04 Σεπτεμβρίου 2024

Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΟΣ ΝΑ ΜΑΣ ΒΟΗΘΑΕΙ!

 

«Όπως ο γονιός που έκανε παιδιά νιώθει την υποχρέωση να τα βοηθήσει, έτσι και ο Θεός που μας δημιούργησε και μας έχει παιδιά Του ενδιαφέρεται και Αυτός για μας και νιώθει την ανάγκη να μας βοηθήσει. Ναι, είναι υποχρεωμένος γι’ αυτό» (Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος).

Ο λόγος του οσίου Παϊσίου που τον εξέφραζε κάθε φορά που κάποιοι αμφισβητούσαν την Πρόνοια και την Αγάπη του Θεού για τον κόσμο του είναι απόλυτος. Κι είναι απόλυτος γιατί ο ίδιος ο Θεός τον έχει επανειλημμένως βεβαιώσει που είναι η Αυτο-αλήθεια, αλλά και γιατί επίσης ο άγιος Παΐσιος είχε προσωπική εμπειρία της Πρόνοιας και της Αγάπης αυτής του Θεού, σε βαθμό που ομολογούσε: «Είμαι σίγουρος χίλια τοις εκατό, αν δώσω τώρα σε κάποιον αυτό το πλεκτό που φορώ, μέχρι να πάω στο καλύβι μου, ο Θεός θα μου στείλει άλλο!» «Ο Θεός αγάπη εστί» αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού με αποκορύφωση της αγάπης Του την ενσάρκωση ως ανθρώπου του Υιού και Λόγου Του Ιησού Χριστού και τη Σταυρική θυσία Του προς χάρη των ανθρώπων. Κι όχι μόνο τούτο! Διαρκώς προσφέρει την κενωτική αυτή αγάπη, «πάντοτε μελιζόμενος και ουδέποτε δαπανώμενος» μέσα από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ώστε να μπορεί να τρέφεται για να ζει ο πιστός που Τον έχει αποδεχτεί στη ζωή του.

Ο Κύριος μάλιστα ήταν Εκείνος που άνοιγε τα μάτια των ανθρώπων για να βλέπουν την πανταχού παρουσία της ενέργειας του Τριαδικού Θεού πολλαπλασίως στους ανθρώπους, αλλά και σε όλα τα κτίσματά Του, ό,τι υφίσταται σ’ αυτό που λέμε κόσμος, ορατός και αόρατος. Δεν υπάρχει οτιδήποτε δηλαδή ως δημιουργία που να μη διακρατείται από Εκείνον και να μην τίθεται σε λειτουργία με τρόπους ανεξερεύνητους τις περισσότερες φορές για τους ανθρώπους προς χάριν ακριβώς των ανθρώπων. «Ο Θεός είναι Αυτός που δίνει ζωή και πνοή και τα πάντα» ήταν το πρώτο που κήρυξε στους Αθηναίους ο απόστολος Παύλος, γεγονός που σημαίνει ότι τελικώς βρισκόμαστε οι άνθρωποι και όλη η φύση μέσα στην αγκαλιά της αγάπης του Θεού, η αγάπη Του είναι αυτή που έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε όλα τα κτίσματα, έστω κι αν η αμαρτία και η κακία ημών των ανθρώπων θολώνει τόσο τον νου μας ώστε ζώντας μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας να μη βλέπουμε και να μην αισθανόμαστε την αγάπη Του αυτή. «Από Αυτόν και δι’ Αυτού και σε αναφορά προς Αυτόν δημιουργήθηκαν τα πάντα» επιμένει όμως να μας λέει ο θεόπνευστος λόγος της Γραφής, για να τονίσει κατεξοχήν όπως είπαμε την ξεχωριστή Πρόνοια του Πατέρα Θεού στα λογικά κτίσματά Του, τα δημιουργημένα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Εκείνου. «Και οι τρίχες της κεφαλής σας είναι αριθμημένες από τον Θεό» απεκάλυψε ο Κύριος, ο Οποίος αδιάκοπα έλεγε ότι «αν ο Θεός φροντίζει ακόμη και το παραμικρότερο χορταράκι του αγρού που σήμερα υπάρχει και την επομένη γίνεται προσάναμμα σε φούρνο, πόσο περισσότερο φροντίζει εμάς τους ανθρώπους;»

Και ποιο άλλο βεβαιώνει αυτήν την εγγύτητα του Θεού και την έγνοια Του για τον άνθρωπο από το συγκλονιστικότερο γεγονός  στην ανθρώπινη ιστορία της ίδιας της παρουσίας Του στον κόσμο, προκειμένου προσλαμβάνοντας τον άνθρωπο μέσα στην ανθρώπινη πια φύση Του να τον καταστήσει ένα μ’  Εκείνον; Δεν είμαστε απλώς δίπλα Του, είμαστε μέσα σ’ Εκείνον και Εκείνος μέσα σ’ εμάς, εφόσον βεβαίως είμαστε βαπτισμένοι στο άγιο όνομά Του και μετέχουμε με επίγνωση των μυστηρίων Του εν Εκκλησία, οπότε κανείς και τίποτε δεν μπορεί να διακόψει την αγάπη Του αυτή. Κατά συνέπεια, επανερχόμενοι στον λόγο του αγίου Παϊσίου,  η βοήθεια του Θεού απέναντί μας δεν έχει τον χαρακτήρα μίας προσφοράς ενός πλουσίου σε έναν φτωχό, μίας απλής ελεημοσύνης δηλαδή, αλλά ενός ξεχειλίσματος μιας καρδιάς που δεν μπορεί να μην αγαπά και να μην ελεεί τα ίδια τα παιδιά Του, σαν τον γονιό που θυσιάζεται για χάρη των δικών του παιδιών. Πρόκειται για «υποχρέωσή» Του κατά τον λόγο του οσίου, για μία «οφειλή» κατά τον απόστολο Παύλο. Όταν ο απόστολος διερμηνεύοντας την εντολή του Χριστού λέει ότι ο χριστιανός είναι υποχρεωμένος, οφείλει, να αγαπά τους πάντες – «μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους» - πόσο περισσότερο ισχύει τούτο για Εκείνον που έχει δώσει μία τέτοια εντολή;

 Ναι, λοιπόν, ο Θεός είναι υποχρεωμένος να μας αγαπά, να μας βοηθάει, να μας προσέχει, να μας προστατεύει, γιατί η Αγάπη είναι το περιεχόμενο της ζωής Του. Το πρόβλημα όμως ως γνωστόν δεν είναι αυτό. Το πρόβλημα είμαστε εμείς οι άνθρωποι που παρόλη την αγάπη και τη φροντίδα του Θεού απέναντί μας, εμείς ζούμε μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας λόγω της αμαρτίας μας. Σαν τους τυφλούς που μπορεί να υπάρχει ο ήλιος εκείνοι όμως δεν τον βλέπουν. Γι’ αυτό και το ζητούμενο είναι να παρακαλούμε τον Θεό να μας προσθέτει πίστη, ώστε να ανοίξουν λίγο τα μάτια μας και να δούμε όλο το μεγαλείο της αγάπης Του και της στοργικής αγκαλιάς Του. Τα λόγια πάλι του οσίου Παϊσίου μας παρηγορούν και μας προσανατολίζουν. Έλεγε: «Τι σιγουριά νιώθει το παιδί στην αγκαλιά της μάνας! Μεγαλύτερη αισθάνεται ο πιστός στην αγκαλιά του Θεού! Τώρα νιώθω τη χαρά του παιδιού στην αγκαλιά της μάνας του. Είναι η αγκαλιά του Θεού σαν τον παράδεισο. Παύει και η ευχή, παύουν και όλα. Ζεις στον παράδεισο».

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΒΑΒΥΛΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

«Ο άγιος επίσκοπος Αντιοχείας Βαβύλας, όταν εισήλθε στην Εκκλησία ο βασιλιάς Νουμεριανός, τον έδιωξε από αυτήν, διότι φόνευσε τον υιό του βασιλιά των Περσών που τον είχε όμηρο. Γι’  αυτόν τον λόγο κι ο βασιλιάς αλυσόδεσε τον άγιο και τον διαπόμπευσε, ενώ στο τέλος έκοψε και το κεφάλι του, μαζί με τα κεφάλια τριών παιδιών που ήταν μαζί με τον άγιο» (Συναξάρι του Μηναίου).

Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, σαν τον τρισμέγιστο άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, όχι μόνο ασχολήθηκαν με τον άγιο Βαβύλα και τα τρία πνευματικά τέκνα του, αλλά έγραψαν σπουδαίους λόγους για να τονίσουν το ιερό παράδειγμά τους και τη θερμουργό πίστη τους στον Κύριο Ιησού Χριστό, κατάληξη της οποίας ήταν και η προσφορά του αίματός τους για χάρη Του, συνεπώς και η ένδοξη είσοδός τους στη Βασιλεία των Ουρανών. Σ’ αυτούς τους λόγους στοιχεί και ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, ο οποίος αναφερόμενος στον άγιο επίσκοπο Βαβύλα σημειώνει με έμφαση αυτό που συνήθως τονίζεται όταν πρόκειται περί αγίων ιερομαρτύρων: ο άγιος υπήρξε και θύτης, αλλά και θύμα. Θύτης, γιατί ιερουργούσε ως αρχιερέας τον Ιησού Χριστό στη Θεία Λειτουργία∙ θύμα, γιατί κλήθηκε εν χάριτι στην προσφορά και της ζωής του προς χάρη ακριβώς της πίστεώς του. Οι στίχοι του συναξαρίου είναι πολύ εκφραστικοί: «Ο Χριστόν αυτόν Βαβύλας θύων πάλαι, Χριστῷ προθύμως θύεται διά ξίφους» (Ο Βαβύλας που θυσίαζε τον Ίδιο τον Χριστό από παλιά ως ιερέας, θυσιάζεται πρόθυμα για χάρη Του με ξίφος).

Για τον άγιο Θεοφάνη βεβαίως, εκείνο που κατεξοχήν συνιστά το σημαντικότερο γεγονός, το οποίο ερμηνεύει και τη θαρραλέα ομολογία του αγίου (όπως και των τριών παιδιών) ενώπιον του βασιλιά, ομολογία που ξεπερνά και αυτή τη φυσική στροφή του ανθρώπου για διατήρηση της ζωής του («ἀπειλαῖς ἀπτόητος πρό βημάτων τυραννικῶν»: ωδή δ΄), είναι η μεγάλη αγάπη του αγίου για τον Ιησού Χριστό, ο έρωτάς του κυριολεκτικά για την αγία Τριάδα. Μιλάει όντως για θεϊκό έρωτα, χαρακτηρίζει τον άγιο ως εραστή της υπέρθεης Τριάδος. Κι αυτό γιατί; Διότι προκειμένου ο άνθρωπος να απεμπλακεί από τον πόθο των γήϊνων πραγμάτων – έχοντας σώμα στρεφόμαστε λόγω της πτώσεως στην αμαρτία με πάθος σε ό,τι αποτελεί έλξη της ύλης – απαιτείται μία ισχυρότερη δύναμη από τον πόθο αυτόν∙ κι αυτή η δύναμη δεν είναι άλλη από τον έρωτα προς τον Χριστό και Θεό μας. «Εσύ, Βαβύλα μακάριε» σημειώνει συγκεκριμένα, «αφού υπέταξες τον πόθο των γήϊνων πραγμάτων στον θεϊκό έρωτα, καταφρόνησες και την ίδια τη ζωή, γιατί βιαζόσουν να δεις την ωραιότητα του Χριστού» (ωδή α΄) – ό,τι ομολογεί και ο άγιος Ιγνάτιος για τον έρωτά του Χριστό: «ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται».

Μιλώντας για τους αγίους της Εκκλησίας μας, βρισκόμαστε σε επίπεδο πέραν των υλικών και γηῒνων. Εισαγόμαστε δι’ αυτών μέσα στα λόγια του Ίδιου του Κυρίου, ο Οποίος μας καλεί σε αντίστοιχη αγάπη προς τη Δική Του, που σημαίνει ότι εισερχόμαστε μέσα σ’ Εκείνον, αφού κατά τον πατερικό λόγο ο Ίδιος περικλείεται στα λόγια Του – «Ἐν Αὐτῷ ζῶμεν καί Αὐτός ἐν ἡμῖν». 

02 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΝΗΣΤΕΥΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

«Δι’ ἐγκρατείας, Πάτερ, καί προσευχῆς ἀκλινοῦς εἰσῆλθες πρός τήν ἀκρόπολιν τῆς ἀρετῆς, θεοφόρε, ἔνθα τῆς τρυφῆς τόν χειμάρρουν τρυφᾷς» (ωδή γ΄ κανόνος αγίου).

(Με την εγκράτεια, Πάτερ θεοφόρε, και τη σταθερή και ακλόνητη προσευχή σου εισήλθες στην ακρόπολη της αρετής, δηλαδή την αγάπη, όπου απολαμβάνεις τον χείμαρρο της τρυφής του Παραδείσου). 

Α. «Ο άγιος Ιωάννης από παιδί διακρίθηκε για τη σπάνια εγκράτεια του και για τον από φυσικού έρωτα προς τη νηστεία, πράγμα που του έδωσε και την προσωνυμία του Νηστευτή. Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και όταν έγινε έφηβος έκανε το επάγγελμα του χαράκτη. Η καρδιά του όμως, ήταν δοσμένη στα θεία και κάθε μέρα διάβαζε την Αγία Γραφή και άλλα θρησκευτικά βιβλία, πλουτίζοντας έτσι τις γνώσεις του. Τα πλεονεκτήματα του αυτά, εκτίμησε ο Πατριάρχης Ιωάννης ο Γ' και τον χειροτόνησε διάκονο. Από τη θέση αυτή ανέπτυξε ιδιαίτερα την ελεημοσύνη, βοηθώντας πλήθος φτωχών και άλλων απόρων. Αργότερα έγινε πρεσβύτερος, και μετά το θάνατο του Πατριάρχη Ευτυχίου, με κοινή υπόδειξη αρχόντων και λαού, εκλέχτηκε διάδοχος του ο Ιωάννης ο Νηστευτής ως Ιωάννης Δ' (582 επί βασιλέως Μαυρικίου). Το πόσο έλαμψε και ως Πατριάρχης ο Ιωάννης, έχουμε πολύ εύγλωττες μαρτυρίες: Ο επίσκοπος Σενιλλίας Ισίδωρος τον παριστάνει ως Άγιο και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος τον αποκάλεσε «σκήνωμα πάσης ἀρετῆς». Στον Ιωάννη επίσης Σύνοδος των Πατριαρχών που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 587, του απένειμε τον τίτλο «Οἰκουμενικός». Σχετικά με τις εκκλησιαστικές ποινές ο Ιωάννης θέσπισε σοφό κανονικό, που βρίσκεται στο Πηδάλιο. Κοιμήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου του 595 και το λείψανό του τάφηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων» (Από ιστολόγιο: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ).

Β. Ο παραπάνω ύμνος του αγίου υμνογράφου Γερμανού καταγράφει τον δρόμο που ακολούθησε ο όσιος προκειμένου να εισέλθει στην αγκαλιά του Κυρίου και να απολαμβάνει έκτοτε την τρυφή της Βασιλείας Του. Η μόνη διαφορά είναι ότι επιλέγει αντί του όρου «Βασιλεία του Θεού» τη φράση «ακρόπολη της αρετής», διότι και τα δύο ταυτίζονται: ακρόπολη της αρετής είναι η αγάπη και αγάπη είναι ο ίδιος ο Θεός. Λοιπόν, ο άγιος Ιωάννης έφτασε στο άκρο της αρετής αυτής, που θα πει η καρδιά του και όλη η ύπαρξή του έγινε κατοικητήριο της αγίας Τριάδος, ήδη από τη ζωή αυτή στον κόσμο τούτο, πολύ περισσότερο όμως μετά την οσιακή κοίμησή του.

Δεν είναι απροϋπόθετη όμως η πορεία αυτή και η ένταξη στη Βασιλεία του Θεού. Απαιτείται η συνέργεια του ανθρώπου κι αυτή εκφράζεται με το ασκητικό φρόνημα της εγκράτειας και την εν αγάπη προσκόλληση του ανθρώπου στον Κύριο κατεξοχήν μέσω του αγώνα της προσευχής. Εγκράτεια και προσευχή θεωρούνται κατά την ορθόδοξη πίστη μας τα πιο «βαριά» όπλα της πνευματικής ζωής, τα οποία συνδέονται ουσιωδώς και οργανικώς μεταξύ τους. Κι αυτό διότι κανείς δεν μπορεί να προσευχηθεί ορθά, που θα πει με αταλάντευτη και «ακλινή» προσήλωση προς τον Κύριο, αν δεν έχει καταστήσει και δεν καθιστά τον εαυτό του ελεύθερο από τα πάθη του μέσω της εγκρατείας του. Άνθρωπος με άλλα λόγια που είναι έκδοτος στις ηδονές και τα πάθη του λόγω της ακρασίας του, δηλαδή άγεται και φέρεται από την προσκόλλησή του σ’ αυτά, δεν μπορεί να αναφερθεί σωστά στον Κύριο, η όποια προσευχή του ρυπαίνεται από την βρομιά των παθών του.

Πάει για παράδειγμα να προσευχηθεί ένας μνησίκακος και αντί του προσώπου του Κυρίου «βλέπει» διαρκώς ενώπιόν του το πρόσωπο εκείνου που μισεί γιατί ενδεχομένως κάτι του έκανε. Και μπορεί να λέει λόγια προσευχής με το στόμα, η καρδιά του όμως «ζωγραφίζει» εικόνες εκδίκησης για τον υποτιθέμενο εχθρό του – μία «προσευχή» έτσι που στρέφεται εναντίον του ίδιου του εαυτού του και αυξάνει το πλήθος των αμαρτιών του! Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας, στηριγμένη στον Κύριο και στους αγίους Πατέρες της που εμπειρικά έζησαν τα της πνευματικής ζωής, μας παροτρύνουν πάντοτε στη νηστεία, στον περιορισμό κάθε ανεξέλεγκτης τάσης για απόλαυση των ηδονών του βίου, στη  μετριοπάθεια – είναι ο δρόμος για να μπορούν οι οφθαλμοί μας να είναι στραμμένοι, όπως είπαμε, προς τον Κύριο. «Μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό», όπως απεκάλυψε το αψευδές στόμα του Κυρίου μας.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΜΑΜΑΣ

«Ο άγιος Μάμας ήταν από τη Γάγγρα, πόλη των Παφλαγόνων. Οι γονείς του ήταν Χριστιανοί, οι οποίοι συνελήφθησαν για την πίστη τους στον Χριστό και ρίχτηκαν στη φυλακή. Εκεί, στα δεσμά της φυλακής, γεννήθηκε και ο άγιος. Επειδή οι γονείς του πέθαναν στη φυλακή, ανέλαβε το βρέφος κάποια Χριστιανή γυναίκα, ονόματι Αμμία, η οποία και τον ανέθρεψε. Τη θετή αυτή μητέρα του ο άγιος φώναζε διαρκώς «μαμά», γι’  αυτό και Μάμα τον ονόμασαν. Όταν έγινε δεκαπέντε ετών, συνελήφθη ως Χριστιανός και κτυπήθηκε με ραβδιά, ενώ στη συνέχεια του κρέμασαν βαρύ μολύβι στον τράχηλο και τον έριξαν στη θάλασσα. Σώθηκε όμως με τη δύναμη του Θεού από τον κίνδυνο και κρύφτηκε σ’  ένα σπήλαιο, τρεφόμενος από το γάλα ελαφιών. Και πάλι όμως τον συνέλαβαν, τον έριξαν σε καμίνι και τον πέταξαν στα θηρία. Τέλος τον τρύπησαν με σιδερένια τρίαινα, οπότε και έφυγε από τη ζωή αυτή».

Τριπλή η χάρη την οποία έχει ο άγιος Μάμας: Πρώτον, υπήρξε παιδί μαρτύρων, από τους οποίους, έστω κι αν δεν τους γνώρισε, δεχόταν ασφαλώς τη διαρκή ευλογία των εν παρρησία προσευχών τους ενώπιον του Κυρίου. Δεύτερον, ανατράφηκε χριστιανικά, από ευσεβή γυναίκα, η οποία του μετάγγισε τα νάματα της χριστιανικής πίστεως και δεν έπαυσε ασφαλώς να του μιλά για τους αγιασμένους γονείς του. Τρίτον, και σημαντικότερο, ο ίδιος υπήρξε, παιδί ακόμα, ομολογητής και μάρτυρας της χριστιανικής πίστεως, ανήκοντας στην περίοπτη ομάδα των αγίων παιδομαρτύρων. Την ιδιαίτερη αυτή χάρη του αγίου Μάμα προβάλλει η  Εκκλησία μας, μέσα ιδίως από την ακολουθία του, καθώς τον παραλληλίζει, λόγω της αντιστοιχίας των μαρτυρίων τους, και με τους αγίους τρεις παίδες στη Βαβυλώνα, οι οποίοι ρίχτηκαν στη φωτιά λόγω της συνέπειας στην πίστη τους, και με τον προφήτη Δανιήλ, ο οποίος  υπέστη το μαρτύριο του εγκλεισμού του σε λάκκο με λιοντάρια. Κι ακόμη, τον βλέπει ο άγιος υμνογράφος ως συνέχεια του δικαίου Άβελ: όπως εκείνος, ως ποιμήν προβάτων που προσέφερε  θυσία στον Θεό ό,τι καλύτερο είχε από το ποίμνιό του, δέχτηκε και το στεφάνι της αθλήσεως, έτσι και ο άγιος Μάμας: ζώντας ανάμεσα σε ζώα, όταν κλείστηκε στο σπήλαιο, τελικώς «εαυτόν θύμα ευπρόσδεκτον τω Χριστώ προσήγαγε διά του μαρτυρίου».

Το σημαντικό μεταξύ των άλλων που επισημαίνουμε στον άγιο Μάμα, είναι το γεγονός ότι δεν απέρριψε, αλλ’  αντιθέτως αξιοποίησε πλήρως τη χάρη που του προσφέρθηκε. Θέλουμε να πούμε ότι ο νεαρός άγιος, γόνος μαρτύρων και αναθρεμμένος χριστιανικά, δεν αντιδρά στην ιδιαίτερη αυτή χάρη που του δίνεται, δεν λειτουργεί δηλαδή σ’  αυτόν, θα λέγαμε, η «φυσική» θεωρούμενη σήμερα αντιδραστικότητα της εφηβικής ηλικίας. Διότι πολύ συχνά διαπιστώνουμε ότι παιδιά ευσεβών γονέων, όταν εισέρχονται στην εφηβική ηλικία, αρχίζουν και αντιδρούν στις αρχές και τις αξίες των γονέων τους, γιατί θέλουν  να διαμορφώσουν τη δική τους ξεχωριστή ζωή μέσα σε πλαίσια ελευθερίας, άρα έξω, κατ’  αυτούς από την «καταπίεση» της παραδεδομένης πίστης. Και βεβαίως, ως ένα σημείο, τα πράγματα είναι φυσικό να εξελίσσονται έτσι, όπως είναι φυσικό να βλέπουμε τελικώς την επάνοδο των «επαναστατημένων» νέων στις παραδόσεις της οικογένειας, ευθύς ως ισορροπήσουν από τη λαίλαπα της εφηβικής ηλικίας. Στον άγιο Μάμα δεν βλέπουμε όμως αυτή τη «φυσική» πορεία και εξέλιξη. Παρουσιάζει τέτοια εξέχουσα ωριμότητα ήδη από παιδί, που γίνεται πρότυπο όχι μόνο για τους νέους, αλλά και όλους τους ανθρώπους κάθε ηλικίας.

Ο υμνογράφος μάλιστα, αδυνατώντας προφανώς να κατανοήσει λογικά την εκπληκτική για τα δεδομένα της ηλικίας σύνεση και  ωριμότητα του παιδιού Μάμα,  επιχειρεί να την αιτιολογήσει, ανάγοντας  αυτήν σε μία ξεχωριστή χάρη, την οποία ο Θεός του έδωσε, επειδή προείδε την αγαθή διάθεση της ψυχής του και την όλη αγιασμένη εξέλιξη της ζωής του. «Ο Λόγος του Θεού, ο Χριστός, μάρτυς αθλοφόρε πανεύφημε Μάμα, επειδή προείδε την ευγένεια και την κατά πάντα τελειότητα της διάνοιάς σου, από τα σπάργανα σε γέμισε με σύνεση,  και σε καταστόλισε ποικιλόμορφα με τις ιδέες των καλών». Δεν μπορούμε να σχολιάσουμε τον τρόπο δράσεως αυτόν του Θεού – ποιος μπορεί να γίνει σύμβουλός Του; - μπορούμε όμως να παραδειγματιστούμε όλοι από τον άγιο Μάμα, προσπαθώντας, όσο είναι δυνατόν, να μη γινόμαστε αντιδραστικοί στα καλά που μας παραδίδονται από τις προηγούμενες γενιές. Κάποτε, θα πρέπει όλοι, ως πρόσωπα, ως κοινωνία, ως κράτος να σοβαρευτούμε, επιλέγοντας την ωριμότητα της αποδοχής των καλών και όχι διαρκώς την ανωριμότητα της απόρριψης. Κάποτε θα πρέπει να αφήσουμε την αντιδραστικότητα της εφηβείας και να ενηλικιωθούμε.

01 Σεπτεμβρίου 2024

ΠΑΤΕΡΑ ΜΑΣ ΟΥΡΑΝΙΕ…

«Τῆς αὐτολέκτου καί θείας διδασκαλίας Χριστοῦ, τήν προσευχήν μαθόντες, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, βοήσωμεν τῷ Κτίστῃ∙ Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς κατοικῶν, τόν ἐπιούσιον ἄρτον δίδου ἡμῖν, παρορῶν ἡμῶν τά πταίσματα» (στιχηρό εσπερινού 1ης Σεπτεμβρίου).

(Αφού μάθαμε την προσευχή της θείας διδασκαλίας που είπε ο Ίδιος ο Χριστός, ας φωνάξουμε στον Δημιουργό καθημερινά: Πατέρα μας που κατοικείς στους ουρανούς, δίνε μας τον καθημερινό άρτο, παραβλέποντας τα πταίσματά μας).

Την πρώτη ημέρα της νέας εκκλησιαστικής χρονιάς, που ξεκινά βεβαίως με τον εσπερινό της προηγουμένης, δεν είναι τυχαίο ότι ο άγιος υμνογράφος θέτει ως πρώτο ύμνο της ακολουθίας την κλήση να προσευχόμαστε με τα λόγια που δίδαξε ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός: «Πάτερ ἡμῶν». Κι αυτό βεβαίως διότι για την Εκκλησία μας δεν υπάρχει σπουδαιότερη προσευχή από αυτήν – είναι η Κυριακή προσευχή, η προσευχή του Κυρίου. Ποιος άλλος θα μπορούσε να μας μάθει πώς να προσευχόμαστε παρά ο Ίδιος ο Δημιουργός μας; Αυτός είναι που στο αίτημα των μαθητών Του για το πώς να προσεύχονται απάντησε με τα συγκεκριμένα λόγια της προσευχής. Γι’ αυτό και έκτοτε κάθε προσευχή της Εκκλησίας μας στην ουσία αποτελεί επανάληψη ή προέκταση και ανάλυση της πιο βαθειάς αυτής προσευχής, που σημαίνει ότι εκκλησιαστικά προσευχόμαστε αδιάκοπα με τον τρόπο του Θεού μας.

Να προσφωνούμε τον Θεό «Πατέρα», συνεπώς να νιώθουμε ως παιδιά Του αγαπημένα, είναι μία χαρισματική πραγματικότητα – δεν μπορεί να Τον πει έτσι κανείς άνθρωπος εκτός της χάρης του Θεού, εκτός δηλαδή της Εκκλησίας. Είναι η δωρεά που δίνει ο Χριστός στον βαπτισμένο στο όνομά Του άνθρωπο, γεγονός που φανερώνεται κατεξοχήν στη Θεία Λειτουργία. «Καί καταξίωσον ἡμᾶς, Δέσποτα, μετά παρρησίας, ἀκατακρίτως, τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαι Σέ, τόν ἐπουράνιον Θεόν, Πατέρα, καί λέγειν: Πάτερ ἡμῶν...». Πρόκειται για την αλήθεια που διακηρύσσει ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής ήδη από το πρώτο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του. «Ὅσοι έλαβον Αὐτόν (δηλαδή πίστεψαν στόν Χριστό), ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι». Ποια μεγαλύτερη εξουσία στον κόσμο υπάρχει από εκείνην που δίνει ο Παντοδύναμος Θεός στον άνθρωπο, γιατί ακριβώς τον έχει κάνει παιδί Του; Οι άγιοί μας που βίωναν στο απόλυτο δυνατό την κάθε λέξη των προσευχών και των λόγων του Χριστού έχουν εκφράσει συγκλονιστικές αλήθειες ειδικά για την Κυριακή προσευχή.

Ο όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ για παράδειγμα, για να αναφερθούμε σε σύγχρονο άγιο, πολλές φορές έχει γράψει πάνω στο θέμα αυτό. Ο ίδιος καταρχάς έχει αποκαλύψει ότι υπήρχαν εποχές που ξεκινούσε το «Πάτερ ἡμῶν» το πρωί για να το ολοκληρώσει το βράδυ: την κάθε λέξη την περνούσε βιωματικά μέσα από ολόκληρη την ύπαρξή του. Γι’ αυτό και δεν δίσταζε να πει στις ομιλίες του στο τέλος της ζωής του: «Και μόνη η προφορά του Ονόματος του Θεού μάς φλέγει πραγματικά σαν φωτιά. Έτσι θα έπρεπε να προφέρουμε και το «Πάτερ ἡμῶν». Ουσιαστικά, αν προφέραμε μόνο μία φορά σε ολη τη ζωή μας τις λέξεις αυτές του «Πάτερ ἡμῶν» με το αυθεντικό νόημά τους, που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα του Ίδιου του είναι, θα ήταν αρκετό. Σε αυτό έγκειται το μυστήριο της αναγεννήσεώς μας από την αμαρτωλή κατάστασή μας σε εκείνην που αναμένει από εμάς ο Κύριος».

Ο άγιος υμνογράφος λοιπόν, για να επανέλθουμε στον πρώτο εκκλησιαστικό ύμνο του νέου έτους, μας θυμίζει την αλήθεια αυτή. Να παρακαλούμε τον Θεό ως Πατέρα μας με την αίσθηση της υιϊκότητάς μας, με επίγνωση βεβαίως της αμαρτωλότητάς μας. «Δίνε μας τον επιούσιο άρτο μας (και το επίγειο αλλά και τον αιώνιο μέσα από τη Θεία Ευχαριστία) και συγχώρα τα πταίσματά μας». Γιατί είναι ο Μόνος που μπορεί να μας καθαρίσει από την όποια πνευματική και ψυχική ακαθαρσία μας. Αρκεί να Τον παρακαλούμε, όπως είπαμε, εκκλησιαστικά: ως μέλη του αγίου Σώματός Του εν μετανοία και ταπεινώσει, που θα πει εν αγάπη και ανεξίκακα.

31 Αυγούστου 2024

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

Αρχή της νέας εκκλησιαστικής χρονιάς η 1ηΣεπτεμβρίου, γι’  αυτό και όλη η εκκλησιαστική ακολουθία, πέραν βεβαίως εκείνης που αναφέρεται και στους άλλους αγίους που εορτάζουμε σήμερα, όπως τον όσιο Συμεών τον στυλίτη, τις άγιες σαράντα γυναίκες μάρτυρες, αποτελεί στην πραγματικότητα μία ευχή: να ευλογήσει ο Κύριος τη χρονιά αυτή – «ευλόγησον τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητός Σου, Κύριε» - που σημαίνει να δώσει τη χάρη Του, ώστε να ζήσουμε οι άνθρωποι με ειρήνη και ομόνοια, ακολουθώντας τις άγιες εντολές Εκείνου. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η Εκκλησία μας μόνο με τον τρόπο αυτό θεωρεί ότι υπάρχει ευλογία στον κόσμο: όχι αν οι άνθρωποι απλώς ευημερούν οικονομικά, όχι αν όλα τους έρχονται βολικά, όπως λέμε, αλλά  αν βρισκόμαστε «εν ομονοία και ειρήνη», κυρίως όμως αν τηρούμε τις άγιες εντολές του Θεού. Η προτεραιότητα του συντονισμού μας με το θέλημα του Θεού, η πραγματοποίηση, όπως σημειώνουν οι ύμνοι της ημέρας, των αιτημάτων του «Πάτερ ημών», για να έχουμε την ευλογία του Θεού, δεν σημαίνει βεβαίως υποτίμηση και υποβάθμιση και των οικονομικών μεγεθών: χωρίς αυτά δεν μπορεί ο άνθρωπος να επιβιώσει σ’  αυτόν τον κόσμο. Σημαίνει ότι τα οικονομικά δεν έχουν την προτεραιότητα. Το πρώτο στη ζωή μας είναι το «ελθέτω η βασιλεία Σου», όπως άλλωστε δίδαξε την ορθή ιεράρχηση των πραγμάτων ο ίδιος ο Κύριος: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού και ταύτα πάντα (όλα τα υλικά και επίγεια) προστεθήσεται υμίν».

Δυστυχώς, στην εποχή μας, η ιεράρχηση αυτή σ’  ένα μεγάλο ποσοστό έχει ανατραπεί. Ο Θεός και το άγιο θέλημά Του έχει μπει στο περιθώριο, αν δεν έχει διαγραφεί πλήρως, και προτεραιότητα ως αποκλειστικός σχεδόν σκοπός του ανθρώπου έχει γίνει το οικονομικό στοιχείο. Ίνδαλμα για τους πολλούς φαντάζει ο άφρων πλούσιος της γνωστής παραβολής, ο οποίος ναι μεν ευφραινόταν καθ’  ημέραν λαμπρώς, ο θάνατος όμως ήλθε αδυσώπητος και απροειδοποίητα στη ζωή του και του…ανέτρεψε τα σχέδια, βυθίζοντάς τον στην άφατη οδύνη. Από την άποψη αυτή, η εποχή μας είναι εποχή αφροσύνης, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνον πολλούς πλουσίους, αλλά και ένα πολύ μεγάλο μέρος των πτωχών. Γιατί και οι πτωχοί, αν επιθυμούν ως προτεραιότητα της ζωής τους τα χρήματα και τα υλικά αγαθά, έστω κι αν δεν τα έχουν, ως άφρονες πλούσιοι αντιμετωπίζονται από τον λόγο του Θεού. Το περιεχόμενο της καρδιάς μας είναι εκείνο που έχει πάντοτε προ οφθαλμών Του ο Θεός, κατά την αποκάλυψη του ίδιου του Θεού.

Η Εκκλησία μας σήμερα, με την πρωτοχρονιά που εορτάζει, υπενθυμίζοντάς μας και την έναρξη της δημόσιας δράσης του Κυρίου με το κήρυγμά Του στη Ναζαρέτ για μία καινούργια εποχή δεκτή και ευάρεστη στον Θεό, μας φέρνει σε ισορροπία, διότι μας προτείνει αυτό που συνιστά το αιώνιο θέλημα του Θεού: πάνω από όλα να θέτουμε ακριβώς Εκείνον και τον λόγο Του. Μας ανοίγει και πάλι τα μάτια, σε μία εποχή σύγχυσης και θόλωσης της διάνοιας, για να συνειδητοποιούμε ότι στη ζωή βρισκόμαστε κατά χάριν Θεού, ότι Εκείνος παρατείνει τον χρόνο της διαμονής μας σ’ αυτόν, ως «καιρούς και χρόνους εν τη ιδία εξουσία θέμενος», προκειμένου να ζούμε κατά το θέλημά Του.

Με άλλα λόγια, η Εκκλησία μάς υπενθυμίζει ότι ο χρόνος αποτελεί δωρεά του Θεού, όχι για να τη σπαταλάμε σε ανοησίες και αμαρτίες, αλλά να την αξιοποιούμε προς ανοδική πορεία πάντοτε προς Αυτόν, δηλαδή σε πορεία αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Και τότε, μας λέει, θα δούμε ό,τι υποσχέθηκε ο Κύριος: την ώρα που θα θέτουμε αυτό το θέλημά Του ως βάση της ζωής μας, την ίδια ώρα θα ενεργοποιούνται και οι δυνάμεις Εκείνου, προς υπέρβαση αφενός των όποιων προβλημάτων μας, προς αποκατάσταση αφετέρου και όλης της δημιουργίας. Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και αρκετά χρόνια, το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο έχει προβάλει την αρχή του εκκλησιαστικού έτους ως ημέρα προστασίας του περιβάλλοντος. Και εύλογα: το θέλημα του Θεού, όπως είπαμε, βιούμενο από τον «βασιλιά» της κτίσεως, τον άνθρωπο, έχει άμεση αντανάκλαση και σε όλη τη φύση και σε όλη τη δημιουργία. Έχει κατά κόρον τονιστεί: η λύση στη σημερινή οικονομική κρίση, και κάθε κρίση βεβαίως,  θα έλθει, μόλις αρχίσουμε να ζούμε ως πραγματικοί άνθρωποι, με βάση τον νόμο του Θεού. Με απλά λόγια, η κρίση οποιασδήποτε διάστασης είναι κατ’  ουσίαν πνευματική.  

Η ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Ο υιός του μεγάλου Θεοδοσίου Αρκάδιος, αφού πήρε την τιμία Ζώνη της Υπεραγίας Θεοτόκου από τα Ιεροσόλυμα, που φυλασσόταν εκεί μέχρι τότε μαζί με την τιμία εσθήτα από κάποια παρθένο γυναίκα, και την έφερε στην Κωνσταντινούπολη, την κατέθεσε σε λαμπρή θήκη, την οποία ονόμασε Αγία Σορό. Πέρασαν από τότε τριακόσια δέκα χρόνια και ο Λέων ο βασιλιάς άνοιξε την Αγία αυτή Σορό, για χάρη της συζύγου του Ζωής, που ενοχλείτο από ακάθαρτο πνεύμα και που είχε γίνει άξια θείας οπτασίας, ότι, αν βάλουν την τιμία Ζώνη πάνω της, θα θεραπευτεί. Βρέθηκε λοιπόν η τιμία Ζώνη να λάμπει, σαν να μόλις είχε υφανθεί, και να έχει σφραγίδα με χρυσή βούλα και κωδίκελλο (δηλαδή σύντομο υπόμνημα), που έλεγε με λεπτομέρεια τον χρόνο, την ινδικτιώνα και την ημέρα, κατά την οποία προσκομίσθηκε η αγία Ζώνη στην Κωνσταντινούπολη, και πώς τοποθετήθηκε μέσα στη θήκη από τα χέρια του βασιλιά, η οποία σφραγίστηκε από αυτόν. Αυτήν (την τιμία Ζώνη) τότε ο βασιλιάς Λέων την ασπάστηκε και διά της χειρός του Πατριάρχη εκείνης της εποχής, την άπλωσε πάνω από τη βασίλισσα, οπότε και η Αγία Ζώνη την ελευθέρωσε από το νόσημά της. Τότε όλοι, αφού δόξασαν τον Σωτήρα Χριστό και απέδωσαν ευχαριστήριους ύμνους στην Πάναγνο Μητέρα Του, κατέθεσαν την αγία Ζώνη στην Αγία Σορό, στην οποία και προϋπήρχε».

Ο μήνας Αύγουστος είναι ο μήνας της Υπεραγίας Θεοτόκου. Όχι μόνον γιατί καταυγάζεται από την ένδοξη Κοίμηση και Μετάστασή Της στα χέρια του Κυρίου και Θεού της, αλλά και για την εορτή της καταθέσεως της τιμίας Ζώνης της. Οι δύο αυτές εορτές, οι οποίες σφραγίζουν τον μήνα, η μεν πρώτη το πρώτο ήμισυ (15 Αυγούστου), η δε δεύτερη το δεύτερο (31 Αυγούστου), δεν θεωρούνται ξεχωριστά από την Εκκλησία μας, αλλά συνάπτονται και συν- ορώνται ως κάτι το ενιαίο. Και διότι αναφέρονται και οι δύο στο πάντιμο πρόσωπο της Θεοτόκου, και διότι η δεύτερη, μολονότι επιφανειακά είναι κάτι διαφορετικό από την Κοίμηση, αποτελεί επιβεβαίωση της πίστεως της Εκκλησίας για τη συνεχή παρουσία της Παναγίας στον κόσμο μας, ως σκέπης, προστασίας και ασφάλειάς μας. Με άλλα λόγια, ό,τι εξαγγέλλει το απολυτίκιο της Κοιμήσεως: «εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε», το βλέπουμε να πραγματοποιείται στη σημερινή εορτή: η Παναγία μας μάς άφησε τη Ζώνη της και την εσθήτα της, ως μία αδιάκοπη υπενθύμισή της,  αλλά και αισθητή παρουσία της μέσα από δικά της αντικείμενα.

Η παραπάνω εκτίμηση της συν-όρασης των δύο εορτών,  δηλαδή κατά κάποιο τρόπο της υπόσχεσης και της υλοποίησης, δεν είναι αυθαίρετη ούτε καρπός ενός αφαιρετικού συλλογισμού. Συνιστά πεποίθηση της Εκκλησίας, η οποία το ζει και το υμνολογεί στην ακολουθία της ημέρας (ωδή δ΄): «Ήρθης προς φως άδυτον μεταχωρήσασα. Έλιπες δε τοις σε μακαρίζουσιν, αντί του σώματός σου Αγνή, την τιμίαν Ζώνην». Δηλαδή: Αναχώρησες από τον κόσμο αυτό και ανέβηκες (με την κοίμησή σου) στο παντοτινό φως (της Βασιλείας του Υιού σου), Αγνή, άφησες όμως σε μας που σε μακαρίζουμε, αντί του σώματός σου, την τιμία (σου) Ζώνη. Και αλλού (ωδή ζ΄ ): «Η πάντων βασίλισσα προς ουρανίους σκηνάς απαίρουσα, καταλέλοιπεν όλβον, τη βασιλίδι πασών των πόλεων, την ταύτης Ζώνην». Δηλαδή: Η βασίλισσα όλων (η Θεοτόκος), καθώς ανέρχεται στις ουράνιες σκηνές, άφησε θησαυρό στη βασίλισσα των πόλεων (την Κωνσταντινούπολη), τη Ζώνη της.

Ποια η αιτία της σχεδόν ταυτίσεως της Ζώνης (αλλά και της εσθήτος) της Παναγίας με την ίδια την Παναγία; Βεβαίως, κατά πρώτον, το γεγονός ότι την φορούσε Εκείνη, η οποία είχε τόση χάρη και περίσσια χάρης Θεού, ώστε μεταγγιζόταν η χάρη αυτή και στα ρούχα της και σε όλα τα αντικείμενά της. «Την τιμίαν σου Ζώνην, τιμητικώς άπαντες…περιπτυσσόμεθα, τιμήν υπάρχουσαν, πάντων πιστών, Θεοτόκε, ως τω υπερτίμω σου, ψαύσασα σώματι». Όλοι ανεξαιρέτως αγκαλιάζουμε με τιμή την τιμία σου Ζώνη, που είναι η τιμή όλων των πιστών, διότι άγγιξε το υπέρτιμο σώμα σου. «Τιμήσωμεν οι πιστοί, ως συναφείας προς Θεόν σύνδεσμον, την της Αγνής σήμερον Ζώνην, και πιστώς προσκυνήσωμεν». Ας τιμήσουμε σήμερα οι πιστοί τη Ζώνη της Αγνής (Θεοτόκου), ως σύνδεσμο σχέσεως προς τον Θεό, και ας την προσκυνήσουμε με πίστη.

Κι είναι γνωστή η διδασκαλία της Εκκλησίας μας επ’  αυτού: τα υλικά πράγματα αγιάζονται από τον άγιο που τα έχει -  κάτι που δικαιολογεί τη γενική τιμή των αντικειμένων όλων των αγίων, πολύ περισσότερο των ιερών λειψάνων τους – όπως το επισημαίνουμε μεταξύ των άλλων και στην εορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, κατά την οποία και τα ενδύματά Του έλαμψαν κι έγιναν πιο λευκά και από το χιόνι, αλλά και σε άλλα περιστατικά από την αγία ζωή Του, που και το άγγιγμα των ενδυμάτων Του έφερε ως αποτέλεσμα τη θεραπεία από όλες τις ασθένειες (π.χ. το περιστατικό με την αιμορροούσα γυναίκα). Κι είναι τούτο μία κραυγαλέα διακήρυξη του πόσο και η ύλη εξαγιάζεται με τον ερχομό του Χριστού, μετέχοντας και αυτή στη διαδικασία σωτηρίας του ανθρώπου. Πρόκειται για έναν υλισμό της Εκκλησίας, όπως έχει τονιστεί, που υπερβαίνει οποιοδήποτε δυαλισμό που δαιμονοποιεί την ύλη και καταρρίπτει οποιοδήποτε μύθο περί πνευματοκρατίας και ιδεολογίας της χριστιανικής πίστεως. Ο Χριστός σώζει ολόκληρο τον άνθρωπο, με την ψυχή και το σώμα του, και μαζί με αυτόν ολόκληρη τη δημιουργία.

Ο υμνογράφος όμως, ως στόμα της Εκκλησίας, φρίττοντας μπροστά στο μυστήριο που περικλείει, αναφέρει και άλλον λόγο για την τιμή της αγίας Ζώνης, πέραν της ψαύσεως του αγίου σώματος της Παναγίας: την ψαύση, κατά κάποιον τρόπο, και του σώματος του ίδιου του Χριστού. Πώς; Ζωσμένη η Παναγία την εν κυήσει κοιλιά της με τη ζώνη της, έζωνε κατ’  επέκταση και τον Υιό και Θεό της. «Η ση, άχραντε Δέσποινα, σεβασμία και τιμία σορός, Ζώνην κατέχει την αυτόν, τον νομοθέτην εν σοι, συγκατασχούσαν. Φρικτόν το μυστήριον!» Άχραντε Δέσποινα, η σεβάσμια και τίμια σορός σου κατέχει τη Ζώνη σου, η οποία συγκρατούσε τον ίδιο τον νομοθέτη (Θεό) μέσα στη μήτρα σου. Φρίττουμε για το μυστήριο! Γι’  αυτό και ο ποιητής λαμβάνει αφορμή, με την εορτή, για να εξαγγείλει όχι μόνον όλες τις χαρές που προχέονται από τα άγια αντικείμενα της Παναγίας, όπως συνέβη και με τη βασίλισσα Ζωή, αλλά και το ύψος της αγιότητας Εκείνης.

Ως καλός θεολόγος μάλιστα και γνώστης όλης της θείας οικονομίας βλέπει στο πρόσωπο της Θεοτόκου να πραγματοποιούνται όλες οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης περί του Ιησού Χριστού ως Λυτρωτή του κόσμου. Η Παναγία δηλαδή αποτελεί Εκείνην την οποία προτυπώνουν, για παράδειγμα, ο Παράδεισος της Εδέμ, η Θεία Νεφέλη που περιέσκεπε τους Ισραηλίτες στην έρημο, η Κιβωτός της Διαθήκης με τις πλάκες του Νόμου, η ράβδος του Ααρών που βλάστησε, η στάμνα με το μάννα. Αλλά και από την άλλη εξαγγέλλει ότι για να δει κανείς και πολύ περισσότερο να γευτεί τις χάρες και τα θαυμάσια που σαν ποταμοί ρέουν από τη Ζώνη της Θεοτόκου, απαιτείται η πίστη του ανθρώπου, ο ένθεος πόθος του για την Παναγία, η διάθεσή του για μετάνοια. «Πιστώς προσκυνήσωμεν» (ας προσκυνήσουμε με πίστη) είναι η διαρκής προτροπή του, «η τιμία Ζώνη σου, πανύμνητε, γέγονε μεγίστης εορτής, Θεοτόκε, τοις θερμώς σε ποθούσιν υπόθεσις» (η τιμία Ζώνη σου, πανύμνητε Θεοτόκε, έγινε υπόθεση μεγίστης εορτής γι’  αυτούς που σε ποθούν θερμά)  είναι η διαπίστωσή του, «φιλίας με  δολίας της των παθών, και εχθρού καθ’  εκάστην πειράζοντος…τω σω προσπεφευγότα ελέει διά τάχους, ως συμπαθής Αγνή απάλλαξον» (καθώς με πειράζει η δόλια φιλία των παθών μου και καθημερινά ο εχθρός διάβολος… απάλλαξέ με λόγω της αγάπης σου, Αγνή, γρήγορα, εμένα που προσφεύγω στο έλεός σου) είναι η σεμνή και ταπεινή προσευχή του.