05 Ιουλίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΕΝ ΤΩ ΑΘΩ

Τή μεγαλωσύνη τοῦ σήμερον 5 ᾽Ιουλίου ἑορταζομένου ὁσίου φανερώνει ἡ ᾽Εκκλησία μας ποικιλοτρόπως στήν ὑμνολογία της, κατεξοχήν ὅμως στούς στίχους τοῦ συναξαρίου του, ὅπου μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει: ῾Μέγας μέν ᾽Αντώνιος, ἀρχή Πατέρων. Θεῖος δ᾽ ᾽Αθανάσιος ἔνθεον τέλος᾽. Τόν ἀντιπαραβάλλει δηλαδή μέ τόν μέγιστο τῶν ἁγίων ὅσιο ᾽Αντώνιο, τόν πλησίον τοῦ Θεοῦ ἀναπαυόμενο, κατά τό Γεροντικόν, κάτι πού φανερώνει ἀκριβῶς καί τό ὕψος τῆς ἁγιότητας τοῦ ὁσίου ᾽Αθανασίου.

«Ὁ ᾽Αθανάσιος καταγόταν ἀπό τήν Τραπεζοῦντα, εἶχε φιλόθεους γονεῖς, πού σύντομα ἔφυγαν ἀπό τή ζωή αὐτή, ὁπότε τόν ἀνέλαβε κάποια θεία μοναχή, ἡ ὁποία τοῦ ἔδωσε καί τή δυνατότητα νά μαθητευθεῖ καί στά θεία γράμματα. Ἡ φιλομάθειά του ὅμως ἦταν πολύ μεγάλη καί γι᾽ αὐτό θέλησε ῾εἰς ἀκρότητα φθάσαι παιδεύσεως᾽, κάτι πού κατώρθωσε ἐρχόμενος στήν Κωνσταντινούπολη. ᾽Εκεῖ ὄχι μόνο συνέχισε νά μαθαίνει, ἀλλά σύντομα ἔγινε καί δάσκαλος στή σχολή πού πρίν ἦταν μαθητής, καί μολονότι νέος στήν ἡλικία ἀπέκτησε γεροντικό φρόνημα, μέ κύρια γνωρίσματα τή σωφροσύνη καί τήν ἀσκητική σκληραγωγία. Ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό τόν ὁδηγεῖ σέ μοναστήρι στό ὄρος Κυμινᾶ, ὅπου ἦταν ἡγούμενος ἱερός ἄνδρας, ἐγνωσμένης ἀρετῆς, ῾ἀκριβέστατος γυμναστής τοῦ μοναδικοῦ πολιτεύματος᾽, καθοδηγώντας τούς ὑπ᾽ αὐτόν μοναχούς πρός τήν οὐράνια πολιτεία, ὁ Μιχαήλ Μαλεΐνος. Στό μοναστήρι αὐτό συγκαταλέγεται ὁ ὅσιος καί μετονομάζεται σέ ᾽Αθανάσιο ἀπό ᾽Αβράμιος πού λεγόταν μέχρι τότε, ἀποδυόμενος σέ ἀγῶνες δουλαγωγίας τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, μέ μοναδική ἀπόβλεψη τήν ἐν οὐρανοῖς πολιτεία. ᾽Από ἐκεῖ, λόγω τῆς τιμῆς πού ἄρχισε νά τοῦ προσάγεται γιά τίς ἀρετές του, ἀναχωρεῖ γιά τόν ῎Αθω, πού μέ αὐτόν θά ἐξελιχτεῖ σέ ῞Αγιον ῎Ορος, γινόμενος ὑποτακτικός σέ κάποιο γέροντα, ὁπότε καί ἐκεῖ ῾πολλούς ἐκχέει τούς πνευματικούς ἱδρῶτας᾽. Κατά θεία ἀποκάλυψη, εἰσέρχεται στά ἐνδότερα τοῦ ῎Ορους γιά μείζονα πνευματικά παλαίσματα, ἀλλά τόν ἀναγνωρίζει κάποιος γνωστός, ὁ ὁποῖος τόν φέρνει σ᾽ ἐπαφή μέ τόν αὐτοκράτορα Νικηφόρο Φωκᾶ, μέ τόν ὁποῖο εἶχαν παλαιότερα συνδεθεῖ, ἀφοῦ εἶχε ὑπάρξει ὁ ὅσιος πνευματικός του. Ὁ αὐτοκράτορας τόν πείθει νά ἀνεγείρει ναό ἐπ᾽ ὀνόματι τῆς Παναγίας, στέλνοντάς του ἀρκετό χρυσάφι, καί νά κτίσει μάλιστα καί κελλιά πρός ἐγκατάσταση μοναχῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων ὑπόσχεται ὅτι θά συγκαταλεχθεῖ  καί ὁ ἴδιος, κάτι πού δέν γίνεται ποτέ. ᾽Αφοῦ τελικῶς ἔφτιαξε πολυάνθρωπη Λαύρα (σημ.:τή Μονή Μεγίστης Λαύρας) μέ μεγάλους κόπους ὁ ὅσιος, ἐκδημεῖ ἀπό τή ζωή αὐτή, καί μάλιστα μέ μαρτυρικό τέλος. Διότι καθώς δέν ὑποχωροῦσε τό θεῖο αὐτό διαμάντι  στούς  βαρύτατους κόπους, βιαζόταν νά τελειοποιήσει τόν τροῦλλο τοῦ ναοῦ, ὁπότε ὅταν ἀνέβηκε νά ἐπιβλέψει τό ἔργο, ἕνα τμῆμα τοῦ κατασκευαζομένου ἔργου ὑποχώρησε, μέ ἀποτέλεσμα νά καταχώσει στά χώματα αὐτόν μαζί μέ ἄλλους ἕξι. Ὅταν τόν ἀνέσυραν εἶχε  ἤδη παραδώσει στόν Κύριο τήν ἁγία του ψυχή. Ὁ ὅσιος καί ὅσο ζοῦσε, ἀλλά καί μετά θάνατον ἔκανε πολλά θαύματα, τοῦ Κυρίου θέλοντος καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά δείξει τήν ἁγιότητα τοῦ πιστοῦ δούλου του».

Ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος ἀνήκει σ᾽ ἐκείνους τούς ὁσίους, πού, ὅπως εἴπαμε καί στήν ἀρχή, ἔχει δεχθεῖ πλῆθος ἐγκωμίων ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας λόγω τῆς μεγαλωσύνης του. Ὑπῆρξε, κατά τόν ὑμνογράφο, ῾ἡδύς, εὐθύς καί χρηστός, ἐπιεικής τε καί μέτριος, εὐπρόσιτος, προσηνής, ἐλεήμων, ἱλαρός τοῖς τρόποις᾽, ἀλλά καί ῾πενήτων προμήθεια, χηρῶν προστάτης, προνοητής ὀρφανῶν, λυπουμένων ταχεῖα παραμυθία, κινδυνευόντων  λιμήν, ἀδικουμένων ἀντίληψις, χριστομίμητος τοῖς ἤθεσι᾽. Τό θεωρούμενο παράδοξο στούς ἐπαίνους αὐτούς εἶναι ὅτι τονίζουν τή σχέση τοῦ ἁγίου μέ τούς συνανθρώπους του, εἴτε μοναχούς εἴτε κοσμικούς, σχέση πού χαρακτηρίζεται ἀπό τή μεγάλη ἀγάπη τοῦ ἁγίου πρός αὐτούς. ᾽Ενῶ ἴσως θά περίμενε κανείς νά τονιστεῖ μονοδιάστατα ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό, μέ τά κύρια στοιχεῖα τῆς ἐγκρατείας καί τῆς σκληραγωγίας τῆς σάρκας – εἴδαμε τό πόσο ἀφιερωμένος ἦταν στόν Θεό ὁ ἅγιος καί πόσο ταλαιπωροῦσε ἀκριβῶς τό σῶμα του μέ ἀσκητικές ἀγωγές - ὅμως ταυτοχρόνως μέ αὐτά βλέπουμε τήν τρυφερότητα τῆς καρδιᾶς του καί τό τεράστιο ἐνδιαφέρον του γιά τά κοινωνικά προβλήματα. Μάλιστα ὁ ὅσιος λειτουργοῦσε ὡς μαγνήτης, πάλι κατά τόν ὑμνογράφο, ὁ ὁποῖος τραβοῦσε πρός αὐτόν τούς ἀνθρώπους μέ τή γλυκύτητα τῆς διδασκαλίας του, ἀλλά καί μέ ῾τό σεπτόν καί χαρίεν αὐτοῦ πρόσωπον᾽.

Δέν μᾶς παραξενεύει ὅμως τοῦτο. Διότι ἡ χριστιανική μας πίστη, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ποτέ δέν τονίζει τήν ἀγάπη μόνη πρός τόν Θεό, χωρίς τήν ἄλλη διάστασή της, τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ διαρκῶς βοᾶ ὅτι ἀπόδειξη τῆς ὕπαρξης τῆς μιᾶς ἀγάπης εἶναι ἡ ὕπαρξη καί τῆς ἄλλης. ῎Ετσι ἀγάπη πρός τόν Θεό μόνη δέν ὑπάρχει. Ὑπάρχει στόν βαθμό πού ἐνεργοποιεῖται ὡς ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, ὅπως ἀκριβῶς βεβαίως συμβαίνει καί ἀντιστρόφως. Καί αὐτό εἶναι τό κριτήριο, μέ τό ὁποῖο κρίνουμε τά πάντα. Πού σημαίνει: ὅπου ὑπάρχει κοινωνική προσφορά ἀνεξάρτητα ἀπό τόν Θεό, ἐκεῖ βάζουμε ἐρωτηματικό: ὑπάρχει κρυμμένος ἐγωϊσμός. Ὅπου ὑπάρχει στροφή πρός τόν Θεό, μέ προσευχές καί νηστεῖες καί ἀγρυπνίες, χωρίς τρυφερότητα καρδιᾶς πρός τόν συνάνθρωπο, καί ἐκεῖ βάζουμε ἐρωτηματικό: ὐπάρχει ἕνας κρυμμένος φαρισαϊσμός.

Ἡ μεγάλη φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία τοῦ ἁγίου ὅμως, πού εἵλκυσε ἰδιαιτέρως τόν Θεό, ὥστε νά τόν κάνει πλούσιο ῾καταγώγιον᾽ τοῦ Πνεύματός Του, δέν θά ἦταν κατορθωτή, ἄν δέν στηριζόταν σέ αὐτό πού γνωρίζει καί ὁ πιό ἀρχάριος χριστιανός: τήν ταπείνωση. Πολλές φορές ἔχει τονιστεῖ ὅτι βάση ὅλων τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ ταπείνωση, διότι ῾ἀπούσης αὐτῆς πάντα τά ἡμέτερα ἕωλα᾽ κατά τόν τῆς Κλίμακος ᾽Ιωάννη. Κι αὐτό εἶναι πράγματι τό παράδοξο: ὅσο ἀπέφευγε ὅ ὅσιος ᾽Αθανάσιος τή δόξα, τόσο χάριτι Θεοῦ αὐτή τόν κυνηγοῦσε. Μόλις γινόταν γνωστός καί ἄρχιζε ὁ κόσμος νά τόν τιμᾶ, ἔφευγε. Κι ὁ Θεός ἔφερνε ἔτσι τά πράγματα ὥστε νά γίνεται καί πάλι γνωστός. Διότι ὁ ὅσιος τό μόνο πού εἶχε κατά νοῦ δέν ἦταν οὔτε νά διδάσκει οὔτε νά κάνει κοινωφελῆ ἔργα οὔτε ὁτιδήποτε ἀπό αὐτά πού θαυμάζουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὡς κοινωνική προσφορά. Ἡ προτεραιότητα τοῦ ὁσίου ἦταν νά εἶναι μαζί μέ τόν Θεό καί νά καθαρίζει τήν καρδιά του, μέ τήν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. Μέ τό ὅραμα αὐτό στό νοῦ του ἀκολουθοῦσε τό θέλημα ᾽Εκείνου, τό ὁποῖο βεβαίως τόν ὁδηγοῦσε καί στό νά φτιάξει μοναστήρι καί λαύρα καί στό νά γίνει ῾λιμήν᾽ τῶν πάντων, ἀκόμη καί τῶν κοσμικῶν. Ὁπότε ὁ Κύριος ἐφήρμοσε στόν πιστό δοῦλο Του ἐκεῖνο πού ἔχει ὑποσχεθεῖ: ῾Τούς δοξάζοντάς με δοξάσω᾽, ὄχι μόνον μετά θάνατο, ἀλλά καί στή ζωή αὐτή. 

04 Ιουλίου 2024

«ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΗ ΜΕΡΑ…»

«Φοβάμαι τη μέρα που η τεχνολογία θα ξεπεράσει την ανθρώπινη επαφή… Ο κόσμος θα αποκτήσει μια ολόκληρη γενιά ηλιθίων… (Αλβέρτος Αϊνστάιν).

Δεν γνωρίζω αν το λόγιο αποδίδει επακριβώς τη σκέψη του μεγάλου σοφού της νεώτερης εποχής, μολονότι οι καταγεγραμμένοι στοχασμοί του συγκλίνουν προς μία τέτοια κατεύθυνση. Σημασία έχει πάντως ότι μία τόσο μικρή φράση περικλείει μεγάλες και σπουδαίες αλήθειες.

1. Η τεχνολογία διαρκώς και εξελίσσεται, κάνοντας τον άνθρωπο να επιλύει όντως πολλά από τα προβλήματά του τα σχετιζόμενα με την επί γης επιβίωσή του και δίνοντας λύση εκεί που παλαιότερα βρισκόταν σε αδιέξοδο. Ιδιαιτέρως στην εποχή μας με την ανάπτυξη της τεχνητής λεγόμενης νοημοσύνης η εξέλιξη προχωράει με ρυθμούς καταιγιστικούς. Άκουσα φίλο σπουδαίο φυσικό επιστήμονα που έχει ασχοληθεί με τον τομέα αυτόν ότι μία ομιλία που είχε κάνει ακριβώς στο αντικείμενο της τεχνητής νοημοσύνης προ ελαχίστων μόλις μηνών θεωρήθηκε από τον ίδιο εντελώς παρωχημένη όταν του ζήτησαν να την επαναλάβει κάπου αλλού - τα περισσότερα στοιχεία της είχαν ήδη ξεπεραστεί. «Η εξέλιξη των υπολογιστών», είπε συγκεκριμένα, «ανά πενταετία αυξάνει κατά χίλιες περίπου φορές, ενώ διαρκώς και επιταχύνεται η εξέλιξη αυτή κατά γεωμετρική πρόοδο».

2. Μπροστά στην εξέλιξη αυτή των μηχανών που είναι καρπός βεβαίως της ανθρώπινης σκέψης, ο άνθρωπος αρχίζει και προβληματίζεται. Ο φόβος αρχίζει να τον καταλαμβάνει – ήδη οι παραιτήσεις πρωτεργατών της τεχνητής νοημοσύνης συνηγορούν επ’ αυτού -, διότι, για να συνεχίσουμε όσα ο παραπάνω επιστήμονας σημείωσε, έχουν ενταχθεί τέτοια προγράμματα στους υπολογιστές, ώστε να μπορούν και μόνοι τους να συνεργάζονται και να επεκτείνονται στις γνώσεις τους, σε βαθμό που οι ίδιοι οι «κατασκευαστές» και δημιουργοί να μη ξέρουν τι ακριβώς γνωρίζουν οι υπολογιστές. Φόβος μπροστά στο «δημιούργημά» τους, το οποίο καθίσταται πια «μυστηριώδες» και ίσως απρόβλεπτο.

Ο φόβος όμως για τον μεγάλο Αϊνστάιν πάει πέραν του φυσιολογικού φόβου της εξέλιξης καθ’ αυτήν της τεχνολογίας. Βλέπει τις ανθρωπολογικές προεκτάσεις που προκαλούν τον μεγαλύτερο φόβο: να χαθεί η ανθρώπινη επαφή. Διότι κατ’ αυτόν η τεχνολογία, και γενικότερα η επιστήμη, υπάρχει και υφίσταται προς εξυπηρέτηση του ίδιου του ανθρώπου. Ο άνθρωπος συνιστά το «ζητούμενο» για τον σπουδαίο επιστήμονα και η κοινωνία και η ενότητα των ανθρώπων προφανώς καταξιώνει την όποια τεχνολογική πρόοδο. Δυστυχώς έζησε για να δει το ακριβώς αντίθετο, και μέσα από τις δικές του έρευνες και επιστημονικές ενοράσεις: να χρησιμοποιηθούν τα αποτελέσματα των επιστημονικών του πορισμάτων προς κατασκευή της ατομικής βόμβας, δηλαδή προς καταστροφή των ανθρώπων. Λέγεται ότι μετάνιωσε για ό,τι υπήρξε καρπός των ερευνών του και του διεισδυτικού κοσμικού στοχασμού του.

3. Είναι όντως λοιπόν πρόοδος η τεχνολογική εξέλιξη; Αξίζει δηλαδή να προχωράει ο άνθρωπος στην κατάκτηση του κόσμου δημιουργώντας συνθήκες ανασφάλειας και φόβου στον εσωτερικό του κόσμο; Η επιστημονική και όχι μόνο κοινότητα σήμερα στέκεται αναποφάσιστη: ο προβληματισμός είναι έντονος. Για άλλους η εξέλιξη ιδίως της τεχνητής νοημοσύνης ανοίγει τη θύρα για έναν «παράδεισο». Για άλλους η εξέλιξη αυτή έχει οδηγήσει στο «χείλος του γκρεμού». Κι είναι αυτονόητο ότι η απάντηση βρίσκεται στις αξίες πάνω στις οποίες «πατάει» ο άνθρωπος, ο «δημιουργός» όλης αυτής της καταστάσεως. Κι οι αξίες δεν μπορεί να είναι διαφορετικές από αυτές που έχει αποκαλύψει ο κατεξοχήν Δημιουργός, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Πώς αποκαλύπτεται στη δημιουργία Του ο Κύριος; Γεμάτος αγάπη και σεβασμό απέναντί της. Το κάθε τι που έφτιαξε αποτυπώνει την αγάπη και το βάθος της ταπείνωσής Του, που σημαίνει ότι γίνεται το κάθε δημιούργημα κραυγή δοξολογίας προς Αυτόν. «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χρειών Αυτού αναγγέλλει το στερέωμα».

Παρομοίως θα έπρεπε να κινείται και ο άνθρωπος «δημιουργός». Τα δημιουργήματά του θα έπρεπε να συντείνουν αποκλειστικά και μόνον στην εξυπηρέτηση εκείνου ως βάθεμα των σχέσεών του με τον συνάνθρωπο, ώστε από κοινού να δοξολογείται τελικώς ο πρώτος Δημιουργός. Αυτό δεν υπονοεί και ο Αϊνστάιν; Η ανθρώπινη επαφή ήταν και γι’ αυτόν το τελικό ζητούμενο, όπως είπαμε, αλλά που φοβάται ότι αυτό αποτελεί μία ουτοπία. Και ποια η αιτία που υποκρύπτεται; Ο εγωισμός του ανθρώπου, η κρυμμένη ή η φανερή αμαρτία του που κάθε τι όμορφο και ωραίο το διαστρεβλώνει ώστε να εξυπηρετούνται μόνο τα στρεβλά πάθη των λίγων εις βάρος των πολλών και αδυνάτων. Είναι «ηλιθιότητα», αποφαίνεται ο μεγάλος σοφός. Γιατί ο άνθρωπος σαφώς αυτοκαταργείται και μαζί με αυτόν και ό,τι πάει να δημιουργήσει.

Το ιστορικό παράδειγμα έρχεται από τα βάθη των αιώνων: ο πύργος της Βαβέλ. Τεχνολογική πρόοδο είχαμε κι εκεί. Με υπόβαθρο τον ανθρώπινο εγωισμό, την επιθυμία της ισοθεḯας. Και το αποτέλεσμα; Η καταστροφή! Η «βαβυλωνία» ως κατάργηση της ανθρώπινης κοινωνίας και επικοινωνίας, ο χωρισμός και η αντιπαλότητα.

Μακάρι ο Κύριος να μας φυλάξει από το κατάντημα αυτό, που δυστυχώς όμως έρχεται με τεράστια βήματα και με κραυγές αλαλαγμού!    

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο «ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ»

Ο άγιος Ανδρέας αρχιεπίσκοπος Κρήτης (δεύτερο ήμισυ 7ου αι.-740) διακρινόταν για τη μόρφωσή του αλλά και για το λογοτεχνικό του χάρισμα. Άφησε στην Εκκλησία πολλά δογματικά συγγράμματα και  ομιλίες, κυρίως όμως «αρμονικά μελωδήματα» (Θεοφάνης), τα οποία τον ενέταξαν στους σπουδαίους υμνογράφους της Εκκλησίας. Το λαμπρότερο όμως πόνημά του με το οποίο κατανύσσει τις καρδιές των ορθοδόξων πιστών κάθε χρόνο (Πέμπτη Ε΄ εβδομάδος των Νηστειών) οδηγώντας τους σε μετάνοια είναι ο Μέγας Κανόνας του, που αποτελεί μία σύνοψη όλης της θείας οικονομίας, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Από το εκτενές αυτό έργο (250 περίπου τροπάρια), που θα ήταν καλό να αποτελεί εντρύφημα των χριστιανών συχνά πυκνά κατά τη διάρκεια του έτους, επιλέγουμε ένα τροπάριο (από την γ΄ ωδή σε νεοελληνική απόδοση), που νομίζουμε ότι έχει ξεχωριστή σημασία και για την εποχή μας, την τόσο αλλοπρόσαλλη και  παράδοξη, καθώς πορεύεται δυστυχώς εκεί που συναντά το «τίποτε» ως απουσία νοήματος ζωής. Και δικαιολογημένα: πορευόμαστε οι άνθρωποι κατά το θέλημά μας και όχι κατά το θέλημα του Θεού.

«Άκουσες, ψυχή μου, για τον Αβραάμ που εξαρχής εγκατέλειψε την πατρική του γη και έγινε μετανάστης. (Λοιπόν) να μιμηθείς τη διάθεση και την προαίρεσή του».

Τον Αβραάμ προβάλλει ο άγιος ως πρότυπο προκειμένου να τον μιμηθεί και στη δική του ζωή. Τον Αβραάμ που η Αγία Γραφή συχνά (με αποκορύφωμα τον απόστολο Παύλο στην προς Ρωμαίους επιστολή: πρβλ. 4, 11εξ.) τον θεωρεί ως το κατεξοχήν υπόδειγμα αληθινής πίστεως στον Θεό. Γιατί; Διότι όλη η ζωή του υπήρξε ένα «ναι» στο θέλημα του Θεού, ο Οποίος μιλώντας μυστικά στην καρδιά του τον καλούσε να κάνει πράγματα πέρα από κάθε λογική και φυσική αίσθηση.

Στον υπ’ όψιν ύμνο ο Αβραάμ προβάλλεται ως πρότυπο για το πρώτο μεγάλο γεγονός αλλαγής της ζωής του: τον ξεριζωμό του· να φύγει και να γίνει μετανάστης, όχι γιατί τον ανάγκασε κάποια ιδιαίτερη δυσκολία, αλλά γιατί τον σπρώχνει μία εσωτερική φωνή, την οποία  εμπιστεύεται ως Θεού φωνή και η οποία τελικώς δεν τον απογοητεύει. Πώς όμως ο άγιος Ανδρέας καλεί την ψυχή του (αλλά και τη δική μας) ώστε να γίνουμε «μετανάστες» μιμούμενοι τον Αβραάμ; Τι σημαίνει να μεταναστεύει κανείς, προφανώς για να μπορεί να παραμένει χριστιανός;

Η απάντηση είναι απλή αλλά και δύσκολη. Απλή, γιατί ο χριστιανός, εν αντιθέσει όπως είπαμε προς ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία που ζει, καλείται ανά πάσα στιγμή στη ζωή του να φεύγει από το δικό του θέλημα, το εγωιστικό και αμαρτωλό και θεμελιωμένο στα ψεκτά πάθη του, προκειμένου να βρίσκεται στο θέλημα του Θεού, πάνω στις εντολές του Χριστού,  σε κοινωνία δηλαδή με τον Ίδιο που είναι «η Οδός»! «Γενηθήτω το θέλημά Σου» είναι η αδιάκοπη προσευχή του.

Δύσκολη, γιατί η προσκόλληση του ανθρώπου στα πάθη και στον εγωισμό του – ακόμη και για τον βαπτισμένο πιστό που έχει λάβει τη δύναμη και τη χάρη απεμπλοκής από τα πάθη – είναι συχνά τόσο μεγάλη, ώστε πρέπει όντως να καταβάλει σκληρή προσπάθεια για να στραφεί προς τον Θεό και να ξεκινήσει τη σωτήρια και απαραίτητη «μετανάστευση». Κι εδώ έγκειται βεβαίως η πνευματική άσκηση και ο αγώνας κάθε χριστιανού, γεγονός που τον διαφοροποιεί ποιοτικά από κάθε άλλον συνάνθρωπό του.

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΗΤΗΣ Ο ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΗΣ

«Ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας (7ος-8ος αἰ.) καταγόταν ἀπ᾽ τήν πόλη τῆς Δαμασκοῦ, ἀπό θεοφιλεῖς γονεῖς, καί ἀποδύθηκε στή μάθηση τῶν γραμμάτων. Ὅταν πατριάρχευε στήν ῾Αγία Πόλη ῾Ιερουσαλήμ ὁ Θεόδωρος, κείρεται κληρικός καί καθίσταται γραμματέας τοῦ Πατριάρχη. Κι ὅταν συγκροτήθηκε Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη, στέλλεται ἀπό αὐτόν γιά νά συμφωνήσει μέ τά ἀποφασισθέντα.  Λόγω τῆς γνώσης καί τῆς ἀρετῆς πού τόν χαρακτήριζαν, ἔγινε Διάκονος τῆς Μεγάλης ᾽Εκκλησίας καί μετά ἀπό λίγο ὀρφανοτρόφος. ᾽Αργότερα ἐκλέχτηκε ᾽Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Πηγαίνοντας στόν τόπο τῆς παροικίας του γιά δεύτερη φορά καί εὑρισκόμενος σέ κάποιο νησί, πού τό λέγαν ᾽Ερεσσό, κοντά στή Μυτιλήνη, ἔφυγε ἀπό τή ζωή αὐτή, ἀφήνοντας στήν ᾽Εκκλησία τοῦ Θεοῦ πάμπολλα συγγράμματα».

Ὁ ἅγιος χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας «ὅλος, φαεινότατος ἀστήρ» (ωδή γ´ κ.α.), πού σημαίνει καταυγάζει τό στερέωμα αὐτῆς μέ τά λόγια του, τά ἔργα του, τίς προσευχές του. Αὐτή ἄλλωστε εἶναι καί ἡ θέση τῶν ἁγίων: ἔχοντας ἀνοίξει τήν ὕπαρξή τους στόν πανάγιο Θεό, ἔχουν δεχτεῖ τίς λαμπηδόνες τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μέ τόν τρόπο πού τό ἔχει βεβαιώσει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου. Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσει ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾽ ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς». Οἱ ἅγιοι λοιπόν εἶναι μία φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, κάτι πού τό βλέπουμε ἔντονα καί στόν ἐν ἁγίοις πατέρα ἡμῶν ᾽Ανδρέα Κρήτης.

Λάμποντας ὡς ἀστήρ, σημειώνει ὁ ὑμνογράφος, «τέρπει την Εκκλησία, με τα ορθόδοξα δόγματά του και τα αρμονικά μελωδήματά του» (ωδή γ´). Πράγματι, ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας, γιά νά συγκεκριμενοποιήσουμε τήν ἁγιότητά του,  μέ τό δοθέν σ᾽ αὐτόν χάρισμα τῆς γνώσεως,  ἀφενός εἶχε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἀπέκτησε δηλαδή τή γνώση Αὐτοῦ - αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς γνώσης στή χριστιανική πίστη: τῆς προσωπικῆς μέθεξης σ᾽ Αὐτόν διά τῆς τηρήσεως τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν -τήν ὁποία γνώση στή συνέχεια ἐξέφρασε ἐν λόγῳ, διά τοῦ ἄλλου χαρίσματος τῆς  σοφίας πού ἐπίσης τοῦ δόθηκε,  καί γι᾽ αὐτό ἀναδείχτηκε στό μεγάλο ἀξίωμα τοῦ κατά Χριστόν θεολόγου. Διότι αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινός θεολόγος τῆς ᾽Εκκλησίας: ὄχι ὁ κάτοχος ἑνός πτυχίου Θεολογικῆς Σχολῆς, ἀλλ᾽ ὁ ἔχων τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ πού μπορεῖ νά τή διατυπώνει μέ τόν λόγο. Ὁ ἅγιος λοιπόν ᾽Ανδρέας μᾶς ἄφησε καταρχάς συγγράμματα δογματικά καί πολλές ὁμιλίες, γενόμενος, κατά τήν ὑμνολογία πάλι, «δογματιστής ἀληθέστατος» (στιχηρό εσπερινού) καί «στηριγμός τῆς εὐσεβείας τῶν δογμάτων τῶν ὀρθῶν» (στιχηρό εσπερινού).

᾽Αλλά πέραν τῶν δογματικῶν κειμένων του ἐκεῖνο πού τόν κατέστησε ἰδιαιτέρως προσφιλή στήν ᾽Εκκλησία εἶναι «τά ἁρμονικά μελωδήματά του». Ὁ ἅγιος ὑπῆρξε μέγας ὑμνογράφος τῆς ᾽Εκκλησίας, «προκαλώντας ευχαρίστηση στις καρδιές όλων κάθε φορά με την υμνολόγηση της αγίας Τριάδος, των ταγμάτων των αγίων και της αχράντου Παρθένου» (κάθισμα όρθρου) – την υπεραγία Θεοτόκο μάλιστα «που είναι πάνω από κάθε έπαινο την δοξολογούσε διαρκώς και μεγάλη σπουδή με ποικίλους επαίνους» (ωδή δ΄). Τό λαμπρότερο ὅμως πόνημά του, μέ τό ὁποῖο κατανύσσει τίς καρδιές τῶν χιλιάδων ὀρθοδόξων πιστῶν κάθε χρόνο, ὁδηγώντας τους στούς σωτήριους δρόμους τῆς μετανοίας, εἶναι ὁ Μέγας Κανών του, πού, ψαλλόμενος τήν Πέμπτη τῆς πέμπτης ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἀποτελεῖ στήν οὐσία μία σύνοψη ὅλης τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, καί στήν πρώτη ἀποκάλυψή Του, τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά καί στήν τελείωσή της, τήν Καινή Διαθήκη. Όπως σημειώνει και ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης στους στίχους του συναξαρίου «Πέθανε και βρήκε μεγάλο στεφάνι των κόπων του ο ποιμένας της Κρήτης, του οποίου έργο ήταν ο μέγας Κανών». ᾽Εκεῖ ὁ ἅγιος γίνεται «ὁ ἀψευδής ἐπαινέτης τῶν Μαρτύρων τῶν ῾Αγίων», «ὁ ἀλείπτης πρός ἐπανάληψιν τῆς ἀρετῆς», ἰδιαιτέρως ὅμως «ὁ ζωγράφος τῆς τοῦ βίου ματαιότητος» (στιχηρό εσπερινού). Μέ τήν παρρησία λοιπόν πού ἔχει στόν Θεό, ὡς ὁδηγός τῆς ὀρθοδοξίας καί διδάσκαλος τῆς εὐσεβείας καί τῆς σεμνότητος, τόν παρακαλοῦμε νά πρεσβεύει καί γιά ἐμᾶς, νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας.

03 Ιουλίου 2024

Η… ΓΚΛΑΡΡΥ!

Το έβλεπα και το μνημόνευα πολύ καιρό τώρα. Ήταν από τα χαρτάκια που μας φέρνουν για να μνημονευθούν στην αγία πρόθεση κι είχε το συγκεκριμένο όνομα μέσα που κινούσε την προσοχή: «Γκλάρρυ»! Με τη συγκεκριμένη ορθογραφία και πάντα από τις πρώτες θέσεις στη σειρά. Και δεν ήταν από αυτά που όλοι οι ιερείς το συναντούν κατά καιρούς: αντί ονόματα να έρχονται προς μνημόνευση… ζαρζαβατικά ή άλλα αναλώσιμα. Τρία κιλά πατάτες, δύο κιλά ντομάτες, ένα κολοκυθάκια κ.ο.κ. – η σύγχυση στις νοικοκυρές που μέσα στη βιασύνη τους να τα προλάβουν όλα μπερδεύουν τα χαρτιά με τα οποία περιφέρονται. Ρώτησα τους συνεφημερίους από πού μπορεί να βγαίνει το όνομα και όλοι δήλωσαν άγνοια.

«Μπορεί να είναι ξενικό ή να είναι παραλλαγή κάποιου γνωστού ονόματος που Κύριος οίδε πώς κατέληξε έτσι», σκέφτηκα. Γιατί θυμήθηκα μία εκπομπή στο ραδιόφωνο πριν από αρκετές δεκαετίες, που επιμελείτο και παρουσίαζε ο γνωστός και διάσημος και συμπαθέστατος μέγας μουσικός Μίμης Πλέσσας και που είχε τον τίτλο «Βρες το και πάρτο!» Λοιπόν, κάποια φορά είχε στο τηλέφωνο ο παρουσιαστής μία κοπέλα που είπε πως την έλεγαν Σούλα. «Σούλα από το Αθανασία ή το Αναστασία;» ρώτησε με τη γνωστή, μπάσα, κελαριστή και μελωδική φωνή του ο κ. Πλέσσας. «Όχι, όχι» απάντησε η κοπέλα. «Από το Κυριακή βγαίνει». «Από το Κυριακή, πώς;» έμεινε εμβρόντητος ο γνωστός συνθέτης. «Κοιτάξτε», είπε σχεδόν συνωμοτικά η «Σούλα». «Το Κυριακή στα Γαλλικά είναι Ντιμάνς, οπότε Ντιμανσούλα, Σούλα»!

Αυτό θυμόμουν λοιπόν συχνά κάθε φορά που ερχόμουνα αντιμέτωπος με το όνομα που έπρεπε να μνημονεύσω. «Γκλάρρυ! Βρες τώρα από πού προέρχεται»! Σημασία είχε πάντως ότι μνημονευόταν όσο γινόταν καρδιακά έστω και άγνωστη η… γνωστή Γκλάρρυ. Μέχρις ότου σταμάτησε να έρχεται το συγκεκριμένο χαρτάκι. Σταμάτησε εννοείται και η μνημόνευση της άγνωστης, η οποία όμως είχε δημιουργήσει γύρω από το όνομά της ένα μυστήριο. «Τι να έγινε η Γκλάρρυ;» σκεφτόμουν κατά καιρούς. «Πώς ξαφνικά εκεί που πάντοτε μας δινόταν το όνομα προς μνημόνευση τώρα χάθηκε;»

Η απορία μου δεν άργησε να βρει τη λύση της. Γιατί κάποια φορά ρώτησα τον συνεφημέριο που είχα ζητήσει και από αυτόν πληροφορίες για τη συγκεκριμένη κοπέλα.

«Τι έγινε με τη… Γκλάρρυ; Δεν την ξανάδα στο χαρτάκι».

«Ναι, δεν πρόκειται να την ξαναμνημονεύσουμε στα Υπέρ υγείας», είπε, «αλλά ούτε και στα Υπέρ αναπαύσεως».

Χαμογέλασε περίεργα μ’ ένα μυστήριο τρόπο.

«Κι αυτό, γιατί;» Το ενδιαφέρον μου αυξήθηκε κατακόρυφα, καθώς ένιωσα την άδηλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα.

«Η Γκλάρρυ πέθανε, καλύτερα ψόφησε» ψιθύρισε, λες και δεν ήθελε κάποιος να τον ακούσει.

«Ψόφησε;» - τραβήχτηκα προς τα πίσω από την απροσδόκητη πληροφορία.  «Τι ήταν δηλαδή η Γκλάρρυ;»

«Όπως το κατάλαβες. Ήταν μία σκυλίτσα, που η κάτοχός της την έβαζε πάντοτε προς μνημόνευση στις Θείες Λειτουργίες. Και το έμαθα, όταν ήλθε συντετριμμένη η αφεντικίνα της για να της κάνω…τρισάγιο!»

 «Τρισάγιο; Κι εσύ τι έκανες;»

 «Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι αυτό δεν γίνεται, γιατί τρισάγια και μνημόνευση στη Θεία Λειτουργία κάνουμε για τους βαπτισμένους ορθόδοξους χριστιανούς, για ανθρώπους δηλαδή και όχι για τα συμπαθέστατα κατά τα άλλα… ζώα».

«Δεν ήταν… «βαπτισμένη» η Γκλάρρυ;», μου ήρθε αυθόρμητα να σχολιάσω σκωπτικά αυτό που έμαθα.

Γέλασε συγκαταβατικά. «Το πιο κακό», συμπλήρωσε οδυνηρά αυτήν τη φορά, «δεν ήταν βέβαια η άγνοια της συγκεκριμένης κυρίας – αυτό μπορεί κανείς να το κατανοήσει – αλλά η επιμονή της να κάνω αυτό που μου έλεγε, θεωρώντας δεδομένο ότι έχει απόλυτο δίκιο. Κι όταν με όμορφο τρόπο, είναι αλήθεια, προσπάθησα να της δώσω  να καταλάβει πώς έχουν τα πράγματα στην πίστη μας, εκείνη γεμάτη οργή και επιθετικότητα μου είπε κάτι… γαλλιστί κι έφυγε, απειλώντας ότι δεν πρόκειται να ξαναπατήσει σε μία τέτοια ενορία!»

Έτσι λύθηκε το μυστήριο για τη «Γκλάρρυ», οπότε χάσαμε και αυτήν και το αφεντικό της.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΥΑΚΙΝΘΟΣ

«῾Ο ἅγιος ῾Υάκινθος καταγόταν ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καί ὑπηρετοῦσε στό βασιλικό τραπέζι τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ. Κατηγορήθηκε ὅμως ὡς χριστιανός, γι᾽ αὐτό καί δόθηκε ἡ ἐντολή νά κτυπηθεῖ σέ ὅλο τό σῶμα του καί νά ριχτεῖ στήν φυλακή. ᾽Εκεῖ μένοντας ἀρκετές ἡμέρες χωρίς φαγητό παρέθεσε τό πνεῦμα του στόν Θεό».

῎Εχει προταθεῖ ἀπό ὁρισμένους χριστιανούς ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ῾Υακίνθου νά καθιερωθεῖ ὡς ἡ ἑορτή τῶν ἐρωτευμένων σέ ἀντικατάσταση τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Βαλεντίνου (14 Φεβρουαρίου), γιά τόν ὁποῖο ὑπάρχουν πολλές καί ἀντιφατικές παραδόσεις. Καί τοῦτο βεβαίως ὄχι γιατί ὁ ἅγιος ἔχει καμμία οὐσιαστική σχέση πρός αὐτό πού προβάλλεται ὡς ἀνθρώπινος ἔρωτας, ἀλλά γιατί τό ὄνομά του πού παραπέμπει στό πολύ ὄμορφο καλλωπιστικό φυτό ὑάκινθος, τό κοινῶς ὀνομαζόμενο ζουμπούλι, μέ τό ἔντονο ἄρωμα καί τά πολυάριθμα μικρά ἄνθη του, κυανοῦ, ρόζ ἤ ἄσπρου χρώματος, συνηγορεῖ γιά κάτι τέτοιο. ῾Η σχέση τοῦ ἁγίου πρός τόν ἔρωτα ὑπάρχει, κατά πῶς μᾶς τό θέτει καί ὁ ἅγιος ὑμνογράφος τῆς ἀκολουθίας του Θεοφάνης ὁ ποιητής, ἀλλά μέ τήν ἔννοια πού συναντᾶμε σέ ὅλους τούς ἁγίους, δηλαδή τήν ἔννοια τοῦ θείου ἔρωτα, τῆς σφοδρῆς ἀγάπης πρός τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό.

Πράγματι, ἡ ὅλη κατά Χριστόν πορεία τοῦ ἁγίου ῾Υακίνθου κατανοεῖται μόνον κάτω ἀπό τήν ὀπτική αὐτή. ῾Η ἀγάπη του πρός τόν Χριστό τοῦ ἔδωσε τήν δύναμη νά ἀντιμετωπίσει τήν ὀργή καί τήν μήνη τοῦ ἴδιου τοῦ αὐτοκράτορα, ἐπιμένοντας ὅτι εἶναι χριστιανός, καί νά ὑποστεῖ φοβερά μαρτύρια μέχρι τῆς τελικῆς ἐκπνοῆς του λόγω ἀσιτίας. «῎Ελεγξες τόν τύραννο, ἀθλοφόρε, πού εἶχε φτάσει σέ κατάσταση μανίας, γιατί ἤσουν ντυμένος ἀπό τόν Χριστό μέ τήν ἀήττητη δύναμή Του» (ὠδή ε´). «᾽Αγάπησες τόν Θεό μέ τήν ψυχή σου σύ, ἀθλητή μακάριε, παλεύοντας μέχρις αἵματος πρός τήν ἁμαρτία καί ἀνατρέποντας τούς ἐχθρούς» (ὠδή η´).

῾Ο ἅγιος ποιητής μάλιστα παίρνει ἀφορμή ἀπό τήν γνωριμία πού εἶχε ὁ ῾Υάκινθος μέ τόν αὐτοκράτορα Τραϊανό, ἀφοῦ ὑπῆρξε θαλαμηπόλος του, γιά νά πεῖ ὅτι τελικῶς ὁ ἅγιος ἦταν ὁ ἀληθινός αὐτοκράτορας, γιατί ἀκριβῶς μέ τόν εὐσεβή λογισμό τῆς πίστεως πού εἶχε ἔγινε αὐτοκράτορας τῶν παθῶν του, τρεφόμενος ἀπό τόν θεϊκό λόγο καί ὄχι ἀπό τήν τροφή τῶν παρανόμων (ὠδή ζ´). Κι εἶναι πολύ σημαντική ἡ παρατήρηση τοῦ Θεοφάνη, γιατί μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὅταν ὁ μάρτυρας δέχεται τό ὅποιο μαρτύριο εἴτε ὡς κτύπημα εἴτε ὡς στέρηση, τήν ἴδια ὥρα ὁ Κύριος μέ μυστικό τρόπο ἔρχεται καί λειτουργεῖ σ᾽ αὐτόν ἀντιστοίχως εἴτε ὡς θεϊκό χάδι εἴτε ὡς πλήρωση καί τροφή. Πρόκειται γιά πραγματικότητα πού δέν πρέπει νά λησμονοῦμε, γιατί ἰσχύει γενικότερα: κάθε ὑπομονή πού κάνουμε στήν ζωή μας τήν ὥρα τῆς ὅποιας δοκιμασίας μας, ἐνῶ φαίνεται ὅτι ὑφιστάμεθα μία ταλαιπωρία καί ἕνα βάσανο, ὁ Κύριος εἶναι παρών καί τήν δοκιμασία τήν μεταποιεῖ σέ εὐλογία.

῾Ο ἐκκλησιαστικός ποιητής δέν εἶναι δυνατόν νά μήν ἀξιοποιήσει καί τό ὄνομα τοῦ ἁγίου ῾Υακίνθου. ᾽Αφενός μᾶς προτρέπει νά τοῦ πλέξουμε στεφάνι μέ τούς ὕμνους ἀποτελούμενο ἀπό ἀμαράντινους ὑακίνθους (κοντάκιο), ἀφετέρου μᾶς μεταφέρει στήν θριαμβεύουσα ᾽Εκκλησία, τήν ᾽Εκκλησία τῶν πρωτοτόκων, δίνοντάς μας τήν εἰκόνα τῆς θέσης τοῦ ἁγίου μάρτυρα ἀνάμεσα στούς ἄλλους ἁγίους. «Σάν ὄμορφο ζουμπούλι λάμπρυνες τήν θεία σκηνή, σάν ἐκλεκτό ζωηρό κόκκινο ἀπό τό αἷμα τῆς ἀθλήσεώς σου ἔγινες ἀφιέρωμα τῆς ᾽Εκκλησίας τῶν πρωτοτόκων» (ὠδή ς´). Κι ἀκόμη: θεωρεῖ ὁ ποιητής τόν ἅγιο μάρτυρα σάν διαυγή καί πολύτιμο  λίθο τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, γιατί μέ τήν «εἰλικρίνεια τῆς ψυχῆς του καί τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ του» (ὠδή ζ´) ἔγινε φωτεινό κατοικητήριο τοῦ  Πνεύματος τοῦ Θεοῦ (στιχηρό ἑσπερινοῦ, ὠδή α΄).

῾Ο ἅγιος ῾Υάκινθος γιά τόν Θεοφάνη θεωρεῖται καί ὡς πρότυπο ἰδιαιτέρως τῆς νεότητας. Γιατί νέος καθώς ἦταν ὁ ἅγιος φανέρωσε ἐκεῖνο πού τιμᾶ τήν νεότητα καί τήν διακρατεῖ πάντοτε ἀνθοφοροῦσα: τή γενναιότητα τοῦ νοῦ καί τή φρόνηση καί σύνεση τῶν μεγάλων. Πού σημαίνει: δέν δίνει ἀξία σέ ἕνα νέο ἀπό μόνη της ἡ νεότητά του. Κι αὐτή θά παρέλθει πολύ γρήγορα. ῾Η νεότητα τῆς καρδιᾶς μετράει κατεξοχήν, γιατί αὐτή παραμένει ἐσαεί. «᾽Απέδειξες, μάρτυς ἀθλοφόρε, τό νεανικό τῆς ἡλικίας σου καί τό γενναῖο τῆς διανοίας σου, καθώς πάλεψες μέ ἀνδρεία κατά τῆς πλάνης ὑπέρ Χριστοῦ» (ὠδή α´). «᾽Ενῶ ἤσουν νέος, φάνηκες νά ἔχεις καθαρά φρόνηση μεγάλου, μάρτυς Χριστοῦ, καί νά κοσμεῖσαι ἀπό σύνεση» (ὠδή γ´).

02 Ιουλίου 2024

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ!

Δεν υπάρχει χριστιανός, και δη ορθόδοξος, που να μη χρησιμοποιεί το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού ως αέναη ή διαλειμματική έστω προσευχή του. Το όνομα του Κυρίου αποτελεί για τους εν επιγνώσει χριστιανούς εκείνο που συνοδεύει την αναπνοή τους, ίσως συνιστά την αναπνοή τους, κατά τον γνωστό λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου «μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον» - να μνημονεύουμε τον Θεό περισσότερο και από την αναπνοή μας. Ο ίδιος ο Κύριος μιλώντας για την προσευχή ως αδιάλειπτη κοινωνία με τον Θεό έδωσε εντολή για τη χρήση του ονόματός Του ως βασικής προϋποθέσεως προκειμένου να βιώνει ο πιστός τη χάρη και τη χαρά της παρουσίας Του. «Έως άρτι ουκ ητήσασθε ουδέν εν τω ονόματί μου. Αιτείτε και λήψεσθε, ίνα η χαρά υμών η πεπληρωμένη». Η επίκληση του ονόματος Εκείνου δημιουργεί τις συνθήκες για να ζει ο άνθρωπος τη χαρά του Θεού. Κι είναι η επίκληση αυτή συνδεδεμένη και με το συγκλονιστικό αποτέλεσμα που επίσης φέρνει, το μαστίγωμα του ίδιου του πονηρού διαβόλου, ο οποίος δεν παύει να αντιμάχεται το πλάσμα του Θεού αλλά και να δέχεται τα «πυρά» του με το παντοδύναμο όπλο που του ’χει δώσει ο Θεός: το όνομα του Υιού του Θεού. «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους» υπενθυμίζει ο άγιος της Κλίμακος, ο Σιναḯτης Ιωάννης.

Επικαλούμαστε λοιπόν το όνομα του Κυρίου εν Εκκλησία και εν ατομική προσευχή, αδιάκοπα και εξακολουθητικά. Και φτάνουμε κάποια στιγμή στο σημείο να εγείρουμε τις «ενστάσεις» μας ως προς τα θετικά αποτελέσματα που σημειώνουν οι άγιοί μας. «Δεν νιώθω χαρά μέσα μου». «Νιώθω ένα σφίξιμο που μου προκαλεί και κάποιο άγχος». «Την ώρα που επικαλούμαι το όνομα του Χριστού βλέπω και την έξαψη ταυτοχρόνως και των παθών μου». «Πού βρίσκεται το λάθος μου;»

Ένα είναι το λάθος μας και το επισημαίνουν όλα τα κείμενα της Εκκλησίας μας, αγιογραφικά και πατερικά. Αν η επίκληση του ονόματος του Χριστού από έναν χριστιανό δεν συνοδεύεται από την παράλληλη «εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος» προσπάθεια τηρήσεως των αγίων εντολών Εκείνου, ματαίως κοπιάζει. Όπως σημειώνει ο απόστολος Παύλος για τη χριστιανική ζωή, ότι χωρίς την Ανάσταση του Χριστού και συνεπώς την υπέρβαση του θανάτου θα ήταν μάταιη η πίστη μας, έτσι και η επίκληση του αγίου ονόματος του Κυρίου χωρίς την ταυτόχρονη βίωση των αγίων Του εντολών θα οδηγούσε σε ένα μηδενικό αποτέλεσμα.

 Όταν ήδη από τον ψαλμωδό της Παλαιάς Διαθήκης εξαγγέλλεται ότι «το έλεος Κυρίου επί τους φοβουμένους Αυτόν», δηλαδή για να υπάρξει το έλεος του Θεού στον άνθρωπο απαιτείται να βρίσκεται αυτός στην οδό της εφαρμογής του θελήματός Του – εκεί καταλήγει ο φόβος Κυρίου: στην τήρηση του θεϊκού θελήματος -, όταν ο ίδιος ο Κύριος είπε με απόλυτο τρόπο ότι «ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν Ουρανοίς εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού», όταν εξίσου ο Ίδιος απαρχής της δημόσιας δράσεώς Του τόνισε ότι «μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται», τότε δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την ορθή χρήση του ονόματός Του παρά μόνο της έστω και διά της βίας ωθήσεως της καρδιάς στο να αποδεχτεί τον όποιο συνάνθρωπό του εν αγάπη, να τον συγχωρήσει, να αναδεχτεί το βάρος του, να τον θέσει μέσα στην αγκαλιά του – μία συνέχεια στην πραγματικότητα αυτού που έκανε και κάνει αδιάκοπα ο Κύριος για εμάς.

Κι είναι η στάση αυτή, η με επίγνωση προέκταση της στάσεως του Κυρίου εφόσον συνιστούμε μέλη του σώματός Του, εκείνο που δίνει και την απάντηση στο «σκάνδαλο» που «φρενάρει» την αγαθή διάθεσή μας: «μα, πώς να αγαπήσω τον άλλον που ζει μέσα στην αμαρτία και με αδικεί και με εχθρεύεται;» Πώς μας αγάπησε και μας αγαπά ο Κύριος; Μέσα στις αμαρτίες μας και τις όποιες βρομιές μας. «Όντων ημών αμαρτωλών Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Η αγάπη του Κυρίου δεν σταμάτησε λόγω των αμαρτιών μας. Το αντίθετο: μας αγάπησε και θυσιάστηκε για εμάς ακριβώς επειδή ήμασταν βουτηγμένοι σε ό,τι αμαρτωλό και εχθρικό προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Λοιπόν, το ίδιο μας λένε συνεχώς και όλοι οι άγιοί μας: Προεκτείνοντας την αγάπη του Χριστού αγαπάμε τους πάντες και τα πάντα. Όπως ακριβώς έκανε κι Εκείνος. Και την ώρα που βρισκόμαστε στη χαρισματική αυτήν κατάσταση, την ίδια αυτήν ώρα ενεργοποιείται στο ανώτερο δυνατό σημείο και το έλεος του Θεού απέναντί μας. «Ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».

Οπότε, το «Κύριε ελέησον» που λέμε απαιτεί και την καρδιακή προσφορά του ελέους μας και στους άλλους. Ελεώ και ελεούμαι. «Η κρίσις ανίλεως τοις μη πράξασιν έλεος».