05 Σεπτεμβρίου 2024

ΥΠΟΜΟΝΗ, ΣΤΑΘΕΡΗ ΥΠΟΜΟΝΗ!

«Είπεν ένας γέρων: - Η πνευματική ζωή χρήζει υπομονής, σταθεράς υπομονής. Ο άνθρωπος παθαίνει μεταβολές, αλλοιώσεις. Από την μίαν ημέραν εις την άλλην» (Αρχιμ. Ιωαννικίου Κοτσώνη, Αθωνικόν Γεροντικόν).

Ο λόγος του Γέροντος του Όρους εκφράζει μία βαθύτατη αλήθεια, ίσως τη βαθύτερη μετά την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία, περί του ιδίου του ανθρώπου. Ποια είναι αυτή; Ότι τίποτε ανθρώπινο, τίποτε γενικότερα μέσα στον κόσμο, δεν είναι αναλλοίωτο και σταθερό. Πρόκειται περί διαπιστώσεως και της φυσικής επιστήμης που τόσο έχει εξελιχθεί στην εποχή μας, αλλά και των ανθρωπιστικών λεγομένων επιστημών όταν αναφέρονται στον άνθρωπο: κάθε τι στον κόσμο, φυσικό, βιολογικό, ψυχικό, πνευματικό υπόκειται σε αλλοιώσεις και μεταβολές. Αυτό που σήμερα θεωρείται σταθερό και ακλόνητο, αύριο έχει παρέλθει γιατί πέρασε από πάνω του η φθορά που χαρακτηρίζει όλο το κοσμικό γίγνεσθαι! Ακόμη κι αυτός ο ήλιος που αποτελεί την «πηγή» της ζωής για τη γη μας, όπως και κάθε άλλο αστέρι και ουράνιο σώμα, είναι με ημερομηνία λήξεως. Οι αστρονόμοι έχουν επαρκώς εξηγήσει την πορεία του: θα έλθει η εποχή μετά από κάποια, «απέραντα» για εμάς χρόνια, που θα αερώσει η πυκνότητά του, θα γίνει ερυθρός γίγαντας, θα… τελειώσει, και μαζί με αυτόν και ό,τι εξαρτάται από αυτόν, όπως είναι και η δική μας «σταθερά», η γη! Ναι, ο κόσμος μας τελειώνει με μαθηματική ακρίβεια κι είναι γνωστό τούτο σε όλους.

Μπορεί στον αρχαίο κόσμο με τη μικρή τεχνολογική τότε εξέλιξη η αλήθεια αυτή να φαινόταν αδιανόητη – ο αρχαίος ελληνικός κόσμος πίστευε στην αιωνιότητα του κόσμου μέσα στον οποίο στο ανώτερο κομμάτι ως την κορυφή μίας πυραμίδας βρίσκονταν οι «θεοί» - όμως σήμερα τούτο δεν ισχύει ασφαλώς, αλλά και δεν ίσχυε απαρχής και για τους πιστούς στον Ιουδαϊσμό, πολύ περισσότερο έπειτα στον χριστιανισμό. Διότι ο αποκαλυπτικός λόγος της Γραφής καταρχήν αναφερόταν στον Δημιουργό Θεό, ο Οποίος τα πάντα «εποίησεν εξ ουκ όντων» και συνεχίζει άχρι της βουλήσεως Εκείνου να διακρατεί και να διακυβερνά τα σύμπαντα με τον λόγο Του, δηλαδή με την άκτιστη ενέργειά Του. Κι αυτό σημαίνει ότι η φθαρτότητα αποτελεί στοιχείο της κτιστότητας - μόνον ο Δημιουργός Θεός είναι άκτιστος ως η πηγή της ζωής: «Εγώ ειμι ο Ων», οπότε το τέλος του κόσμου μπορεί να έλθει ανά πάσα στιγμή, όταν ο Κύριος κρίνει ότι αυτό είναι προς το συμφέρον του. Η μνημόνευση και μόνον ενός συγκεκριμένου χωρίου από τον προφήτη Δαυίδ, το οποίο μνημονεύει και απόστολος Παύλος, είναι αρκετή: «Εσύ, Κύριε, αρχικά στερέωσες τη γη κι έργο δικό σου είναι οι ουρανοί. Αυτοί θα εξαφανιστούν, ενώ εσύ αιώνια παραμένεις. Τα πάντα θα παλιώσουν σαν ρούχο. Σαν μανδύα θα τους τυλίξεις, και θ’ αλλάξουν. Εσύ όμως παραμένεις πάντα ο ίδιος, τα χρόνια σου ποτέ δεν θα τελειώσουν» (Εβρ. 1, 10-12). Και βεβαίως δεν μνημονεύουμε τον ίδιο τον λόγο του ενανθρωπήσαντος Θεού μας, ο Οποίος οριστικά απεκάλυψε: «Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι», τα πάντα τελειώνουν εκτός Εκείνου και του αιώνιου λόγου Του! 

Σπεύδουμε να σημειώσουμε όμως ότι κατά τη Γραφή το τέλος αυτό δεν ταυτίζεται με την εξαφάνιση του κόσμου, αλλά με την αλλαγή του, όπως τη θέλει ο Θεός, διότι «καινούς ουρανούς και καινήν γην προσδοκώμεν» - ο Θεός τελικώς ποτέ δεν καταστρέφει τη δημιουργία Του. Ακόμη και ο θάνατος που εισήλθε στην ανθρωπότητα ως ο καρπός της ανταρσίας του ανθρώπου απέναντι στον Πατέρα και Δημιουργό του, ακόμη κι αυτός είναι μία προσωρινή κατάσταση, όπως το έδειξε ο ερχομός του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο Οποίος ήλθε «ίνα ζωήν έχωσιν οι άνθρωποι και περισσόν έχωσιν» - η ζωή είναι αυτή που κρατάει και θα κρατάει εσαεί το «λάβαρο» της νίκης, η Ανάστασή Του το πιστοποίησε περίτρανα!

Λοιπόν, για να επανέλθουμε, τα πάντα αλλοιώνονται και μεταβάλλονται, και ο ίδιος ο άνθρωπος, «από την μίαν ημέραν εις την άλλην», συνεπώς η μόνη λύση και διέξοδος, η μόνη κυριολεκτικώς «θύρα», είναι η αναφορά στον αιώνιο Θεό και τον λόγο Του, η προσκόλλησή μας σε Αυτόν, η επιμονή και η υπομονή να μένουμε εν Αυτώ! Ο λόγος του αγίου και σοφού Γέροντος έρχεται με την απλότητά του να δείξει αυτήν την πραγματικότητα. Και να μένουμε εν Αυτώ με σταθερή υπομονή, που σημαίνει μέσα από όλες τις αντιξοότητες και τις εναλλαγές, σημαίνει ο τρεπτός νους μας να μένει εκεί που αδιάκοπα μας παραπέμπουν οι άγιες εντολές του Κυρίου. Οι εντολές Αυτού περικλείουν τον Ίδιο και την αιωνιότητά Του – «η εντολή Αυτού ζωή αιώνιός εστι» -, οπότε και η εν χάριτι εμμονή μας σ’ αυτές αποτελεί στην ουσία την ενεργοποίηση της μεγαλύτερης δωρεάς Του να «μένουμε μέσα σ’ Εκείνον και Εκείνος μέσα σ’ εμάς», να λειτουργούμε ως μέλη του σώματός Του της Εκκλησίας. «Ο τηρών τας εντολάς του Θεού εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν Αυτώ». Μέσα σ’ έναν λοιπόν κόσμο που σπαράσσεται μέσα στα πάθη του και τις διαρκείς μεταβολές του, ο χριστιανός έχει βρει, βρίσκει διαρκώς, το μόνο απόλυτο και σταθερό σημείο, την πηγή της ζωής, την αιωνιότητα, τον μόνο Πιστό!

Και βεβαίως τα πάθη μας σταθερά δυστυχώς μας αποπροσανατολίζουν σπρώχνοντάς μας βίαια συχνά εκτός του σταθερού «εδάφους» - ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέει μεταξύ άλλων ότι το να κρατήσει κανείς σταθερά τον νου του στον Θεό συνιστά μεγαλύτερο «κατόρθωμα» από το να περιορίσει κανείς και την ίδια τη θάλασσα! - όμως η διαρκής έγνοια να μένουμε σ’ Αυτόν και η εκζήτηση της χάρης Του ακριβώς για να μην Τον χάνουμε ή όταν Τον «χάνουμε» να επανερχόμαστε διά της θερμής μετανοίας μας, μας κάνει τελικώς να είμαστε σε μία σχετικά ισορροπημένη κατάσταση, όπως βλέπουμε τούτο στον βίο όλων των αγίων μας. Οι εκτός της πίστεως σαν καρυδότσουφλα άγονται και φέρονται από τα κύματα της θάλασσας των παθών του κόσμου, οι αγωνιζόμενοι στην πίστη βρίσκονται μέσα στο υπερωκεάνειο της αγκαλιάς του Χριστού, κρατώντας κολλημένα, όσο είναι δυνατόν, τα «πόδια της ψυχής» τους στον βράχο των αγίων Του εντολών. «Εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω μου», ακούγεται η σωτήρια κραυγή του πιστού ανθρώπου, όπως και «οι οφθαλμοί μου διά παντός προς τον Κύριον». Να μη χάνουμε την όραση του Κυρίου, δηλαδή να μπορούμε να «διαβάζουμε» την παρουσία Του στα πάντα και σ’ Αυτόν να ρίχνουμε την καρδιά μας, είναι η οδός που κάνει τη ζωή μας σ’ αυτόν τον κόσμο όχι μόνον υποφερτή, αλλά και τελικώς ένα μικρό κομμάτι του Παραδείσου.

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ, ΠΑΤΗΡ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

«Ο άγιος Ζαχαρίας, που εορτάζει σήμερα,  εβραϊκό όνομα που σημαίνει «αυτός που θυμάται τον Κύριο», είναι άλλος από τον προφήτη Ζαχαρία που ανήκει στον κύκλο των δώδεκα μικρών λεγομένων προφητών της Παλαιάς Διαθήκης. Κι αυτός χαρακτηρίζεται προφήτης, γιατί πράγματι είχε προφητικό χάρισμα, και τα σχετικά με αυτόν καταγράφονται από τον ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος αναφέρει ότι την περίοδο της ιερατείας του στον Ναό, ως ιερεύς που ήταν, δέχτηκε οπτασία του αρχαγγέλου Γαβριήλ, προαναγγέλλοντάς του τη γέννηση του υιού του Ιωάννη, παρ’  όλα τα λογικά εμπόδια: το γήρας του ίδιου, το γήρας και τη στειρότητα της γυναίκας του Ελισάβετ. Λόγω της αμφισβήτησής του, ο αρχάγγελος τον «τιμωρεί» με αφωνία, η οποία λύεται με τη γέννηση του Ιωάννη, γεγονός που οδηγεί τον Ζαχαρία σε ύμνους και δοξολογίες, όπως και σε προφητεία για το παιδί του. Το τέλος του υπήρξε μαρτυρικό, όπως σημειώνεται και στην Κανή Διαθήκη, τον σκότωσαν δηλαδή οι συμπατριώτες του, κατά τη γνωστή συνήθειά τους, μεταξύ του Ναού και του θυσιαστηρίου».

Ο προφήτης Ζαχαρίας, παρ’  όλη τη σύνδεση της μνήμης του με τη δυσπιστία του σ’  αυτό που του ανήγγειλε ο αρχάγγελος Γαβριήλ, τιμάται ιδιαιτέρως από την Εκκλησία μας, σε αναφορά πάντοτε με τον τρισμέγιστο υιό του, Ιωάννη τον Πρόδρομο. Ο υμνογράφος μάλιστα της ακολουθίας του τον βλέπει καταστολισμένο μ’  ένα τριπλό στεφάνι: το στεφάνι του πιστού ιερέα του Θεού, του άριστου μάρτυρα και του ένδοξου προφήτη: «εν ιερεύσι πιστός και εν μάρτυσιν άριστος, και προφήτης ένδοξος…τριπλώ στεφάνω κατακοσμούμενος». Όμως εκείνο που οι πολλοί φέρνουν στη μνήμη τους είναι, όπως είπαμε, η αμφισβήτηση της ουράνιας οπτασίας, για την οποία ο ιερός Χρυσόστομος λέει ότι έφερε ως αποτέλεσμα την κώφευση και την αλαλία του, διότι φανέρωνε την προτεραιότητα της λογικής του έναντι της παντοδυναμίας του λόγου του Θεού. Είναι δυνατόν, διερωτάται μάλιστα ο άγιος Πατέρας, να υπάρξει η όποια λογική αντίρρηση σ’  Εκείνον που ο λόγος Του συστήνει και δημιουργεί τα σύμπαντα;

Κι όμως! Αν κρίναμε την αντίδραση του αγίου Ζαχαρία με τα κριτήρια των μετέπειτα αγίων μας, ιδίως των νηπτικών Πατέρων και Διδασκάλων, θα έπρεπε να τον επαινέσουμε. Διότι ακριβώς δεν έσπευσε να αποδεχθεί την οπτασία, το όραμα. Οι άγιοί μας δηλαδή, βασισμένοι στον λόγο του Θεού αλλά και την εμπειρία τους, μας διδάσκουν ότι η πρώτη αντίδρασή μας σε τέτοια φαινόμενα, αν παρουσιαστούν, θα πρέπει να είναι η επιφύλαξη, κι ίσως η αμφισβήτηση. Κι αυτό γιατί δεν είναι μόνον ο Θεός, ο Οποίος μπορεί να φανερωθεί δι’  αγγέλου Του ή δι’  άλλου τρόπου, αλλά και ο πονηρός διάβολος. Ο διάβολος μάλιστα είναι εκείνος συνήθως, ο οποίος προσβάλλει τον άνθρωπο με τον συγκεκριμένο τρόπο, γι’  αυτό και η επιφυλακτικότητα θεωρείται τελικώς ότι είναι…εκ Θεού. Θυμόμαστε τα λόγια αγίου ασκητή του αγίου Όρους, ο οποίος έλεγε ότι από τα τριακόσια περίπου οράματα που δέχτηκε ως καλόγερος, μόνον τα τρία ήταν εκ Θεού. Ο έπαινος επομένως θα ήταν η ορθή αντίδρασή μας μπροστά στην αμφισβήτηση του αγίου Ζαχαρία. Και  το ίδιο το ευαγγελικό κείμενο δεν φαίνεται να είναι αρνητικό σε κάτι τέτοιο. Η «τιμωρία» του προφήτη μάλλον λειτουργεί ως απλή παιδαγωγία, γι’  αυτό και μόλις γεννιέται το παιδί Ιωάννης, λύνεται και η γλώσσα του αγίου.

Η ακολουθία της ημέρας μάς δίνει όμως και μία άλλη ερμηνεία της κώφευσης και αλαλίας του Ζαχαρία, εντάσσοντας αυτήν μέσα στο πλαίσιο του προφητικού του χαρίσματος: η κώφευσή του προφητεύει τη σιγή της Παλαιάς Διαθήκης, που ολοκληρώνει το έργο της με την εμφάνιση του φωτός της χάρης του Θεού, το οποίο υποδεικνύεται με τη γέννηση του Ιωάννη. «Ω, του παραδόξου θαύματος! Της Παλαιάς την σιγήν, και της Νέας την έκφανσιν, Ζαχαρίου κώφευσις, προφητεύει σαφέστατα. Την γάρ νόμου σιγήσας πλήρωσιν, το φως υπέδειξε το της χάριτος». Πρόκειται για μία συμβολική αναγωγή της αλαλίας του προφήτη, για την οποία συγκινούμαστε, γιατί μας δείχνει με τι ευρύ πνεύμα η Εκκλησία μας αντιμετωπίζει τα γεγονότα της Θείας Οικονομίας και πόσο το Πνεύμα του Θεού την καθοδηγεί για την ορθή όρασή τους.

Και πέραν τούτου: η ίδια η ακολουθία, δηλαδή η όραση και πάλι των γεγονότων με θείο φωτισμό, μας προσανατολίζει σε κάτι που έχει άμεση αναφορά και στη δική μας ζωή. «Ο προφήτης σου, Δέσποτα – επισημαίνει ο άγιος υμνογράφος – τύποις λογικοίς πιστώς ελειτούργει σοι, και της χάριτος ηξίωται, κατιδείν εν γνώσει την αλήθειαν». Δηλαδή: ο προφήτης σου, Κύριε, λειτουργούσε πιστά στους λογικούς τύπους (της Παλαιάς Διαθήκης), γι’ αυτό αξιώθηκε να δει με επίγνωση και την αλήθεια της χάριτος (με τον ερχομό του Χριστού). Όταν με άλλα λόγια και εμείς επιμένουμε, μένοντας σταθεροί και πιστοί σ’  αυτά  που έστω και τυπικά μπορούμε να επιτελέσουμε από τον νόμο του Θεού – την προσευχή μας, τον εκκλησιασμό μας, τη μελέτη του λόγου του Θεού, την ελεημοσύνη μας – θα δούμε τη χάρη του Θεού να ενεργοποιείται και να γλυκαίνει την καρδιά μας. Μία περίοδος πνευματικής ξηρότητας δηλαδή, όταν δεν γίνεται αφορμή για να αποκλίνουμε από τον λόγο του Θεού, φέρνει συνήθως πλούσια έπειτα τη δροσιά της παρουσίας του Θεού.

04 Σεπτεμβρίου 2024

Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΟΣ ΝΑ ΜΑΣ ΒΟΗΘΑΕΙ!

 

«Όπως ο γονιός που έκανε παιδιά νιώθει την υποχρέωση να τα βοηθήσει, έτσι και ο Θεός που μας δημιούργησε και μας έχει παιδιά Του ενδιαφέρεται και Αυτός για μας και νιώθει την ανάγκη να μας βοηθήσει. Ναι, είναι υποχρεωμένος γι’ αυτό» (Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος).

Ο λόγος του οσίου Παϊσίου που τον εξέφραζε κάθε φορά που κάποιοι αμφισβητούσαν την Πρόνοια και την Αγάπη του Θεού για τον κόσμο του είναι απόλυτος. Κι είναι απόλυτος γιατί ο ίδιος ο Θεός τον έχει επανειλημμένως βεβαιώσει που είναι η Αυτο-αλήθεια, αλλά και γιατί επίσης ο άγιος Παΐσιος είχε προσωπική εμπειρία της Πρόνοιας και της Αγάπης αυτής του Θεού, σε βαθμό που ομολογούσε: «Είμαι σίγουρος χίλια τοις εκατό, αν δώσω τώρα σε κάποιον αυτό το πλεκτό που φορώ, μέχρι να πάω στο καλύβι μου, ο Θεός θα μου στείλει άλλο!» «Ο Θεός αγάπη εστί» αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού με αποκορύφωση της αγάπης Του την ενσάρκωση ως ανθρώπου του Υιού και Λόγου Του Ιησού Χριστού και τη Σταυρική θυσία Του προς χάρη των ανθρώπων. Κι όχι μόνο τούτο! Διαρκώς προσφέρει την κενωτική αυτή αγάπη, «πάντοτε μελιζόμενος και ουδέποτε δαπανώμενος» μέσα από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ώστε να μπορεί να τρέφεται για να ζει ο πιστός που Τον έχει αποδεχτεί στη ζωή του.

Ο Κύριος μάλιστα ήταν Εκείνος που άνοιγε τα μάτια των ανθρώπων για να βλέπουν την πανταχού παρουσία της ενέργειας του Τριαδικού Θεού πολλαπλασίως στους ανθρώπους, αλλά και σε όλα τα κτίσματά Του, ό,τι υφίσταται σ’ αυτό που λέμε κόσμος, ορατός και αόρατος. Δεν υπάρχει οτιδήποτε δηλαδή ως δημιουργία που να μη διακρατείται από Εκείνον και να μην τίθεται σε λειτουργία με τρόπους ανεξερεύνητους τις περισσότερες φορές για τους ανθρώπους προς χάριν ακριβώς των ανθρώπων. «Ο Θεός είναι Αυτός που δίνει ζωή και πνοή και τα πάντα» ήταν το πρώτο που κήρυξε στους Αθηναίους ο απόστολος Παύλος, γεγονός που σημαίνει ότι τελικώς βρισκόμαστε οι άνθρωποι και όλη η φύση μέσα στην αγκαλιά της αγάπης του Θεού, η αγάπη Του είναι αυτή που έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε όλα τα κτίσματα, έστω κι αν η αμαρτία και η κακία ημών των ανθρώπων θολώνει τόσο τον νου μας ώστε ζώντας μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας να μη βλέπουμε και να μην αισθανόμαστε την αγάπη Του αυτή. «Από Αυτόν και δι’ Αυτού και σε αναφορά προς Αυτόν δημιουργήθηκαν τα πάντα» επιμένει όμως να μας λέει ο θεόπνευστος λόγος της Γραφής, για να τονίσει κατεξοχήν όπως είπαμε την ξεχωριστή Πρόνοια του Πατέρα Θεού στα λογικά κτίσματά Του, τα δημιουργημένα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Εκείνου. «Και οι τρίχες της κεφαλής σας είναι αριθμημένες από τον Θεό» απεκάλυψε ο Κύριος, ο Οποίος αδιάκοπα έλεγε ότι «αν ο Θεός φροντίζει ακόμη και το παραμικρότερο χορταράκι του αγρού που σήμερα υπάρχει και την επομένη γίνεται προσάναμμα σε φούρνο, πόσο περισσότερο φροντίζει εμάς τους ανθρώπους;»

Και ποιο άλλο βεβαιώνει αυτήν την εγγύτητα του Θεού και την έγνοια Του για τον άνθρωπο από το συγκλονιστικότερο γεγονός  στην ανθρώπινη ιστορία της ίδιας της παρουσίας Του στον κόσμο, προκειμένου προσλαμβάνοντας τον άνθρωπο μέσα στην ανθρώπινη πια φύση Του να τον καταστήσει ένα μ’  Εκείνον; Δεν είμαστε απλώς δίπλα Του, είμαστε μέσα σ’ Εκείνον και Εκείνος μέσα σ’ εμάς, εφόσον βεβαίως είμαστε βαπτισμένοι στο άγιο όνομά Του και μετέχουμε με επίγνωση των μυστηρίων Του εν Εκκλησία, οπότε κανείς και τίποτε δεν μπορεί να διακόψει την αγάπη Του αυτή. Κατά συνέπεια, επανερχόμενοι στον λόγο του αγίου Παϊσίου,  η βοήθεια του Θεού απέναντί μας δεν έχει τον χαρακτήρα μίας προσφοράς ενός πλουσίου σε έναν φτωχό, μίας απλής ελεημοσύνης δηλαδή, αλλά ενός ξεχειλίσματος μιας καρδιάς που δεν μπορεί να μην αγαπά και να μην ελεεί τα ίδια τα παιδιά Του, σαν τον γονιό που θυσιάζεται για χάρη των δικών του παιδιών. Πρόκειται για «υποχρέωσή» Του κατά τον λόγο του οσίου, για μία «οφειλή» κατά τον απόστολο Παύλο. Όταν ο απόστολος διερμηνεύοντας την εντολή του Χριστού λέει ότι ο χριστιανός είναι υποχρεωμένος, οφείλει, να αγαπά τους πάντες – «μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους» - πόσο περισσότερο ισχύει τούτο για Εκείνον που έχει δώσει μία τέτοια εντολή;

 Ναι, λοιπόν, ο Θεός είναι υποχρεωμένος να μας αγαπά, να μας βοηθάει, να μας προσέχει, να μας προστατεύει, γιατί η Αγάπη είναι το περιεχόμενο της ζωής Του. Το πρόβλημα όμως ως γνωστόν δεν είναι αυτό. Το πρόβλημα είμαστε εμείς οι άνθρωποι που παρόλη την αγάπη και τη φροντίδα του Θεού απέναντί μας, εμείς ζούμε μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας λόγω της αμαρτίας μας. Σαν τους τυφλούς που μπορεί να υπάρχει ο ήλιος εκείνοι όμως δεν τον βλέπουν. Γι’ αυτό και το ζητούμενο είναι να παρακαλούμε τον Θεό να μας προσθέτει πίστη, ώστε να ανοίξουν λίγο τα μάτια μας και να δούμε όλο το μεγαλείο της αγάπης Του και της στοργικής αγκαλιάς Του. Τα λόγια πάλι του οσίου Παϊσίου μας παρηγορούν και μας προσανατολίζουν. Έλεγε: «Τι σιγουριά νιώθει το παιδί στην αγκαλιά της μάνας! Μεγαλύτερη αισθάνεται ο πιστός στην αγκαλιά του Θεού! Τώρα νιώθω τη χαρά του παιδιού στην αγκαλιά της μάνας του. Είναι η αγκαλιά του Θεού σαν τον παράδεισο. Παύει και η ευχή, παύουν και όλα. Ζεις στον παράδεισο».

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΒΑΒΥΛΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

«Ο άγιος επίσκοπος Αντιοχείας Βαβύλας, όταν εισήλθε στην Εκκλησία ο βασιλιάς Νουμεριανός, τον έδιωξε από αυτήν, διότι φόνευσε τον υιό του βασιλιά των Περσών που τον είχε όμηρο. Γι’  αυτόν τον λόγο κι ο βασιλιάς αλυσόδεσε τον άγιο και τον διαπόμπευσε, ενώ στο τέλος έκοψε και το κεφάλι του, μαζί με τα κεφάλια τριών παιδιών που ήταν μαζί με τον άγιο» (Συναξάρι του Μηναίου).

Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, σαν τον τρισμέγιστο άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, όχι μόνο ασχολήθηκαν με τον άγιο Βαβύλα και τα τρία πνευματικά τέκνα του, αλλά έγραψαν σπουδαίους λόγους για να τονίσουν το ιερό παράδειγμά τους και τη θερμουργό πίστη τους στον Κύριο Ιησού Χριστό, κατάληξη της οποίας ήταν και η προσφορά του αίματός τους για χάρη Του, συνεπώς και η ένδοξη είσοδός τους στη Βασιλεία των Ουρανών. Σ’ αυτούς τους λόγους στοιχεί και ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, ο οποίος αναφερόμενος στον άγιο επίσκοπο Βαβύλα σημειώνει με έμφαση αυτό που συνήθως τονίζεται όταν πρόκειται περί αγίων ιερομαρτύρων: ο άγιος υπήρξε και θύτης, αλλά και θύμα. Θύτης, γιατί ιερουργούσε ως αρχιερέας τον Ιησού Χριστό στη Θεία Λειτουργία∙ θύμα, γιατί κλήθηκε εν χάριτι στην προσφορά και της ζωής του προς χάρη ακριβώς της πίστεώς του. Οι στίχοι του συναξαρίου είναι πολύ εκφραστικοί: «Ο Χριστόν αυτόν Βαβύλας θύων πάλαι, Χριστῷ προθύμως θύεται διά ξίφους» (Ο Βαβύλας που θυσίαζε τον Ίδιο τον Χριστό από παλιά ως ιερέας, θυσιάζεται πρόθυμα για χάρη Του με ξίφος).

Για τον άγιο Θεοφάνη βεβαίως, εκείνο που κατεξοχήν συνιστά το σημαντικότερο γεγονός, το οποίο ερμηνεύει και τη θαρραλέα ομολογία του αγίου (όπως και των τριών παιδιών) ενώπιον του βασιλιά, ομολογία που ξεπερνά και αυτή τη φυσική στροφή του ανθρώπου για διατήρηση της ζωής του («ἀπειλαῖς ἀπτόητος πρό βημάτων τυραννικῶν»: ωδή δ΄), είναι η μεγάλη αγάπη του αγίου για τον Ιησού Χριστό, ο έρωτάς του κυριολεκτικά για την αγία Τριάδα. Μιλάει όντως για θεϊκό έρωτα, χαρακτηρίζει τον άγιο ως εραστή της υπέρθεης Τριάδος. Κι αυτό γιατί; Διότι προκειμένου ο άνθρωπος να απεμπλακεί από τον πόθο των γήϊνων πραγμάτων – έχοντας σώμα στρεφόμαστε λόγω της πτώσεως στην αμαρτία με πάθος σε ό,τι αποτελεί έλξη της ύλης – απαιτείται μία ισχυρότερη δύναμη από τον πόθο αυτόν∙ κι αυτή η δύναμη δεν είναι άλλη από τον έρωτα προς τον Χριστό και Θεό μας. «Εσύ, Βαβύλα μακάριε» σημειώνει συγκεκριμένα, «αφού υπέταξες τον πόθο των γήϊνων πραγμάτων στον θεϊκό έρωτα, καταφρόνησες και την ίδια τη ζωή, γιατί βιαζόσουν να δεις την ωραιότητα του Χριστού» (ωδή α΄) – ό,τι ομολογεί και ο άγιος Ιγνάτιος για τον έρωτά του Χριστό: «ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται».

Μιλώντας για τους αγίους της Εκκλησίας μας, βρισκόμαστε σε επίπεδο πέραν των υλικών και γηῒνων. Εισαγόμαστε δι’ αυτών μέσα στα λόγια του Ίδιου του Κυρίου, ο Οποίος μας καλεί σε αντίστοιχη αγάπη προς τη Δική Του, που σημαίνει ότι εισερχόμαστε μέσα σ’ Εκείνον, αφού κατά τον πατερικό λόγο ο Ίδιος περικλείεται στα λόγια Του – «Ἐν Αὐτῷ ζῶμεν καί Αὐτός ἐν ἡμῖν». 

02 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΝΗΣΤΕΥΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

«Δι’ ἐγκρατείας, Πάτερ, καί προσευχῆς ἀκλινοῦς εἰσῆλθες πρός τήν ἀκρόπολιν τῆς ἀρετῆς, θεοφόρε, ἔνθα τῆς τρυφῆς τόν χειμάρρουν τρυφᾷς» (ωδή γ΄ κανόνος αγίου).

(Με την εγκράτεια, Πάτερ θεοφόρε, και τη σταθερή και ακλόνητη προσευχή σου εισήλθες στην ακρόπολη της αρετής, δηλαδή την αγάπη, όπου απολαμβάνεις τον χείμαρρο της τρυφής του Παραδείσου). 

Α. «Ο άγιος Ιωάννης από παιδί διακρίθηκε για τη σπάνια εγκράτεια του και για τον από φυσικού έρωτα προς τη νηστεία, πράγμα που του έδωσε και την προσωνυμία του Νηστευτή. Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και όταν έγινε έφηβος έκανε το επάγγελμα του χαράκτη. Η καρδιά του όμως, ήταν δοσμένη στα θεία και κάθε μέρα διάβαζε την Αγία Γραφή και άλλα θρησκευτικά βιβλία, πλουτίζοντας έτσι τις γνώσεις του. Τα πλεονεκτήματα του αυτά, εκτίμησε ο Πατριάρχης Ιωάννης ο Γ' και τον χειροτόνησε διάκονο. Από τη θέση αυτή ανέπτυξε ιδιαίτερα την ελεημοσύνη, βοηθώντας πλήθος φτωχών και άλλων απόρων. Αργότερα έγινε πρεσβύτερος, και μετά το θάνατο του Πατριάρχη Ευτυχίου, με κοινή υπόδειξη αρχόντων και λαού, εκλέχτηκε διάδοχος του ο Ιωάννης ο Νηστευτής ως Ιωάννης Δ' (582 επί βασιλέως Μαυρικίου). Το πόσο έλαμψε και ως Πατριάρχης ο Ιωάννης, έχουμε πολύ εύγλωττες μαρτυρίες: Ο επίσκοπος Σενιλλίας Ισίδωρος τον παριστάνει ως Άγιο και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος τον αποκάλεσε «σκήνωμα πάσης ἀρετῆς». Στον Ιωάννη επίσης Σύνοδος των Πατριαρχών που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 587, του απένειμε τον τίτλο «Οἰκουμενικός». Σχετικά με τις εκκλησιαστικές ποινές ο Ιωάννης θέσπισε σοφό κανονικό, που βρίσκεται στο Πηδάλιο. Κοιμήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου του 595 και το λείψανό του τάφηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων» (Από ιστολόγιο: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ).

Β. Ο παραπάνω ύμνος του αγίου υμνογράφου Γερμανού καταγράφει τον δρόμο που ακολούθησε ο όσιος προκειμένου να εισέλθει στην αγκαλιά του Κυρίου και να απολαμβάνει έκτοτε την τρυφή της Βασιλείας Του. Η μόνη διαφορά είναι ότι επιλέγει αντί του όρου «Βασιλεία του Θεού» τη φράση «ακρόπολη της αρετής», διότι και τα δύο ταυτίζονται: ακρόπολη της αρετής είναι η αγάπη και αγάπη είναι ο ίδιος ο Θεός. Λοιπόν, ο άγιος Ιωάννης έφτασε στο άκρο της αρετής αυτής, που θα πει η καρδιά του και όλη η ύπαρξή του έγινε κατοικητήριο της αγίας Τριάδος, ήδη από τη ζωή αυτή στον κόσμο τούτο, πολύ περισσότερο όμως μετά την οσιακή κοίμησή του.

Δεν είναι απροϋπόθετη όμως η πορεία αυτή και η ένταξη στη Βασιλεία του Θεού. Απαιτείται η συνέργεια του ανθρώπου κι αυτή εκφράζεται με το ασκητικό φρόνημα της εγκράτειας και την εν αγάπη προσκόλληση του ανθρώπου στον Κύριο κατεξοχήν μέσω του αγώνα της προσευχής. Εγκράτεια και προσευχή θεωρούνται κατά την ορθόδοξη πίστη μας τα πιο «βαριά» όπλα της πνευματικής ζωής, τα οποία συνδέονται ουσιωδώς και οργανικώς μεταξύ τους. Κι αυτό διότι κανείς δεν μπορεί να προσευχηθεί ορθά, που θα πει με αταλάντευτη και «ακλινή» προσήλωση προς τον Κύριο, αν δεν έχει καταστήσει και δεν καθιστά τον εαυτό του ελεύθερο από τα πάθη του μέσω της εγκρατείας του. Άνθρωπος με άλλα λόγια που είναι έκδοτος στις ηδονές και τα πάθη του λόγω της ακρασίας του, δηλαδή άγεται και φέρεται από την προσκόλλησή του σ’ αυτά, δεν μπορεί να αναφερθεί σωστά στον Κύριο, η όποια προσευχή του ρυπαίνεται από την βρομιά των παθών του.

Πάει για παράδειγμα να προσευχηθεί ένας μνησίκακος και αντί του προσώπου του Κυρίου «βλέπει» διαρκώς ενώπιόν του το πρόσωπο εκείνου που μισεί γιατί ενδεχομένως κάτι του έκανε. Και μπορεί να λέει λόγια προσευχής με το στόμα, η καρδιά του όμως «ζωγραφίζει» εικόνες εκδίκησης για τον υποτιθέμενο εχθρό του – μία «προσευχή» έτσι που στρέφεται εναντίον του ίδιου του εαυτού του και αυξάνει το πλήθος των αμαρτιών του! Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας, στηριγμένη στον Κύριο και στους αγίους Πατέρες της που εμπειρικά έζησαν τα της πνευματικής ζωής, μας παροτρύνουν πάντοτε στη νηστεία, στον περιορισμό κάθε ανεξέλεγκτης τάσης για απόλαυση των ηδονών του βίου, στη  μετριοπάθεια – είναι ο δρόμος για να μπορούν οι οφθαλμοί μας να είναι στραμμένοι, όπως είπαμε, προς τον Κύριο. «Μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό», όπως απεκάλυψε το αψευδές στόμα του Κυρίου μας.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΜΑΜΑΣ

«Ο άγιος Μάμας ήταν από τη Γάγγρα, πόλη των Παφλαγόνων. Οι γονείς του ήταν Χριστιανοί, οι οποίοι συνελήφθησαν για την πίστη τους στον Χριστό και ρίχτηκαν στη φυλακή. Εκεί, στα δεσμά της φυλακής, γεννήθηκε και ο άγιος. Επειδή οι γονείς του πέθαναν στη φυλακή, ανέλαβε το βρέφος κάποια Χριστιανή γυναίκα, ονόματι Αμμία, η οποία και τον ανέθρεψε. Τη θετή αυτή μητέρα του ο άγιος φώναζε διαρκώς «μαμά», γι’  αυτό και Μάμα τον ονόμασαν. Όταν έγινε δεκαπέντε ετών, συνελήφθη ως Χριστιανός και κτυπήθηκε με ραβδιά, ενώ στη συνέχεια του κρέμασαν βαρύ μολύβι στον τράχηλο και τον έριξαν στη θάλασσα. Σώθηκε όμως με τη δύναμη του Θεού από τον κίνδυνο και κρύφτηκε σ’  ένα σπήλαιο, τρεφόμενος από το γάλα ελαφιών. Και πάλι όμως τον συνέλαβαν, τον έριξαν σε καμίνι και τον πέταξαν στα θηρία. Τέλος τον τρύπησαν με σιδερένια τρίαινα, οπότε και έφυγε από τη ζωή αυτή».

Τριπλή η χάρη την οποία έχει ο άγιος Μάμας: Πρώτον, υπήρξε παιδί μαρτύρων, από τους οποίους, έστω κι αν δεν τους γνώρισε, δεχόταν ασφαλώς τη διαρκή ευλογία των εν παρρησία προσευχών τους ενώπιον του Κυρίου. Δεύτερον, ανατράφηκε χριστιανικά, από ευσεβή γυναίκα, η οποία του μετάγγισε τα νάματα της χριστιανικής πίστεως και δεν έπαυσε ασφαλώς να του μιλά για τους αγιασμένους γονείς του. Τρίτον, και σημαντικότερο, ο ίδιος υπήρξε, παιδί ακόμα, ομολογητής και μάρτυρας της χριστιανικής πίστεως, ανήκοντας στην περίοπτη ομάδα των αγίων παιδομαρτύρων. Την ιδιαίτερη αυτή χάρη του αγίου Μάμα προβάλλει η  Εκκλησία μας, μέσα ιδίως από την ακολουθία του, καθώς τον παραλληλίζει, λόγω της αντιστοιχίας των μαρτυρίων τους, και με τους αγίους τρεις παίδες στη Βαβυλώνα, οι οποίοι ρίχτηκαν στη φωτιά λόγω της συνέπειας στην πίστη τους, και με τον προφήτη Δανιήλ, ο οποίος  υπέστη το μαρτύριο του εγκλεισμού του σε λάκκο με λιοντάρια. Κι ακόμη, τον βλέπει ο άγιος υμνογράφος ως συνέχεια του δικαίου Άβελ: όπως εκείνος, ως ποιμήν προβάτων που προσέφερε  θυσία στον Θεό ό,τι καλύτερο είχε από το ποίμνιό του, δέχτηκε και το στεφάνι της αθλήσεως, έτσι και ο άγιος Μάμας: ζώντας ανάμεσα σε ζώα, όταν κλείστηκε στο σπήλαιο, τελικώς «εαυτόν θύμα ευπρόσδεκτον τω Χριστώ προσήγαγε διά του μαρτυρίου».

Το σημαντικό μεταξύ των άλλων που επισημαίνουμε στον άγιο Μάμα, είναι το γεγονός ότι δεν απέρριψε, αλλ’  αντιθέτως αξιοποίησε πλήρως τη χάρη που του προσφέρθηκε. Θέλουμε να πούμε ότι ο νεαρός άγιος, γόνος μαρτύρων και αναθρεμμένος χριστιανικά, δεν αντιδρά στην ιδιαίτερη αυτή χάρη που του δίνεται, δεν λειτουργεί δηλαδή σ’  αυτόν, θα λέγαμε, η «φυσική» θεωρούμενη σήμερα αντιδραστικότητα της εφηβικής ηλικίας. Διότι πολύ συχνά διαπιστώνουμε ότι παιδιά ευσεβών γονέων, όταν εισέρχονται στην εφηβική ηλικία, αρχίζουν και αντιδρούν στις αρχές και τις αξίες των γονέων τους, γιατί θέλουν  να διαμορφώσουν τη δική τους ξεχωριστή ζωή μέσα σε πλαίσια ελευθερίας, άρα έξω, κατ’  αυτούς από την «καταπίεση» της παραδεδομένης πίστης. Και βεβαίως, ως ένα σημείο, τα πράγματα είναι φυσικό να εξελίσσονται έτσι, όπως είναι φυσικό να βλέπουμε τελικώς την επάνοδο των «επαναστατημένων» νέων στις παραδόσεις της οικογένειας, ευθύς ως ισορροπήσουν από τη λαίλαπα της εφηβικής ηλικίας. Στον άγιο Μάμα δεν βλέπουμε όμως αυτή τη «φυσική» πορεία και εξέλιξη. Παρουσιάζει τέτοια εξέχουσα ωριμότητα ήδη από παιδί, που γίνεται πρότυπο όχι μόνο για τους νέους, αλλά και όλους τους ανθρώπους κάθε ηλικίας.

Ο υμνογράφος μάλιστα, αδυνατώντας προφανώς να κατανοήσει λογικά την εκπληκτική για τα δεδομένα της ηλικίας σύνεση και  ωριμότητα του παιδιού Μάμα,  επιχειρεί να την αιτιολογήσει, ανάγοντας  αυτήν σε μία ξεχωριστή χάρη, την οποία ο Θεός του έδωσε, επειδή προείδε την αγαθή διάθεση της ψυχής του και την όλη αγιασμένη εξέλιξη της ζωής του. «Ο Λόγος του Θεού, ο Χριστός, μάρτυς αθλοφόρε πανεύφημε Μάμα, επειδή προείδε την ευγένεια και την κατά πάντα τελειότητα της διάνοιάς σου, από τα σπάργανα σε γέμισε με σύνεση,  και σε καταστόλισε ποικιλόμορφα με τις ιδέες των καλών». Δεν μπορούμε να σχολιάσουμε τον τρόπο δράσεως αυτόν του Θεού – ποιος μπορεί να γίνει σύμβουλός Του; - μπορούμε όμως να παραδειγματιστούμε όλοι από τον άγιο Μάμα, προσπαθώντας, όσο είναι δυνατόν, να μη γινόμαστε αντιδραστικοί στα καλά που μας παραδίδονται από τις προηγούμενες γενιές. Κάποτε, θα πρέπει όλοι, ως πρόσωπα, ως κοινωνία, ως κράτος να σοβαρευτούμε, επιλέγοντας την ωριμότητα της αποδοχής των καλών και όχι διαρκώς την ανωριμότητα της απόρριψης. Κάποτε θα πρέπει να αφήσουμε την αντιδραστικότητα της εφηβείας και να ενηλικιωθούμε.

01 Σεπτεμβρίου 2024

ΠΑΤΕΡΑ ΜΑΣ ΟΥΡΑΝΙΕ…

«Τῆς αὐτολέκτου καί θείας διδασκαλίας Χριστοῦ, τήν προσευχήν μαθόντες, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, βοήσωμεν τῷ Κτίστῃ∙ Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς κατοικῶν, τόν ἐπιούσιον ἄρτον δίδου ἡμῖν, παρορῶν ἡμῶν τά πταίσματα» (στιχηρό εσπερινού 1ης Σεπτεμβρίου).

(Αφού μάθαμε την προσευχή της θείας διδασκαλίας που είπε ο Ίδιος ο Χριστός, ας φωνάξουμε στον Δημιουργό καθημερινά: Πατέρα μας που κατοικείς στους ουρανούς, δίνε μας τον καθημερινό άρτο, παραβλέποντας τα πταίσματά μας).

Την πρώτη ημέρα της νέας εκκλησιαστικής χρονιάς, που ξεκινά βεβαίως με τον εσπερινό της προηγουμένης, δεν είναι τυχαίο ότι ο άγιος υμνογράφος θέτει ως πρώτο ύμνο της ακολουθίας την κλήση να προσευχόμαστε με τα λόγια που δίδαξε ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός: «Πάτερ ἡμῶν». Κι αυτό βεβαίως διότι για την Εκκλησία μας δεν υπάρχει σπουδαιότερη προσευχή από αυτήν – είναι η Κυριακή προσευχή, η προσευχή του Κυρίου. Ποιος άλλος θα μπορούσε να μας μάθει πώς να προσευχόμαστε παρά ο Ίδιος ο Δημιουργός μας; Αυτός είναι που στο αίτημα των μαθητών Του για το πώς να προσεύχονται απάντησε με τα συγκεκριμένα λόγια της προσευχής. Γι’ αυτό και έκτοτε κάθε προσευχή της Εκκλησίας μας στην ουσία αποτελεί επανάληψη ή προέκταση και ανάλυση της πιο βαθειάς αυτής προσευχής, που σημαίνει ότι εκκλησιαστικά προσευχόμαστε αδιάκοπα με τον τρόπο του Θεού μας.

Να προσφωνούμε τον Θεό «Πατέρα», συνεπώς να νιώθουμε ως παιδιά Του αγαπημένα, είναι μία χαρισματική πραγματικότητα – δεν μπορεί να Τον πει έτσι κανείς άνθρωπος εκτός της χάρης του Θεού, εκτός δηλαδή της Εκκλησίας. Είναι η δωρεά που δίνει ο Χριστός στον βαπτισμένο στο όνομά Του άνθρωπο, γεγονός που φανερώνεται κατεξοχήν στη Θεία Λειτουργία. «Καί καταξίωσον ἡμᾶς, Δέσποτα, μετά παρρησίας, ἀκατακρίτως, τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαι Σέ, τόν ἐπουράνιον Θεόν, Πατέρα, καί λέγειν: Πάτερ ἡμῶν...». Πρόκειται για την αλήθεια που διακηρύσσει ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής ήδη από το πρώτο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του. «Ὅσοι έλαβον Αὐτόν (δηλαδή πίστεψαν στόν Χριστό), ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι». Ποια μεγαλύτερη εξουσία στον κόσμο υπάρχει από εκείνην που δίνει ο Παντοδύναμος Θεός στον άνθρωπο, γιατί ακριβώς τον έχει κάνει παιδί Του; Οι άγιοί μας που βίωναν στο απόλυτο δυνατό την κάθε λέξη των προσευχών και των λόγων του Χριστού έχουν εκφράσει συγκλονιστικές αλήθειες ειδικά για την Κυριακή προσευχή.

Ο όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ για παράδειγμα, για να αναφερθούμε σε σύγχρονο άγιο, πολλές φορές έχει γράψει πάνω στο θέμα αυτό. Ο ίδιος καταρχάς έχει αποκαλύψει ότι υπήρχαν εποχές που ξεκινούσε το «Πάτερ ἡμῶν» το πρωί για να το ολοκληρώσει το βράδυ: την κάθε λέξη την περνούσε βιωματικά μέσα από ολόκληρη την ύπαρξή του. Γι’ αυτό και δεν δίσταζε να πει στις ομιλίες του στο τέλος της ζωής του: «Και μόνη η προφορά του Ονόματος του Θεού μάς φλέγει πραγματικά σαν φωτιά. Έτσι θα έπρεπε να προφέρουμε και το «Πάτερ ἡμῶν». Ουσιαστικά, αν προφέραμε μόνο μία φορά σε ολη τη ζωή μας τις λέξεις αυτές του «Πάτερ ἡμῶν» με το αυθεντικό νόημά τους, που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα του Ίδιου του είναι, θα ήταν αρκετό. Σε αυτό έγκειται το μυστήριο της αναγεννήσεώς μας από την αμαρτωλή κατάστασή μας σε εκείνην που αναμένει από εμάς ο Κύριος».

Ο άγιος υμνογράφος λοιπόν, για να επανέλθουμε στον πρώτο εκκλησιαστικό ύμνο του νέου έτους, μας θυμίζει την αλήθεια αυτή. Να παρακαλούμε τον Θεό ως Πατέρα μας με την αίσθηση της υιϊκότητάς μας, με επίγνωση βεβαίως της αμαρτωλότητάς μας. «Δίνε μας τον επιούσιο άρτο μας (και το επίγειο αλλά και τον αιώνιο μέσα από τη Θεία Ευχαριστία) και συγχώρα τα πταίσματά μας». Γιατί είναι ο Μόνος που μπορεί να μας καθαρίσει από την όποια πνευματική και ψυχική ακαθαρσία μας. Αρκεί να Τον παρακαλούμε, όπως είπαμε, εκκλησιαστικά: ως μέλη του αγίου Σώματός Του εν μετανοία και ταπεινώσει, που θα πει εν αγάπη και ανεξίκακα.