«Ο άγιος Κυπριανός ήταν από την Αντιόχεια της Συρίας,
επί Δεκίου του βασιλιά, ευγενής και πλούσιος, φιλόσοφος και μεγάλος μάγος.
Οδηγήθηκε όμως προς την πίστη του Χριστού από την Ιουστίνα την παρθένο και
χριστιανή, η οποία, καταγόμενη και αυτή από την Αντιόχεια, διέλυσε σαν ιστό αράχνης όλες τις δαιμονικές ενέργειές
του απέναντί της. Διότι κάποιος Έλληνας, Αγλαΐδας λεγόμενος, επειδή πληγώθηκε
από έρωτα γι’ αυτήν, λόγω της ομορφιάς της, κι επειδή δεν μπόρεσε να πετύχει το
σκοπό του, προσήλθε στον Κυπριανό. Όταν όμως αυτός τρεις φορές έστειλε δαίμονες
προς την κόρη, χωρίς να πετύχει τίποτε, τότε κατάλαβε ότι η τέχνη του ήταν
ανίσχυρη, γι’ αυτό και μεταστράφηκε στην πίστη του Χριστού,
βαπτίσθηκε και έκαψε όλα τα μαγικά του βιβλία. Τέλος μάλιστα έγινε και επίσκοπος
της Εκκλησίας. Κι αφού οδήγησε πολλούς στον χριστιανισμό, συνελήφθη μαζί με την
Ιουστίνα από τον Κόμη της Δαμασκού, οπότε και υπέστησαν σκληρά βασανιστήρια: ξέσθηκαν οι πλευρές τους, τους
έβαλαν σε σιδερένιο τηγάνι, και στο τέλος, αφού τους έστειλαν στη Νικομήδεια,
τους έκοψαν το κεφάλι».
Από το ναδίρ στο ζενίθ, από το έσχατο βάθος στο ανώτατο
ύψος, θα ήταν ο τίτλος της ζωής του αγίου Κυπριανού, αν θα θέλαμε με μία φράση
να τη χαρακτηρίσουμε, όπως μας καθοδηγεί προς τούτο και η εκκλησιαστική
ακολουθία: «Κακίας τον πυθμένα τον κάτω κατείληφας∙ της ακροτάτης δε πάλιν
αρετής ανήλθες, πάτερ, εις ύψος παραδόξως» (Πάτερ, κατέλαβες τον πιο κάτω
πυθμένα της κακίας, ενώ ανέβηκες πάλι κατά παράδοξο τρόπο στο ύψος της πιο
υψηλής αρετής). Αιτία γι’ αυτό είναι ότι ο άγιος από την τρέλα και τη μανία της μαγείας, δηλαδή
από την πλήρη υποταγή του στον πονηρό διάβολο, βρέθηκε να συγκατοικεί με τις
υψηλότερες πνευματικές αγγελικές δυνάμεις. «Ανανήψας, θεοφάντορ, της πριν
μανίας, δαιμονικήν απάτην και ψυχόλεθρον πλάνην πάσαν εθριάμβευσας». Υπάρχει κάτι ανάλογο στη ζωή του με αυτό που βλέπουμε
και στη ζωή του αγίου αποστόλου Παύλου: και εκείνος από διώκτης του
χριστιανισμού που ήταν, και μάλιστα ο χειρότερος όλων, βρέθηκε να υπηρετεί τον
Κύριο Ιησού, σε σημείο τέτοιο, ώστε να χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος απόστολος.
Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο που η Εκκλησία μας
χαρακτηρίζει τον άγιο Κυπριανό «συνόμιλον Παύλου και έργοις συμμέτοχον».
Χαρακτηρίζουμε τη μαγεία, την οποία υπηρετούσε ο άγιος
Κυπριανός πριν να μεταστραφεί στην πίστη του Χριστού, ως τρέλα και μανία. Γιατί
πώς αλλιώς να χαρακτηριστεί η αλλοίωση της φυσικής καταστάσεως του ανθρώπου,
που αντί να βρίσκεται σε αρμονία σχέσεως με τον Θεό Δημιουργό, εκείνος όχι
μόνον αρνείται τη σχέση αυτή, αλλά και την πολεμά, ευρισκόμενος ως στρατιώτης
στο στρατόπεδο του αντιπάλου του Θεού, σατανά διαβόλου; Και το λέμε αυτό, διότι
άλλο είναι να μη γνωρίζει κανείς τον Θεό και συνεπώς να πράττει εν αγνοία του
όσα είναι αντίθετα προς το άγιο θέλημά Του – μολονότι ένας καλοπροαίρετος
άνθρωπος, ακόμη και ειδωλολάτρης, ακολουθώντας τον έστω και ζοφωμένο νόμο της συνειδήσεώς του θα επιτελεί και καλές
πράξεις, όπως για παράδειγμα ο εκατόνταρχος Κορνήλιος, που οι προσευχές και οι
ελεημοσύνες του ανέβαιναν ως θυμίαμα ενώπιον του Θεού – και άλλο να έχει
προσχωρήσει ενσυνείδητα στον Πονηρό, τα κελεύσματα του οποίου να υπηρετεί προς
βλάβη των ανθρώπων.
Κι όμως! Ένας τέτοιος άνθρωπος, τόσο δέσμιος του
διαβόλου, δεν χρειάστηκε παρά ένα μικρό κορίτσι, την αγία Ιουστίνα, για να
μπορέσει να απεμπλακεί. Όχι χρησιμοποιώντας η νεαρή κόρη επιχειρήματα, όχι
κάνοντας θαύματα, αλλά απλώς τηρώντας το άγιο θέλημα του Θεού. Και μόνον δηλαδή
η υπακοή στο θέλημα του Θεού είναι ικανή να εκδιώξει τον διάβολο και να
μεταστρέψει έναν υπηρέτη του σε απόστολο του Χριστού. Το συγκλονιστικότερο: εν
αγνοία της ίδιας της Ιουστίνας. Η αγία, αγωνιζόμενη απλώς να κρατήσει την
αγνότητά της, χωρίς να γνωρίζει τίποτε, διέλυε κάθε ιστό αράχνης που έπλεκε γι’ αυτήν ο διάβολος μέσω του οργάνου του. Κι αυτό που
συνέβη τότε, συμβαίνει πάντοτε, όπως βεβαίως και σήμερα. Ο διάβολος ενώ
φαίνεται πανίσχυρος, στην πραγματικότητα είναι εξαφανισμένος και κατηργημένος
από τον Κύριο. Είναι γνωστό: μόνον όποιος του δίνει δικαιώματα τον βλέπει
κατακτητή της ζωής του. Και δικαιώματα του δίνουμε, όταν αμαρτάνουμε και
παρουσιαζόμαστε χαλαροί στην πνευματική μας ζωή. Τότε ναι, ο διάβολος μας κάνει
υποχείρια και έρμαιά του. Οπότε εισπράττουμε και το ανάλογο τίμημα: τη θλίψη,
τη μελαγχολία, το μίσος, την κόλαση από αυτή τη ζωή. Θυμίζει η περίπτωση το
περιστατικό του Γεροντικού: τον άγιο ασκητή που πηγαίνοντας στο σπίτι ενός
ανθρώπου, προκειμένου να πάρει το αντίτιμο για κάτι πανέρια που του είχε
πουλήσει, ήλθε αντιμέτωπος με τη δαιμονισμένη κόρη του ανθρώπου. Και χωρίς να
πει τίποτε ο ασκητής, χωρίς να κάνει κάποια προσευχή για να βγει το δαιμόνιο,
εκείνο εξαφανίστηκε σαν να καιγόταν, γιατί ο ασκητής δεν αντέδρασε σε χαστούκι
που του έδωσε η κοπέλα. Η μη αντίδρασή του, λόγω της υπακοής στον Κύριο: «μη
αντιστήναι τω πονηρώ», έφερε ακριβώς το θαύμα˙ να βγει το δαιμόνιο.
Δυστυχώς, ο διάβολος υπάρχει και δρα όπου βρει. Κι ακόμη
δυστυχέστερα, υπάρχουν ταλαίπωροι συνάνθρωποί μας που καταφεύγουν στη μαγεία,
στα δίχτυα δηλαδή του εχθρού τους, για να βρουν «ίαση». Η μεγαλύτερη συμβολή
μας για την υπέρβαση της τραγικότητας αυτής είναι η υπακοή μας στο θέλημα του
Θεού. Όσο εμείς που έχουμε κάποια συναίσθηση της πίστεώς μας είμαστε συνεπείς
προς αυτήν την πίστη μας, τόσο θα αγιάζουμε τον εαυτό μας, συνεπώς ο διάβολος
θα συναντά ένα «κενό» απέναντί μας, αλλά και τόσο θα βοηθούμε, χωρίς ίσως να το
καταλαβαίνουμε, και τους αμελείς συνανθρώπους μας.