19 Ιουνίου 2024

ΠΟΤΕ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΖΩΟΠΟΙΕΙΤΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ;

 

«Κάθε κακή σκέψη φέρνει μέσα της την απόδειξη της κακίας. Κι η απόδειξη αυτή είναι το καταστροφικό  αποτέλεσμα που φέρνει στην καρδιά. 

Κάθε καλή σκέψη φέρνει μέσα της την απόδειξη της καλοσύνης, κι αυτό είναι το ζωοποιό αποτέλεσμα που προκύπτει στην καρδιά».

(Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης)

Ο σπουδαίος Ρώσος άγιος των νεώτερων χρόνων άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης (1829-1908), εκφράζει με τον δικό του τρόπο αυτό που διαλαλεί ολόκληρη η αγία Γραφή, ιδιαιτέρως ο απόστολος Παύλος βασισμένος στα λόγια του ίδιου του Κυρίου. Τι λέει ο απόστολος; «Θλίψη και στενοχώρια σε κάθε ψυχή ανθρώπου που εργάζεται το πονηρό. Δόξα και τιμή και ειρήνη σε κάθε άνθρωπο που εργάζεται το αγαθό». Αυτό που κάνεις δηλαδή στη ζωή σου, είτε πρόκειται για σκέψη είτε για λόγο είτε περισσότερο για συμπεριφορά, αντανακλά στην ποιότητα του εσωτερικού σου κόσμου, στην ίδια την καρδιά σου. Κάνεις ή σκέπτεσαι το κακό; Θα μελαγχολήσεις, θα αγχωθείς, θα ταραχτείς. Κάνεις ή σκέπτεσαι το καλό; Η καλή διάθεση και η χαρά θα σε επισκεφτούν, ο έπαινος της συνειδήσεώς σου θα είναι η μεγαλύτερη αμοιβή σου.  

Πόσο πλανεμένη λοιπόν είναι η αντίληψη πολλών συνανθρώπων μας, όπως πολύ σωστά έχει επισημανθεί, όταν διατείνονται ότι θέλουν να αποκτούν «εμπειρίες», όποιες κι αν είναι αυτές, αδιαφορώντας για το περιεχόμενο των εμπειριών αυτών, σαν να είναι ο άνθρωπος ένα «σακούλι» που σκοπό έχει να τις μαζεύει αθροιστικά μέσα του. Η κάθε «εμπειρία» όμως φέρνει και το συγκεκριμένο αποτέλεσμα ανάλογα με το είδος και την ποιότητά της. Κατά πώς λέγουν μάλιστα και οι ψυχολόγοι, αλλά και η αίσθηση του κάθε ανθρώπου που προβληματίζεται στη ζωή του, η κάθε «εμπειρία» αναδιαρθρώνει τον άνθρωπο ψυχικά και σωματικά, ολόκληρος ο άνθρωπος τοποθετείται έτσι ή αλλιώς, η κάθε στιγμή θα έλεγε κανείς περικλείει τη δυναμική ενός βιώματος απωλείας ή σωτηρίας. Δεν αναδεικνύεται με τον τρόπο αυτό η αλήθεια που διακηρύσσει η χριστιανική πίστη, ότι δηλαδή ο χρόνος δόθηκε και δίνεται από τον Θεό στον άνθρωπο προκειμένου αυτός να μετανοεί, που θα πει να βρίσκεται σε έναν αδιάκοπο αγώνα επιστροφής στον Θεό; Χαμένος χρόνος σημαίνει στάση εναντίωσης προς τον πάροχο της δωρεάς Δημιουργό Θεό, αξιοποίηση του χρόνου σημαίνει κίνηση «κόλλησης» σε Αυτόν και εύρεσης του αληθινού εαυτού. «Ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι».

Δεν λέει κάτι διαφορετικό ο άγιος Ιωάννης, επειδή επικεντρώνει την προσοχή μας κυρίως στη σκέψη. Η σκέψη του ανθρώπου, εκεί που κατεξοχήν εκφράζεται το λογιστικό της ψυχής του, οι λογισμοί με πιο εκκλησιαστική και πιο πλούσια ορολογία, πράγματι καθορίζει τη ζωή μας. Αυτό που κανείς σκέπτεται αυτό και επηρεάζει άμεσα τα συναισθήματά του, αυτό και δίνει τον τόνο στις βουλητικές ενορμήσεις του. Δεν είναι τυχαίο ότι το θέμα των λογισμών, είτε σκέψεων είτε εικόνων, θεωρείται το κρισιμότερο στοιχείο στην πνευματική ζωή, γι’ αυτό και δεν άγιασε κανείς από τους αγίους της Εκκλησίας μας χωρίς να ασκεί έλεγχο πάνω στις σκέψεις και τους λογισμούς του. Η νήψη, η εγρήγορση, η φύλαξη του νου, η προσοχή συνιστούν όρους που αποδίδουν ακριβώς την πνευματική αυτήν πραγματικότητα και που εδράζονται στον αποκαλυπτικό λόγο της Αγίας Γραφής και στη φωτισμένη από το Πνεύμα του Θεού πορεία των αγίων. Κι ο άγιος Ιωάννης υπερθεματίζει: η κάθε σκέψη μας φέρνει μαζί της και την απόδειξη της προέλευσής της, είτε την εκ Θεού είτε την εκ του πονηρού, κι αυτό το γεύεται η καρδιά, ο εσωτερικός μας κόσμος.  

Σε προχωρημένο επίπεδο, στο επίπεδο των νηπτικών αγίων μας, το αποτέλεσμα θετικό ή αρνητικό ήδη γίνεται «ορατό» και από μία υποφώσκουσα στο βάθος και υφέρπουσα σκέψη, πριν έρθει δηλαδή καν στην επιφάνεια. Ο όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, ο Αθωνίτης, αναφέρει κάπου (:το μεταφέρουμε ελεύθερα) ότι έχασε μία ιδιαίτερη και μεγάλη χάρη που ζούσε, εντελώς ξαφνικά. Για να εξηγήσει: ο Κύριος προφανώς είδε ότι η κατάσταση αυτή της χάρης κυοφορούσε μάλλον κάποια ανεπαίσθητη κενοδοξία. Γι’ αυτό και ήρε τη χάρη αυτή – η μη υπάρχουσα ακόμη συγκεκριμένη σκέψη, και μόνον ως διάθεση ίσως, λειτούργησε με τρόπο αρνητικό.

Λοιπόν, ας προσέχουμε τι σκεφτόμαστε και τι λογιζόμαστε. Οι αποδέκτες των καταστροφικών ή των ζωοποιών αποτελεσμάτων των σκέψεων και των λογισμών μας είμαστε πρώτιστα εμείς οι ίδιοι. Τα πράγματα βεβαίως αποκτούν ακόμη μεγαλύτερο ηθικό και πνευματικό βάρος αν λάβουμε υπ’ όψιν και τις ευρύτερες κοινωνικές και όχι μόνο συνέπειες από τη δική μας κατάσταση. Γιατί τελικώς όλοι είμαστε δεμένοι μεταξύ μας. 

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΟΥΔΑΣ

        Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος της ακολουθίας του αγίου Ιούδα, δεν προβληματίζεται ως προς το ποιος είναι ο σήμερον (19 Ιουνίου) εορταζόμενος απόστολος. Θεωρεί ότι ο Ιούδας του Ιακώβου κατά τον ευαγγελιστή Λουκά είναι ο ίδιος με τον Ιούδα τον υιό του μνήστορος Ιωσήφ, τον και Θαδδαίο ή Λεββαίο επονομαζόμενο, κατά τους Ματθαίο και Μάρκο, που σημαίνει ότι Ιούδας του Ιακώβου θα πει Ιούδας αδελφός του Ιακώβου, υιού και αυτού του αγίου Ιωσήφ. Συνεπώς αποκλείει την άποψη ότι ο Θαδδαίος ή Λεββαίος είναι άλλος απόστολος από τον αδελφόθεο Ιούδα. Οι ύμνοι του που ομιλούν για τον έ ν α  Ιούδα είναι αρκετοί. «Ιούδα, οι αδελφοί σου θα σε επαινέσουν γιατί φάνηκες και νομιζόσουνα αδελφός του προαιώνιου Λόγου που φανερώθηκε ως άνθρωπος». «Από ένδοξη ρίζα ανέτειλες σε μας σαν θεοδώρητο κλήμα, αυτόπτη του Κυρίου, απόστολε Θεάδελφε». «Μπορείς να καυχάσαι, Ιούδα, και για τη συγγένειά σου με τον Χριστό και για το ότι ανήκεις στον χορό των μαθητών Του και για το πάθος σου».

        Ο υμνογράφος βεβαίως δεν θέλει να υπερτονίσει τη συγγενική σχέση του αγίου Ιούδα με τον Κύριο – ο Ίδιος ο Κύριος πάντοτε παρέπεμπε στην προτεραιότητα της σχέσης με τον Θεό και όχι της συγγένειας: «Όποιος κάνει πράξη το θέλημα του Ουράνιου Πατέρα μου, αυτός είναι αδελφός και αδελφή και μητέρα Μου». Γι' αυτό αφενός μιλώντας για την αδελφική σχέση του Ιούδα με τον Χριστό σπεύδει εξίσου να χαρακτηρίσει αδελφούς και όλους τους πιστούς σ' Αυτόν (:«Ιούδα μακάριε, χρημάτισες αδελφός του Δεσπότη Χριστού που γεννήθηκε ως άνθρωπος και χρημάτισε αδελφός όλων των εκλεκτών»), αφετέρου εστιάζει την προσοχή του στην κλήση του Ιούδα από τον Χριστό να γίνει μαθητής Εκείνου, όπως και στην αποστολή που του ανέθεσε (:«Έγινες μαθητής του σαρκωθέντος Θεού μας, από τον Οποίο στάλθηκες σαν πρόβατο ανάμεσα σε λύκους πράγματι». «Από Αυτόν απεστάλης, πανεύφημε, ως απόστολος σε όλα τα πέρατα της γης, σπέρνοντας τον λόγο της πίστεως σε όλους και φωτίζοντας αυτούς που ήταν δούλοι στο σκοτάδι της άγνοιας και στον πονηρό κοσμοκράτορα»).

Το γεγονός ότι η συγγενική σχέση έρχεται δεύτερη επιβεβαιώνεται από τον άγιο Θεοφάνη και από την παρατήρησή του ότι η οικειότητα του αγίου Ιούδα με τον Κύριο οφείλετο όχι ακριβώς στην συγγένειά τους, αλλά στον πνευματικό αγώνα του Ιούδα κατά της αμαρτίας, με τον οποίο μπόρεσε να ζήσει τη ζωή Εκείνου. «Νέκρωσες το αμαρτωλό γήινο φρόνημά σου κι έτσι έζησες μαζί με τη ζωή των όλων Χριστό, πανόλβιε».

        Ο άγιος υμνογράφος αφιερώνει τους περισσότερους ύμνους του στο αποστολικό έργο του αγίου Ιούδα. «Ο μέγας του Κυρίου απόστολος», ως «φως δεύτερον που ακολούθησε τις λάμψεις του πρώτου φωτός Χριστού», «έχοντας ως οδηγό την ίδια την αλήθεια», απεστάλη «σαν βολίδα για να πλήξει και να αφανίσει παντελώς τις φάλαγγες των δαιμόνων και να θεραπεύσει με τη χάρη του Θεού εκείνους που πληγώθηκαν από αυτούς», όπως και «σαν ακτίνα του ήλιου που εξέλαμψε από την Παρθένο Μαρία, προκειμένου να καταφωτίσει τις καρδιές των ευσεβών και να αποδιώξει το σκοτάδι που υπήρχε». Κι αυτό γιατί ο άγιος απόστολος «έγινε υπήκοος στο πρόσταγμα του Κυρίου που έστειλε τους μαθητές Του κατά την ώρα της Αναλήψεώς Του να μαθητεύσουν όλα τα έθνη και να τα βαπτίζουν στο όνομα της αγίας Τριάδος».

Και βεβαίως μέσα σ' αυτήν την αποστολική ευθύνη του αγίου Ιούδα εντάσσεται, κατά τον ποιητή, και η καθολική επιστολή που μας άφησε στην Καινή Διαθήκη. «Ιεροφάντη θεσπέσιε - σημειώνει ο άγιος Θεοφάνης - στέλνεις σε όλους τους ανθρώπους την φωτιστική και δογματική επιστολή, που είναι γεμάτη από το Πνεύμα του Θεού». Πράγματι, η μικρή αυτή σχετικά επιστολή περικλείει πλούτο αγίων νοημάτων που κινητοποιούν τον κάθε πιστό σε μετάνοια και σε αγωνιστικό φρόνημα. Φράσεις σαν αυτές, και όχι μόνο – «Αναγκάζομαι να σας γράψω, για να σας προτρέψω να συνεχίσετε τον αγώνα για την πίστη, που μια για πάντα δόθηκε στον λαό του Θεού», «Εσείς, αγαπητοί μου, συνεχίστε να προοδεύετε στεριωμένοι πάνω στο θεμέλιο της πανάγιας πίστης σας και προσεύχεστε με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Διατηρήστε τον εαυτό σας στην αγάπη του Θεού, προσμένοντας το έλεος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που θα μας χαρίσει την αιώνια ζωή» - θεωρούνται "διαμάντια" που δεν μπορεί κανείς εύκολα να ξεπεράσει, χωρίς να γίνεται υπόλογος έναντι του Κυρίου. Κι αν προσθέσει κανείς και το γεγονός ότι ο άγιος Ιούδας επιβεβαίωσε, όπως οι περισσότεροι απόστολοι, το κήρυγμά του με τη θυσία της ζωής του, τότε καταλαβαίνει την κρίση του αγίου Θεοφάνη, που θεωρεί ότι «οι απόστολοι ξεπέρασαν κατά το ήθος τους κάθε μεγαλειότητα επί της γης».

10 Ιουνίου 2024

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

«Ὥσπερ φορτίον καί γεῶδες ἀχθοφόρημα ὡρᾶτο τοῖς ἐν κόσμῳ περιπατῶν ὁ Τυφλός, καί ἐν ταῖς πλατείαις πόδας συντρίβων, τάχα ὡς ὅρασιν τήν ράβδον πλουτῶν˙ ὅθεν καταφεύγει πρός τόν φωτοδότην, ἐξ οὗ λαμβάνει τό φῶς ὁρᾶν, καί ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ βλέπειν τόν ποιητήν, τόν καθ’ ὁμοίωσιν αὐτοῦ καί κατ’ εἰκόνα δημιουργήσαντα τήν φύσιν τῶν ἀνθρώπων, ἐκ γῆς τό πρότερον, καί νῦν χοΐ καί πτύσματι, καταυγάσαντα τούτου τάς κόρας, καί δόντα φιλανθρώπως βλέπειν τόν ἥλιον» (απόστ. Αίνων όρθρου ημέρας).

(Περπατώντας ο τυφλός και συντρίβοντας τα πόδια του στις πλατείες, έχοντας δήθεν ως όραση τη ράβδο του, φαινόταν στους ανθρώπους του κόσμου σαν φορτίο και βάρος της γης. Γι’ αυτό καταφεύγει προς τον φωτοδότη Κύριο, από τον Οποίο παίρνει το φως της όρασης και να βλέπει με τα μάτια του τον Ποιητή και Δημιουργό, που δημιούργησε καθ’ ομοίωσιν και κατ’εικόνα του Ίδιου τη φύση των ανθρώπων, στην αρχή της δημιουργίας από γη και τώρα από χώμα και φτύσμα, και ο Οποίος καταφώτισε τις κόρες των οφθαλμών του και του έδωσε από την αγάπη Του να βλέπει τον ήλιο).

Με δύναμη ποιητική ο άγιος υμνογράφος περιγράφει τα στάδια που πέρασε ο εκ γενετής τυφλός του Ευαγγελίου, μέχρις ότου θεραπευτεί από τον Κύριο, όχι μόνο σωματικά, αλλά κυρίως και πνευματικά. Πρώτο στάδιο, η οδυνηρή πραγματικότητα στην οποία ζούσε ως αόμματος – μη έχοντας όραση, κυρίως όμως και μάτια˙ άδειες κόγχες ήταν στη θέση των οφθαλμών του. Και η οδύνη του τυφλού, κατά τον υμνογράφο, ήταν διπλή: σωματική πρώτον, γιατί κρατώντας το μπαστούνι του τάχα ως όρασή του συχνά σκόνταφτε και έπεφτε, ιδίως στις πλατείες που ήταν μαζεμένος κόσμος˙ δεύτερον ψυχολογική, γιατί ακριβώς γινόταν, κατά την άποψή του, περίγελως των άλλων ή ακόμη χειρότερα αντικείμενο του οίκτου τους. Ο ποιητής εκφράζει με μοναδικό τρόπο την ψυχολογία του, πλήρη καταθλιπτικών στοιχείων: «είμαι ένα φορτίο για τον κόσμο, ένα βάρος πάνω στη γη!» Ίχνος χαράς και ελπίδας δεν φαίνεται να του δίνει ώθηση για ζωή.

Κι εκεί που όλα είναι γι’ αυτόν «μαύρα» και σκοτάδι, έρχεται το δεύτερο στάδιο: η συνάντησή του με τον Κύριο, ο Οποίος τον πλησιάζει με την άπειρη αγάπη Του, «φιλανθρώπως», για να του δώσει φως και προοπτική, στον κόσμο τούτο αλλά και αιώνια. Ποιες οι κινήσεις του Κυρίου; Ψυχολογικά και πνευματικά, τον απαλλάσσει από οποιαδήποτε ενοχή: δεν είναι αυτός αίτιος λόγω αμαρτίας δικής του ή των γονέων του, για ό,τι του έχει συμβεί. Το αντίθετο: η ύπαρξή του συνιστά την αφορμή για να φανερωθεί η δόξα του Θεού! «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά για να φανερωθούν τα έργα του Θεού μέσα από αυτόν».  Ο αόμματος που στα μάτια των άλλων και τα δικά του θα πρέπει ίσως να μην υπάρχει στον κόσμο είναι στα μάτια του Θεού η ύλη που έχει στα χέρια Του ο Θεός για να λάμψει η δόξα Του! Πόσο οι εκτιμήσεις μας για τον κόσμο, για τους συνανθρώπους μας, για τους εαυτούς μας είναι τις περισσότερες φορές πλανεμένες. Με τι μάτια, διεστραμμένα το συνηθέστερο λόγω της αμαρτίας μας, βλέπουμε εμείς˙ με τι μάτια, καθαρά από την απόλυτη και άπειρη αγάπη Του βλέπει ο ίδιος ο Κύριος!

Κι ακολουθεί το τρίτο και σημαντικότερο στάδιο: ο τυφλός αποκαθίσταται, καθώς γεύεται την εμπειρία του πρώτου ανθρώπου, του Αδάμ: να γίνεται υλικό στα δημιουργικά χέρια του Χριστού που του φτιάχνει μάτια και του δίνει το φως να βλέπει, με αποκορύφωση: να του φωτίσει τα πνευματικά μάτια που ήταν όμως έτοιμα και διψασμένα για τον Δημιουργό τους. Και τα διπλά μάτια του πια: τα σωματικά και τα πνευματικά διανοίγονται. Κι αυτό που αντικρίζει είναι η ομορφιά της δημιουργίας, η ομορφιά της κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού ανθρώπινης φύσης του, η χαρισματική θέα του Δημιουργού Χριστού, και τότε που έπλασε τον άνθρωπο από τη γη και τώρα που ο Ίδιος του έφτιαξε τους οφθαλμούς.

Δεν ήταν τυχαίος άνθρωπος ο θεραπευθείς τυφλός. Ήταν έτοιμη η καρδιά του να γευτεί τον Δημιουργό της, ήταν ήδη πιστός και «χριστιανός» πριν τον συναντήσει ο Κύριος. Μπρος στο μεγαλείο του ανθρώπου αυτού κλίνουμε γόνυ καρδίας, δοξολογώντας τον Θεό μας. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία μας τον προβάλλει ως τύπο και για εμάς. Και μας λέει ότι μπορούμε και εμείς να απολαύσουμε τη χαρισματική εμπειρία του και να ανοίξουμε τα μάτια μας, κυρίως τα πνευματικά. Όταν πορευόμαστε εν μετανοία στη ζωή μας. «Έχοντας τυφλωμένα τα μάτια της ψυχής, προσέρχομαι σ’ Εσένα, Χριστέ, όπως ο τυφλός εκ γενετής, κραυγάζοντάς Σου με μετάνοια: Συ είσαι το υπέρλαμπρο φως των εν σκότει της αγνωσίας και της αμαρτίας ανθρώπων» (Κοντάκιο).

ΚΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ… ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ!

Φαντασιωνόμαστε πολλές φορές μεγαλεπήβολα σχέδια για τον εαυτό μας, θέτουμε στόχους που μοιάζουν ηρωικά κατορθώματα, θα θέλαμε να προσφέρουμε γενικά στην κοινωνία μας με μιαν αγάπη περιεκτική του ανθρώπου. Κι έρχεται η πραγματικότητα και το καθημερινό χωματένιο μαγγανοπήγαδο: στο σπίτι μας, στο επάγγελμά μας, στις κοινωνικές σχέσεις μας, που δείχνει ότι παλεύουμε με ό,τι μικρό και ποταπό, με καταστάσεις που μας βγάζουν έξω από τα ρούχα μας, με πράγματα που αποκαλύπτουν ότι κι εμείς τελικά, παρόλο που νομίζουμε ότι είμαστε… αετοί, δεν ξεπερνάμε τα σπουργίτια, για να μην πούμε τα… σκουλήκια – αγόμαστε και φερόμαστε από τα πάθη μας που θεωρούμε ότι τα έχουμε…ξεπεράσει! Είμαστε οι «κατά φαντασίαν χριστιανοί», όπως έγραψε μακαριστός σοφός καθηγητής Θεολογίας, παραφράζοντας τον «κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου.

  Γι’ αυτό και το ζητούμενο και το προσγειωμένο είναι να προσπαθούμε για το λίγο που μπορούμε, αρκεί να το κάνουμε όπως πρέπει. Να γινόμαστε δηλαδή ένα κεράκι μέσα στη γενικότερη καταχνιά και το έρεβος. Όπως το λέει κι ένας στίχος: «γίνε κεράκι με φως λιγοστό, κάποιοι να ελπίσουν είν’ αρκετό». Και κεράκι βεβαίως γίνεται κανείς, όταν αφήνει το Φως του Χριστού να διαπερνά έστω κι αμυδρά την ύπαρξή του.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΩΝΙΝΑ

«Οἱ ἅγιοι κατάγονταν ἀπό τήν κώμη Καρδάμου ἤ Κροδάμων. Καί ἡ μέν ἁγία Ἀντωνίνα ζοῦσε σεμνά καί ὅσια τή ζωή της. Συνελήφθη ὅμως ἀπό τόν Φῆστο κι ἐπειδή δέν πείστηκε νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό κι οὔτε νά λατρέψει τούς δαίμονες, κλείστηκε σ’ ἕνα πορνεῖο. Ἐπί τρεῖς ἡμέρες δέν ἔφαγε τίποτε, ὁπότε ἐμφανίστηκε φῶς κατά τή νύκτα κι ἀκούστηκε βροντή πού ἄνοιξε τίς θύρες τοῦ οἰκήματος, ἐνῶ μία οὐράνια φωνή  τήν προέτρεπε νά σηκωθεῖ καί νά λάβει τροφή. Ζήτησε καί ἔφαγε, καί στή συνέχεια βγῆκε πάλι γιά νά παρασταθεῖ ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνα. Ἐπειδή καί πάλι δέν πείστηκε νά θυσιάσει στά εἴδωλα, τήν κτύπησαν, τήν τρύπησαν μέ τό σπαθί καί πάλι τήν ὁδήγησαν στό πορνικό οἴκημα. Ἐκεῖ τότε, μετά ἀπό ἀποκάλυψη ἀγγέλου, εἰσῆλθε ὁ Ἀλέξανδρος, καί λόγω τῆς ἡλικίας του (ἦταν περίπου εἰκοσιοκτώ ἐτῶν), νόμισαν ὅτι ἦλθε γιά τήν ἄσεμνη πράξη. Διέφυγε λοιπόν τῆς προσοχῆς τους καί κατάφερε νά φυγαδεύσει τήν ἁγία ἀπό τό σπίτι, καλύπτοντας τό κεφάλι της μέ τή χλαμύδα του, ἐνῶ ὁ ἴδιος παρέμεινε ἐκεῖ. Μετά ἀπό λίγο ἀποκαλύφθηκε τό τί ἔγινε - γιατί κάποιοι στρατιῶτες ἦλθαν γιά νά περιπαίξουν τήν ἁγία - ὁπότε ὁ Ἀλέξανδρος ὁδηγήθηκε πρός τόν ἡγεμόνα. Τόν κτύπησαν μέ τό σπαθί πρῶτα κι ἔπειτα, ἀφοῦ βρῆκαν καί ἔφεραν καί τήν ἁγία, ἔκοψαν τά ἄκρα τῶν ποδιῶν καί τῶν χεριῶν καί τῶν δύο, κι ἔτσι, ἀφοῦ ἄλειψαν ὅλο τό σῶμα τους μέ ὑγρή πίσσα, τούς ἔσπρωξαν καί τούς ἔριξαν σ’ ἕναν βόθρο γεμάτο φωτιά. Μέ τόν τρόπο αὐτόν δέχτηκαν τό μακάριο τέλος τους. Τελεῖται δέ ἡ σύναξη τῆς ἑορτῆς τους στήν περιοχή τοῦ Μαξιμίνου στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου βρίσκονται ἀποτεθειμένα τά τίμια λείψανά τους, τά ὁποῖα προσφέρουν πολλές θαυματουργικές ἰάσεις».

ἅγιος Ἰωσήφ ὑμνογράφος χαρακτηρίζει ὡς μεγαλομάρτυρες (βλ. π.χ. ὠδές δ΄, στ΄, θ΄) τούς ἁγίους Ἀλέξανδρο καί Ἀντωνίνα. Διότι τά βάσανα πού πέρασαν δέν ἦταν ἁπλᾶ: πέραν ἀπό τόν ἐγκλεισμό τους στή φυλακή, ὅπως ἀναφέρει τό συναξάρι τους, κτυπήθηκαν, τρυπήθηκαν ἀπό σπαθιά, ἔχασαν τά ἄκρα τους, τούς ἄλειψαν μέ πίσσα, τούς ἔριξαν στή φωτιά. «Ἐμπυρόπισσον μόρον», δηλαδή θάνατο ἀπό πίσσα καί φωτιά, σημειώνει ὁ στίχος τοῦ συναξαρίου τους ὅτι δέχτηκε ἡ ἁγία Ἀντωνίνα. Καί τί σημειώνει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος; Ὅτι αὐτά τά ἀντιμετώπισαν μέ δύο τρόπους: Πρῶτον· τό ὄμμα τῆς ψυχῆς τους τό εἶχαν ἀπολύτως προσηλωμένο στόν Κύριο – ποθοῦσαν μόνα τά αἰώνια καί ὄχι τά ἐπίγεια – καί δεύτερον· στήν ὅποια ἀδυναμία τους εἶχαν βοηθό τόν Κύριο, εἴτε ἄμεσα τόν Ἴδιο εἴτε τόν ἀπεσταλμένο ἀπό Αὐτόν ἄγγελό Του. «Καθώς σέ κρέμαγαν πάνω στό ξύλο, Ἀλέξανδρε, καί σέ κατάκοβαν, ὁπότε κυκλωνόσουν ἀπό σφοδρούς πόνους, ἐσύ ὕψωνες τό βλέμμα τῆς διανοίας σου πρός τόν Θεό, πού εἶναι ὁ μόνος πού μπορεῖ νά σώζει» (ὠδή ε΄). «Ἀθληταί, ἐπειδή ποθήσατε μόνα τά αἰώνια μέ τήν πίστη σας, γι’ αὐτό καί ξεπεράσατε ὅλα τά ὁρατά» (ὠδή α΄). Καί: «Εἴχατε βοηθό σας τόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος σᾶς ἀνακούφιζε ἀπό τά βάσανά σας» (ὠδή α΄). «Σέ παρακολουθοῦσαν ἅγιοι Ἄγγελοι μέ τίς προσταγές τοῦ Δημιουργοῦ σου» (ὠδή γ΄).

 Κι εἶναι χαρακτηριστικό, στό τελευταῖο, ὅτι γιά τόν ἅγιο ὑμνογράφο ἄγγελος, καί μάλιστα ἀρχάγγελος, ἀναδείχτηκε καί ὁ Ἀλέξανδρος γιά τήν ἁγία Ἀντωνίνα, πού σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος δρᾶ συχνά μέ τούς συνανθρώπους μας, οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦν ἀκριβῶς ὡς οἱ ἄγγελοί Του γιά τή σωτηρία μας. «Ὁ Χριστός σοῦ δωρίζει νόηση καί σύνεση, καί σέ διατηρεῖ ἄσπιλη καί ἄμωμη ἀπό τά χέρια τῶν ἐχθρῶν, ἐνῶ σοῦ στέλνει ὡς σωτήρα, Ἀντωνίνα, τόν ἱερό Ἀλέξανδρο, σάν ἕνα εἶδος θείου ἐξ ὕψους Ἀρχάγγελο» (ὠδή δ΄).  

Εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ παρατήρηση τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ ὅτι ὁ Κύριος ἐπεμβαίνει στά μαρτύρια τῶν ἁγίων μαρτύρων Του ὄχι μέ τό νά τά σταματᾶ ἤ νά θεραπεύει τά τραύματά τους, ὅπως συμβαίνει μέ ἄλλους μάρτυρες, ἀλλά μέ τό νά δυναμώνει τίς ψυχές τους προκειμένου νά τά ὑπομένουν μέχρι τέλους. «Καθώς ἤσασταν κι οἱ δύο στή φυλακή, νιώθατε ἀγαλλίαση, τήν ὥρα πού ἄστραψε φῶς γιά χάρη σας κι ἦλθε φωνή ἀπό τόν Θεό πού ’βαλε θάρρος στίς ψυχές σας» (ὠδή στ΄). Κι εἶναι ἀξιοσημείωτη, γιατί πολλές φορές, γιά νά μήν ποῦμε τίς περισσότερες, ὁ Κύριος δέν μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τά βάσανα καί τίς θλίψεις τῆς παρούσης ζωῆς, ἀλλά μᾶς δυναμώνει καί μᾶς δίνει ὑπομονή προκειμένου νά τά ἀντιμετωπίσουμε μέ γενναιότητα κι ἀνδρεία. Ἄλλωστε ὁ Ἴδιος εἶπε διά τῶν ἀποστόλων Του ὅτι «διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». Κι αὐτή ἡ ὑπομονή τῶν ἁγίων μαρτύρων, ἡ σταθερότητά τους μέχρι τέλους, τούς ἔκανε τελικῶς νά μοιάζουν μέ τούς ἄυλους ἀγγέλους, (ὠδή στ΄: «ὡμοιώθητε ἀύλοις λειτουργοῖς, μάρτυρες»), κι ἀκόμη περισσότερο βέβαια νά παρίστανται μέ παρρησία καί δόξα ἐνώπιον τῆς ἁγίας Τριάδος (κάθισμα ὄρθρου: «Δυάς ἡ θαυμαστή τῶν σεπτῶν ἀθλοφόρων… ἐν δόξῃ παρίσταται τῇ Τριάδι»).

08 Ιουνίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (2)

 

"Ποῦ ἐστιν ᾽Εκεῖνος;" (᾽Ιωάν. 9, 12)

Μπροστά στό μεγάλο θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ ἀπό τόν ᾽Ιησοῦ οἱ ᾽Ιουδαῖοι τά χάνουν καί ἀναζητοῦν τόν αἴτιο: ῾Ποῦ ἐστιν ᾽Εκεῖνος;᾽ Κι ὁ πρώην τυφλός πού δέχεται τήν ἐρώτηση, δέν μπορεῖ νά δώσει ἀπάντηση, πέρα ἀπό τό ὄνομα τοῦ ᾽Ιησοῦ καί τό γεγονός τῆς θεραπείας του. Διότι ὁ Κύριος, τόν ῾Οποῖο ὁ τυφλός ἀγνοεῖ, τόν ἔστειλε πρός νίψη στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, ὁπότε ἐκεῖνος πιστεύοντας στόν λόγο καί ἀνταποκρινόμενος ὄντως θεραπεύεται. ᾽Αναζητοῦν λοιπόν οἱ ᾽Ιουδαῖοι τόν Χριστό.

 

᾽Αλλ᾽ ἡ ἀναζήτηση τοῦ ᾽Ιησοῦ εἶναι φαινόμενο πού ἐπισημαίνουμε σέ πολλά ἐπίπεδα μέσα στό Εὐαγγέλιο:

- ἀναζητεῖ τόν ᾽Ιησοῦ ὡς νήπιο ὁ ῾Ηρώδης, γιατί Τόν βλέπει ὡς ἀπειλή, ἀφοῦ εἶναι κατά τούς μάγους ῾ὁ τεχθείς βασιλεύς τῶν ᾽Ιουδαίων᾽,

 - ἀναζητοῦν τόν ᾽Ιησοῦ πολλές φορές οἱ Φαρισαῖοι καί οἱ θρησκευτικοί ἄρχοντες τοῦ ᾽Ισραήλ, γιατί εἶναι ῾ἐπικίνδυνος᾽, ἀφοῦ καταλύει τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καί καταργεῖ τίς παραδόσεις τους,

- ἀναζητεῖ ὁ ἁπλός λαός τόν ᾽Ιησοῦ, γιατί τούς ἔδωσε νά φάει,

 - ἀναζητεῖ τόν ᾽Ιησοῦ ὁ ῾Ηρώδης ᾽Αντίπας, γιατί θέλει νά ῾διασκεδάσει᾽, ἀφοῦ ἔχει ἀκούσει γιά τήν ἱκανότητά Του νά κάνει θαύματα.

 ᾽Αλλά καί: - ἀναζητοῦν οἱ μαθητές τοῦ ᾽Ιωάννη Προδρόμου τόν ᾽Ιησοῦ, γιατί Αὐτόν ὑποδείκνυε ὡς Μεσσία ὁ δάσκαλός τους,

- ἔρχεται πρός ἀναζήτησή Του ὁ Ναθαναήλ πού ἄκουσε θαυμαστά γι᾽ Αὐτόν ἀπό τόν φίλο του Φίλιππο,

- ἔρχονται πρός ἀναζήτησή Του οἱ Σαμαρεῖτες, γιατί προκλήθηκαν ἀπό τή μαρτυρία τῆς συμπατριώτισσάς τους, πού εἶπε ὅτι ὁ ᾽Ιησοῦς τῆς ἀπεκάλυψε ὅλη της τή ζωή.

 Κι ὄχι μόνο τότε στά χρόνια τοῦ ᾽Ιησοῦ. Σέ κάθε ἐποχή, κι ὅσο θά ὑπάρχει κόσμος, θά ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἀναζητοῦν τόν ᾽Ιησοῦ. Δέν θά Τόν ἀναζητοῦν ὅμως ὅλοι γιά τούς ἴδιους λόγους καί γιά τόν ἴδιο σκοπό. ῞Οπως τότε, ἔτσι καί πάντα: ἄλλος ἀναζητεῖ τόν Χριστό κινούμενος ἀπό μίσος καί ἔχθρα πρός Αὐτόν, ἄλλος ἀπό περιέργεια, ἄλλος ἀπό γνήσια ἀναζήτηση τῆς καρδιᾶς του, ψάχνοντας ῾τό ὕδωρ τό ζῶν᾽ κι ἄλλος ἀπό ἀγάπη πρός Αὐτόν, βλέποντας ὅτι ἡ φλόγα πού ἔχει ἀναφθεῖ μέσα του γιά τόν Χριστό διαρκῶς καί φουντώνει.

 

 ῎Ετσι τό ῾ποῦ ἐστιν ᾽Εκεῖνος;᾽ ἀποτελεῖ αἴτημα καί τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν τοῦ Χριστοῦ, πού ἐπιβεβαιώνει τήν εὐαγγελική καί διαχρονική ἀλήθεια ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ἀδιάφορος μπροστά Του. Πάντοτε δηλαδή μπροστά στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὑποχρεωμένος κάποιος νά πάρει μιά ἀπόφαση εἴτε θετική εἴτε ἀρνητική. ῞Οπως ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος τό ἔχει ἀποκαλύψει: ῾ὁ μή ὤν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι καί ὁ μή συνάγων μετ᾽ ἐμοῦ σκορπίζει᾽. Κι ἄν ἤθελε κανείς νά κρίνει τήν ποικιλία τῶν ἀρνητῶν τοῦ Χριστοῦ, εἴτε δηλαδή τῶν καθαρά ἐχθρῶν καί πολεμίων Του εἴτε τῶν ἀδιάφορων ἀπέναντί Του, θά ἔλεγε ὅτι οἱ ἀδιάφοροι εἶναι καί οἱ χειρότεροι ἐχθροί Του, γιατί σ᾽ αὐτούς πού φανερά Τόν ἐχθρεύονται καί Τόν πολεμοῦν ὑπάρχει ἐλπίδα ἀκόμη καί σύντομης μεταστροφῆς τους - ἀσχολοῦνται μέ ᾽Εκεῖνον ἔστω καί ἀρνητικά - ἐνῶ στούς ἀδιάφορους πού μπορεῖ νά μήν ἀρνοῦνται κἄν τόν Χριστό, δέν ὑπάρχει προβληματισμός καί ἐνδιαφέρον. ῾῎Οφειλες νά εἶσαι ἤ ψυχρός ἤ θερμός. ᾽Επειδή ὅμως εἶσαι χλιαρός (καί στούς χλιαρούς βεβαίως ἀνήκουν καί οἱ ἀδιάφοροι μέ τήν πίστη) θά σέ ἐμέσω ἀπό τό στόμα μου᾽ (᾽Αποκ. ᾽Ιωάννη).

 

 Ποῦ ἐστιν ᾽Εκεῖνος;᾽ Στήν ἀναζήτηση τοῦ Χριστοῦ καί μάλιστα ὡς Σωτήρα τῆς ζωῆς μας δέν ὑπάρχει ἕνας δρόμος. Κι ἀπό τήν ἄλλη κανείς δέν μπορεῖ νά ἐξασφαλίσει τή συγκεκριμένη ἀπάντησή Του. ᾽Εμεῖς (πρέπει νά) Τόν ἀναζητοῦμε κι ᾽Εκεῖνος θά κρίνει τό ποῦ καί τό πῶς τῆς ἐμφάνισής Του. Αὐτό πού γνωρίζουμε εἶναι ὅτι ἡ ἐμφάνισή Του αὐτή ἔχει πάντα τό στοιχεῖο τῆς ἔκπληξης:

῎Ερχεται ἐκεῖ πού δέν τό περιμένεις καί πού ῾φαίνεται᾽ ὅτι δέν συντρέχουν οἱ συνθῆκες τῆς παρουσίας Του.

῎Ερχεται ῾κεκλεισμένων τῶν θυρῶν᾽ ἤ ἐκεῖ πού παλεύεις μέ τά κύματα τῆς ζωῆς, ἕτοιμος νά καταποντιστεῖς – κι ᾽Εκεῖνος εἶναι πάνω στά κύματα δίπλα σου.

Πλησιάζεις κάποιον πού πιστεύεις ὅτι μπορεῖ νά σέ βοηθήσει γιά νά Τόν βρεῖς καί ἀκοῦς ᾽Εκεῖνον νά σέ προσφωνεῖ μέ τ᾽ ὄνομά σου.

Συνοδοιπορεῖς μέ ἄγνωστο καί σοῦ ῾βγαίνει᾽ ὁ ῎Ιδιος ῾ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ᾽.

῎Ερχεται κυρίως στήν ῾κλᾶσιν τοῦ ἄρτου᾽, στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καί μόλις Τόν αἰσθανθεῖς καί πᾶς νά Τόν ῾πιάσεις᾽, ῾ἄφαντος γίνεται ἀπό Σοῦ᾽.

Μά ἐκεῖ πού μᾶς εἶπε ὅτι θά Τόν βρίσκουμε πάντα στήν ὅποια ἀναζήτησή μας εἶναι στό πρόσωπο τοῦ κάθε ἀδελφοῦ, καί μάλιστα τοῦ ἐλαχίστου. ῾᾽Εφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε᾽!

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (1)

«Και σχίσμα ην εν αυτοίς…» (Ιωάν. 9, 16)

Μία οξεία αντιπαράθεση μεταξύ ιδεολογίας και εμπειρίας παρακολουθούμε στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα. Από τη μία οι θρησκευτικοί άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι αρνούνται να πιστέψουν στα μάτια τους και στη μαρτυρία των υπολοίπων συμπατριωτών τους. Από την άλλη ο εκ γενετής τυφλός, ο οποίος δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μαρτυρεί ό,τι του συνέβη: την εμπειρία του από τη συνάντησή του με τον Χριστό. Κι αξίζει να σταθούμε στην αντιπαράθεση αυτή, γιατί μπορεί να θεωρηθεί τύπος για ό,τι συμβαίνει σε κάθε εποχή. Πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που αρνούνται τον Χριστό για λόγους θεωρητικούς, και πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που Τον ομολογούν γιατί Τον ένιωσαν με όλη τους την ύπαρξη.

1. Ξενίζει σε πρώτη ανάγνωση η αντίδραση των θρησκευτικών αρχόντων να δεχτούν το θαύμα του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι αυτό γιατί βλέπουν την ορατή απόδειξη μπροστά τους: τον θεραπευμένο πια τυφλό, ο οποίος όχι μόνο απέκτησε την όρασή του αλλά και τους  οφθαλμούς που δεν είχε – ο Κύριος λειτουργεί όπως απαρχής  ως ο Δημιουργός Θεός –, τη στιγμή μάλιστα που το γεγονός  βεβαιώνει πλήθος  ανθρώπων, αλλά και οι ίδιοι οι γονείς του τυφλού χωρίς να είναι ακόλουθοι του Χριστού. Η πνευματική τύφλωση που επιδεικνύουν  - να αρνούνται το προφανές – είναι κυριολεκτικά ασύλληπτη, η οποία  επιτείνεται ακόμη περισσότερο όταν γνωρίζει κανείς την αδιάκοπη απαίτησή τους να «δουν» ένα θαύμα προκειμένου να πιστέψουν.

Ό,τι φαίνεται παράδοξο όμως, στην πραγματικότητα είναι απόλυτα φυσικό και κατανοητό για τους θρησκευτικούς άρχοντες. Διότι η άρνησή τους υποκρύπτει τελικώς την έλλειψη διάθεσης να πιστέψουν στον Χριστό. Όταν είσαι βολεμένος στον κόσμο τούτο κι όταν ικανοποιούνται τα πάθη σου, γιατί να θέλεις αλλαγή; Αν οι άρχοντες δέχονταν το θαύμα θα σήμαινε ότι δέχονται τον Χριστό ως εκ Θεού προερχόμενο, ως τον Μεσσία που είχαν προαναγγείλει οι προφήτες, συνεπώς θα έπρεπε να μετανοήσουν και να αλλάξουν τρόπο ζωής. Κι αυτοί δεν είχαν καμία τέτοια διάθεση.

2. Η στάση αυτή των Ιουδαίων υπάρχει διαχρονικά. Η όποια αμφισβήτηση δηλαδή του Χριστού σε κάθε εποχή δεν στηρίζεται σε άλλους λόγους πέρα από την αμαρτία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος που έχει επιλέξει να ζει με εγωισμό και με χάιδεμα των παθών του, αδυνατεί να είναι με τον Χριστό. Χριστός και αμαρτία δεν συμβιβάζονται. Η ακολουθία του Χριστού σημαίνει συντονισμό με τη ζωή του ίδιου του Χριστού, κατά τον σαφή λόγο Του: «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον Σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Γι’ αυτό και η πίστη σ’ Αυτόν δεν είναι εύκολη υπόθεση. Την ασπάζονται μόνον εκείνοι που η γενναιότητα και η ανδρεία χαρακτηρίζουν τη ζωή τους· που η θυσία γίνεται πια η επιλογή τους. Κι αυτό γιατί ο Χριστός ανατρέπει τα πάντα: όλες τις επίγειες αγάπες και δεσμεύσεις του ανθρώπου, προκειμένου να βάλει στην πρώτη θέση την αγάπη στον Θεό, την αγάπη σ’ Εκείνον. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της διανοίας σου, εξ όλης της ισχύος σου». Και «ο φιλών πατέρα ή μητέρα ή τέκνα ή αγρούς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος». Και ποιο το αποτέλεσμα για τον πιστό; Να γεύεται πάντοτε τον Θεό μέσα του και να γίνεται και ο ίδιος ένας μικρός Θεός – ό,τι συνιστά τον σκοπό και την υγεία του ανθρώπου.

3. Από την άλλη υπάρχουν εκτός από τους αμφισβητίες οι πιστοί. Όχι βεβαίως οι ψεύτικοι και κάλπικοι – όσοι έχουν κάνει ιδεολογία και θεωρητική γνώση κι ίσως και μόδα τη χριστιανική πίστη – αλλά οι αληθινοί και γνήσιοι, που έχουν προσωπική εμπειρία της σχέσης τους με τον Χριστό. Στην άρνηση των αμφισβητιών προβάλλουν τη μαρτυρία της εν Χριστώ ζωής τους, σαν τον θεραπευμένο πρώην τυφλό που λέει στους απίστους Ιουδαίους: «δεν ξέρω τι λέτε εσείς, εγώ ένα ξέρω: ήμουν τυφλός και τώρα βλέπω», γεγονός που σημαίνει πως όσα επιχειρήματα μπορεί να φέρει η ανθρώπινη συλλογιστική κατά του Χριστού ως Υιού του Θεού καταπίπτουν μπροστά στην ίδια την πραγματικότητα της ζωντανής παρουσίας Του στη ζωή ενός ανθρώπου. Η εμπειρία έτσι που απέκτησε ο πρώην τυφλός τον έφερε στη σωτηρία: την ορθή πίστη στον Χριστό και την αληθινή γνώση Του.

4. Η περίπτωσή του θυμίζει από μία άποψη τους αποστόλους μετά την Ανάσταση και την Πεντηκοστή. Στους αρνητές και πάλι Ιουδαίους, οι οποίοι μάλιστα τους απειλούν, τους κλείνουν στη φυλακή, τους βασανίζουν με κίνδυνο να χάσουν την ίδια τη ζωή τους, εκείνοι προβάλλουν την προσωπική τους εμπειρία: «ου δυνάμεθα α είδαμεν και ηκούσαμεν μη λαλείν», ό,τι σημειώνει δηλαδή και στην Α΄ Καθολική επιστολή του ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος: «Ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν,…απαγγέλλομεν υμίν». Γι’ αυτό και είναι έτοιμοι όχι μόνο να συνεχίσουν να εξαγγέλλουν την πίστη τους, αλλά και μύριες φορές να πάθουν προς χάρη της. Και την ίδια στάση διαπιστώνουμε έπειτα και σε όλη την εκκλησιαστική ιστορία. Ουδέποτε παρουσιάστηκε περίπτωση χριστιανός εν επιγνώσει και με εμπειρία της χάρης του Θεού στη ζωή του να αρνηθεί τον Κύριο. Όσοι τυχόν Τον αρνήθηκαν ήταν γιατί δεν Τον είχαν πραγματικά πιστέψει, που θα πει δεν είχαν νιώσει τη χάρη Του ενεργούσα μέσα στην καρδιά τους. Αιώνια θα ισχύει ο συγκλονιστικός λόγος του Κυρίου, που ο ίδιος είχε πει στους Ιουδαίους, γιατί δηλαδή δεν κατανοούν τον λόγο Του. Διότι δεν είχαν τη δύναμη εκείνη μέσα τους, τη χάρη του Θεού, που θα τους άνοιγε τα πνευματικά ώτα για να τον ακούνε. «Διατί την λαλιάν την εμήν ου γινώσκετε; Ότι ου δύνασθε ακούειν τον λόγον τον εμόν». Για να ερμηνεύσει ακόμη συγκλονιστικότερα: Δεν έχουν τη δύναμη αυτή, γιατί είναι προσκολλημένοι στον πατέρα τους διάβολο και επιτελούν τις επιθυμίες εκείνου. «Υμείς εκ του πατρός του διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας του πατρός υμών θέλετε ποιείν».

Το σχίσμα του λαού για τον Χριστό υφίσταται πάντοτε. Ήδη άλλωστε το είχε προφητέψει ο γέρων Συμεών κατά την υπαπαντή του με τον Κύριο. «Σημείον αντιλεγόμενον» χαρακτήρισε τον Κύριο, όπως και ότι «Ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ». Το ίδιο ισχύει και στην εποχή μας. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην υφίστανται οι αρνητές του Χριστού και του ζωντανού σώματός Του της Εκκλησίας. Αλλ’ εκείνοι ήδη έχουν κριθεί λόγω της άρνησής τους. Το θέμα είναι τι κάνουμε εμείς! Ο Χριστός έχει αγγίξει τους πνευματικούς μας οφθαλμούς, ώστε ορώντες να βεβαιώνουμε με την εμπειρία μας την αλήθεια Του;