«῏Ω, καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ!»
Ἡ πρώτη Κυριακή μετά τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου, ἡ καί ᾽Αντίπασχα ὀνομαζομένη,
εἶναι ἀφιερωμένη στόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ, τόν Θωμᾶ, ὁ ὁποῖος γίνεται πιά τό
«μέσον» διά τῆς ἀπιστίας του, προκειμένου νά καταστεῖ βέβαιο
τό γεγονός τῆς νίκης κατά τοῦ θανάτου. «᾽Απιστία πίστιν βεβαίαν ἐγέννησε», κατά τόν ὑμνογράφο. Καί τοῦτο γιατί ἡ ἀπιστία αὐτή ῾προκαλεῖ᾽ τόν Κύριον
νά τοῦ φανερώσει πιό ἔντονα τά σημάδια τῆς παρουσίας Του καί νά τόν ὁδηγήσει
στή σωτήρια ὁμολογία: «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».
1. Ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ ἔτσι γίνεται καλή ἀπιστία. Ὅσο
παράδοξα κι ἄν ἠχεῖ τοῦτο, ἡ πραγματικότητα εἶναι αὐτή: ὑπάρχει καλή, ἀλλά καί κακή
ἀπιστία.
Καλή ἀπιστία εἶναι αὐτή πού σέ πρώτη φάση ἐγκλωβίζει τόν ἄνθρωπο στήν ἀμφισβήτηση
καί τήν ἄρνηση, θέτοντάς του ὡς προτεραιότητα τήν πίστη στή λογική καί τίς αἰσθήσεις.
«᾽Εάν μή ἴδω, οὐ μή πιστεύσω». Εἶναι ὁ σκεπτικισμός πού συναντᾶμε πολλές
φορές μέσα στίς εὐαγγελικές διηγήσεις, σάν τήν περίπτωση γιά παράδειγμα τοῦ
Ναθαναήλ, ὅταν καλεῖται νά γνωρίσει τόν Μεσσία ἀπό τόν φίλο του Φίλιππο – «ἐκ
Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι;» - ἤ σάν τήν περίπτωση τοῦ τραγικοῦ πατέρα
πού προσφεύγει μέν στόν ᾽Ιησοῦ γιά νά θεραπεύσει τό παιδί του, ἀλλά γεμάτος ἐρωτηματικά
καί ἀμφισβήτηση: «᾽Αλλ᾽ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν». Κι ὁ Κύριος τήν ἀμφισβήτηση
καί τόν σκεπτικισμό αὐτόν δέν τά ἀπορρίπτει. Τά παίρνει ὡς τά πρῶτα ἐναύσματα τῆς
πίστεως, πού θά ὁδηγήσουν στή στέρεα καί βεβαία πίστη. Διότι βλέπει ὅτι ἡ ἀπιστία
αὐτή πηγάζει ἀπό μιά καρδιά πού πάσχει καί ἀγωνιᾶ. ῎Ετσι τό γνώρισμα τῆς καλῆς ἀπιστίας
φαίνεται νά εἶναι αὐτό: ἡ ὀδυνωμένη καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, πού παλεύει μεταξύ τῆς
πίστεως καί τῆς ἀπιστίας. «Πιστεύω, Κύριε»- γιά νά θυμηθοῦμε καί πάλι τό
προαναφερθέντα πατέρα – «βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Θυμᾶται κανείς ἐδῶ καί
τό παρόμοιο γεγονός ἀπιστίας πού πέρασε καί ὁ ὅσιος Γέρων Παΐσιος στά παιδικά
του χρόνια (᾽Αρσένιος τότε), ὅταν ἡ ἀπιστία ἑνός φοιτητῆ κλόνισε τίς μέχρι τότε
βεβαιότητές του. Καί μᾶς περιγράφει τήν ὀδύνη τῆς καταστάσεως αὐτῆς: «Θόλωσε ὁ
πνευματικός μου ὁρίζοντας. Γέμισα ἀπό ἀμφιβολίες. Θλίψη κατέλαβε τήν ψυχή μου».
Εἶναι ἡ παρόμοια κατάσταση πού περνάει κάθε ἄνθρωπος, μέχρις ὅτου στερεωθεῖ
στήν πίστη του στόν Χριστό, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ἡ φάση αὐτή τῆς ἀπιστίας
δέν θεωρεῖται ὡς κάτι ἀρνητικό καί παράδοξο, ἀλλά φυσιολογικό σκαλοπάτι στήν
πορεία τῆς πνευματικῆς ὡριμάνσεως τοῦ ἀνθρώπου.
2. Πότε ἡ ἀπιστία θεωρεῖται κακή; Ὅταν δέν θεωρεῖται
καρπός ἐσωτερικῆς πάλης, ἀλλά ἀφορμή γιά νά ὁριστικοποιηθεῖ ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου
ἀπό τόν Χριστό, κάτι πού προφανῶς ἔχει ἤδη ἀποφασιστεῖ ἀπό αὐτόν. Μέ ἄλλα
λόγια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀποφασίσει νά δουλεύει στά πάθη του, ὅταν ἡ
προτεραιότητά του εἶναι ἡ ἐμπαθής προσκόλλησή του στόν κόσμο τοῦτο, εἴτε ὡς
φιληδονία εἴτε ὡς φιλοδοξία καί φιλαργυρία, ὅταν μέ ἄλλα λόγια τήν πρώτη θέση
τήν καταλαμβάνει ὁ ἑαυτός του, τότε τήν ἀπιστία τή χρησιμοποιεῖ ὡς ἀφορμή γιά
νά δικαιώσει τίς ἐπιλογές του. Στήν περίπτωση αὐτή δέν βοηθεῖται ἀπό τή χάρη τοῦ
Θεοῦ κατά τρόπο θετικό, ἤ μᾶλλον βοηθεῖται, ἀλλά μέ τρόπο πού παραπέμπει στό «φοβερόν
τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος». Ἡ περίπτωση τοῦ προδότη μαθητῆ τοῦ
Χριστοῦ ᾽Ιούδα, πού καί αὐτός πέρασε ἀπό τό καμίνι τῆς ἀπιστίας, εἶναι, νομίζουμε,
ἐν προκειμένῳ ἐνδεικτική.
3. Ποιό φαίνεται νά εἶναι τό ἀποφασιστικό σημεῖο τοῦ
περάσματος ἀπό τήν ἀπιστία στήν πίστη; Ἡ ὕπαρξη ἑνός ἔστω ἐλάχιστου ποσοστοῦ
ταπείνωσης, δηλαδή ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ ἀπόλυτου τῶν ἐπιλογῶν τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου,
πού τόν κάνει νά ἐμπιστευτεῖ τήν κοινή ἐμπειρία τῶν ἄλλων καί πού τόν ὁδηγεῖ
στήν ᾽Εκκλησία. Ὁ Θωμᾶς κατορθώνει νά ἀπεγκλωβιστεῖ ἀπό τήν ἀπιστία του, μόλις ἀποφασίζει
νά βγεῖ ἀπό τό «καβούκι» του. Ἡ ταπείνωση πού ἐπιδεικνύει, ὡς στροφή πρός τούς ἄλλους
καί ὄχι τόν ἑαυτό του, εἶναι τό ρίσκο πού ἀναλαμβάνει γιά νά μπεῖ στό χῶρο τῆς ἔκπληξης:
τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Ὁ Κύριος βλέπουμε ὅτι ἐκεῖ τοῦ
φανερώνεται: στή σύναξη τῶν μαθητῶν, στήν ᾽Εκκλησία, καί ὄχι στό θολό σύννεφο τῶν
λογισμῶν τῆς μοναξιᾶς του. Καί τόν καλεῖ μ᾽ ἕναν ἀπόλυτα προσωπικό τρόπο, πού
διαλύει τίς ἀμφιβολίες του: «φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖράς
μου, καί φέρε τήν χεῖρά σου καί βάλε εἰς τήν πλευράν μου, καί μή γίνου ἄπιστος,
ἀλλά πιστός». Ἡ συγκλονιστική αὐτή ἐμπειρία τοῦ Θωμᾶ τόν ὁδηγεῖ πιά στή
φυσιολογική στάση τῶν πιστῶν μαθητῶν: στήν προσκύνηση τοῦ Χριστοῦ καί στήν ὁμολογία
τῆς πίστεως: «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».
4. ῎Ετσι ἡ πίστη στήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου διαπιστώνεται ὅτι εἶναι γεγονός βιούμενο στήν ᾽Εκκλησία καί μόνον ἐκεῖ. Μόνον ὁ ἐν τῇ ᾽Εκκλησίᾳ ζῶν καί μάλιστα αὐτός πού ἀγωνίζεται νά βαδίζει τήν ὁδό τοῦ Κυρίου, δηλαδή νά τηρεῖ τίς ἅγιες ἐντολές Του, μπορεῖ καί νά βλέπει καί νά νιώθει τήν ἀναστημένη παρουσία ᾽Εκείνου. «Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας. Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες». Πέραν τοῦ γεγονότος μέ τόν Θωμᾶ, ὁ Κύριος τό εἶχε προείπει στούς μαθητές Του, στήν ἐκτεταμένη διδασκαλία Του στό πλαίσιο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου: μετά τή Σταυρική Του θυσία θά εἶναι ὁρατός καί θά Τόν αἰσθάνονται μόνον οἱ μαθητές Του. Στήν ἔνσταση τοῦ ᾽Ιούδα, ὄχι τοῦ ᾽Ισκαριώτη, «Κύριε, καί τί γέγονεν ὅτι ἡμῖν μέλλεις ἐμφανίζειν Σεαυτόν καί οὐχί τῷ κόσμῳ;» (γιατί θά φανερώσεις τόν ἑαυτό Σου σ’ ἐμᾶς κι ὄχι στόν κόσμο;), στήν ἔνσταση δηλαδή τῆς κοσμικῆς λογικῆς πού ἀπαιτεῖ μιάν ἐξωτερική ἐπιβολή καί νίκη κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως, ὁ Κύριος εἶναι ἀπόλυτος καί σαφής: Μόνον ὅποιος τηρεῖ τίς ἐντολές Του, συνεπῶς οἱ πιστοί μαθητές Του, θά Τόν ζοῦν καί θά Τόν βλέπουν. «᾽Εάν τις ἀγαπᾷ με, τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾽ αὐτῷ ποιήσομεν». Κι εἶναι τοῦτο καί ἡ μόνιμη ἀπάντηση, πέραν τῶν ὅσων εἴπαμε, γιά τό πῶς βεβαιώνεται κανείς στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ: μόνον διά τῆς ἀγάπης στόν συνάνθρωπο. «Πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη», πού σημειώνει ὁ ἀπ. Παῦλος.
Μέ ἄλλα λόγια, ὅταν ἡ ἀμφιβολία καί ἡ ἀπιστία ἀρχίζουν
νά μέ ταλαιπωροῦν, ἡ ἀπάντηση εἶναι νά θερμαίνω τήν καρδιά μου ἐντονότερα γιά
τόν κάθε πλησίον μου, καί μάλιστα τόν θεωρούμενο ἐχθρό μου. Τήν ὥρα πού θά
παλεύω ν᾽ ἀγαπῶ ἐκεῖνον μέ τόν ὁποῖο φαίνεται νά ἔχω πρόβλημα, τήν ὥρα ἀκριβῶς
αὐτή θά νιώθω καί τή χάρη τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ νά εἰσρέει στήν καρδιά μου. Εἶναι
μιά ἐμπειρία τῆς ᾽Αναστάσεως πού βεβαίως, εἶναι αὐτονόητο, πρέπει κανείς νά
πειραματιστεῖ στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό γιά νά τή νιώσει.