04 Ιουλίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο «ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ»

Ο άγιος Ανδρέας αρχιεπίσκοπος Κρήτης (δεύτερο ήμισυ 7ου αι.-740) διακρινόταν για τη μόρφωσή του αλλά και για το λογοτεχνικό του χάρισμα. Άφησε στην Εκκλησία πολλά δογματικά συγγράμματα και  ομιλίες, κυρίως όμως «αρμονικά μελωδήματα» (Θεοφάνης), τα οποία τον ενέταξαν στους σπουδαίους υμνογράφους της Εκκλησίας. Το λαμπρότερο όμως πόνημά του με το οποίο κατανύσσει τις καρδιές των ορθοδόξων πιστών κάθε χρόνο (Πέμπτη Ε΄ εβδομάδος των Νηστειών) οδηγώντας τους σε μετάνοια είναι ο Μέγας Κανόνας του, που αποτελεί μία σύνοψη όλης της θείας οικονομίας, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Από το εκτενές αυτό έργο (250 περίπου τροπάρια), που θα ήταν καλό να αποτελεί εντρύφημα των χριστιανών συχνά πυκνά κατά τη διάρκεια του έτους, επιλέγουμε ένα τροπάριο (από την γ΄ ωδή σε νεοελληνική απόδοση), που νομίζουμε ότι έχει ξεχωριστή σημασία και για την εποχή μας, την τόσο αλλοπρόσαλλη και  παράδοξη, καθώς πορεύεται δυστυχώς εκεί που συναντά το «τίποτε» ως απουσία νοήματος ζωής. Και δικαιολογημένα: πορευόμαστε οι άνθρωποι κατά το θέλημά μας και όχι κατά το θέλημα του Θεού.

«Άκουσες, ψυχή μου, για τον Αβραάμ που εξαρχής εγκατέλειψε την πατρική του γη και έγινε μετανάστης. (Λοιπόν) να μιμηθείς τη διάθεση και την προαίρεσή του».

Τον Αβραάμ προβάλλει ο άγιος ως πρότυπο προκειμένου να τον μιμηθεί και στη δική του ζωή. Τον Αβραάμ που η Αγία Γραφή συχνά (με αποκορύφωμα τον απόστολο Παύλο στην προς Ρωμαίους επιστολή: πρβλ. 4, 11εξ.) τον θεωρεί ως το κατεξοχήν υπόδειγμα αληθινής πίστεως στον Θεό. Γιατί; Διότι όλη η ζωή του υπήρξε ένα «ναι» στο θέλημα του Θεού, ο Οποίος μιλώντας μυστικά στην καρδιά του τον καλούσε να κάνει πράγματα πέρα από κάθε λογική και φυσική αίσθηση.

Στον υπ’ όψιν ύμνο ο Αβραάμ προβάλλεται ως πρότυπο για το πρώτο μεγάλο γεγονός αλλαγής της ζωής του: τον ξεριζωμό του· να φύγει και να γίνει μετανάστης, όχι γιατί τον ανάγκασε κάποια ιδιαίτερη δυσκολία, αλλά γιατί τον σπρώχνει μία εσωτερική φωνή, την οποία  εμπιστεύεται ως Θεού φωνή και η οποία τελικώς δεν τον απογοητεύει. Πώς όμως ο άγιος Ανδρέας καλεί την ψυχή του (αλλά και τη δική μας) ώστε να γίνουμε «μετανάστες» μιμούμενοι τον Αβραάμ; Τι σημαίνει να μεταναστεύει κανείς, προφανώς για να μπορεί να παραμένει χριστιανός;

Η απάντηση είναι απλή αλλά και δύσκολη. Απλή, γιατί ο χριστιανός, εν αντιθέσει όπως είπαμε προς ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία που ζει, καλείται ανά πάσα στιγμή στη ζωή του να φεύγει από το δικό του θέλημα, το εγωιστικό και αμαρτωλό και θεμελιωμένο στα ψεκτά πάθη του, προκειμένου να βρίσκεται στο θέλημα του Θεού, πάνω στις εντολές του Χριστού,  σε κοινωνία δηλαδή με τον Ίδιο που είναι «η Οδός»! «Γενηθήτω το θέλημά Σου» είναι η αδιάκοπη προσευχή του.

Δύσκολη, γιατί η προσκόλληση του ανθρώπου στα πάθη και στον εγωισμό του – ακόμη και για τον βαπτισμένο πιστό που έχει λάβει τη δύναμη και τη χάρη απεμπλοκής από τα πάθη – είναι συχνά τόσο μεγάλη, ώστε πρέπει όντως να καταβάλει σκληρή προσπάθεια για να στραφεί προς τον Θεό και να ξεκινήσει τη σωτήρια και απαραίτητη «μετανάστευση». Κι εδώ έγκειται βεβαίως η πνευματική άσκηση και ο αγώνας κάθε χριστιανού, γεγονός που τον διαφοροποιεί ποιοτικά από κάθε άλλον συνάνθρωπό του.

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΗΤΗΣ Ο ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΗΣ

«Ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας (7ος-8ος αἰ.) καταγόταν ἀπ᾽ τήν πόλη τῆς Δαμασκοῦ, ἀπό θεοφιλεῖς γονεῖς, καί ἀποδύθηκε στή μάθηση τῶν γραμμάτων. Ὅταν πατριάρχευε στήν ῾Αγία Πόλη ῾Ιερουσαλήμ ὁ Θεόδωρος, κείρεται κληρικός καί καθίσταται γραμματέας τοῦ Πατριάρχη. Κι ὅταν συγκροτήθηκε Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη, στέλλεται ἀπό αὐτόν γιά νά συμφωνήσει μέ τά ἀποφασισθέντα.  Λόγω τῆς γνώσης καί τῆς ἀρετῆς πού τόν χαρακτήριζαν, ἔγινε Διάκονος τῆς Μεγάλης ᾽Εκκλησίας καί μετά ἀπό λίγο ὀρφανοτρόφος. ᾽Αργότερα ἐκλέχτηκε ᾽Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Πηγαίνοντας στόν τόπο τῆς παροικίας του γιά δεύτερη φορά καί εὑρισκόμενος σέ κάποιο νησί, πού τό λέγαν ᾽Ερεσσό, κοντά στή Μυτιλήνη, ἔφυγε ἀπό τή ζωή αὐτή, ἀφήνοντας στήν ᾽Εκκλησία τοῦ Θεοῦ πάμπολλα συγγράμματα».

Ὁ ἅγιος χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας «ὅλος, φαεινότατος ἀστήρ» (ωδή γ´ κ.α.), πού σημαίνει καταυγάζει τό στερέωμα αὐτῆς μέ τά λόγια του, τά ἔργα του, τίς προσευχές του. Αὐτή ἄλλωστε εἶναι καί ἡ θέση τῶν ἁγίων: ἔχοντας ἀνοίξει τήν ὕπαρξή τους στόν πανάγιο Θεό, ἔχουν δεχτεῖ τίς λαμπηδόνες τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μέ τόν τρόπο πού τό ἔχει βεβαιώσει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου. Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσει ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾽ ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς». Οἱ ἅγιοι λοιπόν εἶναι μία φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, κάτι πού τό βλέπουμε ἔντονα καί στόν ἐν ἁγίοις πατέρα ἡμῶν ᾽Ανδρέα Κρήτης.

Λάμποντας ὡς ἀστήρ, σημειώνει ὁ ὑμνογράφος, «τέρπει την Εκκλησία, με τα ορθόδοξα δόγματά του και τα αρμονικά μελωδήματά του» (ωδή γ´). Πράγματι, ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας, γιά νά συγκεκριμενοποιήσουμε τήν ἁγιότητά του,  μέ τό δοθέν σ᾽ αὐτόν χάρισμα τῆς γνώσεως,  ἀφενός εἶχε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἀπέκτησε δηλαδή τή γνώση Αὐτοῦ - αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς γνώσης στή χριστιανική πίστη: τῆς προσωπικῆς μέθεξης σ᾽ Αὐτόν διά τῆς τηρήσεως τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν -τήν ὁποία γνώση στή συνέχεια ἐξέφρασε ἐν λόγῳ, διά τοῦ ἄλλου χαρίσματος τῆς  σοφίας πού ἐπίσης τοῦ δόθηκε,  καί γι᾽ αὐτό ἀναδείχτηκε στό μεγάλο ἀξίωμα τοῦ κατά Χριστόν θεολόγου. Διότι αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινός θεολόγος τῆς ᾽Εκκλησίας: ὄχι ὁ κάτοχος ἑνός πτυχίου Θεολογικῆς Σχολῆς, ἀλλ᾽ ὁ ἔχων τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ πού μπορεῖ νά τή διατυπώνει μέ τόν λόγο. Ὁ ἅγιος λοιπόν ᾽Ανδρέας μᾶς ἄφησε καταρχάς συγγράμματα δογματικά καί πολλές ὁμιλίες, γενόμενος, κατά τήν ὑμνολογία πάλι, «δογματιστής ἀληθέστατος» (στιχηρό εσπερινού) καί «στηριγμός τῆς εὐσεβείας τῶν δογμάτων τῶν ὀρθῶν» (στιχηρό εσπερινού).

᾽Αλλά πέραν τῶν δογματικῶν κειμένων του ἐκεῖνο πού τόν κατέστησε ἰδιαιτέρως προσφιλή στήν ᾽Εκκλησία εἶναι «τά ἁρμονικά μελωδήματά του». Ὁ ἅγιος ὑπῆρξε μέγας ὑμνογράφος τῆς ᾽Εκκλησίας, «προκαλώντας ευχαρίστηση στις καρδιές όλων κάθε φορά με την υμνολόγηση της αγίας Τριάδος, των ταγμάτων των αγίων και της αχράντου Παρθένου» (κάθισμα όρθρου) – την υπεραγία Θεοτόκο μάλιστα «που είναι πάνω από κάθε έπαινο την δοξολογούσε διαρκώς και μεγάλη σπουδή με ποικίλους επαίνους» (ωδή δ΄). Τό λαμπρότερο ὅμως πόνημά του, μέ τό ὁποῖο κατανύσσει τίς καρδιές τῶν χιλιάδων ὀρθοδόξων πιστῶν κάθε χρόνο, ὁδηγώντας τους στούς σωτήριους δρόμους τῆς μετανοίας, εἶναι ὁ Μέγας Κανών του, πού, ψαλλόμενος τήν Πέμπτη τῆς πέμπτης ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἀποτελεῖ στήν οὐσία μία σύνοψη ὅλης τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, καί στήν πρώτη ἀποκάλυψή Του, τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά καί στήν τελείωσή της, τήν Καινή Διαθήκη. Όπως σημειώνει και ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης στους στίχους του συναξαρίου «Πέθανε και βρήκε μεγάλο στεφάνι των κόπων του ο ποιμένας της Κρήτης, του οποίου έργο ήταν ο μέγας Κανών». ᾽Εκεῖ ὁ ἅγιος γίνεται «ὁ ἀψευδής ἐπαινέτης τῶν Μαρτύρων τῶν ῾Αγίων», «ὁ ἀλείπτης πρός ἐπανάληψιν τῆς ἀρετῆς», ἰδιαιτέρως ὅμως «ὁ ζωγράφος τῆς τοῦ βίου ματαιότητος» (στιχηρό εσπερινού). Μέ τήν παρρησία λοιπόν πού ἔχει στόν Θεό, ὡς ὁδηγός τῆς ὀρθοδοξίας καί διδάσκαλος τῆς εὐσεβείας καί τῆς σεμνότητος, τόν παρακαλοῦμε νά πρεσβεύει καί γιά ἐμᾶς, νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας.

03 Ιουλίου 2024

Η… ΓΚΛΑΡΡΥ!

Το έβλεπα και το μνημόνευα πολύ καιρό τώρα. Ήταν από τα χαρτάκια που μας φέρνουν για να μνημονευθούν στην αγία πρόθεση κι είχε το συγκεκριμένο όνομα μέσα που κινούσε την προσοχή: «Γκλάρρυ»! Με τη συγκεκριμένη ορθογραφία και πάντα από τις πρώτες θέσεις στη σειρά. Και δεν ήταν από αυτά που όλοι οι ιερείς το συναντούν κατά καιρούς: αντί ονόματα να έρχονται προς μνημόνευση… ζαρζαβατικά ή άλλα αναλώσιμα. Τρία κιλά πατάτες, δύο κιλά ντομάτες, ένα κολοκυθάκια κ.ο.κ. – η σύγχυση στις νοικοκυρές που μέσα στη βιασύνη τους να τα προλάβουν όλα μπερδεύουν τα χαρτιά με τα οποία περιφέρονται. Ρώτησα τους συνεφημερίους από πού μπορεί να βγαίνει το όνομα και όλοι δήλωσαν άγνοια.

«Μπορεί να είναι ξενικό ή να είναι παραλλαγή κάποιου γνωστού ονόματος που Κύριος οίδε πώς κατέληξε έτσι», σκέφτηκα. Γιατί θυμήθηκα μία εκπομπή στο ραδιόφωνο πριν από αρκετές δεκαετίες, που επιμελείτο και παρουσίαζε ο γνωστός και διάσημος και συμπαθέστατος μέγας μουσικός Μίμης Πλέσσας και που είχε τον τίτλο «Βρες το και πάρτο!» Λοιπόν, κάποια φορά είχε στο τηλέφωνο ο παρουσιαστής μία κοπέλα που είπε πως την έλεγαν Σούλα. «Σούλα από το Αθανασία ή το Αναστασία;» ρώτησε με τη γνωστή, μπάσα, κελαριστή και μελωδική φωνή του ο κ. Πλέσσας. «Όχι, όχι» απάντησε η κοπέλα. «Από το Κυριακή βγαίνει». «Από το Κυριακή, πώς;» έμεινε εμβρόντητος ο γνωστός συνθέτης. «Κοιτάξτε», είπε σχεδόν συνωμοτικά η «Σούλα». «Το Κυριακή στα Γαλλικά είναι Ντιμάνς, οπότε Ντιμανσούλα, Σούλα»!

Αυτό θυμόμουν λοιπόν συχνά κάθε φορά που ερχόμουνα αντιμέτωπος με το όνομα που έπρεπε να μνημονεύσω. «Γκλάρρυ! Βρες τώρα από πού προέρχεται»! Σημασία είχε πάντως ότι μνημονευόταν όσο γινόταν καρδιακά έστω και άγνωστη η… γνωστή Γκλάρρυ. Μέχρις ότου σταμάτησε να έρχεται το συγκεκριμένο χαρτάκι. Σταμάτησε εννοείται και η μνημόνευση της άγνωστης, η οποία όμως είχε δημιουργήσει γύρω από το όνομά της ένα μυστήριο. «Τι να έγινε η Γκλάρρυ;» σκεφτόμουν κατά καιρούς. «Πώς ξαφνικά εκεί που πάντοτε μας δινόταν το όνομα προς μνημόνευση τώρα χάθηκε;»

Η απορία μου δεν άργησε να βρει τη λύση της. Γιατί κάποια φορά ρώτησα τον συνεφημέριο που είχα ζητήσει και από αυτόν πληροφορίες για τη συγκεκριμένη κοπέλα.

«Τι έγινε με τη… Γκλάρρυ; Δεν την ξανάδα στο χαρτάκι».

«Ναι, δεν πρόκειται να την ξαναμνημονεύσουμε στα Υπέρ υγείας», είπε, «αλλά ούτε και στα Υπέρ αναπαύσεως».

Χαμογέλασε περίεργα μ’ ένα μυστήριο τρόπο.

«Κι αυτό, γιατί;» Το ενδιαφέρον μου αυξήθηκε κατακόρυφα, καθώς ένιωσα την άδηλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα.

«Η Γκλάρρυ πέθανε, καλύτερα ψόφησε» ψιθύρισε, λες και δεν ήθελε κάποιος να τον ακούσει.

«Ψόφησε;» - τραβήχτηκα προς τα πίσω από την απροσδόκητη πληροφορία.  «Τι ήταν δηλαδή η Γκλάρρυ;»

«Όπως το κατάλαβες. Ήταν μία σκυλίτσα, που η κάτοχός της την έβαζε πάντοτε προς μνημόνευση στις Θείες Λειτουργίες. Και το έμαθα, όταν ήλθε συντετριμμένη η αφεντικίνα της για να της κάνω…τρισάγιο!»

 «Τρισάγιο; Κι εσύ τι έκανες;»

 «Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι αυτό δεν γίνεται, γιατί τρισάγια και μνημόνευση στη Θεία Λειτουργία κάνουμε για τους βαπτισμένους ορθόδοξους χριστιανούς, για ανθρώπους δηλαδή και όχι για τα συμπαθέστατα κατά τα άλλα… ζώα».

«Δεν ήταν… «βαπτισμένη» η Γκλάρρυ;», μου ήρθε αυθόρμητα να σχολιάσω σκωπτικά αυτό που έμαθα.

Γέλασε συγκαταβατικά. «Το πιο κακό», συμπλήρωσε οδυνηρά αυτήν τη φορά, «δεν ήταν βέβαια η άγνοια της συγκεκριμένης κυρίας – αυτό μπορεί κανείς να το κατανοήσει – αλλά η επιμονή της να κάνω αυτό που μου έλεγε, θεωρώντας δεδομένο ότι έχει απόλυτο δίκιο. Κι όταν με όμορφο τρόπο, είναι αλήθεια, προσπάθησα να της δώσω  να καταλάβει πώς έχουν τα πράγματα στην πίστη μας, εκείνη γεμάτη οργή και επιθετικότητα μου είπε κάτι… γαλλιστί κι έφυγε, απειλώντας ότι δεν πρόκειται να ξαναπατήσει σε μία τέτοια ενορία!»

Έτσι λύθηκε το μυστήριο για τη «Γκλάρρυ», οπότε χάσαμε και αυτήν και το αφεντικό της.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΥΑΚΙΝΘΟΣ

«῾Ο ἅγιος ῾Υάκινθος καταγόταν ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καί ὑπηρετοῦσε στό βασιλικό τραπέζι τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ. Κατηγορήθηκε ὅμως ὡς χριστιανός, γι᾽ αὐτό καί δόθηκε ἡ ἐντολή νά κτυπηθεῖ σέ ὅλο τό σῶμα του καί νά ριχτεῖ στήν φυλακή. ᾽Εκεῖ μένοντας ἀρκετές ἡμέρες χωρίς φαγητό παρέθεσε τό πνεῦμα του στόν Θεό».

῎Εχει προταθεῖ ἀπό ὁρισμένους χριστιανούς ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ῾Υακίνθου νά καθιερωθεῖ ὡς ἡ ἑορτή τῶν ἐρωτευμένων σέ ἀντικατάσταση τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Βαλεντίνου (14 Φεβρουαρίου), γιά τόν ὁποῖο ὑπάρχουν πολλές καί ἀντιφατικές παραδόσεις. Καί τοῦτο βεβαίως ὄχι γιατί ὁ ἅγιος ἔχει καμμία οὐσιαστική σχέση πρός αὐτό πού προβάλλεται ὡς ἀνθρώπινος ἔρωτας, ἀλλά γιατί τό ὄνομά του πού παραπέμπει στό πολύ ὄμορφο καλλωπιστικό φυτό ὑάκινθος, τό κοινῶς ὀνομαζόμενο ζουμπούλι, μέ τό ἔντονο ἄρωμα καί τά πολυάριθμα μικρά ἄνθη του, κυανοῦ, ρόζ ἤ ἄσπρου χρώματος, συνηγορεῖ γιά κάτι τέτοιο. ῾Η σχέση τοῦ ἁγίου πρός τόν ἔρωτα ὑπάρχει, κατά πῶς μᾶς τό θέτει καί ὁ ἅγιος ὑμνογράφος τῆς ἀκολουθίας του Θεοφάνης ὁ ποιητής, ἀλλά μέ τήν ἔννοια πού συναντᾶμε σέ ὅλους τούς ἁγίους, δηλαδή τήν ἔννοια τοῦ θείου ἔρωτα, τῆς σφοδρῆς ἀγάπης πρός τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό.

Πράγματι, ἡ ὅλη κατά Χριστόν πορεία τοῦ ἁγίου ῾Υακίνθου κατανοεῖται μόνον κάτω ἀπό τήν ὀπτική αὐτή. ῾Η ἀγάπη του πρός τόν Χριστό τοῦ ἔδωσε τήν δύναμη νά ἀντιμετωπίσει τήν ὀργή καί τήν μήνη τοῦ ἴδιου τοῦ αὐτοκράτορα, ἐπιμένοντας ὅτι εἶναι χριστιανός, καί νά ὑποστεῖ φοβερά μαρτύρια μέχρι τῆς τελικῆς ἐκπνοῆς του λόγω ἀσιτίας. «῎Ελεγξες τόν τύραννο, ἀθλοφόρε, πού εἶχε φτάσει σέ κατάσταση μανίας, γιατί ἤσουν ντυμένος ἀπό τόν Χριστό μέ τήν ἀήττητη δύναμή Του» (ὠδή ε´). «᾽Αγάπησες τόν Θεό μέ τήν ψυχή σου σύ, ἀθλητή μακάριε, παλεύοντας μέχρις αἵματος πρός τήν ἁμαρτία καί ἀνατρέποντας τούς ἐχθρούς» (ὠδή η´).

῾Ο ἅγιος ποιητής μάλιστα παίρνει ἀφορμή ἀπό τήν γνωριμία πού εἶχε ὁ ῾Υάκινθος μέ τόν αὐτοκράτορα Τραϊανό, ἀφοῦ ὑπῆρξε θαλαμηπόλος του, γιά νά πεῖ ὅτι τελικῶς ὁ ἅγιος ἦταν ὁ ἀληθινός αὐτοκράτορας, γιατί ἀκριβῶς μέ τόν εὐσεβή λογισμό τῆς πίστεως πού εἶχε ἔγινε αὐτοκράτορας τῶν παθῶν του, τρεφόμενος ἀπό τόν θεϊκό λόγο καί ὄχι ἀπό τήν τροφή τῶν παρανόμων (ὠδή ζ´). Κι εἶναι πολύ σημαντική ἡ παρατήρηση τοῦ Θεοφάνη, γιατί μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὅταν ὁ μάρτυρας δέχεται τό ὅποιο μαρτύριο εἴτε ὡς κτύπημα εἴτε ὡς στέρηση, τήν ἴδια ὥρα ὁ Κύριος μέ μυστικό τρόπο ἔρχεται καί λειτουργεῖ σ᾽ αὐτόν ἀντιστοίχως εἴτε ὡς θεϊκό χάδι εἴτε ὡς πλήρωση καί τροφή. Πρόκειται γιά πραγματικότητα πού δέν πρέπει νά λησμονοῦμε, γιατί ἰσχύει γενικότερα: κάθε ὑπομονή πού κάνουμε στήν ζωή μας τήν ὥρα τῆς ὅποιας δοκιμασίας μας, ἐνῶ φαίνεται ὅτι ὑφιστάμεθα μία ταλαιπωρία καί ἕνα βάσανο, ὁ Κύριος εἶναι παρών καί τήν δοκιμασία τήν μεταποιεῖ σέ εὐλογία.

῾Ο ἐκκλησιαστικός ποιητής δέν εἶναι δυνατόν νά μήν ἀξιοποιήσει καί τό ὄνομα τοῦ ἁγίου ῾Υακίνθου. ᾽Αφενός μᾶς προτρέπει νά τοῦ πλέξουμε στεφάνι μέ τούς ὕμνους ἀποτελούμενο ἀπό ἀμαράντινους ὑακίνθους (κοντάκιο), ἀφετέρου μᾶς μεταφέρει στήν θριαμβεύουσα ᾽Εκκλησία, τήν ᾽Εκκλησία τῶν πρωτοτόκων, δίνοντάς μας τήν εἰκόνα τῆς θέσης τοῦ ἁγίου μάρτυρα ἀνάμεσα στούς ἄλλους ἁγίους. «Σάν ὄμορφο ζουμπούλι λάμπρυνες τήν θεία σκηνή, σάν ἐκλεκτό ζωηρό κόκκινο ἀπό τό αἷμα τῆς ἀθλήσεώς σου ἔγινες ἀφιέρωμα τῆς ᾽Εκκλησίας τῶν πρωτοτόκων» (ὠδή ς´). Κι ἀκόμη: θεωρεῖ ὁ ποιητής τόν ἅγιο μάρτυρα σάν διαυγή καί πολύτιμο  λίθο τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, γιατί μέ τήν «εἰλικρίνεια τῆς ψυχῆς του καί τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ του» (ὠδή ζ´) ἔγινε φωτεινό κατοικητήριο τοῦ  Πνεύματος τοῦ Θεοῦ (στιχηρό ἑσπερινοῦ, ὠδή α΄).

῾Ο ἅγιος ῾Υάκινθος γιά τόν Θεοφάνη θεωρεῖται καί ὡς πρότυπο ἰδιαιτέρως τῆς νεότητας. Γιατί νέος καθώς ἦταν ὁ ἅγιος φανέρωσε ἐκεῖνο πού τιμᾶ τήν νεότητα καί τήν διακρατεῖ πάντοτε ἀνθοφοροῦσα: τή γενναιότητα τοῦ νοῦ καί τή φρόνηση καί σύνεση τῶν μεγάλων. Πού σημαίνει: δέν δίνει ἀξία σέ ἕνα νέο ἀπό μόνη της ἡ νεότητά του. Κι αὐτή θά παρέλθει πολύ γρήγορα. ῾Η νεότητα τῆς καρδιᾶς μετράει κατεξοχήν, γιατί αὐτή παραμένει ἐσαεί. «᾽Απέδειξες, μάρτυς ἀθλοφόρε, τό νεανικό τῆς ἡλικίας σου καί τό γενναῖο τῆς διανοίας σου, καθώς πάλεψες μέ ἀνδρεία κατά τῆς πλάνης ὑπέρ Χριστοῦ» (ὠδή α´). «᾽Ενῶ ἤσουν νέος, φάνηκες νά ἔχεις καθαρά φρόνηση μεγάλου, μάρτυς Χριστοῦ, καί νά κοσμεῖσαι ἀπό σύνεση» (ὠδή γ´).

02 Ιουλίου 2024

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ!

Δεν υπάρχει χριστιανός, και δη ορθόδοξος, που να μη χρησιμοποιεί το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού ως αέναη ή διαλειμματική έστω προσευχή του. Το όνομα του Κυρίου αποτελεί για τους εν επιγνώσει χριστιανούς εκείνο που συνοδεύει την αναπνοή τους, ίσως συνιστά την αναπνοή τους, κατά τον γνωστό λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου «μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον» - να μνημονεύουμε τον Θεό περισσότερο και από την αναπνοή μας. Ο ίδιος ο Κύριος μιλώντας για την προσευχή ως αδιάλειπτη κοινωνία με τον Θεό έδωσε εντολή για τη χρήση του ονόματός Του ως βασικής προϋποθέσεως προκειμένου να βιώνει ο πιστός τη χάρη και τη χαρά της παρουσίας Του. «Έως άρτι ουκ ητήσασθε ουδέν εν τω ονόματί μου. Αιτείτε και λήψεσθε, ίνα η χαρά υμών η πεπληρωμένη». Η επίκληση του ονόματος Εκείνου δημιουργεί τις συνθήκες για να ζει ο άνθρωπος τη χαρά του Θεού. Κι είναι η επίκληση αυτή συνδεδεμένη και με το συγκλονιστικό αποτέλεσμα που επίσης φέρνει, το μαστίγωμα του ίδιου του πονηρού διαβόλου, ο οποίος δεν παύει να αντιμάχεται το πλάσμα του Θεού αλλά και να δέχεται τα «πυρά» του με το παντοδύναμο όπλο που του ’χει δώσει ο Θεός: το όνομα του Υιού του Θεού. «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους» υπενθυμίζει ο άγιος της Κλίμακος, ο Σιναḯτης Ιωάννης.

Επικαλούμαστε λοιπόν το όνομα του Κυρίου εν Εκκλησία και εν ατομική προσευχή, αδιάκοπα και εξακολουθητικά. Και φτάνουμε κάποια στιγμή στο σημείο να εγείρουμε τις «ενστάσεις» μας ως προς τα θετικά αποτελέσματα που σημειώνουν οι άγιοί μας. «Δεν νιώθω χαρά μέσα μου». «Νιώθω ένα σφίξιμο που μου προκαλεί και κάποιο άγχος». «Την ώρα που επικαλούμαι το όνομα του Χριστού βλέπω και την έξαψη ταυτοχρόνως και των παθών μου». «Πού βρίσκεται το λάθος μου;»

Ένα είναι το λάθος μας και το επισημαίνουν όλα τα κείμενα της Εκκλησίας μας, αγιογραφικά και πατερικά. Αν η επίκληση του ονόματος του Χριστού από έναν χριστιανό δεν συνοδεύεται από την παράλληλη «εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος» προσπάθεια τηρήσεως των αγίων εντολών Εκείνου, ματαίως κοπιάζει. Όπως σημειώνει ο απόστολος Παύλος για τη χριστιανική ζωή, ότι χωρίς την Ανάσταση του Χριστού και συνεπώς την υπέρβαση του θανάτου θα ήταν μάταιη η πίστη μας, έτσι και η επίκληση του αγίου ονόματος του Κυρίου χωρίς την ταυτόχρονη βίωση των αγίων Του εντολών θα οδηγούσε σε ένα μηδενικό αποτέλεσμα.

 Όταν ήδη από τον ψαλμωδό της Παλαιάς Διαθήκης εξαγγέλλεται ότι «το έλεος Κυρίου επί τους φοβουμένους Αυτόν», δηλαδή για να υπάρξει το έλεος του Θεού στον άνθρωπο απαιτείται να βρίσκεται αυτός στην οδό της εφαρμογής του θελήματός Του – εκεί καταλήγει ο φόβος Κυρίου: στην τήρηση του θεϊκού θελήματος -, όταν ο ίδιος ο Κύριος είπε με απόλυτο τρόπο ότι «ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν Ουρανοίς εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού», όταν εξίσου ο Ίδιος απαρχής της δημόσιας δράσεώς Του τόνισε ότι «μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται», τότε δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την ορθή χρήση του ονόματός Του παρά μόνο της έστω και διά της βίας ωθήσεως της καρδιάς στο να αποδεχτεί τον όποιο συνάνθρωπό του εν αγάπη, να τον συγχωρήσει, να αναδεχτεί το βάρος του, να τον θέσει μέσα στην αγκαλιά του – μία συνέχεια στην πραγματικότητα αυτού που έκανε και κάνει αδιάκοπα ο Κύριος για εμάς.

Κι είναι η στάση αυτή, η με επίγνωση προέκταση της στάσεως του Κυρίου εφόσον συνιστούμε μέλη του σώματός Του, εκείνο που δίνει και την απάντηση στο «σκάνδαλο» που «φρενάρει» την αγαθή διάθεσή μας: «μα, πώς να αγαπήσω τον άλλον που ζει μέσα στην αμαρτία και με αδικεί και με εχθρεύεται;» Πώς μας αγάπησε και μας αγαπά ο Κύριος; Μέσα στις αμαρτίες μας και τις όποιες βρομιές μας. «Όντων ημών αμαρτωλών Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Η αγάπη του Κυρίου δεν σταμάτησε λόγω των αμαρτιών μας. Το αντίθετο: μας αγάπησε και θυσιάστηκε για εμάς ακριβώς επειδή ήμασταν βουτηγμένοι σε ό,τι αμαρτωλό και εχθρικό προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Λοιπόν, το ίδιο μας λένε συνεχώς και όλοι οι άγιοί μας: Προεκτείνοντας την αγάπη του Χριστού αγαπάμε τους πάντες και τα πάντα. Όπως ακριβώς έκανε κι Εκείνος. Και την ώρα που βρισκόμαστε στη χαρισματική αυτήν κατάσταση, την ίδια αυτήν ώρα ενεργοποιείται στο ανώτερο δυνατό σημείο και το έλεος του Θεού απέναντί μας. «Ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».

Οπότε, το «Κύριε ελέησον» που λέμε απαιτεί και την καρδιακή προσφορά του ελέους μας και στους άλλους. Ελεώ και ελεούμαι. «Η κρίσις ανίλεως τοις μη πράξασιν έλεος».    

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΕΣΘΗΤΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΝ ΒΛΑΧΕΡΝΑΙΣ

«Δύο πατρίκιοι, ο Γάλβιος και ο Κάνδιδος που ήταν αδέλφια, πηγαίνοντας στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσουν έφτασαν στην Παλαιστίνη. Ευρισκόμενοι στη Γαλιλαία και βρίσκοντας την τιμία Εσθήτα της Θεοτόκου να τιμάται από κάποια Εβραία γυναίκα, σκέφτηκαν να της την πάρουν. Λοιπόν, όταν έφτασαν στα Ιεροσόλυμα και προσκύνησαν κάθε άγιο τόπο, παρήγγειλαν και έφτιαξαν μία όμοια σορό μ’  εκείνην που ήταν κατατεθειμένη η τιμία Εσθήτα της Θεομήτορος, οπότε κατά την επάνοδό τους έβαλαν τη δική τους άδεια σορό στη θέση της άλλης της Εβραίας γυναίκας. Παίρνοντας λοιπόν με τον τρόπο αυτόν το θείο και ιερό ένδυμα επέστρεψαν στον τόπο τους. Φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη απέθεσαν τη σορό με την Εσθήτα της Θεοτόκου στο προάστιό τους που ονομαζόταν Βλαχέρνες, έχοντας ως σκοπό να κρύψουν τον θησαυρό. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να το κατορθώσουν, το φανέρωσαν στον Βασιλιά, ο οποίος όταν άκουσε τι έγινε γέμισε από άφατη χαρά κατασπαζόμενος την ιερά Εσθήτα, κι όχι μόνο αυτό αλλά οικοδόμησε και ναό στο προάστιο των Βλαχερνών, μέσα στον οποίο κατέθεσε την αγία σορό. Εκεί λοιπόν τώρα ευρισκόμενη η τιμία αυτή σορός, μέχρι και τώρα αποτελεί το φυλακτήριο της πόλεως και  τη σωτηρία από τις νόσους και τους εχθρούς». 

Το αποτέλεσμα μίας «κλεψιάς» εορτάζει κατ’  ουσίαν σήμερα η Εκκλησία μας. Μίας κλεψιάς που έχει όμως ιερό χαρακτήρα – έγινε κατ’  ευδοκίαν Θεού -  αφού η Εσθήτα (ή Μαφόρι) της Παναγίας, όπως και η τιμία Ζώνη της, ανήκουν σ’  εκείνους που τιμούν την Παναγία και την αποδέχονται ως την κατεξοχήν Μοναδική γυναίκα στον κόσμο, διαχρονικά και παγκόσμια, που καμία άλλη δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της, αφού δι’  αυτής ήλθε ως άνθρωπος ο Υιός του Θεού στον κόσμο. Μόνον με άλλα λόγια εκείνος που πιστεύει στον Χριστό ως Θεό και άνθρωπο μπορεί να πιστέψει και την ιδιαίτερη και ξεχωριστή θέση της Πανάγνου Μαριάμ -  Χριστός και Παναγία Μητέρα Του πάντοτε συνθεωρούνται – οπότε και να τιμήσει οτιδήποτε σχετίζεται μ’  Αυτήν, είτε είναι η Ζώνη της είτε είναι η Εσθήτα της. Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ, γι’ αυτό, δεν προβληματίζεται καθόλου για την ηθική ποιότητα της πράξεως των δύο πατρικίων αδελφών. Την θεωρεί ως εκ Θεού γενομένη, τόσο που την παραλληλίζει με τον χιτώνα του Κυρίου. Όπως, λέει στον στίχο του συναξαρίου, ο Θεός θέλησε ο χιτώνας Του να βρεθεί στα χέρια των δημίων Του φρουρών κάτω από τον Σταυρό Του, έτσι και η Εσθήτα της Παναγίας να βρεθεί στη Χριστοφρούρητο πόλη, την Κωνσταντινούπολη και δη στο προάστιό της τις Βλαχέρνες.

Απόδειξη βεβαίως της ευδοκίας του Θεού για την «παράνομη» ανθρωπίνως, αλλ’ έννομη θεϊκώς πράξη της μεταφοράς της σορού είναι τα άπειρα θαύματα που «σαν να τρέχουν ποτάμια» (κάθισμα όρθρου) γίνονται από τότε και μετέπειτα, καθώς μάλιστα παραμένουν αδιάφθορα από την επίδραση του χρόνου (απολυτ.). Όχι μόνο μεμονωμένα οι πιστοί ντύνονται τη δύναμη και τη χάρη της Θεοτόκου, αλλά και η Κωνσταντινούπολη δια της τιμίας σορού την έχει ως φρουρό και τείχος της (στιχ. εσπ., κ.α.).  Και ποια η αιτία για τη μεγάλη αυτή δύναμη και χάρη που κέκτηνται η Εσθήτα και η Ζώνη της Θεοτόκου; Πρώτον, το γεγονός ότι τα φόρεσε Εκείνη η Πρώτη και Μοναδική, η χάρη της Οποίας μεταγγίστηκε και στα ενδύματά της, τόσο που η κατοχή αυτών Εκείνην προβάλλει – τιμώντας την Εσθήτα και τη Ζώνη την Παναγία τιμάμε. «Ο ναός σου, Δέσποινα, που έχει το ιερό μαφόριό Σου ως θησαυρό αγιάσματος, κάθε φορά αγιάζει όλους εμάς που προστρέχουμε σε Σένα και Σε μακαρίζουμε κατά χρέος» (απόστ. εσπ.).

Και δεύτερον, γιατί με την Εσθήτα αγιάζεται και ο πιστός λαός, ο οποίος έρχεται σ’ επαφή, και «υλικά», με τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό: ο χιτώνας αυτός τύλιξε ως βρέφος και τον Κύριο! «Καθαγίασες την ιερή Εσθήτα λόγω της επαφής της μ’ Αυτόν που ήλθε ως άνθρωπος επί της γης για χάρη μας, όπως κι επειδή τύλιξες μ’ αυτήν το σώμα σου, Παρθένε. Μ’ αυτήν την Εσθήτα αγιάζεις όλους τους δούλους σου που σε υμνολογούμε» (ωδή α΄) – ο «υλισμός» της χριστιανικής πίστεως προβάλλεται κατά απόλυτο θα λέγαμε τρόπο, κάτι που παραπέμπει προς ιδιαίτερη θεμελίωση και στο γεγονός της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, όπου και τα ενδύματά Του «μεταποιήθηκαν» και έγινα λευκά σαν το χιόνι!

Είναι πολύ συγκινητική η ιστορική αναφορά ότι και Βασιλείς δέχτηκαν πλούσια την ίαση και τη χάρη της Θεοτόκου διά της Εσθήτος και της Ζώνης της (βλ. την αντίστοιχη εορτή της 31ης Αυγούστου), με τη βασική σημείωση βεβαίως ότι η προσέγγισή τους γίνεται με πίστη και με καθαρότητα νου, που θα πει από εκείνους που μέσα στην Εκκλησία αγωνίζονται τον πνευματικό αγώνα, συλλειτουργώντας με τους Αγγέλους! Όπως το σημειώνει το δοξαστικό του εσπερινού και όχι μόνο: «Αφού καθαρίσουμε τις φρένες και τον νου μας, ας πανηγυρίσουμε και εμείς μαζί με τους Αγγέλους». 

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΟΣΜΑΣ ΚΑΙ ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΟΙ ΕΚ ΡΩΜΗΣ (1 ΙΟΥΛΙΟΥ)

Μέσα στό πλῆθος τῶν ἁγίων ᾽Αναργύρων πού ἡ ᾽Εκκλησία μας ἔχει στό ἑορτολόγιό της, εἶναι καί οἱ σήμερον ἑορταζόμενοι, Κοσμᾶς καί Δαμιανός οἱ ἀπό Ρώμης, γιά νά διακρίνονται ἀπό τούς ἄλλους ᾽Αναργύρους τούς προερχομένους ἀπό τή Μ. ᾽Ασία. «Αὐτοί ζοῦσαν στή Ρώμη, ὅταν βασιλιάς ἦταν ὁ Καρίνος, ἰατροί στό ἐπάγγελμα, πού παρεῖχαν ἀμισθί τίς ὑπηρεσίες τους, θεραπεύοντας ἀνθρώπους καί κτήνη, μέ  μόνη ῾ἀπαίτησή᾽ τους τήν ὁμολογία καί πίστη τῶν θεραπευθέντων ἀνθρώπων στόν ᾽Ιησοῦ Χριστό. Διαβλήθηκαν ὅμως στόν βασιλιά ὅτι τίς θεραπεῖες τίς ἐπιτελοῦν μέ τήν τέχνη τῆς μαγείας, κι ἐπειδή ὁδηγοῦνταν ἄλλοι γιά χάρη τους στόν βασιλιά, οἱ ἴδιοι παρέδωσαν τούς ἑαυτούς τους. Οἱ ἅγιοι ὄχι μόνον βεβαίως δέν πείστηκαν νά ἀρνηθοῦν τόν Χριστό, ἀλλά καί τόν Καρίνο ἀπήλλαξαν ἀπό τή δυσσέβειά του, ὅταν πρόσφεραν τήν ἴαση καί σ᾽ ἐκεῖνον. Διότι τήν ὥρα πού τούς ἀνέκρινε καί τούς ἀπειλοῦσε γιά νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους, ἡ θέση τοῦ προσώπου του ἄλλαξε θέση καί τό κεφάλι του ἔγειρε πρός τά πίσω, ὁπότε οἱ ἅγιοι τόν θεράπευσαν, γεγονός πού ἔκανε τούς παρευρισκομένους νά πιστεύσουν στόν Χριστό. Καί μαζί μέ αὐτούς ὁμολόγησαν τήν πίστη στόν Χριστό  καί ὁ βασιλιάς μέ ὅλους τούς οἰκείους καί συγγενεῖς του, κι ἀκόμη περισσότερο,  μέ τιμές πιά ἔστειλε πίσω τούς ἁγίους στό σπιτικό τους. Ὕστερα ὅμως ἀπό αὐτά, αὐτός πού ἐπιστατοῦσε τήν ἰατρική τους τέχνη, τούς φθόνησε, γι᾽ αὐτό, κι ὅταν τούς ἀνέβασε σ᾽ ἕνα βουνό, τάχα γιά συλλογή ἰατρικῶν βοτάνων, τούς ἐπιτέθηκε καί μέ λίθους τούς σκότωσε».

Ἡ ὑμνολογία τῆς ἡμέρας ἀφενός δέν φείδεται ἐπαίνων, προκειμένου νά προβάλει τό μέγεθος τῆς ἁγιότητάς τους – «οὐρανοπολῖται», «θεόφρονες», «δυάς ἱερά», «φωταυγής ξυνωρίς», «ὧν καί μόνα τά ὀνόματα νόσους ἐκ βροτῶν ἀπελαύνουσι» κ.π.ἄ. -  ἀφετέρου τονίζει μέ πολλές εἰκόνες καί ἀναφορές τά βασικά στοιχεῖα τῆς κατά Χριστόν βιοτῆς τους. Μία ἀπό τίς πολλές ἀναφορές πού φωτίζει μέ συνοπτικό τρόπο τήν πορεία τῆς ἁγιότητάς τους εἶναι καί αὐτή πού ἐπισημαίνει: «διά πάντων (οἱ ἅγιοι) ὑπήκοοι γενόμενοι Χριστῷ ἐν παρρησίᾳ πρεσβεύουσιν ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν».  Οἱ ἅγιοι Κοσμᾶς καί Δαμιανός δηλαδή  ἅγιασαν, πού σημαίνει δέχτηκαν στήν ὕπαρξή τους ὅλη τήν ἁγία Τριάδα, «Πνεύματι θείῳ χρυσωθέντες», διότι ἀποφάσισαν στή ζωή τους νά κάνουν ὑπακοή στόν Χριστό. Δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος ἁγιασμοῦ, κατά τήν πίστη μας, ζωντανῆς σχέσης δηλαδή μέ τόν Θεό,  πέραν τῆς ὑπακοῆς σέ ὅ,τι ὁ Χριστός ἐπιτάσσει καί παρακαλεῖ.  «Δεῦτε ὀπίσω μου». «Χριστός ἔπαθεν ὑπέρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ».

Ποιά τά σημάδια τῆς ὑπακοῆς στόν Χριστό; Μά τίποτε ἄλλο, πέρα ἀπό αὐτά πού βλέπουμε στή ζωή τοῦ ῎Ιδιου: τήν ἀγάπη στόν ἄνθρωπο καί τήν ταπείνωση. Οἱ ἅγιοι Κοσμᾶς καί Δαμιανός ἀποτελοῦν κυριολεκτικά τή συνωνυμία τῆς ἀγάπης. Ὅπου ὑπῆρχε νόσημα καί πρόβλημα, ἐκεῖ καί ἡ παρουσία τους λειτουργοῦσε ἰαματικά καί θεραπευτικά, πάντοτε εἰς εὐεργεσίαν. Κι ὄχι μόνον ὅσο ἦταν ἐν ζωῇ, ἀλλά καί μετά θάνατον. Κι ἡ ἀγάπη τους αὐτή, ὡς συνέχεια τῆς ἀγάπης τοῦ ἴδιου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἐνεργοῦσε καί σέ ἀνθρώπους καί σέ κτήνη: «ἀνθρώποις τε καί κτήνεσι, τάς εὐεργεσίας μετέδωκαν». ῎Ισως εἶναι οἱ κατεξοχήν ἅγιοι, τῶν ὁποίων ἡ ζωή ἀποτελεῖ ὑπομνηματισμό τῆς ἐπισήμανσης τοῦ ὁσίου ᾽Ισαάκ τοῦ Σύρου περί τοῦ τί εἶναι ἡ ἐλεήμων καρδία. «Καρδία ἐλεήμων ἐστί καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως...». Ἡ ἀγάπη τους αὐτή ἀπό τήν ἄλλη ἐπιβεβαιωνόταν ὅτι ἦταν καθαρή, ξένη ἀπό προσμείξεις ἐγωϊσμοῦ, λόγω τῆς μεγάλης ταπείνωσής τους. Οἱ ἅγιοι ποτέ δέν κόμπασαν γιά τά κατορθώματά τους, γιά τά θαύματα πού γίνονταν διαρκῶς μέσω αὐτῶν. Διότι γνώριζαν ὅτι ἦταν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἔδινε τή συγκεκριμένη δύναμη. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ὑμνολογία μας σημειώνει: «Μεγάλων ἀξιωθέντες δωρεῶν πανεύφημοι, ἐν ταπεινότητι βίου ἐν τῇ γῇ ἐπολιτεύσασθε».

Τό ἀποτέλεσμα μίας τέτοιας ἁγίας βιοτῆς εἶναι πάντοτε τό ἴδιο: ἡ παρρησία πού ἔχουν οἱ ἅγιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μας. Παρρησία, δύναμη καί θάρρος δηλαδή μπροστά στόν Θεό,  γιά νά πρεσβεύουν ἀδιάκοπα γιά μᾶς, πού χειμαζόμαστε ἀκόμη στό πέλαγος τοῦ βίου αὐτοῦ. Εἶναι ἡ ὑπόσχεση πού ἔχει δώσει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὅτι ἐκεῖνος πού θά Τόν ἀκολουθεῖ μέ συνέπεια, θά γίνεται ἕνα μ᾽ Αὐτόν καί θά εἰσπράττει τίς  δυνάμεις Του. Οἱ ἅγιοι γίνονται κατά κάποιο τρόπο παντοδύναμοι, λόγω τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» πού λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Κυρίως ὅμως τονίζουν τήν ἀλήθεια αὐτή τά λόγια τοῦ Κυρίου: «᾽Εάν μείνητε ἐν ἐμοί καί τά ρήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὅ ἐάν θέλῃτε αἰτήσασθε, καί γενήσεται ὑμῖν».