15 Μαΐου 2024

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

«Ὤ θαύματος καινοῦ! ὤ παραδόξου τρόπου! Πῶς χόρτος οὐκ ἐφλέχθη, ἡ χείρ τοῦ Ἀποστόλου, πυρί τῷ τῆς Θεότητος!»

«Σπεύσωμεν καί ἡμεῖς τάς χεῖρας ἁγιάσαι τῇ τῶν παθῶν ἀργίᾳ, καί οὕτω τοῦ Δεσπότου τῆς πλευρᾶς ἐφαψόμεθα» (Απόστιχα όρθρου ημέρας).

(Τι καινούργιο θαύμα και παράδοξος τρόπος! Πώς δεν πήρε φωτιά το χορτάρι, δηλαδή το χέρι του Αποστόλου από το πυρ της Θεότητας!

Ας σπεύσουμε και εμείς να αγιάσουμε τα χέρια μας με την αργία των παθών μας, και έτσι να αγγίξουμε την πλευρά του Δεσπότου Χριστού).

Ο άγιος υμνογράφος επιμένει στο θαύμα της ψηλάφησης του Κυρίου από τον απόστολο Θωμά. Και το θαύμα κατ’ αυτόν έγκειται στο γεγονός ότι το χέρι του δεν «κάηκε» από την τόλμη του να αγγίξει τις πληγές του αναστημένου Διδασκάλου του. Για τον ποιητή, και για κάθε χριστιανό βεβαίως, το αναστημένο σώμα του Κυρίου είναι σαν την καιομένη βάτο που είδε και πλησίασε ο προφήτης Μωϋσής ήδη από τα Παλαιοδιαθηκικά χρόνια. Κι ακόμη: σαν τον πυρωμένο άνθρακα που είδε ο προφήτης Ησαΐας να τίθεται στο ουράνιο θυσιαστήριο από τους αγγέλους, οι οποίοι στη συνέχεια άγγιξαν με αυτόν τα χείλη του για να καθαριστεί και να αποκτήσει την προφητική χάρη και δύναμη – η καιομένη βάτος και ο άνθρακας αυτός αποτελούσαν προεικονίσεις του σώματος του Κυρίου. Λοιπόν, μένει έκθαμβος ο άγιος υμνογράφος μπροστά στο γεγονός. Και η εξήγηση της μη καύσης του αποστόλου δίνεται κατά μοναδικό τρόπο από τον οίκο του κοντακίου της εορτής: «Ποιος φύλαξε την παλάμη του Μαθητή τότε να μη διαλυθεί, όταν πλησίασε την πύρινη πλευρά του Κυρίου; Ποιος έδωσε στην παλάμη αυτή τόλμη κι απέκτησε δύναμη να ψηλαφήσει το πύρινο οστό; Οπωσδήποτε η πλευρά που ψηλαφήθηκε. Διότι αν η πλευρά αυτή δεν χορηγούσε δύναμη στην πήλινη δεξιά του Θωμά, πώς θα μπορούσε να ψηλαφήσει εκείνα τα παθήματα που σάλευσαν τα άνω και τα κάτω; Αυτή η χάρη δόθηκε στον Θωμά ώστε να ψηλαφήσει την πλευρά και να φωνάξει στον Χριστό: Είσαι ο Κύριος και ο Θεός μου» («Τίς ἐφύλαξε τήν τοῦ Μαθητοῦ παλάμην τότε ἀχώνευτον, ὅτε τῇ πυρίνῃ πλευρᾷ προσῆλθε τοῦ Κυρίου; Τίς ἔδωκε ταύτῃ τόλμαν καί ἴσχυσε ψηλαφῆσαι φλόγεον ὀστοῦν; Πάντως η ψηλαφηθεῖσα˙ εἰμή γάρ ἡ πλευρά δύναμιν ἐχορήγησε πηλίνῃ δεξιᾷ, πῶς εἶχε ψηλαφῆσαι παθήματα, σαλεύσαντα τά ἄνω καί τά κάτω; Αὕτη ἡ χάρις Θωμᾷ ἐδόθη, ταύτην ψηλαφῆσαι, Χριστῷ δέ ἐκβοῆσαι˙ Κύριος ὑπάρχεις καί Θεός μου»).  

Αλλά ο υμνογράφος μας βλέπει και την προέκταση του θαυμαστού γεγονότος: είναι η σχέση η δική μας με τον Κύριο! Ό,τι συνέβη με τον απόστολο Θωμά, το ίδιο συμβαίνει και με κάθε χριστιανό σε όλους τους αιώνες. Διότι η κλήση του χριστιανού είναι να σχετιστεί με τον Κύριο με τον ίδιο τρόπο που σχετίστηκαν όλοι οι μαθητές, που σχετίστηκε και ο απόστολος Θωμάς. Που θα πει: η προσέγγιση του Κυρίου και από εμάς είναι προσέγγιση τοῦ πυρός και της φωτιάς.  «Πῦρ γάρ καί φῶς» ο Κύριος!  Αν «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον καί εἰς τούς αἰῶνας» και αν κληθήκαμε «εἰς κοινωνίαν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ», δηλαδή σε μία κοινωνία ολόκληρης της ύπαρξής μας με Εκείνον – ο απόστολος Πέτρος εννοώντας τη θεία ενέργεια αναφέρεται στην κοινωνία της «θείας φύσεως» του Κυρίου -  τότε ο Χριστός μάς καλεί να φωτιστούμε και να «καούμε»! Αυτό είναι το μεγαλείο της χριστιανικής πίστεως: όχι να πιστεύουμε σε Κάποιον Παντοδύναμο απλώς Θεό, ο Οποίος βρίσκεται κάπου στα ουράνια – αυτό συνιστά ένα βήμα προ της ολικής διαγραφής Του από τη ζωή μας: τι να κάνουμε έναν Θεό μακρινό και ξένο από εμάς; - αλλά στον αληθινό Θεό, ο Οποίος έγινε ένας από εμάς, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση μας, μας ενσωμάτωσε στον εαυτό Του, μας έδωσε τις δυνάμεις Του, μας δίνει τον εαυτό Του να Τον φάμε και να Τον πιούμε, μας δείχνει διαρκώς πόσο πράγματι είναι βαθιά η επιθυμία Του να είναι μαζί μας. Αλλά μας αποκαλύπτει ότι ο Ίδιος είναι φωτιά που και φωτίζει και καίει. Πότε όμως λειτουργεί για εμάς κατά τρόπο θετικό το φως αυτό και η φωτιά αυτή; Όταν συμβαίνει με την τόλμη του αποστόλου Θωμά, δηλαδή όταν υπάρχει η εναγώνια αναζήτησή Του για θεωρία και μετοχή σ’ Αυτόν. Και ο άγιος υμνογράφος βεβαίως μάς βοηθάει ακόμη περισσότερο: Πρέπει να σπεύδουμε και εμείς, λέει, να προσεγγίζουμε τον Κύριο, να Τον ακουμπάμε, να Τον τρώμε και να γινόμαστε ένα μ’ Εκείνον, όταν όμως αγιάζουμε τα χέρια μας, που θα πει το σώμα και την ψυχή μας, με την αργία από τα πάθη μας, δηλαδή με την προσπάθεια να έχουμε καθαρή την καρδιά μας. Όσο βρισκόμαστε σ’ αυτήν τη φορά ζωής, όσο η στροφή μας είναι προς τις εντολές του Κυρίου μας, τόσο και η προσέγγισή Του γίνεται με τον τρόπο που ένα μικρό παιδί τρέχει προς την αγκαλιά του Πατέρα του.

Το βλέπουμε σε όλους τους αγίους μας, όπως είπαμε. Οι άγιοί μας είναι η χαρά του Ουρανού πάνω στη γη, αλλά εκπέμπουν την ίδια θέρμη και την ίδια «επικινδυνότητα» με τον Κύριο. Μας θερμαίνουν αλλά και μπορεί να μας κάψουν, αν είμαστε χλιαροί και αμελείς. Την ίδια προοπτική έχουμε βεβαίως όλοι μας. Η πίστη μας δεν είναι παιχνίδι. Αν δεν την πάρεις στα σοβαρά, «καίγεσαι»!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΧΩΜΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο όσιος Παχώμιος ήταν από την Κάτω Θηβαΐδα της Αιγύπτου, κατά τους χρόνους του μεγάλου βασιλιά Κωνσταντίνου. Οι γονείς του ήταν ειδωλολάτρες. Όταν πήγαινε μαζί τους στον ναό των ειδώλων, άκουγε τον νεωκόρο να λέει στους γονείς του: ῾Πάρτε από εδώ τον εχθρό των θεών και διώξτε τον᾽, διότι προφανώς το δαιμόνιο στο οποίο πρόσφεραν τις θυσίες τους φοβόταν την αρετή που θα αποκτούσε αυτός. Αλλά και το κρασί της ειδωλικής θυσίας που ήπιε ο όσιος το ξέρασε. Όταν μεγάλωσε, κατατάχθηκε στον στρατό, αλλά πολύ σύντομα εγκατέλειψε το στράτευμα και ανήλθε στην άνω Θηβαΐδα. Εκεί δέχτηκε το βάπτισμα στο όνομα του Χριστού και ακολούθησε τον μοναχικό βίο. Πήγε μάλιστα προς την έρημο, όπου σε κάποιο τόπο της Ταβεννησίας άκουσε φωνή να έρχεται από τον Ουρανό που του έλεγε ότι ο τόπος εκεί είναι κατάλληλος για να μείνει κι ότι θα προσέρχονταν πλήθη μαζί του, οπότε ίδρυσε μοναστήρι.

Όσο περνούσε ο καιρός λοιπόν έρχονταν πολλοί, μεταξύ αυτών δε και ο Θεόδωρος ο ηγιασμένος, ο οποίος έγινε μαθητής του και ζηλωτής στον δρόμο της αρετής και στα θαύματα, οπότε έλαμψε μαζί με αυτόν. Τόσο πολύ μάλιστα ανέβηκαν και οι δύο προς το ύψος της θεωρίας με την κατά Θεόν απάθεια, ώστε να βλέπουν νοερά και την άνοδο των ψυχών προς τον ουρανό, να προβλέπουν τα μακρινά σαν να ήταν μπροστά τους και να προλέγουν τα μελλοντικά. Πριν να φύγει ο άγιος από τη ζωή αυτή, μετρήθηκε το πλήθος των μοναχών που προσήλθε σ᾽ αυτόν και βρέθηκε να είναι χίλιοι τετρακόσιοι άνδρες. Κι από αυτό φάνηκε ότι ο όσιος ήταν κάποιος θείος άνδρας με πολύ μεγάλη αρετή. Διότι δεν επέλεγε την άνετη ζωή ούτε τις σαρκικές απολαύσεις, στις οποίες τρέχουν οι πολλοί με χαρά, όταν απομακρύνονται από τους δικούς τους. Αντιθέτως αυτοί που είχαν προσέλθει σ᾽αυτόν ήλθαν θαυμάζοντας τους τρόπους της εγκρατείας και των ασκητικών κόπων του οσίου και θέλοντας να μοιάσουν στην αγγελική διαγωγή του. Τελειώθηκε ο όσιος κατά Χριστόν και τάφηκε στη Μονή του».

Αν ο άγιος μέγας Αντώνιος θεωρείται, ως γνωστόν, ο πατέρας του αναχωρητικού μοναχισμού, ο μέγας Παχώμιος θεωρείται ο πατέρας του κοινοβιακού μοναχισμού. Ήταν αυτός που για πρώτη φορά ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ίδρυσε κοινόβιο, όχι γιατί μόνος του είχε μία τέτοια φαεινή ιδέα, αλλά γιατί ο ίδιος ο Κύριος δι᾽ αγγέλου Του τον φώτισε σ᾽ αυτήν την ενέργεια, καθοδηγώντας τον μάλιστα και ως προς το εξωτερικό σχήμα που θα έπρεπε να φέρουν οι μοναχοί. «Αναδείχτηκες αγελάρχης του αρχιποίμενα Χριστού, καθοδηγώντας τα πλήθη των μοναστών προς την επουράνια μάνδρα, Πάτερ Παχώμιε,   αφού μυήθηκες από τον Θεό για το σχήμα που έπρεπε να φέρουν οι ασκητές, το οποίο πάλι το μύησες στους άλλους» (απολυτίκιο). «Έγινες νομοθέτης και καθοδηγητής των ασκητών, Παχώμιε, οδηγώντας αυτούς στον Χριστό, πανσεβάσμιε» (ωδή γ´). «Με οπτασία αγγελική, πάνσοφε Πάτερ, πήρες τον χρησμό να ιδρύεις φροντιστήρια της αρετής» (ωδή δ΄).

Τι ήταν εκείνο που έκανε τον Θεό να διαλέξει τον Παχώμιο για ένα τέτοιο σπουδαίο καθοδηγητικό έργο; Πρώτα από όλα βεβαίως η μεγάλη του αρετή. Ο άγιος Θεοφάνης, ο ποιητής του κανόνα του οσίου, σ᾽ αυτό κυρίως επικεντρώνει την προσοχή μας: ο όσιος γεύτηκε ο ίδιος τον γλυκασμό στην καρδιά του της δροσιάς της χάρης του Θεού, αφότου βαπτίστηκε – «σαν ελάφι έτρεξες προς το νερό, όσιε, κι αφού ραντίστηκες από το άγιο βάπτισμα, έλαβες τη δροσιά της χάρης του Θεού, με οποία καταγλυκάνθηκε η καρδιά σου» (ωδή γ´) – κι έκτοτε αγωνίστηκε να κρατήσει τη χάρη αυτή και να την αυξήσει με τον θερμό έρωτα της κατά Χριστόν απάθειας, με τον πόθο του δηλαδή για τον Κύριο που φανερωνόταν με την τήρηση των αγίων Του εντολών. Αυτή η αγάπη του για τον Χριστό τον έκανε να ζει ζωή εγκράτειας και ν᾽ αποκτά φτερά πνευματικά τέτοια, ώστε να γεύεται κατευθείαν από τον Θεό τον μεγάλο Του φωτισμό (ωδή α´). «Σε κεντούσε ο πόθος του Δεσπότη Χριστού και κατάσβεσες έτσι την ευπάθεια του σαρκικού φρονήματος με την εγκράτεια» (ωδή δ´).

Η μεγάλη αρετή του ανδρός όμως δεν έφτανε για το συγκεκριμένο έργο της ανάληψης τόσο μεγάλων ευθυνών για την καθοδήγηση ψυχών. Έχουμε πάμπολλους αγίους, οι οποίοι μολονότι άγιοι, δεν κλήθηκαν από τον Θεό για ανάληψη έργου καθοδηγητικού. Και τούτο γιατί εκτός από την αρετή απαιτείται και ιδιαίτερο φυσικό χάρισμα ηγέτη. Με άλλα λόγια ο Θεός όταν καλεί κάποιον σε ένα έργο, ῾μετράει᾽ θα λέγαμε και τα φυσικά του χαρίσματα - δεν είναι όλοι για όλα. Πρόκειται κατ᾽ ουσίαν γι᾽ αυτό που λέει και ο απόστολος Παύλος, όταν διακρίνει τα διάφορα χαρίσματα που έχει δώσει ο Θεός: άλλος είναι απόστολος, άλλος προφήτης, άλλος διδάσκαλος, άλλος θαυματουργός, άλλος συμπαραστάτης ανθρώπων. Ο Παχώμιος λοιπόν προφανώς εκτός από την αρετή του διέθετε ως άνθρωπος και το φυσικό χάρισμα του ηγέτη. Είχε ισχυρή θέληση, μπορούσε να ανοίγει δρόμους, να καθοδηγεί ανθρώπους. Κι επιβεβαιώθηκε ανθρωπίνως τούτο εκ του αποτελέσματος. «Έγινες άριστος κυβερνήτης του συστήματος των μοναχών, Παχώμιε» (ωδή δ´).

Ο άγιος Παχώμιος λοιπόν αξιοποίησε το φυσικό του χάρισμα, γενόμενος υπήκοος στην εντολή του Θεού, τήρησε τις εντολές Εκείνου διά βίου και ευαρέστησε τον Θεό (δοξαστικό εσπερινού). Η ίδια η ζωή του υπήρξε στην ουσία ο ακριβής κανών των μοναχών, που σημαίνει ότι όχι μόνο η διδασκαλία του, ακραιφνώς ορθόδοξη βεβαίως, αλλά κυρίως η ζωή του ήταν αυτή που γινόταν παράδειγμα για τους μοναχούς του, δίνοντάς μας έτσι και το υπόδειγμα του αληθινού ηγέτη, και μάλιστα του εκκλησιαστικού. Ο άγιος Θεοφάνης με καταιγιστικό τρόπο επισημαίνει όλες αυτές τις διαστάσεις: «Ο βίος σου, θεοφόρε παμμακάριστε Παχώμιε, έγινε ακριβέστατος κανόνας των μοναχών» (ωδή δ´). «Έχοντας ορθόδοξο φρόνημα, παμμακάριε, κήρυξες την τρισάριθμη Μονάδα ως ομοούσια Τριάδα. Και δίδαξες τη φρικτή σάρκωση του Λόγου, υμνολογώντας ως Θεοτόκο την αειπάρθενο» (ωδή ζ´). 

14 Μαΐου 2024

ΝΑ ΕΞΟΡΙΣΟΥΜΕ ΜΑΚΡΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΗΦΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΖΑΛΗ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ

«Κατήφεια παθῶν καί λογισμῶν ἡ ζάλη, μακράν ἐξοριζέσθω καί οὕτως ἐξανθήσει τό ἔαρ τό τῆς πίστεως» (απόστ. Αίνων).

(Ας εξορισθεί μακριά από εμάς η κατήφεια και η στενοχώρια των παθών, όπως και η ζάλη των λογισμών, και έτσι θα ανθήσει η άνοιξη της πίστης).

Ο άγιος υμνογράφος εξαγγέλλει αυτό που διαλαλεί η Εκκλησία μας με την Ανάσταση του Κυρίου: τα πάντα τώρα είναι πλημμυρισμένα από το φως και τη χαρά της Αναστάσεως. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός». «Ὦ Πάσχα, λύτρον λύπης». Ό,τι ο Κύριος και οι άγιοι άγγελοί Του προέτρεπαν τους αποστόλους και τις μυροφόρες γυναίκες: «Χαίρετε», ό,τι ο απόστολος Παύλος θεωρούσε ως δεδομένο της πίστεως: «Χαίρετε, καί πάλιν ἐρῶ Χαίρετε», αλλά και καρπό της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος που προεκτείνει την αναστημένη παρουσία του Κυρίου: «ὁ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά», ό,τι ο ίδιος πάλι προέτρεπε ως συστατικό της ζωής αλλά και διαρκές αγώνισμα των πιστών: «Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε», αυτό λοιπόν προβάλλει και ο άγιος ποιητής. Γιατί; Διότι ανέτειλε ήδη το έαρ, η άνοιξη της πίστεως. Και η άνοιξη αυτή αποτελεί τον ύμνο της χαράς. Οπότε, «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν» - χαρά και κατήφεια δεν μπορούν να συνυπάρξουν! Όταν με άλλα λόγια ο πιστός έχει ενσυνείδητα αποδεχτεί τον Χριστό στη ζωή του, τότε είναι αδιάκοπα στραμμένος προς Αυτόν και Αυτόν αναζητεί προκειμένου να Τον έχει Κύριο και Αρχηγό της ζωής του. Και Τον αναζητεί βεβαίως με τον μόνο τρόπο που ο Κύριος καθόρισε: μέσα από τις άγιες εντολές Του, οι οποίες οδηγούν στην εγκατοίκησή Του μέσα στον άνθρωπο, καθιστώντας τον κυριολεκτικά ένα με Εκείνον. «Τηρήστε τις εντολές Μου και θα Με δείτε μέσα σας». Κι έρχεται έτσι η χαρά και η ειρήνη του Χριστού μέσα στον άνθρωπο, χαρά και ειρήνη εσωτερική και βαθειά που κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να τα διαγράψει και να πάρει.

Από την άποψη αυτή ο άγιος υμνογράφος τονίζει το αυτονόητο: αν ζει ο πιστός τη χαρά της Ανάστασης, δεν μπορεί να είναι εγκλωβισμένος στην κατήφεια που φέρνουν με μαθηματική ακρίβεια τα πάθη του ανθρώπου˙ δεν μπορεί να άγεται και να φέρεται από τους λογισμούς που δημιουργούν ζάλη στον άνθρωπο, δηλαδή από τους λογισμούς της απιστίας και της διψυχίας, τους λογισμούς που θέτουν σε κρίση τον άνθρωπο, γιατί δεν μπορεί να πάρει τη σταθερή απόφαση να είναι πάντοτε με το μέρος του Χριστού, δηλαδή εκεί που τον καλούν οι εντολές και το θέλημα Εκείνου. Κι είναι η εμπειρία του καθενός μας: τι είναι εκείνο που δημιουργεί την εσωτερική θλίψη και στενοχώρια και δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε; Μόνον το άφημά μας στα ψεκτά πάθη μας: η ικανοποίηση της σαρκολατρείας μας και του αλαζονικού υπερήφανου φρονήματός μας. Δυστυχώς, έστω και θεωρούμενοι χριστιανοί, ζούμε ακόμη μέσα στον χειμώνα της αμαρτίας μας, όταν έξω, στον αληθινό κόσμο του Θεού – κι είναι αληθινός γιατί είναι ο αιώνιος κόσμος – ήδη έχει ανατείλει το έαρ και η καλοκαιρία της ζεστασιάς της αγκαλιάς του Θεού μας. Ήδη από την πρώτο ύμνο του κανόνα του αγίου Θωμά (α΄ ωδή) ο υμνογράφος επισημαίνει: «Σήμερον ἔαρ ψυχῶν˙ ὅτι Χριστός ἐκ τάφου, ὥσπερ ἥλιος ἐκλάμψας τριήμερος, τόν ζοφερόν χειμῶνα ἀπήλασε τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν» (Σήμερα είναι η άνοιξη των ψυχών. Γιατί ο Χριστός  την τρίτη ημέρα μετά τη σταύρωσή Του βγήκε από τον τάφο, όπως ακριβώς ο ήλιος που έλαμψε μετά τη νύκτα, και έκανε πέρα τον χειμώνα της αμαρτίας μας).

Ο αληθής χριστιανός, δηλαδή ο άγιος, είναι ο χαρούμενος άνθρωπος. Χαρούμενος με την έννοια την πραγματική: χαίρεται η καρδιά του, γι’ αυτό και τη χαρά αυτή σκορπίζει παντού και πάντα. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί άγιοι της Εκκλησίας μας θεωρούσαν ότι ο πασχαλινός χαιρετισμός «Χριστός Ἀνέστη» πρέπει να συνιστά τον διαρκή χαιρετισμό μας όλου του χρόνου. Αρκεί βεβαίως να μη ξεχνάμε ότι η εσωτερική αυτή χαρμόσυνη πραγματικότητα δεν προκύπτει «μαγικά» και γρήγορα. Απαιτεί καθημερινό αγώνα συσταύρωσης με τον Χριστό, οδύνη και «μάτωμα» πάνω στον αγώνα κατά των παθών, που θα πει ότι τελικώς η χαρά αυτή  λειτουργεί για τον «μέσο» χριστιανό, αν υπάρχει τέτοιος όρος, ως όραμα που πρέπει να καθορίζει την πορεία του – μερικές φορές σε βάθος δεκαετιών! Και βεβαίως να τονίσουμε και πάλι το του αποστόλου: η χαρά έρχεται ως καρπός του πνεύματος αγάπης. Όπου αγάπη εκεί και χαρά, εκεί και Ανάσταση, εκεί και Χριστός!

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ Ο ΕΝ ΧΙΩ

«άγιος Ισίδωρος ζούσε κατά τους χρόνους του βασιλιά Δεκίου και καταγόταν από την πόλη της Αλεξάνδρειας. Ήταν στρατιωτικός, ανήκοντας στο τάγμα των ετοιμοπόλεμων στρατιωτών. Όταν κάποια στιγμή έφτασε στη νήσο Χίο με στρατιωτικά πλοία, των οποίων ναύαρχος ήταν ο Νουμέριος, κατηγορήθηκε από τον κεντυρίωνα Ιούλιο, ότι σέβεται τον Κύριο Ιησού Χριστό  και δεν λατρεύει τους δικούς τους θεούς. Ο άγιος Ισίδωρος τότε ομολόγησε με δύναμη την πίστη του στον Χριστό, γι᾽ αυτό και ο Νουμέριος, βλέποντας ότι δεν πρόκειται να μεταπειστεί, πρόσταξε να του κόψουν το κεφάλι και έτσι έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου».

Στρατιώτης στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ο άγιος Ισίδωρος, αλλά κυρίως στρατιώτης του Χριστού, έχοντας ως απόλυτο βασιλιά του ακριβώς Αυτόν, που σημαίνει ότι κυρίαρχη αρχή στη ζωή του ήταν το «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις». Με άλλα λόγια υπήκουε στους επίγειους νόμους, όταν αυτοί οι νόμοι βεβαίως δεν έρχονταν σε αντίθεση με τον νόμο του Θεού. Κι απόδειξη: μόλις τέθηκε θέμα εκλογής μεταξύ εντολής του ηγεμόνα και του νόμου του Θεού προτίμησε την υπακοή στην πίστη και πρόσφερε τη ζωή του γι᾽ αυτήν, ακολουθώντας τα ίχνη του Διδασκάλου του. Επανειλημμένως ο άγιος ποιητής Θεοφάνης σημειώνει την απόλυτη αυτή προτεραιότητα του Ισιδώρου: «Ακολουθώντας τα ίχνη των παθημάτων του Δεσπότη Χριστού μιμήθηκες τον εκούσιο θάνατό Του, καθώς υπέστης και εσύ με τη θέλησή σου το πάθος για χάρη Του» (ωδή δ´). «Είχες ολόκληρη την έφεση της ψυχής σου προς τον Θεό, που είναι το πιο καθαρό πράγματι από όλα τα αγαθά, αθλοφόρε παμμακάριστε, κι έτσι αμαύρωσες τον πόθο των επιγείων» (ωδή ς´).

Ο άγιος Ισίδωρος έτσι παρουσιάζεται, όπως και όλοι οι άγιοι,  ως αληθινά ακέραιος άνθρωπος, χωρίς να περιπίπτει στη φοβερή κατάσταση της διψυχίας, κατά την οποία η ακαταστασία και η ταραχή είναι το μόνιμο γνώρισμα. Δυστυχώς η διψυχία, ως ελλειμματική αναφορά στη μόνη «απόλυτη σταθερά» που είναι ο Θεός, κλονίζει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, κάνοντάς τον να άγεται και να φέρεται πότε εδώ και πότε εκεί, ως έρμαιο διαφόρων δυνάμεων είτε ανθρωπίνων είτε δαιμονικών, πάντως ξένων προς την αληθινή φύση του,  οπότε στην περίπτωση αυτή σταματά ο άνθρωπος να λειτουργεί ως γνήσιος άνθρωπος. Ο άγιος άνθρωπος, σαν τον Ισίδωρο, είναι γνήσιος και αληθινός άνθρωπος, γιατί είναι σταθερά προσκολημμένος προς τον Δημιουργό του Θεό – «κόλλησα στα χνάρια σου, Δέσποτα» (῾Εκολλήθην οπίσω σου, Δέσποτα᾽) (ωδή ς´) – κάτι που φέρνει την υπέρβαση της αλλοτριωτικής για την ψυχή κατάστασης του φόβου. Ο άγιος δηλαδή δεν φοβάται κανέναν, πλήν του ίδιου του Θεού, ο Οποίος όμως δεν θέλει τον άνθρωπο φοβισμένο, γιατί του αποκαλύπτεται ως ο αγαπημένος Πατέρας του. Ο άγιος Θεοφάνης σημειώνει επ᾽ αυτού: «Συ, Ισίδωρε θεόφρον, φώναζες δυνατά: τον Χριστό φοβάμαι και σέβομαι, τον Οποίο λατρεύω, προσκυνώ και υμνολογώ» (ωδή η´). Είναι ευνόητο έτσι ότι ο άγιος με την ολοκάρδια στροφή του προς τον Χριστό Τον ζούσε στην ύπαρξή του, ιδίως την ώρα του μαρτυρίου του,  με τρόπο που τον φανέρωνε εντελώς δοξαστικά: ως φωτεινός ήλιος. «Το ιλαρό σου πρόσωπο φαινόταν να λάμπει ολόκληρο όπως ο ήλιος, από τη χαρά του μαρτυρίου»  (ωδή η´).

Από την άποψη αυτή δεν είναι μόνο η χάρη του Θεού που ενισχύει τον μάρτυρα, για να παραμένει αυτός πάντοτε εν Θεώ, αλλά και η δική του κατάσταση της καρδιάς. Ο εκκλησιαστικός μας ποιητής γίνεται απολύτως σαφής εν προκειμένω: ο άγιος Ισίδωρος μπόρεσε και έμεινε μέχρι τέλους σταθερός στην ομολογία της πίστεώς του, γιατί είχε άφοβη την καρδιά του, με ορμή στραμμένη προς τον Χριστό. Ό,τι δηλαδή συμβαίνει με έναν πρωταθλητή, που η καρδιά του έχει την ορμή της νίκης – ποτέ κανείς δεν κερδίζει σε αγώνες με ηττημένο φρόνημα – κατά τον ίδιο τρόπο και στα πνευματικά αγωνίσματα. Πρέπει κανείς να πιστέψει στη νίκη, πολλώ μάλλον όταν ξέρει ότι τον ενισχύει ο ίδιος ο παντοδύναμος Θεός, για να φτάσει στη νίκη. «Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ᾽ ημών;» - αν ο Θεός είναι μαζί μας, ποιος μπορεί να είναι εναντίον μας; «Έχοντας άφοβη την ορμή της ψυχής σου, ένδοξε, κράτησες σταθερή την ομολογία της πίστεως, με κάθε ευσέβεια» (ωδή γ´).

13 Μαΐου 2024

Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ ΤΗΣ ΑΠΙΣΤΙΑΣ

«Τόν Θωμᾶν οὐ κατέλιπες βαπτιζόμενον, Δέσποτα, βυθῷ ἀπιστίας, παλάμας προτείνας εἰς ἔρευναν» (ὠδή στ΄ κανόνος Κυριακής Θωμά).

(Δεν εγκατέλειψες, Δέσποτα Κύριε, τον Θωμά, την ώρα που βυθιζόταν στον βυθό της απιστίας, καθώς τού άπλωσες τις παλάμες για έρευνα).

Συνηθίζουμε να μιλάμε για την απιστία ή τη δυσπιστία ή την ολιγοπιστία του αγίου αποστόλου Θωμά, επειδή δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία των άλλων μαθητών ότι είδαν τον αναστημένο Χριστό. «Ἐάν μή ἴδω οὐ μή πιστεύσω» τους είπε. Και ο Κύριος τού έκανε τη χάρη και (όταν βεβαίως βρέθηκε μαζί με τους άλλους αποστόλους δείχνοντας την καλή του διάθεση και τον εσωτερικό του αγώνα) τον κάλεσε «ἰδίαις χερσί» να βεβαιωθεί για το αναστημένο Του σώμα. Εξέφρασε όμως και το παράπονό Του ότι «πίστεψε γιατί Τον είδε και τον ψηλάφησε με τις σωματικές του αισθήσεις», χωρίς να φτάσει στην υψηλότερη πίστη και θέαση που υπάρχει, δηλαδή τη μακαριότητα εκείνων που πιστεύουν χωρίς να επιζητούν να Τον δουν με τα σωματικά τους μάτια. Βεβαίως η εκκλησιαστική υμνολογία αφορμάται από το γεγονός αυτό για να «υμνήσει» τελικά αυτήν την απιστία του Θωμά – «ὤ καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ», διότι ο Κύριος «χαίρει ἐρευνώμενος»  - που έδωσε και δίνει την ευκαιρία μέσα στους αιώνες να εξαγγελθεί η Ανάσταση του Κυρίου ακόμη και μέσα από την ψαύση του πεπυρωμένου λόγω της θεότητάς Του σώματος του Κυρίου∙ αλλά και να τονισθεί η πραγματική έννοια της θεολογίας, ως γεγονότος που εδράζεται στην εμπειρία του Χριστού, είτε από το άγγιγμα του στήθους Του από τον Ιωάννη τον Θεολόγο είτε από το άγγιγμα των τρυπημένων από τα καρφιά χεριών Του και της λογχευμένης πλευράς Του, και όχι σε μία ιδεολογική και «ψιλή»-γυμνή προσέγγιση της πίστεως. 

Συνηθίζουμε λοιπόν να μιλάμε για τον «άπιστο» Θωμά. Όμως και το Ευαγγέλιο αλλά και η υμνογραφία της Εκκλησίας δεν παύουν να σημειώνουν ότι την απιστία ή την ολιγοπιστία του Θωμά την είχαν και οι άλλοι μαθητές του Κυρίου, με πρώτον μάλιστα από όλους τον κορυφαίο των μαθητών απόστολο Πέτρο. Και έρχεται ακριβώς η ποίηση των ημερών για να θυμίσει, πέρα από άλλες «απιστίες», τη βεβαιωμένη από τον ίδιο τον Κύριο ολιγοπιστία του Πέτρου, όταν είδε τον Κύριο, προ της Αναστάσεώς Του βεβαίως, να περιπατεί επί των κυμάτων της θάλασσας της Γαλιλαίας και Τον παρακάλεσε, εφόσον είναι Εκείνος, να του επιτρέψει να έλθει κοντά Του, πατώντας κι αυτός πάνω στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Και ποιο το αποτέλεσμα; Ο Πέτρος, όσο έβλεπε τον Κύριο, να μπορεί να περπατάει σαν επάνω σε ξηρά, όταν όμως συνειδητοποίησε την «πραγματικότητα» του περιβάλλοντος, να αρχίσει να βυθίζεται, γιατί απίστησε. Το γεγονός αυτό δεν έχει υπόψη του ο υμνογράφος του παραπάνω τροπαρίου μιλώντας όμως τη φορά αυτήν για τον Θωμά; Την ίδια εικόνα, κατά μεταφορικό τρόπο, χρησιμοποιεί: και ο Θωμάς βυθιζόταν στα κύματα της απιστίας με κίνδυνο να καταποντιστεί. Δεν τον αφήνει όμως ο Κύριος∙ όπως άπλωσε το χέρι Του κι έπιασε τον Πέτρο, ελέγχοντας την ολιγοπιστία του: «ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;», κατά τόν ίδιο τρόπο απλώνει τις παλάμες Του στον ολιγόπιστο Θωμά για να σώσει κι εκείνον. Με τον ίδιο μάλιστα τρόπο σχεδόν ελέγχου: «ὅτι ἑώρακάς με πεπίστευκας∙ μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες». 

Το κρίσιμο και καίριο σημείο και στις δύο επεμβάσεις του Κυρίου στους ολιγοπίστους ή απίστους μαθητές Του ήταν ότι και οι δύο τελικά στράφηκαν σ’ Εκείνον: ο Πέτρος με τον άμεσο τρόπο της αγωνιώδους κραυγής του: «Κύριε, σῶσόν με», ο Θωμάς με τον έμμεσο τρόπο του ερχομού του στον κύκλο των άλλων μαθητών – μία «κραυγή» του ήταν κι αυτή, καθώς άφησε την απομόνωση και τη μοναξιά του. Κι αυτό το σημείο είναι το κρίσιμο και για κάθε μαθητή και πιστό Του σε όλους τους αιώνες και σήμερα: μπορεί να αμφιβάλλουμε και να ολιγοπιστούμε, αλλά αυτό που περιμένει κι από εμάς ο Κύριος είναι να στραφούμε τελικώς στον Ίδιο και να κραυγάσουμε. Όχι εξωτερικά, αλλά εσωτερικά και μυστικά, στο βάθος της καρδιάς μας. Αλλά με την παρατήρηση που ο Ίδιος έκανε στον μαθητή Του Ιούδα (όχι τον Ισκαριώτη), για το πώς πια μετά την Ανάστασή Του θα εμφανίζεται στους ανθρώπους: όχι εξωτερικά σαν να θέλει να τους «υποτάξει» με μία συγκλονιστική εμφάνισή Του, αλλά μέσα από την τήρηση των αγίων εντολών Του. Ο Κύριος υπήρξε σαφέστατος και απολύτως συνεπής: «όποιος τηρεί τις εντολές Μου θα δείχνει ότι Με αγαπάει, οπότε θα δει στην ύπαρξή του την ίδια την αγάπη του Θεού Πατέρα και τη δική Μου, καθώς και τη φανέρωσή Μου μέσα σ’ εκείνον». Με άλλα λόγια, η Ανάσταση του Χριστού μετά τις συνεχείς επί σαράντα ημέρες εμφανίσεις Του στους μαθητές Του θα βιώνεται από τους πιστούς στον βαθμό που αυτοί πια θα ξανοίγονται στην αναζήτησή Του μέσα από την εφαρμογή του αγίου θελήματός Του. Ο Χριστός, ας επιτραπεί η έκφραση, μας έκανε «ματ»: μόνον η εμπειρία του Χριστού θα επιβεβαιώνει την πίστη και την Ανάστασή Του. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα αποτελεί ένα μάταιο κυνηγητό του ανθρώπινου εγωισμού, γι’ αυτό και θα καταλήγει μονίμως σε αποτυχία. Μ’ έναν λόγο: όπου δεν υπάρχει αγάπη αληθινή και θυσιαστική, όπως την έδειξε και την έζησε ο Χριστός, εκεί Χριστός δεν υπάρχει, εκεί τα όποια λόγια και οι όποιες φωνασκίες συνιστούν «κύμβαλον ἀλαλάζον».  

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΓΛΥΚΕΡΙΑ

«Ἡ ἁγία ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀντωνίνου καί τοῦ ἡγεμόνα Σαβίνου, στήν Τραϊανούπολη. Ὅταν θυσίαζε λοιπόν ὁ ἡγεμόνας στήν πόλη αὐτή, ἐκείνη, ἀφοῦ σχημάτισε στό μέτωπό της τόν τίμιο σταυρό, ἦλθε πρός τόν ἡγεμόνα λέγοντας ὅτι εἶναι χριστιανή καί δούλη τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐνῶ ὁ ἡγεμόνας τή συμβούλευε νά θυσιάσει στούς θεούς του, ἡ ἴδια μπῆκε μέσα στόν εἰδωλολατρικό ναό, προσευχήθηκε καί ἔριψε κάτω στή γῆ τό ἄγαλμα τοῦ Δία καί τό συνέτριψε. Οἱ εἰδωλολάτρες πού βρίσκονταν στόν ναό ἄρχισαν νά τήν πετροβολοῦν, ἀλλά οἱ πέτρες δέν τήν ἔφταναν. Τότε τήν κρέμασαν ἀπό τά μαλλιά καί τήν ἔγδερναν, κι ὕστερα τήν ἔριξαν στή φυλακή μέ τή διαταγή νά μή τῆς δίνουν νερό γιά πολλές ἡμέρες. Στή φυλακή δέχτηκε τροφή ἀπό ἄγγελο Κυρίου καί δέν ἔπαθε κανένα κακό, μέ ἀποτέλεσμα νά μείνει ἔκθαμβος ὁ ἡγεμόνας καί οἱ δικοί του, ἰδίως ὅταν βρῆκαν - ἐνῶ ἦταν καλά ἀσφαλισμένη ἡ φυλακή – πιάτο καί ἄρτους καί γάλα καί νερό. Ἔτσι τήν ἔριξαν μέσα σέ καμίνι φωτιᾶς, τό ὁποῖο ὅμως σβήστηκε, γιατί ἔπεσε ἐξ οὐρανοῦ νερό, ὁπότε ἡ ἁγία ἐξῆλθε ἀβλαβής. Τά βασανιστήρια συνεχίστηκαν: τῆς ἔγδαραν τό κεφάλι μέχρι τό μέτωπο, ἔχοντας τά χέρια καί τά πόδια της δεμένα. Τήν ξανάβαλαν στή φυλακή, ἀφοῦ προηγουμένως ἔστρωσαν τό δάπεδο μέ σκληρά λιθάρια. Ἐκεῖ πάλι Ἄγγελος Κυρίου τήν ἔλυσε ἀπό τά δεσμά της καί τῆς θεράπευσε τό κεφάλι,  κάνοντας τόν δεσμοφύλακα νά μείνει ἔκπληκτος τόσο πού ἀμέσως ὁμολόγησε πίστη στόν Χριστό καί τοῦ κόψανε τό κεφάλι. Ἡ μάρτυς τότε ὁδηγήθηκε στόν ἡγεμόνα καί στή συνέχεια ρίχτηκε στά ἄγρια θηρία, ἀπό τά ὁποῖα ἕνα τήν ἄγγιξε τόσο, ὥστε νά μή φανεῖ οὔτε πληγή οὔτε κανένας μώλωπας, παρά μόνον μία δαγκωματιά. Ἔτσι παρέδωσε τό πνεῦμα στόν Θεό καί κατατέθηκε τό λείψανό της στήν Ἡράκλεια τῆς Θράκης».

Ἡ ἁγία Γλυκερία ἀνήκει στήν ὁμάδα τῶν μαρτύρων γυναικῶν, οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζονται ἀπό σφοδρό πόθο γιά τόν Χριστό καί ἀπό γενναιότητα τέτοια πού ἐκπλήσσει κάθε ἀγγελικό καί ἀνθρώπινο νοῦ. Ἕνα ἀπό τά πολλά καί ἐξαίσια τροπάρια τῆς ἑορτῆς της μᾶς δίνει τό πνευματικό βάθος τοῦ μαρτυρίου της, πῶς ὁ Χριστός δηλαδή δέχτηκε τά μαρτύρια πού ὑπέστη καί τί Ἐκεῖνος τῆς παρέσχε ὡς ἀνταπόδομα. «Προσκομίζοντας τά αἵματα τοῦ μαρτυρίου σου στόν Χριστό σάν ἀρώματα καί μύρα, ἀθληφόρε, προσφέρθηκες σ’ Αὐτόν ὡς εὐωδία, πλημμυρίζοντας ὅλους τά ἰάματα» (ὠδή γ΄).

Μυροφόρο θεωρεῖ τήν ἁγία ὁ ἅγιος ὑμνογράφος· ὄχι γιατί προσφέρει στόν Χριστό αἰσθητά ἀρώματα καί μύρα, ἀλλά γιατί προσφέρει τόν ἴδιο της τόν ἑαυτό, πού εἶναι ὅ,τι πολυτιμότερο καί ἀξιοτίμητο ἐνώπιον Ἐκείνου. «Γίνου πιστός ἄχρι θανάτου», ζητάει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν πιστό ἄνθρωπο, ὅπως κι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος  ἔζησε τήν ἀπόλυτη πιστότητα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατέρα, δίνοντας τή ζωή Του χάριν τῆς ἀγάπης πρός τόν ἄνθρωπο πάνω στόν Σταυρό. «Ἐγένετο ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ». Γι’ αὐτό καί θεωρεῖται ἡ ἁγία ὡς εὐωδία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατί βρέθηκε ἀπολύτως συντονισμένη μέ τή ζωή τοῦ Κυρίου της, ὅπως ἀντιστοίχως δυστυχῶς ὡς δυσωδία καί βρομιά εἴμαστε ἐνώπιόν Του ὅταν βρισκόμαστε στόν δρόμο τῆς ἀνυπακοῆς μας πρός Αὐτόν. «Ἀκάθαρτος παρά Κυρίῳ πᾶς παράνομος». Γι’ αὐτόν τόν λόγο καί τῆς δόθηκαν ἀπό τόν Κύριο τά χαρίσματα τῶν ἰάσεων γιά κάθε ἄνθρωπο πού προστρέχει ἐν πίστει πρός αὐτήν, καί μάλιστα σέ βαθμό «πλημμύρας». «Πλημμυρεῖ τοῖς πᾶσι τά ἰάματα». Σάν τόν ἴδιο τόν Θεό μας, ὁ Ὁποῖος «οὐκ ἐκ μέτρου δίδωσι τό Πνεῦμα» Του.

Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος ὑμνογράφος Γεώργιος ἐπιμελῶς διά πολλῶν ὕμνων ἐπιχειρεῖ νά ἑρμηνεύσει τή βραχώδη σταθερότητα τῆς μάρτυρος: τή βοηθοῦσε ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ (ὠδή α΄)· εἶχε ὀχυρωμένο τόν νοῦ της μέ τήν ἐλπίδα στόν Θεό, πού τήν ἔκανε νά προσβλέπει μόνο στά νοούμενα καί νά περιφρονεῖ τά γεώδη καί ρέοντα (κάθισμα ὄρθρου)· εἶχε σταθερά προσηλωμένο τό βλέμμα μόνον πρός τον Χριστό πού κήρυττε (ὠδή δ΄)· εἶχε ὑπερνικήσει τά πάθη της καί τούς ἀόρατους δαίμονες μέ τούς ἀσκητικούς της ἀγῶνες (ὠδή δ΄). Μία εἰκόνα ὅμως ἀπό τήν ὠδή ε΄ νομίζουμε ὅτι ξεπερνᾶ σέ σύλληψη ὅλες τίς ἄλλες: «Δέχτηκες στή γαστέρα τῆς διάνοιάς σου τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί ἔτεκες τό πνεῦμα τῆς σωτήριας ὁμολογίας καί τοῦ μαρτυρίου». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δηλαδή δεχθεῖ στόν νοῦ καί τή διάνοιά του τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, εἶναι σάν νά κυοφορεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα του, πού σημαίνει ὅτι θά ἔλθει ἡ ὥρα νά γεννήσει, νά φανερώσει δηλαδή τήν πίστη του στόν Χριστό καί νά φτάσει καί στήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου τῆς ζωῆς του. Κανείς μέ ἄλλα λόγια δέν μπορεῖ νά γίνει μάρτυρας, ἄν προηγουμένως δέν ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά κάτι τέτοιο, ἄν προηγουμένως δέν ἔχει στήν ὕπαρξή του αἰσθητή τή χάρη τοῦ Θεοῦ. «Ἡμῖν ἐχαρίσθη», πού λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «οὐ μόνον τό εἰς αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν».

11 Μαΐου 2024

ΜΗ ΓΙΝΟΥ ΑΠΙΣΤΟΣ, ΑΛΛΑ ΠΙΣΤΟΣ!

Ο Κύριος συγκαταβαίνει στον «άπιστο» μαθητή Του και δι’ αυτού σε όλους τους «άπιστους» πιστούς Του όλων των αιώνων: του εμφανίζεται όταν βρέθηκε στον κύκλο των μαθητών την όγδοη ημέρα από την Ανάστασή Του και τον καλεί να τον ψαύσει με το χέρι του για να βεβαιωθεί ότι είναι Αυτός, ο Διδάσκαλος, ο Οποίος πέθανε πάνω στον Σταυρό αλλά αναστήθηκε τριήμερος. Η υμνογραφία της ημέρας είναι συγκλονιστική, καθώς ο άγιος υμνογράφος στέκεται έκθαμβος μπροστά στο μυστήριο της ψαύσης του αναστημένου σώματος που είναι «πύρινον» και πέραν της φύσεως που γνωρίζουμε στον κόσμο τούτο. Και γίνεται έτσι ο άπιστος πιστός Θωμάς το όργανο του Κυρίου προκειμένου να διαλαληθεί η Ανάσταση στα πέρατα του κόσμου – ο μαθητής που έγινε ο ομολογητής της πίστεως: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου», μέσα από την αμφισβήτηση και την αμφιβολία. «Η απιστία που γέννησε τη βεβαία πίστη» και που γι’ αυτό χαρακτηρίστηκε ως «καλή απιστία».

Δεν είναι ό,τι καλύτερο αυτό που συνέβη με τον Θωμά. Η συγκατάβαση του Κυρίου έφερε ταυτοχρόνως και το παράπονό Του και τον έλεγχο στον μαθητή Του: «Μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός». «Με πίστεψες γιατί με είδες με τα μάτια σου. Μακάριοι όσοι δεν είδαν αλλά πίστεψαν». Ο Κύριος μάς προσανατολίζει στη βαθειά όραση που υπέρκειται της απλής σωματικής όρασης, την όραση της πίστεως. Η πίστη θεωρείται η κανονικότητα με την οποία βλέπει πια ο χριστιανός – τα μάτια του μετασκευασμένα από τη χάρη του Θεού μπορούν και βλέπουν πέρα από τον κόσμο των αισθήσεων. «Με την πίστη περπατάμε κι όχι με ό,τι βλέπουν οι αισθήσεις μας» θα πει ο απόστολος Παύλος, ο οποίος επίσης θα τονίσει ότι «δεν επικεντρώνουμε σ’ αυτά που βλέπουμε με τα μάτια μας, αλλά στα μη βλεπόμενα». Έτσι δεν ορίζεται άλλωστε αγιογραφικά η πίστη; Ως όραση και έλεγχος πραγμάτων που δεν βλέπονται με τις αισθήσεις. «Πίστις είναι να ζεις αυτά που ελπίζεις και να βλέπεις πράγματα που δεν βλέπονται».

Κι είναι η πίστη στον άνθρωπο, όπως είπε ο Κύριος στον Θωμά, όχι μία κατάσταση παθητική, αλλά κατεξοχήν ενεργητική και δυναμική. «Γίνεσαι πιστός, γίνεσαι άπιστος». Ανάλογα με τον προσανατολισμό σου και την πορεία της ζωής σου, αν είσαι δηλαδή με τον Χριστό ή όχι, αυξάνεσαι εν Αυτώ ή απομακρύνεσαι από Αυτόν. Ό,τι ο Ίδιος απεκάλυψε: «όποιος δεν είναι μαζί Μου είναι εναντίον Μου», το ίδιο αποκαλύπτει και εν προκειμένω. Και η αύξηση εν Χριστώ δεν σταματά ποτέ – ο πιστός πορεύεται αδιάκοπα «εκ πίστεως εις πίστιν». Η πρόσωπον προς πρόσωπον σχέση του ανθρώπου με τον Χριστό είναι γεγονός του μέλλοντος, μετά τη ζωή αυτή. Όσο ζούμε στον κόσμο τούτο τον Κύριο θα Τον βλέπουμε μόνον «αινιγματικά όπως βλέπει κανείς μέσα από καθρέπτη», θα Τον βλέπουμε και θα Τον ζούμε δηλαδή μόνο μέσω της πίστεως. Η ομολογία του μεγάλου αποστόλου Παύλου δεν αφήνει περιθώρια αμφισβητήσεως: «Ό,τι τώρα ζω με το σώμα μου είναι η πίστη μου στον Ιησού Χριστό, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον Εαυτό Του για χάρη μου».

Κι αυτή η δυναμική της εν Χριστώ πίστεως που οδηγεί σε κοινωνία με τον Ίδιο και όλον ασφαλώς τον Τριαδικό Θεό έχει τρία κύρια χαρακτηριστικά: την εκκλησιαστικότητα, την αποφασιστικότητα, την εν αγάπη πρακτική της.

Η εκκλησιαστικότητα είναι προφανής με τον απόστολο Θωμά: όσο ήταν μόνος και αποκομμένος από τους άλλους μαθητές ζούσε μέσα στην αχλύ της απιστίας του και της ταλαιπωρίας του. Μόλις κάνει την υπέρβαση και εξέρχεται του εαυτού του και της μοναξιάς του, ερχόμενος σε κοινωνία με τους άλλους μαθητές, ερχόμενος δηλαδή στην Εκκλησία, εκεί του αποκαλύπτεται ο Κύριος. Ο λόγος Του σε άλλο σημείο με τους μαθητές Του ήταν απόλυτος: «όπου είναι δύο ή τρεις συναγμένοι στο όνομά Μου εκεί είμαι και Εγώ ανάμεσά τους».

Η αποφασιστικότητα της πίστεως καθίσταται ολοφάνερη σε όλη την αποκάλυψη του Κυρίου με την κλήση Του για απάρνηση του εαυτού μας, κατεξοχήν δε φαίνεται με τον λόγο Του εν Πνεύματι στην Αποκάλυψη του Ιωάννη: «γίνου πιστός άχρι θανάτου». Αν δεν αποφασίσεις να μείνεις πιστός στον Κύριο και στους λόγους Του, έστω κι αν πεθάνεις, δυστυχώς θα ζεις μέσα στη διψυχία που θεωρείται ό,τι χειρότερο στην πνευματική χριστιανική ζωή. Πρόκειται για μία απόφαση ολοκληρωτικής στροφής εν αγάπη προς τον Κύριο που οδηγεί στην έκπληξη της παρουσίας Του στην ίδια τη ζωή του πιστού – μόλις πεις: θα πεθάνω για Σένα, Κύριε, τότε Τον βλέπεις σε όλο Του το μεγαλείο.

 Και η πρακτική της αγάπης: «πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» σημειώνει και πάλι ο μέγας Παύλος. Η πίστις ζωντανεύει και τίθεται σε ενέργεια μόνο με την αγάπη. Διαφορετικά μία πίστη άνευρη που δεν κινητοποιεί την ύπαρξη του πιστού λίγο απέχει από την πίστη των ίδιων των δαιμόνων – είναι μία πίστη πράγματι νεκρή που δεν έχει καμία σωτηριολογική διάσταση. Γι’ αυτό και μετράμε την πίστη μας με το μέτρο της αγάπης μας. Αγαπώ σημαίνει πιστεύω ορθά και αληθινά κι όσο αυξάνω την αγάπη μου προς τον συνάνθρωπό μου, ακόμη και τον εχθρό μου, τόσο και αυξάνω και πολλαπλασιάζω την πίστη μου. «Η αγάπη είναι η πηγή της πίστεως» θα πει ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος. Οπότε το ξέρουμε: όταν λογισμοί αμφιβολίας και απιστίας απειλούν να κλονίσουν το πνευματικό οικοδόμημά μας, είναι γιατί έχουμε αφήσει κάποια κατάλοιπα μνησικακίας και πικρίας και εχθρότητας απέναντι σε κάποιον ή κάποιους συνανθρώπους μας. Η πίστη ριζώνει πάντοτε εκεί που υπάρχει η καθαρότητα της καρδιάς. Και καθαρή γίνεται η καρδιά μόλις αρχίζει να ζει την αγάπη.