20 Σεπτεμβρίου 2024

ΜΕΝΕ ΠΙΣΤΟΣ ΣΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ ΣΟΥ!

 

«Μερικοί κοσμικοί που ζούσαν αμελώς με ερώτησαν: «Πώς μπορούμε εμείς που ζούμε με συζύγους και είμαστε περικυκλωμένοι με τόσες κοινωνικές υποχρεώσεις ν’ ακολουθήσουμε τη μοναχική ζωή»; Και τους απήντησα:  «Όσα καλά μπορείτε, να τα κάνετε· κανένα να μη περιγελάσετε, κανένα να μη κλέψετε, σε κανένα να μην ειπήτε ψέματα, κανένα να μη περιφρονήσετε, κανένα να μη σκανδαλίσετε. Σε ξένο πράγμα και σε ξένη γυναίκα να μην πλησιάσετε. Αρκεσθήτε στην ιδική σας γυναίκα (πρβλ. Λουκ. Γ΄ 14). Εάν ζήτε έτσι, «ου μακράν εστε της βασιλείας των ουρανών» (Μάρκ. ιβ΄ 34)» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. α΄ 38).

Είναι παγίδα που σου στήνει πολλές φορές εκ δεξιών ο πονηρός: «ας ήμουνα καλόγερος.  Να ζούσα ελεύθερος· με ψυχική ανάταση· με προσευχή. Να ζούσα την αληθινή πνευματική ζωή. Τώρα όμως, μέσα στον κόσμο, μπλεγμένος στη ρουτίνα της ζωής, αλυσοδεμένος με τα δεσμά της οικογένειας και των κοινωνικών υποχρεώσεων, υποχρεωμένος να λέω τα κατά συνθήκη λεγόμενα ψέματα, με το κεφάλι πάντοτε κάτω, δεν γίνεται τίποτα». Και σου δημιουργεί ο αρχέκακος ένα άλλοθι αμέλειας: δεν κάνω τίποτε, ή κάνω ελάχιστα, γιατί ακριβώς δεν μ π ο ρ ώ  να κάνω κάτι άλλο. Γιατί έτσι είναι η «κανονικότητα» της ζωής μέσα στον κόσμο.  Και ησυχάζεις μ’ αυτόν τον τρόπο την ένοχη συνείδησή σου. Και πείθεσαι μάλιστα ότι η χριστιανική ζωή είναι μόνο για τους μοναχούς και τους καλόγερους. Σαν την κυρία κάποτε που απηυδισμένη από τα οικογενειακά της βάρη, από τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας με τον σύζυγο και τα παιδιά της, μου είπε με απόλυτη σοβαρότητα: «Θέλω να πάω σε ένα μοναστήρι. Εκεί μόνο θα βρω τη γαλήνη που έχω ανάγκη. Εκεί θα ζήσω την πνευματική ζωή που ονειρεύομαι». Και το πίστευε. Και το ‘χε σχεδόν αποφασισμένο.

Κι είναι παγίδα, γιατί υπάρχει αληθοφάνεια: αυτό δείχνει η πραγματικότητα των πολλών, ακόμη και των χριστιανών, των ανθρώπων της Εκκλησίας. Αλλά έτσι χωρίς να το καταλάβεις, παρασύρεσαι στην αίρεση της διάσπασης της χριστιανικής ζωής. Στην αθέλητη και ανεπίγνωστη υποβάθμιση του λόγου του Χριστού, ή ακόμη χειρότερα, στον παραμερισμό Του από τη ζωή σου, γιατί τάχα δεν τα κανόνισε όπως έπρεπε: ζητάει το θέλημα του Θεού, που είναι τελικά όμως μόνο για τους λίγους, για τους εκλεκτούς! Σαν να υπάρχουν δύο ευαγγέλια!

Ο άγιος Ιωάννης σε προσγειώνει, γιατί σε αγαπά: η αμέλεια της χριστιανικής ζωής στον κόσμο δεν έχει δικαιολογία, δεν έχει άλλοθι. Είσαι κοντά στη βασιλεία του Θεού, είσαι μέσα στον Χριστό δηλαδή, αν προσπαθείς στην ουσία ένα πράγμα: να κρατάς λίγο την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Να  μην τον αδικείς σε οτιδήποτε πρώτα, και ό,τι καλό μπορείς να του κάνεις, να το κάνεις χωρίς δισταγμό. Και κυρίως: αφού είσαι έγγαμος, μην ξενοκοιτάς. Μένε πιστός στο στεφάνι σου!

Δεν είπε τυχαία ο όσιος γέρων Παΐσιος: «Δεν υπάρχει δεν μπορώ. Υπάρχει δεν θέλω. Και υπάρχει δεν θέλω, γιατί τελικά δεν αγαπώ».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

«Ο άγιος μεγαλομάρτυς Ευστάθιος ήταν στρατηλάτης στην πόλη των Ρωμαίων, επί Τραϊανού βασιλέως. Ονομαζόταν Πλακίδας και η γυναίκα του Τατιανή, ήταν πολύ πλούσιος και μολονότι ειδωλολάτρης, με μεγάλη χαρά έδινε ελεημοσύνες στους πτωχούς. Κάποια φορά που είχε βγει στο κυνήγι, του φανερώθηκε μία έλαφος, την οποία άρχισε να καταδιώκει. Την ώρα που επρόκειτο να τη φτάσει, βλέπει στα κέρατά της τον τίμιο σταυρό του Χριστού, ενώ από τα κέρατα ήλθε φωνή που έλεγε: «Ω, Πλακίδα, γιατί με καταδιώκεις; Εγώ είμαι ο Χριστός». Μετά το συγκλονιστικό αυτό γεγονός, πίστεψε στον Χριστό και βαπτίστηκε, οπότε και άρχισε ο πόλεμος εναντίον του από τον ανθρωποκτόνο διάβολο: έχασε τον πλούτο του, είδε τη γυναίκα του αιχμάλωτη, τα παιδιά του αρπάχτηκαν από θηρία και ο ίδιος βρέθηκε σε μεγάλη φτώχεια. Ο Θεός επέτρεψε όμως να βρει και πάλι τη γυναίκα και τα παιδιά του, όπως και να τον αναζητήσει ο βασιλιάς, ο οποίος τον έβαλε  στο προηγούμενο αξίωμά του. Ύστερα από όλα αυτά, ήλθε η ώρα του μαρτυρίου. Διότι αναγκάστηκε να θυσιάσει στα είδωλα, κάτι βεβαίως που αρνήθηκε αμέσως, γι’ αυτό και ρίχτηκε μέσα σε χάλκινο  πυρακτωμένο από φωτιά βόδι, μαρτύριο με το οποίο και τελειώθηκε».

Η Εκκλησία μας παραλληλίζει καταρχάς τον άγιο Ευστάθιο με τον απόστολο Παύλο: όπως ο Παύλος δέχτηκε κλήση από τον Χριστό, που του παρουσιάστηκε εν οράματι την ώρα που καταδίωκε τους χριστιανούς, και τον κάλεσε να γίνει χριστιανός, κατά τον ίδιο σχεδόν τρόπο και ο Ευστάθιος δέχτηκε κλήση από Εκείνον, μέσω όμως της ελάφου που καταδίωκε, ο Οποίος τον κάλεσε εξίσου να Τον ακολουθήσει. Ο υμνογράφος πολλές φορές κάνει τη σύνδεση αυτή. «Η κλήση σου, πανάριστε, δεν έγινε από ανθρώπους, αλλά ο Χριστός από τον ουρανό σε εκάλεσε, όπως παλαιότερα τον Παύλο». Θυμίζει βεβαίως ακόμη ο συγκεκριμένος τρόπος της κλήσεως και τον άγιο Κωνσταντίνο. Κι εκείνος κλήθηκε να στραφεί προς τον χριστιανισμό μέσω του οράματος του σταυρού που ο Θεός του έδωσε, και μάλιστα με την επιγραφή: «Τούτω νίκα». Δεν πρόκειται για «σκανδαλώδη» εύνοια, θα λέγαμε, του Θεού προς κάποιους ανθρώπους. Διότι μπορεί μεν ο Θεός να μην καλεί όλους τους ανθρώπους με παρόμοιο άμεσο και συγκλονιστικό τρόπο, όμως πράγματι Εκείνος καλεί όλους μέσα στο πλαίσιο της άπειρης αγάπης Του για να στραφούν προς Αυτόν. Ο ίδιος ο Κύριος το βεβαίωσε: «Ουδείς δύναται ελθείν προς με, είπε, εάν μη ο Πατήρ μου ο πέμψας με, ελκύση Αυτόν». Ώστε κανείς δεν γίνεται χριστιανός από μόνος του. Διαφέρει μόνο ο τρόπος με τον οποίο καλείται κάποιος από τον Θεό. Ο Θεός δεν είναι «προσωπολήπτης».

Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος όμως δεν παραλληλίζει τον άγιο Ευστάθιο μόνο με τον απόστολο Παύλο. Έκθαμβος μπροστά σ’  αυτά που πέρασε ο άγιος -  απώλεια της συζύγου και των παιδιών του,  απώλεια της περιουσίας του και των αξιωμάτων του – φέρνει στη μνήμη του το παράλληλο από την Παλαιά Διαθήκη, τη ζωή του πολύαθλου Ιώβ. «Συ, οία περ Ιώβ, ανεφάνης Ευστάθιε». Αναφάνηκες, Ευστάθιε, σαν τον Ιώβ. Τον ονοματίζει λοιπόν νέο και δεύτερο Ιώβ – «ο δεύτερος Ιώβ Ευστάθιος» - γιατί  και εκείνος σαν τον πρώτο Ιώβ, σε ό,τι υφίστατο έλεγε εν πίστει: «Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον». Να υφίστασαι τέτοια βάσανα και να δοξολογείς τον Θεό αποτελεί το όριο της αληθινής πίστεως και της αληθινής υπομονής. Σημαίνει ότι έχεις «ακουμπήσει» όλη την ύπαρξή σου και τη ζωή σου στα χέρια του Θεού. Ο υμνογράφος προχωράει ακόμη περισσότερο σε μία θεωρούμενη υπερβολή: Θεωρεί τον άγιο Ευστάθιο και μεγαλύτερο του Ιώβ: «…υπερβάς αληθώς τον Ιώβ, τη αρετή, συν τη συζύγω και τοις τέκνοις». Και δεν έχει άδικο. Διότι ο Ιώβ, πρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης, σε κάποια στιγμή «λυγίζει» και τα «βάζει» με τον Θεό, αδυνατώντας να κατανοήσει αυτά που υφίσταται. Κι έχει από την άλλη τη γυναίκα του που τον ωθεί σε βλασφημία. Με τον άγιο Ευστάθιο τούτο δεν υπάρχει: υπομένει καρτερικά μέχρι τέλους χωρίς να ταλαντεύεται διόλου κατά  την πίστη του – «στήλην καρτερίας» τον χαρακτηρίζει ο υμνογράφος και «ακράδαντον εν πειρασμοίς» - έχοντας συνάθλους μαζί του την αγία γυναίκα του Θεοπίστη και τα άγια τέκνα του, μάρτυρες όλοι αυτοί του Χριστού.

Εκείνο που αποκορυφώνει την αρετή και την υπομονή του αγίου Ευσταθίου, αλλά εμβάλλει εμάς πια σε «πειρασμό», είναι η απάντηση του Κυρίου στα βάσανα που είχε περάσει ο άγιός του: «όθεν επί τέλει των αγώνων ως νίκης βραβείον παρέσχε σοι, την του αίματος πρόσχυσιν»! Γι’  αυτό, σημειώνει ο υμνογράφος, μετά δηλαδή τα όσα τράβηξες στη ζωή σου Ευστάθιε, σαν τελικό στάδιο των αγώνων, σου έδωσε ο Κύριος σαν βραβείο νίκης, να χύσεις το αίμα σου γι’ Αυτόν! Αποτελεί «πειρασμό» για εμάς, είπαμε, αυτό που λέει ο υμνογράφος, παρακολουθώντας τη ζωή του αγίου: Να περνάς τόσα βάσανα, να τα υπομένεις, και να δέχεσαι ως βραβείο για όλα αυτά και το μαρτύριο του αίματος! Αν αυτό δεν συνιστά παραδοξότητα για την ανθρώπινη λογική, τότε δεν ξέρουμε πώς αλλιώς να το χαρακτηρίσουμε. Αλλά παραδοξότητα για την ανθρώπινη λογική. Διότι μέσα στο πλαίσιο της λογικής του Θεού τα πράγματα χαρακτηρίζονται αλλιώς: ο Θεός συνήθως έτσι αμείβει τους γνήσιους δούλους Του. Με το να τους παρέχει τη χάρη του μαρτυρίου. Δηλαδή να τους οδηγεί σε μία επακριβή ακολουθία των ιχνών Εκείνου. Διότι και ο Χριστός μας έτσι «αμείφτηκε» από τον Θεό Πατέρα Του: να ανέβει στον Σταυρό! Και βεβαίως αυτό συνιστά και την ανάσταση των ανθρώπων. Ο μέγας Ευστάθιος είχε τη χάρη να ζήσει ακριβώς σαν τον Χριστό, με τη χάρη βεβαίως Εκείνου. Και απολαμβάνει την παρουσία του Χριστού, μαζί με τους οικείους του, πλούσια στη βασιλεία του Θεού.

Η «μεθοδολογία» αυτή του Θεού, την οποία επισημαίνουμε στον Χριστό και τους αγίους Του, ήταν κάτι που είχε αναγγελθεί και από την Παλαιά Διαθήκη. Ήδη ο προφήτης Ησαΐας αναφερόμενος στον Μεσσία και «βλέποντας» την κόπωση και την εξάντλησή Του από τις αμαρτίες των ανθρώπων, βάζει τον Θεό να «απαντά» στο δίκαιο παράπονό Του ότι κουράστηκε,  με την ανάθεση καινούργιας αποστολής, που θα Τον φέρει στο Πάθος. Δεν ξέρουμε πια τι να πούμε. Μπροστά στα μυστήρια των βουλών του Θεού, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να κλίνουμε το γόνυ της καρδιάς και του σώματος και εν πίστει να αποδεχτούμε την ακατανόητη πολλές φορές για εμάς μέθοδο ενεργείας του Θεού μας. Την πλήρη αγάπης όμως απέναντί μας.

19 Σεπτεμβρίου 2024

«ΔΩΣΕ ΜΟΥ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΝΑ ΥΠΟΦΕΡΩ ΤΟΝ ΚΟΠΟ!»

«Κύριε, δῶσε μου τή δύναμη νά ὑποφέρω τον κόπο καί ὅλα τά γεγονότα τῆς ἡμέρας αὐτῆς, σέ ὅλη τή διάρκειά της. Καθοδήγησε τή θέλησή μου καί δίδαξέ με νά προσεύχομαι, νά πιστεύω, νά ὑπομένω, νά συγχωρῶ καί ν’ ἀγαπῶ. Ἀμήν.» (Από την Προσευχή των Πατέρων της Όπτινα). 

Είναι μία από τις πιο γνωστές προσευχές στη σημερινή εποχή, η προσευχή των Πατέρων της Όπτινα, το τελευταίο τμήμα της οποίας αναφέρουμε παραπάνω, γιατί προβλήθηκε και καταγράφηκε και μοιράστηκε σε πολλούς και ερμηνεύτηκε από πολλούς. Κι ο πολύς κόσμος, ο χριστιανικός, και εδώ στην Ελλάδα, την αποδέχτηκε και την αγκάλιασε και την ενέταξε μέσα στον ρυθμό των δικών του προσευχών, και διότι την πήρε στα χέρια του στη γλώσσα που ο ίδιος εκφράζεται, τη δημοτική, συνεπώς κατανοεί τι λέει, και διότι, κυρίως, εκφράζει το ήθος πράγματι του γνησίου πατερικού φρονήματος που δεν είναι άλλο από το φρόνημα του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού.  

Η τελευταία επισήμανση είναι και η πιο σημαντική. Διότι οι Πατέρες της Όπτινα, Μονής και Σκήτης περιοχής κοντά σχετικά στη Μόσχα, απετέλεσαν σε μεγάλο βαθμό τους γνήσιους φορείς του ορθοδόξου πνεύματος, εκείνου που εκφράζει την απαρχής εκκλησιαστική παράδοση και τη φιλοκαλική λεγόμενη αναγέννηση με τη διαρκή προσευχή, το «Κύριε ἐλέησον», την εν μετανοία και εξομολογήσει συμμετοχή στη Θεία Κοινωνία, την άσκηση και την εγκράτεια στην ψυχή και το σώμα. Το ησυχαστικό πνεύμα του Αγίου Όρους σαν να μεταγγίστηκε και στα εκεί χώματα της Ρωσικής γης, οπότε και η συγκεκριμένη γνωστή προσευχή αποτύπωσε εν σμικρώ τον χριστιανό άνθρωπο που εξαρτά τη ζωή του από την Πρόνοια του Θεού και αγωνίζεται να διακρατήσει τη χάρη Εκείνου σε όλη την καθημερινότητά του.

Τι επισημαίνει το μικρό τμήμα της προσευχής; Πρώτον, ότι ο άνθρωπος ευρισκόμενος μέσα στον κόσμο τούτο τον πεσμένο στην αμαρτία ταλαιπωρείται από τις θλίψεις και τις δοκιμασίες που τον συνέχουν. Κόπος, εντάσεις με συνανθρώπους, θεωρούμενες αναποδιές κατατρύχουν τον καθένα μας, με αποτέλεσμα να στενοχωρούμαστε και να θέλουμε ει δυνατόν διαμιάς να αποτινάξουμε το όποιο βάρος εναποτίθεται στους ώμους μας. Μα είναι το τίμημα της αμαρτίας του κόσμου: από την ώρα που ο άνθρωπος θέλησε να διαγράψει τον Δημιουργό του και να πορευτεί κατά το δικό του θέλημα, από εκείνη την ώρα εισήλθε στη στενωπό των παθών του και του πνιγμού από την έλλειψη του οξυγόνου της ελευθερίας του Θεού. «Θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν» (απ. Παύλος). Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε δεν το επεσήμανε; «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Και: «διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού». Ό,τι φάνταζε εύκολο και ευφρόσυνο ως πορεία ζωής στους προπάτορές μας Αδάμ και Εύα, έγινε μετά την ανυπακοή και την αμαρτία τους δύσκολο και στενάχωρο. Συμπέρασμα; Η κάθε ημέρα έρχεται φέρνοντας την «πραμάτεια» της, τον κόπο της δηλαδή και όλα τα θλιβερά της. Ακόμη και τα θεωρούμενα ευχάριστα, ενταγμένα μέσα στη φθαρτότητα του χωρίς Θεού κόσμου, έχουν στο βάθος τους την οσμή του θανάτου!

Δεύτερον, ότι ο πιστός άνθρωπος, αυτός που έχει αποδεχτεί στη ζωή του τον Κύριο Ιησού Χριστό, την όποια θλίψη και τον όποιο κόπο της ημέρας μπορεί να τα αντιμετωπίσει κι ακόμη περισσότερο να τα αξιοποιήσει προς το πνευματικό του συμφέρον, τον αγιασμό του δηλαδή και την περαιτέρω σχέση του με τον Δημιουργό του. Δεν υποσχέθηκε ο Κύριος διαγραφή των κόπων και των θλίψεων, αλλά πορεία μέσα από αυτά, ώστε να ασκηθεί ο πιστός σ’ εκείνην την αρετή, την υπομονή, που οδηγεί στην τελειότητα, την ομοίωσή του με Εκείνον – «ο υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται». «Δι’  υπομονής τρέχομεν τον προκείμενον ημίν αγώνα» θα ομολογήσει και ο απόστολος Παύλος, ενώ ο απόστολος Ιάκωβος θα εξηγήσει ότι οι πειρασμοί της ζωής αυτής συνιστούν «το δοκίμιον της πίστεως που κατεργάζεται την υπομονή, η οποία οδηγεί στην τελειότητα και την ωριμότητα του πιστού».  Πώς πορεύτηκε άλλωστε ο Ίδιος ο Χριστός στον κόσμο τούτο που ήλθε εκουσίως λόγω της αγάπης Του; Με πειρασμούς και πάθη που αποκορυφώθηκαν στο κατεξοχήν Πάθος Του, τον Σταυρό Του! Και στη συμμετοχή του Σταυρού Του καλεί και καθέναν που θέλει να είναι ακόλουθός Του: «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Οπότε, ο χριστιανός ζητάει στην προσευχή του όχι να μην έχει θλίψεις και δοκιμασίες, που έτσι κι αλλιώς είναι δεδομένες όπως είπαμε, αλλά δύναμη και υπομονή από τον Κύριο ώστε να τις αντέξει και να μπορέσει να δει το βάθος τους – τη χάρη που περικλείουν για την τελειοποίησή του.

Και τρίτον, ότι το πιο κρίσιμο στοιχείο στον πιστό άνθρωπο, και κάθε άνθρωπο, είναι ακριβώς η θέλησή του. Δεν είναι δηλαδή η γνώση του αγαθού και μόνη η ψιλή (γυμνή) πίστη στον Θεό που σώζει τον άνθρωπο, κι ούτε βεβαίως μία καλή διάθεση να είναι ο Θεός μαζί του. Απαιτείται η θέλησή του να καθοδηγείται από τον Κύριο ώστε αυτή να παραμένει προσκολλημένη αταλάντευτα σ’ Εκείνον μόνο, ό,τι κι αν στοιχίζει τούτο, έστω και την ίδια τη ζωή. Κι αυτό σημαίνει ότι αν ο πιστός δεν αποφασίζει την κάθε ημέρα και την κάθε στιγμή της ζωής του - που ο Θεός του παραχωρεί ως ευκαιρία παραμονής και σχέσεως μ’ Εκείνον – να πεθάνει για την πίστη του, που θα πει για την αγάπη του για τον Κύριο, δεν πρόκειται ποτέ να σταθεί στο όριο που η πίστη αυτή καθορίζει, την αγκαλιά του Πατέρα Θεού. «Γίνου πιστός άχρι θανάτου» προτρέπει το Πνεύμα του Θεού, για να δει τελικώς αυτός που θα ακολουθήσει την προτροπή ότι όχι μόνο δεν πεθαίνει αλλά τότε εισέρχεται θριαμβευτικά μέσα στην ίδια την πηγή της Ζωής - και δεν μιλάμε για την εξαιρετική χαρισματική στιγμή του μαρτυρίου του αίματος των αγίων μαρτύρων!

Πρόκειται στην πραγματικότητα για την πιο κεντρική εντολή που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο, «να Τον αγαπήσει με όλη την ψυχή του και την καρδιά του και τη διάνοιά του και τη δύναμή του, όπως και τον συνάνθρωπό του σαν τον εαυτό του», η οποία κινητοποιεί στο έπακρο τη θέληση του ανθρώπου για να είναι στραμμένος «εκατό τοις εκατό» στον κανονικό και ομαλό δρόμο της ζωής, στην οδό της ωριμότητας και της τελείωσης, εκεί που όπως είπαμε συναντά άμεσα και με τη μεγαλύτερη ένταση το πρόσωπο του Θεού του. «Μείνετε σταθεροί πάνω στην αγάπη μου. Εάν τηρήσετε τις εντολές μου θα μείνετε στην αγάπη μου αυτή». Κι έχει ο πιστός τη δυνατότητα να δέχεται την καθοδήγηση του Κυρίου, γιατί ως βαπτισμένος στο όνομα Εκείνου, συνεπώς ως μέλος δικό Του, Τον θέλει στη ζωή του. Και τι κάνει τότε ο Κύριος στον πιστό του αυτόν; Ενισχύοντας την αδύναμη θέλησή του, όπως κάνει ο γονιός στο μικρό παιδάκι του που του μαθαίνει να περπατά και να αντιμετωπίζει τα διάφορα προβλήματα, τον μαθαίνει «να προσεύχεται, να πιστεύει σωστά, να υπομένει, να συγχωρεί, να αγαπά».

(Κύριε, βοήθησέ με να αντιμετωπίσω με ψυχική γαλήνη όλα, όσα θα μου φέρει η σημερινή ημέρα. Βοήθησέ με να παραδοθώ ολοκληρωτικά στο άγιο θέλημα Σου. Στην κάθε ώρα αυτής της ημέρας φώτισέ με και δυνάμωνέ με για το κάθε τι. Όποιες ειδήσεις κι αν λάβω στο διάστημα της σημερινής ημέρας, δίδαξέ με, να τις δεχθώ με ηρεμία και με την πεποίθηση ότι προέρχονται από το άγιο θέλημά Σου. Καθοδήγησε τις σκέψεις και τα συναισθήματα μου σε όλα τα έργα μου και τα λόγια μου. Σε όλες τις απρόοπτες περιστάσεις μη με αφήσεις να ξεχάσω, ότι τα πάντα προέρχονται από Σένα. Δίδαξέ με να συμπεριφέρομαι σε κάθε μέλος της οικογένειάς μου με ευθύτητα και σύνεση, ώστε να μην συγχύσω και στενοχωρήσω κανένα. Κύριε, δώσε μου τη δύναμη να υποφέρω τον κόπο και όλα τα γεγονότα της ημέρας αυτής καθ’ όλη τη διάρκειά της. Καθοδήγησε την θέλησή μου και δίδαξέ με να προσεύχομαι, να πιστεύω, να υπομένω, να συγχωρώ και να αγαπώ. Αμήν).

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΡΟΦΙΜΟΣ, ΣΑΒΒΑΤΙΟΣ ΚΑΙ ΔΟΡΥΜΕΔΩΝ

«Οι άγιοι τρεις αυτοί μάρτυρες έζησαν επί του Ρωμαίου αυτοκράτορος Πρόβου (278-282). Από αυτούς ο μεν Σαββάτιος βρέθηκε να παρίσταται κατηγορούμενος για τη χριστιανική του πίστη στην Αντιόχεια στον Βικάριο, οπότε αφού βασανίστηκε σκληρά και κλείστηκε στη φυλακή, μέσα στα βάσανα παρέδωσε το πνεύμα. Ο δε Τρόφιμος, αφού του έβαλαν σιδερένιες κρηπίδες σαν υποδήματα και τον εξόρισαν στην περιοχή των Συνάδων, βασανίστηκε εκεί σκληρά, μαζί με τον Δορυμέδοντα, ενώ στο τέλος τούς έκοψαν την κεφαλή».

Δεν είναι πολύ γνωστοί στο πλήρωμα της Εκκλησίας οι τρεις αυτοί άγιοι μάρτυρες, μολονότι με μεγάλη παρρησία και αυτοί ενώπιον του Κυρίου και Θεού μας. Κι αυτό γιατί εκείνο που καθόρισε τη ζωή τους, όπως συμβαίνει με όλους τους αγίους, μεγάλους θεωρουμένους ή μικρότερους, ήταν η θερμή σαν φωτιά αγάπη τους προς τον Θεό και η ολοκληρωτική στροφή τους  προς Εκείνον. «Φλέγονταν οι τρεις από αγάπη της σεβαστής Τριάδος», σημειώνει ο άγιος υμνογράφος, όπως και ότι «καλλωπίζονταν με την ολοκληρωτική στροφή προς τον Θεό».  Γι’  αυτό και «μεγαλομάρτυρες» τελικώς χαρακτηρίζονται, ενώ τη ζωή και το μαρτύριό τους θαύμασαν ακόμη και οι άγιοι άγγελοι: «Των αγίων μαρτύρων τα έπαθλα, ουρανών αι Δυνάμεις εθαύμασαν». Στην πραγματικότητα, για μία ακόμη φορά οι μάρτυρες αυτοί γίνονται η αφορμή προκειμένου να δοξασθεί ο Κύριος, αφού το μαρτύριό τους υπήρξε συμμετοχή στο Πάθος του Ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού. Στα ίχνη Εκείνου βρέθηκαν οι άγιοι και με τη δύναμη Εκείνου άντεξαν όλα τα βάσανά τους. «Ιχνηλατούντες,  Μάρτυρες, του Χριστού τα παθήματα…πειρασμούς ηνέγκατε, γενναίω φρονήματι» και «σταυρού τη ισχύι κρατυνόμενοι». Από την άλλη, συγκινείται κανείς και από την ταπείνωση των αγίων αυτών, όχι μόνον με την έννοια ότι η αρετή αυτή χαρακτήριζε την πνευματική ζωή τους, αλλά και με την έννοια της «υποβάθμισής» τους ως αγνώστων στη συνείδηση των πιστών. Ποιος άγιος είπε ότι οι άγνωστοι  άγιοι είναι και οι μεγαλύτεροι ενώπιόν Του;

Ας αφήσουμε όμως τις εκτιμήσεις αυτές περί μεγάλου και μικρού αγίου  που ανάγονται στις βουλές του Θεού και ας φέρουμε στην επιφάνεια μία πολύ όμορφη εικόνα του εκκλησιαστικού ποιητή περί του αγίου Τροφίμου, κάτι που ισχύει βεβαίως και για όλους τους αγίους: «(Μάρτυς) Τρόφιμε,…τοις αίμασί σου, βηματίζων την γην καθηγίασας, εμπεριπατείς δε, χαρμονικώς τω Παραδείσω, σωτηρίαν ημίν εξαιτούμενος». Δηλαδή, περπατούσες, μάρτυς Τρόφιμε, και με το αίμα του μαρτυρίου σου αγίασες τη γη που πατούσες, ενώ τώρα στους χαρμονικούς περιπάτους σου στον Παράδεισο, ζητάς από τον Κύριο τη σωτηρία για εμάς. Ο υμνογράφος με τη στερεωμένη στην πίστη του Χριστού και της Εκκλησίας έμπνευσή του μάς ανοίγει τα μάτια και μας σεργιανίζει στο παρόν και στο παρελθόν του αγίου: ο άγιος χαίρει και αγάλλεται στο σεργιάνι του στον Παράδεισο, σεργιάνι μέσα στο φως και την αγάπη του Χριστού, που τον κάνει να μεσιτεύει διαρκώς για εμάς που ακόμη χειμαζόμαστε στον κόσμο τούτο. Αλλά για να φτάσει σ’  αυτήν τη μακαριότητα προηγήθηκε ο βηματισμός του στον κόσμο τούτο. Κι ο βηματισμός αυτός ήταν «μαρτύριον αίματος», και με τον πνευματικό αγώνα τηρήσεως των εντολών του Θεού και με τον αγώνα του σωματικού μαρτυρίου του. Ταυτοχρόνως όμως ο βηματισμός αυτός συνιστούσε και τον αγιασμό του κόσμου. Αυτή είναι η ευλογημένη παρουσία των αγίων: και όσο ζουν αγιάζουν τη γη που πατάνε, και μετά θάνατο μάς αγιάζουν με τις προσευχές τους.

17 Σεπτεμβρίου 2024

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΤΣΙ ΠΟΥ ΤΑ ΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ;

 

 «Πρέπει πάντοτε νά προσέχουμε καί νά ἔχουμε μία συνεχή ἀμφιβολία γιά τό ἄν τά πράγματα εἶναι ἔτσι πού τά σκεπτόμαστε. Γιατί, ὅταν κανείς συνεχῶς ἀσχολεῖται μέ τούς λογισμούς του καί τούς ἐμπιστεύεται, τά φέρνει ἔτσι ὁ διάβολος, ὥστε νά κάνει τόν ἄνθρωπο πονηρό, ἔστω κι ἄν εἶναι ἀπό τή φύση του ἀγαθός… Πρέπει νά ἔχουμε καλούς λογισμούς. Ἄν δέν ἔχουμε, τότε καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος νά εἶναι γέροντάς μας καί νά κάνει συνέχεια θαύματα, δέν θά μπορέσει σέ τίποτα νά μᾶς βοηθήσει!» (Όσιος Παΐσιος Αγιορείτης).

Ο όσιος αγιορείτης μεγάλος Γέροντας της εποχής μας Παΐσιος για πολλοστή φορά επισημαίνει μία μεγάλη αλήθεια: ό,τι σκεφτόμαστε και λογιζόμαστε δεν σημαίνει ότι και πράγματι ισχύει, ότι είναι όντως η αλήθεια. Γιατί; Διότι αφότου ο άνθρωπος ξέπεσε στην αμαρτία διασπάστηκε ο εσωτερικός του κόσμος, δεν ζει κάτω από την ενιαία πνοή του Παρακλήτου Αγίου Πνεύματος, μπορεί άλλα να σκέπτεται και άλλα να είναι τα συναισθήματά του, όπως και οι βουλητικές ενορμήσεις του. Η αμαρτία δυστυχώς προκάλεσε έναν τεράστιο πνευματικό σεισμό στον άνθρωπο, γι’ αυτό και ο νους του, το πνευματικό όμμα του δηλαδή και το κέντρο της ύπαρξής του, θολωμένος πια κινείται με βάση τον εγωισμό του και τα λοιπά ψεκτά πάθη του, με αποτέλεσμα «η πλάνη να συνιστά τον νόμο του νου του» - μία αξιωματική διαπίστωση των νηπτικών ιδίως αγίων της Εκκλησίας μας για τον άνθρωπο της αμαρτίας.

Και εννοείται ότι αυτό ισχύει τόσο για τον μη πιστό στον Χριστό άνθρωπο, όσο και για τον πιστό που τύποις χαρακτηρίζεται χριστιανός όταν δεν ζει με συνέπεια την πίστη του. Η αμαρτία που επιφέρει τη νέκρωση της πνευματικής οντότητάς του κυριαρχεί στην ύπαρξή του, οπότε οι σκέψεις του, τα συναισθήματά του, οι επιθυμίες του είναι αλλοιωμένα, γι’ αυτό και δεν μπορεί κανείς να στηριχτεί στις εκτιμήσεις του και την καθαρότητα των όποιων ενεργειών του. Κατεξοχήν, μας λέει ο όσιος, πρέπει να προσέχουμε για τους παραπάνω λόγους τους λογισμούς μας. Γιατί αν τους εμπιστευόμαστε χωρίς καμία αντίρρηση, δηλαδή είμαστε πάντοτε βέβαιοι για τις εκτιμήσεις μας, σημαίνει ότι δεν λαβαίνουμε υπ’ όψιν τη δύναμη της αμαρτίας στη ζωή μας και τις ενέργειες του Πονηρού ο οποίος «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ». Πόσες φορές κάτι που σκεφτήκαμε για έναν συνάνθρωπό μας αποδείχτηκε στο τέλος πλανεμένο! Διότι η κρίση μας επηρεάστηκε από μία κακή διάθεση που είχαμε και η διάθεσή μας αυτή προκάλεσε τον πονηρό εναντίον του λογισμό. Κι αυτό θα πει ότι τα πράγματα τελικώς, όπως πολύ περισσότερο τους συνανθρώπους μας, τους βλέπουμε και τους αξιολογούμε με βάση τον εσωτερικό μας κόσμο – μία καλή διάθεσή μας μεταποιεί επ’ αγαθώ τις κρίσεις μας, μία κακή διάθεσή μας τις μεταποιεί προς το πονηρό. Η νεώτερη ψυχολογία έχει διαπιστώσει την πραγματικότητα αυτή με τον όρο «προβολή». Προβάλλουμε στους άλλους αυτό που ισχύει και κυριαρχεί μέσα μας, οπότε τον… εαυτό μας βλέπουμε στους άλλους, νομίζοντας όμως ότι κινούμαστε με απόλυτα αντικειμενικό τρόπο.

Μία ιστορία μάλιστα που καταγράφει ο όσιος αββάς Δωρόθεος έρχεται και με ανάγλυφο τρόπο μας λέει την ίδια αλήθεια: «τρεις διερχόμενοι από έναν δρόμο άνθρωποι το σούρουπο και βλέποντας κάποιον να περιμένει στη γωνία, έκαναν τρεις διαφορετικές σκέψεις γι’ αυτόν: ο ένας σκέφτηκε ότι πρόκειται για κλέφτη, που περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να κλέψει τα σπίτια· ο άλλος σκέφτηκε ότι περιμένει τή φίλη του, για να πάνε να πορνέψουν· και ο τρίτος έκανε τη σκέψη ότι περιμένει τον φίλο του, για να πάνε στην αγρυπνία της παρακείμενης Εκκλησίας». Το ίδιο περιστατικό ερμηνευμένο σύμφωνα με το περιεχόμενο της καρδιάς του καθενός.  

Ο όσιος Παΐσιος προχωρεί πιο βαθιά ακόμη τη σκέψη του: και ορθές να είναι οι εκτιμήσεις μας, λέει, αν διαρκώς δείχνουμε εμπιστοσύνη σε ό,τι λογιζόμαστε, τότε η συνήθεια αυτή που είναι άκριτη θα μας κάνει πονηρούς έστω κι αν είμαστε φύσει αγαθοί! Γιατί όπως αναφέραμε, υπάρχει και η παρουσία του Πονηρού που τοξεύει χωρίς σταματημό τον νου του ανθρώπου με σκοπό να τον κάνει ακριβώς να εμπιστεύεται μόνο τον εαυτό του: το θεμέλιο για την ίδια την απιστία και την πονηρία του ανθρώπου. Και επ’ αυτού είναι σπουδαία η συμβολή και του μεγάλου οσίου Νικοδήμου του αγιορείτου, ο οποίος με οξεία διεισδυτική ματιά τονίζει αυτό που και πάλι η σύγχρονη ψυχολογία διαπιστώνει. Τι; Όταν επισημαίνεις για τον συνάνθρωπό σου κάτι που τον χαρακτηρίζει, θετικό, κυρίως όμως αρνητικό, τότε να ξέρεις ότι το ίδιο που βλέπεις στον άλλον το έχεις και… εσύ! Σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του και τον τρόπο της γραφής του: ««Ἤξευρε γάρ πῶς, ὅταν ἀριστερῶς λογιάσῃς κανένα κακόν τοῦ ἀδελφοῦ σου, εἶναι κάποια ρίζα τοῦ αὐτοῦ κακοῦ καί εἰς τήν καρδίαν τήν ἐδικήν σου· ἥτις, κατά τήν διάθεσιν, καί τό πάθος, ὁποῦ ἔχει, ἔτσι ἐμπαθῶς κρίνει καί τά τῶν ἄλλων, ὡς γέγραπται. “Ὁ πονηρός ἄνθρωπος, ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας ἐκβάλλει τά πονηρά” (Ματθ. ιβ΄ 35). Διατί, κατά ἄλλον τρόπον, ἕνας καθαρός καί ἀπαθής ὀφθαλμός, ἀπαθῶς βλέπει καί τά πράγματα, καί ὄχι πονηρῶς. “Καθαρός ὁ ὀφθαλμός τοῦ μή ὁρᾶν πονηρά” (Ἀββακ. α΄13). Ὅθεν, ὅταν ἔλθῃ εἰς τόν λογισμόν σου νά κρίνῃς ἄλλους διά κανένα ἐλάττωμα, ἀγανάκτησε κατά τοῦ ἑαυτοῦ σου, ὡς πταίστου, καί ἐργάτου τοῦ ἰδίου σφάλματος, καί εἰπέ εἰς τήν καρδίαν σου· “Πῶς ἐγώ ὁ ταλαίπωρος, εὑρισκόμενος εἰς τό ἴδιον σφάλμα, καί εἰς ἄλλα βαρύτερα ἐλαττώματα, θέλω ἀποτολμήσει νά ὑψώσω τήν κεφαλήν, διά νά ἰδῶ, καί νά κρίνω τῶν ἄλλων τά σφάλματα;” Καί οὕτω, τά ἅρματα, ὁποῦ θέλεις νά μεταχειρισθῇς κατά τῶν ἄλλων μεταχειρίσου τα κατά σοῦ διά νά δώσῃς ἰατρείαν εἰς τάς πληγάς σου».

Λοιπόν, τα πράγματα στην πνευματική ζωή είναι όπως λέμε μονόδρομος! Να καλλιεργούμε διαρκώς και αδιάκοπα τους καλούς λεγόμενους λογισμούς. Να επιμένουμε δηλαδή στο βάθος της πραγματικότητας που δεν είναι άλλο από την παρουσία της χάρης του Θεού. Διότι τι υπόκειται πίσω από όλα; Η ενέργεια του Θεού που δημιουργεί, διακρατεί τα σύμπαντα, κατευθύνει τα πάντα στον τελικό τους προορισμό. «Οἱ ὀφθαλμοί μου διά παντός πρός τόν Κύριον» εξαγγέλλει ο ψαλμωδός, και «προωρώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διά παντός». Η «κόλλησις» αυτή προς τον Κύριο μεταθέτει τον άνθρωπο ψυχοσωματικά στο επίπεδο της αγάπης προς τον Θεό που μεταποιείται σε αδιάκοπο άνοιγμα αγάπης και προς τον συνάνθρωπο και όλη τη δημιουργία. Διαφορετικά, και ο άγιος Αντώνιος να είναι ο Γέροντάς μας, κατά τον όσιο αγιορείτη, και να κάνει θαύματα για χάρη μας, εμείς τίποτε δεν πρόκειται να ωφεληθούμε από αυτά!

ΑΙ ΑΓΙΑΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΘΥΓΑΤΕΡΕΣ ΑΥΤΗΣ ΠΙΣΤΙΣ, ΕΛΠΙΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ

«Οι άγιες αυτές έζησαν επί Ανδριανού αυτοκράτορος. Η αγία Σοφία χήρεψε από νωρίς και αναγκάστηκε να μετοικήσει μαζί με τις τρεις κόρες της, την Πίστη, την Ελπίδα και την Αγάπη, στη Ρώμη. Ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι οι τέσσερις αυτές γυναίκες ήταν χριστιανές, γι’  αυτό και έστειλε να τις συλλάβουν. Πρώτη κάλεσε σε απολογία τη μεγαλύτερη αδελφή Πίστη, που ήταν δώδεκα ετών. Προσπάθησε στην αρχή με δελεαστικούς λόγους να τη μεταπείσει, ώστε να αρνηθεί τον Χριστό, πράγμα βεβαίως που δεν κατώρθωσε, οπότε οργισμένος διέταξε τον αποκεφαλισμό της. Την ίδια τύχη είχε ο βασιλιάς και με τις δύο άλλες, τη δεκάχρονη Ελπίδα και την εννιάχρονη Αγάπη. Μπροστά στη σταθερότητα και αυτών, διέταξε και πάλι να τις αποκεφαλίσουν.  Η αγία Σοφία όχι μόνο δεν στενοχωρήθηκε γι’  αυτό που συνέβη, αλλά ένιωσε και ιδιαίτερη υπερηφάνεια για την πίστη των θυγατέρων της, γι’ αυτό και τις ενταφίασε με τιμές, ενώ παρέμεινε τρεις ημέρες στους τάφους τους, παρακαλώντας θερμά τον Κύριο να παραλάβει και εκείνην στη Βασιλεία Του. Ο Θεός εισάκουσε την προσευχή της και έτσι η αγία Σοφία παρέδωσε το πνεύμα της δίπλα στα παιδιά της».

Η αγία Σοφία δεν ανήκει στους μάρτυρες της Εκκλησίας μας, με τον τρόπο που τους γνωρίζουμε, ως εκείνους δηλαδή που έδωσαν και το αίμα τους από πίστη και αγάπη προς τον Χριστό. Δεν σημαίνει όμως ότι το μαρτύριο που υπέστη ήταν μικρότερο από αυτό των άλλων μαρτύρων. Και τούτο διότι πέραν του γεγονότος ότι ζούσε ως «μάρτυς τη συνειδήσει», αγωνιζόταν δηλαδή να τηρεί τις εντολές του Χριστού και μάλιστα την αγάπη και προς τους εχθρούς, το μαρτύριο να μετέχει ως θεατής στα βάσανα των θυγατέρων της και μάλιστα στον αποκεφαλισμό τους, είναι από τα μεγαλύτερα μαρτύρια που μπορεί να περάσει ένας άνθρωπος, και μάλιστα μία μάνα, στον κόσμο τούτο. Ποιος μπορεί  να αμφισβητήσει ότι και η ίδια η Παναγία μας δεν υπέστη μαρτύριο αίματος, μετέχοντας στο Πάθος του Υιού και Θεού της; Λίγο αν προσέξουμε τους σχετικούς ύμνους  της Εκκλησίας μας πάνω στο Πάθος του Κυρίου, θα διαπιστώσουμε ότι ένα μεγάλο τμήμα αυτών αναφέρεται και στο πάθος της Κυρίας Θεοτόκου. Το ίδιο μάλιστα το Ευαγγέλιο, όταν περιγράφει την Υπαπαντή του Κυρίου, τη συνάντησή Του δηλαδή σε ηλικία σαράντα ημερών με τον γέροντα Συμεών τον Θεοδόχο, στο Ναό των Ιεροσολύμων, σημειώνει την προφητεία του αγίου Συμεών ότι ρομφαία θα διαπεράσει την καρδιά της Παναγίας, ενόψει βεβαίως αυτών που θα υφίστατο ο Κύριος, και μάλιστα επί του Σταυρού.   Και πόσοι γονείς και σήμερα  δεν εύχονται οι ίδιοι να υποστούν τα βάσανα των παιδιών τους, όταν τα βλέπουν να υποφέρουν ποικιλοτρόπως, που σημαίνει ότι ο πόνος τους είναι πολλές φορές μεγαλύτερος και από αυτόν των παιδιών; Ώστε η αγία Σοφία ανήκει και αυτή στους μάρτυρες, με τον τρόπο που είπαμε,  γι’ αυτό και η Εκκλησία μας πολύ σοφά την έχει εντάξει  στην ίδια με αυτούς ομάδα.

Ο υμνογράφος βεβαίως δεν παύει να επαινεί την πίστη και το θάρρος, εκτός της μητέρας, των τριών θυγατέρων της, που ήταν πολύ μικρές μάλιστα στην ηλικία, αλλά με πολιό φρόνημα. Αξιοποιεί στο έπακρο δε τον αριθμό τους και τα ονόματά τους. Εννοούμε ότι συχνότατα συνδέει την τριάδα τους με την αγία Τριάδα και τα ονόματά τους Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη, με την τριάδα των αρετών που αναφέρει ο απόστολος Παύλος: «νυνί δε μένει τα τρία ταύτα∙ πίστις, ελπίς, αγάπη. Μείζων δε τούτων η αγάπη». Έτσι για παράδειγμα ακούμε στο εξαποστειλάριο της εορτής: «Τω της Τριάδος Κόραι, πυρούμεναι αι τρεις ζήλω, των αρετών τη τριάδι, Ελπίδι, Πίστει, Αγάπη, προσκείμεναι ομωνύμως, ηλόγησαν των βασάνων». Δηλαδή: Οι τρεις κόρες με θερμή αγάπη για την αγία Τριάδα και ζώντας την ομώνυμη με αυτές τριάδα των αρετών, την ελπίδα, την πίστη, την αγάπη, καταφρόνησαν τα βάσανα. Όπως και αλλού: «Πίστις η πανεύφημος, και η Αγάπη η ένδοξος, και Ελπίς η θεόσοφος, αρετών επώνυμοι, των φαεινοτάτων, αναδεδειγμέναι». Δηλαδή: Η Πίστη η πανεύφημη, και η Αγάπη η ένδοξη, και η Ελπίδα η θεόσοφη, που αναδείχθηκαν επώνυμες των πιο λαμπρών αρετών, (της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας).  

Πράγματι: τα τρία αυτά κορίτσια, που άλλα στην ηλικία τους παίζουν ακόμη με τις κούκλες, κατατρόπωσαν τον διάβολο και τα όργανά του και αναδείχθηκαν σε ηρωικά πρότυπα για όλες τις εποχές. Διότι η μητέρα τους Σοφία  είχε εμφυσήσει σ’ αυτές τη δική της πίστη και τη δική της αγάπη -  δείχνοντας επομένως το πόσο καίρια είναι η συμβολή της μάνας ιδίως, στην αγωγή των παιδιών – κάτι που σημαίνει ότι δεν έχει σημασία η ηλικία, αλλά το φρόνημα στον άνθρωπο για να είναι αξιοσέβαστος και τιμημένος από Θεό, από αγγέλους και ανθρώπους. «Παιδαριογερόντισσες» θα ονομάζαμε, με άλλα λόγια, τα τρία αυτά μικρά κορίτσια, τα οποία είχαν κατανοήσει ότι η σχέση με την αγία Τριάδα, τον αληθινό Θεό δηλαδή, ήταν ο βασικός σκοπός της ζωής, και ότι αυτή η σχέση για είναι ζωντανή «περνάει» μέσα από τις αρετές της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας.

16 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΣ ΕΥΦΗΜΙΑ

«Η αγία αυτή και ένδοξη μεγαλομάρτυς Ευφημία, διέλαμψε κατά τους καιρούς του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και του Πρίσκου, ανθυπάτου της Ευρώπης. Υπήρξε γέννημα και θρέμμα της πόλης της Χαλκηδόνας, καταγόμενη από ευγενείς και θεοσεβείς γονείς. Κατηγορήθηκε όμως στον ηγεμόνα ως χριστιανή, και γι’ αυτό την έρριξαν πρώτα στη φωτιά, έπειτα στα θηρία, και στη συνέχεια μηχανεύτηκαν και άλλα βασανιστήρια, τα οποία τα υπέμεινε όλα η αγία με γενναιότητα και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου. Το ιερό λείψανό της διασωζόταν από τους ευσεβείς χριστιανούς στην πόλη της Χαλκηδόνας, όπου και είχε οικοδομηθεί εις τιμήν της περικαλλής ναός. Στα χρόνια των ευσεβεστάτων βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας, συγκροτήθηκε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος των εξακοσίων δέκα πατέρων στη Χαλκηδόνα (451), η οποία αναθεμάτισε τους αιρετικούς μονοφυσίτες Ευτυχή και Διόσκορο και διατύπωσε την αληθινή πίστη περί του Κυρίου μας Ιησού Χριστού – δύο τέλειες φύσεις, ανθρώπινη και θεϊκή, ενωμένες στη μία Του θεϊκή υπόσταση «ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως». Επειδή όμως δεν πείθονταν οι αιρετικοί, γι’ αυτό και σκέφτηκαν οι θεοφώτιστοι Πατέρες το εξής: να γράψουν την ορθόδοξη πίστη σε τόμο και αντιστοίχως να κάνουν και οι αιρετικοί, τους δε δύο αυτούς τόμους να τους εναποθέσουν σφραγισμένους στο στήθος της αγίας, μέσα στη λάρνακά της, κάτι που έγινε. Αργότερα, όταν άνοιξαν τη λάρνακα, τον μεν τόμο των αιρετικών τον βρήκαν ριγμένο υπό τους πόδας της αγίας, τον δε των ορθοδόξων να κρατείται από τη μεγαλομάρτυρα στα τίμια χέρια της. Αυτό βλέποντας όλοι, οι μεν αιρετικοί γέμισαν από ντροπή, οι δε ορθόδοξοι από χαρά. Το χαριτόβρυτο αυτό λείψανό της, ακέραιο, μετακομίστηκε, πριν από την άλωση, από τη Χαλκηδόνα στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ανηγέρθη ναός εις τιμήν της αγίας, και μετά την άλωση (1453), μετά από διάφορες αναγκαίες μετακομίσεις, τοποθετήθηκε οριστικά στον ναό του αγίου Γεωργίου του τροπαιοφόρου στο Φανάρι, εκεί που μέχρι σήμερα ευρίσκεται, τιμώμενο και σεβόμενο έκτοτε όχι μόνο από τους ορθοδόξους χριστιανούς, αλλά και από τους ετεροδόξους. Τελείται δε η μνήμη και πανήγυρη της αγίας, κατά την 11η Ιουλίου, (όπως και κατά τη σημερινή ημέρα),  κατά την οποία συρρέουν πλήθη πιστών, για ν’  ασπαστούν το ιερό λείψανό της και ν’  αξιωθούν πολλών ιαμάτων».

Την αγία μεγαλομάρτυρα Ευφημία την ξαναείδαμε στις 11 Ιουλίου. Και πάλι σήμερα η Εκκλησία την προβάλλει ενώπιόν μας προς παραδειγματισμό, και  για τη μεγάλη της άθληση και για το ορθόδοξο φρόνημά της, τόσο που ο Θεός θέλησε στο ναό της και με τις ευλογίες της, ιδίως διά του τιμίου της λειψάνου, να δώσει απάντηση στον προβληματισμό της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, όπως αναφέρει και το ιερό συναξάρι της. Η άθλησή της ήταν τέτοια που φανέρωσε ότι κάτω από το «χαύνον του θήλεος», όπως σημειώνει ο υμνογράφος, κρυβόταν μία ανδρεία και γενναία καρδιά, μπροστά στην οποία – για να δανειστούμε μία φράση του ιστορικού Ιωάννου Φιλήμονος, την οποία έγραψε για την ηρωίδα του 21 Μπουμπουλίνα – «οι μεν άνανδροι ντροπιάζονταν, οι δε γενναίοι υποχωρούσαν». Πράγματι, ακόμη και ο όσιος Παῒσιος ο αγιορείτης, όταν εν οράματι τού εμφανίστηκε η αγία στο Άγιον Όρος το 1987, θαύμασε πώς μία νεαρή κόρη άντεξε τόσο μεγάλα βασανιστήρια, και μάλιστα παρότρυνε και τους άλλους μάρτυρες, ως αρχηγός τους, να τα υπομείνουν και αυτοί.

Ο υμνογράφος μάλιστα προχωρεί ακόμη περισσότερο και μας υπενθυμίζει ότι η άθληση της αγίας ήταν τελικώς η «προίκα» της ενώπιον του Κυρίου Ιησού Χριστού. «Ανέδραμες, νοητούς προς θαλάμους ώσπερ προίκα, τω νυμφίω σου, Παρθένε, προσαγαγούσα την άθλησιν» (Έτρεξες προς τους νοητούς θαλάμους (της Βασιλείας του Θεού), φέροντας σαν προίκα στον νυμφίο σου Χριστό, Παρθένε, την άθλησή σου). Κι είναι τούτο μία υπενθύμιση, η οποία πρέπει ιδιαιτέρως να μας ελέγχει, διότι αποδυόμαστε στον κόσμο τούτο, είτε κατορθώνοντάς το είτε όχι, να μαζέψουμε υλικά αγαθά, να αποκτήσουμε χρήματα, να έχουμε πράγματα για να περνάμε, και για τη νεότητά μας και για τα γηρατειά μας. Κάνουμε δηλαδή την προίκα μας (σαν να είναι αυτή ο μοναδικός θησαυρός μας),  μεγάλη ή μικρή,  η οποία όμως τελικώς θα παραμείνει στον κόσμο τούτο, χωρίς κάτι από αυτήν να μας συνοδεύσει στα μετέπειτα. Εκείνο που πράγματι θα μας συνοδεύσει ως την αληθινή προίκα μας θα είναι οι αγώνες που κάναμε για να αποκτήσουμε τις αρετές, για να αποκτήσουμε με άλλα λόγια το Πνεύμα του Θεού, καρπός του Οποίου είναι οι αρετές. Χωρίς αυτό το Πνεύμα και το αποτέλεσμα της παρουσίας Του στη ζωή μας θα είμαστε γυμνοί και ντροπιασμένοι ενώπιον του Θεού μας, και ιδίως την ώρα της κρίσεως. Η αγία λοιπόν μας υπενθυμίζει αυτό που ο ίδιος ο Κύριος είπε: «Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης…Θησαυρίζετε θησαυρούς εν ουρανώ, όπου κλέπται ου διορύσσουσι ουδέ κλέπτουσι».

Η προτεραιότητα αυτή στη ζωή του Χριστιανού, όπως το βλέπουμε στην αγία Ευφημία, όχι μόνο κάνει τον άνθρωπο να κερδίσει τελικώς τον Παράδεισο, αλλά τον κάνει και στον κόσμο αυτό  να είναι ευλογία για όλους τους ανθρώπους. Άλλωστε το ένα αποτελεί ποιητικό αίτιο του άλλου: αν δεν είσαι ευλογία για τους συνανθρώπους σου, Παράδεισο δεν βλέπεις. Ο εκκλησιαστικός ποιητής επισημαίνει και αυτήν τη διάσταση  με μία πολύ όμορφη εικόνα: «η διηνθισμένη ταις αρεταίς, και πεφωτισμένη τον λογισμόν, η μύρα προχέουσα εν ταις καρδίαις των πιστών» γράφει. Η αγία ήταν διανθισμένη με τις αρετές, είχε φωτισμένο (από το Πνεύμα του Θεού) λογισμό, ήταν αυτή που πρόσφερε στις καρδιές των πιστών μύρα. Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα ο Χριστιανός να αποτελεί για τον κάθε συνάνθρωπό του άρωμα Χριστού. Να μας βλέπουν οι άλλοι και να μας «εισπράττουν» ως ευλογία δηλαδή στη ζωή τους. Διότι αυτό τελικώς είναι ο Χριστιανός: άρωμα, ευωδία Χριστού, όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος. Χωρίς όμως φωτισμένο λογισμό από την πίστη του Χριστού και ενάρετη ζωή από την τήρηση των εντολών Του, τούτο δεν είναι κατορθωτό. Η αγία Ευφημία, νεαρή κόρη αλλά με μεγάλη καρδιά το πέτυχε.