηλαδή διά της τηρήσεως της βασικής εντολής του Κυρίου. «Πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη». Έτσι όσο εφαρμόζει κανείς ως μέλος Χριστού την εντολή Αυτού και αγαπά: τον Θεό και τον άνθρωπο, τόσο και γίνεται παντοδύναμος, τόσο δηλαδή γίνεται διαφανής και μέσον προκειμένου να εκφραστεί δι’ αυτού η παντοδυναμία του Θεού.

Ο πατέρας του παραπάνω περιστατικού βρήκε το κουράγιο να πιστέψει και γι’ αυτό γεύτηκε τη δύναμη του Χριστού πάνω σ’ αυτόν και πάνω στο παιδί του. Εμείς έχουμε το κουράγιο αυτό; Όσο μένουμε πάντως  κρυμμένοι στη μιζέρια και την υποτιθέμενη αδυναμία μας, όσο δηλαδή απιστούμε στον Χριστό και στους λόγους Του, τόσο πράγματι η αδυναμία με διαρκώς αυξανόμενη ένταση θα γίνεται το γνώρισμα της ζωής μας. Η παντοδυναμία όμως του Χριστού πρόκειται ενώπιόν μας για να γίνει και δική μας.  Η Μεγάλη Σαρακοστή μάλιστα με την όλη ζωή της  αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση και πρόσκληση για τη μεγαλειώδη αυτή προοπτική.