19 Οκτωβρίου 2024

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΩΗΛ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΟΥΑΡΟΣ

 

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΩΗΛ

«Το όνομα του προφήτου Ιωήλ ερμηνεύται αγάπη Κυρίου ή αρχή ή απαρχή Θεού. Ο προφήτης καταγόταν από τη γενιά του Ρουβίμ και προφήτευσε για πείνα που θα επισυμβεί και για έκλειψη θυσιών και για το πάθος του δικαίου Προφήτη (του Ιησού Χριστού) Μέσω του πάθους αυτού όλη η γη ανακαινίζεται και σώζεται. Ο προφήτης μετά την προφητική του δράση απέθανε και ετάφη στην πατρίδα του».

Ο προφήτης Ιωήλ είναι γνωστός για τις «οράσεις» του περί του Πνεύματος του Θεού που θα εκχυνόταν στους ανθρώπους, μετά τον ερχομό του Μεσσία. Είναι εκείνος που κατεξοχήν προφήτευσε την ημέρα της Πεντηκοστής, κάτι που το επισημαίνουν και οι ίδιοι οι απόστολοι του Κυρίου, κατεξοχήν δε ο απόστολος Πέτρος: «Αυτό που βλέπετε, άνδρες Ιουδαίοι, (η επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος δηλαδή) είναι εκείνο που είπε ο Θεός μέσω του προφήτη Ιωήλ: Αυτό θα συμβεί στις έσχατες ημέρες, λέει ο Θεός: Θα χαρίσω πλουσιοπάροχα το Πνεύμα μου σε κάθε άνθρωπο∙ έτσι, οι γιοι σας κι οι θυγατέρες σας θα κηρύξουν την αλήθεια∙ οι νέοι σας θα δουν οράματα κι οι γέροντές σας θα ονειρευτούν όνειρα θεϊκά» (Πρ. Αποστ. 2, 16-17). Την πραγματικότητα αυτή βεβαίως υμνολογεί και η ακολουθία του προφήτη, όπως για παράδειγμα στην δ΄ ωδή: «Ως προήγγειλας, ένδοξε, παρά Θεού εκκέχυται το Πνεύμα, επί πάσαν σάρκα ήδη πιστεύσασαν». Όπως προανήγγειλες, ένδοξε, εκχύθηκε το Πνεύμα από τον Θεό, σε κάθε άνθρωπο που ήδη πίστεψε.

Ο υμνογράφος τονίζει επομένως το γεγονός ότι η Εκκλησία πια, δεδομένου ότι από την ημέρα της Πεντηκοστής ξεκινά η ενεργοποίησή της, ζει μέσα στο Πνεύμα του Θεού, το Οποίο εκχεόμενο επί πάντας τους πιστούς, ιδίως με το μυστήριο του χρίσματος, καθιστά αυτούς προφήτες. Είναι βασική πίστη της Εκκλησίας μας δηλαδή, ότι ο άνθρωπος που θα πιστέψει στον Χριστό, θα βαπτιστεί, ώστε να γίνει μέλος Εκείνου, και θα χριστεί, ώστε να λάβει τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος, με τα οποία θα μπει σε λειτουργία το καινούργιο αυτό μέλος του Χριστού. Η χρίση αυτή ως λήψη του αγίου Πνεύματος κάνει τον κάθε πιστό και έναν προφήτη. «Το θείον Πνεύμα εκκέχυται, ως ο σεπτός Ιωήλ, προφητεύων εθέσπισε…και προφητεύουσιν οι την ενέργειαν την αυτού δεξάμενοι». Το θείον Πνεύμα εκχύθηκε, όπως ο σεπτός Ιωήλ θέσπισε με τις προφητείες του…και προφητεύουν όσοι δέχτηκαν την ενέργειά Του.

Έτσι από την προφητεία της Παλαιάς Διαθήκης, ως χάρισμα ελέγχου της αμαρτίας και προαναγγελίας του ερχόμενου Μεσσία, ερχόμαστε διά του αγίου Πνεύματος στην προφητεία της Εκκλησίας, ως χάρισμα που έχει ο κάθε βαπτισμένος και χρισμένος πιστός, ώστε να ακροάται τον λόγο του Θεού, να μπορεί να κηρύσσει αυτόν τον λόγο, όταν του αναθέτει κάτι τέτοιο  η Εκκλησία, να μετέχει στα μυστήρια, να μετέχει στην οργάνωση και διοίκηση της Εκκλησίας. Θα πρέπει κάποτε ίσως να συνειδητοποιήσουμε οι πιστοί της Εκκλησίας το μεγαλείο και το ύψος που μας έδωσε η χάρη του Θεού: να είμαστε μέλη Χριστού και έμπλεοι του Πνεύματός Του. Αρκεί βεβαίως να αγωνιζόμαστε σαν τον προφήτη Ιωήλ στη βασική προϋπόθεση που έχει αυτή η δωρεά, για να μπορεί κανείς να τη διακρατεί: την κάθαρση της καρδίας από τους μολυσμούς της αμαρτίας. «Των μολυσμών προκαθαρθείς της καρδίας, δοχείον ώφθης καθαρόν θεορρήμον, του Παναγίου Πνεύματος».  Δηλαδή: Καθάρισες πρώτα τον εαυτό σου από τους μολυσμούς  της καρδιάς, κι έτσι φάνηκες, θεορρήμον προφήτη, καθαρό δοχείο του Παναγίου Πνεύματος. Κι είναι ευνόητο και γνωστό: ο απόλυτα καθαρός από κάθε αμαρτία Θεός αναπαύεται μόνον στην καρδιά που παλεύει για την αντίστοιχη καθαρότητά της. Γι’  αυτό και θα τονίσει ο υμνογράφος ότι όσοι ακολουθούμε τις διδαχές του προφήτη Ιωήλ με όλη την καρδιά και τη διάνοιά μας, εκζητούμε τον Θεό με δάκρυα και προσευχές, (με τα οποία καθαρίζεται βεβαίως η καρδιά). «Οι ταις σαις διδαχαίς ακολουθήσαντες, εξ όλης καρδίας και διανοίας, εν κλαυθμώ τε και δεήσεσι, τον Θεόν εκζητούμεν αξιάγαστε».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΟΥΑΡΟΣ

«Ο άγιος Ούαρος έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού και ήταν στρατιωτικός στην Αίγυπτο. Καταγόταν δε από επίσημο και λαμπρό και ευσεβές γένος. Όταν φυλακίστηκαν κάποιοι άγιοι λόγω της πίστεώς τους στον Χριστό για μεγάλο διάστημα, επτά τον αριθμό, τους φρόντιζε καθημερινά ο άγιος Ούαρος. Έτυχε λοιπόν ο ένας από τους επτά να αναπαυτεί εν Κυρίω, οπότε ο άγιος μπήκε στη θέση εκείνου, κάτι που προκάλεσε την αντίδραση του ηγεμόνα. Τους οδήγησε όλους μαζί ενώπιόν του και έδωσε εντολή να κτυπηθεί πρώτος από όλους ο Ούαρος με ρόπαλα, να ξεστούν οι πλευρές του επί πολύ, και επειδή παρατάθηκαν τα βασανιστήρια επί πέντες ώρες, παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο».

Ο άγιος Ούαρος θυμίζει άλλους μάρτυρες, οι οποίοι οδηγήθηκαν στο μαρτύριο κατ’ αντανάκλαση: ζήλεψαν δηλαδή την άθληση προηγηθέντων από αυτούς μαρτύρων, κι έτσι παρακινήθηκαν για να εισέλθουν στο μαρτύριο οικειοθελώς. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν παύουν βεβαίως να τονίζουν τη μεγάλη αγάπη, έως σημείου γλυκυτάτου έρωτα,  και αυτού του αγίου προς τον Θεό, τέτοια αγάπη, που τον έκανε να απαρνηθεί τον εαυτό του και να προσχωρήσει στα μαρτύρια με πολύ θάρρος και δύναμη: «Θείας αγάπης, παμμάκαρ, κατασχεθείς, τω γλυκίστω έρωτι, απηρνήσω σεαυτόν, και προς πάσαν βάσανον σαρκός, προσεχώρησας στερρώς αγωνισάμενος».  Πρέπει να σημειώσουμε την παρατήρηση του υμνογράφου: το άμεσο αποτέλεσμα της αγάπης προς τον Θεό είναι η υπέρβαση του φόβου και το μεγάλο θάρρος. Είναι αυτό που σημειώνει και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος: «Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». Όπου πέσει η αγάπη του Θεού, εκεί πράγματι ο οποιοσδήποτε φόβος εξαφανίζεται. Ο πραγματικός χριστιανός, όπως είναι ο άγιος, είναι και ο πιο θαρραλέος και γενναίος άνθρωπος. Ο ύμνος εν προκειμένω της Εκκλησίας μας, και όχι μόνο ένας, είναι αποκαλυπτικότατος: Ο άγιος Ούαρος έβλεπε κατά το μαρτύριό του να πέφτουν κάτω οι σάρκες του μαζί με τα αίματά του, και ήταν σαν να έπασχε, λέει, άλλος: «Σάρκας συν τοις αίμασι καταπιπτούσας εώρας, και ως άλλου πάσχοντος, Αθλητά, διέκεισο γενναιότατε».

Κι είναι νομίζουμε πολύ επίκαιρη αυτή η επισήμανση λόγω της όλης ατμόσφαιρας που ζει η παγκόσμια κοινότητα: φόβου, ανασφάλειας, άγχους, γιατί συχνά οδηγείται κανείς σε μελαγχολία και απελπισία και απόγνωση. Λοιπόν, η Εκκλησία μας με τους αγίους, όπως με τον άγιο Ούαρο, μάς προσανατολίζει  σε κάτι διαφορετικό: τη με γενναιότητα υπομονή των δεινών, γιατί μάς λέει ότι υπάρχει το αντίδοτο: η θέαση του Χριστού και η αγάπη μας σ’  Εκείνον. Με άλλα λόγια, η περίπτωση του αγίου Ούαρου μας δίνει μία αισιόδοξη «νότα», μέσα στη «μαυρίλα» της εποχής: να αρχίσουμε να αγαπάμε περισσότερο τον Χριστό, ώστε με την αγάπη αυτή να θωρακίσουμε τους εαυτούς μας με τη γενναιότητα και το θάρρος. Εκεί ίσως υπάρχει και το έλλειμμα που έχουμε οι σημερινοί χριστιανοί, οι οποίοι απελπιζόμαστε εύκολα και τα «χάνουμε». Δεν έχουμε την αγάπη που πρέπει. Λοιπόν, θέλουμε να αποκτήσουμε τα «νεύρα», δηλαδή τη δύναμη και τη θέληση, για να αντέχουμε τα πάντα; Οι ελπίδες μας πρέπει να στραφούν πρωτίστως στον Θεό και στην υπέρβαση των δεινών που φέρνει πάντοτε η ελπίδα σ’  Αυτόν. Όπως συνέβη και στον άγιο Ούαρο: «Υπήλθες γνώμη σταθηρά τους ανδρείους αγώνας, νευρωθείς ταις ελπίσι των μελλόντων αγαθών». Μπήκες με γενναιότητα και σταθερή γνώμη στους αγώνες, γιατί «νευρώθηκες» με τις ελπίδες των μελλόντων αγαθών.

Με τον άγιο Ούαρο όμως είναι συνδεδεμένη και η συγκινητική ιστορία μίας γυναίκας, της Κλεοπάτρας,  με τον νεαρό υιό της, ιστορία που καταγράφεται και σε διάφορα Γεροντικά, και που μνημονεύεται αρκετές φορές και από τον υμνογράφο της ακολουθίας του αγίου. «Αλείφουσα μύροις σε, η θαυμαστή Κλεοπάτρα, υπό γην κατέθετο, και ναόν πανάγιον ανεδείματο, εορτήν άγουσα, θαυμαστήν Ούαρε, και πιστώς σε λιτανεύουσα∙ ης το παιδάριον, νοητή στρατεία κατέλεξας, και δόξη κατεκάλλυνας, και χοροίς Αγίων συνέταξας».  Αποδίδουμε με πιο ελεύθερο τρόπο τον ύμνο: η θαυμαστή Κλεοπάτρα,  μετά το μαρτύριό σου, Ούαρε, πήρε το άγιο λείψανό σου, το άλειψε με μύρα, το έθαψε κάτω από τη γη και σου έφτιαξε πανάγιο ναό. Όταν ήλθε η ημέρα της εορτής σου και σε λιτάνευσε με τρόπο πιστό, είδε ότι ο υιός της, από τον μεγάλο κάματο της ημέρας, πέθανε. Κι όταν εκείνη με δάκρυα μπροστά στον τάφο σου έκλαιγε γοερά, της παρουσιάστηκες με λαμπρό τρόπο, έχοντας μαζί σου και τον υιό της, ο οποίος απευθύνθηκε παρηγορητικά στη μητέρα του, λέγοντας πόσο καλά περνά εκεί που βρίσκεται, γεγονός που έκανε την Κλεοπάτρα να κατανοήσει ότι και ο υιός της συγκαταλέχτηκε στη νοητή στρατιά, είναι και αυτός δοξασμένος, μαζί με τους χορούς των αγίων. Η Κλεοπάτρα παρηγορήθηκε και παραμένοντας έκτοτε στον ναό, υπηρετώντας διαρκώς τον άγιο Ούαρο, παρέδωσε και αυτή εν ειρήνη την αγία ψυχή της.

17 Οκτωβρίου 2024

ΟΙ…ΤΕΛΕΙΩΣ ΑΠΡΟΚΟΦΤΟΙ!

«Εκείνοι που αλλάζουν εύκολα Μοναστήρι είναι τελείως απρόκοφτοι. Διότι τίποτε δεν συντελεί τόσο στην ακαρπία, όσο η έλλειψη υπομονής» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. δ΄, 90)

Μη νομίσεις ότι αυτό που λέει ο άγιος ισχύει μόνο για τους καλογέρους. Στη θέση «Μοναστήρι» βάλε ενορία, πνευματικό, τόπο ίσως, εργασία, ακόμη και… σύζυγο. Υπάρχουν άνθρωποι που κάθονται κάπου για ένα διάστημα, κι έπειτα… βαριούνται. Οι δυσκολίες που υπάρχουν σε κάθε τι στον κόσμο τούτο – δεν υπάρχει τίποτε εύκολο σ’ αυτήν τη ζωή: οι θλίψεις είναι το βασικό γνώρισμά της – οι διάφοροι πειρασμοί που παρουσιάζονται, τα αγκάθια στην όποια σχέση πάει να αναπτυχθεί, η ρουτίνα της καθημερινότητας, τους κάνουν να θέλουν να αλλάζουν. Να μη μένουν κάπου σταθερά. Έστω κι αν αυτό το κάπου είναι ιδιαίτερα σοβαρό. Τυχαία άραγε ο απόστολος επισημαίνει ότι «έκαστος εφ’ ω ετάχθη, εκεί μενέτω»; Τάχθηκες κάπου; Εκεί μείνε. Γιατί; Διότι αν με ευκολία επιθυμείς την όποια εξωτερική αλλαγή στη ζωή σου, τότε είσαι «τελείως απρόκοφτος». Όχι απλώς απρόκοφτος, αλλά «τελείως».

Πώς το εξηγεί ο άγιος; Τι βλέπει πίσω από αυτήν την ετοιμότητα μετάθεσης; Την έλλειψη υπομονής. Και η υπομονή γι’ αυτόν και για όλους τους αγίους μας δεν είναι μία απλή αρετή, αλλά το θεμέλιο των αρετών – αποκαλύπτει την ταπείνωση του ανθρώπου. Ο ίδιος ο Κύριος το τόνισε: «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών». Και ο απόστολος σημειώνει ότι η υπομονή διατρέχει όλη την πνευματική ζωή: «Δι’ υπομονής τρέχομεν τον προκείμενον ημίν αγώνα». Λοιπόν «η υπομονή είναι το υλικό με το οποίο κτίζεται το πνευματικό οικοδόμημα του ανθρώπου» (όσιος Πέτρος Δαμασκηνός).

Οπότε χωρίς υπομονή μην περιμένεις καρπούς πνευματικούς. Οι πνευματικοί καρποί έρχονται εκεί που επιμένει και υπομένει κανείς. Που σημαίνει ότι δεν πρέπει να βιάζεσαι. Όποιος βιάστηκε για να αποκτήσει κάτι καλό, εκείνος εξαπατήθηκε και απέτυχε. Το ίδιο δεν συμβαίνει άλλωστε και με τα πράγματα του κόσμου τούτου; Εκεί που δεν φαίνεται καμία προοπτική σε μία εργασία για παράδειγμα, εκεί που πας να απελπιστείς από τη σχέση σου με το έφηβο αντιδραστικό παιδί σου, αλλά υπομένεις και επιμένεις, εκεί δειλά δειλά αρχίζει να έρχεται η επιτυχία και η αποκατάσταση. Θυμήσου και τον Γέροντα που θέλησε να διδάξει τον νεαρό υποτακτικό του την αξία ακριβώς της υπομονής! Τον έβαζε καθημερινά να κάνει δρόμο πολύ, για να ποτίζει ένα σπόρο σε έρημη γη. Και μετά από αρκετό πράγματι διάστημα, ήλθε και η καρποφορία. Και το διατράνωνε: «ελάτε να δείτε τον καρπό της υπομονής»!

Λοιπόν η υπομονή παρότι συνυπάρχει με την οδύνη, εμπερικλείει την ελπίδα. Σε κάνει να προσβλέπεις στη χαρά της καρποφορίας!  

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΩΣΗΕ

«Ο προφήτης Ωσηέ, του οποίου το όνομα σημαίνει «ο Θεός σώζει», ανήκει στους δώδεκα μικρούς λεγόμενους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Έδρασε κατά τον 8ο π.Χ. αιώνα στο Βόρειο βασίλειο του Ισραήλ, που είχε πρωτεύουσα τη Σαμάρεια, και το οποίο καταλύθηκε οριστικά από τους Ασσυρίους το 722 π.Χ. Από το βιβλίο του φαίνεται ότι ο ίδιος δεν έζησε την καταστροφή, την οποία όμως προφήτευσε και περιέγραψε. Δεν έχουμε πολλά στοιχεία για τη ζωή του, γνωρίζουμε όμως καλά τη διδασκαλία του από το προφητικό του βιβλίο. Η προσωπική ιστορία του προφήτη - το γεγονός δηλαδή ότι παντρεύτηκε μία γυναίκα, ονόματι Γόμερ (με την οποία απέκτησε τρεις κόρες), η οποία απεδείχθη μεν μία άπιστη σύζυγος, αλλά παρ’ όλα αυτά εκείνος εξακολουθούσε να την αγαπά, μέχρις ότου την δέχτηκε πίσω στο σπίτι μετανοημένη - αποτελεί την προϋπόθεση κατανοήσεως του βιβλίου του. Διότι από τη σχέση του με τη σύζυγό του ο προφήτης κατανοεί και τη σχέση του Θεού-Γιαχβέ με τον λαό Του Ισραήλ. Ο Θεός αγαπά τον λαό αυτό, που αποδεικνύεται άπιστος, καθώς διαρκώς στρέφεται στα είδωλα. Όμως ο Θεός εξακολουθεί και αγαπά τον Ισραήλ, προσδοκώντας τη μετάνοιά του, και όταν αυτός πράγματι μετανοεί, Εκείνος αμέσως τον αποδέχεται, οπότε Θεός και λαός ζουν συμφιλιωμένοι».

Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος μιλώντας για τον προφήτη Ωσηέ τονίζει πρώτα από όλα το προφητικό του χάρισμα, τον φωτισμό δηλαδή που είχε από τον Θεό, προκειμένου και να ελέγξει την αμαρτία των ανθρώπων της εποχής του και να περιγράψει τον ερχομό του Μεσσία, ο Οποίος θα έρθει στον κόσμο εκ Παρθένου, θα πάθει διά Σταυρού, αλλά και θα αναστηθεί. «Πόση, πολύ υπερθαύμαστη, Ωσηέ θεηγόρε προφήτη, είναι η πνευματοφόρα χάρη που σου δόθηκε από τον Θεό, διά της οποίας προείπες φανερά τη σάρκωση εκ Παρθένου του Σωτήρα, τον Σταυρό και τά Πάθη Του, καθώς και τη σεπτή θείαν εξανάστασή Του». Προϋπόθεση βεβαίως του φωτισμού του από το Πνεύμα του Θεού είναι, κατά τον υμνογράφο, η καθαρότητα της ψυχής του. Το Πνεύμα του Θεού που χορηγεί το χάρισμα της προφητείας ως όρασης του Θεού και των μελλόντων, δεν έρχεται τυχαία και απροϋπόθετα. Ο υμνογράφος κινείται στο μήκος κύματος του λόγου του Κυρίου: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». «Αφού καθάρισες καλά από τους μολυσμούς της αμαρτίας την οπτική δύναμη της ψυχής σου, καταξιώθηκες να προβλέπεις καθαρά τα μέλλοντα και να προλέγεις χωρίς ψεύδος κατά τρόπο άριστο αυτά που θα γίνονταν στο μέλλον».

Ο ποιητής γνωρίζει καλά το βιβλίο του προφήτη, συνεπώς και την αγάπη του προς τη σύζυγό του ως τύπο της αγάπης και του Θεού προς τον λαό Του. Γι’  αυτό και δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τον προφήτη ως σύμβολο του ίδιου του Θεού. «Φιλάνθρωπε Κύριε, αφού μνηστεύθηκες την ανθρώπινη φύση μας, η οποία , προ του ερχομού Σου, πόρνευε κατά τη γνώμη μακριά από Σένα, την λύτρωσες από τη βεβήλωση, καθώς την ένωσες με τον εαυτό Σου με ένωση πραγματική, που ξεφεύγει την ανθρώπινη κατανόησή της. Της ενώσεως αυτής καθώς έγινε σύμβολο ο Προφήτης Σου, πήρε με σωφροσύνη στο σπίτι του τις πριν πόρνες». Η αγάπη αυτή του Θεού προβάλλεται επομένως με μία δραματική ένταση, σαν εκείνην που διαπιστώνει κανείς σε έναν ερωτευμένο σύζυγο. Πράγματι, έχει ειπωθεί ότι κανένα προφητικό βιβλίο δεν έχει το πάθος του Ωσηέ. Μόνον στον άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή, στο χώρο της Καινής Διαθήκης πια, τον Ευαγγελιστή της αγάπης, συναντάμε παρόμοια «παραφορά» αγάπης, του Θεού προς τον άνθρωπο, γι’  αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι ονόμασαν τον προφήτη Ωσηέ «Ιωάννη της Παλαιάς Διαθήκης». Με τον Ωσηέ δηλαδή, σαν να πλέουμε σε καινοδιαθηκικά νερά. Όπως το λέει και η ακολουθία του προφήτη: «Ζώντας ο ίδιος με συμπάθεια και αγάπη, μας δίδαξες τη μακρόθυμη ευσπλαχνία και αγαπητική διάθεση του Θεού, με την οποία φροντίζει όλους, προφήτη θεσπέσιε». Από την άποψη αυτή καταλαβαίνουμε γιατί ο ίδιος ο Κύριός μας χρησιμοποίησε, για να δηλώσει τι θέλει ο Θεός από τον άνθρωπο, την πιο γνωστή και φημισμένη φράση της Παλαιάς Διαθήκης, την «υψηλότερη κορυφή» της, όπως έχει χαρακτηρισθεί, τη φράση του Ωσηέ «έλεος θέλω και ου θυσίαν, γνώσιν Θεού και ουχ ολοκαυτώματα». Αγάπη και γνώση Θεού θέλει από τον άνθρωπο ο Θεός και όχι τις οποιεσδήποτε θυσίες, αναίμακτες ή αιματηρές.

Αυτή η γνώση του Θεού, που κατανοείται όχι ως εγκεφαλική γνώση, αλλά ως αγάπη προς Εκείνον, όπως και η αγάπη προς τον συνάνθρωπο, είναι ακριβώς η πεμπτουσία του προφητικού μηνύματος του Ωσηέ. Χωρίς τη διπλή αυτή αγάπη, ο προφήτης βλέπει ότι ο άνθρωπος, οι κοινωνίες, τα έθνη καταστρέφονται. Επιτρέπει δηλαδή ο Θεός να εισέλθουν οι άνθρωποι σε ποικίλες δοκιμασίες, έως ότου μετανοήσουν. Κι αυτό σημαίνει ότι η σωτηρία του ανθρώπου έρχεται μόνον από τον Θεό. Ό,τι κι αν κάνουμε οι άνθρωποι για να ισορροπήσουμε και να ευημερήσουμε στη ζωή μας, αν κινούμαστε έξω από τη σχέση με Εκείνον, τελικώς οδηγούμαστε σε αδιέξοδο. Αυτό ετόνιζε ο προφήτης, αυτό βεβαίως ισχύει και μέχρι σήμερα. «Προφήτεψες, (Ωσηέ), ότι ο Ισραήλ δεν θα λυτρωθεί με το να κάνει πόλεμο, με το να έχει τόξα και πανοπλία, αλλά όταν συνδεθεί με τον Κύριον, τον Παντοκράτορα Θεό, δηλώνοντάς μας έτσι τη σάρκωση του Λόγου του Θεού». Η σωτηρία του ανθρώπου, η σωτηρία της πατρίδας μας και του κόσμου, έρχεται όχι με την καταφυγή πρώτιστα σε  ανθρώπινες δυνάμεις, αλλά με την καταφυγή μας στον Θεό, όταν αυτή βεβαίως γίνεται με γνήσια μετάνοια. Η σημαντικότερη και πιο καίρια αλήθεια, την οποία μάς θυμίζει ο προφήτης Ωσηέ, αλλά που δυστυχώς μάλλον ελάχιστοι ακούνε, πολύ δε λιγότεροι ζούνε.

16 Οκτωβρίου 2024

Η ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΦΕΣΗ ΤΩΝ ΠΤΑΙΣΜΑΤΩΝ ΜΑΣ

«Όποιος αποκρούει τον έλεγχο, είτε δίκαιο είτε άδικο, αυτός αρνήθηκε τη σωτηρία του. Ενώ εκείνος που τον δέχεται, είτε με δυσκολία είτε χωρίς δυσκολία, αυτός γρήγορα θα επιτύχει την άφεση των πταισμάτων του» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. δ΄, 38)

Παρακαλείς καθημερινά για την άφεση των αμαρτιών και των πταισμάτων σου: «Άφες ημίν τα οφειλήματα», λες στην προσευχή των προσευχών, το «Πάτερ ημών». Θέλεις δηλαδή να πετύχεις τη σωτηρία σου, που έχεις σωστά κατανοήσει ως ζωντανή σχέση με τον Σωτήρα Χριστό. Και ξέρεις ότι η άφεση αυτή δίνεται στον βαθμό που και εσύ συγχωρείς τους άλλους. «Ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Ο Κύριος όμως, οι Απόστολοι, όλοι οι Πατέρες μας, μάς ανοίγουν τα μάτια, γιατί μας εξηγούν ότι για να φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο αγάπης ως συγχώρησης όλων των συνανθρώπων μας χρειάζεται η ταπείνωση, η βάση όλων των αρετών. Χωρίς την ταπείνωση, και η όποια πίστη μας και η όποια αγάπη μας είναι ψεύτικες. Είναι καλυμμένος εγωισμός.

Ποιο είναι το πιο άμεσο κριτήριο για να καταλάβω αν βρίσκομαι στον δρόμο της υψοποιού αυτής αρετής, που συνιστά «το ένδυμα» της θεότητας; Η αντίδρασή μου απέναντι στον έλεγχο, στην άσκηση κριτικής για τη ζωή μου, τα λόγια μου, την εν γένει συμπεριφορά μου. Τι έκανε ο μέγιστος των οσίων Αντώνιος, καθώς ιστορεί το Γεροντικό; Για να δει το πνευματικό επίπεδο ενός θεωρούμενου καλού νεαρού μοναχού που τον επαινούσαν πολύ όλοι, τον πρόσβαλε. Κι όταν είδε ότι αντιδρούσε άσχημα, του επεσήμανε φιλόστοργα: «Πρόσεχε, αδελφέ. Γιατί απέξω φαίνεσαι σαν πόλη ωραία, που τα νώτα της όμως τα λυμαίνονται ληστές».

Δες λοιπόν το πνευματικό σου επίπεδο και συ, από το πώς αντιδράς στους όποιους ελέγχους που σου ασκούν, δίκαιους ή άδικους. Αν αντιδράς και νιώθεις αδικημένος, είσαι ακόμη πολύ χαμηλά. Αν όμως έχεις κατανοήσει τη σημασία και την αξία τους – μην εξετάζεις το ποιόν των επικριτών σου – και είτε με οδύνη είτε με ευκολία τους δέχεσαι, τότε, ναι! Η σωτηρία σου έχει αρχίσει να ενεργοποιείται στην καρδιά σου. Μακάρι μάλιστα να φτάσεις στο χαρισματικό σημείο, να θεωρείς τους ελέγχους και ως επαίνους.

«Παιδί μου, μην είσαι εγωιστής», είπε ένας Γέροντας στον νεαρό υποτακτικό του.  «Γέροντα, δεν είμαι εγωιστής», απάντησε θιγμένος εκείνος. «Και ποια μεγαλύτερη απόδειξη ότι πράγματι είσαι εγωιστής θα μου έδινες», είπε ο Γέροντας, «από την άρνησή σου να δεχθείς ότι είσαι;»

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΛΟΓΓΙΝΟΣ Ο ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

«῾Ο ἅγιος Λογγίνος ἔζησε τήν ἐποχή τοῦ Τιβερίου Καίσαρος, καταγόταν ἀπό τήν Καππαδοκία καί ὑπῆρξε ἑκατόνταρχος ὑπό τόν Πιλᾶτο, τόν ἡγεμόνα τῆς ᾽Ιουδαίας. ῎Ελαβε τήν διαταγή ἀπό ἐκεῖνον νά ὑπηρετήσει στά τίμια πάθη καί τήν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ καί νά φυλάξει μέ τούς ὑπ᾽ αὐτόν ἑκατό στρατιῶτες τόν τάφο μέ τήν κουστωδία πού ἦταν τάγμα στρατιωτῶν. ῞Οταν εἶδε τά θαύματα πού ἔγιναν μέ τόν Χριστό, τόν σεισμό, τήν μεταβολή σέ σκοτάδι τοῦ ἡλίου, τούς τάφους πού ἀνοίχτηκαν καί τούς νεκρούς πού ξεπήδησαν ἀπό αὐτούς, καθώς καί τίς πέτρες πού σχίστηκαν, φώναξε μέ μεγάλη φωνή: ῾πράγματι, αὐτός ἦταν Υἱός Θεοῦ᾽. Γι᾽ αὐτό καί τά ἀργύρια πού τοῦ δόθηκαν ἀπό τούς ᾽Ιουδαίους, προκειμένου νά πεῖ ψέμματα γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τά ἔκανε πέρα μαζί μέ ἄλλους δύο στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι ὕστερα μαρτύρησαν μαζί του.

῎Αφησε λοιπόν τό στράτευμα στό ὁποῖο ἀνῆκε καί γύρισε πίσω στήν πατρίδα του, κηρύττοντας τόν Χριστό ὡς Θεό σάν τούς ἀποστόλους. ῾Ο Πιλᾶτος πού τό ἔμαθε πείστηκε - μᾶλλον διαφθάρηκε ἀπό τούς ᾽Ιουδαίους μέ χρήματα - καί κατηγόρησε τόν Λογγίνο μέ γράμματα στόν Τιβέριο ὅτι ἐγκατέλειψε τό στράτευμα καί ὅτι ζεῖ στήν πατρίδα του κηρύττοντας τόν Χριστό ὅτι εἶναι Θεός. ῾Ο Τιβέριος τότε διέταξε νά ἀποκοπεῖ ἡ κεφαλή του ἀμέσως μαζί καί τῶν δύο στρατιωτῶν πού τόν ἀκολούθησαν, καί νά μεταφερθεῖ ἡ κεφαλή του στήν ῾Ιερουσαλήμ ἀπό τήν Καππαδοκία, ὥστε νά νά λάβουν γνώση γιά τόν θάνατό του ὁ Πιλᾶτος καί οἱ ᾽Ιουδαῖοι. Καί ὁ μέν Πιλᾶτος ἔλαβε τά συμφωνηθέντα, ἐνῶ τήν τιμία κεφαλή του τήν ἔχωσαν πρό τῆς πόλεως μέσα σέ κοπριά.

῞Υστερα ἀπό πολλά χρόνια κάποια γυναίκα ἀπό τήν Καππαδοκία πού τυφλώθηκε καί σταμάτησε νά βλέπει ἔφτασε στά ῾Ιεροσόλυμα μαζί μέ τόν μονάκριβο γιό της, προκειμένου νά μπορέσει νά βρεῖ τήν ἴαση στούς ἁγίους Τόπους. ᾽Αλλά προστέθηκε στό πρόβλημά της καί ὁ θάνατος τοῦ παιδιοῦ της, ὁπότε ἦταν διπλή ἡ τραγωδία καί ἡ συμφορά της. ῾Ο μακάριος Λογγίνος τότε τῆς ἐμφανίστηκε σέ ὄνειρο κι ἀφοῦ τῆς εἶπε ποιός ἦταν καί τῆς φανέρωσε ποῦ εἶναι κρυμμένη ἡ κεφαλή του, τήν προέτρεψε νά τήν βγάλει ἀπό τήν κοπριά καί νά τήν πάρει, γιά νά θεραπευτεῖ ἀφενός ἡ ἴδια ἀπό τήν τύφλωσή της καί ἀφετέρου νά δεῖ δοξασμένο τόν γιό της. ῾Η γυναίκα ἀνταποκρίθηκε ἀμέσως πρόθυμα μόλις ξύπνησε, κι ἀφοῦ βρῆκε τήν κοπριά κι ἔσκαψε μέ τά χέρια της βρῆκε καί πῆρε τήν κεφαλή τοῦ ἁγίου. Τότε ἀπέκτησε καί πάλι τό φῶς της, ἐνῶ σέ ὄνειρο πάλι εἶδε τόν γιό της μέσα σέ δόξα μαζί μέ τόν ἅγιο καί νά ἀπολαμβάνει κοντά του τιμή.

Λοιπόν, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή πού τῆς ἔδωσε ὁ ἅγιος, σέ μία σορό τοποθέτησε καί τό λείψανο τοῦ παιδιοῦ της καί τήν κεφαλή τοῦ ἁγίου, ὁπότε ἐπέστρεψε μ᾽ αὐτήν στήν Καππαδοκία, παθαίνοντας παρόμοια μέ τόν Σαούλ, ὁ ὁποῖος ζητώντας τίς πατρικές ὄνους βρῆκε βασιλεία. Κι αὐτή ζητώντας νά γιατρευτεῖ ἀπό τήν τύφλωση τῶν ὀφθαλμῶν, καί τήν ἴαση πέτυχε καί τόν ἅγιο ἔκτοτε βρῆκε θερμό προστάτη της. Γι᾽ αὐτό καί ἀνήγειρε περικαλλή ναό στόν μάρτυρα κι ἐκεῖ κατέθεσε τό μαρτυρικό λείψανο, τό ὁποῖο πρόσφερε πλούσια στήν ἴδια καί σ᾽ ὅλους τούς πιστούς πηγές ἱαμάτων, εἰς δόξαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ».

Δέν εἶναι ἀπορίας ἄξιο τό γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ ἀναφέρεται σχεδόν καθ᾽ ὁλοκληρίαν σέ ὅ,τι συνέβη στόν ἅγιο Λογγίνο κάτω ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου: τόν τρομερό συγκλονισμό του πού τόν ὁδήγησε ἀπό ἄπιστος νά γίνει πιστός, σέ βαθμό μάλιστα πού νά δώσει ἔπειτα καί τήν ζωή του γι᾽ Αὐτόν. Ἡ Σταύρωση τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ, τό αἷμα καί τό ὕδωρ πού ἀνέβλυσαν ἀπό τήν λογχισθεῖσα πλευρά Του, ἡ ἀμαύρωση τοῦ ἥλιου ὅπως καί ὅλα τά ὑπερφυσικά πού συνέβησαν τότε, ἦταν ἐκεῖνα πού τόν ὁδήγησαν νά ὁμολογήσει Αὐτόν  Θεό καί Δεσπότη, καί μάλιστα, κατά τόν ὑμνογράφο, νά κατανοήσει ὅτι τό Πάθος Του αὐτό ἦταν ἑκούσιο καί καρπός τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του. «᾽Αφοῦ εἶδες τόν Κύριο νά ἔχει γίνει ἄνθρωπος καί νά ἔχει ἀνέβει στόν Σταυρό, νά ἔχει ἀμαυρώσει τήν λάμψη τοῦ ἥλιου καί νά ἔχει ἀναβλύσει ἀπό τήν πλευρά Του τήν σωτήρια ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν...ὁμολόγησες Αὐτόν Θεό καί Δεσπότη πού ὑπέμεινε τά πάθη ἑκούσια λόγω τῆς ἀμέτρητης εὐσπλαχνίας Του» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «Βλέποντας τά βουνά καί τή γῆ πού σαλεύτηκε κατά τήν ἡμέρα τοῦ Πάθους, σαλεύτηκες ἀπό τή στάση τῆς ἀπιστίας» (ὠδή ς´).

῾Η μεταστροφή τοῦ ἁγίου στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἑρμηνεύεται ἀπό τόν ἅγιο ὑμνογράφο καί ὡς καρπός βεβαίως τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ - ποιός μπορεῖ μόνος του μέ τίς δυνάμεις του νά δεῖ τόν ᾽Εσταυρωμένο ὡς τόν ἐν σαρκί παθόντα Θεό; - ἀλλά καί ὡς καρπός τῆς δικῆς του καλῆς διάθεσης καί φρόνησης. Μέ λυρισμό μεγάλο ὁ ὑμνογράφος καταγράφει τήν ἀλήθεια αὐτή, προσφέροντάς μας εἰκόνες ἐξαίσιες: «Βλέποντας, ἔνδοξε, τήν κατάκαρπη ἄμπελο νά κρέμεται πάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ καί νά πηγάζει οἶνο ζωῆς καί ἀφέσεως ἁμαρτιῶν, ἔβαλες ἀπό κάτω τά χείλη τῆς καρδιᾶς σου. Κι ἀφοῦ ἤπιες γέμισες ἀπό εὐφροσύνη, βγάζοντας ἀπό μέσα σου τήν κατάπικρη ἀπιστία σάν ἐχέφρων ἄνθρωπος, γιατί ἀκριβῶς προτίμησες πανηγυρικά τό καλύτερο ἀπό τό χειρότερο» (στιχηρό ἑσπερινοῦ).

῾Ο ᾽Ιωσήφ ὅμως ὁ ὑμνογράφος δέν μπορεῖ νά μή συγκρίνει τόν ἅγιο ἑκατόνταρχο καί τή μεταστροφή του μέ τόν ληστή πού συσταυρώθηκε μέ τόν Κύριο καί μετανόησε. Καί οἱ δύο ἄνδρες, ὁ σκληροτράχηλος ἀξιωματικός καί τό φόβητρο τῶν ἀνθρώπων ληστής, εἶναι οἱ πιό κοντινοί στόν Κύριο πάνω στόν Σταυρό. Στήν πιό δύσκολη θεωρούμενη στιγμή τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ - ῾᾽Ηλί, ᾽Ηλί λαμά σαβαχθανί;᾽ φωνάζει ὁ Κύριος, νιώθοντας ἐγκαταλειμμένος καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό Πατέρα Του! – δέν βρίσκονται οἱ μαθητές Του, δέν βρίσκονται (πέραν τῆς Παναγίας καί τοῦ Ἰωάννη κι αὐτοί σέ κάποια ἀπόσταση) δικοί Του νά Τόν παρηγορήσουν, ἀλλά θεωρούμενα ῾ἀνθρωπόμορφα᾽ θηρία! Κι ἀποκαλύπτεται ὅτι αὐτά τά ῾θηρία᾽ εἶχαν πολύ τρυφερή καρδιά. ῾Ο ἕνας παρακαλεῖ νά τόν θυμηθεῖ ὁ Κύριος στήν Βασιλεία Του, ὁ ἄλλος Τόν ὁμολογεῖ Θεό καί ἄνθρωπο. Καί τελικῶς καί οἱ δύο εἰσέρχονται στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «᾽Αθλοφόρε Λογγίνε, μαζί μέ τόν εὐγνώμονα Ληστή ὁμολόγησες τόν πάντων Κύριο Υἱόν Θεοῦ, ὑπέρ τοῦ ῾Οποίου καί μέ χαρά σφαγιάστηκες» (ἐξαποστειλάριο ὄρθρου).

῾Ο ὑμνογράφος ὅμως (ὁ ὁποῖος στό τροπάριο πού μᾶς ἐνδιαφέρει: τό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ, δέν εἶναι ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ ἀλλά ὁ ᾽Ιωάννης ὁ μοναχός) προβαίνει σέ μία ἐνσυνείδητη  ἀνακολουθία: βάζει στήν θέση τοῦ ληστῆ τόν ἴδιο τόν ἅγιο. Βλέπει τόν Λογγίνο ὡς τόν ληστή. Τά λόγια τοῦ ληστῆ γίνονται λόγια καί ἐκείνου. «Καθώς βρισκόσουν στόν Σταυρό καί ἔβλεπες αὐτά πού συνέβαιναν, βλέποντας τόν σταυρωμένο ἐπί τοῦ ξύλου Θεό καί ἄνθρωπο φώναζες πρός αὐτόν: ᾽Εν τῇ βασιλείᾳ σου μνήσθητί μου Κύριε. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Σωτήρας φώναζε σέ σένα: Εἶσαι μακάριος, Λογγίνε, καί θά σέ θυμοῦνται ὅλοι στούς αἰῶνες». Νομίζουμε ὅτι στό τροπάριο αὐτό καί τό ῾μπέρδεμα᾽ τῶν ρόλων μεταξύ ἑκατοντάρχου καί ληστῆ βρισκόμαστε στό πιό ὑψηλό σημεῖο τῆς ποίησης τῆς ἑορτῆς: ὁ Λογγίνος εἶναι ἤδη σωσμένος ἀπό τήν ὥρα τῆς ὁμολογίας του κατά τό Πάθος τοῦ Κυρίου καί ὄχι ἀπό τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου του. Τό βεβαίωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος γιά τόν ληστή, συνεπῶς καί γιά τόν Λογγίνο: «ἀμήν λέγω σοι, σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ». Καί γιά κάτι ἀκόμη: μπροστά στόν ἐσταυρωμένο Κύριο ὁ ὅποιος ρόλος τοῦ ἀνθρώπου ἐξαφανίζεται: εἴτε ἐκπρόσωπος τοῦ νόμου (ὁ ἑκατόνταρχος) εἶναι κανείς εἴτε ὑπόδικος (ὁ ληστής), αὐτό πού σώζει εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη στόν Χριστό. Γιά τόν Χριστό κάθε ἄνθρωπος εἶναι τό ἴδιο καί κάθε ἕναν τόν θέλει στήν Βασιλεία Του. Γιά τόν Χριστό κάθε σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου πέραν τῆς ῾καρδιᾶς᾽ δέν ὑφίσταται. Αἴρεται καί χάνεται.

15 Οκτωβρίου 2024

ΝΑ ΣΥΝΤΟΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΘΜΟ ΤΟΥ… ΘΕΟΥ!

Χωρίς την αγάπη του Χριστού ενεργούσα στην καρδιά και το σώμα του χριστιανού δεν υπάρχει χριστιανικότητα – η αγάπη αυτή αποτελεί το κριτήριο της κάθε εποχής. Ό,τι ίσχυε απαρχής που ήλθε ο Κύριος, ισχύει και σήμερα, διότι ο λόγος του Θεού είναι αιώνιος. Δεν αλλοιώνεται η πίστη μας με την πάροδο του καιρού ή με τις εξωτερικές αλλαγές της κοινωνίας. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνες». Τι σημαίνει αυτό; Μέσα στις δυσκολίες, μέσα στην τραγικότητα πολλές φορές της ζωής, μέσα στις απανωτές «ατυχίες», ο χριστιανός δεν μπορεί να βρίσκει δικαιολογία για να αρνείται τον Χριστό, δηλαδή την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Καμία δικαιολογία δεν υπάρχει, καμία πρόφαση, για να γογγύζουμε κατά του Θεού, να βλασφημούμε τον Θεό, να βλασφημούμε την εικόνα του Θεού τον άνθρωπο, να είμαστε έτοιμοι να ρίξουμε στην πυρά και στο ανάθεμα κάθε έναν που μας δημιουργεί ίσως πρόβλημα στην καλή διαβίωσή μας. 

Το τονίζουμε: η αγάπη και προς τους εχθρούς και προς τους κάθε λογής διώκτες μας, αγάπη που φανερώνεται έστω και ως πόθος και βαθιά επιθυμία και διαρκές αγώνισμα, είναι το απόλυτα καθοριστικό γνώρισμα της χριστιανικότητάς μας. Διότι η επιμονή στην αγάπη αυτή είναι το μόνο σημείο που μας συντονίζει με τον Θεό μας. Όπως δεν μπορούμε να «πιάσουμε» έναν σταθμό, τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό, χωρίς να συντονιστούμε εκεί που εκπέμπει, έτσι και δεν μπορούσε να «πιάσουμε» τον Θεό, να Τον ζήσουμε δηλαδή στην ύπαρξή μας, πέρα από εκεί που «εκπέμπει». Και ο Θεός μας εκπέμπει πάντα και αδιάκοπα στην αγάπη. Διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Αν αυτό δεν το καταλαβαίνουμε, τουλάχιστον να έχουμε το ρεαλισμό να ομολογούμε το έλλειμμα της χριστιανικότητάς μας. Στην περίπτωση αυτή όμως, «προς τίνα απευλευσόμεθα;» Ποιος άλλος έχει «ρήματα ζωής αιωνίου

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΤΗΣ ΕΝ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

«Ο άγιος Λουκιανός ήταν υιός ευσεβών γονέων, ο οποίος μετά την αποβίωσή τους σκόρπισε ό,τι περιουσία είχε στους πτωχούς, σχολάζοντας πια στη μελέτη των θείων Γραφών. Γι’  αυτό και μετέστρεψε προς την πίστη του Χριστού πολλούς Ιουδαίους και ειδωλολάτρες. Άφησε όμως τη δική του πόλη και πήγε στη Νικομήδεια, προκειμένου να ενισχύσει προς τους μαρτυρικούς αγώνες εκείνους που από το φόβο των μαρτυρίων εγκατέλειπαν την πίστη. Επειδή ήταν πολύ καλλιγράφος, άφησε στην Εκκλησία των Νικομηδέων ένα βιβλίο, στο οποίο έχοντας τρεις στήλες σε κάθε σελίδα κατέγραψε όλη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Τόσο πολύ μάλιστα ξεπέρασε τα ανθρώπινα, ώστε όταν πήγαινε στην πόλη, σε άλλους ήταν ορατός και σε άλλους αόρατος. Έμαθε γι’  αυτόν ο βασιλιάς Μαξιμιανός, κι επειδή φοβήθηκε να τον δει κατά πρόσωπο, συζήτησε μαζί του, καλυμμένος πίσω από παραπέτασμα. Μόλις όμως κατάλαβε τη σταθερότητα της πίστεώς του στον Χριστό, τον κατεδίκασε σε μακρόχρονη πείνα. Επειδή λοιπόν δεν έφαγε και δεν ήπιε τίποτα για πολλές ημέρες, πέθανε μέσα στη φυλακή. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να ριχτεί το σώμα του στη θάλασσα, το οποίο περισυνέλεξε ένα δελφίνι με προσταγή του Θεού και το έφερε στους ώμους του στην ξηρά».

Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός ο άγιος Λουκιανός, ακόμη και σε πολύ κοντινούς προς την Εκκλησία ανθρώπους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο άγιος δεν διακρινόταν από χαρίσματα του Θεού και μάλιστα μεγάλα. Το αφιλάργυρο του χαρακτήρα του, η ελεήμων διάθεσή του προς τους πτωχούς, η ιεραποστολική φλόγα του στους αγνοούντες την πίστη του Χριστού, το μαρτυρικό φρόνημά του, ακόμη δε και η καλλιέπεια των λόγων του, όπως και το ζωγραφικό του ταλέντο, ήταν από εκείνα που κοσμούσαν την ύπαρξή του, κάνοντάς τον έναν από τους πιο χαριτωμένους ανθρώπους της εποχής του.  Εκείνο όμως το στοιχείο που κυριολεκτικά πυρπολούσε και κινητοποιούσε την ψυχή και το σώμα του ήταν η βαθιά αγάπη του προς τον Θεό, που απαρχής φάνηκε με τη συνεχή ενασχόλησή του με την Αγία Γραφή, όπως και με την επιθυμία του να αφήσει αντιγραμμένο το κείμενο της Αγίας Γραφής στους πιστούς του, σε εποχή βεβαίως που δεν υπήρχαν και πολλά αντίτυπά της.  «Ήσουν πυρπολημένος από την αγάπη του Χριστού, ένδοξε», όπως σημειώνει και ο υμνογράφος του. Αυτή η μεγάλη αγάπη του προς τον Κύριο ήταν και το ερμηνευτικό «κλειδί» της όλης βιοτής και της κατά Θεόν συμπεριφοράς του. Αυτή εξηγεί και τη σφοδρή αγάπη του προς τους συνανθρώπους του, καρπός της οποίας ήταν η προσφορά της όλης περιουσίας του, η μετακόμισή του στη Νικομήδεια, προκειμένου να ενισχύσει τους χριστιανούς με το αλειπτικό  έργο του – «ισχυρός κατά της πλάνης ανεδείχθης, μακάριε, και πολλών αλείπτης (καθοδηγητής)» -  η διαρκής έγνοια του να γνωρίσουν οι άνθρωποι τον Χριστό.

Αποτέλεσμα της διπλής αυτής μεγάλης αγάπης, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ήταν όχι μόνον να ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου, αλλά να ζει, ήδη από τον κόσμο τούτο, σαν άγγελος του Θεού. Αυτό δεν είναι κατά τον απόστολο και το γνώρισμα του μεγάλου αγίου; «Έχω την επιθυμίαν εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (επιθυμώ να φύγω από τη ζωή και να είμαι ενωμένος με τον Χριστό), σημειώνει ο άγιος Παύλος. Και: «ήρθης προς περίδοξον ύψος, αξιάγαστε, και των αγγέλων έφθασας τα τάγματα» (υψώθηκες πολύ ψηλά, θαυμάσιε, και έφτασες τα τάγματα των αγγέλων) κατά τον υμνογράφο. Είναι σπάνια η περίπτωση μάλιστα που βλέπουμε στον άγιο Λουκιανό, ήδη από τη ζωή αυτή να μπορεί σαν τους αγγέλους πότε να είναι ορατός και πότε αόρατος. Θυμίζει αυτό που ακούγεται ακόμη και σήμερα για τους αόρατους μοναχούς του Αγίου Όρους, ένα άκουσμα που είναι αξιόπιστο, όταν επιβεβαιώνεται από αγίους ασκητές σαν τον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη. Δεν ανήκει λοιπόν στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας κάτι τέτοιο, αλλά εντάσσεται μέσα στην πνευματική παράδοση της Εκκλησίας, η οποία, όπως έχουμε τονίσει και άλλοτε, πατά μεν στέρεα πάνω στη γη, αλλά ταυτοχρόνως πολιτεύεται στον ουρανό.

Ένα τέτοιο πνευματικό ύψος κάνει τον υμνογράφο του αγίου να δει και τη ρίψη του στη θάλασσα, όπως  και τη θαυμαστή έξοδό του μέσω δελφινιού,  σαν γεγονός αντίστοιχο προς εκείνο του προφήτη Ιωνά. «Κητώας εκ γαστρός Ιωνάν ο ρυσάμενος, τριημερεύσαντα σώζει, σε βυθού θαλάσσης καθυπουργούντων εναλίων σοι θηρών μεθ’ ημέρας τριάκοντα» (Αυτός που έσωσε τον Ιωνά από τη γαστέρα του κήτους, όταν τρεις ημέρες βρισκόταν εκεί, ο Ίδιος σε σώζει από τον βυθό της θάλασσας, μετά από τριάντα ημέρες, με τη βοήθεια των δελφινιών). Κι έχουμε την εντύπωση ότι η αντιστοιχία αυτή από τον υμνογράφο θέλει να υπενθυμίσει ότι ο πιστός που ζει την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, οπωσδήποτε είναι σωσμένος και αναστημένος, αφού ο Ιωνάς από τον ίδιο τον Κύριο θεωρήθηκε τύπος της αναστάσεώς Του. Ένας θεωρούμενος «άγνωστος» άγιος, με τέτοια αγιότητα, με τόσα χαρίσματα, με τέτοια εμβέλεια σε όλον τον πνευματικό κόσμο!