19 Ιουλίου 2024

Η ΟΣΙΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΑΔΕΛΦΗ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

«Η οσία Μακρίνα, η οποία κοσμείτο από το κάλλος του σώματος και τους σεμνούς τρόπους, επρόκειτο να παντρευτεί κάποιον εξίσου σεμνό και ωραίο άνδρα. Όταν ακόμη ήταν μνηστευμένη, έφυγε από τη ζωή ο υποψήφιος άνδρας της, κι αυτή, ενώ πολλοί άλλοι τη ζητούσαν σε γάμο, απεφάσισε να ζήσει ως χήρα, χωρίς να έχει αποκτήσει πείρα και των ωραίων στιγμών του γάμου. Χωρίστηκε λοιπόν από κάθε κοσμική σχέση, ζούσε μαζί με τη μητέρα της, την αγία Εμμέλεια, αφιερωμένη στις θείες αρετές και ασχολουμένη σαν δεύτερη μητέρα, μια που ήταν και η πρώτη στην ηλικία, με την ανατροφή των μετά από αυτήν αδελφών της, εννέα τον αριθμό. Αφού έζησε με οσιακό τρόπο και με πνευματικές ασκήσεις, έφτασε στο τέλος της και εξεδήμησε προς τον Κύριον».

     Ο υμνογράφος της ακολουθίας της, ακολουθώντας πολλούς εκκλησιαστικούς άνδρες που την εγκωμίασαν για την αγιασμένη ζωή της, χρησιμοποιεί πράγματι και αυτός πολλούς επαίνους για την αγία. Ιδιαιτέρως στέκεται κανείς με προσοχή σ’ έναν ύμνο από την τρίτη ωδή του κανόνα της, ο οποίος σε λίγες γραμμές μάς δείχνει το πώς έφτασε η οσία σε μεγάλο πνευματικό ύψος, αλλά αποκαλύπτει ταυτόχρονα, με συνεσκιασμένο βεβαίως τρόπο, τη σοφία και το παιδαγωγικό ήθος της μητέρας της Εμμέλειας. «Αγιωσύνης, απαλών εξ ονύχων, επόθησας, οφθαλμοίς τε μητρικοίς τετηρημένη, διέμεινας, Μακρίνα, πανάφθορος και παναμώμητος» (Πόθησες από μικρό παιδάκι την αγιωσύνη, και αφού σε πρόσεξαν οι μητρικοί οφθαλμοί, διατηρήθηκες πανάφθορη και πάναγνη, Μακρίνα). Ο υμνογράφος χρησιμοποιεί, όπως είπαμε, πολλούς επαίνους, κάτι που φαίνεται και στον παραπάνω ύμνο. Όχι απλώς η οσία υπήρξε άφθορη και αγνή, αλλά παν-άφθορη και παν-αμώμητη. Δηλαδή ο υμνογράφος φθάνει σε σημείο υπερβολής, αφού μόνον για την Παναγία, τη μητέρα του Κυρίου μας, λέγονται τέτοιες εκφράσεις. Ο υμνογράφος προφανώς λαμβάνει υπόψη του όχι μόνο την αγιασμένη ζωή της, αλλά και το γεγονός ότι υπήρξε κόρη μίας αγίας γυναίκας, της αγίας Εμμέλειας, εγγονή μίας εξίσου αγίας, της αγίας Μακρίνας, της γιαγιάς, μαθήτριας του αγίου Γρηγορίου του Νεοκαισαρείας του θαυματουργού, και αδελφή μεγάλων αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας, όπως του Μ. Βασιλείου και του αγ. Γρηγορίου Νύσσης. Ποιος δεν θα σκεφτόταν ότι ευρισκομένη η αγία σε ένα τέτοιο περιβάλλον, με τέτοια μεγάλα αναστήματα – για τα οποία μάλιστα, όσον αφορά στα αδέλφια της, συνέβαλε και η ίδια αποφασιστικά στην ανατροφή τους – δεν θα βοηθείτο και η ίδια στον περαιτέρω αγιασμό της;

     Ο ύμνος όμως μας καθοδηγεί στην κατανόηση της πνευματικής της ανέλιξης: (1) Η οσία έφτασε σε τέτοιο ύψος αγιότητας και αγνότητας, λόγω καταρχάς του πόθου της για την αγιωσύνη, και μάλιστα «εξ απαλών ονύχων». Από μικρό παιδί ο νους και η καρδιά της ήταν στραμμένα προς τον Θεό. Η μητέρα της φρόντισε ιδιαιτέρως γι’ αυτό, ήδη από την εγκυμοσύνη της. Σαν να έριξε την πρωτοκόρη της, ευρισκομένη ακόμη σε εμβρυϊκή κατάσταση, στα χέρια του Χριστού. Κι είναι τούτο μία εικόνα που μας δείχνει ο υμνογράφος: «επ’ αυτώ (τω Χριστώ) γαρ από γαστρός, επερρίφης άμωμε». Με την αγία Μακρίνα φαίνεται πολύ καθαρά το πόση σημασία έχει η εκ νεότητος στροφή προς τον Θεό και πόσο ρόλο παίζει η μητέρα στη δημιουργία ενός «περιβάλλοντος», πριν ακόμη έλθει στον κόσμο το παιδί της. Ό,τι έλεγε και ο όσιος μέγας Πορφύριος, ο οποίος τόνιζε ιδιαιτέρως το ρόλο ακριβώς της μητέρας, που την καλούσε να προσεύχεται, να είναι ήρεμη, να μελετά τον λόγο του Θεού, ήδη από την εγκυμοσύνη της, προς χάρη ακριβώς του εμβρύου παιδιού της. «Το νιώθουν τα παιδάκια», έλεγε. «Τα ασφαλίζετε έτσι με τη χάρη του Θεού».

     (2) Εκείνο όμως που είναι εξίσου ή και περισσότερο από το παραπάνω σημαντικό, είναι η φράση του υμνογράφου «οφθαλμοίς τε μητρικοίς τετηρημένη». Η οσία Μακρίνα βεβαίως πόθησε, και για τους λόγους που είπαμε, την αγιωσύνη, τον ίδιο δηλαδή τον Χριστό ως νυμφίο της ψυχής της, αλλά και η μητέρα της Εμμέλεια, δεν έπαυσε να τη φροντίζει και να την παρακολουθεί διακριτικά και με αγάπη. Η επισήμανση του υμνογράφου είναι σαφής: η μητέρα δεν αφέθηκε στη χάρη μόνο του Θεού ή και στην καλή «πάστα» του παιδιού της. Προφανώς γνωρίζοντας την ανθρώπινη φύση και ξέροντας τους κινδύνους που υπάρχουν στην ανάπτυξη ενός παιδιού, λόγω και της πονηρίας του «αρχεκάκου διαβόλου» - άλλωστε «επί τα πονηρά έγκειται η διάνοια του ανθρώπου επιμελώς» κατά τη Γραφή – είχε την έγνοια της κόρης της. Την παρακολουθούσε, όχι όμως με τρόπο αδιάκριτο και παρεμβατικό, ώστε να δημιουργήσει αντίδραση και γογγυσμό στο παιδί της, αλλα με διάκριση και με αγάπη. Πώς το λέει ο υμνογράφος; «μητρικοίς οφθαλμοίς», δηλαδή με μάτια γεμάτα από αγάπη, όπως είναι τα μάτια μίας στοργικής μητέρας. Υποκλινόμαστε στο σημείο αυτό όχι στην οσία Μακρίνα, αλλά στη αγία Εμμέλεια, και καταλαβαίνουμε έτσι πολύ καλά, το πώς μία οικογένεια έφτασε στο σημείο να αναδείξει όχι ένα ή δύο, αλλά πολλούς αγίους. Διότι ακριβώς είχε και μία τέτοια μάνα!

18 Ιουλίου 2024

ΠΡΩΤΑ ΑΓΑΠΗ ΜΕΤΑΞΥ ΣΑΣ…

«Αγαπητέ μου αδελφέ Γ και Γ.σ., χαίρετε εν Κυρίω.

... Ασφαλώς θα έχετε πολλές δυσκολίες και αλλαγές με κόπους, μετακινήσεις κ.λπ. (λόγω μεταθέσεως). Φυσικά, όταν υπάρχει η αγάπη και η ομόνοια μεταξύ σας, η κούραση δεν καταλαβαίνεται. Δι’ αυτό, όσο μπορείτε να την διατηρείτε την αγάπη με το να θυσιάζεται ο ένας για τον άλλον. Πάντα να προτιμάτε να έχετε πρώτα αγάπη μεταξύ σας και ό,τι περισσεύει να δίνετε σ’ εμάς τους άλλους είτε γονείς σας είναι είτε φίλοι, γι’ αυτό είπε ο Χριστός ότι οικονόμησε ο Καλός Θεός με τέτοιου είδους αγάπη το αντρόγυνο να εγκαταλείπουν και τους γονείς τους ακόμη, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσαν να κάνουν δική τους οικογένεια» (Όσιος Παḯσιος αγιορείτης, Επιστολή από Τίμιο Σταυρό, 4-4-76, στο Διδαχές και Αλληλογραφία, εκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι, 2007).

Ο μεγάλος σύγχρονος όσιος γράφει σε γνωστή του οικογένεια, όταν βρισκόταν σε πολύ ώριμη ηλικία βεβαίως (52 ετών) και λίγα χρόνια πριν μετακομίσει οριστικά στον τόπο που κατεξοχήν τον έκανε γνωστό, την Παναγούδα (1979). Οι επισημάνσεις του και οι συμβουλές του στα θέματα που προφανώς του είχε θέσει το γνωστό και αγαπημένο του χριστιανικό ζευγάρι, διαπνέονται από ρεαλισμό, από ευγένεια μεγάλη, από αρχοντική αγάπη που ο ίδιος πάντοτε την πρότεινε ως το κατεξοχήν στοιχείο ενός αληθινού χριστιανού. Κι είναι σημαντικό το γεγονός ότι κάθε υπόδειξή του δεν την θέτει ως εντολή ή ως θέσφατο ώστε να μην αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης, αλλά ακριβώς ως μία πρόταση που οι αποδέκτες της είναι εκείνοι που θα αποφασίσουν αν θα την ακολουθήσουν ή όχι.

Τι επισημαίνει πρώτα από όλα απολύτως προσγειωμένα ο μεγάλος Γέροντας; Ότι οι συγκεκριμένοι αδελφοί ζουν με κόπο και δυσκολίες τη ζωή τους. Γιατί; Διότι δεν έχουν ακόμη κατασταλάξει στον τόπο κατοικίας τους, ότι έχουν μεν τη χαρά της οικογένειας όμως και την ταλαιπωρία του μεγαλώματος μικρών παιδιών, και δη ενός νηπίου, και πέραν τούτων τη φροντίδα μίας πολύ ηλικιωμένης γυναίκας, της πεθεράς, η οποία μη έχοντας τη δυνατότητα να φροντίζει μόνη της τον εαυτό της, λειτουργεί και αυτή «σαν μικρό παιδάκι» - «λόγω του γήρατος και αυτή ασφαλώς θα κάνει σαν μικρό παιδάκι» (από την επιστολή).

Για τον άγιο βεβαίως ο κόπος και οι δυσκολίες δεν έχουν μόνο αρνητικό χαρακτήρα. Μπορεί να πιέζουν τον άνθρωπο, όμως τον βοηθούν στο να καλλιεργήσει τον εσωτερικό του κόσμο, να τον κάνουν να ξεπεράσει δηλαδή τις τάσεις φιληδονίες του και να ζήσει με εγκράτεια που συνιστά το έδαφος να φανερωθεί η χάρη του αγίου Πνεύματος. «Πηγαίνω όπου υπάρχει κόπος και εκεί βρίσκει ανάπαυση» είναι η γραμμή πορείας που καθορίζει το ευαγγελικό πνεύμα των αββάδων του Γεροντικού, χωρίς το οποίο ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος πελαγοδρομεί μέσα στη δίνη των ψεκτών παθών του. Όταν ο μέγας απόστολος Παύλος σημειώνει με έμφαση ότι «υποπιάζω το σώμα μου και δουλαγωγώ μήπως άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι», κανείς δεν μπορεί να έχει μία διαφορετική επ’ αυτού τοποθέτηση.

Το ίδιο και ο άγιος Παḯσιος: μέτοχος ο ίδιος με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση του ασκητικού αυτού πνεύματος της κατά Χριστόν ζωής, δεν απορρίπτει ως  αρνητικό γεγονός τις δυσκολίες και τους κόπους που περνούν οι φίλοι του. Απλώς τους υπενθυμίζει ευγενώς και συμπαθώς τη μόνη προϋπόθεση που οι όποιοι σωματικοί και ψυχικοί  κόποι των ανθρώπων επί της γης μεταποιούνται και αποκτούν θετικό πρόσημο. Και η προϋπόθεση είναι η αγάπη και η ομόνοια που πρέπει να διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις. «Η κούραση τότε δεν καταλαβαίνεται» γράφει. Δεν είναι τούτο μία μεγάλη αλήθεια; Πόσες φορές δεν ακούμε από ανθρώπους που πράγματι κατακοπιάζουν με όσα ζουν ότι ο κόπος τους δεν τους κάμπτει γιατί αγαπούν αυτό που κάνουν; Όπως και το αντίστροφο: άνθρωποι που δεν κινούν ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι φαίνονται κατάκοποι, γιατί και το ελάχιστο που κάνουν το κάνουν ως αγγαρεία! Ποιος γονιός που αγαπάει το παιδί του θα «μετρήσει» τον κόπο του για το όποιο ξενύχτι και την όποια θυσία του; Που σημαίνει: και στην καλύτερη θεωρούμενη εργασία να είσαι, αν οι σχέσεις σου με τους ανθρώπους και το αντικείμενό σου δεν είναι καλές, τότε μονίμως θα ταλαιπωρείσαι! Και φυσικά όπως είπαμε ισχύει και το αντίστροφο.   

Η αγάπη και η ομόνοια λοιπόν στις καρδιές των ανθρώπων, κατά τον όσιο, συνιστούν το φάρμακο που θεραπεύει τον όποιο κόπο και την όποια δυσκολία τους ή αλλιώς η θερμή αγάπη που συντονίζει τις καρδιές στον ίδιο κτύπο της οδηγεί στην υπέρβαση της όποιας σωματικής καταπόνησης – η καρδιά και όχι το σώμα καθορίζει την πορεία του ανθρώπου. Κι είναι ευνόητο ότι ο άγιος μιλάει για την αληθινή αγάπη, τη χριστιανική, που κύριο χαρακτηριστικό της έχει τη θυσία. «Ίνα την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού» κατά τον Κύριο. Με τα λόγια του οσίου και πάλι: «όσο μπορείτε να την διατηρείτε την αγάπη με το να θυσιάζεται ο ένας για τον άλλον». Αν ως αγάπη θεωρηθεί κάτι διαφορετικό και όχι αυτό που απεκάλυψε ο Κύριος, τότε και πάλι θα μιλάμε για κόπωση, για βάρος, για κατάσταση που διαρκώς επισύρει τη μεμψιμοιρία και την γκρίνια.

Ο άγιος Παḯσιος διευκρινίζει ακόμη περισσότερο: η γενική αυτή θυσιαστική χριστιανική αγάπη έχει πρώτο αποδέκτη της τον ή τη σύζυγο. «Να έχετε πρώτα αγάπη μεταξύ σας και ό,τι περισσεύει να δίνετε σ’ εμάς τους άλλους». Είναι η σημαντικότερη επισήμανση για τη σχέση των συζύγων. Η προτεραιότητα του συζύγου είναι η σύζυγός του, η προτεραιότητα της συζύγου είναι ο σύζυγός της. Για τον απλούστατο λόγο ότι οι δύο δεν είναι δύο, αλλά ένα, όπως διευκρίνισε ο Κύριος: «ουκέτι εισί δύο αλλά μία σαρξ». Αν με άλλα λόγια δεν αγαπάς πρώτιστα το έτερο μέλος της συζυγίας σου, τότε στην ουσία δεν αγαπάς ορθά και τον εαυτό σου, έχεις ξεκλίνεις από την ορθή πορεία, η όποια άλλη αγάπη σου θα είναι στρεβλωμένη. Και φυσικά δεν θα έχεις ορθή σχέση και με Κύριο τον Θεό σου, στον Οποίο οφείλεις την απόλυτη αναφορά. Με άλλη διατύπωση: Όταν ο έγγαμος αγαπά ορθά τον Θεό, «εξ όλης της ψυχής, της καρδίας, της διανοίας, της ισχύος», τότε μέσω της απόλυτης αυτής αγάπης θα εκφράσει την καθαρή αγάπη του και στο «έτερον ήμισύ» του, κατ’ επέκταση δε και στα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας του, είτε τέκνα είναι αυτά είτε γονείς είτε οτιδήποτε άλλο.

Καταλαβαίνουμε έτσι ότι η θέση του αγίου Παϊσίου είναι στην πραγματικότητα ό,τι κηρύσσει η Εκκλησία μας με τη θεολογία της για τον γάμο, θεολογία στηριγμένη στον Ευαγγελικό και τον Αποστολικό και τον Πατερικό λόγο. Ας θυμηθούμε τι λέει ο απόστολος Παύλος για παράδειγμα για τη συζυγική σχέση στην προς Εφεσίους επιστολή του. Η σχέση του άνδρα προς τη γυναίκα του είναι η σχέση του Χριστού προς την Εκκλησία. Και η σχέση της γυναίκας προς τον άνδρα της είναι η σχέση της Εκκλησίας προς τον Χριστό. «Το μυστήριον τούτο μέγα εστί, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν». Πρόκειται για οικονομία του Θεού, λέει ο άγιος. «Οικονόμησε ο καλός Θεός με τέτοιου είδους αγάπη το αντρόγυνο να εγκαταλείπουν και τους γονείς τους ακόμη, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσαν να κάνουν δική τους οικογένεια».

Τονίζουμε όμως και πάλι ότι ο άγιος ιεραρχώντας έτσι τα πράγματα καταλήγει και στην αληθινή αγάπη των γονέων φυσικά προς τα τέκνα τους αλλά και προς τους γονείς τους. «Να έχετε πρώτα αγάπη μεγάλη μεταξύ σας, και μετά να αγαπάτε τους γονείς σας και να τους βοηθάτε όσο μπορείτε, και να τους τρέφετε ευγνωμοσύνη και σεβασμό». Η συζυγική αγάπη δηλαδή δεν παραθεωρεί τη γονεϊκή αγάπη, απλώς τη θέτει στην κανονική της σειρά. Και πάνω στο θέμα αυτό της αγάπης προς τους γονείς, είτε από την πλευρά του συζύγου είτε από την πλευρά της συζύγου, ο άγιος αποκαλύπτει για μία ακόμη φορά τον ρεαλισμό της σκέψεώς του, τη διάκρισή του, τον σεβασμό και την αγάπη του. Κατανοεί την ταλαιπωρία ιδίως της συζύγου Γ.σ.: κόπος και δυσκολίες για την οικία, για το μικρό παιδί, για τη μεγάλη μάνα, που «λόγω γήρατος κάνει σαν μικρό παιδί». Και τι προτείνει; Λίγη ξεκούραση γι’ αυτήν. Διότι οι αντοχές του ανθρώπου έχουν ένα όριο. Και διαβλέπει ο όσιος ότι η νεαρή σύζυγος ίσως φτάνει στο δικό της. Χαρακτηρίζει μάλιστα τη λύση αυτή, της ξεκούρασης για ένα διάστημα, ως «μία φυσιολογική λύση». Και ποια είναι αυτή; «Εάν βρίσκονταν μία φυσιολογική λύση για την κυρία… (όνομα πεθεράς), να πήγαινε έστω για ένα διάστημα στην αδελφή… και να τη βοηθούσατε. Θα ήτο καλά, νομίζω».

«Καλό» λοιπόν για τον άγιο δεν είναι ο ένας να τα επωμιστεί όλα – θα γίνουν χειρότερα τα πράγματα, σωματικά αλλά και ψυχολογικά. Απαιτείται η ξεκούραση ως άμεση απαλλαγή των ευθυνών, αλλά με έγνοια και αδιάκοπο ενδιαφέρον. Κι έχουμε την εντύπωση πως ο άγιος εν προκειμένω δίνει μία διάσταση που αναπαύει πάρα πολύ κόσμο. Γιατί είναι η διάσταση της διάκρισης, την οποία έδειξε και ο ίδιος ο Κύριος απέναντι στους μαθητές Του. Μετά τη διακονία που τους είχε αναθέσει κάποια φορά, τους είπε ότι πρέπει να αναπαυτούν κι αυτοί. «Αναπαύεσθε ολίγον». Αλλά και σ’ αυτήν την περίπτωση δεν επιμένει ο μέγας Γέρων στη γνώμη του. «Όπως φυσικά εσείς βλέπετε ότι είναι καλύτερα», συμπληρώνει.

Ο καθένας δηλαδή με βάση την αγάπη του «μετράει» τις δυνάμεις του και προχωράει. Η προτεραιότητα όμως πάντοτε είναι η μεταξύ των συζύγων αγάπη. 

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ

«Ο άγιος Αιμιλιανός καταγόταν από το Δορόστολο της Μυσίας, κι ήταν δούλος κάποιου Έλληνα, κατά τους χρόνους Ιουλιανού του παραβάτη (361-363) και Καπεταλίου βικαρίου. Ήταν ευσεβής χριστιανός και γι’ αυτό βδελυσσόταν τα είδωλα. Κάποια στιγμή που θεώρησε ότι ήταν ήσυχη και κατάλληλη, μπήκε στο ναό των ειδώλων, κρατώντας ένα μεγάλο σφυρί, σύντριψε όλα τα είδωλα και διασκόρπισε τις θυσίες. Επειδή κατηγόρησαν άλλους για τις ενέργειες αυτές, τους οποίους άρχισαν να βασανίζουν, πήγε και παρουσιάστηκε στις αρχές, ομολογώντας την πράξη του, για την οποία κτυπήθηκε με μαστίγιο και ρίχτηκε σε κάμινο φωτιάς. Παρέμεινε όμως άφλεκτος και παρέδωσε έτσι στον Θεό το πνεύμα του». 

       Το ενδιαφέρον ενός συγχρόνου εκκοσμικευμένου ανθρώπου, που θα διάβαζε το συναξάρι του αγίου, θα επικεντρωνόταν ασφαλώς όχι στον θείο ζήλο του Αιμιλιανού ούτε και στην αγιότητα και τη χάρη του Θεού που τον διακατείχε – μόνο με τη χάρη του Θεού μπορεί κανείς ν’ αντέξει τα μαρτύρια, όπως μας επισημαίνει και ο απόστολος Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν (τον Χριστόν) πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν» - αλλά στην ενέργειά του να καταστρέψει τα είδωλα και να διασκορπίσει τις ειδωλικές θυσίες. Με μεγάλη ευκολία μάλιστα, κι ίσως με οργή, θα χαρακτήριζε την ενέργεια αυτή ως πράξη βαρβαρότητας, που στρέφεται κατά του πολιτισμού της ανθρωπότητας – ένα άγαλμα είναι πράγματι ένα πολιτιστικό γεγονός. Με την ίδια ευκολία, στη συνέχεια, όπως συμβαίνει συνήθως, θα στρεφόταν και ευρύτερα κατά της χριστιανικής πίστης και μάλιστα κατά της Εκκλησίας, διότι εκτρέφει τέτοια φαινόμενα, που προσβάλλουν τα επιτεύγματα του ανθρώπου.

       Βεβαίως, δεν θα προβληματιζόταν καθόλου για το τι αντιπροσωπεύουν τα είδωλα – το κατώτερο επίπεδο θρησκευτικής πίστης, όπως ήδη το είχαν επισημάνει και οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι - θα αγνοούσε προκλητικά το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, χριστιανός πρώτα και αρνητής στη συνέχεια, κυνήγησε βάναυσα τους χριστιανούς, υποβάλλοντάς τους σε σκληρότατα μαρτύρια, δηλαδή ξαναφέρνοντας πίσω τις εποχές των μεγάλων διωγμών των πρώτων χριστιανικών χρόνων, κι ούτε συζήτηση ότι θα ήταν από τους πρώτους, που θα θαύμαζε κι άλλα πολιτιστικά επιτεύγματα, όπως οι πυραμίδες της Αιγύπτου, για την κατασκευή ασφαλώς των οποίων χύθηκαν ποταμοί αιμάτων από «κατώτερα» όντα, τους δούλους. Θέλουμε να πούμε ότι τα κριτήριά μας, εμάς των νεωτέρων, που μας κάνουν να προβαίνουμε σε χαρακτηρισμούς περί του τι είναι πολιτιστικό γεγονός ή όχι, είναι πολύ επιφανειακά, ενώ τις περισσότερες φορές περιπίπτουμε στο λογικό σφάλμα να κρίνουμε γεγονότα, επιτεύγματα, ανθρώπους, όχι με τα κριτήρια της εποχής τους, αλλά της δικής μας εποχής, δηλαδή, να χρησιμοποιούμε το δικό μας αξιακό σύστημα, ως σύστημα αναφοράς άλλων, παλαιοτέρων εποχών.

       Ο άγιος Αιμιλιανός λοιπόν, για να επανέλθουμε, βεβαίως έκανε κάτι, που για την εποχή μας ίσως, είναι πράξη βαρβαρότητας. Όμως για την εποχή του, εποχή διωγμού της χριστιανικής πίστης, ήταν κάτι το γενναίο και ίσως επιβεβλημένο, με συμβολική μάλιστα σημασία: δεν κατέστρεφε τα είδωλα-αγάλματα ως πολιτιστικά επιτεύγματα, αλλ’ ως φορείς αντιλήψεων, που ήταν υποταγμένες στα δαιμόνια και συνεπώς λειτουργούσαν προς καταβαράθρωση και καταστροφή του ανθρωπίνου προσώπου. Με άλλα λόγια, η ενέργεια του αγίου, στην ουσία της κρινόμενη, ήταν υπέρ της εξυψώσεως του πνευματικού επιπέδου των ανθρώπων και από την άποψη αυτή βαθύτατα εκπολιτιστική. Ότι βεβαίως υπήρχαν χριστιανοί, οι περισσότεροι, οι οποίοι εξέφραζαν την αντίθεσή τους προς τα είδωλα με διαφορετικό τρόπο, είναι εντελώς περιττό και ν’ αναφέρουμε, άρα η ενέργεια του σήμερον εορταζομένου αγίου δεν ήταν μία επιβαλλόμενη από την Εκκλησία διαδικασία, αλλά «έμπνευση», θα λέγαμε, της στιγμής του αγίου. Υπενθυμίζουμε πάντως ότι το ύψιστο κριτήριο για τη χριστιανική πίστη είναι να βλέπουμε τα πράγματα «sub speciae aeternitatis», υπό το πρίσμα της αιωνιότητας, δηλαδή από την άποψη του αιωνίου θελήματος του Τριαδικού Θεού.

17 Ιουλίου 2024

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΜΑΡΙΝΑ

«Η αγία Μαρίνα καταγόταν από κάποια κώμη της Πισιδίας, στα μέρη της Αντιόχειας. ΄Ηταν μονογενής θυγατέρα του Αιδεσίου, ενός ιερέα των ειδώλων, ο οποίος, όταν πέθανε η γυναίκα του, παρέδωσε την κόρη του, ηλικίας τότε δώδεκα ετών, σε μία γυναίκα να την μεγαλώσει. Η Μαρίνα είχε διδαχτεί στην κώμη που ζούσε τη χριστιανική πίστη, και γι’ αυτό παρακαλούσε τον Θεό να αξιωθεί να γίνει χριστιανή, κάτι που πραγματοποιήθηκε, και μάλιστα σε σημείο που δεκαπέντε ετών ποθούσε να δώσει και τη ζωή της για τον Χριστό. Ο ηγεμόνας λοιπόν Ολύμβριος, που έμαθε για την πίστη της, έστειλε να τη συλλάβουν και την έβαλε στη φυλακή. Μετά από κάποιες ημέρες διέταξε να την βγάλουν και να την οδηγήσουν ενώπιον του βήματός του, ενώ όταν την είδε, έμεινε έκπληκτος από την ωραιότητά της. Ρώτησε λοιπόν το όνομά της και την καταγωγή της και η αγία «Μαρίνα, είπε, λέγομαι, γέννημα και θρέμμα της Πισιδίας και είμαι χριστιανή». Επειδή δεν δέχτηκε να αρνηθεί τον Χριστό, διέταξε ο ηγεμόνας να την ξαπλώσουν και να την δείρουν σκληρά με ραβδιά, τόσο που το αίμα της κοκκίνησε το χώμα. ΄Επειτα πρόσταξε να την ανασηκώσουν και να ξύσουν για πολύ το σώμα της, οπότε μετά οδηγήθηκε και πάλι στη φυλακή. Εκεί έγινε μεγάλος σεισμός, που τραντάχτηκε πολύ η φυλακή, και να, από κάπου φάνηκε ένας δράκοντας, με μεγάλο ήχο στο σύρσιμό του, που φαινόταν ότι θέλει να ρίξει φωτιά γύρω από τη μάρτυρα. Εκείνη φοβήθηκε πολύ κι έγινε έντρομη, γι’ αυτό παρακαλούσε τον Θεό να την βοηθήσει, με αποτέλεσμα το φοβερότατο εκείνο ερπετό να φαίνεται με τη μορφή ενός μαύρου σκυλιού. Η αγία τότε το άρπαξε από τις τρίχες κι αφού πήρε μια πέτρα, το κτύπησε στο κεφάλι και στην πλάτη, μέχρις ότου ψόφησε. Μετά από αυτό, οδηγείται σε νέα εξέταση, όπου την έβαλαν να καεί σε λαμπάδες φωτιάς κι έπειτα να ριχτεί σε σκεύος γεμάτο από νερό, που κάλυπτε το κεφάλι της. Διαφυλάχτηκε όμως αβλαβής από όλα αυτά, γεγονός που οδήγησε πολλούς στην πίστη του Χριστού, οι οποίοι δέχτηκαν τον δι’ αποτομής της κεφαλής τους θάνατο. Τότε οργίστηκε πολύ ο ηγεμόνας, ο οποίος διέταξε με ξίφος να κόψουν την τιμία κεφαλή της».

       Το ιδιάζον στο μαρτύριο της αγίας Μαρίνας είναι το γεγονός ότι, ενώ σε όλα τα βασανιστήρια που πέρασε, φάνηκε γενναία και ατρόμητη, δείλιασε και μάλιστα φοβήθηκε πολύ, μέχρι σημείο τρόμου, όταν απειλήθηκε από τον δράκοντα, το τεράστιο ερπετό. Η αγία επομένως βρέθηκε αντιμέτωπη με μία αδυναμία της, σαν να μειώθηκε εκείνη τη στιγμή του μεγάλου φόβου της η πίστη της στην πρόνοια και την παντοδυναμία του Θεού, που σημαίνει ότι το συναξάρι της μας αποκαλύπτει μία ώρα οδυνηρού πειρασμού της. Δεν πρέπει να δούμε το γεγονός ανεξάρτητα από το σχέδιο του Θεού γι’ αυτήν – υπάρχει άλλωστε κάτι στη ζωή μας, έξω από την πρόνοια Εκείνου, αφού κατά τον Κύριο «και αι τρίχες της κεφαλής ημών ηριθμημέναί εισι»; - σχέδιο που επιτρέπει στον διάβολο να την πειράξει. Διότι προφανώς ο δράκων αυτός δεν σύρθηκε εκεί τυχαία. Πρέπει να εννοήσουμε ότι πίσω από την απειλητική παρουσία του βρισκόταν ο ίδιος ο πονηρός, κι αυτό κατά παραχώρηση ασφαλώς του Θεού, ο Οποίος μέσα από τους πειρασμούς οδηγεί τους αγίους σε ανώτερο πνευματικό επίπεδο και φανερώνει την αγιότητά τους. Κι είναι τούτο – η παρουσία του πονηρού που προκαλεί φόβο – κάτι που επιβεβαιώνεται διαρκώς από τους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι σημειώνουν ότι πίσω από κάθε φόβο και ταραχή, είναι ο διάβολος. «Ει τι βλέπεις, ει τι ακούεις, ει τι λογίζη, καν μικρόν ταραχθής, των δαιμόνων εστί τούτο» (αν βλέπεις κάτι, ακούς κάτι ή λογίζεσαι κάτι, και έστω λίγο ταραχθείς, προέρχεται τούτο από τους δαίμονες) (Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου).

       Αυτή είναι η τακτική του διαβόλου: να προκαλεί φόβο, γιατί στην κατάσταση αυτή είναι πιο εύκολο ο άνθρωπος, με μειωμένη ψυχική δύναμη, να υποταχθεί στα άνομα και σκοτεινά σχέδιά του. Αλλά με την αγία βλέπουμε και την ορθή και ενδεδειγμένη για την πειρασμική αυτή στιγμή αντίδραση: η έντονη προσευχή στον Θεό. Στο πρόσωπο της αγίας, μαθαίνουμε ν’ αντιμετωπίζουμε τους πειρασμούς και τις δύσκολες ώρες της πνευματικής ζωής: να «βλέπουμε» την παρουσία του Θεού, να θεωρούμε τα «φόβητρά» μας κάτω από την παντοδύναμη και πανάγαθη σκέπη Του. Όπως σε ανάλογη περίπτωση έκανε και ο άγιος ψαλμωδός: «προορώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διαπαντός, ότι εκ δεξιών μού εστιν, ίνα μη σαλευθώ». Όπως, ακόμη περισσότερο, έκανε ο ίδιος ο Κύριος, που τη στιγμή της «δειλίας» Του, ενόψει του Γολγοθά, «γενόμενος εν αγωνία, εκτενέστερον προσηύχετο». Και τι γίνεται τότε; Ό,τι συνέβη και στην αγία Μαρίνα: «ο φοβερώτατος δράκων διεδείκνυτο ως κυνός μέλανος μορφήν». Ο φοβερός δράκων, το τεράστιο ερπετό, φάνηκε με τη μορφή ενός (μικρού) μαύρου σκυλιού – δείγμα και τούτο της δαιμονικής παρουσίας - επομένως φάνηκε έτσι, που ήταν πολύ εύκολο ν’ αντιμετωπιστεί και μάλιστα δραστικά.

       Πολλοί φόβοι και μάλιστα πολλές φοβίες, παράλογοι και επιτεταμένοι δηλαδή φόβοι, αναπτύσσονται στη ζωή μας, οι οποίοι μας ταλαιπωρούν και πάνε να διαλύσουν συχνά τον ιστό της ψυχοσωματικής μας υπόστασης. Πίσω από κάθε φόβο και φοβία, έχουν επισημάνει οι ασχολούμενοι με τον άνθρωπο και τον ψυχισμό του, υφίσταται κρυμμένος ο φόβος του θανάτου. Οι χριστιανοί όμως γνωρίζουμε ότι δεν παύει σ’ αυτές τις περιπτώσεις να δρα και το πονηρό στοιχείο, που χαρά του έχει ακριβώς την υποταγή και την καταστροφή του ανθρώπου. Μα τη λύση μάς τη δίνουν οι άγιοί μας, με την πείρα τους στην πνευματική ζωή: η αναφορά στον Θεό, η θεώρηση του εαυτού μας μέσα στην ιερή παρουσία Του. Κάθε τι που φαντάζει τεράστιο και αξεπέραστο ενώπιόν μας, και γι’ αυτό προκαλεί φόβο και τρόμο, γίνεται, εν Θεώ κοιταγμένο, μικρό και «κάτω» από εμάς, άρα αντιμετωπίσιμο. Το παράδειγμα της αγίας Μαρίνας με τον δράκοντα είναι εξαιρετικά ενδεικτικό, άρα θα πρέπει να μη φεύγει εύκολα από τη σκέψη μας.

13 Ιουλίου 2024

ΔΕΝ ΦΤΑΙΩ ΕΓΩ!

Η μεσαίας ηλικίας κυρία που ερχόταν κατά καιρούς από το όμορφο αιγαιοπελαγίτικο νησί της προς εξομολόγηση ήταν πράγματι μία θεοφοβούμενη γυναίκα που τη θαύμαζα συχνά για την πηγαία πίστη της και την άδολη αγάπη της. Είχε μία πολύ όμορφη οικογένεια, η οποία στηριζόταν και σε εκείνην αλλά και στον πολύ ισορροπημένο σύζυγό της, κάτι που αντανακλούσε και στα τρία παιδιά τους, δύο κορίτσια και ένα αγόρι. Κάθε φορά που την έβλεπα, έβλεπα έναν άνθρωπο του Θεού και γι’ αυτό έσπευδα να τη δεχθώ στο εξομολογητάρι και να την ακούσω να ομολογεί τις αμαρτίες της με επίγνωση, με ταπείνωση, με διάθεση αλλαγής της.

Ένα ήταν το σημείο που λίγο… χώλαινε και κατά καιρούς «έπεφτε» και ένιωθε ενοχές. Όπως και τούτη τη φορά.

 «Πάτερ, και πάλι άφησα κάποιες γιορτές που ενώ μπορούσα δεν πήγα στη Λειτουργία. Ή μάλλον πήγα, αλλά πολύ καθυστερημένα, σχεδόν στο τέλος!» Έσκυψε το κεφάλι από ντροπή.  «Δηλαδή…», κοντοστάθηκε, «να διευκρινίσω, είχα τη διάθεση, αλλά λόγω της κούρασης από την καθημερινότητα και τις πολλές δουλειές της οικογένειας δεν ξύπνησα όσο νωρίς έπρεπε. Και τώρα που το λέω, βέβαια, καταλαβαίνω ότι και πάλι αμαρτάνω. Γιατί μου έχετε πει πως δεν πρέπει να δικαιολογούμαι και το ’χω καταλάβει: οι δικαιολογίες ειδικά στην εξομολόγηση κρύβουν εγωισμό και υπερηφάνεια». Σιώπησε.

«Χαίρομαι, κ. Μαρία, που έχετε καταλάβει την παγίδα του Πονηρού. Γιατί όταν δεν μπορέσει ο Διάβολος να μας αποτρέψει από την εξομολόγηση που αποτελεί σπουδαίο όπλο προς εκμηδένισή του,  προσπαθεί να μας την αλλοιώσει, υποβάλλοντάς μας λογισμούς «εξωραϊσμού» της αμαρτίας, που θα πει ακριβώς δικαιολογίες, ώστε τελικώς η εξομολόγηση να μην είναι ανάληψη της ευθύνης μας, αλλά μετάθεση ευθυνών σε άλλους. Δηλαδή αμαρτήσαμε ναι, αλλά δεν φταίμε εμείς. Άλλος φταίει, ακόμη κι ο Πονηρός ή τα όργανά του: άνθρωποι που χρησιμοποιεί για να μας απομακρύνει από την κανονική οδό. Οπότε, η εξομολόγησή μας δεν είναι εξομολόγηση, γιατί στην ουσία δεν υπάρχει αμαρτία. Η όποια αμαρτία είναι των άλλων κι εμείς είμαστε απλώς τα… κακόμοιρα «θύματά» της. Μία συνέχεια ίσως του προπατορικού αμαρτήματος».

Η γυναίκα ανασήκωσε λίγο το κεφάλι της, καθώς φαινόταν να ακούει με μεγάλη προσοχή τα λεγόμενά μου, με κοίταξε σχεδόν βουρκωμένη, και ξανάσκυψε με σεβασμό.

«Από την άλλη – θα μου επιτρέψετε να συνεχίσω λίγο - δεν πρέπει να αποθαρρύνεστε, γιατί έστω και καθυστερημένα, όμως τελικώς πηγαίνετε στον Ναό, κι αυτό είναι δείγμα ότι κάτι θυσιάζετε, γεγονός που νομίζω ότι το λαμβάνει σοβαρώς υπ’ όψιν Του ο Κύριος. Ο μεγάλος άγιος της εποχής μας, όσιος Πορφύριος, δεν έλεγε ότι και το παραμικρό που κάνουμε στην πνευματική ζωή, ο Κύριος το πολλαπλασιάζει κι ενώ φαίνεται μηδαμινό το κάνει να φαίνεται σχεδόν άπειρο; Γιατί η αγάπη και το έλεός Του είναι εκείνο που τελικώς μετράει και μας σώζει. Γι’ αυτό, είμαι βέβαιος, κ. Μαρία μου, ότι πολύ σύντομα θα αντιμετωπίσετε θετικά κι αυτό το θεωρούμενο έλλειμμά σας, γιατί διαπνέεστε από το πιο ουσιαστικό στοιχείο που φέρνει τη χάρη του Θεού: την αγάπη προς Εκείνον. Όσο η αγάπη μας προς τον Θεό, που έχει πολλές διαβαθμίσεις, κινεί τα νήματα της ψυχής μας, τότε δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτε, γιατί σημαίνει ότι έχουμε βρει το μονοπάτι που εκβάλλει κυριολεκτικά στην αγκαλιά Του. Και δεν εννοώ την αγκαλιά Του ως μελλοντική μόνο κατάσταση, αλλά και παροντική. Μη ξεχνάτε ότι ο Ίδιος είπε πως την ώρα που θα θέσουμε σε ενέργεια την όποια εντολή Του, κι αυτό με τη δύναμή Του, εκείνη την ώρα θα αρχίσει η χάρη και το φως Του να διαπερνούν με αίσθηση την ύπαρξή μας».  

Το καντηλάκι πάνω στο τραπεζάκι του εξομολογηταρίου τρεμόπαιξε, σαν να συντονίστηκε κι αυτό με τους κραδασμούς της καρδιάς της Μαρίας. Πέρασαν κάποιες στιγμές που πάλευαν να συγκρατήσουν τα λόγια του ιερέα, κάνοντάς τα πιότερα εποπτικά και βιωματικά.

«Πάτερ», είπε η Μαρία με σιγανή φωνή. «Πώς θα γίνει να μη δικαιολογούμαι; Γιατί είναι κάτι που βλέπω να το κάνω και στην υπόλοιπη ζωή μου, όχι μόνο εδώ».

«Δεν είναι εύκολο, κ. Μαρία. Είναι το αμαρτωλό εγωιστικό στοιχείο που εξακολουθεί να λειτουργεί μέσα μας, έστω κι αν έχουμε λάβει από το άγιο βάπτισμά μας και το άγιο χρίσμα τη δύναμη να το υπερβαίνουμε. Χρειάζεται συνέπεια και συνέχεια στην πνευματική μας ζωή. Θα πρέπει να είμαστε αδιάκοπα σε εγρήγορση, όπως το ζητά άλλωστε ο Κύριος. Λίγο να χαλαρώσουμε, αμέσως πήραμε την κάτω βόλτα που λέμε. Γιατί χαλάρωση δεν σημαίνει στασιμότητα, αλλά κατευθείαν υποχώρηση και πτώση. «Όποιος δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου» βεβαίωσε το αψευδές στόμα του Θεού μας. Οπότε και στο συγκεκριμένο σημείο: να δικαιολογούμαστε, έτσι πρέπει να το αντιμετωπίζουμε. Με ετοιμότητα στην αγάπη και στην ταπείνωση».

«Ποτέ δεν χρειάζεται δικαιολογία; Μία εξήγηση ενδεχομένως για τα κίνητρά μας, όταν φαίνεται ότι πάνε στραβά όσα κάνουμε και παρεξηγούνται οι ενέργειές μας;» - ψιθυριστή σχεδόν ακούστηκε η φωνή της.

«Έχετε δίκιο. Υπάρχουν φορές που θα χρειαστεί και η δικαιολογία. Τότε δηλαδή που βλέπουμε ότι μία εξήγηση θα σταματήσει πιθανόν διαφόρους αρνητικούς λογισμούς του συνανθρώπου μας. Αλλά αυτό είναι θέμα διάκρισης από πλευράς μας. Και η διάκριση αυτή θα μας κάνει να δίνουμε τη σωστή διάσταση των πραγμάτων στον άλλον, αρκεί, όπως είπαμε, να μη θέλουμε να ρίχνουμε τα βάρη των δικών μας αμαρτιών και αστοχιών στους άλλους.

Και να σας πω ένα περιστατικό, κ. Μαρία, στο θέμα της δικαιολογίας, για να δείτε πόσο πονηρά δουλεύουν και τα πάθη μας αλλά και ο Πονηρός. Είχε έρθει πριν από αρκετό καιρό μία άλλη κυρία, περίπου στην ηλικία σας, η οποία πότε πήγαινε στην Εκκλησία και πότε όχι. Στην ερώτησή μου, εφόσον έβλεπα ότι ήταν πιστή, γιατί δεν πηγαίνει τακτικά στη Θεία Λειτουργία, μου απάντησε με τρόπο αφοπλιστικό: «Δεν φταίω εγώ, πάτερ! Εγώ θέλω να πηγαίνω, αλλά το θέμα αυτό το αφήνω στον φύλακα άγγελό μου!»

«Δηλαδή;» τη ρώτησα έκπληκτος. «Συνομιλείτε με τον φύλακα άγγελό σας;»

«Όχι, πάτερ, όχι! Δεν έχω φτάσει σε τέτοιο σημείο. Όμως, όταν πέφτω για ύπνο, δεν θέλω να βάζω ξυπνητήρι. Σκέφτομαι ότι αν θέλει ο άγγελός μου να πάω, θα με ξυπνήσει την…κατάλληλη ώρα! Κι είμαι ήσυχη! Αν δεν ξυπνήσω, σημαίνει ότι δεν έχω εγώ την ευθύνη, αλλά εκείνος. Δίπλα μου δεν είναι πάντα;»

Τα έχασα. Τέτοιο «μηχανισμό» δράσεως του εγωισμού και των παθών δεν είχα ξανακούσει. Η συγκεκριμένη κυρία τα είχε «φτιάξει» έτσι στο μυαλό της, ώστε και την άνεση και τη βολή της να έχει, και την πνευματική ζωή της να «περιπατεί» με μοναδικό τρόπο.

Της εξήγησα βέβαια πόσο πλανεμένος ήταν ο λογισμός της, γιατί ακύρωνε τη συνέργεια του πιστού ανθρώπου με τη χάρη του Θεού, στην πραγματικότητα διέγραφε τον ίδιο τον Χριστό μας που είναι Θεός και άνθρωπος – εκείνη δεν καταλάβαινε ότι το ανθρώπινο συμπεριλαμβάνει και τη δική μας προσπάθεια – και της έδωσα όσο είναι δυνατόν να καταλάβει ότι αν κάτι είναι μέσα στη δική μας ευθύνη και τις δικές μας δυνατότητες ο Θεός δεν το «αναπληρώνει», δεν μας υποκαθιστά. Είναι ακραίο το παράδειγμα, αλλά είναι πραγματικό, κι αυτό για να δείτε, κ. Μαρία, πόσο οι δικαιολογίες στην πνευματική ζωή δεν είναι αποτελούν «παρονυχίδα» αλλά κεντρικότατο στοιχείο της, που αν δεν προσεχτεί, μας βγάζει εκτός σχέσεώς μας με τον Κύριο. Κι έξω από τον Κύριο τι ζωή μπορεί να έχουμε; Ένας θάνατος ήδη από τώρα».

ΟΙ ΣΥΜΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

«Οι συμφορές και οι κίνδυνοι δίδαξαν πολλούς να προσεύχονται. Μ’ επισκέφτηκε κάποτε στην αποθήκη τροφίμων ένας στρατιωτικός, που κατευθυνόταν στη Θεσσαλονίκη. Η ψυχή μου τον αγάπησε και του λέγω: «Προσεύχου στον Κύριο να λιγοστέψουν οι θλίψεις». Κι αυτός απαντά: «Ξέρω να προσεύχομαι. Το έμαθα στον πόλεμο, όταν ήμουν στις μάχες. Παρακαλούσα θερμά τον Κύριο να με φυλάξει ζωντανό. Τα βόλια έπεφταν, τα βλήματα έσκαζαν και λίγοι έμειναν στη ζωή. Αν και πήγα πολλές φορές στη μάχη, ο Κύριος με φύλαξε». Ενώ τα έλεγε αυτά, έδειχνε πως προσευχόταν και από τη στάση του σώματός του φαινόταν πως ήταν όλος βυθισμένος στον Θεό» (Οσίου Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας). 

Ένας από τους πιο βαθιά προσευχομένους ανθρώπους της συγχρόνου εποχής, που θα πει τους ολοκληρωτικά στραμμένους με μεγάλο πόθο στην αγάπη του Θεού, ήταν ο μεγάλος όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης. Ο εξίσου μεγάλος Σωφρόνιος ευτύχησε, όπως ομολογεί, να έχει ως Γέροντά του τον Σιλουανό τα τελευταία οκτώ έτη της ζωής του οσίου και ευτυχήσαμε και εμείς μαζί του, γιατί ο Θεός τον φώτισε και διέσωσε τα πολύτιμα χειρόγραφά του, τα οποία και σχολίασε μυώντας μας στο απόθετο κάλλος τους, συνεπώς φέρνοντας ενώπιόν μας έστω και ως υποψία κάτι από τη βαθιά καρδιά του μεγάλου Αθωνίτη.

Όχι μόνο τα σχόλια του μαθητή και υποτακτικού αγίου Σωφρονίου, αλλά κυρίως τα ίδια τα έργα του οσίου Σιλουανού αποκαλύπτουν ότι κάθε λόγος του οσίου είναι καρπός και απαύγασμα προσευχής. Εκείνος, ως αληθώς προσευχόμενος, είχε τον φωτισμό να διακρίνει ακόμη και από τη στάση του ανθρώπου που συναντούσε αν όντως αυτός σχετιζόταν με τον Θεό εν προσευχή ή όχι – ό,τι επισημαίνει ο απόστολος Παύλος για τον αληθινό χριστιανό: «ο πνευματικός ανακρίνει πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται». Το ομολογεί απερίφραστα ο όσιος: «και από τη στάση του σώματός του φαινόταν πως ήταν όλος βυθισμένος στον Θεό». Εμείς το καταλαβαίνουμε από τα κείμενά του, γιατί μιλούν για την προσευχή, τις προϋποθέσεις αυτής, τα ενεργήματά της, τις δυσκολίες και τους κινδύνους που μπορεί να αναπτυχθούν από τη μη ορθή εξάσκησή της, με τον τρόπο που βλέπουμε στην Αγία Γραφή, στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, στους βίους των αγίων μας. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και σοφοί μεγάλοι σύγχρονοι θεολόγοι και ιεράρχες έχουν εν ταπεινώσει ομολογήσει ότι κάθε πρόταση του αγίου Σιλουανού μπορεί να αποβεί έναυσμα για ολόκληρη πραγματεία – είναι τέτοιο το βάθος της σοφίας του λόγου του που απαιτούνται πολλοί άλλοι λόγοι για να αναλυθεί και να γίνει σαφές σε εμάς τους πολλούς.

Ας δώσουμε ένα δείγμα από τον λόγο του για την προσευχή: «Όποιος αγαπά τον Κύριο, σκέφτεται πάντα Εκείνον και η θύμηση του Θεού γεννά την προσευχή. Αν δεν θυμάσαι τον Κύριο, τότε και δεν θα προσεύχεσαι∙ και χωρίς την προσευχή δεν θα παραμείνει η ψυχή στην αγάπη του Θεού, γιατί η χάρη του Αγίου Πνεύματος έρχεται με την προσευχή».

«Η προσευχή δίνεται στον προσευχόμενο. Η προσευχή που γίνεται μόνο από συνήθεια, χωρίς καρδιά συντετριμμένη για τις αμαρτίες της, δεν είναι αρεστή στον Θεό. Θα διακόψω για λίγο τον λόγο για την προσευχή. Νοσταλγεί η ψυχή μου τον Κύριο και Τον αναζητώ με πόθο και η ψυχή μου δεν μπορεί να σκέφτεται τίποτε άλλο».

«Ω άνθρωπε, μάθε την κατά Χριστόν ταπείνωση και θα σου χαρίσει ο Κύριος να γευτείς τη γλυκύτητα της προσευχής».

Τι λέει επιπλέον όμως ο όσιος Σιλουανός στο απόσπασμα του λόγου του με το οποίο ξεκινήσαμε; Ότι βεβαίως ο ίδιος ο Κύριος διδάσκει την προσευχή σ’ εκείνον που αγωνίζεται σ’ αυτήν: «Αυτός εστιν ο διδούς ευχήν τω ευχομένω» κατά τη Γραφή, όμως και «οι συμφορές και οι κίνδυνοι δίδαξαν πολλούς να προσεύχονται». Διότι όπως είναι ευνόητο στις δύσκολες αυτές καταστάσεις όπου διακυβεύεται η ίδια η ζωή του ανθρώπου η μόνη καταφυγή, ιδίως για έναν χριστιανό, είναι ο Θεός. Όταν δεν έχεις κανένα ανθρώπινο και επίγειο αποκούμπι – και στις συμφορές και στους κινδύνους πράγματι εξανεμίζονται όλα τα ανθρώπινα στηρίγματα – πού αλλού να στραφείς πέραν του Θεού σου; Ακόμη και δηλωμένοι άθεοι στους κινδύνους βλέπουμε να βοούν προς τον Κύριο, γιατί στον κίνδυνο για τη ζωή χάνεται η όποια «παλληκαριά» και η κάθε ψευδαίσθηση της δύναμης του ανθρώπου. Ο κίνδυνος με άλλα λόγια, όπως η εμπειρία του καθενός μας επιβεβαιώνει, προκαλεί τον άνθρωπο να ξυπνήσει πνευματικά και να φέρει το κρυμμένο βάθος της ψυχής του στην επιφάνεια. Θυμίζει τούτο αυτό που έλεγε εκείνος ο όσιος ασκητής, ο οποίος όταν ρωτήθηκε ποιος τον έμαθε να προσεύχεται απάντησε: ο διάβολος. Εξηγώντας: από τις κατά παραχώρηση του Κυρίου επιθέσεις του, εγώ διαρκώς κατέφευγα στον Κύριο!

Ο συγκεκριμένος αξιωματικός που γνώρισε ο άγιος Σιλουανός κράτησε όμως την προσευχή και μετά τους κινδύνους από τις μάχες που έλαβε μέρος – έμαθε να προσεύχεται και συνέχισε να βαθαίνει τη σχέση του με τον Θεό και στην περίοδο της ειρήνης. Δυστυχώς πολλοί δεν επιτελούν το ίδιο. Σε κινδύνους που αντιμετωπίζουν δηλαδή καταφεύγουν στον Θεό πράγματι, Τον επικαλούνται με πόνο, νιώθουν την ευεργετική παρουσία Του, αλλ’ όταν «ησυχάζουν» επανέρχονται στον προηγούμενο εγωιστικό τρόπο ζωής τους. Σαν την περίπτωση των εννέα από τους δέκα λεπρούς του Ευαγγελίου, οι οποίοι στράφηκαν προς τον Κύριο, Τον επικαλέστηκαν, θεραπεύτηκαν αλλά μετά Τον… διέγραψαν! Ο ένας μόνο σκέφτηκε να γυρίσει και να Τον ευχαριστήσει, φανερώνοντας ότι θέλει να κρατήσει τη σχέση του μ’ Εκείνον. Γι’ αυτό βεβαίως και ήταν ο μόνος που πράγματι «σώθηκε» - βρήκε τον Θεό του!

Ο Κύριος μας διδάσκει την προσευχή, κυρίως μέσα από τους πειρασμούς. Το ζητούμενο όμως για τη σωτηρία μας δεν είναι απλώς η επίκλησή Του κάποιες στιγμές της ζωής μας, αλλά η «μάθηση» της αγάπης Του. Όταν με επίγνωση αποκτήσουμε λίγη έστω αίσθηση του πόσο μας αγαπά, τότε θα παλεύουμε για την προσευχή δίχως σταματημό και ανάπαυλα. Γιατί θα έχουμε γευτεί, κατά τον μεγάλο όσιο, τη γλυκύτητα της παρουσίας Του. «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος». 

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΤΕΦΑΝΟΣ Ο ΣΑΒΒΑΪΤΗΣ

«Ανεψιός του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού ο Στέφανος, γεννήθηκε στη Δαμασκό το 725. Τον πατέρα του τον έλεγαν Θεόδωρο Μονσούρ και ήταν αδελφός του αγίου Ιωάννη. Σε ηλικία 10 ετών, ο Στέφανος εισήχθη από τον θείο του στη Λαύρα του αγίου Σάββα, όπου για 15 χρόνια εκπαιδεύτηκε πολύ καλά στη μοναχική ζωή. Μετά τον θάνατο του θείου του, αποσύρθηκε στην έρημο για να εντρυφήσει ακόμη περισσότερο στη μελέτη του λόγου του Θεού. Εκεί ασχολήθηκε και με την ποίηση, στην οποία διακρίθηκε, και αναδείχθηκε ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Εκκλησίας μας. Ο Στέφανος ό,τι δημιουργούσε με το ταλέντο που του έδωσε ο Θεός, το αφιέρωνε στη δόξα του Θεού και όχι στον θαυμασμό των ανθρώπων. Διότι τον ενέπνεαν τα λόγια της Αγίας Γραφής που λένε: «Παν ό,τι αν ποιήτε, εν λόγω ή εν έργω, πάντα εν ονόματι του Κυρίου Ιησού, ευχαριστούντες τω Θεώ και Πατρί δι’ αυτού» (Κολ. 3, 17). Ο Στέφανος, αφού κόσμησε την Εκκλησία με τα ποιήματά του, πέθανε ειρηνικά το 794 (κατά άλλους το 807). Η μνήμη του οσίου Στεφάνου επαναλαμβάνεται και στις 28 Οκτωβρίου. Για ποιον λόγο υπάρχει διπλή μνημόνευση του οσίου Στεφάνου, δεν γνωρίζουμε. Ίσως σήμερα να εορτάζουμε την ανακομιδή των λειψάνων του οσίου και στις 28 Οκτωβρίου την κυρίως μνήμη του».

Ο ποιητής της ακολουθίας του οσίου Στεφάνου χρησιμοποιεί κατά κόρον το λογοτεχνικό σχήμα της παρήχησης, εν σχέσει με το όνομα του οσίου – σχήμα λίαν προσφιλές στους περισσοτέρους υμνογράφους της Εκκλησίας μας – όχι βεβαίως για να τέρψει απλώς τα ώτα των ακουόντων, αλλά να εγκωμιάσει, και με το κάλλος του λόγου, τον όσιο και να νουθετήσει τους πιστούς με την προβολή του αγιασμένου βίου του. Διότι στην Εκκλησία μας εκείνο που προέχει είναι πάντοτε η παιδαγωγία και η καθοδήγηση των πιστών και όχι η αισθητική απόλαυση. Ποτέ δηλαδή στην Εκκλησία δεν έγινε αποδεκτό το αξίωμα «η τέχνη για την τέχνη», αλλά η τέχνη στην υπηρεσία της σωτηρίας του ανθρώπου, με άλλα λόγια έχουμε ένα είδος «στρατευμένης» τέχνης, για να χρησιμοποιήσουμε λόγο που ακούγεται συχνά στις ημέρες μας.

Όμως μολονότι το προέχον είναι η παιδαγωγία, δεν υποβαθμίζεται και το κάλλος, η εξωτερική ομορφιά. Κι εκείνος που διατύπωσε μία θεωρία, θα λέγαμε, επ’  αυτού, ήταν ο Μέγας Βασίλειος, με τη «θεωρία του κάλλους», όπως ονομάστηκε, κατά την οποία η ουσία είναι η αλήθεια, αλλά θα πρέπει να προσεχθεί και η προσφορά αυτής, να προσφέρεται δηλαδή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Όπως συμβαίνει και μ’  ένα δέντρο: ενδιαφέρουν βεβαίως οι καρποί, αλλά και το φύλλωμα δίνει την ολοκληρία. Έτσι λοιπόν ακούμε: «Σύ, Στέφανε, μοναζόντων εγένου στεφάνωμα», «αμάραντον, ο Δεσπότης Παμμάκαρ σοι στέφανον, ως δίκαιος έπλεξε της αρετής», «ως καλός, ως ωραίος ο στέφανος, ω νυν εστεφάνωσαι, πάνσοφε Στέφανε» κ.ά.π.

Ποιο το ουσιώδες που προβάλλει ο υμνογράφος από τον βίο του αγίου Στεφάνου; Ιδιαιτέρως μας καθοδηγεί ένα στιχηρό του οσίου από τον εσπερινό της εορτής: « Πάτερ θεοφόρε Στέφανε, οχύρωσες τον νου σου λαμπρότατα με τη θεία φρόνηση, τα συναισθήματά σου με την ανδρεία, τις επιθυμίες σου με τη σωφροσύνη και κατεύθυνες όλη τη δύναμη της ψυχής σου με στοχασμό μεγάλο προς τη δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και έφτιαξες για τον εαυτό σου τερπνότατο άρμα των αρετών, στο οποίο ανέβηκες και με χαρά ανήλθες προς ύψος, ένδοξε».

 Συμπυκνωμένα, ο υμνογράφος μάς περιγράφει την πνευματική πορεία του οσίου: έζησε τη ζωή του Θεού (δικαιοσύνη) – το σκοπό της πνευματικής ζωής – ασκώντας έλεγχο στις δυνάμεις της ψυχής του: στο νου και το λογιστικό με τη θεία φρόνηση, στα συναισθήματα (θυμοειδές) με το ανδρικό φρόνημα, στις επιθυμίες (βουλητικό) με τη σωφροσύνη. Ο υμνογράφος είναι καλός γνώστης της Πατερικής και Νηπτικής γραμματείας. Ακολουθεί αυτό που οι Πατέρες προτείνουν για τη θωράκιση του τριμερούς της ψυχής, που ναι μεν έχει πλατωνική προέλευση, αλλά έγινε αποδεκτό από αυτούς, δίνοντάς του χριστιανικό περιεχόμενο. Δηλαδή: κανείς δεν μπορεί να είναι με τον Θεό, να ζει δηλαδή τη δικαιοσύνη Του,  αν δεν στρέψει όλες τις δυνάμεις του σ’  Εκείνον και δεν βάλει στο κάθε επιμέρους τμήμα της ψυχής την αντίστοιχη αρετή: τη φρόνηση, την ανδρεία, τη σωφροσύνη.