09 Μαΐου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ

 

«Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος καταγόταν ἀπὸ ἡμιβάρβαρη φυλὴ καὶ ὀνομαζόταν Ρεμπρόβος, ποὺ σημαίνει ἀδόκιμος, ἀποδοκιμασμένος, κολασμένος. Πιθανότατα ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251), ὅταν στὴν Ἀντιόχεια Ἐπίσκοπος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βαβύλας († 4 Σεπτεμβρίου).

Ὁ Ἅγιος ὡς πρὸς τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση ἦταν τόσο πολὺ ἄσχημος, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖτο «κυνοπρόσωπος».

Ἡ μεταστροφή του στὸν Χριστὸ ἔγινε μὲ τρόπο θαυμαστό. Συνελήφθη αἰχμάλωτος σὲ μάχη, ποὺ διεξήγαγε τὸ ἔθνος του μὲ τὰ Ρωμαϊκὰ αὐτοκρατορικὰ στρατεύματα. Κατατάγηκε στὶς Ρωμαϊκὲς λεγεῶνες καὶ πολέμησε κατὰ τῶν Περσῶν, ἐπὶ Γορδίου καὶ Φιλίππου.

Ὅταν ἦταν ἀκόμη κατηχούμενος, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Χριστό, ἐγκαταστάθηκε σὲ ἐπικίνδυνη δίοδο ποταμοῦ καὶ μετέφερε δωρεὰν ἐπὶ τῶν ὤμων του ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ διέλθουν τὸν ποταμό.  Μία μέρα παρουσιάσθηκε πρὸς αὐτὸν μικρὸ παιδί, τὸ ὁποῖο τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν περάσει στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Ὁ Ρεμπρόβος πρόθυμα τὸ ἔθεσε ἐπὶ τῶν ὤμων του καὶ στηριζόμενος ἐπὶ τῆς ράβδου του εἰσῆλθε στὸν ποταμό. Ὅσο ὅμως προχωροῦσε, τόσο τὸ βάρος τοῦ παιδιοῦ αὐξανόταν, ὥστε μὲ μεγάλο κόπο κατόρθωσε νὰ φθάσει στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Μόλις ἔφθασε στὸν προορισμό του, κατάκοπος εἶπε στὸ παιδὶ ὅτι καὶ ὅλο τὸν κόσμο νὰ σήκωνε δὲν θὰ ἦταν τόσο βαρύς. Τὸ παιδὶ τοῦ ἀπάντησε: «Μὴν ἀπορεῖς, διότι  δὲν μετέφερες μόνο τὸν κόσμο ὅλο, ἀλλὰ καὶ τὸν πλάσαντα αὐτόν. Εἶμαι Ἐκεῖνος στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ὁποίου ἔθεσες τὶς δυνάμεις σου καὶ σὲ ἀπόδειξη αὐτοῦ φύτεψε τὸ ραβδί σου καὶ αὔριο θὰ ἔχει βλαστήσει», καὶ ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε. Ὁ Ρεμπρόβος φύτεψε τὴν ράβδο καὶ τὴν ἑπομένη τὴν βρῆκε πράγματι νὰ ἔχει βλαστήσει. Μετὰ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Βαβύλα, ὁ ὁποῖος τὸν μετονόμασε σὲ Χριστοφόρο. Ἡ ἄκτιστη θεία Χάρη, ποὺ ἔλαβε τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος, μεταμόρφωσε ὅλη του τὴν ὕπαρξη. Καὶ αὐτὴ ἀκόμα ἡ δύσμορφη ὄψη του φαινόταν φωτεινότερη καὶ ὀμορφότερη.

Στὴν Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ὁ Ἅγιος εἰκονίζεται νὰ μεταφέρει στὸν ὦμο του τὸν Χριστό. Ἐξ ἀφορμῆς ἴσως τοῦ γεγονότος αὐτοῦ θεωρεῖται προστάτης τῶν ὁδηγῶν καὶ στὸ Μικρὸν Εὐχολόγιον καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἀκολουθία «ἐπὶ εὐλογήσει νέου ὀχήματος» ὑπάρχει, πρῶτο στὴ σειρά, τὸ ἀπολυτίκιό του.

Κατὰ τὸν τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμό, λίγο μετὰ τὴν βάπτισή του, εἶδε Χριστιανοὺς νὰ κακοποιοῦνται ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἀπὸ ἀγανάκτηση ἐπενέβη καὶ ἔκανε δριμύτατες παρατηρήσεις πρὸς αὐτούς, διέφυγε δὲ τὴ σύλληψη χάρη στὸ γιγαντιαῖο του παράστημα καὶ τὴν ἡράκλεια δύναμή του. Καταγγέλθηκε ὅμως στὸν αὐτοκράτορα καὶ διατάχθηκε ἡ σύλληψή του. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀπεστάλησαν διακόσιοι στρατιῶτες. Αὐτοί, ἀφοῦ ἐρεύνησαν σὲ διάφορα μέρη, τὸν βρῆκαν κατὰ τὴν στιγμὴ τὴν ὁποία ἑτοιμαζόταν νὰ γευματίσει ἕνα κομμάτι ξερὸ ψωμί. Κατάκοποι οἱ στρατιῶτες καὶ πεινασμένοι ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Χριστοφόρο νὰ τοὺς δώσει νὰ φάγουν καὶ ὡς ἀντάλλαγμα τοῦ ὑποσχέθηκαν ὅτι δὲν θὰ τὸν κακομεταχειρίζονταν. Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, βλέποντας ὅτι πλὴν τοῦ ξεροῦ ἄρτου δὲν ὑπῆρχε καμία ἄλλη τροφή, εἰρωνευόμενος τὸν Χριστοφόρο, τοῦ εἶπε ὅτι εὐχαρίστως θὰ γινόταν Χριστιανός, ἐὰν εἶχε τὴν δύναμη νὰ τοὺς χορτάσει ὅλους μὲ τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἄρτου. Τότε ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ γονάτισε, ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ τὸν Χριστὸ νὰ πολλαπλασιάσει τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἄρτου, ὅπως πολλαπλασίασε τοὺς πέντε ἄρτους στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ χορτάσουν οἱ πεινῶντες στρατιῶτες καὶ νὰ φωτισθοῦν στὴν ἀναγνώριση καὶ ὁμολογία Αὐτοῦ. Ἡ παράκληση τοῦ Ἁγίου εἰσακούσθηκε καὶ τὸ τεμάχιο τοῦ ἄρτου πολλαπλασιάσθηκε. Βλέποντας οἱ στρατιῶτες τὸ θαῦμα αὐτό, προσέπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς γνωρίσει καλύτερα τὸν Θεό του. Ὁ Ἅγιος ἐξέθεσε μὲ ἁπλότητα τὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ἀφοῦ ὅλοι ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνουν Χριαστιανοί, τοὺς ὁδήγησε πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας Βαβύλα, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τοὺς κατήχησε, τοὺς βάπτισε. Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Δέκιος πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, τοὺς μὲν στρατιῶτες συνέλαβε καὶ ἀποκεφάλισε, τὸν δὲ Χριστοφόρο προσπάθησε μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ μεταπείσει, ἀλλὰ οἱ προσπάθειές του προσέκρουσαν στὴν ἐπίμονη ἄρνηση αὐτοῦ. Κατόπιν τούτου ἔστειλε πρὸς αὐτὸν δύο διεφθαρμένες γυναῖκες, τὴν Ἀκυλίνα καὶ τὴν Καλλινίκη, ἐλπίζοντας ὅτι μὲ τὰ θέλγητρά τους θὰ τὸν σαγήνευαν καὶ θὰ τὸν παρέσυραν. Οἱ δύο γυναῖκες, ἀφοῦ ἄκουσαν τὴν προτροπὴ τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ ἐπανέλθουν στὸν δρόμο τῆς ἁγνότητας καὶ τῆς ἀρετῆς, ἔγιναν Χριστιανὲς καί, ἀφοῦ παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου, ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο.

Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Χριστοφόρος ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ τέλος ὑπέστη τὸν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο τὸ 251.Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριο αὐτοῦ κοντὰ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου στὸ Κυπαρίσσιον καὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου, πλησίον τῆς Ἁγίας Εὐφημίας τῶν Ὀλυβρίου» (Ιστολόγιο«ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ»).                           

Έχει πολλές φορές ειπωθεί ότι η μελέτη των βίων των αγίων είναι από τα σημαντικότερα αναγνώσματα για την πνευματική προκοπή των χριστιανών. Κι αυτό γιατί η ζωή τους αποτελεί την ενσάρκωση του Ευαγγελίου, την έμπρακτη επιβεβαίωση αυτού που μαρτυρεί ο λόγος του Θεού. Ό,τι βλέπουμε στον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, στον Οποίο ο λόγος ήταν η έκφραση της ζωής Του και η ζωή Του ήταν ο υπομνηματισμός του λόγου Του, κατά τον ίδιο τρόπο, σ᾽ έναν βαθμό, βλέπουμε και στους αγίους μας. Κι ιδιαιτέρως σ᾽ εκείνες τις στιγμές τους που καταθέτουν και την ίδια τη ζωή τους θυσία για την αγάπη του Θεού. Από την άποψη αυτή τα ανδραγαθήματα των αγίων, τα μαρτύρια που πέρασαν και ο τρόπος που τα αντιμετώπιζαν αποτελούν για τους πιστούς τη δίοδο για να εισπράττουν τη χάρη του Θεού. Αυτός δηλαδή που ενίσχυε τους αγίους στα μαρτύριά τους, η χάρη που τους έδιδε ώστε να αντέχουν και να υπερβαίνουν τα βάσανα, ο Ίδιος Αυτός διοχετεύεται και στους πιστούς όταν εν πίστει και αγάπη έρχονται σε επαφή με ό,τι υπέστησαν οι μάρτυρες για χάρη του Κυρίου. Κι αυτό σημαίνει ότι χριστιανός που δεν μελετά τους βίους των αγίων μας στερεί τον εαυτό του από μία ιδιαίτερη χάρη που προσφέρει ο Κύριος στον κόσμο. Την αλήθεια αυτή επισημαίνει ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού ο άγιος υμνογράφος: «Εμπρός ας τιμήσουμε τους άθλους του Χριστοφόρου, μέσω των οποίων πηγάζει σ᾽ εμάς η αέναη χάρη του Χριστού που δίνει τη ζωή». Γι᾽ αυτό και δεν είναι υπερβολή ο λόγος του ότι «το μνημόσυνο του μάρτυρα μας προσφέρει ως εωδία με έντονο μάλιστα τρόπο τα πολύαθλα πάθη των αγωνισμάτων του, σαν να μυρίζει κανείς την έντονη και μεθυστική μυρωδιά των ανοιξιάτικων τριαντάφυλλων»  (στιχηρό εσπερινού).

Ο άγιος Θεοφάνης, ο ποιητής του κανόνα του αγίου Χριστοφόρου, τονίζει με έμφαση την παραπάνω αλήθεια, σημειώνοντας όμως ότι η μέθεξη της χάρης του Θεού μέσω του μαρτυρίου ενός αγίου συμβαίνει μόνον  στους πιστούς, μόνο δηλαδή  σε εκείνους που επίσης είναι  χριστοφόροι σαν τον άγιο Χριστοφόρο, που εκτός από τη χάρη είχε και το όνομα. Με άλλα λόγια, ένας άσχετος προς τη χριστιανική πίστη, ένας αβάπτιστος ας πούμε ή και ένας βαπτισμένος μεν αλλά που δεν έχει ενεργοποιήσει το βάπτισμά του και ζει ως άθεος εν τω κόσμω, όχι μόνο δεν μπορεί να οσφρανθεί τη χάρη του μαρτυρίου, αλλά μπορεί και να διακωμωδήσει το μαρτύριο και να βλασφημήσει τον άγιο, περιπίπτοντας στη βλασφημία του αγίου Πνεύματος, ως αδυναμία οράσεως της παρουσίας του Θεού στη ζωή ενός αγίου. Πώς φανερώνει την αλήθεια αυτή ο άγιος Θεοφάνης; Όχι μία φορά καλεί προς δοξολογία του μάρτυρα τους χριστοφόρους ανθρώπους. «Εμπρός σήμερα όλοι οι χριστοφόροι και θεόφρονες ας ανυμνήσουμε με ευσέβεια τη μνήμη του Χριστοφόρου, του μάρτυρα της αλήθειας» (ωδή α´). Και στους στίχους του συναξαρίου του αγίου σημειώνει: «Εγώ ως χριστοφόρος γνωρίζω εσένα τον Χριστοφόρο, που θυσιάστηκες προς  χάρη του Χριστού του Θεού με ξίφος».

Ο εκκλησιαστικός ποιητής στον κανόνα του δεν κάνει καθόλου λόγο ούτε για τη δυσμορφία του προσώπου του αγίου Χριστοφόρου ούτε και για το περιστατικό της μεταφοράς στους ώμους του του παιδίου Χριστού. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η ωραιότητα της ψυχής του αγίου, η οποία πλημμύριζε από την αγάπη προς τον Χριστό και την αδιάκοπη μελέτη για την απόλαυση της βασιλείας Του, μελέτη μάλιστα  που αποτελούσε και την τροφή του αγίου Χριστοφόρου. «Η θεοφιλής σου ψυχή τρεφόταν με την αγάπη, καθώς μελετούσε, Χριστοφόρε, την απόλαυση της βασιλείας του Χριστού» (ωδή γ´). Η επικέντρωση στην ομορφιά της ψυχής του αγίου αποτελεί προφανώς και την απάντηση για τις παραπάνω δύο ῾ελλείψεις᾽ - η δυσμορφία του προσώπου του αγίου εξαφανίζεται από την εσωτερική ωραιότητα, κατά το λόγιο της Γραφής «καρδίας ευφραινομένης πρόσωπον θάλλει», το πρόσωπο του ανθρώπου ζωντανεύει και ομορφαίνει, όταν η καρδιά ευφραίνεται· η μεταφορά του παιδίου Χριστού στους ώμους του αγίου ερμηνεύεται είτε ως μή αποδοχή από τον υμνογράφο της πραγματικότητας του περιστατικού είτε ως συμβολική αποδοχή, με την έννοια ότι ο άγιος Χριστοφόρος, όπως δηλώνει και το όνομά του, έφερε στην καρδιά του πάντοτε τον Χριστό, ως πράγματι λοιπόν και ονόματι Χριστοφόρος.

Η στερέωση της διάνοιας του αγίου πάντοτε στον Χριστό, φανέρωση της αγάπης του προς Εκείνον,  ήταν αυτή που του έδινε και τη δύναμη να αντέχει και τους πόνους βεβαίως του μαρτυρίου, αλλά και τους πειρασμούς άλλου μεγάλου μαρτυρίου: της σάρκας. Ο άγιος υμνογράφος δεν αφήνει ασχολίαστα και τα δύο. «Αγάπησες με τον τρόπο που έπρεπε την πιο ψηλή κορφή των επιθυμητών στον κόσμο, τον ίδιο τον Χριστό, αθλοφόρε, γι᾽ αυτό και δεν αισθανόσουν τους κόπους καθώς σε καταξέσχιζαν, έχοντας στερεωμένη τη διάνοιά σου πάντοτε στον Δεσπότη σου» (ωδή ς´). «Το φίδι, ο διάβολος δηλαδή, όπως κάποτε στον προπάτορα Αδάμ, σου πρόσφερε, μάρτυς, την πείρα των γυναικών. Ηττήθηκε όμως και ντροπιάστηκε, αποδεικνύοντας τους πειρασμούς παγίδες για τον ίδιο»  (ωδή δ´).  

08 Μαΐου 2024

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ

 

«Τόν ζωοποιόν σου Σταυρόν, ἀπαύστως προσκυνοῦντες Χριστέ ὁ Θεός, τήν τριήμερόν σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν∙ δι’ αὐτῆς γάρ ἀνεκαίνισας, τήν καταφθαρεῖσαν τῶν ἀνθρώπων φύσιν παντοδύναμε, καί τήν εἰς οὐρανούς ἄνοδον καθυπέδειξας ἡμῖν, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος» (Στιχηρόν ἀναστάσιμον, ἦχος δ΄).

(Προσκυνώντας ἀδιάκοπα, Χριστέ Θεέ μας, τόν Σταυρό Σου πού ἔφερε τή ζωή, δοξάζουμε τήν τριήμερη Ἀνάστασή Σου. Διότι μέ αὐτήν, παντοδύναμε, ἀνακαίνισες τήν ἀνθρώπινη φύση πού εἶχε καταφθαρεῖ (ἀπό τήν ἁμαρτία) καί μᾶς ὑπέδειξες τήν ἄνοδο στούς οὐρανούς, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος).

Τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μᾶς καλεῖ ὁ ἄγιος ὑμνογράφος νά δοξολογήσουμε. Γιατί ἦταν αὐτή πού ἔδωσε καινούργια ζωή στήν ἀνθρώπινη φύση πού εἶχε τραυματιστεῖ καί διαφθαρεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν Πονηρό διάβολο. Ἡ ἐπιλογή τῆς ἁμαρτίας δυστυχῶς ἀπό τούς πρωτοπλάστους ἦταν ἐπιλογή θανάτου. Νομίζοντας ὅτι ἀποκτοῦν τήν αἰώνια ζωή, κατά τήν ἀπατηλή ὑπόδειξη τοῦ Διαβόλου ὄφεως, εἶδαν μέ τρόμο ὅτι στράφηκαν κατά τοῦ ἑαυτοῦ τους, τραυματίστηκαν ἀνεπανόρθωτα, εἰσῆλθαν στό σκοτεινό τοῦνελ τῆς φθορᾶς καί τῆς κόλασης. Ἡ ζωή τους ἔκτοτε ὑπῆρξε πράγματι ὀδύνη καί στεναγμός, περιέπεσαν σέ κοιλάδα πένθους καί δακρύων. Ἡ μόνη ἐλπίδα τους ἦταν ἡ παρήγορη φωνή τοῦ Δημιουργοῦ ὅτι στό μέλλον κάποιος ἀπόγονος τῆς γυναίκας θά συνέτριβε τόν διάβολο καί θά τούς ἀποκαθιστοῦσε στήν πρωτινή τους κατάσταση κι ἀκόμη περισσότερο. Κι αὐτό βεβαίως ἔγινε μέ τήν ἐμφάνιση τῆς κόρης τῆς Ναζαρέτ, Μαριάμ, ἡ ὁποία γέννησε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί τῆς δικῆς της συνέργειας τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ ὡς ἄνθρωπο. Ὁ Χριστός πιά, ὁ δεύτερος Ἀδάμ, προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν ἕνωσε μέ τή Θεότητά Του, ὁπότε ἐν Χριστῷ ὁ ἄνθρωπος λυτρώθηκε – εἶδε καί πάλι Θεοῦ πρόσωπο. Ὅποιος πιά εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Χριστό, μέσα στό ζωντανό σῶμα Του τήν Ἐκκλησία, αὐτός καί ζεῖ μία νέα ζωή, πέρα ἀπό τήν ἀναγκαστική ροπή τῆς ἁμαρτίας, ζεῖ ἀπό τώρα τήν αἰώνια ζωή, δηλαδή τή ζωή τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀγάπη πρός τόν Θεό, τόν συνάνθρωπο, ὅλη τή Δημιουργία. «Εἴ τις ἐν Χριστῷ καινή κτίσις» πού λέει καί ὁ ἀπόστολος. «Ἰδού καινά ποιῶ πάντα», κατά τή βεβαίωση τοῦ Ἴδιου. Ὁ πιστός στόν Χριστό ἄνθρωπος πιά βρίσκεται στόν δρόμο πρός τόν Οὐρανό, καλύτερα ζεῖ ἀπό τώρα τόν Οὐρανό, γιατί βαδίζει πάνω στόν ἴδιο τόν Οὐρανό, τήν Ὁδό πού εἶναι ὁ Χριστός. 

Ἡ δοξολογία γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου πού ἄλλαξε τά δεδομένα τοῦ κόσμου ὅμως, μᾶς τονίζει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος, λειτουργεῖ παράλληλα μέ τόν Σταυρό Του. Ἡ Ἀνάσταση δέν θά ἐρχόταν, ἄν δέν προηγεῖτο ὁ Σταυρός. Κι ὁ Σταυρός δέν θά ὑπῆρχε, ἄν δέν ἐρχόταν ἡ Ἀνάσταση. Σταυρός καί Ἀνάσταση πάντοτε συνθεωροῦνται καί προσφέρονται ὡς μία διπλή ἐν μονάδι πραγματικότητα. Οὔτε μόνον ὀδύνη, ἀλλ’ οὔτε μόνο χαρά. Ἡ ὀδύνη μέσα στή χαρά καί ἡ χαρά μέσα στήν ὀδύνη. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὅποιος θέλει νά τονίσει τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου ὑπέρ τό δέον, ὑποβαθμίζοντας δηλαδή τήν Ἀνάσταση, κινεῖται, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ, σέ ἐπίπεδο πολιτικῆς∙ ὅποιος θέλει νά τονίσει τήν Ἀνάσταση εἰς βάρος τοῦ Σταυροῦ, αὐτός στήν πραγματικότητα κινεῖται σέ ἐπίπεδο οὐτοπίας. Γι’ αὐτό καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ἡ ὁποία προβάλλει τήν Ἀνάσταση τόσο ἔντονα, εἶναι αὐτή πού ἐξίσου τονίζει καί τόν Σταυρό. Ἄλλωστε ὅλη ἡ ἱστορία της εἶναι μία δοξολογική ἱστορία, μία ἱστορία θριάμβου, γιατί ἀκριβῶς εἶναι μία ἱστορία μαρτυρίου. Ὅπως ἡ δόξα τοῦ Κυρίου εἶναι ὁ Σταυρός – «νῦν ἐδοξάσθη ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου», σημειώνει ὁ Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής ἀναφερόμενος στή Σταυρική του θυσία - ἔτσι καί ἡ δόξα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας εἶναι τό μαρτύριο τῶν ἁγίων της, μαρτύριο καί αἵματος μά καί συνειδήσεως ὡς ἀγώνα τηρήσεως τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. Εἶναι ὁ δρόμος πού πρόβαλε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος γιά ὅλους ἀνά τούς αἰῶνες πιστούς καί μαθητές Του: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». Ἡ ἀκολουθία τοῦ Χριστοῦ ἐκβάλλει πάντοτε στήν Ἀνάσταση, ἀφοῦ προηγουμένως ὅμως ἔχει ὑπάρξει ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ ὡς ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ, δηλαδή ὡς βίωση τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης. Καί σ’ αὐτήν τήν πορεία δέν ὑπάρχουν διαλείμματα. «Ἀπαύστως προσκυνοῦντες τόν Σταυρόν» σημειώνει ὁ ὑμνογράφος, δηλαδή παντοτινά, χωρίς σταματημό. Ἄρα χωρίς σταματημό εἶναι καί ἡ βίωση τῆς Ἀνάστασης. Ὁ σταυρός τοῦ πιστοῦ μέ ἄλλα λόγια κατανοεῖται ὡς μετοχή τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, κι αὐτόν τόν σταυρό τόν δικό μας ἔτσι, τόν προσκυνᾶμε - ἀποδεχόμαστε ἐν πίστει καί ἀγάπῃ τά ὅποια «πάθια» μας - ὄχι γιατί εἴμαστε «μαζοχιστές», ἀλλά γιατί αὐτός φέρνει τή δυναμική τῆς ἀνάστασης ὡς χαρᾶς στή ζωή μας καί μᾶς κάνει νά ζοῦμε ἀπό τώρα τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.  

ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ

«Ὁ πανάγαθος Θεός καί φιλάνθρωπος Κύριός μας δέν ἀξίωσε τούς ἁγίους πού ἀγωνίστηκαν χάριν Αὐτοῦ μέ προθυμία – μαθητές καί Ἀποστόλους, Προφῆτες καί Μάρτυρες καί ὅλους αὐτούς πού Τόν εὐαρέστησαν –  νά γίνουν μέτοχοι μόνο τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καί τῶν αἰωνίων Του ἀγαθῶν, ἀλλά καί τούς τόπους στούς ὁποίους  διέπρεψαν καί τάφηκαν τούς φανέρωσε γεμάτους ἀπό τίς χάριτές Του καί τούς λάμπρυνε μέ πολλά θαύματα. Τό ἴδιο καί ὁ τάφος, στόν ὁποῖο τάφηκε, ἐνῶ ἐπρόκειτο νά μετατεθεῖ, ὁ μέγας ἀπόστολος καί εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: μέ ἐπίνευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, κάθε χρόνο κατά τήν ὀγδόη τοῦ μηνός Μαΐου, βγάζει καί ἀναδίδει ξαφνικά μία ἁγία σκόνη, τήν ὁποία οἱ ἐγχώριοι κάτοικοι τήν μετονομάζουν σέ Μάννα. Ὅσοι προσέρχονται στόν τάφο παίρνουν τήν ἁγία σκόνη αὐτή καί τή χρησιμοποιοῦν γιά τή λύτρωσή τους ἀπό κάθε εἴδους πάθος, δηλαδή γιά τή θεραπεία τῶν ψυχῶν καί γιά τή δύναμη τοῦ σώματος, δοξολογώντας καί ὑμνολογώντας τόν Θεό καί τόν ὑπηρέτη Αὐτοῦ Ἰωάννη».

Ἡ σημερινή ἑορτή δέν ἀναφέρεται στήν κοίμηση τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου καί Εὐαγγελιστῆ - αὐτό γίνεται τήν 26η  Σεπτεμβρίου, ὅπου ἑορτάζουμε καί τή μετάσταση τοῦ ἀποστόλου. Ἀναφέρεται στή μνήμη του βεβαίως, ἀλλά μέ τήν ἐπισήμανση τοῦ συναξαρίου τῆς ἡμέρας: «ἤτοι, εἰς τήν σύναξιν τῆς ἁγίας κόνεως, τῆς ἐκπεμπομένης ἐκ τοῦ τάφου αὐτοῦ, ἤγουν τό μάννα». Μέ ἄλλα λόγια ὁ κύριος σκοπός τῆς ἑορτῆς εἶναι νά τονιστεῖ, ὅπως σημειώνεται στό ἀρχικό συναξάρι, ὅτι ὁ Κύριος ἁγιάζει καί τούς τόπους στούς ὁποίους ἔδρασαν καί τάφηκαν οἱ ἅγιοί Του, πολύ περισσότερο οἱ ἅγιοι μαθητές καί ἀπόστολοί Του. Κι εἶναι μία πραγματικότητα πού ζοῦμε ἀδιάκοπα οἱ χριστιανοί, ἀφοῦ πράγματι ἔχουμε τά μάτια καί γενικά τίς αἰσθήσεις νά ἐπισημαίνουμε τή χάρη τῶν τόπων αὐτῶν, ὅπως καί τή χάρη τῶν λειψάνων τους καί τῶν διαφόρων ἀντικειμένων πού χρησιμοποιήθηκαν ἀπό αὐτούς. Καί μή σπεύσει κανείς νά ἀντείπει ὅτι ἐκπίπτουμε σέ «εἰδωλολατρία», γιατί δέν τιμᾶμε τούς τόπους καθ’ ἑαυτούς οὔτε καί τά διάφορα ὑλικά πράγματα τῶν ἁγίων, ἀλλά τή χάρη πού περιέχουν, πού σημαίνει ὅτι δι’ αὐτῶν ἀναγόμαστε σέ δοξολογία τοῦ ἴδιου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας καί τῆς δοξαστικῆς χάρης Του! Ὅ,τι συμβαίνει καί μέ τίς ἅγιες εἰκόνες, πού «ἡ τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ. Βασίλειος), τό ἴδιο συμβαίνει καί ἐδῶ. Ἀπόδειξη; Τό πλῆθος τῶν θαυμάτων πού πραγματοποιοῦνται, ἡ ψυχική δύναμη πού παίρνουν οἱ πιστοί, ἡ πολλαπλή ἐνίσχυσή τους γιά τόν ἀγώνα τῆς ζωῆς. Πρόκειται γιά ἐκδήλωση τῆς φιλάνθρωπης στάσης τοῦ Δημιουργοῦ μας, ὁ Ὁποῖος δέν παύει νά ἐργάζεται γιά τή σωτηρία μας, κυριολεκτικά νά μή μᾶς ἀφήνει σέ «ἡσυχία», προκειμένου νά διεγείρει διαρκῶς τήν ἀσθενική συνείδησή μας.

Ἀλλ’ εἴπαμε ὅτι ταυτοχρόνως ἡ Ἐκκλησία μας, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τά συγκεκριμένα θαυμαστά στοιχεῖα τῶν τόπων καί τῶν ἀντικειμένων τῶν ἁγίων, μνημονεύει τούς ἴδιους τούς ἁγίους – θυμᾶται τή βιοτή τους, τήν κατά Χριστόν πολιτεία τους, τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη τους, τήν ἀπέραντη ὑπακοή τους στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι ἀπό ὅλα σήμερα πού μᾶς προβάλλει γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη, στεκόμαστε σέ ἕνα τροπάριο ἀπό τά ἀπόστιχα τοῦ ἑσπερινοῦ, τό ὁποῖο νοηματικά ἐπαναλαμβάνεται καί στήν θ΄ ὠδή τοῦ ὀρθρινοῦ κανόνα. Μιλᾶνε καί τά δύο γιά τήν ἰδιαίτερη σχέση τοῦ ἁγίου Εὐαγγελιστῆ μέ τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, σχέση πράγματι μοναδική καί ἀνεπανάληπτη, ἀφοῦ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἦταν ὁ μόνος πού ἄκουσε κάτω ἀπό τόν Σταυρό τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου: «Ἰδού ἡ Μήτηρ Σου». Ὁ Κύριος σ’ αὐτόν ἐμπιστεύτηκε τήν Παναγία Μητέρα Του κι αὐτόν χαρακτήρισε ὡς Υἱό αὐτῆς. «Ἰδού ὁ Υἱός σου»! Μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου: «Χαῖρε σύ πού εἶσαι κατ’ ἀλήθειαν θεολόγος. Χαῖρε σύ πού εἶσαι πολυαγαπημένος υἱός τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου. Γιατί καθώς παραστάθηκες σύ στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἄκουσες τήν ἔνθεη φωνή τοῦ Δεσπότη πού σοῦ φώναξε,  Νά τώρα ἡ μητέρα Σου. Γι’ αὐτό καί ὅλοι σέ μακαρίζουμε ἐπάξια ὡς θεῖο ἀπόστολο καί ἀγαπημένο τοῦ Χριστοῦ».

 Ἡ θέση τοῦ ἁγίου ἀποστόλου εἶναι κατ’ ἐπέκταση καί θέση δική μας - ὡς μέλη Χριστοῦ εἴμαστε κι ἐμεῖς παιδιά τῆς Παρθένου Μαρίας, καί μάλιστα πολυαγαπημένα. Ἄν ἡ Παναγία ἔχει τόσο μεγάλη θέση στό ἐκκλησιαστικό στερέωμα - ἀπόλυτα μοναδική ὡς φυσική Μητέρα τοῦ Κυρίου – εἶναι γιατί ἔχει, κατά τήν ἀνθρώπινη τελειότητα, και τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἡ Μάνα μας καί εἴμαστε τά παιδιά Της, τά ὁποῖα ὑπεραγαπᾶ, ἔστω καί μέ τά λάθη τους καί τίς ἁμαρτίες τους. Κι αὐτή ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀγάπης Της ὁδηγεῖ τόν χριστιανό σέ μετάνοια, πού θά πεῖ σέ ἀναζήτηση τοῦ Κυρίου, κάτι πού συνιστᾶ καί τή μόνη χαρά καί εὐφροσύνη τῆς Παναγίας: νά μᾶς βλέπει σέ καλή σχέση μέ τόν Υἱό καί Θεό Της!   Μή ξεχνᾶμε: ἡ ἀγάπη τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων ἀπέναντί μας δέν εἶναι τά «ψίχουλα» τῶν περισσευμάτων τους· εἶναι ἡ «ψύχα» τῆς καρδιᾶς τους, γιατί «δέν μποροῦν κι αὐτοί χωρίς ἐμᾶς νά φτάσουν στήν ὁλοκλήρωση καί τήν τελείωσή τους» (ἀπ. Παῦλος). Εἴμαστε μέλη ὅλοι τοῦ ἴδιου σώματος τοῦ Χριστοῦ μας!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

 

«Ο άγιος Αρσένιος ήταν γέννημα και θρέμμα της μεγαλούπολης Ρώμης, διατηρήθηκε καθαρό κατοικητήριο του Θεού από πολύ μικρή ηλικία, γεμάτος από κάθε αρετή και σοφία, τη θεϊκή και την ανθρώπινη. Γι᾽ αυτό και δέχτηκε τη χειροτονία του σε διάκονο, την εποχή που βασιλιάς στους Ρωμαίους ήταν ο μέγας Θεοδόσιος. Όταν ο Θεοδόσιος αγωνιζόταν και φρόντιζε να βρει άνδρα πνευματικό και λόγιο, ώστε να καλύπτει τις πνευματικές ανάγκες των παιδιών του και να τα διδάσκει στα μαθήματα, και μάλιστα σε αυτά με τα οποία λατρεύεται ο Θεός, έμαθε για τον Αρσένιο και έγραψε στον βασιλιά Γρατιανό και στον πάπα Ιννοκέντιο να τον πείσουν να αναλάβει,   κάτι που μετά βίας τελικά το κατάφερε.

Ο Αρσένιος λοιπόν έφυγε από τη Ρώμη και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, και στάθηκε κατά πρόσωπο στον Θεοδόσιο. Είδε λοιπόν ο Θεοδόσιος να έχει ο Αρσένιος σεμνό το πρόσωπό του και το χρώμα του, να έχει σταθερό και προσεκτικό βλέμμα, ταπεινό φρόνημα, και να είναι κοσμημένος από κάθε αρετή, γεμάτος από πολλή χαρά και ευχάριστη διάθεση, γι᾽ αυτό και από τότε τον τιμούσε υπερβολικά ως Πατέρα και τον σεβόταν ως δάσκαλο. Τα δε μέλη της Συγκλήτου τον θαύμαζαν, βλέποντάς τον ως κάποιο μεγάλο κειμήλιο.

Ο Αρσένιος όμως που μισούσε τη δόξα κι αγαπούσε τον Θεό, θεωρώντας μάλιστα τη δόξα ως σκουπίδια και ποθώντας τη μοναχική ζωή, παρακαλούσε καθημερινά τον Θεό να εκπληρώσει το αίτημα της καρδιάς του. Και πράγματι, άκουσε θεϊκή φωνή να του λέει: “Αρσένιε, απόφευγε τους ανθρώπους και θα σωθείς”. Αυτός τότε, χωρίς να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο, πέρα από την αλλαγή των ενδυμάτων του, πήγε στην Αλεξάνδρεια. Εκάρη μοναχός και πήγε στη Σκήτη, υποβάλλοντας τον εαυτό του σε κάθε σκληραγωγία και ταλαιπωρία, προσευχόμενος πάντοτε στον Θεό. Και πάλι άκουσε θεϊκή φωνή: “Αρσένιε, φεύγε, σιώπα, ησύχαζε και σώζου”.

Αυτόν τον μεγάλο τον ρώτησε κάποτε ο Θεόφιλος, ο πάπας της Αλεξανδρείας, όταν ανέβηκε μαζί με άλλους σ᾽αυτόν. “Πες μας, Πάτερ, λόγο ωφέλειας”. Κι αυτός είπε: “Εάν πω, θα τον φυλάξεις;” Κι αυτοί του απάντησαν: “Οπωσδήποτε”. Και είπε: “Όπου ακούσετε το όνομα του Αρσενίου, μη πλησιάσετε”.

Λέγεται γι᾽αυτόν ότι παρόλο τον χρόνο της ζωής του που εργαζόταν,  είχε ένα πανί στο στήθος του, με το οποίο σκούπιζε τα δάκρυά του. Ήταν λεπτός στο σώμα, ολόλευκος, ξερακιανός και ψηλός, αν και είχε κυρτώσει λίγο λόγω του γήρατος, έχοντας το γένι του μέχρι την κοιλιά του, κι η μορφή του ήταν αγγελική σαν τον Ιακώβ. Γι᾽ αυτό δεν ήθελε να εμφανίζεται σε κάποιον κατά πρόσωπο. Αγρυπνούσε πολύ, στέκοντας όρθιος και προσευχόμενος, χωρίς να κλίνει καθόλου τα γόνατα, μέχρις ότου ο ήλιος σταματούσε την ολονύκτια αυτή στάση του. Γι᾽ αυτό και κατάσβεσε την ψυχόλεθρη πύρωση του σαρκικού φρονήματος με τη ροή των δακρύων του. Όταν επρόκειτο να εκδημήσει από το σώμα του, σε βαθιά γεράματα (ήταν κοντά εκατό χρονών) τον ρώτησαν οι μαθητές του το πού και πώς πρέπει να τον θάψουν. Κι αυτός είπε: “Δεν ξέρετε να βάλετε σχοινί στα πόδια μου και να με σύρετε προς το όρος;” Και πάλι λέγει προς αυτούς: “Ξέρετε πόσο φόβο έχω τώρα που πρόκειται να εκδημήσω από το σώμα;” Αυτοί είπαν: “Ξέρουμε”. Κι αυτός: “Αφότου έγινα μοναχός, αυτός ο φόβος καθόλου δεν έφυγε από εμένα”. Κι αμέσως παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό». 

Με την κοσμική  λογική η περίπτωση του οσίου Αρσενίου μοιάζει ακατανόητη και μάλλον ανόητη: άφησε τα πλούτη, τη δόξα, όλες τις βασιλικές ανέσεις, προκειμένου να ντυθεί τον καλογερικό τρίβωνα και να ζήσει μία ζωή στέρησης και κακοπαθείας. Με τη λογική της πίστης έκανε το ανώτερο και καλύτερο δυνατό: διάλεξε να ζήσει με τον αγαπημένο του Κύριο με τον ανώτερο και καλύτερο τρόπο σχέσης μαζί Του∙ την πλήρη και απόλυτη αφιέρωση σ᾽ Εκείνον. Αιτία δηλαδή της αποταγής του κόσμου και όλων των ωραίων που αυτός έχει ήταν η θερμή αγάπη του προς τον Κύριο. Αυτήν την αγάπη έθεσε υπεράνω όλων ο σοφός Αρσένιος και με βάση αυτήν μπορούμε να καταλάβουμε τις επιλογές της ζωής του. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας σημειώνει μεταξύ άλλων: «Όσιε Πατέρα Αρσένιε, επειδή ζητούσες τον Θεό και επιθυμούσες ευσεβώς να είσαι φωτισμένος από τις φωτοβόλες λάμψεις Του, εγκατέλειψες κάθε λαμπρότητα δοξαστική και τις αυλές του βασιλιά» (στιχηρό εσπερινού).

Η ζωή του είναι στην ίδια γραμμή με  τον απόστολο Παύλο – το “πριγκιπόπουλο” του Ιουδαϊσμού, όπως έχει ειπωθεί – που τα παράτησε όλα, για να γίνει “περικάθαρμα του κόσμου”, κατά την έκφραση του ίδιου, ώστε να καταθέτει τη μαρτυρίου του Χριστού, με  θυσία στο τέλος ακόμη και της ζωής του. Είναι στην ίδια γραμμή με όλους τους αποστόλους, οι οποίοι ομολογούσαν στον Κύριο: “Ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν Σοι”. Βρίσκεται στο ίδιο ποτάμι με όλους εκείνους τους αγίους σε όλους τους αιώνες, που προτίμησαν “τον ονειδισμόν του Χριστού” παρά τη δόξα του κόσμου τούτου του απατεώνος. Και κυρίως: ακολουθεί με συνέπεια τον ίδιο τον αρχηγό της πίστης του, Ιησού Χριστό, “ος εν μορφή Θεού υπάρχων...εαυτόν εκένωσε, μορφήν δούλου λαβών”. Κι αυτό βεβαίως σημαίνει ότι στη ζωή ενός αγίου εκείνο που μετράει δεν είναι ο κείμενος εν τη αμαρτία κόσμος, αλλά ο ίδιος ο Χριστός και το άγιο θέλημά Του. Οπότε στην περίπτωση αυτή, “αν δεν γίνει μωρός κατά τον κόσμο τούτο, δεν μπορεί να γίνει σοφός κατά Θεόν”. Κι αυτό γιατί “εμώρανε ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου”. Από την άποψη αυτή η επιλογή του οσίου Αρσενίου να ζήσει τη ζωή του πτωχού μοναχού και όχι του πλούσιου και ένδοξου ανθρώπου της βασιλικής αυλής ήταν και η πιο σημαντική και ευφυής κίνηση της όλης ζωής του: άφησε τον φθαρτό πλούτο και την παρερχόμενη ανθρώπινη δόξα και απόκτησε τα αιώνια αγαθά και την δόξα την παρά του μόνου Θεού. “Έγινες σύσκηνος με τους αγγέλους, ευφραινόμενος μαζί με αυτούς” (ωδή α´). Και το πιο σημαντικό: ήδη από τη ζωή αυτή “έγινε αξιοπρεπές κατοικητήριο του θείου Πνεύματος” (ωδή α´). 

Ο όσιος βεβαίως λοιπόν χαρακτηριζόταν από την αγάπη του προς τον Χριστό, βεβαίως είχε σύνοικό του το Άγιον Πνεύμα, αλλά μέ τη νόμιμη άθληση που ακολούθησε. Δεν ήταν δηλαδή μόνο το γεγονός ότι απετάχθη τον κόσμο και τα συν αυτώ. Το σημαντικότερο και οδυνηρότερο ήταν ο πνευματικός αγώνας στον οποίο αποδύθηκε, που περνούσε, κατά την προτροπή του ίδιου του Θεού σ᾽αυτόν, από την αποφυγή των ανθρώπων, τη σιωπή, την ησυχία, πράγματα τα οποία του έφεραν τα δάκρυα της κάθαρσης της καρδιάς του και συνεπώς της αγάπης του και προς τον συνάνθρωπο. «Ξέφυγες από τους θορύβους, Αρσένιε, ως πηγές της αμαρτίας και χαλιναγώγησες με τη σιωπή τη γλώσσα σου. Γι᾽ αυτό και κράτησες με ατάραχη ησυχία τον νου σου, οπότε έγινες άξιο κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος» (ωδή α´).

 Πρέπει όμως να σημειώσουμε και το αυτονόητο: η επιλογή της ησυχαστικής ζωής από τον όσιο ταίριαζε με τον χαρακτήρα του ως ανθρώπου, γι᾽ αυτό και ο Θεός τού υπέδειξε τον κατάλληλο γι᾽ αυτόν τρόπο ζωής. Υπάρχουν άλλοι άγιοι οι οποίοι ακολούθησαν διαφορετικό δρόμο πνευματικής ζωής κι αγίασαν εξίσου. Κι από την άποψη αυτή το ζητούμενο και για εμάς είναι τούτο: να ακολουθούμε τα χνάρια της ζωής του Χριστού – αυτός είναι ο σκοπός – μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, αλλά με διάκριση των χαρισμάτων που ο Θεός μάς έδωσε. Ο καθένας μας πρέπει να δει τα δικά του χαρίσματα και αυτά με τη χάρη του Θεού να καλλιεργήσει. Παρ᾽ όλα αυτά: Το να αποφεύγουμε και εμείς κάποιες φορές τους θορύβους του κόσμου, να ασκούμε λίγη σιωπή και να ησυχάζουμε κάποια λεπτά της ημέρας, προκειμένου να επανασυγκροτούμε τον εαυτό μας, είναι ιδίως στην εποχή μας απαραίτητα στοιχεία της πνευματικής μας ζωής.

07 Μαΐου 2024

ΤΟ ΜΕΙΖΟΝ: Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

 

 Γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο ἡ πνευματική ἀνάσταση ὡς ὑπέρβαση τῶν ἁμαρτιῶν διά τῆς μετανοίας εἶναι τό μεῖζον. Ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος γεύτηκε ἀπό τό βάπτισμά του, αὐτό καλεῖται στήν πραγματικότητα νά ἐπιβεβαιώνει καθημερινῶς στή ζωή του, πού σημαίνει ὅτι ὁ πνευματικός ἀγώνας τῆς μετανοίας ἀποτελεῖ τήν ἀδιάκοπη προσπάθεια παραμονῆς στήν ἀνάσταση. Γι’ αὐτό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τήν θεωρεῖ μόνο κάτω ἀπό τήν προοπτική αὐτή. «Εἶδες τό μέγεθος τῆς δωρεᾶς; Διατήρησε τό μέγεθος αὐτῆς τῆς δωρεᾶς, ἄνθρωπε. Δέν ἐπιτρέπεται νά ζεῖς μέ ἀδιαφορία. Βάλε στόν ἑαυτό σου νόμο μέ κάθε ἀκρίβεια. Ἡ ζωή εἶναι ἀγώνας καί πάλη, καί ὅποιος ἀγωνίζεται ἀπέχει ἀπό ὅλα…Κατάστρεψε λοιπόν ἀπό τήν ἀρχή τή ρίζα τοῦ κακοῦ, γιά νά καταστρέψεις ὅλη τήν ἀρρώστια…Ἄς ἐξαφανίσουμε παντοῦ τίς ἀρχές τῶν ἁμαρτημάτων» (Εἰς τήν Ἀνάστασιν).

Ἔτσι ἐνῶ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν πού ἦλθε ὡς τό ἀποτέλεσμα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου ἀναφέρεται σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους – δέν ὑπάρχει κανείς πού δέν θά μετάσχει τῆς ἀναστάσεως τῶν σωμάτων, εἴτε πιστός εἴτε ἄπιστος – τό ζητούμενο γιά τόν ἅγιο Χρυσόστομο εἶναι ἀκριβῶς ἡ διατήρηση τῆς πνευματικῆς ἀναστάσεως ὡς ζωῆς μετανοίας πάνω στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Μόνον οἱ ἐν μετανοία ζῶντες καί ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό στή ζωή αὐτή θά ζήσουν καί τή δόξα τῆς ἀναστάσεως. «Ὅλοι θ’ ἀναστηθοῦμε, ὁ καθένας ὅμως στό δικό του τάγμα. Τί ὅμως σημαίνουν τά λόγια αὐτά; Ὅτι καί ὁ εἰδωλολάτρης καί ὁ Ἰουδαῖος καί ὁ αἱρετικός καί κάθε ἄνθρωπος πού πέρασε ἀπ’ αὐτόν τόν κόσμο, θ’ ἀναστηθεῖ κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη…Βέβαια καί τά σώματα τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνασταίνονται ἄφθαρτα καί ἀθάνατα. Ἡ τιμή ὅμως αὐτή γίνεται σ’ αὐτούς ἀφορμή κόλασης καί τιμωρίας, ἐπειδή ἀνασταίνονται ἄφθαρτα, γιά νά καίονται αἰώνια» (Περί τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως).  «Τήν ἀνάσταση ὅλοι θά ἀπολαύσουν. Δοξασμένοι ὅμως δέν θά εἶναι ὅλοι, ἀλλ’ οἱ ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό» (Εἰς τήν προς Θεσσαλονικεῖς). Γιά τόν ἅγιο θεωρεῖται δεδομένο ἔτσι ὅτι τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἀρνοῦνται ὅσοι δέν βαδίζουν πάνω στή μετάνοια, ἔχοντας ἐπιλέξει ὡς τρόπο ζωῆς τό «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν». Καί τοῦτο γιατί δέν συμφέρει σ’ αὐτούς νά πιστεύουν ἐκεῖνο πού ἀποτελεῖ ἔλεγχο τῆς ζωῆς τους. Ἡ ἀθεΐα δηλαδή ἀποτελεῖ σύμπτωμα τῆς πονηρίας τῆς ζωῆς. «Ἐκεῖνος πού δέν περιμένει ν’ ἀναστηθεῖ, οὔτε ν’ ἀποδώσει λογαριασμό γιά τίς πράξεις του πού ἔκανε ἐδῶ, ἀλλά νομίζοντας ὅτι τά δικά μας σταματοῦν στήν παροῦσα ζωή κι ὅτι δέν ὑπάρχει παραπέρα τίποτε περισσότερο, οὔτε γιά τήν ἀρετή θά φροντίσει» (Περί τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως). «Ἐκεῖνος πού ὑποστηρίζει ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε μετά τήν ἐδῶ ζωή, αὐτός κατ’ ἀνάγκη θά ὁμολογήσει ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε καί Θεός» (Περί εἱμαρμένης καί πρόνοιας).

ΤΡΙΤΗ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ

ΜΑΣ ΠΕΡΑΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΤΗ ΖΩΗ

«Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν Λαοί, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα· ἐκ γὰρ θανάτου πρὸς ζωήν, καὶ ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν, Χριστὸς ὁ Θεός, ἡμᾶς διεβίβασεν, ἐπινίκιον ᾄδοντας» (α΄ ὠδή κανόνος ἀναστάσεως, ἦχος α΄).

(Ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης, λαοί, ἄς γίνουμε ὁλοφώτεινοι, εἶναι Πάσχα, τοῦ Κυρίου τό Πάσχα. Διότι μᾶς πέρασε ἀπό τόν θάνατο πρός τή ζωή καί ἀπό τή γῆ πρός τόν οὐρανό,  Χριστός ὁ Θεός μας, ἐμᾶς πού ψέλνουμε τόν ὕμνο γιά τή νίκη αὐτή).

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, στόν πανηγυρικό καί θριαμβευτικό πρῶτο ἦχο, μᾶς προσφέρει τό ξέσπασμα τῆς καρδιᾶς του – ξέσπασμα τοῦ κάθε ἐν ἐπιγνώσει πιστοῦ - γιά τήν πανήγυρη τῶν πανηγύρεων, τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Πρόκειται ὄχι ἀσφαλῶς γιά τό Πάσχα τῶν Ἰουδαίων, κατά τό ὁποῖο ἑορτάζουν αὐτοί τή διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας καί συνεπῶς τήν ἐλευθερία τους ἀπό τή δουλεία τῶν Αἰγυπτίων – τό γεγονός αὐτό λειτουργεῖ ὡς προεικόνιση καί προφητεία τοῦ Χριστιανικοῦ Πάσχα - ἀλλά γιά τό Πάσχα τοῦ Κυρίου, γιά τήν Ἀνάστασή Του, μέ τήν ὁποία ὁ Κύριος ὡς ὁ παντοδύναμος Θεός, ἀφοῦ διέλυσε τό βασίλειο τοῦ θανάτου μέ τήν εἴσοδό του σ’ αὐτόν, ἔδωσε τήν αἰώνια ζωή σέ ὅλες τίς θλιμμένες ψυχές τῶν νεκρῶν, δηλαδή τούς πέρασε ἀπό τόν θάνατο στή ζωή· κι ἀκόμη περισσότερο, διεβίβασε ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀπό τή γῆ πού ἦταν κατ’ ἀποκλειστικότητα στραμμένοι, πρός τόν οὐρανό, ἐκεῖ πού μπορεῖ κανείς νά δεῖ Θεοῦ πρόσωπο, ἐκεῖ πού ζεῖ κανείς πιά τήν ἀληθινή πατρίδα του, τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Διότι, κατά τόν ἀπόστολο, μετά τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Κυρίου, «οὐκ ἔχομεν μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν», ἡ ὁποία μέλλουσα πόλις ἤδη βιώνεται ἀπό τόν κόσμο τοῦτο γιά τόν χριστιανό στήν Ἐκκλησία. «Ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ».

Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου σήμανε τήν τελική νίκη ἀπέναντι στόν θάνατο, μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ θάνατος πιά, ὡς κατηργημένος καί ἐξαφανισμένος, δέν εἶναι τό τέλος τοῦ ἀνθρώπου – δέν ὑπάρχει· τέλος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, δηλαδή τό ἄκτιστο φῶς Του καί ἡ αἰώνια ζωή. Πεθαίνει κανείς κι ἐκεῖ πού ἀνθρωπίνως νομίζει ὅτι χάνεται, τόν Χριστό συναντᾶ καί σ’ Ἐκείνου τήν ἀγκαλιά πέφτει, Ἐκείνου τό φῶς τόν διαπερνᾶ. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια». Μᾶς τό λέει τόσο ἄμεσα καί ἀνάγλυφα ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί πάλι: «Ἐάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνῂσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν». Ζεῖς ἐδῶ, στόν κόσμο τοῦτο; Στόν Χριστό ἀνήκεις καί ἀπό Αὐτόν ζεῖς. Φεύγεις ἀπό τόν κόσμο τοῦτο; Συνεχίζεις ἀπό ἄλλη μεριά νά στέκεσαι ἀπό Ἐκεῖνον καί Ἐκείνου ἡ ζωή νά σέ προσδιορίζει. Γι’ αὐτό καί δέν μᾶς παραξενεύουν τά λόγια του ὅτι γι’ αὐτόν ζωή σημαίνει Χριστός, ὁπότε κι ὁ θάνατος λειτουργεῖ γιά τόν ἴδιο ὡς κέρδος. «Ἐμοί τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος». 

Ὁ ἅγιος μέγας Δαμασκηνός ὅμως, μπροστά σ’ αὐτό τό ὑπερφυές καί μέγιστο μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, μᾶς καθοδηγεῖ στή μόνη ἐνδεδειγμένη στάση μας: «λαμπρυνθῶμεν». Νά γίνουμε λαμπροί καί φωτεινοί. Ἀφοῦ τά πάντα πιά εἶναι πλημμυρισμένα ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι δυνατόν παρά ὁλοφώτεινος νά παρουσιάζεται καί ὁ πιστός χριστιανός. Αὐτονόητο, ἀλλά καί ὄχι τόσο εὔκολο. Γιατί ἀπαιτεῖται ἡ θετική στροφή τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Χριστό, νά πιστέψει δηλαδή ἀληθινά στήν Ἀνάστασή Του, καί κυρίως: νά βρίσκεται μονίμως καί ἀδιαλείπτως σέ ἀγώνα καθάρσεως τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν αἰσθήσεών του ἀπό ὁτιδήποτε βρώμικο καί ἐμπαθές, ἀπό κάθε τι ἁμαρτωλό. Γι’ αὐτό καί ὁ ἀμέσως ἑπόμενος λόγος του εἶναι αὐτός: «καθαρθῶμεν τάς αἰσθήσεις καί ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτί τῆς Ἀναστάσεως Χριστόν ἐξαστράπτοντα καί Χαίρετε φάσκοντα τρανῶς ἀκουσόμεθα». Ἄς καθαριστοῦμε ὡς πρός τίς ἐμπαθεῖς αἰσθήσεις μας, κι ἔτσι θά δοῦμε μέσα στό ἀπρόσιτο φῶς τῆς Ἀναστάσεως τόν Χριστό νά ἐξαστράπτει καί θά Τόν ἀκούσουμε μέ δυνατή φωνή νά μᾶς λέει Χαίρετε.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΝΕΟΦΑΝΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΡΑΦΑΗΛ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ, ΟΙ ΕΝ ΘΕΡΜΗ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ

«Οι Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη συγκαταλέγονται στη χορεία των Νεοφανών Αγίων και μάλιστα εκείνων που μαρτύρησαν σχεδόν αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Σχετικά με τον βίο τους γνωρίζουμε λίγα πράγματα. Οι πρώτες πληροφορίες για την ύπαρξη των Αγίων ιστορούνται με θαυματουργικό και αποκαλυπτικό τρόπο από το έτος 1959 μ.Χ. Από μία ανασκαφή που έγινε στη Θερμή της Λέσβου, ανακαλύφθηκε ο τάφος ενός αγνώστου προσώπου, που όπως αποκαλύφθηκε σε συνεχή οράματα, ανήκε στον Άγιο Ιερομάρτυρα Ραφαήλ, ο οποίος μαρτύρησε μαζί με τον Άγιο Οσιομάρτυρα Νικόλαο και την Αγία Ειρήνη. Ο τάφος και το λείψανο του Αγίου Νικολάου ανακαλύφθηκε στις 13 Ιουνίου 1960 μ.Χ.

Ο Άγιος Ραφαήλ καταγόταν από τους Μύλους της Ιθάκης και γεννήθηκε το έτος 1410 μ.Χ. Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Λάσκαρης ή Λασκαρίδης και ο πατέρας του ονομαζόταν Διονύσιος. Πριν γίνει κληρικός είχε σταδιοδρομήσει στο βυζαντινό στρατό και έφθασε μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Σε ηλικία τριάντα πέντε ετών γνώρισε ένα ασκητικό και σεβάσμιο γέροντα, τον Ιωάννη, ο οποίος τον προσείλκυσε στην εν Χριστώ ζωή. Κάποια Χριστούγεννα ο γέροντας κατέβηκε από τον τόπο της ασκήσεώς του, για να εξομολογήσει και να κοινωνήσει τους στρατιώτες και κήρυξε τον λόγο του Θεού. Τότε ο αξιωματικός Γεώργιος, όταν ο γέροντας κατέβηκε πάλι τα Θεοφάνεια, αποχαιρέτισε τους στρατιώτες και τον ακολούθησε.

Μετά την κουρά του σε μοναχό, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, αλλά τιμήθηκε και με το οφίκιο του αρχιμανδρίτη και του πρωτοσύγκελου. Μαζί δε με τις άλλες αποκαλύψεις, ο Άγιος Ραφαήλ αποκάλυψε ότι απεστάλη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Εσπερία, στην πόλη της Γαλλίας που ονομάζεται Μορλαί, για να εκπληρώσει την εντολή που του ανατέθηκε. Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα λίγο πριν από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Ακόμη απεκάλυψε ότι κήρυξε τον λόγο του Ευαγγελίου στην Αθήνα, στο λόφο που είναι το μνημείο του Φιλοπάππου.

Λίγα χρόνια πριν από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, περί το έτος 1450 μ.Χ., ο Άγιος βρέθηκε μετά από περιπλανήσεις στην περιοχή της Μακεδονίας και μόναζε εκεί.

Κοντά στον Άγιο Ραφαήλ βρισκόταν εκείνο το διάστημα ο Άγιος Νικόλαος ως υποτακτικός. Ο Νικόλαος εκάρη μοναχός και στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος. Θεωρείται Θεσσαλονικεύς στην καταγωγή, αν και αναφέρεται ότι γεννήθηκε στους Ράγους της Μηδίας της Μικράς Ασίας. Ωστόσο μεγάλωσε και ανδρώθηκε στη Θεσσαλονίκη.

Μόλις έπεσε η Κωνσταντινούπολη στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι εισέβαλαν ορμητικά στη Θράκη και καταλύθηκε οριστικά η βυζαντινή αυτοκρατορία, ο φόβος για γενικούς διωγμούς κατά των Χριστιανών στάθηκε ως αφορμή να καταφύγει ο Άγιος Ραφαήλ με την συνοδεία του από το λιμάνι της Αλεξανδρουπόλεως, στη Μυτιλήνη. Εκεί εγκαταστάθηκε μαζί με άλλους μοναχούς στην παλαιά μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου, η οποία στο παρελθόν ήταν γυναικεία και ήταν χτισμένη στο λόφο Καρυές, κοντά στο χωριό Θέρμη. Ηγούμενος της μονής εξελέγη στην συνέχεια ο Άγιος Ραφαήλ.

Έπειτα από μερικά χρόνια, το έτος 1463 μ.Χ., η Λέσβος έπεσε στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι σε μια επιδρομή τους στο μοναστήρι, συνέλαβαν τον Άγιο Ραφαήλ και τον Άγιο Νικόλαο, τη Μεγάλη Πέμπτη του ιδίου έτους. Ακολούθησαν σκληρά και ανηλεή βασανιστήρια και ο Άγιος Ραφαήλ μαρτύρησε διά σφαγής με πολύ σκληρό τρόπο. Τον έσυραν βιαίως τραβώντας τον από τα μαλλιά και την γενειάδα, τον κρέμασαν από ένα δένδρο, τον χτύπησαν βάναυσα, τον τρύπησαν με τα πολεμικά τους όργανα, αφού προηγουμένως τα πυράκτωσαν σε δυνατή φωτιά και τελικά τον έσφαξαν πριονίζοντάς τον από το στόμα.

Σε μερικές εμφανίσεις του ο Άγιος Ραφαήλ φαίνεται να συνοδεύεται από πολλούς, δορυφορούμενους τρόπον τινά, οι οποίοι διάνυσαν πριν από αυτόν τον ασκητικό βίο στη μονή των Καρυών, όπως είπε σε εκείνους που τα έβλεπαν αυτά. Αποκάλυψε επίσης, ότι η μονή αυτή, η οποία είναι γυναικεία, υπέστη επιδρομή από τους αιμοχαρείς πειρατές κατά το έτος 1235 μ.Χ. Κατά την επιδρομή εκείνη αγωνίσθηκε μαζί με τις άλλες μοναχές τον υπέρ του Χριστού καλό αγώνα η καταγόμενη από την Πελοπόννησο ηγουμένη Ολυμπία και η αδελφή της Ευφροσύνη. Η Ολυμπία τελειώθηκε αθλητικώς στις 11 Μαΐου του έτους 1235 μ.Χ., εμφανίσθηκε δε μαζί με τον μεγάλο και θαυματουργό Άγιο Ραφαήλ.

Ο Άγιος Νικόλαος πέθανε μετά από βασανισμούς, από ανακοπή καρδιάς, δεμένος σε ένα δένδρο.

Μαζί με τους Αγίους συνάθλησε και η μόλις δώδεκα χρονών νεάνιδα Ειρήνη, θυγατέρα του Βασιλείου, προεστού της Θέρμης, η οποία και εμφανίζεται μαζί τους. Αυτή μαρτύρησε ως εξής: Οι ασεβείς αλλόθρησκοι της απέκοψαν το ένα χέρι και ακολούθως την έβαλαν σε ένα πιθάρι και κατέκαυσαν την αγνή αυτή παρθένο, υπό τα βλέμματα των δύστυχων γονέων της, οι οποίοι και θρηνούσαν γοερά για τον φρικτό θάνατο του παιδιού τους.

Με τους Αγίους συνεμαρτύρησαν ο μνημονευθείς πατέρας της Αγίας Ειρήνης, Βασίλειος, η σύζυγός του Μαρία, το μόλις πέντε ετών παιδί τους Ραφαήλ, η ανεψιά τους Ελένη, ο δάσκαλος Θεόδωρος και ο ιατρός Αλέξανδρος, των οποίων τα οστά βρέθηκαν κοντά στους τάφους των Αγίων, μέσα σε ξεχωριστούς τάφους. Το μαρτύριό τους συνέβη την Τρίτη της Διακαινησίμου, στις 9 Απριλίου του έτους 1463 μ.Χ.

Έπειτα από θαυματουργικές υποδείξεις των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, έγινε γνωστή η ύπαρξη των λειψάνων τους και υποδείχθηκαν τα σημεία όπου βρίσκονταν οι τάφοι τους».

(Από το ιστολόγιο «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ)

Οι άγιοι νεοφανείς μάρτυρες του Κυρίου που εορτάζουμε σήμερα, Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη, δεν είναι οι μόνοι που «ανακαλύφθηκαν»  από  όραμα που επέτρεψε ο Θεός σε ευλαβείς πιστούς. Έχουμε πλήθος άλλων αγίων που οι τάφοι τους με τα λείψανά τους, οι κάρες τους ή διάφορες εικόνες τους ήταν κρυμμένα καί «κρίμασιν οἶς οἶδε Κύριος» σε κάποια εποχή ήρθαν στην επιφάνεια, προκειμένου να τιμώνται από το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησίας. Να μνημονεύσουμε ως απλά παραδείγματα την κάρα του τρισμεγίστου Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτιστού (που τρεις φορές μάλιστα εορτάζουμε την εύρεση της κεφαλής του) ή τίς πάμπολλες εικόνες της Παναγίας μας, την Παναγία την  Πορταῒτισσα, την Παναγία την Τρυπητή κ.ἄ. Λοιπόν, μέσα σ’ αυτό το πλήθος των ευρεθέντων αγίων με τα λείψανά τους εντάσσονται και οι σήμερον εορταζόμενοι άγιοι. Κατά τον μακαριστό όσιο πια Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, τόν ποιητή της ακολουθίας τους, ο Χριστός «ἐξ ἐγκάτων τῆς γῆς ἐφανέρωσε» τους αγίους, «εἰς στήριγμα τῶν πιστῶν» (στιχηρό εσπερινού). Και τους φανέρωσε «με πολλές οράσεις και ενύπνια» (στιχηρό)  των ίδιων των αγίων, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία περί της αλήθειας των λόγων τους. 

Κι είναι σημαντική η παρατήρηση του αγίου υμνογράφου, διότι η Εκκλησία μας κατά πάγια συνήθειά της στέκεται με μεγάλη επιφύλαξη απέναντι σε οράματα, σε όνειρα σε ό,τι θαυμαστό και αποκαλυπτικό μπορεί κανείς να πει ότι του συνέβη, με το δεδομένο ότι υπάρχει και δρα ο Πονηρός διάβολος που χρησιμοποιεί τα μέσα αυτά προκειμένου να πλανήσει τους ανθρώπους. Όταν όμως ένα όραμα ή ένα όνειρο, σχετιζόμενο με αγίους, επαναλαμβάνεται πολλές φορές και μάλιστα σε πολλούς ανθρώπους, τότε εκεί η Εκκλησία μας έρχεται και εν Πνεύματι επιβεβαιώνει διακριτικά την αλήθεια του, αλήθεια που στα μετέπειτα χρόνια διατρανώνεται πλήρως συνήθως από τα πολλά θαύματα που επιτρέπει ο Θεός να διενεργούνται από τους αγίους ή από την αγιασμένη ευρεθείσα εικόνα. Κατά τον όσιο Γεράσιμο «για λόγους που δεν γνωρίζουμε, οι άγιοι ήταν κρυμμένοι στη γη για πάρα πολλά χρόνια, τώρα όμως έγιναν γνωστοί, γεμάτοι από ουράνια δόξα, γεμάτοι από φως και χάρη Θεού, κάνοντας παράδοξα θαυμαστά σημεία» (Δοξαστικό εσπερινού). Και προβαίνει σε μία σπουδαία εκτίμηση: η φανέρωση των αγίων μαρτύρων στον λόφο των Καρυών της νήσου Λέσβου, σαν να είναι ο λόφος μία «άλλη Σιών» (αίνοι), αποτελεί  «βροντή της δόξας του Θεού που αποκαλύπτει με τον λόγο Του το μυστήριο του θείου Του θελήματος». Με ποιό σκοπό; «Να εξαγγελθούν με λόγια και θαύματα τα μεγαλεία της ευσεβούς πίστεώς μας, ώστε να δοξαστεί ο Χριστός και να στηριχτούν και να εδραιωθούν στην πίστη οι χριστιανοί» (λιτή).  (Το θαύμα, πράγματι, στην Εκκλησία μας λειτουργεί με τον τρόπο που αποκάλυψε ο ίδιος ο Κύριος: ως ενίσχυση της πίστης των ανθρώπων και όχι ως αιτία για να πιστέψουν αυτοί. Αποτελεί δηλαδή έκφραση της στοργής και της αγάπης Του προς τους ανθρώπους και όχι βιασμό της ελευθερίας τους, όπως θα συνέβαινε αν θαυματουργούσε γ ι α   ν α  πιστέψουν).  Κι ακόμη, προχωρεί περισσότερο ο εκκλησιαστικός ποιητής, ερμηνεύοντας και τον αναστάσιμο χρόνο που συνέβη το μαρτύριο των αγίων : «Φανερώθηκαν οι άγιοι μετά από πολυχρόνια κατάκρυψη, σαν να βγήκαν από ουράνια άδυτα, αποδεικνύοντας τα αγαθά της Αναστάσεως του Κυρίου» (λιτή), αλλά και «προφανερώνοντας σε όλους τη θεία δόξα της μελλοντικής για όλους αναστάσεως» (ὠδή α΄).  

Ο όσιος υμνογράφος Γεράσιμος μέσα στο ίδιο αναστάσιμο σκεπτικό (Τρίτη της Διακαινησίμου) του μαρτυρίου τους προβαίνει συνειρμικά και στην εξής σύνδεση (Δοξαστικό των αποστίχων εσπερινού): «Σαν μιμητές του πάθους του Σωτήρος Χριστού άγιοι μάρτυρες, δείχνετε με τη φανέρωσή σας και τη λάμψη της Αναστάσεώς Του. Διότι όπως Εκείνος αναστήθηκε και εμφανίστηκε  στις σεμνές μυροφόρες, έτσι κι εσείς: εμπιστευτήκατε το μυστήριο της όρασής σας σε πιστές γυναίκες, αναγγέλλοντας δυνατά σ’ αυτές τη φανέρωση των κρυμμένων πραγμάτων». Και παρομοίως στα καθίσματα του όρθρου: «Ευσεβείς γυναίκες, όπως πριν οι Μυροφόρες, ένιωσαν θάμβος καθώς είδαν την εμφάνισή σας, θεόφρονα Ραφαήλ και μακάριε Νικόλαε». 

Ο ποιητής κινείται βεβαίως μέσα στη βαθειά πίστη της Εκκλησίας, για την οποία ό,τι θαυμαστό συμβαίνει σε ένα μέλος αυτής μπορεί να συμβεί και στα άλλα μέλη, όταν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Μας προτρέπει λοιπόν, σαν να είναι το πιο απλό πράγμα, «να προστρέξουμε κι εμείς στον λόφο των Καρυών, προκειμένου να δούμε την άρρητη δόξα των Μαρτύρων, εκεί που φανερώθηκαν δηλαδή οι άγιοι» (ὠδή γ΄). (Διότι προφανώς οι άγιοι είναι ζωντανοί και ως μέλη όπως εμείς του ίδιου Σώματος Χριστού μπορούν να φανερωθούν σε όλους). Με μία όμως προϋπόθεση: Να έχει κανείς καθαρές τις αισθήσεις της ψυχής και του σώματος. «Ας καθαρίσουμε τις αισθήσεις μας και ας δούμε τη θειότατη όψη του θεοφόρου Ραφαήλ, και μαζί του του Νικολάου και της Ειρήνης. Διότι φανερώνονται στους πιστούς, ενεργώντας θαυμαστά πράγματα» (ὠδή α΄) - ο ποιητής, ακολουθώντας κατά πόδας τον εκκλησιαστικό υμνογράφο του κανόνα της αγίας Αναστάσεως του Κυρίου, τονίζει το κοινώς γνωστό στην πνευματική ζωή της Εκκλησίας: χωρίς κάθαρση της καρδιάς δεν μπορεί κανείς να νιώσει τίποτε από τον απόλυτα άγιο και καθαρό Θεό. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῆ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (ὁ Κύριος). 

Ας επιτραπεί να σημειώσουμε ακροθιγώς και δύο ακόμη πράγματα από την ακολουθία: Το πρώτο∙ οι άγιοι αγωνίστηκαν τον μαρτυρικό αγώνα της πίστεως στον Χριστό με μία ψυχή – η σύνδεσή τους με τον Κύριο λόγω της σφοδρής και «ἀρραγούς» αγάπης τους προς Αυτόν (ωδή ς΄) τούς ἔδενε ψυχικά και μεταξύ τους. Διότι αυτό είναι το κύριο γνώρισμα όλων των αγίων: η ενότητα Χριστού και ανθρώπων, κατά το «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» του οράματος του Κυρίου για όλην την ανθρωπότητα∙ χωρίς την ενότητα αυτή και το μαρτύριο ακόμη για τον Χριστό λειτουργεί με αρνητικό τρόπο! «Αυτοί λοιπόν, καθώς αγωνίστηκαν με μία ψυχή, υπέμειναν χάριν του Χριστού τα αθλήματα των παθημάτων, γι’ αυτό και αξίως δοξάστηκαν στους ουρανούς» (Δοξαστικό εσπερινού). Το δεύτερο∙ η ενότητά τους αυτή, με τον Κύριο και μεταξύ τους, καθοδηγείτο και σφυρηλατείτο από τον Γέροντά τους, τον ιερομόναχο Ραφαήλ. Ο άγιος Ραφαήλ ήταν ο «παιδοτρίβης καί ἀλείπτης», ο προπονητής τους κατά κάποιον τρόπο, που τους οδηγούσε «πρός θείας ἐπιδόσεις» και έδινε φτερά στο φρόνημά τους, όχι τόσο με τα λόγια του, αλλά κυρίως με το παράδειγμά του. Το παράδειγμα είναι εκείνο που μιλάει στην καρδιά και μαγνητίζει τον άνθρωπο στην πορεία του Χριστού. Με τα ίδια τα λόγια του αγίου υμνογράφου στο ωραιότατο τροπάριο της Λιτής σε ήχο δ΄: «Σαν κήρυκας της αρετής και προπονητής και γυμναστής, Ραφαήλ ιερότατε, με το δικό σου υπόδειγμα έδωσες φτερά για θείες επιδόσεις στο φρόνημα των συμμαρτύρων σου, ώστε να πεθάνουν για χάρη του Χριστού. Διότι ο σεπτός διάκονος Νικόλαος, (δικός σου μαθητής και συμμοναστής), αγωνίστηκε στο μαρτυρικό στάδιο, όπως και η όμορφη κόρη Ειρήνη σαν ευωδιαστό θυμίαμα οδηγήθηκε στον Χριστό παραδομένη στη φωτιά για χάρη Του. Λοιπόν ως προεξάρχων και αρχηγός αυτών, μεγαλοπρεπώς δοξάστηκες και φανέρωσες ήδη στον κόσμο και τη δική σου δόξα». 

Τέτοια χάρη και δόξα που έχουν οι άγιοι, χάρη και δόξα αγάπης, είναι δεδομένο ότι τη σκορπούν σε καθένα που τους προσεγγίζει με πίστη και ευλάβεια. Κι αυτό σημαίνει «λήψη δύναμης και στην ψυχή και στο σώμα» (ωδή δ΄), ιδίως για τους «δεινῶς ἀσθενοῦντας». Γιατί είναι αλήθεια: «ο ιερός Ραφαήλ είναι σοφός ιατρός για όλους, όπως πράγματι φάνηκε, προσφέροντας τις θεραπείες και τις ιάσεις» (ωδή η΄).