31 Μαΐου 2024

ΕΜΠΡΟΣ! ΑΠΟΛΑΥΣΤΕ ΤΙΣ ΔΩΡΕΕΣ!

«Τήν μεσότητα τῶν ὅλων καί τέλος ἔχων, καί τῆς ἀρχῆς ὡς ἄναρχος περιδεδραγμένος, ἔστης ἐν τῷ μέσῳ, βοῶν˙ Τῶν θείων, θεόφρονες, δεῦτε δωρεῶν ἀπολαύσατε» (ωδή δ΄ Μεσοπεντηκοστής).

(Έχοντας στα χέρια Σου τη μέση των όλων και το τέλος και διακρατώντας γερά ως άναρχος και την αρχή, στάθηκες στο μέσο του Ναού φωνάζοντας δυνατά: Πιστοί του Θεού, εμπρός απολαύστε τις θείες δωρεές).

Η Εκκλησία μας επιμένει στη μεγάλη Δεσποτική εορτή της Μεσοπεντηκοστής -  τονίζει πολύ έντονα τη θεότητα του Κυρίου και την πλησμονή των αγαθών που μας έφερε:  μέσα στη σκοτεινιά του κόσμου να έλθει και πάλι το φως˙ μέσα στη σαπίλα και τη φθορά να ανατείλει και πάλι η ζωή, η άνοιξη και η αφθαρσία! «Έθνη κτυπήστε παλαμάκια. Εβραίοι θρηνήστε…Ο Χριστός είναι ο Θεός μας που έδωσε ζωή σε όλους όσους πίστεψαν στο όνομά Του» (ωδή α΄)  διαλαλεί ο άγιος Ανδρέας Κρήτης ως ξέσπασμα της χαράς του! Και πράγματι, αυτό δεν είναι ο Χριστός για τον κόσμο, παγκόσμια και διαχρονικά; Είναι ο ενανθρωπήσας Θεός, «το Α και το Ω», «ο πρώτος και ο έσχατος» κατά την Αποκάλυψη˙ «ο εξ ου και δι’ ου και εις ον τα πάντα έκτισται» κατά τον απόστολο Παύλο˙ κυριολεκτικά «ο Ων», ο «εγώ ειμι», ο Γιαχβέ της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης˙ ο «δι’ ου τα πάντα εγένετο» όπως το ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως.  

Αυτό δεν τονίζει και ο άγιος υμνογράφος, μεταξύ άλλων, με το παραπάνω τροπάριο; Βρέθηκε ο Κύριος στο μέσον του Ναού, όταν ήταν η εορτή της Σκηνοπηγίας, πριν από το Πάθος Του, για να τονίσει στους Ιουδαίους ότι ο Ίδιος είναι ο απεσταλμένος του Θεού Πατέρα, Εκείνος που μπορεί να τους ξεδιψάσει από τη δίψα που ένιωθαν λόγω της αμαρτίας, να τους δώσει τη Ζωή, όπως και το νερό είναι ζωή για τον άνθρωπο – δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια αλήθεια ο Κύριος και μετέπειτα η Εκκλησία εξαγγέλλει με τη συνάντηση Εκείνου με τη Σαμαρείτιδα γυναίκα, τη μετέπειτα αγία Φωτεινή. «Το νερό που εγώ θα σου δώσω, θα γίνει για σένα πηγή που θα αναβλύζει μέσα σου την αιώνια ζωή». Κι εντελώς φιλάνθρωπα θα πει και άλλοτε: «Αν δεν πιστέψετε ότι πράγματι εγώ είμαι η πηγή της Ζωής, θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας» - ο λόγος Του, ο κάθε λόγος Του αποκαλύπτει την αιώνια ζωή, συνιστά έτσι την έκχυση του διαρκούς ελέους Του στον κείμενο μέσα στην πονηρία και στα δίχτυα του διαβόλου κόσμο.

Η αποδοχή της πίστεως στο πρόσωπό Του, πίστεως συνεπώς και στον Θεό Πατέρα – «αυτός που αρνείται τον Υιό αρνείται και τον Πατέρα» κατά τον λόγο και πάλι της Γραφής – αποτελεί και το κύριο έργο του ανθρώπου στον κόσμο. Μπλεγμένοι στις αμαρτίες και στα πάθη μας, θολωμένοι από την προσκόλλησή μας στα αισθητά και υλικά πράγματα αδυνατούμε συχνά να δούμε την προτεραιότητα, ό,τι ο Κύριος έλεγε: «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού, και όλα τα υπόλοιπα θα σας προστεθούν στη ζωή σας». Η προσήλωση στον Κύριο και στις άγιες εντολές Του είναι αξιολογικά το πρώτο στη ζωή μας, γιατί είναι αυτό που μας δίνει νόημα και δύναμη, ακόμη και προς υπέρβαση του φόβου του θανάτου. Και ο Κύριος δεν το απέκρυψε και δεν το αποκρύβει: «Να εργάζεσθε – λέει – όχι πρωτίστως για την τροφή σας που χάνεται, την υλική και αισθητή, αλλά για την τροφή που έχει αιώνιο χαρακτήρα». «Και τι να κάνουμε για να εργαζόμαστε τα έργα του Θεού;» ρωτούν οι Ιουδαίοι. Για να πάρουν τη συγκλονιστική απάντηση, κι εκείνοι και διαχρονικά όλοι οι άνθρωποι μαζί τους, ότι «Αυτό είναι το έργο του Θεού: να πιστέψετε σ’ Αυτόν που απέστειλε Εκείνος».

Η πίστη στον Χριστό: την αρχή, τη μεσότητα και το τέλος του κόσμου, την πηγή της Ζωής, είναι η αληθινή εργασία του ανθρώπου. Κι αυτό προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος δέχεται την αγάπη Εκείνου που τον έχει προσλάβει και τον έχει κάνει κομμάτι του εαυτού Του. Η δήλωση του αποστόλου Παύλου είναι παραπάνω από σαφής: Τι ζω ως άνθρωπος με το σώμα μου σ’ αυτήν τη ζωή; Την πίστη του Χριστού που με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου. «Ο δε νυν ζω εν σαρκί, εν πίστει ζω τη του Υιού του Θεού, του αγαπήσαντός με και παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού». Πίστη στον Χριστό ως τον Θεό που ενανθρώπησε σημαίνει ότι βρίσκομαι μέσα στην αγάπη Του και στην ίδια φορά και πορεία ζωής συνεπώς μ’ Εκείνον. Κι αυτό θα πει συσταύρωση μαζί Του. Ο απόστολος Παύλος για να πει το βίωμά του απεκάλυψε προηγουμένως: «Είμαι σταυρωμένος μαζί με τον Χριστό, γι’ αυτό και δεν ζω εγώ αλλά ο Χριστός μέσα στην ύπαρξή μου». Συσταύρωση με τον Χριστό σημαίνει θυσιαστική αγάπη για χάρη του κόσμου όλου, ταπείνωση και εξουδένωση έως θανάτου που φέρνει όμως την Ανάσταση.

Δύσκολα πράγματα που μας κάνουν να καταλαβαίνουμε ότι το να ’σαι χριστιανός συνιστά πάντοτε την απόλυτη εξαίρεση μέσα στον γενικό κανόνα της ευκολίας της αμαρτίας του κόσμου. Αλλά είναι η εξαίρεση της Ζωής στον κανόνα του θανάτου.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΕΡΜΕΙΑΣ

«Ο άγιος Ερμείας ζούσε επί του βασιλιά Αντωνίνου, στην πόλη των Κομάνων και ήταν στρατιωτικός. Ήταν προχωρημένης ηλικίας και είχε άσπρα μαλλιά. Συνελήφθη επειδή ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό και οδηγήθηκε στον άρχοντα Σεβαστιανό, με αποτέλεσμα να δώσει αυτός διαταγή να του σπάσουν πρώτα τα σαγόνια, να του αφαιρέσουν το δέρμα του προσώπου και να του ξεριζώσουν τα δόντια. Έπειτα άναψαν καμίνι και τον έριξαν μέσα. Παρέμεινε όμως αβλαβής από τη φωτιά, οπότε δόθηκε διαταγή να τον σκοτώσουν με δηλητηριώδη φάρμακα. Ήπιε τα φάρμακα κι όταν παρέμεινε και από αυτά αβλαβής, έλκυσε προς την πίστη του Χριστού αυτόν που του τα έδωσε. Επειδή αυτός ομολόγησε τον Χριστό ως Θεό, του κόψανε το κεφάλι. Τότε του αγίου του έβγαλαν τα νεύρα του σώματος και τον έριξαν σε πυρωμένο λέβητα, στη συνέχεια του τρύπησαν τους οφθαλμούς και σε τρεις ημέρες τον κρέμασαν με το κεφάλι κάτω. Και έτσι αφού του έκοψαν τον αυχένα, εξεδήμησε προς τον Κύριο».

       Τη γενναιότητα και την ανδρεία είναι φυσικό να την βλέπει κανείς στους νέους ανθρώπους. Να την βλέπει όμως σε μεγάλους και προχωρημένης ηλικίας ανθρώπους είναι πράγμα θαυμαστό και παράδοξο. Διότι ο μεγάλος άνθρωπος, βλέποντας τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, νιώθει περισσότερο ανασφαλής και αναζητεί συνήθως κάλυψη και ασφάλεια. Ο φόβος έτσι γίνεται στοιχείο της ζωής του ηλικιωμένου που αυξάνεται με την πρόοδο της ηλικίας. Τα παραπάνω βεβαίως ισχύουν εκεί που δεν λειτουργεί η μεγάλη πίστη στον Χριστό. Ή μάλλον ισχύουν, αλλά καταπολεμούνται και υπερβαίνονται από την πίστη του Χριστού. Διότι αυτό είναι το χαρακτηριστικό της χριστιανικής πίστεως: η ενδυνάμωση της καρδιάς του ανθρώπου και η εξάλειψη του κάθε φόβου. Η παρουσία του Χριστού στη ζωή του ανθρώπου, όποιας ηλικίας, συνοδεύεται πάντοτε με την προτροπή: "Μη φοβού, μόνον πίστευε". Γι' αυτό και ο απόστολος Παύλος σημειώνει ότι "ουκ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού". Και μία τέτοια μεγάλη πίστη, χαρισματική πίστη που κατακρήμνισε όλες τις θεωρούμενες σταθερές, ήταν και η πίστη του αγίου μάρτυρα Ερμεία. Προχωρημένης ηλικίας ο άγιος "και λευκήν έχων την τρίχα τω χρόνω" κατά το συναξάρι. Κι όμως! Το φρόνημά του ήταν τόσο ανδρείο, η γενναιότητά του τόσο εκτυφλωτική, που οι νέοι άνθρωποι κάθε εποχής μπροστά του ωχριούν και υποστέλλονται. Πολύ περισσότερο ισχύουν γι' αυτόν - όπως και για τους άλλους μεγάλης ηλικίας άγιους μάρτυρες της πίστεως, σαν τον άγιο Πολύκαρπο, σαν τον άγιο Χαράλαμπο για παράδειγμα, ή και για τις μικρές κοπέλες χριστιανές μάρτυρες - τα λόγια που είχε πει σπουδαίος άνδρας, όταν γνώρισε την ηρωίδα του '21 Μπουμπουλίνα και είχε θαυμάσει την τόλμη και τη γενναιότητά της: "Μπροστά της οι ανδρείοι έκλιναν την κεφαλή, ενώ οι δειλοί φοβούνταν".

       Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος επισημαίνει επανειλημμένως την πραγματικότητα αυτή. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη το πρώτο στιχηρό του εσπερινού, ο πρώτος ύμνος δηλαδή για τον μάρτυρα Ερμεία, αναφέρεται ακριβώς σ' αυτό: "Η ακαταμάχητη χάρη του Χριστού που σε δυνάμωνε, μάρτυς, δείχνει σε όλους τη δύναμή Του μέσα από την ασθένεια της φύσης σου. Γι' αυτό και σε θνητό σώμα σε ενίσχυσε να καταπαλέψεις τον άσαρκο διάβολο με δύναμη και να πάρεις τη νίκη". "Ενισχυόμενος, πάνσοφε, από τη δύναμη του θείου Πνεύματος, ταπείνωσες με χαρά τον δυνατό στην κακία δράκοντα"  (ωδή γ΄). Ακόμη και στην ρίψη του αγίου μέσα στο καμίνι της φωτιάς, κι εκεί φαίνεται να εισέρχεται απτόητος, θυμίζοντας τους τρεις παίδας εν τη καμίνω. "Μπήκες χωρίς κανένα φόβο στην πυρακτωμένη κάμινο, ένδοξε, κι όπως οι τρεις παίδες διέμεινες ακατάφλεκτος με τη δύναμη του Θεού" (ωδή δ΄). Η νεανική ανδρεία του τον έκανε να κραυγάζει την αφοβία του και να ομολογεί την πίστη του στον αληθινό Θεό: "Δεν φοβάμαι κάθε αύξηση των βασάνων που μου γίνεται, ούτε προσφέρω κανένα σεβασμό στους ανύπαρκτους θεούς, έκραζες, παμμακάριστε. Έναν μόνον σέβομαι, τον Ιησού τον Κύριο, ο Οποίος σταυρώθηκε επί Ποντίου Πιλάτου" (ωδή η΄).

       Ο άγιος Ιωσήφ βεβαίως δεν είναι δυνατόν να μην επισημάνει την αιτία της μεγάλης αυτής πίστης του αγίου Ερμεία και της τρομερής γενναιότητας της καρδιάς του. Κι αυτή δεν είναι άλλη από την θερμή αγάπη του προς τον Κύριο. Κινητήρια δύναμη, ποιητικό αίτιο της αταλάντευτης θέλησής του, ώστε να υπομείνει όλα τα φοβερά κολαστήρια μέχρι τελικής πτώσης του, παρόλη την ηλικία του, ήταν η πλήρωση της καρδιάς του από τη φλόγα της αγάπης του Χριστού και η διαρκής επομένως ενατένισή του προς Αυτόν. "Γέμισες από το πυρ της αγάπης του Χριστού και έγινες πραγματικά σαν δίστομη μάχαιρα" (ωδή ς΄). "Ατενίζοντας στον Θεό, ο Οποίος μπορεί να προσφέρει τη σωτηρία, υπέμεινες γενναία τους πόνους του σώματος, Ερμεία, με προσηλωμένο νου" (ωδή ζ΄). Τελικά, το μόνο που μετράει στη ζωή αυτή δεν είναι ούτε η ηλικία ούτε βεβαίως οτιδήποτε άλλο επίγειο προσόν, πέραν του φρονήματος της ίδιας της καρδιάς. Και καρδιά που αντέχει και τον ίδιο τον θάνατο, με επίγνωση και με νόημα, είναι η καρδιά του χριστιανού, η καρδιά δηλαδή που είναι γεμάτη από την πίστη και την αγάπη του Χριστού και του ανθρώπου.

30 Μαΐου 2024

ΝΑ ΦΥΛΑΞΟΥΜΕ ΓΝΗΣΙΑ ΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!

«Φωτισθέντες, ἀδελφοί, τῇ Ἀναστάσει τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί φθάσαντες τό μέσον τῆς ἑορτῆς τῆς δεσποτικῆς, γνησίως φυλάξωμεν τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ∙ ἵνα ἄξιοι γενώμεθα καί τήν Ἀνάληψιν ἑορτάσαι καί τῆς παρουσίας τυχεῖν τοῦ ἀγίου Πνεύματος» (Δοξαστικό αίνων Μεσοπεντηκοστής).

 (Αφού φωτιστήκαμε, αδέλφια, από την Ανάσταση του Σωτήρος Χριστού και φθάσαμε το μέσο της Δεσποτικής αυτής εορτής, ας φυλάξουμε αληθινά τις εντολές του Θεού. Κι αυτό για να γίνουμε άξιοι να εορτάσουμε και την Ανάληψη και να δεχτούμε την παρουσία του Αγίου Πνεύματος).

Κατά τον άγιο υμνογράφο η Ανάσταση του Κυρίου αποτελεί το γεγονός που έφερε το φως του Θεού στην ύπαρξη του ανθρώπου. Ο άνθρωπος λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία έχασε την κοινωνία του με τον Θεό, οπότε η δόξα και το φως του από τη σχέση του με Αυτόν χάθηκαν – ο ζόφος και η σκοτεινιά των παθών του τον περιέβαλαν με τρόπο τραγικό. Ο θρήνος του Αδάμ, όπως τον αποδίδει η Εκκλησία μας την Κυριακή της Τυρινής, εκφράζει τη θλιβερή αυτή πραγματικότητα. Ο ερχομός του Υιού του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο, η ενανθρώπησή Του ήταν εκείνη που ανακεφαλαίωσε τα πάντα – όλα μπήκαν στη θέση τους: ο Κύριος ήρε την αμαρτία του κόσμου, την κατήργησε επί του Σταυρού, θανάτωσε τον θάνατο και με την Ανάστασή Του έδειξε με τον πιο περίτρανο τρόπο ότι έκτοτε «ἡ ζωή κυριεύει» και το φως του Θεού είναι αυτό που πλημμυρίζει και πάλι τα σύμπαντα. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια». Μετά την Ανάσταση του Κυρίου ο ήλιος λάμπει διαρκώς, ο άνθρωπος και σύμπασα η φύση βρίσκονται αδιάκοπα κάτω από τις ευεργετικές ακτίνες Του, το σκοτάδι έχει διαλυθεί. Με μία βεβαίως προϋπόθεση: ο άνθρωπος να  θ έ λ ε ι  τον Χριστό στη ζωή του. Αυτή είναι η μεγαλωσύνη του Θεού μας: ενώ είναι παντοδύναμος και τίποτε δεν μπορεί να αντισταθεί στο θέλημά Του, ο Ίδιος περιορίζεται, ζητώντας την ελεύθερη υπακοή του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού πλάσματός Του. Η πίστη δηλαδή του ανθρώπου είναι η αναγκαία συνθήκη, καθώς λέμε, για να εισρεύσει όλος ο πλούτος της θεότητας στην ύπαρξή του, γεγονός που αναδεικνύει την αξία της ελευθερίας στον άνθρωπο. Για να το πούμε με μία εικόνα: ο ήλιος έχει προβάλει με τη μεγαλύτερη δυνατή λαμπρότητα, αλλά πρέπει ο άνθρωπος να ανοίξει τα μάτια του για να δει την ομορφιά του φωτός. Ο Θεός μας δεν εκβιάζει τον άνθρωπο.

Η «συνθήκη» της πίστεως για τον άνθρωπο είναι η συμμετοχή του στον Σταυρό του Κυρίου. Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος πιστεύει στον Χριστό σημαίνει ότι αποδέχεται τον λόγο Του ως την οδό της ζωής του – η πίστη ως γνωστόν στον χριστιανισμό δεν έχει τον χαρακτήρα μιας θεωρητικής απλώς αποδοχής. Κι είναι σταυρός για τον άνθρωπο η ακολουθία του Χριστού με βάση τις εντολές Του, γιατί καλείται ο άνθρωπος να «σταυρώσει» τη λογική του ως το απόλυτο κριτήριό του, να αγωνιστεί κατά των ψεκτών παθών του, του εγωισμού και της υπερηφάνειας του πάνω από όλα που τον έλκουν και τον δένουν γοητευτικά με τον πεσμένο κόσμο της αμαρτίας, να προσανατολίζεται διαρκώς χωρίς καμία διακοπή στην αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό του, κυρίως δε τον θεωρούμενο εχθρό του – η αγάπη προς τον εχθρό είναι το πιο καθοριστικό στοιχείο της χριστιανικότητας κάποιου. Έτσι σταυρός και ανάσταση συνυπάρχουν στον πιστό άνθρωπο, οπότε και η χαρά και το φως της ανάστασης περνάνε μέσα από τις οδύνες του σταυρώματος των παθών. «Ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῶ κόσμῳ».

Για τον άγιο υμνογράφο λοιπόν, επανερχόμενοι στο τροπάριο, ο φωτισμός από την Ανάσταση έρχεται στον βαθμό που ο πιστός βρίσκεται σε μία διαρκή ένταση για να είναι πάνω στις εντολές του Κυρίου. Και τι τονίζει; Πρέπει να συνεχίσει ο πιστός να «φυλάει γνήσια τις εντολές του Χριστού, αν θέλει με τρόπο άξιο να εορτάσει και την Ανάληψη Εκείνου και τον ερχομό εν δόξη του Αγίου Πνεύματος». Είναι πολύ σημαντικός ο λόγος του. Γιατί τονίζει ότι η εορτή στην Εκκλησία, ιδίως δε μία Δεσποτική εορτή, απαιτεί αυξημένες προϋποθέσεις. Δεν μπορεί κανείς «εἰκῇ καί ὡς ἔτυχε» όπως λέμε, να έλθει στην Εκκλησία μία γιορτινή ημέρα και απλώς να παρακαθήσει στα λεγόμενα και ακουόμενα. Κάτι τέτοιο απάδει προς τη γνήσια χριστιανική πίστη κι ίσως αυτό να συνιστά και την τραγωδία ημών των περισσοτέρων θεωρουμένων χριστιανών. Ο υμνογράφος λοιπόν μάς βοηθάει: γιορτάζουμε σωστά την εορτή, όταν είμαστε στο άνοιγμα του εαυτού μας απέναντι στον Θεό και στον συνάνθρωπο. Διαφορετικά, παραμένουμε «αδιάβροχοι» στη χάρη του Θεού, γι’ αυτό και παρατηρείται το φαινόμενο να μπαίνουμε στην Εκκλησία και να εξερχόμαστε από αυτήν το ίδιο – ξένοι μπήκαμε ξένοι βγήκαμε.

Η Ανάληψη και η Πεντηκοστή ζητάει ανθρώπους συγγενείς προς το πνεύμα τους. Ένας είναι ο τρόπος που μας καθιστά «συγγενείς» προς τον Χριστό: η τήρηση των αγίων Του εντολών, που ενεργοποιεί το ένδυμα του αγίου βαπτίσματος. Και ένδυμα είναι ο ίδιος ο Χριστός! Κι αμέσως καταλαβαίνουμε ότι η κάθε εορτή, ιδίως η μεγάλη, λαμπρύνει στο ανώτερο δυνατό την εν Χριστώ ύπαρξή μας. Ο Χριστός λάμπει μέσω ημών!  

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΣΑΑΚΙΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΩΝ ΔΑΛΜΑΤΩΝ

«Ο όσιος Ισαάκιος προερχόταν εξ Ανατολών. Όταν έφτασε στο Βυζάντιο, κατά τους χρόνους του αρειανόφρονα Ουάλεντα, ο Ουάλης αναχωρούσε έχοντας ξεκινήσει πόλεμο κατά των Γότθων. Τον συνάντησε λοιπόν αυτός ο μακάριος, συμβουλεύοντάς τον και προτρέποντάς τον να ανοίξει τις Εκκλησίες των ορθοδόξων. Επειδή ο βασιλιάς δεν πείσθηκε, τον πρόφθασε πάλι και τον προέτρεπε τα ίδια, λέγοντας να ανοίξει τις Εκκλησίες και να τις δώσει πίσω στους ορθοδόξους, διαφορετικά θα ξεφύγει κατά τον πόλεμο από τους εχθρούς, αλλά θα χαθεί. Ο βασιλιάς όμως δυσανασχέτησε λόγω της παρρησίας και του θάρρους του άνδρα και διέταξε να τον μαστιγώσουν και να τον ρίξουν σε αγκάθια. Πάλι όμως τον πρόφθασε ο άγιος για τρίτη φορά, κράτησε το χαλινάρι του αλόγου του και του  επισήμανε τον  ολοκληρωτικό όλεθρό του, αν δεν δώσει πίσω τις Εκκλησίες των Χριστιανών. Τότε εξοργίστηκε ο βασιλιάς και τον παρέδωσε στον Σατορνίνο και τον Βίκτωρα με την εντολή να τον φυλακίσουν μέχρι την ειρηνική επάνοδό του. Του είπε λοιπόν ο άγιος: “Αν εσύ επιστρέψεις ειρηνικά, τότε θα πει ότι δεν μίλησε σε εμένα ο Θεός. Όμως θα ξεφύγεις από τους εχθρούς σου, θα εγκαταλειφθείς και με φωτιά θα δεχτείς την καταστροφή της ζωής σου”.

Όταν πράγματι στον πόλεμο έτυχε να ηττηθεί, κατέφυγε σε αχυρώνα μαζί με τον Πραιπόσιτο, ο οποίος είχε πέσει και αυτός στη νόσο της κακοδοξίας του Αρείου και μάλιστα ερέθιζε πάντοτε τον βασιλιά κατά των ορθοδόξων. Σ᾽ αυτόν τον αχυρώνα παραδόθηκαν στη φωτιά από τους Γότθους. Για την πρόρρησή του αυτή λοιπόν  και για την παρρησία του, όπως και για την ορθόδοξη ομολογία του ο άγιος δοξάστηκε, κι αφού πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στην Κωνσταντινούπολη, εξεδήμησε προς τον Κύριο».

Μπορεί το συναξάρι του οσίου Ισαακίου να μένει αποκλειστικά στο προορατικό του χάρισμα, τη γενναιότητα της καρδιάς του και τη μέχρι θυσίας  ορθόδοξη πίστη του, μέσα από το περιστατικό με τον κακόδοξο βασιλιά Ουάλεντα, όμως η ακολουθία του δεν ασχολείται καθόλου με αυτό. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας προτιμά να μας δώσει το υπόβαθρο της συγκεκριμένης στάσεως του οσίου, δηλαδή την οσιακή βιοτή του μέσα από τους ασκητικούς αγώνες του  για κάθαρση της καρδιάς του και την πλήρωσή του επομένως από τις αρετές και τις λαμπηδόνες του αγίου Πνεύματος. Κι είναι εύλογο: κανείς δεν μπορεί να έχει ανδρεία στην καρδιά, ορθόδοξο φρόνημα, προορατικό και διορατικό χάρισμα, αν δεν έχει καταστήσει τον εαυτό του κατάλληλο σκεύος για να κατοικήσει ο ίδιος ο εν Τριάδι Θεός. Με άλλα λόγια ο υμνογράφος κινείται θεμελιακά στην αντιμετώπιση του οσίου, για να μας δείξει ότι εκείνο που είναι αξιοσημείωτο από τη ζωή ενός αγίου δεν είναι κάποια θαυμαστά γεγονότα, αλλά η ίδια η κεκαθαρμένη καρδιά του, κάτι που συνιστά το διαρκώς ζητούμενο από την πίστη μας, κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Την καθαρή καρδιά μας ζητάει πάντοτε ο Θεός και όχι βεβαίως την τυχόν θαυματουργία μας, η οποία αποτελεί καθαρό δώρο δικό Του.

Έτσι: «έζησες όσια στη γη, σοφέ Ισαάκιε, γιατί τήρησες χωρίς παρεκκλίσεις τα προστάγματα και τα δικαιώματα του Θεού» (ωδή θ´). Αυτή είναι η αγιότητα και η οσιότητα: να τηρεί κανείς αταλάντευτα τις εντολές του Θεού. Τότε διανοίγεται η καρδιά και η ύπαρξη του ανθρώπου και γίνεται κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος, φεύγοντας από τα πάθη που τον αμαυρώνουν και τον καθιστούν δύσμορφο ενώπιον του Θεού. «Χρημάτισες ναός της τρισηλίου Θεότητος και εξαφάνισες τις εικόνες των παθών από την ψυχή σου» (ωδή ε´).  Η τήρηση βεβαίως των εντολών του Θεού, ώστε να απομειωθούν τα πάθη από την ψυχή, σ᾽ έναν κόσμο πεσμένο στην αμαρτία, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο πιστός πρέπει να προσανατολίσει με ατσάλινο τρόπο τη θέλησή του προς το θέλημα του Θεού, που σημαίνει ότι θα ῾ματώσει᾽ στον αγώνα του αυτό. Δεν υπάρχει περίπτωση εύκολα κανείς να διέλθει τον πνευματικό αγώνα. Ο όσιος Ισαάκιος το επιβεβαιώνει: «Με ολονύκτιες δεήσεις και ολοήμερες στάσεις, όσιε πάτερ, καθάρισες την ψυχή σου και την έδειξες οίκο της Τριάδος» (ωδή δ´).

Ο όσιος κατέστησε φανερή την παρουσία του Θεού στη ζωή του με τις σπουδαίες αρετές του. Μόνη η κάθαρση της ψυχής δηλαδή δεν έχει νόημα, αν δεν γεμίζει αυτή και με τις χάρες του αγίου Πνεύματος. Αυτό άλλωστε σημαίνει ότι καθάρισε ο όσιος την ψυχή του και έγινε κατοικητήριο του Θεού. Ποια τα φανερά γνωρίσματα της παρουσίας λοιπόν του Θεού; Ασφαλώς η ύπαρξη των κατά Χριστόν αρετών. «Ξέφυγες, Πάτερ, την καταστροφή που προξενεί το νοητό κήτος, ο διάβολος, γιατί απέκτησες εγκράτεια, προσευχή, καθαρή αγάπη, μεγάλη ταπείνωση και βέβαια στοργή προς τον Χριστό» (ωδή ς´). Με τον τρόπο αυτό οδηγήθηκε στα ύψη της κατά Χριστόν απάθειας, ως υπέρβασης των κακών παθών, κι έζησε στη γη αυτή ως άγγελος. «Ανέβηκες στο ύψος της απάθειας, γιατί μιμήθηκες, ενώ ήσουν με το σώμα σου, τους αγγέλους» (ωδή ζ´). Γι᾽ αυτό και αναδείχτηκε σε διώκτη των δαιμόνων και των οργάνων του αιρετικών. «Φωτίστηκες από τη λάμψη του Παναγίου Πνεύματος και έδιωξες το σκοτάδι των αιρέσεων, θαυματουργέ Ισαάκιε» (κάθισμα όρθρου). «Αποδείχτηκες διώκτης των ακαθάρτων πνευμάτων, διότι έγινες καθαρό σκήνωμα του Αγίου Πνεύματος» (ωδή ε´).

28 Μαΐου 2024

ΤΡΙΤΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

«Ἐπί τῇ Προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἄνθρωπος κατέκειτο ἐν ἀσθενείᾳ∙ καί ἰδών σε Κύριε ἐβόα∙ Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα, ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ, βάλῃ με ἐν αὐτῷ∙ ἐν ᾧ δέ πορεύομαι, ἄλλος προλαμβάνει με, καί λαμβάνει τήν ἴασιν, ἐγώ δέ ἀσθενῶν κατάκειμαι. Καί εὐθύς σπλαγχνισθείς ὁ Σωτήρ, λέγει πρός αὐτόν∙ Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι, καί λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω; ἆρόν σου τόν κράββατον καί περιπάτει.  Πάντα σοι δυνατά, πάντα ὑπακούει, πάντα ὑποτέτακται∙ πάντων ἡμῶν μνήσθητι, καί ἐλέησον Ἅγιε, ὡς φιλάνθρωπος».

(Στην Προβατική κολυμβήθρα, βρισκόταν κατάκοιτος ένας άνθρωπος ασθενής. Κι όταν σε είδε, Κύριε, φώναζε δυνατά: Δεν έχω άνθρωπο, ώστε όταν ταραχθεί το ύδωρ να με βάλει μέσα σ’ αυτό. Την ώρα δε που πάω να μπω, άλλος με προλαβαίνει και παίρνει την ίαση, κι εγώ παραμένω ασθενής. Κι αμέσως τον σπλαγχνίστηκε ο Σωτήρ και του λέγει: Για χάρη σου έγινα άνθρωπος, για χάρη σου περιβλήθηκα σάρκα, και λέγεις δεν έχω άνθρωπο; Σήκωσε το κρεββάτι σου και περπάτα. Όλα σε σένα είναι δυνατά, όλα σε υπακούνε, όλα σου έχουν υποταχτεί. Θυμήσου μας όλους και ελέησέ μας, Άγιε, ως φιλάνθρωπος).

Ένα από τα πιο ωραία για τα νοήματά του τροπάρια της Κυριακής του Παραλύτου, που επαναλαμβάνεται και τις επόμενες ημέρες Δευτέρα και Τρίτη,  είναι το παραπάνω δοξαστικό της Λιτής του εσπερινού σε ήχο πλάγιο του α΄, ποίημα του υμνογράφου Κουμουλά. Ο υμνογράφος δεν αναλίσκεται στη λεπτομερειακή περιγραφή του θαύματος του Κυρίου, όπως περιγράφεται στο Ευαγγέλιο: δεν αναφέρει ότι πρόκειται για την κολυμβήθρα Βηθεσδά που είχε πέντε στοές, δεν αναφέρει καν την ερώτηση του Κυρίου, όταν πλησίασε τον συγκεκριμένο ασθενή, αν θέλει να γίνει υγιής, δεν λέει ότι πρόκειται για παράλυτο άνθρωπο και μάλιστα επί τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στο παράπονο του παραλύτου ότι δεν έχει κανένα γνωστό να τον βοηθήσει να λάβει την ίαση την ώρα που ταράσσονται τα ύδατα, κυρίως δε στη θεραπευτική θαυματουργική ενέργεια του Κυρίου, εμπλουτισμένη όμως με θεολογικά σχόλια που δεν υπάρχουν αλλά υπονοούνται στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα. 

 Είναι προφανές ότι ο υμνογράφος θέλει να προτάξει μέσα από το γεγονός της θεραπείας τη γενικότερη θέαση της σχέσης του Κυρίου Ιησού με κάθε άνθρωπο, ιδίως με τον πάσχοντα άνθρωπο, για να τονίσει αυτό που συνιστά τη σωτηρία πράγματι του ανθρώπου: την ενανθρώπηση του Θεού, την πραγματικότητα της σάρκωσής Του ως ανθρώπου («καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο»), διά της οποίας ο Χριστός, ως Θεός και άνθρωπος πια, έχει προσλάβει τον κάθε άνθρωπο μέσα Του και ο Ίδιος έχει γίνει η υπόθεση και η υπόσταση κυριολεκτικά της ζωής του. Τι άλλο μπορεί να εννοεί ο θεολόγος υμνογράφος όταν θέτει στο στόμα του Κυρίου τα «εννοούμενα»: «Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι», παρά το γεγονός ότι μετά τον ερχομό Του ο άνθρωπος δεν στέκεται πια στο ίδιο επίπεδο με τα προ της παρουσίας του Χριστού – ξένος και αλλοτριωμένος του Θεού – αλλά έχει γίνει ίδιος με τον Κύριο, ταυτισμένος με Αυτόν, τόσο που η θέα του Χριστού πρώτιστα πραγματοποιείται μέσα από τη θέα του κάθε ανθρώπου που έχει αποδεχτεί Εκείνον στη ζωή του; («ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοί ἐποιήσατε»). 

Έχουμε την εντύπωση ότι τα μη ειπωμένα λόγια του Κυρίου παραπέμπουν στην εμπειρία του αποστόλου Παύλου όταν ομολογεί: «Αυτό που τώρα ζω σωματικά, είναι η ζωή της πίστεως στον Χριστό τον Υιό του Θεού, που με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου» («Ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ»). Κι είναι τα παραπάνω λόγια του Κυρίου, όπως τα υποθέτει ο υμνογράφος, εκείνα που πρέπει ανά πάσα στιγμή να μας συνέχουν ως πιστούς: σε κάθε διάσταση της ζωής μας, καλή ή κακή, μακάρια ή δυστυχή, δύσκολη ή όχι, να νιώθουμε ότι Αυτός που είναι αδιάκοπα κοντά μας, κυριολεκτικά μέσα μας (κι εμείς μέσα Του), είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος. Στον κάθε παράπονό μας ιδιαίτερα να ηχούν στα αυτιά μας τα τόσο παρήγορα και αληθινά λόγια Του: «Για χάρη σου έγινα άνθρωπος, για σένα κατέβηκα από τους Ουρανούς και περιβλήθηκα σάρκα, και λες ότι είσαι μόνος σου;» Ποτέ δεν είμαστε μόνοι μας. Γιατί είμαστε μέλη Του, γιατί Τον έχουμε ντυθεί, γιατί ο καθένας μας αποτελεί τον κατεξοχήν αγαπημένο Του. 

Όπως το διατυπώνει και ο άγιος Χρυσόστομος: «Εγώ είμαι ο Πατέρας σου, εγώ ο αδερφός σου, εγώ νυμφίος της ψυχής σου, εγώ το σπίτι που μπορείς να καταφύγεις, εγώ η τροφή σου, εγώ το ένδυμά σου, εγώ η ρίζα σου, εγώ το στήριγμα σου, εγώ είμαι κάθε τι που επιθυμείς, κοντά μου δε θα 'χεις ανάγκη τίποτε. Εγώ και θα σε υπηρετήσω, γιατί ήρθα να υπηρετήσω και όχι να με υπηρετήσουν. Εγώ είμαι και φίλος και μέλος του σώματος σου και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μητέρα, όλα εγώ για σένα, αρκεί να έχεις φιλικά αισθήματα απέναντι μου... Τι περισσότερο θέλεις;»

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΤΥΧΗΣ Ή ΕΥΤΥΧΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΕΛΙΤΗΝΗΣ

«Ο άγιος Ευτυχής ή Ευτύχιος διέπρεψε ως αληθινός εργάτης του +Χριστού και υπηρέτης της Εκκλησίας, τόσο με τη συνεχή και καρποφόρα διδασκαλία του, όσο και με τα άμεμπτα και εποικοδομητικά έργα του. Ήταν άγρυπνος και τεχνικότατος αλιέας των ψυχών, φιλόστοργος δε πατέρας τους, έτοιμος να δώσει και τη ζωή του για τη ασφάλεια και τη σωτηρία τους. Συνελήφθη και έμεινε σταθερός στην αγία πίστη μας κι έλαβε μαρτυρικό τέλος: τον ρίξανε οι τύραννοι στα νερά και πνίγηκε μέσα σε αυτά».

Ο άγιος υμνογράφος αφιερώνει πολλούς ύμνους στο να τονίσει το ιδιαίτερο μαρτυρικό διά πνιγμού του σε νερά τέλος του αγίου Ευτυχίου, δίνοντας όμως ταυτόχρονα και την πνευματική ερμηνεία του τραγικού γεγονότος: πριν από το πνίξιμό του ῾έπνιξε᾽ ο ίδιος τους άφρονες αθέους με τη δύναμη των λόγων του, ενώ με το διά πνιγμού τέλος του έπνιξε και τον πονηρό διάβολο, τον «άσαρκον δράκοντα» (στιχηρό εσπερινού). «Μπήκες στο στάδιο της μαρτυρίας με χαρά, μάκαρ Ευτύχιε, και πόθησες τον θάνατο που σου έφερε ζωή, και έπνιξες τις μυριάδες των εχθρών, καθώς πνιγόσουν στη θάλασσα» (ωδή α´). Το μαρτυρικό τέλος του λοιπόν ήταν γι᾽ αυτόν αφενός η σφραγίδα της αγιασμένης βιοτής και του έργου του, η οποία σαν σε χρυσά φτερά τον έφερε στη Βασιλεία του Θεού, αφετέρου το ξέσπασμα, κατά παραχώρηση ασφαλώς του Χριστού,  του Πονηρού και των οργάνων του, οι οποίοι δεν ανέχονταν την ήττα τους από τον δούλο του Χριστού. «Υψώθηκες προς τον Κύριο, παμμάκαρ, με τις χρυσές φτερούγες του ιερωτάτου μαρτυρίου» (ωδή ε´).

Ο  Ευτύχιος ανήκει σε εκείνους τους αγίους, οι οποίοι αξιώθηκαν να μαθητεύσουν γνήσια παρά τους πόδας των αγίων Αποστόλων και να εισέλθουν και αυτοί στον κόπο του ευαγγελισμού των ανθρώπων. Ο  Ιωσήφ ο υμνογράφος δεν αφήνει ασχολίαστες τις καίριες αυτές διαστάσεις της ζωής του αγίου. Ο άγιος υπήρξε γνήσιος μαθητής των Αποστόλων, αποδεικνύοντας τη γνησιότητά του αυτή αφενός με την οσία βιοτή του, αφετέρου με το λαμπρό του μαρτύριο. Κι αυτό σημαίνει: δεν αρκεί να ακούσει κανείς τη διδασκαλία των αποστόλων. Εκείνο που θα τον καταστήσει πράγματι γνώστη και γνήσιο μαθητή είναι η ενεργοποίηση της διδασκαλίας τους στην προσωπική του ζωή, δείγμα της αγάπης του προς τον Θεό, που φτάνει μέχρι θυσίας και της ίδιας της ζωής. «Ουχ οι ακροαταί, αλλά οι ποιηταί του Νόμου δικαιωθήσονται» (απ. Παύλος). «Έζησες όσια, παμμάκαρ Ευτύχιε, καθώς μαθήτευσες με απόλυτη ακρίβεια στους Αποστόλους του Χριστού. Και έφτασες στην τέλεια ηλικία, όταν άθλησες διά του μαρτυρίου λαμπρότατα, αξιοθαύμαστε» (ωδή α´). «Κόλλησες με την ψυχή και την καρδιά σου στους άγιους υπηρέτες του Λόγου Χριστού και έζησες άγια τη ζωή σου» (ωδή γ´).

Είπαμε όμως ότι ο άγιος Ευτύχιος εισήλθε και στους κόπους του ευαγγελισμού των ανθρώπων ως ακόλουθος των αποστόλων. Κήρυξε κι αυτός με δύναμη τον σωτήριο λόγο, φωτίζοντας τους ανθρώπους και απαλλάσσοντάς τους από το βαθύτατο σκοτάδι της άγνοιας. «Γεμάτος από ένθεη πίστη και χάρη Θεού, ένδοξε, κήρυξες τον σωτήριο λόγο, μαζί με τους Αποστόλους, διαλύοντας έτσι το βαθύτατο σκοτάδι της δυσσέβειας» (ωδή ς´). Κι αυτό μας υπενθυμίζει την αλήθεια της πίστεώς μας, ότι ο άνθρωπος που θέλει να είναι γνήσια πιστός του Κυρίου από τη μια έχει κοινωνία με τους αγίους αποστόλους Του, ενώ από την άλλη φωτισμένος από το Πνεύμα του Θεού εκχέει πάντοτε φως σε όλο τον κόσμο «ως πόλις επάνω όρους κειμένη». Κι αν και στην εποχή μας φαίνεται ότι κυριαρχεί το πνευματικό σκοτάδι είναι γιατί προφανώς οι χριστιανοί δεν είμαστε τόσο φωτεινοί όσο πρέπει, δηλαδή η πίστη μας στον Χριστό αποδεικνύεται εξόχως ελλειμματική. 

Οι πολλοί πιστοί  μπορεί να αγνοούν τον άγιο Ευτυχή ή Ευτύχιο, αλλά για την Εκκλησία μας δεν παύει να είναι αποστολικός Πατέρας, «μεγαλομάρτυς» (ωδή δ´), «άγγελος επίγειος αληθώς και ουράνιος άνθρωπος» (ωδή θ´), του οποίου η μνήμη συνιστά «φωταυγή πανήγυριν», ενώ η ύπαρξή του αποδεικνύεται για τους πιστούς «στήριγμα και καύχημα» (ωδή θ´). «Ταις ευχαίς σου, μέγιστε μάρτυς Ευτύχιε, από πάσης λύτρωσαι στενώσεως και αλώσεως αθέων βαρβάρων» (ωδή θ´). 

20 Μαΐου 2024

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

ΠΟΙΟΣ ΜΑΣ ΕΚΛΕΨΕ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ;

«Αἱ μυροφόροι γυναῖκες, τόν τάφον σου καταλαβοῦσαι, καί τάς σφραγῖδας τοῦ μνήματος ἰδοῦσαι, μή εὑροῦσαι δέ τό ἄχραντον Σῶμά σου, ὀδυρόμεναι μετά σπουδῆς ἦλθον λέγουσαι· Τίς ἔκλεψεν ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν, γυμνόν ἐσμυρνισμένον, τῆς μητρός μόνον παραμύθιον; Ὤ! πῶς ὁ νεκρούς ζωώσας, τεθανάτωται; Ὁ τόν Ἅδην σκυλεύσας, πῶς τέθαπται; Ἀλλ’ ἀνάστηθι Σωτήρ αὐτεξουσίως, καθώς εἶπας τριήμερος, σώζων τάς ψυχάς ἡμῶν» (Δοξαστικόν στιχηρῶν ἑσπερινοῦ ἑορτῆς, πλ. β΄).

(Οἱ μυροφόρες γυναῖκες, ἀφοῦ ἔφτασαν στόν τάφο σου καί εἶδαν τίς σφραγίδες τοῦ μνήματος (πού εἶχαν βάλει οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχοντες μαζί μέ τούς Ρωμαίους στρατιῶτες), ἄρχισαν ἀμέσως νά ὀδύρονται λέγοντας: Ποιός ἔκλεψε τήν ἐλπίδα μας; Ποιός πῆρε ἕνα νεκρό, γυμνό ἀλειμένο μέ σμύρνα, πού είναι μοναδική παρηγοριά τῆς μάνας του; Πῶς αὐτός πού ἔδωσε ζωή σέ νεκρούς, θανατώθηκε; Αὐτός πού διέλυσε τόν Ἄδη, πῶς τάφηκε; Αλλά, Σωτήρα, ἀναστήσου μέ τή θέλησή Σου, ὅπως εἶπες, τήν τρίτη ἡμέρα, σώζοντας τίς ψυχές μας).

Τό ἱστορικό στοιχεῖο συμπλέκεται μέ τή δραματική ἔνταση καί τόν λυρισμό τῶν συναισθημάτων τῶν μυροφόρων γυναικῶν στό δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων, ἔργο τοῦ διαπρεποῦς ὑμνογράφου ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ μοναχοῦ. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἀκολουθεῖ κυρίως τήν καταγραφή τῶν γεγονότων, ὅπως ἐκτίθενται στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, κατά τό ὁποῖο τήν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου «ὄρθρου βαθέος ἦλθον γυναῖκες ἐπί τό μνῆμα φέρουσαι ἅ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σύν αὐταῖς». Ὁ λίθος μέ τόν ὁποῖο εἶχε σφραγιστεῖ τό μνῆμα ἦταν ἀποκυλισμένος, ἐνῶ ὅταν εἰσῆλθαν μέσα στό μνῆμα δέν βρῆκαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Βρέθηκαν σέ ἀπορία μεγάλη, καί τότε φάνηκαν ἐνώπιόν τους δύο ἄνδρες μέ λαμπρά ἐνδύματα, ἄγγελοι Κυρίου, πού τούς μήνυσαν ὅτι ὁ Κύριος ἀναστήθηκε, ὅπως τό εἶχε ὑποσχεθεῖ, ὁπότε ἐπέστρεψαν πίσω γιά νά ἀναγγείλουν στούς μαθητές τοῦ Κυρίου τό χαρμόσυνο γεγονός τῆς ἀναστάσεώς Του. Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος λοιπόν ἐπεμβαίνει καί περιγράφει τά ὀδυνηρά αἰσθήματα τῶν μυροφόρων γυναικῶν - μία ἀνάλυση στήν οὐσία τῆς λέξης  «διαπορεῖσθαι». Ἡ ἐπιλογή νά ἐκφράσει τή δραματικότητα πού θά εἶχε ἀσφαλῶς ὁ ἀναμειγμένος μέ δάκρυα λόγος τους εἶναι ἐμφανής: καί μέ τή σέ πρῶτο πρόσωπο ἔκφραση τῶν ἐρωτημάτων τους καί μέ τά ἐρωτήματα ἐκεῖνα πού «κτυποῦν» εὐθέως τό συναίσθημα τοῦ ἀνθρώπου. «Τίς ἔκλεψε ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν… τῆς μητρός μόνον παραμύθιον;» 

Πράγματι, ποιός μπορεῖ νά παρέλθει ψυχρά τέτοια ἐρωτήματα; Ἀναφέρονται στήν προοπτική ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου - ἡ ἐλπίδα ἀποτελεῖ τή ζωή γιά τόν ἄνθρωπο· ὁ ἀπελπισμένος ἄνθρωπος εἶναι ἕνας σχεδόν ζωντανός νεκρός. Κι ἀκόμη, στό πιό ἱερό πρόσωπο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, τή μάνα! Ποιά μεγαλύτερη παρηγοριά γιά μία μάνα ἀπό τό μονάκριβο παιδί της, ἰδίως ὅταν ἔχει αὐτό πεθάνει μέ σκληρό καί ὀδυνηρό τρόπο, καί τῆς ἔχει ἀπομείνει μόνο τό λείψανό του! Μία μάνα πού τῆς «κλέβουν» κι αὐτό πού τῆς ἔχει ἀπομείνει εἶναι ὅ,τι πιό ἀνίερο καί ἀνόσιο μπορεῖ νά ὑπάρξει. Λοιπόν, ὁ λυρισμός καί ἡ ἔνταση εἶναι δεδομένα στό δοξαστικό αὐτό, τό συναίσθημα ἀποσκοπεῖ νά φορτίσει ὁ ὑμνογράφος, προκειμένου ὅμως νά τονιστεῖ ἡ κραυγή τῶν μυροφόρων, κραυγή πίστεως στήν ὑπόσχεση τῆς ἀνάστασης τοῦ τεθαμμένου, γιατί ὡς Θεός ἔχει τή δύναμη γι’ αὐτό: «Ἀλλά ἀναστήσου, Σωτήρα, μέ τή θέλησή σου τήν τρίτη ἡμέρα ὅπως εἶπες».