16 Μαΐου 2024

ΑΠΙΣΤΗΣΕ, ΨΗΛΑΦΗΣΕ, ΕΚΗΡΥΞΕ!

«Ἐψηλάφησε τήν πλευράν τοῦ Δεσπότου ἀπιστήσας ὁ Θωμᾶς καί ψηλαφήσας διπλῆν οὐσίαν ἐκήρυξε» (απόστ. αίνων όρθρου).

(Αφού απίστησε ο Θωμάς για την Ανάσταση του Κυρίου, ψηλάφησε την πλευρά Του. Κι αφού Την ψηλάφησε κήρυξε τη διπλή ουσία του Κυρίου, ότι είναι Θεός και άνθρωπος).

Η υμνογραφία της Εκκλησίας μας επιμένει πάλιν και πολλάκις να τονίζει την κατ’ οικονομία Θεού απουσία του Θωμά από τον κύκλο των Αποστόλων την πρώτη ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου, όταν ο Κύριος εμφανίστηκε σ’ αυτούς χορηγώντας τους την ειρήνη Του και το Πνεύμα Του το Άγιον – κάτι που θα ενεργοποιείτο κατά τρόπο δραστικό από την ημέρα της Πεντηκοστής και μετέπειτα. Κι αυτό γιατί η απουσία του Θωμά θα απεκάλυπτε περίτρανα την αγάπη του Θεού απέναντι και σ’ εκείνον, αλλά και σε κάθε εγκλωβισμένο στις αισθήσεις του άνθρωπο της κάθε εποχής μέχρι σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος: τη συγκατάβασή Του ώστε να ερευνηθεί και να ψηλαφηθεί «χειρί» του αμφισβητούντος αποστόλου, οπότε και να «πιστωθεῖ» έτι πλέον η Ανάστασή Του. «Χαίρει ἐρευνώμενος» ο Κύριος (ωδή δ΄) τονίζει ο άγιος υμνογράφος, για να διευκρινίσει πιο έντονα παρακάτω (ωδή ε΄): «Ἀπιστίαν πίστεως γεννήτριαν ἡμῖν τήν τοῦ Θωμᾶ ἀνέδειξας∙ σύ γάρ πάντα τῇ σοφίᾳ σου προνοεῖς συμφερόντως, Χριστέ ὡς φιλάνθρωπος» (Ανέδειξες την απιστία του Θωμά γεννήτρια πίστεως για χάρη μας. Διότι Συ Χριστέ ως φιλάνθρωπος που είσαι, προνοείς με τη σοφία Σου τα πάντα κατά το συμφέρον μας).

Την πρωτοβουλία της ψηλάφησης βεβαίως είχε ο ίδιος ο Κύριος, όταν είδε το καλοπροαίρετο του μαθητή Του – έφυγε από την απομόνωσή του και ήλθε έστω και με λογισμούς στη σύναξη των μαθητών. «Ἇψαι Θωμᾶ τῆς πλευρᾶς τῇ χειρί, λέγει Χριστός, καί τούς τύπους τῶν ἥλων δεῦρο ψηλάφησον, πίστει ἐρεύνησον, καί γίνου μοι πιστός καί μή γίνου ἄπιστος» (δοξαστικό αίνων) (Ακούμπησε, Θωμᾶ, με το χέρι σου την πλευρά Μου, λέγει ο Χριστός, κι εμπρός ψηλάφησε τα σημάδια των καρφιών, ερεύνησέ τα με πίστη και γίνε μου πιστός και μη γίνεσαι άπιστος). Κι ήταν η συγκατάβαση και η οικονομία του Κυρίου τέτοια, ώστε έκτοτε ο Θωμάς να τίθεται στο ίδιο επίπεδο θεολογίας με τον απόστολο Ιωάννη: ο Ιωάννης έμαθε τη θεολογία από το στήθος του Κυρίου, όταν έγειρε πάνω Του στον Μυστικό Δείπνο∙ ο Θωμάς κατενόησε την οικονομία του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου, όταν έθεσε ακριβώς το χέρι του στις πληγές του Κυρίου (βλ. στιχ. εσπ. εορτής). Κι αυτήν την οικονομία του Θεού έκανε περιεχόμενο του κηρύγματός του ο Θωμάς, αλλά και όλοι οι απόστολοι και βεβαίως η αγία Εκκλησία του Κυρίου: ότι ο Κύριος έχει «διπλῆν τήν οὐσίαν», είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος – «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».  

Κι αξίζει να σημειώσουμε ότι η υμνογραφία της Εκκλησίας μας δεν άφησε ασχολίαστη και τη γλώσσα ακόμη του αποστόλου Θωμά. Όχι μόνο επικεντρώνει στο χέρι που τόλμησε να ψαύσει το «φλόγεον ὀστοῦν» (οίκος συναξαρίου) του Κυρίου, αλλά προβάλλει και την παμμακάριστη γλώσσα του – ό,τι έχει κάνει και στο δάκτυλο και στο χέρι του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού όταν βάπτιζε και υπεδείκνυε τον Κύριο ως τον αμνό του Θεού!  Γιατί ακριβώς ο Θωμάς κήρυξε τον Ιησού ως Θεό και Κύριο. Με τα ίδια τα λόγια του αγίου υμνογράφου (ωδή δ΄ εορτής): «Σοῦ ἡ παμμακάριστος ὑμνεῖται γλῶσσα ὦ Δίδυμε∙ πρώτη γάρ εὐσεβῶς κηρύττει τόν ζωοδότην Ἰησοῦν, Θεόν τε καί Κύριον, ἐκ τῆς ἁφῆς πλησθεῖσα τῆς χάριτος» (Η παμμακάριστη γλώσσα σου, Θωμά, είναι αντικείμενο ύμνου. Διότι πρώτη με πίστη μεγάλη κηρύττει τον ζωοδότη Ιησού ως Θεό και Κύριο, επειδή γέμισε λόγω της ψηλάφησης από τη χάρη Του). Στον Θωμά για ακόμη μία φορά  επιβεβαιώνουμε ότι η θεολογία μας έχει χαρακτήρα εμπειρικό. Δεν έχουν σημασία οι διανοητικοί στοχασμοί περί του Θεού  - ό,τι η ανθρώπινη φαντασία, έστω και θεολογική, «παράγει» περί Θεού – αλλά αυτό που αποτελεί έκφραση της ζωντανής παρουσίας του Θεού στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου εννοείται που ζει εν Εκκλησία και σφραγίζεται από την αλήθεια της αποστολικής παραδόσεως.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΣ

«Ο όσιος Θεόδωρος ο ηγιασμένος, ο οποίος άκμασε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Ιουλιανού του Παραβάτου (361-363) καταγόταν από την Αίγυπτο και γεννήθηκε από γονείς πλούσιους. Σε νεαρή ηλικία ακολούθησε τον όσιο Παχώμιο στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου και εντάχτηκε υπό την πνευματική καθοδήγησή του, ενώ αναδείχτηκε ένας από τους πιο αγαπητούς μαθητές αυτού. Πιστός μιμητής του διδασκάλου του στον μοναχικό βίο, τον διαδέχτηκε μετά την κοίμησή του στην ηγουμενία της Μονής. Για την αγνότητα του βίου του και την αγιοσύνη του προικίστηκε από τον Θεό  με τη χάρη της θαυματουργίας. Για την τέλεια  δε ψυχική και σωματική καθαρότητά του έλαβε τον τίτλο ῾Ηγιασμένος᾽. Ο όσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε εν ειρήνη το 367» (Ιστολ. «Μέγας Συναξαριστής»).

«Ο μακάριος αυτός αφού μελέτησε τον νόμο του Θεού και καθάρισε την ψυχή του και αναδείχθηκε εύχρηστο και αγιασμένο «σκεύος» του Θεού, αξιώθηκε να χαρακτηριστεί αληθινά άγιος και χριστιανός, ζώντας μαζί με τον μεγάλο Παχώμιο και ακολουθώντας τον τρόπο ζωής εκείνου. Για τον λόγο αυτό αφού κατατρόμαξε ακόμη και τους δαίμονες, όπως λέγει και ο θείος Δαυίδ, και συνέτριψε τα κεφάλια τους με τη μεγάλη του άσκηση, έλαβε τα βραβεία της νίκης από τον Κύριο, ο Οποίος του έδωσε τη χάρη να θεραπεύει κάθε νόσο και ασθένεια των ανθρώπων» (συναξάριο Μηναίου).  

Η καταγωγή του οσίου Θεοδώρου από την Αίγυπτο γίνεται η πρώτη αφορμή για τον εκκλησιαστικό ποιητή, προκειμένου να προβάλει την αλλαγή που έφερε στον κόσμο ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ήδη σημειώνει ότι ο μεγάλος σημερινός άγιος, όπως και όλοι οι πριν και μετέπειτα από αυτόν άγιοι του Θεού στην Αίγυπτο, προορίστηκαν από τον Χριστό να γίνουν άγιοι, αφότου από παλιά κατέβηκε στην Αίγυπτο και προβλέποντας ως Θεός την ανταπόκριση στην κλήση Του τους κάλεσε και τους έσωσε και τους δόξασε, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου (Ρωμ. 8). «Αυτός που περπατά στα σύννεφα ως Δεσπότης Θεός, όταν κατέβηκε πριν στην Αίγυπτο σε ανάλαφρο σύννεφο,  προόρισε για τη δόξα Του τους πιστούς που θα ανταποκρίνονταν στην κλήση Του, δηλαδή τους εκλεκτούς που έλαμψαν αργότερα και θα αρπάζονταν ως θεόφρονες σε νεφέλες, μεταξύ των οποίων είναι ο Θεόδωρος ο αγιασμένος Πατέρας μας» (στιχηρό εσπερινού). Οπότε το συμπέρασμα είναι προφανές: «Η Αίγυπτος, η οποία προηγουμένως κατεχόταν από δαιμονικές τελετές και πάθη, τώρα γίνεται ωραία από τα τάγματα των ασκητών» (στιχηρό εσπερινού). Κι αυτό βεβαίως σημαίνει: όπου έχουμε παρουσία της χάρης του Θεού, εκεί εξαφανίζεται η όποια δύναμη των δαιμόνων, συνεπώς η προηγούμενη δυσωδία και δυσμορφία γίνεται ευωδία και ευμορφία. Ο Θεός κάνει παράδεισο με άλλα λόγια τον κάθε τόπο, αρκεί να υπάρχουν οι άνθρωποι που θα θελήσουν να ανταποκριθούν με καλή προαίρεση στην κλήση Του.

Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, ο οποίος μόλις την προηγουμένη ημέρα ύμνησε τους άθλους και την αγιότητα του μεγάλου Παχωμίου, δεν ήταν δυνατόν να μην εξυμνήσει και το πνευματικό τέκνο αυτού, τον όσιο Θεόδωρο. Μεγάλος ο Παχώμιος, μεγάλος εξ ίσου και ο Θεόδωρος. Γιατί; Διότι ο Θεόδωρος, ως γνήσιος μαθητής και υποτακτικός του διδασκάλου του, τον ακολούθησε με γνησιότητα σε όλες τις ασκητικές διαγωγές του. «Έγινες ομόσκηνος του θείου Παχωμίου και ακολούθησες με ζήλο τους τρόπους του, Πάτερ θεόφρον Θεόδωρε, μιμούμενος την εγκράτειά του και την ορθόδοξη πίστη του» (ωδή δ´). Έτσι η σχέση του Παχωμίου προς τον Θεόδωρο, σχέση Γέροντος προς υποτακτικό, όπως και αντίστροφα,  προβάλλει ως τύπος και παράδειγμα: όπου υπάρχει διάθεση υπακοής εκεί αναδεικνύεται η αγιότητα στο ανώτερο δυνατό σημείο, με την έννοια ότι και ο Γέροντας παίρνει δύναμη για πνευματική προκοπή, κυρίως όμως ο υποτακτικός ανάγεται στην αγιότητα σχετικά εύκολα, ακολουθώντας τα χνάρια του πνευματικού του.

Ο άγιος Θεοφάνης δεν παύει να εξυμνεί αυτήν τη διάθεση υπακοής του οσίου Θεοδώρου, υπακοής βεβαίως στον Πνευματικό του, στην πραγματικότητα όμως υπακοής στον ίδιο τον Κύριο. Το αγωνιστικό φρόνημά του προκειμένου να τηρεί το θέλημα του Θεού ήταν εξαιρετικό, τόσο που ο υμνογράφος μας τον χαρακτηρίζει ως μάρτυρα. Πολλές φορές έχει ειπωθεί ότι μάρτυρας δεν είναι μόνον αυτός που σε εποχή διωγμών δίνει τη ζωή του, αλλά και σε κάθε εποχή που αγωνίζεται μέχρι θανάτου κατά της αμαρτίας εσωτερικά στη συνείδησή του. «Έγινες δυνατός μάρτυρας, γιατί αντιστεκόσουν μέχρι αιμάτων προς την αμαρτία, θεόφρον Θεόδωρε (ωδή η´). Κι εκείνο που για τον άγιο Θεοφάνη υπήρξε καθοριστικό στοιχείο για το μαρτυρικό φρόνημα κατά της αμαρτίας του οσίου Θεοδώρου ήταν και η αγάπη του για τη μελέτη του νόμου Θεού. Ο όσιος διατηρούσε την ψυχική του καθαρότητα, γιατί οι έννοιες του λόγου Θεού ήταν αυτές που κυριαρχούσαν μέσα στην ψυχή του από  την αδιάκοπη μελέτη του. «Μελετώντας τον αγνότατο νόμο του Θεού με επιμέλεια, Πάτερ, έγινες όλος αγνός και καθαρός» (ωδή α´). Είναι καίρια αλήθεια της πίστεως: κανείς δεν μπορεί να ορθοποδεί στην πνευματική ζωή και να αντιστρατεύεται προς την αμαρτία, αν δεν έχει καθημερινή έγνοια του τη μελέτη του λόγου Θεού. Όσο κανείς έχει στη σκέψη και την καρδιά του τον λόγο του Θεού, τόσο και καθαρίζεται από επήρειες δαιμονικές και των ψεκτών παθών του.

15 Μαΐου 2024

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

«Ὤ θαύματος καινοῦ! ὤ παραδόξου τρόπου! Πῶς χόρτος οὐκ ἐφλέχθη, ἡ χείρ τοῦ Ἀποστόλου, πυρί τῷ τῆς Θεότητος!»

«Σπεύσωμεν καί ἡμεῖς τάς χεῖρας ἁγιάσαι τῇ τῶν παθῶν ἀργίᾳ, καί οὕτω τοῦ Δεσπότου τῆς πλευρᾶς ἐφαψόμεθα» (Απόστιχα όρθρου ημέρας).

(Τι καινούργιο θαύμα και παράδοξος τρόπος! Πώς δεν πήρε φωτιά το χορτάρι, δηλαδή το χέρι του Αποστόλου από το πυρ της Θεότητας!

Ας σπεύσουμε και εμείς να αγιάσουμε τα χέρια μας με την αργία των παθών μας, και έτσι να αγγίξουμε την πλευρά του Δεσπότου Χριστού).

Ο άγιος υμνογράφος επιμένει στο θαύμα της ψηλάφησης του Κυρίου από τον απόστολο Θωμά. Και το θαύμα κατ’ αυτόν έγκειται στο γεγονός ότι το χέρι του δεν «κάηκε» από την τόλμη του να αγγίξει τις πληγές του αναστημένου Διδασκάλου του. Για τον ποιητή, και για κάθε χριστιανό βεβαίως, το αναστημένο σώμα του Κυρίου είναι σαν την καιομένη βάτο που είδε και πλησίασε ο προφήτης Μωϋσής ήδη από τα Παλαιοδιαθηκικά χρόνια. Κι ακόμη: σαν τον πυρωμένο άνθρακα που είδε ο προφήτης Ησαΐας να τίθεται στο ουράνιο θυσιαστήριο από τους αγγέλους, οι οποίοι στη συνέχεια άγγιξαν με αυτόν τα χείλη του για να καθαριστεί και να αποκτήσει την προφητική χάρη και δύναμη – η καιομένη βάτος και ο άνθρακας αυτός αποτελούσαν προεικονίσεις του σώματος του Κυρίου. Λοιπόν, μένει έκθαμβος ο άγιος υμνογράφος μπροστά στο γεγονός. Και η εξήγηση της μη καύσης του αποστόλου δίνεται κατά μοναδικό τρόπο από τον οίκο του κοντακίου της εορτής: «Ποιος φύλαξε την παλάμη του Μαθητή τότε να μη διαλυθεί, όταν πλησίασε την πύρινη πλευρά του Κυρίου; Ποιος έδωσε στην παλάμη αυτή τόλμη κι απέκτησε δύναμη να ψηλαφήσει το πύρινο οστό; Οπωσδήποτε η πλευρά που ψηλαφήθηκε. Διότι αν η πλευρά αυτή δεν χορηγούσε δύναμη στην πήλινη δεξιά του Θωμά, πώς θα μπορούσε να ψηλαφήσει εκείνα τα παθήματα που σάλευσαν τα άνω και τα κάτω; Αυτή η χάρη δόθηκε στον Θωμά ώστε να ψηλαφήσει την πλευρά και να φωνάξει στον Χριστό: Είσαι ο Κύριος και ο Θεός μου» («Τίς ἐφύλαξε τήν τοῦ Μαθητοῦ παλάμην τότε ἀχώνευτον, ὅτε τῇ πυρίνῃ πλευρᾷ προσῆλθε τοῦ Κυρίου; Τίς ἔδωκε ταύτῃ τόλμαν καί ἴσχυσε ψηλαφῆσαι φλόγεον ὀστοῦν; Πάντως η ψηλαφηθεῖσα˙ εἰμή γάρ ἡ πλευρά δύναμιν ἐχορήγησε πηλίνῃ δεξιᾷ, πῶς εἶχε ψηλαφῆσαι παθήματα, σαλεύσαντα τά ἄνω καί τά κάτω; Αὕτη ἡ χάρις Θωμᾷ ἐδόθη, ταύτην ψηλαφῆσαι, Χριστῷ δέ ἐκβοῆσαι˙ Κύριος ὑπάρχεις καί Θεός μου»).  

Αλλά ο υμνογράφος μας βλέπει και την προέκταση του θαυμαστού γεγονότος: είναι η σχέση η δική μας με τον Κύριο! Ό,τι συνέβη με τον απόστολο Θωμά, το ίδιο συμβαίνει και με κάθε χριστιανό σε όλους τους αιώνες. Διότι η κλήση του χριστιανού είναι να σχετιστεί με τον Κύριο με τον ίδιο τρόπο που σχετίστηκαν όλοι οι μαθητές, που σχετίστηκε και ο απόστολος Θωμάς. Που θα πει: η προσέγγιση του Κυρίου και από εμάς είναι προσέγγιση τοῦ πυρός και της φωτιάς.  «Πῦρ γάρ καί φῶς» ο Κύριος!  Αν «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον καί εἰς τούς αἰῶνας» και αν κληθήκαμε «εἰς κοινωνίαν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ», δηλαδή σε μία κοινωνία ολόκληρης της ύπαρξής μας με Εκείνον – ο απόστολος Πέτρος εννοώντας τη θεία ενέργεια αναφέρεται στην κοινωνία της «θείας φύσεως» του Κυρίου -  τότε ο Χριστός μάς καλεί να φωτιστούμε και να «καούμε»! Αυτό είναι το μεγαλείο της χριστιανικής πίστεως: όχι να πιστεύουμε σε Κάποιον Παντοδύναμο απλώς Θεό, ο Οποίος βρίσκεται κάπου στα ουράνια – αυτό συνιστά ένα βήμα προ της ολικής διαγραφής Του από τη ζωή μας: τι να κάνουμε έναν Θεό μακρινό και ξένο από εμάς; - αλλά στον αληθινό Θεό, ο Οποίος έγινε ένας από εμάς, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση μας, μας ενσωμάτωσε στον εαυτό Του, μας έδωσε τις δυνάμεις Του, μας δίνει τον εαυτό Του να Τον φάμε και να Τον πιούμε, μας δείχνει διαρκώς πόσο πράγματι είναι βαθιά η επιθυμία Του να είναι μαζί μας. Αλλά μας αποκαλύπτει ότι ο Ίδιος είναι φωτιά που και φωτίζει και καίει. Πότε όμως λειτουργεί για εμάς κατά τρόπο θετικό το φως αυτό και η φωτιά αυτή; Όταν συμβαίνει με την τόλμη του αποστόλου Θωμά, δηλαδή όταν υπάρχει η εναγώνια αναζήτησή Του για θεωρία και μετοχή σ’ Αυτόν. Και ο άγιος υμνογράφος βεβαίως μάς βοηθάει ακόμη περισσότερο: Πρέπει να σπεύδουμε και εμείς, λέει, να προσεγγίζουμε τον Κύριο, να Τον ακουμπάμε, να Τον τρώμε και να γινόμαστε ένα μ’ Εκείνον, όταν όμως αγιάζουμε τα χέρια μας, που θα πει το σώμα και την ψυχή μας, με την αργία από τα πάθη μας, δηλαδή με την προσπάθεια να έχουμε καθαρή την καρδιά μας. Όσο βρισκόμαστε σ’ αυτήν τη φορά ζωής, όσο η στροφή μας είναι προς τις εντολές του Κυρίου μας, τόσο και η προσέγγισή Του γίνεται με τον τρόπο που ένα μικρό παιδί τρέχει προς την αγκαλιά του Πατέρα του.

Το βλέπουμε σε όλους τους αγίους μας, όπως είπαμε. Οι άγιοί μας είναι η χαρά του Ουρανού πάνω στη γη, αλλά εκπέμπουν την ίδια θέρμη και την ίδια «επικινδυνότητα» με τον Κύριο. Μας θερμαίνουν αλλά και μπορεί να μας κάψουν, αν είμαστε χλιαροί και αμελείς. Την ίδια προοπτική έχουμε βεβαίως όλοι μας. Η πίστη μας δεν είναι παιχνίδι. Αν δεν την πάρεις στα σοβαρά, «καίγεσαι»!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΧΩΜΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο όσιος Παχώμιος ήταν από την Κάτω Θηβαΐδα της Αιγύπτου, κατά τους χρόνους του μεγάλου βασιλιά Κωνσταντίνου. Οι γονείς του ήταν ειδωλολάτρες. Όταν πήγαινε μαζί τους στον ναό των ειδώλων, άκουγε τον νεωκόρο να λέει στους γονείς του: ῾Πάρτε από εδώ τον εχθρό των θεών και διώξτε τον᾽, διότι προφανώς το δαιμόνιο στο οποίο πρόσφεραν τις θυσίες τους φοβόταν την αρετή που θα αποκτούσε αυτός. Αλλά και το κρασί της ειδωλικής θυσίας που ήπιε ο όσιος το ξέρασε. Όταν μεγάλωσε, κατατάχθηκε στον στρατό, αλλά πολύ σύντομα εγκατέλειψε το στράτευμα και ανήλθε στην άνω Θηβαΐδα. Εκεί δέχτηκε το βάπτισμα στο όνομα του Χριστού και ακολούθησε τον μοναχικό βίο. Πήγε μάλιστα προς την έρημο, όπου σε κάποιο τόπο της Ταβεννησίας άκουσε φωνή να έρχεται από τον Ουρανό που του έλεγε ότι ο τόπος εκεί είναι κατάλληλος για να μείνει κι ότι θα προσέρχονταν πλήθη μαζί του, οπότε ίδρυσε μοναστήρι.

Όσο περνούσε ο καιρός λοιπόν έρχονταν πολλοί, μεταξύ αυτών δε και ο Θεόδωρος ο ηγιασμένος, ο οποίος έγινε μαθητής του και ζηλωτής στον δρόμο της αρετής και στα θαύματα, οπότε έλαμψε μαζί με αυτόν. Τόσο πολύ μάλιστα ανέβηκαν και οι δύο προς το ύψος της θεωρίας με την κατά Θεόν απάθεια, ώστε να βλέπουν νοερά και την άνοδο των ψυχών προς τον ουρανό, να προβλέπουν τα μακρινά σαν να ήταν μπροστά τους και να προλέγουν τα μελλοντικά. Πριν να φύγει ο άγιος από τη ζωή αυτή, μετρήθηκε το πλήθος των μοναχών που προσήλθε σ᾽ αυτόν και βρέθηκε να είναι χίλιοι τετρακόσιοι άνδρες. Κι από αυτό φάνηκε ότι ο όσιος ήταν κάποιος θείος άνδρας με πολύ μεγάλη αρετή. Διότι δεν επέλεγε την άνετη ζωή ούτε τις σαρκικές απολαύσεις, στις οποίες τρέχουν οι πολλοί με χαρά, όταν απομακρύνονται από τους δικούς τους. Αντιθέτως αυτοί που είχαν προσέλθει σ᾽αυτόν ήλθαν θαυμάζοντας τους τρόπους της εγκρατείας και των ασκητικών κόπων του οσίου και θέλοντας να μοιάσουν στην αγγελική διαγωγή του. Τελειώθηκε ο όσιος κατά Χριστόν και τάφηκε στη Μονή του».

Αν ο άγιος μέγας Αντώνιος θεωρείται, ως γνωστόν, ο πατέρας του αναχωρητικού μοναχισμού, ο μέγας Παχώμιος θεωρείται ο πατέρας του κοινοβιακού μοναχισμού. Ήταν αυτός που για πρώτη φορά ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ίδρυσε κοινόβιο, όχι γιατί μόνος του είχε μία τέτοια φαεινή ιδέα, αλλά γιατί ο ίδιος ο Κύριος δι᾽ αγγέλου Του τον φώτισε σ᾽ αυτήν την ενέργεια, καθοδηγώντας τον μάλιστα και ως προς το εξωτερικό σχήμα που θα έπρεπε να φέρουν οι μοναχοί. «Αναδείχτηκες αγελάρχης του αρχιποίμενα Χριστού, καθοδηγώντας τα πλήθη των μοναστών προς την επουράνια μάνδρα, Πάτερ Παχώμιε,   αφού μυήθηκες από τον Θεό για το σχήμα που έπρεπε να φέρουν οι ασκητές, το οποίο πάλι το μύησες στους άλλους» (απολυτίκιο). «Έγινες νομοθέτης και καθοδηγητής των ασκητών, Παχώμιε, οδηγώντας αυτούς στον Χριστό, πανσεβάσμιε» (ωδή γ´). «Με οπτασία αγγελική, πάνσοφε Πάτερ, πήρες τον χρησμό να ιδρύεις φροντιστήρια της αρετής» (ωδή δ΄).

Τι ήταν εκείνο που έκανε τον Θεό να διαλέξει τον Παχώμιο για ένα τέτοιο σπουδαίο καθοδηγητικό έργο; Πρώτα από όλα βεβαίως η μεγάλη του αρετή. Ο άγιος Θεοφάνης, ο ποιητής του κανόνα του οσίου, σ᾽ αυτό κυρίως επικεντρώνει την προσοχή μας: ο όσιος γεύτηκε ο ίδιος τον γλυκασμό στην καρδιά του της δροσιάς της χάρης του Θεού, αφότου βαπτίστηκε – «σαν ελάφι έτρεξες προς το νερό, όσιε, κι αφού ραντίστηκες από το άγιο βάπτισμα, έλαβες τη δροσιά της χάρης του Θεού, με οποία καταγλυκάνθηκε η καρδιά σου» (ωδή γ´) – κι έκτοτε αγωνίστηκε να κρατήσει τη χάρη αυτή και να την αυξήσει με τον θερμό έρωτα της κατά Χριστόν απάθειας, με τον πόθο του δηλαδή για τον Κύριο που φανερωνόταν με την τήρηση των αγίων Του εντολών. Αυτή η αγάπη του για τον Χριστό τον έκανε να ζει ζωή εγκράτειας και ν᾽ αποκτά φτερά πνευματικά τέτοια, ώστε να γεύεται κατευθείαν από τον Θεό τον μεγάλο Του φωτισμό (ωδή α´). «Σε κεντούσε ο πόθος του Δεσπότη Χριστού και κατάσβεσες έτσι την ευπάθεια του σαρκικού φρονήματος με την εγκράτεια» (ωδή δ´).

Η μεγάλη αρετή του ανδρός όμως δεν έφτανε για το συγκεκριμένο έργο της ανάληψης τόσο μεγάλων ευθυνών για την καθοδήγηση ψυχών. Έχουμε πάμπολλους αγίους, οι οποίοι μολονότι άγιοι, δεν κλήθηκαν από τον Θεό για ανάληψη έργου καθοδηγητικού. Και τούτο γιατί εκτός από την αρετή απαιτείται και ιδιαίτερο φυσικό χάρισμα ηγέτη. Με άλλα λόγια ο Θεός όταν καλεί κάποιον σε ένα έργο, ῾μετράει᾽ θα λέγαμε και τα φυσικά του χαρίσματα - δεν είναι όλοι για όλα. Πρόκειται κατ᾽ ουσίαν γι᾽ αυτό που λέει και ο απόστολος Παύλος, όταν διακρίνει τα διάφορα χαρίσματα που έχει δώσει ο Θεός: άλλος είναι απόστολος, άλλος προφήτης, άλλος διδάσκαλος, άλλος θαυματουργός, άλλος συμπαραστάτης ανθρώπων. Ο Παχώμιος λοιπόν προφανώς εκτός από την αρετή του διέθετε ως άνθρωπος και το φυσικό χάρισμα του ηγέτη. Είχε ισχυρή θέληση, μπορούσε να ανοίγει δρόμους, να καθοδηγεί ανθρώπους. Κι επιβεβαιώθηκε ανθρωπίνως τούτο εκ του αποτελέσματος. «Έγινες άριστος κυβερνήτης του συστήματος των μοναχών, Παχώμιε» (ωδή δ´).

Ο άγιος Παχώμιος λοιπόν αξιοποίησε το φυσικό του χάρισμα, γενόμενος υπήκοος στην εντολή του Θεού, τήρησε τις εντολές Εκείνου διά βίου και ευαρέστησε τον Θεό (δοξαστικό εσπερινού). Η ίδια η ζωή του υπήρξε στην ουσία ο ακριβής κανών των μοναχών, που σημαίνει ότι όχι μόνο η διδασκαλία του, ακραιφνώς ορθόδοξη βεβαίως, αλλά κυρίως η ζωή του ήταν αυτή που γινόταν παράδειγμα για τους μοναχούς του, δίνοντάς μας έτσι και το υπόδειγμα του αληθινού ηγέτη, και μάλιστα του εκκλησιαστικού. Ο άγιος Θεοφάνης με καταιγιστικό τρόπο επισημαίνει όλες αυτές τις διαστάσεις: «Ο βίος σου, θεοφόρε παμμακάριστε Παχώμιε, έγινε ακριβέστατος κανόνας των μοναχών» (ωδή δ´). «Έχοντας ορθόδοξο φρόνημα, παμμακάριε, κήρυξες την τρισάριθμη Μονάδα ως ομοούσια Τριάδα. Και δίδαξες τη φρικτή σάρκωση του Λόγου, υμνολογώντας ως Θεοτόκο την αειπάρθενο» (ωδή ζ´). 

14 Μαΐου 2024

ΝΑ ΕΞΟΡΙΣΟΥΜΕ ΜΑΚΡΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΗΦΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΖΑΛΗ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ

«Κατήφεια παθῶν καί λογισμῶν ἡ ζάλη, μακράν ἐξοριζέσθω καί οὕτως ἐξανθήσει τό ἔαρ τό τῆς πίστεως» (απόστ. Αίνων).

(Ας εξορισθεί μακριά από εμάς η κατήφεια και η στενοχώρια των παθών, όπως και η ζάλη των λογισμών, και έτσι θα ανθήσει η άνοιξη της πίστης).

Ο άγιος υμνογράφος εξαγγέλλει αυτό που διαλαλεί η Εκκλησία μας με την Ανάσταση του Κυρίου: τα πάντα τώρα είναι πλημμυρισμένα από το φως και τη χαρά της Αναστάσεως. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός». «Ὦ Πάσχα, λύτρον λύπης». Ό,τι ο Κύριος και οι άγιοι άγγελοί Του προέτρεπαν τους αποστόλους και τις μυροφόρες γυναίκες: «Χαίρετε», ό,τι ο απόστολος Παύλος θεωρούσε ως δεδομένο της πίστεως: «Χαίρετε, καί πάλιν ἐρῶ Χαίρετε», αλλά και καρπό της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος που προεκτείνει την αναστημένη παρουσία του Κυρίου: «ὁ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά», ό,τι ο ίδιος πάλι προέτρεπε ως συστατικό της ζωής αλλά και διαρκές αγώνισμα των πιστών: «Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε», αυτό λοιπόν προβάλλει και ο άγιος ποιητής. Γιατί; Διότι ανέτειλε ήδη το έαρ, η άνοιξη της πίστεως. Και η άνοιξη αυτή αποτελεί τον ύμνο της χαράς. Οπότε, «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν» - χαρά και κατήφεια δεν μπορούν να συνυπάρξουν! Όταν με άλλα λόγια ο πιστός έχει ενσυνείδητα αποδεχτεί τον Χριστό στη ζωή του, τότε είναι αδιάκοπα στραμμένος προς Αυτόν και Αυτόν αναζητεί προκειμένου να Τον έχει Κύριο και Αρχηγό της ζωής του. Και Τον αναζητεί βεβαίως με τον μόνο τρόπο που ο Κύριος καθόρισε: μέσα από τις άγιες εντολές Του, οι οποίες οδηγούν στην εγκατοίκησή Του μέσα στον άνθρωπο, καθιστώντας τον κυριολεκτικά ένα με Εκείνον. «Τηρήστε τις εντολές Μου και θα Με δείτε μέσα σας». Κι έρχεται έτσι η χαρά και η ειρήνη του Χριστού μέσα στον άνθρωπο, χαρά και ειρήνη εσωτερική και βαθειά που κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να τα διαγράψει και να πάρει.

Από την άποψη αυτή ο άγιος υμνογράφος τονίζει το αυτονόητο: αν ζει ο πιστός τη χαρά της Ανάστασης, δεν μπορεί να είναι εγκλωβισμένος στην κατήφεια που φέρνουν με μαθηματική ακρίβεια τα πάθη του ανθρώπου˙ δεν μπορεί να άγεται και να φέρεται από τους λογισμούς που δημιουργούν ζάλη στον άνθρωπο, δηλαδή από τους λογισμούς της απιστίας και της διψυχίας, τους λογισμούς που θέτουν σε κρίση τον άνθρωπο, γιατί δεν μπορεί να πάρει τη σταθερή απόφαση να είναι πάντοτε με το μέρος του Χριστού, δηλαδή εκεί που τον καλούν οι εντολές και το θέλημα Εκείνου. Κι είναι η εμπειρία του καθενός μας: τι είναι εκείνο που δημιουργεί την εσωτερική θλίψη και στενοχώρια και δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε; Μόνον το άφημά μας στα ψεκτά πάθη μας: η ικανοποίηση της σαρκολατρείας μας και του αλαζονικού υπερήφανου φρονήματός μας. Δυστυχώς, έστω και θεωρούμενοι χριστιανοί, ζούμε ακόμη μέσα στον χειμώνα της αμαρτίας μας, όταν έξω, στον αληθινό κόσμο του Θεού – κι είναι αληθινός γιατί είναι ο αιώνιος κόσμος – ήδη έχει ανατείλει το έαρ και η καλοκαιρία της ζεστασιάς της αγκαλιάς του Θεού μας. Ήδη από την πρώτο ύμνο του κανόνα του αγίου Θωμά (α΄ ωδή) ο υμνογράφος επισημαίνει: «Σήμερον ἔαρ ψυχῶν˙ ὅτι Χριστός ἐκ τάφου, ὥσπερ ἥλιος ἐκλάμψας τριήμερος, τόν ζοφερόν χειμῶνα ἀπήλασε τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν» (Σήμερα είναι η άνοιξη των ψυχών. Γιατί ο Χριστός  την τρίτη ημέρα μετά τη σταύρωσή Του βγήκε από τον τάφο, όπως ακριβώς ο ήλιος που έλαμψε μετά τη νύκτα, και έκανε πέρα τον χειμώνα της αμαρτίας μας).

Ο αληθής χριστιανός, δηλαδή ο άγιος, είναι ο χαρούμενος άνθρωπος. Χαρούμενος με την έννοια την πραγματική: χαίρεται η καρδιά του, γι’ αυτό και τη χαρά αυτή σκορπίζει παντού και πάντα. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί άγιοι της Εκκλησίας μας θεωρούσαν ότι ο πασχαλινός χαιρετισμός «Χριστός Ἀνέστη» πρέπει να συνιστά τον διαρκή χαιρετισμό μας όλου του χρόνου. Αρκεί βεβαίως να μη ξεχνάμε ότι η εσωτερική αυτή χαρμόσυνη πραγματικότητα δεν προκύπτει «μαγικά» και γρήγορα. Απαιτεί καθημερινό αγώνα συσταύρωσης με τον Χριστό, οδύνη και «μάτωμα» πάνω στον αγώνα κατά των παθών, που θα πει ότι τελικώς η χαρά αυτή  λειτουργεί για τον «μέσο» χριστιανό, αν υπάρχει τέτοιος όρος, ως όραμα που πρέπει να καθορίζει την πορεία του – μερικές φορές σε βάθος δεκαετιών! Και βεβαίως να τονίσουμε και πάλι το του αποστόλου: η χαρά έρχεται ως καρπός του πνεύματος αγάπης. Όπου αγάπη εκεί και χαρά, εκεί και Ανάσταση, εκεί και Χριστός!

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ Ο ΕΝ ΧΙΩ

«άγιος Ισίδωρος ζούσε κατά τους χρόνους του βασιλιά Δεκίου και καταγόταν από την πόλη της Αλεξάνδρειας. Ήταν στρατιωτικός, ανήκοντας στο τάγμα των ετοιμοπόλεμων στρατιωτών. Όταν κάποια στιγμή έφτασε στη νήσο Χίο με στρατιωτικά πλοία, των οποίων ναύαρχος ήταν ο Νουμέριος, κατηγορήθηκε από τον κεντυρίωνα Ιούλιο, ότι σέβεται τον Κύριο Ιησού Χριστό  και δεν λατρεύει τους δικούς τους θεούς. Ο άγιος Ισίδωρος τότε ομολόγησε με δύναμη την πίστη του στον Χριστό, γι᾽ αυτό και ο Νουμέριος, βλέποντας ότι δεν πρόκειται να μεταπειστεί, πρόσταξε να του κόψουν το κεφάλι και έτσι έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου».

Στρατιώτης στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ο άγιος Ισίδωρος, αλλά κυρίως στρατιώτης του Χριστού, έχοντας ως απόλυτο βασιλιά του ακριβώς Αυτόν, που σημαίνει ότι κυρίαρχη αρχή στη ζωή του ήταν το «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις». Με άλλα λόγια υπήκουε στους επίγειους νόμους, όταν αυτοί οι νόμοι βεβαίως δεν έρχονταν σε αντίθεση με τον νόμο του Θεού. Κι απόδειξη: μόλις τέθηκε θέμα εκλογής μεταξύ εντολής του ηγεμόνα και του νόμου του Θεού προτίμησε την υπακοή στην πίστη και πρόσφερε τη ζωή του γι᾽ αυτήν, ακολουθώντας τα ίχνη του Διδασκάλου του. Επανειλημμένως ο άγιος ποιητής Θεοφάνης σημειώνει την απόλυτη αυτή προτεραιότητα του Ισιδώρου: «Ακολουθώντας τα ίχνη των παθημάτων του Δεσπότη Χριστού μιμήθηκες τον εκούσιο θάνατό Του, καθώς υπέστης και εσύ με τη θέλησή σου το πάθος για χάρη Του» (ωδή δ´). «Είχες ολόκληρη την έφεση της ψυχής σου προς τον Θεό, που είναι το πιο καθαρό πράγματι από όλα τα αγαθά, αθλοφόρε παμμακάριστε, κι έτσι αμαύρωσες τον πόθο των επιγείων» (ωδή ς´).

Ο άγιος Ισίδωρος έτσι παρουσιάζεται, όπως και όλοι οι άγιοι,  ως αληθινά ακέραιος άνθρωπος, χωρίς να περιπίπτει στη φοβερή κατάσταση της διψυχίας, κατά την οποία η ακαταστασία και η ταραχή είναι το μόνιμο γνώρισμα. Δυστυχώς η διψυχία, ως ελλειμματική αναφορά στη μόνη «απόλυτη σταθερά» που είναι ο Θεός, κλονίζει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, κάνοντάς τον να άγεται και να φέρεται πότε εδώ και πότε εκεί, ως έρμαιο διαφόρων δυνάμεων είτε ανθρωπίνων είτε δαιμονικών, πάντως ξένων προς την αληθινή φύση του,  οπότε στην περίπτωση αυτή σταματά ο άνθρωπος να λειτουργεί ως γνήσιος άνθρωπος. Ο άγιος άνθρωπος, σαν τον Ισίδωρο, είναι γνήσιος και αληθινός άνθρωπος, γιατί είναι σταθερά προσκολημμένος προς τον Δημιουργό του Θεό – «κόλλησα στα χνάρια σου, Δέσποτα» (῾Εκολλήθην οπίσω σου, Δέσποτα᾽) (ωδή ς´) – κάτι που φέρνει την υπέρβαση της αλλοτριωτικής για την ψυχή κατάστασης του φόβου. Ο άγιος δηλαδή δεν φοβάται κανέναν, πλήν του ίδιου του Θεού, ο Οποίος όμως δεν θέλει τον άνθρωπο φοβισμένο, γιατί του αποκαλύπτεται ως ο αγαπημένος Πατέρας του. Ο άγιος Θεοφάνης σημειώνει επ᾽ αυτού: «Συ, Ισίδωρε θεόφρον, φώναζες δυνατά: τον Χριστό φοβάμαι και σέβομαι, τον Οποίο λατρεύω, προσκυνώ και υμνολογώ» (ωδή η´). Είναι ευνόητο έτσι ότι ο άγιος με την ολοκάρδια στροφή του προς τον Χριστό Τον ζούσε στην ύπαρξή του, ιδίως την ώρα του μαρτυρίου του,  με τρόπο που τον φανέρωνε εντελώς δοξαστικά: ως φωτεινός ήλιος. «Το ιλαρό σου πρόσωπο φαινόταν να λάμπει ολόκληρο όπως ο ήλιος, από τη χαρά του μαρτυρίου»  (ωδή η´).

Από την άποψη αυτή δεν είναι μόνο η χάρη του Θεού που ενισχύει τον μάρτυρα, για να παραμένει αυτός πάντοτε εν Θεώ, αλλά και η δική του κατάσταση της καρδιάς. Ο εκκλησιαστικός μας ποιητής γίνεται απολύτως σαφής εν προκειμένω: ο άγιος Ισίδωρος μπόρεσε και έμεινε μέχρι τέλους σταθερός στην ομολογία της πίστεώς του, γιατί είχε άφοβη την καρδιά του, με ορμή στραμμένη προς τον Χριστό. Ό,τι δηλαδή συμβαίνει με έναν πρωταθλητή, που η καρδιά του έχει την ορμή της νίκης – ποτέ κανείς δεν κερδίζει σε αγώνες με ηττημένο φρόνημα – κατά τον ίδιο τρόπο και στα πνευματικά αγωνίσματα. Πρέπει κανείς να πιστέψει στη νίκη, πολλώ μάλλον όταν ξέρει ότι τον ενισχύει ο ίδιος ο παντοδύναμος Θεός, για να φτάσει στη νίκη. «Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ᾽ ημών;» - αν ο Θεός είναι μαζί μας, ποιος μπορεί να είναι εναντίον μας; «Έχοντας άφοβη την ορμή της ψυχής σου, ένδοξε, κράτησες σταθερή την ομολογία της πίστεως, με κάθε ευσέβεια» (ωδή γ´).

13 Μαΐου 2024

Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ ΤΗΣ ΑΠΙΣΤΙΑΣ

«Τόν Θωμᾶν οὐ κατέλιπες βαπτιζόμενον, Δέσποτα, βυθῷ ἀπιστίας, παλάμας προτείνας εἰς ἔρευναν» (ὠδή στ΄ κανόνος Κυριακής Θωμά).

(Δεν εγκατέλειψες, Δέσποτα Κύριε, τον Θωμά, την ώρα που βυθιζόταν στον βυθό της απιστίας, καθώς τού άπλωσες τις παλάμες για έρευνα).

Συνηθίζουμε να μιλάμε για την απιστία ή τη δυσπιστία ή την ολιγοπιστία του αγίου αποστόλου Θωμά, επειδή δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία των άλλων μαθητών ότι είδαν τον αναστημένο Χριστό. «Ἐάν μή ἴδω οὐ μή πιστεύσω» τους είπε. Και ο Κύριος τού έκανε τη χάρη και (όταν βεβαίως βρέθηκε μαζί με τους άλλους αποστόλους δείχνοντας την καλή του διάθεση και τον εσωτερικό του αγώνα) τον κάλεσε «ἰδίαις χερσί» να βεβαιωθεί για το αναστημένο Του σώμα. Εξέφρασε όμως και το παράπονό Του ότι «πίστεψε γιατί Τον είδε και τον ψηλάφησε με τις σωματικές του αισθήσεις», χωρίς να φτάσει στην υψηλότερη πίστη και θέαση που υπάρχει, δηλαδή τη μακαριότητα εκείνων που πιστεύουν χωρίς να επιζητούν να Τον δουν με τα σωματικά τους μάτια. Βεβαίως η εκκλησιαστική υμνολογία αφορμάται από το γεγονός αυτό για να «υμνήσει» τελικά αυτήν την απιστία του Θωμά – «ὤ καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ», διότι ο Κύριος «χαίρει ἐρευνώμενος»  - που έδωσε και δίνει την ευκαιρία μέσα στους αιώνες να εξαγγελθεί η Ανάσταση του Κυρίου ακόμη και μέσα από την ψαύση του πεπυρωμένου λόγω της θεότητάς Του σώματος του Κυρίου∙ αλλά και να τονισθεί η πραγματική έννοια της θεολογίας, ως γεγονότος που εδράζεται στην εμπειρία του Χριστού, είτε από το άγγιγμα του στήθους Του από τον Ιωάννη τον Θεολόγο είτε από το άγγιγμα των τρυπημένων από τα καρφιά χεριών Του και της λογχευμένης πλευράς Του, και όχι σε μία ιδεολογική και «ψιλή»-γυμνή προσέγγιση της πίστεως. 

Συνηθίζουμε λοιπόν να μιλάμε για τον «άπιστο» Θωμά. Όμως και το Ευαγγέλιο αλλά και η υμνογραφία της Εκκλησίας δεν παύουν να σημειώνουν ότι την απιστία ή την ολιγοπιστία του Θωμά την είχαν και οι άλλοι μαθητές του Κυρίου, με πρώτον μάλιστα από όλους τον κορυφαίο των μαθητών απόστολο Πέτρο. Και έρχεται ακριβώς η ποίηση των ημερών για να θυμίσει, πέρα από άλλες «απιστίες», τη βεβαιωμένη από τον ίδιο τον Κύριο ολιγοπιστία του Πέτρου, όταν είδε τον Κύριο, προ της Αναστάσεώς Του βεβαίως, να περιπατεί επί των κυμάτων της θάλασσας της Γαλιλαίας και Τον παρακάλεσε, εφόσον είναι Εκείνος, να του επιτρέψει να έλθει κοντά Του, πατώντας κι αυτός πάνω στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Και ποιο το αποτέλεσμα; Ο Πέτρος, όσο έβλεπε τον Κύριο, να μπορεί να περπατάει σαν επάνω σε ξηρά, όταν όμως συνειδητοποίησε την «πραγματικότητα» του περιβάλλοντος, να αρχίσει να βυθίζεται, γιατί απίστησε. Το γεγονός αυτό δεν έχει υπόψη του ο υμνογράφος του παραπάνω τροπαρίου μιλώντας όμως τη φορά αυτήν για τον Θωμά; Την ίδια εικόνα, κατά μεταφορικό τρόπο, χρησιμοποιεί: και ο Θωμάς βυθιζόταν στα κύματα της απιστίας με κίνδυνο να καταποντιστεί. Δεν τον αφήνει όμως ο Κύριος∙ όπως άπλωσε το χέρι Του κι έπιασε τον Πέτρο, ελέγχοντας την ολιγοπιστία του: «ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;», κατά τόν ίδιο τρόπο απλώνει τις παλάμες Του στον ολιγόπιστο Θωμά για να σώσει κι εκείνον. Με τον ίδιο μάλιστα τρόπο σχεδόν ελέγχου: «ὅτι ἑώρακάς με πεπίστευκας∙ μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες». 

Το κρίσιμο και καίριο σημείο και στις δύο επεμβάσεις του Κυρίου στους ολιγοπίστους ή απίστους μαθητές Του ήταν ότι και οι δύο τελικά στράφηκαν σ’ Εκείνον: ο Πέτρος με τον άμεσο τρόπο της αγωνιώδους κραυγής του: «Κύριε, σῶσόν με», ο Θωμάς με τον έμμεσο τρόπο του ερχομού του στον κύκλο των άλλων μαθητών – μία «κραυγή» του ήταν κι αυτή, καθώς άφησε την απομόνωση και τη μοναξιά του. Κι αυτό το σημείο είναι το κρίσιμο και για κάθε μαθητή και πιστό Του σε όλους τους αιώνες και σήμερα: μπορεί να αμφιβάλλουμε και να ολιγοπιστούμε, αλλά αυτό που περιμένει κι από εμάς ο Κύριος είναι να στραφούμε τελικώς στον Ίδιο και να κραυγάσουμε. Όχι εξωτερικά, αλλά εσωτερικά και μυστικά, στο βάθος της καρδιάς μας. Αλλά με την παρατήρηση που ο Ίδιος έκανε στον μαθητή Του Ιούδα (όχι τον Ισκαριώτη), για το πώς πια μετά την Ανάστασή Του θα εμφανίζεται στους ανθρώπους: όχι εξωτερικά σαν να θέλει να τους «υποτάξει» με μία συγκλονιστική εμφάνισή Του, αλλά μέσα από την τήρηση των αγίων εντολών Του. Ο Κύριος υπήρξε σαφέστατος και απολύτως συνεπής: «όποιος τηρεί τις εντολές Μου θα δείχνει ότι Με αγαπάει, οπότε θα δει στην ύπαρξή του την ίδια την αγάπη του Θεού Πατέρα και τη δική Μου, καθώς και τη φανέρωσή Μου μέσα σ’ εκείνον». Με άλλα λόγια, η Ανάσταση του Χριστού μετά τις συνεχείς επί σαράντα ημέρες εμφανίσεις Του στους μαθητές Του θα βιώνεται από τους πιστούς στον βαθμό που αυτοί πια θα ξανοίγονται στην αναζήτησή Του μέσα από την εφαρμογή του αγίου θελήματός Του. Ο Χριστός, ας επιτραπεί η έκφραση, μας έκανε «ματ»: μόνον η εμπειρία του Χριστού θα επιβεβαιώνει την πίστη και την Ανάστασή Του. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα αποτελεί ένα μάταιο κυνηγητό του ανθρώπινου εγωισμού, γι’ αυτό και θα καταλήγει μονίμως σε αποτυχία. Μ’ έναν λόγο: όπου δεν υπάρχει αγάπη αληθινή και θυσιαστική, όπως την έδειξε και την έζησε ο Χριστός, εκεί Χριστός δεν υπάρχει, εκεί τα όποια λόγια και οι όποιες φωνασκίες συνιστούν «κύμβαλον ἀλαλάζον».