30 Μαΐου 2024

ΝΑ ΦΥΛΑΞΟΥΜΕ ΓΝΗΣΙΑ ΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!

«Φωτισθέντες, ἀδελφοί, τῇ Ἀναστάσει τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί φθάσαντες τό μέσον τῆς ἑορτῆς τῆς δεσποτικῆς, γνησίως φυλάξωμεν τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ∙ ἵνα ἄξιοι γενώμεθα καί τήν Ἀνάληψιν ἑορτάσαι καί τῆς παρουσίας τυχεῖν τοῦ ἀγίου Πνεύματος» (Δοξαστικό αίνων Μεσοπεντηκοστής).

 (Αφού φωτιστήκαμε, αδέλφια, από την Ανάσταση του Σωτήρος Χριστού και φθάσαμε το μέσο της Δεσποτικής αυτής εορτής, ας φυλάξουμε αληθινά τις εντολές του Θεού. Κι αυτό για να γίνουμε άξιοι να εορτάσουμε και την Ανάληψη και να δεχτούμε την παρουσία του Αγίου Πνεύματος).

Κατά τον άγιο υμνογράφο η Ανάσταση του Κυρίου αποτελεί το γεγονός που έφερε το φως του Θεού στην ύπαρξη του ανθρώπου. Ο άνθρωπος λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία έχασε την κοινωνία του με τον Θεό, οπότε η δόξα και το φως του από τη σχέση του με Αυτόν χάθηκαν – ο ζόφος και η σκοτεινιά των παθών του τον περιέβαλαν με τρόπο τραγικό. Ο θρήνος του Αδάμ, όπως τον αποδίδει η Εκκλησία μας την Κυριακή της Τυρινής, εκφράζει τη θλιβερή αυτή πραγματικότητα. Ο ερχομός του Υιού του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο, η ενανθρώπησή Του ήταν εκείνη που ανακεφαλαίωσε τα πάντα – όλα μπήκαν στη θέση τους: ο Κύριος ήρε την αμαρτία του κόσμου, την κατήργησε επί του Σταυρού, θανάτωσε τον θάνατο και με την Ανάστασή Του έδειξε με τον πιο περίτρανο τρόπο ότι έκτοτε «ἡ ζωή κυριεύει» και το φως του Θεού είναι αυτό που πλημμυρίζει και πάλι τα σύμπαντα. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια». Μετά την Ανάσταση του Κυρίου ο ήλιος λάμπει διαρκώς, ο άνθρωπος και σύμπασα η φύση βρίσκονται αδιάκοπα κάτω από τις ευεργετικές ακτίνες Του, το σκοτάδι έχει διαλυθεί. Με μία βεβαίως προϋπόθεση: ο άνθρωπος να  θ έ λ ε ι  τον Χριστό στη ζωή του. Αυτή είναι η μεγαλωσύνη του Θεού μας: ενώ είναι παντοδύναμος και τίποτε δεν μπορεί να αντισταθεί στο θέλημά Του, ο Ίδιος περιορίζεται, ζητώντας την ελεύθερη υπακοή του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού πλάσματός Του. Η πίστη δηλαδή του ανθρώπου είναι η αναγκαία συνθήκη, καθώς λέμε, για να εισρεύσει όλος ο πλούτος της θεότητας στην ύπαρξή του, γεγονός που αναδεικνύει την αξία της ελευθερίας στον άνθρωπο. Για να το πούμε με μία εικόνα: ο ήλιος έχει προβάλει με τη μεγαλύτερη δυνατή λαμπρότητα, αλλά πρέπει ο άνθρωπος να ανοίξει τα μάτια του για να δει την ομορφιά του φωτός. Ο Θεός μας δεν εκβιάζει τον άνθρωπο.

Η «συνθήκη» της πίστεως για τον άνθρωπο είναι η συμμετοχή του στον Σταυρό του Κυρίου. Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος πιστεύει στον Χριστό σημαίνει ότι αποδέχεται τον λόγο Του ως την οδό της ζωής του – η πίστη ως γνωστόν στον χριστιανισμό δεν έχει τον χαρακτήρα μιας θεωρητικής απλώς αποδοχής. Κι είναι σταυρός για τον άνθρωπο η ακολουθία του Χριστού με βάση τις εντολές Του, γιατί καλείται ο άνθρωπος να «σταυρώσει» τη λογική του ως το απόλυτο κριτήριό του, να αγωνιστεί κατά των ψεκτών παθών του, του εγωισμού και της υπερηφάνειας του πάνω από όλα που τον έλκουν και τον δένουν γοητευτικά με τον πεσμένο κόσμο της αμαρτίας, να προσανατολίζεται διαρκώς χωρίς καμία διακοπή στην αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό του, κυρίως δε τον θεωρούμενο εχθρό του – η αγάπη προς τον εχθρό είναι το πιο καθοριστικό στοιχείο της χριστιανικότητας κάποιου. Έτσι σταυρός και ανάσταση συνυπάρχουν στον πιστό άνθρωπο, οπότε και η χαρά και το φως της ανάστασης περνάνε μέσα από τις οδύνες του σταυρώματος των παθών. «Ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῶ κόσμῳ».

Για τον άγιο υμνογράφο λοιπόν, επανερχόμενοι στο τροπάριο, ο φωτισμός από την Ανάσταση έρχεται στον βαθμό που ο πιστός βρίσκεται σε μία διαρκή ένταση για να είναι πάνω στις εντολές του Κυρίου. Και τι τονίζει; Πρέπει να συνεχίσει ο πιστός να «φυλάει γνήσια τις εντολές του Χριστού, αν θέλει με τρόπο άξιο να εορτάσει και την Ανάληψη Εκείνου και τον ερχομό εν δόξη του Αγίου Πνεύματος». Είναι πολύ σημαντικός ο λόγος του. Γιατί τονίζει ότι η εορτή στην Εκκλησία, ιδίως δε μία Δεσποτική εορτή, απαιτεί αυξημένες προϋποθέσεις. Δεν μπορεί κανείς «εἰκῇ καί ὡς ἔτυχε» όπως λέμε, να έλθει στην Εκκλησία μία γιορτινή ημέρα και απλώς να παρακαθήσει στα λεγόμενα και ακουόμενα. Κάτι τέτοιο απάδει προς τη γνήσια χριστιανική πίστη κι ίσως αυτό να συνιστά και την τραγωδία ημών των περισσοτέρων θεωρουμένων χριστιανών. Ο υμνογράφος λοιπόν μάς βοηθάει: γιορτάζουμε σωστά την εορτή, όταν είμαστε στο άνοιγμα του εαυτού μας απέναντι στον Θεό και στον συνάνθρωπο. Διαφορετικά, παραμένουμε «αδιάβροχοι» στη χάρη του Θεού, γι’ αυτό και παρατηρείται το φαινόμενο να μπαίνουμε στην Εκκλησία και να εξερχόμαστε από αυτήν το ίδιο – ξένοι μπήκαμε ξένοι βγήκαμε.

Η Ανάληψη και η Πεντηκοστή ζητάει ανθρώπους συγγενείς προς το πνεύμα τους. Ένας είναι ο τρόπος που μας καθιστά «συγγενείς» προς τον Χριστό: η τήρηση των αγίων Του εντολών, που ενεργοποιεί το ένδυμα του αγίου βαπτίσματος. Και ένδυμα είναι ο ίδιος ο Χριστός! Κι αμέσως καταλαβαίνουμε ότι η κάθε εορτή, ιδίως η μεγάλη, λαμπρύνει στο ανώτερο δυνατό την εν Χριστώ ύπαρξή μας. Ο Χριστός λάμπει μέσω ημών!  

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΣΑΑΚΙΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΩΝ ΔΑΛΜΑΤΩΝ

«Ο όσιος Ισαάκιος προερχόταν εξ Ανατολών. Όταν έφτασε στο Βυζάντιο, κατά τους χρόνους του αρειανόφρονα Ουάλεντα, ο Ουάλης αναχωρούσε έχοντας ξεκινήσει πόλεμο κατά των Γότθων. Τον συνάντησε λοιπόν αυτός ο μακάριος, συμβουλεύοντάς τον και προτρέποντάς τον να ανοίξει τις Εκκλησίες των ορθοδόξων. Επειδή ο βασιλιάς δεν πείσθηκε, τον πρόφθασε πάλι και τον προέτρεπε τα ίδια, λέγοντας να ανοίξει τις Εκκλησίες και να τις δώσει πίσω στους ορθοδόξους, διαφορετικά θα ξεφύγει κατά τον πόλεμο από τους εχθρούς, αλλά θα χαθεί. Ο βασιλιάς όμως δυσανασχέτησε λόγω της παρρησίας και του θάρρους του άνδρα και διέταξε να τον μαστιγώσουν και να τον ρίξουν σε αγκάθια. Πάλι όμως τον πρόφθασε ο άγιος για τρίτη φορά, κράτησε το χαλινάρι του αλόγου του και του  επισήμανε τον  ολοκληρωτικό όλεθρό του, αν δεν δώσει πίσω τις Εκκλησίες των Χριστιανών. Τότε εξοργίστηκε ο βασιλιάς και τον παρέδωσε στον Σατορνίνο και τον Βίκτωρα με την εντολή να τον φυλακίσουν μέχρι την ειρηνική επάνοδό του. Του είπε λοιπόν ο άγιος: “Αν εσύ επιστρέψεις ειρηνικά, τότε θα πει ότι δεν μίλησε σε εμένα ο Θεός. Όμως θα ξεφύγεις από τους εχθρούς σου, θα εγκαταλειφθείς και με φωτιά θα δεχτείς την καταστροφή της ζωής σου”.

Όταν πράγματι στον πόλεμο έτυχε να ηττηθεί, κατέφυγε σε αχυρώνα μαζί με τον Πραιπόσιτο, ο οποίος είχε πέσει και αυτός στη νόσο της κακοδοξίας του Αρείου και μάλιστα ερέθιζε πάντοτε τον βασιλιά κατά των ορθοδόξων. Σ᾽ αυτόν τον αχυρώνα παραδόθηκαν στη φωτιά από τους Γότθους. Για την πρόρρησή του αυτή λοιπόν  και για την παρρησία του, όπως και για την ορθόδοξη ομολογία του ο άγιος δοξάστηκε, κι αφού πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στην Κωνσταντινούπολη, εξεδήμησε προς τον Κύριο».

Μπορεί το συναξάρι του οσίου Ισαακίου να μένει αποκλειστικά στο προορατικό του χάρισμα, τη γενναιότητα της καρδιάς του και τη μέχρι θυσίας  ορθόδοξη πίστη του, μέσα από το περιστατικό με τον κακόδοξο βασιλιά Ουάλεντα, όμως η ακολουθία του δεν ασχολείται καθόλου με αυτό. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας προτιμά να μας δώσει το υπόβαθρο της συγκεκριμένης στάσεως του οσίου, δηλαδή την οσιακή βιοτή του μέσα από τους ασκητικούς αγώνες του  για κάθαρση της καρδιάς του και την πλήρωσή του επομένως από τις αρετές και τις λαμπηδόνες του αγίου Πνεύματος. Κι είναι εύλογο: κανείς δεν μπορεί να έχει ανδρεία στην καρδιά, ορθόδοξο φρόνημα, προορατικό και διορατικό χάρισμα, αν δεν έχει καταστήσει τον εαυτό του κατάλληλο σκεύος για να κατοικήσει ο ίδιος ο εν Τριάδι Θεός. Με άλλα λόγια ο υμνογράφος κινείται θεμελιακά στην αντιμετώπιση του οσίου, για να μας δείξει ότι εκείνο που είναι αξιοσημείωτο από τη ζωή ενός αγίου δεν είναι κάποια θαυμαστά γεγονότα, αλλά η ίδια η κεκαθαρμένη καρδιά του, κάτι που συνιστά το διαρκώς ζητούμενο από την πίστη μας, κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Την καθαρή καρδιά μας ζητάει πάντοτε ο Θεός και όχι βεβαίως την τυχόν θαυματουργία μας, η οποία αποτελεί καθαρό δώρο δικό Του.

Έτσι: «έζησες όσια στη γη, σοφέ Ισαάκιε, γιατί τήρησες χωρίς παρεκκλίσεις τα προστάγματα και τα δικαιώματα του Θεού» (ωδή θ´). Αυτή είναι η αγιότητα και η οσιότητα: να τηρεί κανείς αταλάντευτα τις εντολές του Θεού. Τότε διανοίγεται η καρδιά και η ύπαρξη του ανθρώπου και γίνεται κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος, φεύγοντας από τα πάθη που τον αμαυρώνουν και τον καθιστούν δύσμορφο ενώπιον του Θεού. «Χρημάτισες ναός της τρισηλίου Θεότητος και εξαφάνισες τις εικόνες των παθών από την ψυχή σου» (ωδή ε´).  Η τήρηση βεβαίως των εντολών του Θεού, ώστε να απομειωθούν τα πάθη από την ψυχή, σ᾽ έναν κόσμο πεσμένο στην αμαρτία, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο πιστός πρέπει να προσανατολίσει με ατσάλινο τρόπο τη θέλησή του προς το θέλημα του Θεού, που σημαίνει ότι θα ῾ματώσει᾽ στον αγώνα του αυτό. Δεν υπάρχει περίπτωση εύκολα κανείς να διέλθει τον πνευματικό αγώνα. Ο όσιος Ισαάκιος το επιβεβαιώνει: «Με ολονύκτιες δεήσεις και ολοήμερες στάσεις, όσιε πάτερ, καθάρισες την ψυχή σου και την έδειξες οίκο της Τριάδος» (ωδή δ´).

Ο όσιος κατέστησε φανερή την παρουσία του Θεού στη ζωή του με τις σπουδαίες αρετές του. Μόνη η κάθαρση της ψυχής δηλαδή δεν έχει νόημα, αν δεν γεμίζει αυτή και με τις χάρες του αγίου Πνεύματος. Αυτό άλλωστε σημαίνει ότι καθάρισε ο όσιος την ψυχή του και έγινε κατοικητήριο του Θεού. Ποια τα φανερά γνωρίσματα της παρουσίας λοιπόν του Θεού; Ασφαλώς η ύπαρξη των κατά Χριστόν αρετών. «Ξέφυγες, Πάτερ, την καταστροφή που προξενεί το νοητό κήτος, ο διάβολος, γιατί απέκτησες εγκράτεια, προσευχή, καθαρή αγάπη, μεγάλη ταπείνωση και βέβαια στοργή προς τον Χριστό» (ωδή ς´). Με τον τρόπο αυτό οδηγήθηκε στα ύψη της κατά Χριστόν απάθειας, ως υπέρβασης των κακών παθών, κι έζησε στη γη αυτή ως άγγελος. «Ανέβηκες στο ύψος της απάθειας, γιατί μιμήθηκες, ενώ ήσουν με το σώμα σου, τους αγγέλους» (ωδή ζ´). Γι᾽ αυτό και αναδείχτηκε σε διώκτη των δαιμόνων και των οργάνων του αιρετικών. «Φωτίστηκες από τη λάμψη του Παναγίου Πνεύματος και έδιωξες το σκοτάδι των αιρέσεων, θαυματουργέ Ισαάκιε» (κάθισμα όρθρου). «Αποδείχτηκες διώκτης των ακαθάρτων πνευμάτων, διότι έγινες καθαρό σκήνωμα του Αγίου Πνεύματος» (ωδή ε´).

28 Μαΐου 2024

ΤΡΙΤΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

«Ἐπί τῇ Προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἄνθρωπος κατέκειτο ἐν ἀσθενείᾳ∙ καί ἰδών σε Κύριε ἐβόα∙ Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα, ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ, βάλῃ με ἐν αὐτῷ∙ ἐν ᾧ δέ πορεύομαι, ἄλλος προλαμβάνει με, καί λαμβάνει τήν ἴασιν, ἐγώ δέ ἀσθενῶν κατάκειμαι. Καί εὐθύς σπλαγχνισθείς ὁ Σωτήρ, λέγει πρός αὐτόν∙ Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι, καί λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω; ἆρόν σου τόν κράββατον καί περιπάτει.  Πάντα σοι δυνατά, πάντα ὑπακούει, πάντα ὑποτέτακται∙ πάντων ἡμῶν μνήσθητι, καί ἐλέησον Ἅγιε, ὡς φιλάνθρωπος».

(Στην Προβατική κολυμβήθρα, βρισκόταν κατάκοιτος ένας άνθρωπος ασθενής. Κι όταν σε είδε, Κύριε, φώναζε δυνατά: Δεν έχω άνθρωπο, ώστε όταν ταραχθεί το ύδωρ να με βάλει μέσα σ’ αυτό. Την ώρα δε που πάω να μπω, άλλος με προλαβαίνει και παίρνει την ίαση, κι εγώ παραμένω ασθενής. Κι αμέσως τον σπλαγχνίστηκε ο Σωτήρ και του λέγει: Για χάρη σου έγινα άνθρωπος, για χάρη σου περιβλήθηκα σάρκα, και λέγεις δεν έχω άνθρωπο; Σήκωσε το κρεββάτι σου και περπάτα. Όλα σε σένα είναι δυνατά, όλα σε υπακούνε, όλα σου έχουν υποταχτεί. Θυμήσου μας όλους και ελέησέ μας, Άγιε, ως φιλάνθρωπος).

Ένα από τα πιο ωραία για τα νοήματά του τροπάρια της Κυριακής του Παραλύτου, που επαναλαμβάνεται και τις επόμενες ημέρες Δευτέρα και Τρίτη,  είναι το παραπάνω δοξαστικό της Λιτής του εσπερινού σε ήχο πλάγιο του α΄, ποίημα του υμνογράφου Κουμουλά. Ο υμνογράφος δεν αναλίσκεται στη λεπτομερειακή περιγραφή του θαύματος του Κυρίου, όπως περιγράφεται στο Ευαγγέλιο: δεν αναφέρει ότι πρόκειται για την κολυμβήθρα Βηθεσδά που είχε πέντε στοές, δεν αναφέρει καν την ερώτηση του Κυρίου, όταν πλησίασε τον συγκεκριμένο ασθενή, αν θέλει να γίνει υγιής, δεν λέει ότι πρόκειται για παράλυτο άνθρωπο και μάλιστα επί τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στο παράπονο του παραλύτου ότι δεν έχει κανένα γνωστό να τον βοηθήσει να λάβει την ίαση την ώρα που ταράσσονται τα ύδατα, κυρίως δε στη θεραπευτική θαυματουργική ενέργεια του Κυρίου, εμπλουτισμένη όμως με θεολογικά σχόλια που δεν υπάρχουν αλλά υπονοούνται στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα. 

 Είναι προφανές ότι ο υμνογράφος θέλει να προτάξει μέσα από το γεγονός της θεραπείας τη γενικότερη θέαση της σχέσης του Κυρίου Ιησού με κάθε άνθρωπο, ιδίως με τον πάσχοντα άνθρωπο, για να τονίσει αυτό που συνιστά τη σωτηρία πράγματι του ανθρώπου: την ενανθρώπηση του Θεού, την πραγματικότητα της σάρκωσής Του ως ανθρώπου («καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο»), διά της οποίας ο Χριστός, ως Θεός και άνθρωπος πια, έχει προσλάβει τον κάθε άνθρωπο μέσα Του και ο Ίδιος έχει γίνει η υπόθεση και η υπόσταση κυριολεκτικά της ζωής του. Τι άλλο μπορεί να εννοεί ο θεολόγος υμνογράφος όταν θέτει στο στόμα του Κυρίου τα «εννοούμενα»: «Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι», παρά το γεγονός ότι μετά τον ερχομό Του ο άνθρωπος δεν στέκεται πια στο ίδιο επίπεδο με τα προ της παρουσίας του Χριστού – ξένος και αλλοτριωμένος του Θεού – αλλά έχει γίνει ίδιος με τον Κύριο, ταυτισμένος με Αυτόν, τόσο που η θέα του Χριστού πρώτιστα πραγματοποιείται μέσα από τη θέα του κάθε ανθρώπου που έχει αποδεχτεί Εκείνον στη ζωή του; («ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοί ἐποιήσατε»). 

Έχουμε την εντύπωση ότι τα μη ειπωμένα λόγια του Κυρίου παραπέμπουν στην εμπειρία του αποστόλου Παύλου όταν ομολογεί: «Αυτό που τώρα ζω σωματικά, είναι η ζωή της πίστεως στον Χριστό τον Υιό του Θεού, που με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου» («Ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ»). Κι είναι τα παραπάνω λόγια του Κυρίου, όπως τα υποθέτει ο υμνογράφος, εκείνα που πρέπει ανά πάσα στιγμή να μας συνέχουν ως πιστούς: σε κάθε διάσταση της ζωής μας, καλή ή κακή, μακάρια ή δυστυχή, δύσκολη ή όχι, να νιώθουμε ότι Αυτός που είναι αδιάκοπα κοντά μας, κυριολεκτικά μέσα μας (κι εμείς μέσα Του), είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος. Στον κάθε παράπονό μας ιδιαίτερα να ηχούν στα αυτιά μας τα τόσο παρήγορα και αληθινά λόγια Του: «Για χάρη σου έγινα άνθρωπος, για σένα κατέβηκα από τους Ουρανούς και περιβλήθηκα σάρκα, και λες ότι είσαι μόνος σου;» Ποτέ δεν είμαστε μόνοι μας. Γιατί είμαστε μέλη Του, γιατί Τον έχουμε ντυθεί, γιατί ο καθένας μας αποτελεί τον κατεξοχήν αγαπημένο Του. 

Όπως το διατυπώνει και ο άγιος Χρυσόστομος: «Εγώ είμαι ο Πατέρας σου, εγώ ο αδερφός σου, εγώ νυμφίος της ψυχής σου, εγώ το σπίτι που μπορείς να καταφύγεις, εγώ η τροφή σου, εγώ το ένδυμά σου, εγώ η ρίζα σου, εγώ το στήριγμα σου, εγώ είμαι κάθε τι που επιθυμείς, κοντά μου δε θα 'χεις ανάγκη τίποτε. Εγώ και θα σε υπηρετήσω, γιατί ήρθα να υπηρετήσω και όχι να με υπηρετήσουν. Εγώ είμαι και φίλος και μέλος του σώματος σου και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μητέρα, όλα εγώ για σένα, αρκεί να έχεις φιλικά αισθήματα απέναντι μου... Τι περισσότερο θέλεις;»

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΤΥΧΗΣ Ή ΕΥΤΥΧΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΕΛΙΤΗΝΗΣ

«Ο άγιος Ευτυχής ή Ευτύχιος διέπρεψε ως αληθινός εργάτης του +Χριστού και υπηρέτης της Εκκλησίας, τόσο με τη συνεχή και καρποφόρα διδασκαλία του, όσο και με τα άμεμπτα και εποικοδομητικά έργα του. Ήταν άγρυπνος και τεχνικότατος αλιέας των ψυχών, φιλόστοργος δε πατέρας τους, έτοιμος να δώσει και τη ζωή του για τη ασφάλεια και τη σωτηρία τους. Συνελήφθη και έμεινε σταθερός στην αγία πίστη μας κι έλαβε μαρτυρικό τέλος: τον ρίξανε οι τύραννοι στα νερά και πνίγηκε μέσα σε αυτά».

Ο άγιος υμνογράφος αφιερώνει πολλούς ύμνους στο να τονίσει το ιδιαίτερο μαρτυρικό διά πνιγμού του σε νερά τέλος του αγίου Ευτυχίου, δίνοντας όμως ταυτόχρονα και την πνευματική ερμηνεία του τραγικού γεγονότος: πριν από το πνίξιμό του ῾έπνιξε᾽ ο ίδιος τους άφρονες αθέους με τη δύναμη των λόγων του, ενώ με το διά πνιγμού τέλος του έπνιξε και τον πονηρό διάβολο, τον «άσαρκον δράκοντα» (στιχηρό εσπερινού). «Μπήκες στο στάδιο της μαρτυρίας με χαρά, μάκαρ Ευτύχιε, και πόθησες τον θάνατο που σου έφερε ζωή, και έπνιξες τις μυριάδες των εχθρών, καθώς πνιγόσουν στη θάλασσα» (ωδή α´). Το μαρτυρικό τέλος του λοιπόν ήταν γι᾽ αυτόν αφενός η σφραγίδα της αγιασμένης βιοτής και του έργου του, η οποία σαν σε χρυσά φτερά τον έφερε στη Βασιλεία του Θεού, αφετέρου το ξέσπασμα, κατά παραχώρηση ασφαλώς του Χριστού,  του Πονηρού και των οργάνων του, οι οποίοι δεν ανέχονταν την ήττα τους από τον δούλο του Χριστού. «Υψώθηκες προς τον Κύριο, παμμάκαρ, με τις χρυσές φτερούγες του ιερωτάτου μαρτυρίου» (ωδή ε´).

Ο  Ευτύχιος ανήκει σε εκείνους τους αγίους, οι οποίοι αξιώθηκαν να μαθητεύσουν γνήσια παρά τους πόδας των αγίων Αποστόλων και να εισέλθουν και αυτοί στον κόπο του ευαγγελισμού των ανθρώπων. Ο  Ιωσήφ ο υμνογράφος δεν αφήνει ασχολίαστες τις καίριες αυτές διαστάσεις της ζωής του αγίου. Ο άγιος υπήρξε γνήσιος μαθητής των Αποστόλων, αποδεικνύοντας τη γνησιότητά του αυτή αφενός με την οσία βιοτή του, αφετέρου με το λαμπρό του μαρτύριο. Κι αυτό σημαίνει: δεν αρκεί να ακούσει κανείς τη διδασκαλία των αποστόλων. Εκείνο που θα τον καταστήσει πράγματι γνώστη και γνήσιο μαθητή είναι η ενεργοποίηση της διδασκαλίας τους στην προσωπική του ζωή, δείγμα της αγάπης του προς τον Θεό, που φτάνει μέχρι θυσίας και της ίδιας της ζωής. «Ουχ οι ακροαταί, αλλά οι ποιηταί του Νόμου δικαιωθήσονται» (απ. Παύλος). «Έζησες όσια, παμμάκαρ Ευτύχιε, καθώς μαθήτευσες με απόλυτη ακρίβεια στους Αποστόλους του Χριστού. Και έφτασες στην τέλεια ηλικία, όταν άθλησες διά του μαρτυρίου λαμπρότατα, αξιοθαύμαστε» (ωδή α´). «Κόλλησες με την ψυχή και την καρδιά σου στους άγιους υπηρέτες του Λόγου Χριστού και έζησες άγια τη ζωή σου» (ωδή γ´).

Είπαμε όμως ότι ο άγιος Ευτύχιος εισήλθε και στους κόπους του ευαγγελισμού των ανθρώπων ως ακόλουθος των αποστόλων. Κήρυξε κι αυτός με δύναμη τον σωτήριο λόγο, φωτίζοντας τους ανθρώπους και απαλλάσσοντάς τους από το βαθύτατο σκοτάδι της άγνοιας. «Γεμάτος από ένθεη πίστη και χάρη Θεού, ένδοξε, κήρυξες τον σωτήριο λόγο, μαζί με τους Αποστόλους, διαλύοντας έτσι το βαθύτατο σκοτάδι της δυσσέβειας» (ωδή ς´). Κι αυτό μας υπενθυμίζει την αλήθεια της πίστεώς μας, ότι ο άνθρωπος που θέλει να είναι γνήσια πιστός του Κυρίου από τη μια έχει κοινωνία με τους αγίους αποστόλους Του, ενώ από την άλλη φωτισμένος από το Πνεύμα του Θεού εκχέει πάντοτε φως σε όλο τον κόσμο «ως πόλις επάνω όρους κειμένη». Κι αν και στην εποχή μας φαίνεται ότι κυριαρχεί το πνευματικό σκοτάδι είναι γιατί προφανώς οι χριστιανοί δεν είμαστε τόσο φωτεινοί όσο πρέπει, δηλαδή η πίστη μας στον Χριστό αποδεικνύεται εξόχως ελλειμματική. 

Οι πολλοί πιστοί  μπορεί να αγνοούν τον άγιο Ευτυχή ή Ευτύχιο, αλλά για την Εκκλησία μας δεν παύει να είναι αποστολικός Πατέρας, «μεγαλομάρτυς» (ωδή δ´), «άγγελος επίγειος αληθώς και ουράνιος άνθρωπος» (ωδή θ´), του οποίου η μνήμη συνιστά «φωταυγή πανήγυριν», ενώ η ύπαρξή του αποδεικνύεται για τους πιστούς «στήριγμα και καύχημα» (ωδή θ´). «Ταις ευχαίς σου, μέγιστε μάρτυς Ευτύχιε, από πάσης λύτρωσαι στενώσεως και αλώσεως αθέων βαρβάρων» (ωδή θ´). 

20 Μαΐου 2024

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

ΠΟΙΟΣ ΜΑΣ ΕΚΛΕΨΕ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ;

«Αἱ μυροφόροι γυναῖκες, τόν τάφον σου καταλαβοῦσαι, καί τάς σφραγῖδας τοῦ μνήματος ἰδοῦσαι, μή εὑροῦσαι δέ τό ἄχραντον Σῶμά σου, ὀδυρόμεναι μετά σπουδῆς ἦλθον λέγουσαι· Τίς ἔκλεψεν ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν, γυμνόν ἐσμυρνισμένον, τῆς μητρός μόνον παραμύθιον; Ὤ! πῶς ὁ νεκρούς ζωώσας, τεθανάτωται; Ὁ τόν Ἅδην σκυλεύσας, πῶς τέθαπται; Ἀλλ’ ἀνάστηθι Σωτήρ αὐτεξουσίως, καθώς εἶπας τριήμερος, σώζων τάς ψυχάς ἡμῶν» (Δοξαστικόν στιχηρῶν ἑσπερινοῦ ἑορτῆς, πλ. β΄).

(Οἱ μυροφόρες γυναῖκες, ἀφοῦ ἔφτασαν στόν τάφο σου καί εἶδαν τίς σφραγίδες τοῦ μνήματος (πού εἶχαν βάλει οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχοντες μαζί μέ τούς Ρωμαίους στρατιῶτες), ἄρχισαν ἀμέσως νά ὀδύρονται λέγοντας: Ποιός ἔκλεψε τήν ἐλπίδα μας; Ποιός πῆρε ἕνα νεκρό, γυμνό ἀλειμένο μέ σμύρνα, πού είναι μοναδική παρηγοριά τῆς μάνας του; Πῶς αὐτός πού ἔδωσε ζωή σέ νεκρούς, θανατώθηκε; Αὐτός πού διέλυσε τόν Ἄδη, πῶς τάφηκε; Αλλά, Σωτήρα, ἀναστήσου μέ τή θέλησή Σου, ὅπως εἶπες, τήν τρίτη ἡμέρα, σώζοντας τίς ψυχές μας).

Τό ἱστορικό στοιχεῖο συμπλέκεται μέ τή δραματική ἔνταση καί τόν λυρισμό τῶν συναισθημάτων τῶν μυροφόρων γυναικῶν στό δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων, ἔργο τοῦ διαπρεποῦς ὑμνογράφου ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ μοναχοῦ. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἀκολουθεῖ κυρίως τήν καταγραφή τῶν γεγονότων, ὅπως ἐκτίθενται στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, κατά τό ὁποῖο τήν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου «ὄρθρου βαθέος ἦλθον γυναῖκες ἐπί τό μνῆμα φέρουσαι ἅ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σύν αὐταῖς». Ὁ λίθος μέ τόν ὁποῖο εἶχε σφραγιστεῖ τό μνῆμα ἦταν ἀποκυλισμένος, ἐνῶ ὅταν εἰσῆλθαν μέσα στό μνῆμα δέν βρῆκαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Βρέθηκαν σέ ἀπορία μεγάλη, καί τότε φάνηκαν ἐνώπιόν τους δύο ἄνδρες μέ λαμπρά ἐνδύματα, ἄγγελοι Κυρίου, πού τούς μήνυσαν ὅτι ὁ Κύριος ἀναστήθηκε, ὅπως τό εἶχε ὑποσχεθεῖ, ὁπότε ἐπέστρεψαν πίσω γιά νά ἀναγγείλουν στούς μαθητές τοῦ Κυρίου τό χαρμόσυνο γεγονός τῆς ἀναστάσεώς Του. Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος λοιπόν ἐπεμβαίνει καί περιγράφει τά ὀδυνηρά αἰσθήματα τῶν μυροφόρων γυναικῶν - μία ἀνάλυση στήν οὐσία τῆς λέξης  «διαπορεῖσθαι». Ἡ ἐπιλογή νά ἐκφράσει τή δραματικότητα πού θά εἶχε ἀσφαλῶς ὁ ἀναμειγμένος μέ δάκρυα λόγος τους εἶναι ἐμφανής: καί μέ τή σέ πρῶτο πρόσωπο ἔκφραση τῶν ἐρωτημάτων τους καί μέ τά ἐρωτήματα ἐκεῖνα πού «κτυποῦν» εὐθέως τό συναίσθημα τοῦ ἀνθρώπου. «Τίς ἔκλεψε ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν… τῆς μητρός μόνον παραμύθιον;» 

Πράγματι, ποιός μπορεῖ νά παρέλθει ψυχρά τέτοια ἐρωτήματα; Ἀναφέρονται στήν προοπτική ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου - ἡ ἐλπίδα ἀποτελεῖ τή ζωή γιά τόν ἄνθρωπο· ὁ ἀπελπισμένος ἄνθρωπος εἶναι ἕνας σχεδόν ζωντανός νεκρός. Κι ἀκόμη, στό πιό ἱερό πρόσωπο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, τή μάνα! Ποιά μεγαλύτερη παρηγοριά γιά μία μάνα ἀπό τό μονάκριβο παιδί της, ἰδίως ὅταν ἔχει αὐτό πεθάνει μέ σκληρό καί ὀδυνηρό τρόπο, καί τῆς ἔχει ἀπομείνει μόνο τό λείψανό του! Μία μάνα πού τῆς «κλέβουν» κι αὐτό πού τῆς ἔχει ἀπομείνει εἶναι ὅ,τι πιό ἀνίερο καί ἀνόσιο μπορεῖ νά ὑπάρξει. Λοιπόν, ὁ λυρισμός καί ἡ ἔνταση εἶναι δεδομένα στό δοξαστικό αὐτό, τό συναίσθημα ἀποσκοπεῖ νά φορτίσει ὁ ὑμνογράφος, προκειμένου ὅμως νά τονιστεῖ ἡ κραυγή τῶν μυροφόρων, κραυγή πίστεως στήν ὑπόσχεση τῆς ἀνάστασης τοῦ τεθαμμένου, γιατί ὡς Θεός ἔχει τή δύναμη γι’ αὐτό: «Ἀλλά ἀναστήσου, Σωτήρα, μέ τή θέλησή σου τήν τρίτη ἡμέρα ὅπως εἶπες».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΘΑΛΛΕΛΑΙΟΣ

«῾Ο ἅγιος Θαλλέλαιος ἔζησε ἐπί βασιλείας τοῦ Νουμεριανοῦ (περί τά τέλη τοῦ 3ου αἰ.), καταγόταν ἀπό τόν Λίβανο, ὁ πατέρας του λεγόταν Βερούκιος καί ἡ μητέρα του Ρωμυλία, ἐνῶ σπούδασε τήν ἰατρική τέχνη. Συνελήφθη γιά τήν εἰς Χριστόν πίστη του στήν ῎Αζαρβο τή δεύτερη ἐπαρχία τῆς Κιλικίας, ἐνῶ ἦταν κρυμμένος σ᾽ ἕναν ἐλαιῶνα. ῾Οδηγεῖται τότε στόν ἄρχοντα Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος καθώς δέν μπόρεσε νά τόν πείσει νά θυσιάσει στά εἴδωλα, διέταξε νά τρυπηθοῦν οἱ ἀστράγαλοί του καί νά κρεμαστεῖ μέ σχοινιά μέ κάτω τό κεφάλι. ᾽Ενῶ λοιπόν φάνηκαν οἱ ὑπηρέτες ὅτι ἐκτελοῦν τή διαταγή, ἀπό κάποια θεία δύναμη ἔχασαν τά μυαλά τους καί ἀντί τοῦ ἁγίου τρύπησαν ἕνα ξύλο καί τό κρέμασαν. Κτυπῶνται λοιπόν αὐτοί, διότι θεωρήθηκαν ὅτι ἐνέπαιξαν τόν ἄρχοντα. ῎Επειτα ὁ ἄρχοντας διέταξε νά ριχτεῖ ὁ ἅγιος στή θάλασσα, ἀπό τήν ὁποία ὅμως βγῆκε ἀβλαβής, φορώντας ἔνδυμα λευκό. Μετά ἀπό αὐτά ρίχνεται στό στάδιο νά κατασπαραχθεῖ ἀπό τά θηρία, ἀλλά καί πάλι διέμεινε ἀλώβητος, ὁπότε τοῦ ἔκοψαν τό κεφάλι μέ ξίφος στήν ῎Εδεσσα τήν πόλη τῶν Αἰγαίων».

Νέο παλληκάρι ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος ἔδειξε, ὅπως καί ἄλλοι βεβαίως μάρτυρες πρίν καί μετά ἀπό αὐτόν, ὅτι ὅπου ὑπάρχει ἡ πίστη στόν Χριστό ὑπερβαίνονται οἱ πειρασμοί τοῦ κόσμου τούτου καί ἡ γοητεία πού ἀσκεῖ  ἰδίως στούς νέους ὁ κόσμος τῶν αἰσθήσεων. Κι αὐτό γιατί ἡ πίστη στόν Κύριο φωτίζει τόν νοῦ καί τίς φρένες τοῦ ἀνθρώπου, καθιστώντας τα τέλεια, ὥστε τό σῶμα νά ὑπακούει στόν φωτισμένο σάν ἥλιο νοῦ, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἄνθρωπος νά ἰσορροπεῖ πορευόμενος πάνω στό θέλημα τελικῶς τοῦ Κυρίου. Κι ὄχι μόνο ὁ ἄνθρωπος, καί μάλιστα ὁ νέος, τότε γίνεται πνευματικά ὑγιής καί ἰσορροπημένος, ἀλλά καθίσταται καί ὄργανο τοῦ Θεοῦ προκειμένου νά καθοδηγεῖ καί τούς ἄλλους συνανθρώπους του, ἕνα εἶδος φωτός πού λύνει τά σκοτάδια πού δημιουργοῦν σέ κάθε ἐποχή τά διάφορα εἴδωλα. ῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ ἐπανειλημμένως  τονίζει τήν πραγματικότητα αὐτή. «῎Ησουν νέος στό σῶμα, ἀλλά τέλειος στίς φρένες, μάρτυς Θαλλέλαιε, γι᾽ αὐτό καί ἔλαμψες σάν ἥλιος τίς ἀκτίνες τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας, μέ ἀποτέλεσμα νά κάνεις πέρα σαφῶς τή ζόφωση τῆς ματαιότητας τῶν εἰδώλων» (ὠδή α´).

῾Η πνευματική αὐτή ὑγεία καί ἰσορροπία τοῦ ἁγίου Θαλλελαίου πού τόν καθιστοῦσε καί σωστό ἱεραπόστολο τοῦ Κυρίου ἦταν κατά τόν ὑμνογράφο μας ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού βρῆκε ὅμως συνεργό καί τή δική του θέληση. Εἶναι ἡ πιό γνωστή διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὅτι προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νά σχετιστεῖ καί νά συντονιστεῖ μέ τόν Θεό ἀπαιτεῖται βεβαίως πρώτιστα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ - ᾽Εκεῖνος μᾶς ἀγαπᾶ ὑπερβαλλόντως καί δέν μᾶς ἀφήνει ποτέ σέ ῾ἡσυχία᾽- ἡ ὁποία ὅμως χάρη ἀπαιτεῖ καί τήν καλή διάθεση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τό ῾ναί᾽ τό δικό του γιά νά μπορέσει νά λειτουργήσει αὐτή μέσα στήν ὕπαρξή του. ῎Ετσι ὁ ἅγιος ὑποκινημένος ἀπό τόν Κύριο προσέβλεπε μόνο πρός Αὐτόν, σέ βαθμό τέτοιο πού δέν παρεξέκλινε καθόλου, ἔστω κι ἄν ὑφίστατο πάμπολλα μαρτύρια. «᾽Οχυρώθηκες ἀπό τήν εὐσέβειά σου καί δυναμώθηκες ἀπό τή χάρη τοῦ πανοικτίρμονος Θεοῦ, Θαλλέλαιε, γι᾽ αὐτό καί προχώρησες μέ γενναιότητα πρός τούς ἀγῶνες τοῦ μαρτυρίου καί ἔλυσες τά ὀχυρά τοῦ ἐχθροῦ, παίρνοντας τή νίκη» (ὠδή α´). «᾽Αποσκοπώντας μόνο πρός τόν Κύριο πού σοῦ παρεῖχε τή νίκη, δέν παρεκτράπηκες ἀπό τήν ἀληθινή ὁμολογία, ἀθλητά, ἀλλά διέμεινες σταθερός, προκαλώντας ἔκπληξη καί στούς ἄφρονες» (ὠδή γ´).

Ἡ βοήθεια τοῦ ἀγίου ἀπό τή χάρη τοῦ Κυρίου, ἰδίως κατά τήν ὥρα τῶν μαρτυρικῶν ἀγώνων του, πραγματοποιεῖτο, κατά τόν ἅγιο ᾽Ιωσήφ, καί μέσω τῶν ἁγίων ἀγγέλων. Εἶναι γνωστό ἀπό τήν ἀσκητική ἰδίως παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας ὅτι τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, κατά παραχώρηση ἀσφαλῶς ᾽Εκείνου, πολεμοῦν πλήθη δαιμόνων. Οἱ δαίμονες κυριολεκτικά ῾δαιμονίζονται᾽ ὅταν βλέπουν ἄνθρωπο νά ἐπιτελεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα μέ θυσία τῆς ζωῆς του. Γι᾽ αὐτό καί προσπαθοῦν μέ πολλούς τρόπους, κυρίως μέ ὑποκίνηση τῶν δικῶν τους ῾ἀνθρώπων᾽, νά ὁδηγήσουν τόν ἅγιο σέ φόβο καί σέ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Κύριος ὅμως πάντοτε εἶναι μαζί μας. Οὐδέποτε μᾶς ἀφήνει ἀνυπεράσπιστους καί πλήν τῆς ἴδιας τῆς δικῆς Του παρουσίας στέλνει καί τούς ἀγίους ἀγγέλους Του πρός βοήθεια - ὅ,τι συνέβη μέ τόν ἴδιο τόν Χριστό μας πού τόν καιρό τοῦ πειρασμοῦ Του λίγο πρό τοῦ Πάθους ἄγγελος Τόν ἐνίσχυε. Θυμᾶται κανείς τόν νεαρό καλόγερο τοῦ Γεροντικοῦ πού φοβισμένος ἀπό τό πλῆθος τῶν δαιμονικῶν πειρασμῶν κατέφυγε σέ μεγάλο Γέροντα. Κι ἐκεῖνος τόν καθησύχασε, δείχνοντάς του ὅτι ναί μέν εἶναι ἀρκετοί οἱ δαίμονες, ἀλλά εἶναι πολύ λίγοι μπροστά στό ἀναρίθμητο πλῆθος τῶν ἀγγέλων πού τόν βοηθοῦν. «Κατατρόπωσες τίς φάλαγγες τῶν δαιμόνων, σοφέ, ἔχοντας ὡς συνεργούς τούς ἁγίους ἀγγέλους κατά τόν καιρό τῶν ἀγώνων σου» (ὠδή ς´).

Κι ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπιμένει: μέσα στούς πειρασμούς ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος ἔμοιαζε μέ τούς ἁγίους τρεῖς παῖδες στήν κάμινο τοῦ πυρός, ἡ ὁποία ὅμως δροσιζόταν ἀπό τήν θεϊκή δρόσο, ἤ καί μέ τόν ἅγιο προφήτη Δανιήλ, ὁ ὁποῖος κι ἐκεῖνος ἀντιμετώπισε τόν πειρασμό τῶν λιονταριῶν καί βγῆκε ἀλώβητος σάν κι αὐτόν. «Στεκόσουν στό μέσο τῆς φλόγας τῶν πειρασμῶν, ὅπως οἱ τρεῖς παῖδες, ἔνδοξε, δεχόμενος ἀκριβῶς τή θεία δρόσο ἀπό τόν Θεό καί δοξολογώντας τόν ἐπί πάντων Θεό» (ὠδή ζ´). «Σάν ἄλλος νέος Δανιήλ ρίχτηκες ἀνάμεσα στά λιοντάρια, χωρίς νά βλαφτεῖς καθόλους ἀπό αὐτά, ἀθλοφόρε μάρτυς Θαλλέλαιε, λόγω τῆς θείας χάριτος»  (ὠδή ζ´). Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν πού ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπισημαίνει μέ φωτισμό Θεοῦ ὅτι «συγχορεύουν μαζί μέ τούς πιστούς κατά τή μνήμη τοῦ ἁγίου ὅσιοι ἀθλητές, δῆμοι ἀγγέλων καί ἀποστόλων καί προφητῶν», ἐνῶ παρακαλεῖ τόν ἅγιο «νά μή παύσει νά πρεσβεύει γιά ὅλους μας» (ὠδή η´). 

18 Μαΐου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«᾽Ιωσήφ ὁ ἀπό ᾽Αριμαθαίας...τολμήσας εἰσῆλθε πρός Πιλᾶτον καί ᾐτήσατο τό σῶμα τοῦ ᾽Ιησοῦ» (Μάρκ. 15, 43)

᾽Από τά πρόσωπα πού κυριαρχοῦν στό εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων εἶναι ᾽Ιωσήφ ἀπό ᾽Αριμαθαίας, ὁποῖος προβάλλεται μέ τό κυριαρχικό γνώρισμά του, τῆς τόλμης, μέ τήν ὁποία κατώρθωσε γιά τήν ἐποχή ἐκείνη τό ἀκατόρθωτο: νά πάει στόν Πιλᾶτο καί νά ζητήσει καί νά ἀποκτήσει τό νεκρό σῶμα τοῦ ᾽Ιησοῦ, τό ὁποῖο βεβαίως στή συνέχεια μέ τή βοήθεια καί ἄλλων τό ἐκήδευσε. Συνιστᾶ δέ ἰδίως γιά τή σημερινή ἐποχή ἡ τόλμη του αὐτή κατεξοχήν παράδειγμα καί πρότυπο, ἀφοῦ αὐτό πού διαπιστώνουμε συνήθως, δυστυχῶς στούς περισσοτέρους μας ἤ ἔστω σ᾽ ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ μας, εἶναι ἡ ἀτολμία καί ἡ δειλία, καρποί, ἀπ᾽ ὅ,τι θά φανεῖ καί στή συνέχεια, τῆς ἐλλείψεως τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος στή ζωή μας. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἔλλειψη τόλμης ἀποκαλύπτει τήν ὀλιγοπιστία ἤ καί τήν ἀπιστία ἀκόμη πολλῶν ἀπό ἐμᾶς τούς Χριστιανούς καί συνεπῶς ἡ κατάσταση αὐτή καθιστᾶ περισσότερο ἀπό ἀναγκαία τήν ἀναφορά μας στήν τόλμη τοῦ ἁγίου ᾽Ιωσήφ.

Καί κατά πρῶτον: τί εἶναι τόλμη;

Θά μπορούσαμε νά τήν ὁρίσουμε ὡς τήν ψυχική ἐκείνη δύναμη καί διάθεση, πού κινεῖ τόν ἄνθρωπο ἔτσι ὥστε νά ὑπερνικᾶ τά στηρίγματα καί τίς ἀσφάλειές του, μέχρι μάλιστα τοῦ σημείου πού νά ἀψηφᾶ καί τήν ἴδια του τή ζωή. Βεβαίως, τήν ψυχική αὐτή δύναμη τήν βλέπουμε πολύ συχνά σέ διαφόρους τύπους ἀνθρώπων καί σέ πολλά ἐπίπεδα ζωῆς, ὅπως τό ἐθνικό, τό ἐπαγγελματικό, τό κοινωνικό, ἀλλά ἐμᾶς ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐκείνη ἡ τόλμη πού σχετίζεται μέ τόν Θεό καί συνεπῶς μέ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Μιλᾶμε λοιπόν γιά τήν τόλμη τοῦ Χριστιανοῦ, πού πηγάζει ἀπό τήν πίστη του στόν ᾽Ι. Χριστό καί τήν προσδοκία τῆς Βασιλείας Του, σάν τοῦ ᾽Ιωσήφ «ὅς ἦν προσδεχόμενος καί αὐτός τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Μάρκ. 15, 43). Ὁ χριστιανός δηλαδή ἐξαρτώντας τήν ὕπαρξή του ὄχι ἀπό τή ῾σιγουριά᾽ τῶν αἰσθήσεων καί τῆς ὑλικῆς κτίσεως, ἀλλά ἀπό τόν μή αἰσθητό καί μή μετρητό, ἄρα καί μή προσφέροντα καί ῾ἀσφάλεια᾽, κατά τά κριτήρια τοῦ κοσμικοῦ ἀνθρώπου, Θεό φανερώνει ὅτι χαρακτηριστικό τῆς ζωῆς του (πρέπει νά) εἶναι ἡ τόλμη καί ἡ ἀνδρεία καί ἡ γενναιότητα.

Τί εἶναι λοιπόν ἐκεῖνο πού τόν κάνει νά ἔχει αὐτήν τήν τόλμη καί νά τήν διακηρύσσει ὡς ἀπαραίτητο στοιχεῖο ὅλων τῶν ἀνθρώπων; Ὅπως τό ἐπισημάναμε ἤδη ἀπό τήν ἀρχή: ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος στήν ψυχή του, πού τόν κάνει ὄχι ἁπλῶς νά στηρίζεται στόν Θεό, ἀλλά καί νά εἶναι ἕτοιμος καί ὁλόκληρο τόν ἑαυτό του νά προσφέρει θυσία σ᾽ Αὐτόν. Διότι βεβαίως τό ἅγιον Πνεῦμα ὡς παντοδύναμος Θεός χορηγεῖ τόλμη καί δύναμη στόν ἄνθρωπο καί συνεπῶς τόν ἀπομακρύνει ἀπό τή δουλεία τῆς δειλίας. «Οὐ γάρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας, ἀλλά δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ» (Β´ Τιμ. 1,7) τονίζει ὁ ἀπ. Παῦλος.

Καί πράγματι ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας εἶναι μία ἐπιβεβαίωση τῆς παραπάνω ἀλήθειας. ῎Ας θυμηθοῦμε γιά παράδειγμα τούς ἀποστόλους πρίν καί μετά τήν Πεντηκοστή. Πρίν τήν Πεντηκοστή ζοῦν φοβισμένοι καί κλεισμένοι στά σπίτια τους «διά τόν φόβον τῶν ᾽Ιουδαίων», κάτι πού προβάλλει ἀκόμη πιό ἔντονα τήν γενναιότητα καί τήν τόλμη τοῦ ᾽Ιωσήφ, ὅπως ἀκόμη βεβαίως καί τῶν μυροφόρων γυναικῶν. Μετά ὅμως τήν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μεταμορφώνονται σέ θαρραλέους κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπιβεβαιώνοντας τή μαρτυρία τους γιά τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου μέ τό μαρτύριό τους. «Οὐ δυνάμεθα ἡμεῖς ἅ εἴδομεν καί ἠκούσαμεν μή λαλεῖν» (Πρ. ᾽Απ. 4, 20). Τοῦτο ὅμως γίνεται, γιατί ἐνδύθηκαν «τήν ἐξ ὕψους δύναμιν» (Λουκ. 24, 49) καί ὄχι γιατί στηρίχτηκαν στίς δικές τους δυνάμεις. Τό ἴδιο βλέπουμε καί στήν περίοδο τῶν διωγμῶν, στήν ἐποχή τῶν Πατέρων, ἀλλά καί σέ κάθε ἐποχή, ὅπου ὑπάρχουν συνεπεῖς στήν πίστη τους Χριστιανοί, κληρικοί καί λαϊκοί. ῎Ετσι ὁ Χριστιανός εἶναι τολμηρός ἄνθρωπος, πού διαπνέεται ἀπό γενναιότητα καί ἀνδρεῖο φρόνημα.

Ποιό ὅμως τό πεδίο στό ὁποῖο ἐκφράζεται ἡ τόλμη αὐτή; Πῶς φανερώνεται συγκεκριμένα;

1. Καταρχάς στό ἴδιο τό γεγονός τῆς πίστεως. Γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά φτάσει στό σημεῖο τῆς ῾γεύσεως᾽ τοῦ Θεοῦ, τῆς αἰσθητῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέσα του, θά χρειαστεῖ κι ὁ ἴδιος ν᾽ ἀνταποκριθεῖ στό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ νά Τόν ἀκολουθήσει. Διότι στή χριστιανική πίστη προηγεῖται τό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, πού καλεῖ τόν ἄνθρωπο πρός τόν ᾽Ι. Χριστό κι ἀκολουθεῖ ἡ ἀποδοχή Του. «Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν» (᾽Ιωάν. 6, 44). Ἡ ἀποδοχή τῆς κλήσεως αὐτῆς φαίνεται ὅτι εἶναι ἕνα ῾πήδημα στό κενό᾽, ἀφοῦ, ὅπως παρατηρήσαμε καί παραπάνω, ὁ ἄνθρωπος δέν στηρίζεται στήν ἀσφάλεια τῶν αἰσθήσεών του, ἀλλά μόνο στήν κλήση τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό τολμηρό ῾πήδημα᾽ ὅμως εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο πού τό κάνει καί ἡ μεγαλύτερη ἔκπληξη: πέφτει στή θέρμη τῆς ἀγκαλιᾶς τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι ἡ τόλμη τῆς πίστεως φέρνει καί τή μεγαλύτερη δυνατή ἀσφάλεια πού ὑπάρχει στόν κόσμο: τήν ἀσφάλεια τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ. «Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ᾽ ἡμῶν;» (Ρωμ. 8, 31).

2. ῎Επειτα ἡ τόλμη τοῦ Χριστιανοῦ φανερώνεται στή βίωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς πορείας δηλαδή πρός αὔξηση τῆς σχέσεώς του μέ τόν Θεό καί τήν ἀπόκτηση περισσοτέρου ἁγίου Πνεύματος. Καί τοῦτο γιατί στήν πορεία του αὐτή ἐναντιώνονται σ᾽ αὐτόν τά πάθη του, οἱ πονηρές πνευματικές δυνάμεις, τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου. «Οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρός αἷμα καί σάρκα», μαρτυρεῖ ὁ ἀπ. Παῦλος, «ἀλλά πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (᾽Εφεσ. 6, 12). ῎Ετσι χωρίς τόλμη δέν μπορεῖ νά διεξαχθεῖ αὐτός ὁ πνευματικός ἀγώνας, ὁ ὁποῖος συνίσταται στήν ἀντίσταση ἀπό τόν πιστό τῶν ἐπιθέσεων τοῦ διαβόλου καί στό ἄνοιγμα τῆς ὑπάρξεώς του στόν Θεό. Στόν ἀγώνα βεβαίως αὐτό συμμετέχει καί ἡ ἴδια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, καθώς καί ὁ ἀγαθός κόσμος τῶν ἀγγέλων. Διότι μόνος του ὁ Χριστιανός δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε γιά τή σωτηρία του. «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (᾽Ιωάν. 15,5). Εἶναι ἀπαραίτητη ὅμως κι ἡ δική του συμμετοχή. Μάλιστα μᾶς ἀναφέρουν οἱ πνευματικοί μας Πατέρες ὅτι ὅταν ὁ διάβολος δεῖ τήν ψυχή νά πολεμᾶ ἐναντίον του μέ τόλμη, ἀπομακρύνεται ἀπό αὐτήν, ἐνῶ ὅταν τήν δεῖ νά δειλιάζει, ἤδη ὁ δρόμος γιά τήν ἅλωσή της εἶναι ἀνοικτός. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά τά λόγια τοῦ πατέρα τοῦ μοναχισμοῦ ἁγίου ᾽Αντωνίου, ὅπως μᾶς τά παραθέτει ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος στή βιογραφία του: «῎Αν παραμένει γιά πολύ ἡ ψυχή στό φόβο, τότε εἶναι παρόντες ἐκεῖ οἱ ἐχθροί. Διότι οἱ δαίμονες δέν βγάζουν ἀπό τούς ἀνθρώπους τό φόβο...Μᾶλλον, ὅταν δοῦν ἀνθρώπους πού φοβοῦνται, αὐξάνουν τίς φαντασίες, ὥστε νά τούς τρομοκρατοῦν περισσότερο. Καί μετά, ὅταν πιά τούς κατακτήσουν, παίζουν μαζί τους λέγοντας: - Γονατίστε τώρα νά μᾶς προσκυνήσετε... ῎Ας μήν ἀπατώμαστε (λοιπόν) μέ τόν τρόπο αὐτό οὔτε νά φαινώμαστε δειλοί... ᾽Απεναντίας νά νιώθουμε θαρραλέοι καί πάντοτε χαρούμενοι, σάν νά ἔχουμε σωθεῖ. Νά σκεφτώμαστε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας».

3. ᾽Επίσης ἡ τόλμη τοῦ Χριστιανοῦ φανερώνεται ἀκόμη καί στίς ἴδιες τίς πτώσεις του. Ὁ Χριστιανός πού ἀγωνίζεται στό δρόμο τῆς πνευματικῆς του προκοπῆς, εἶναι πολύ πιθανό ὅτι θά ἔχει καί στιγμές ἀδυναμίας καί πτώσεως. Μή ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἅγιος στήν πίστη μας δέν εἶναι ὁ ἀναμάρτητος, ἀλλ᾽ ὁ ἀγωνιστής καί μάλιστα στόν δρόμο τῆς μετάνοιας. Σ᾽ αὐτές τίς στιγμές λοιπόν ἀπαιτεῖται τόλμη γιά νά ξανασταθεῖ στά πόδια του καί νά μήν ἀπελπιστεῖ. Νά μπορεῖ νά στρέψει τό βλέμμα του στόν Οὐρανό, ἐπικαλούμενος τή χάρη τοῦ Θεοῦ γιά μετάνοια. Σάν τόν νεαρό μοναχό τοῦ Γεροντικοῦ, πού ἀπελπισμένος ἀπό κάποιες πτώσεις του ὁδηγήθηκε στό κελλί ἑνός μεγάλου καί διακριτικοῦ Γέροντα. Κι ὅταν τοῦ ἀνακοίνωσε τήν πτώση στήν ἁμαρτία του, ἐκεῖνος μέ χαρακτηριστική ἁπλότητα τοῦ εἶπε νά σηκωθεῖ. – Μά ξανάπεσα, ψιθύρισε καί πάλι ὁ νεαρός μοναχός. – Καί πάλι νά σηκωθεῖς, τόν παρότρυνε ὁ Γέροντας. Κι αὐτό νά κάνεις, νά βάζεις δηλαδή πάντα ἀρχή μετανοίας, μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς σου. Μόνον νά εὔχεσαι ὁ θάνατος νά σέ εὕρει στή μετάνοια καί ὄχι στήν πτώση. ῞Ωστε τόλμη ἀπαιτεῖται καί στή μετάνοια, γιά νά μπορῶ νά ἐλπίζω στήν ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς πτώσεις καί ἁμαρτίες μου.

4. Μά τόλμη χρειάζεται τέλος καί γιά τήν ὁμολογία καί τή μαρτυρία μας ὡς Χριστιανῶν. Εἰδικά στήν ἐποχή μας πού τό κακό ἔχει ἀποθρασυνθεῖ καί παρουσιάζεται ὡς τό φυσιολογικό καί τό κανονικό, ἀπαιτεῖται τόλμη γιά νά εἶναι κανείς συνεπής χριστιανός καί νά δίνει μαρτυρία τῆς πίστεώς του αὐτῆς. Κι ἡ μαρτυρία αὐτή εἶναι καί λόγων, μά κυρίως πρέπει νά εἶναι ζωῆς. Εἶναι ἀνάγκη νά συνειδητοποιήσουμε οἱ Χριστιανοί ὅτι ἡ χλιαρότητα στήν πίστη εἶναι ἡ χειρότερη κατάσταση καί γιά ἐμᾶς, ἀλλά καί γιά τούς ἀνθρώπους πού βρίσκονται γύρω μας. Θά ἔλεγε μάλιστα κανείς ὅτι εἶναι προτιμότερο νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος στρατευμένος ἄθεος παρά ἀδιάφορος, ἀφοῦ ὑπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα στόν πρῶτο νά μεταστραφεῖ ἀπό ὅ,τι στόν δεύτερο. «῎Οφειλες νά εἶσαι ψυχρός ἤ θερμός», μᾶς λέει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν ᾽Αποκάλυψη τοῦ ᾽Ιωάννη. «᾽Αλλ᾽ ἐπειδή εἶσαι χλιαρός, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός, θά σέ ἐμέσω ἀπό τό στόμα μου» (3, 15-16).