19 Οκτωβρίου 2024

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 8, 26-39)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, κατέπλευσεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας. Ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν. Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. Ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. Ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. Ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, Ἰησοῦς κατέπλευσε στήν περιοχή τῶν Γαδαρηνῶν, πού βρίσκεται στήν ἀπέναντι ὄχθη ἀπό τή Γαλιλαία. Ὅταν βγῆκε στήν ξηρά, τόν συνάντησε κάποιος ἄντρας ἀπό τήν πόλη, πού εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπό πολύν καιρό. Ροῦχο δέν ντυνόταν οὔτε ἔμενε σέ σπίτι, ἀλλά ζοῦσε στά μνήματα. Ὅταν εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἔβγαλε μιά κραυγή, ἔπεσε στά πόδια του καί τοῦ εἶπε μέ δυνατή φωνή: «Τί δουλειά ἔχεις ἐσύ μἐμένα Ἰησοῦ, Υἱέ τοῦ ὕψιστου Θεοῦ; Σέ παρακαλῶ μή μέ βασανίσεις». Αὐτά τά εἶπε, γιατί Ἰησοῦς εἶχε διατάξει τό δαιμονικό πνεῦμα νά βγεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἀπό πολλά χρόνια τόν εἶχε στήν ἐξουσία του, καί γιά νά τόν συγκρατήσουν τόν ἔδεναν μέ ἁλυσίδες καί τοῦ ἔβαζαν στά πόδια σιδερένια δεσμά. Ἐκεῖνος ὅμως ἔσπαζε τά δεσμά, καί τό δαιμόνιο τόν ὁδηγοῦσε στίς ἐρημιές. Ὁ Ἰησοῦς τόν ρώτησε: «Ποιό εἶναι τό ὄνομά σου;» Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Λεγεών»· γιατί εἶχαν μπεῖ μέσα του πολλά δαιμόνια. Τά δαιμόνια, λοιπόν, τόν παρακαλοῦσαν νά μήν τά διατάξει νά πᾶνε στήν ἄβυσσο. Ἐκεῖ κοντά ἦταν ἕνα κοπάδι ἀπό πολλούς χοίρους πού ἔβοσκαν στό βουνό, καί τά δαιμόνια παρακαλοῦσαν τόν Ἰησοῦ νά τούς ἐπιτρέψει νά μποῦν στούς χοίρους, καί τούς τό ἐπέτρεψε. Βγῆκαν, λοιπόν, ἀπό τόν ἄνθρωπο καί μπῆκαν στούς χοίρους. Τότε τό κοπάδι ὅρμησε πρός τόν γκρεμό καί πνίγηκε στή λίμνη. Μόλις οἱ βοσκοί εἶδαν τί ἔγινε, ἔφυγαν καί τό εἶπαν στήν πόλη καί στήν ὕπαιθρο. Βγῆκαν οἱ ἄνθρωποι νά δοῦν τί ἔγινε καί ἦρθαν κοντά στόν Ἰησοῦ. Βρῆκαν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ὁποῖο βγῆκαν τά δαιμόνια νά κάθεται δίπλα στόν Ἰησοῦ, νά φοράει ροῦχα καί νά φέρεται λογικά, καί φοβήθηκαν. Ὅσοι εἶχαν δεῖ τί εἶχε γίνει, τούς εἶπαν γιά τό πῶς ὁ δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε ὅλο τό πλῆθος ἀπό τήν περιοχή τῶν Γαδάρων παρακαλοῦσαν τόν Ἰησοῦ νά φύγει ἀπό κοντά τους, γιατί τούς εἶχε πιάσει μεγάλος φόβος. Ἐκεῖνος μπῆκε στό πλοιάριο γιά νά γυρίσει πίσω. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τά δαιμόνια τόν παρακαλοῦσε νά τόν πάρει μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ εἶπε νά φύγει, μέ τά παρακάτω λόγια: «Γύρισε στό σπίτι σου καί διηγήσου ὅσα ἔκανε σ’ ἐσένα ὁ Θεός». Ἐκεῖνος ἔφυγε διαλαλώντας σ’ ὅλη τήν πόλη ὅσα ἔκανε σ’ αὐτόν ὁ Ἰησοῦς.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄ Κορ. στ΄ 16 - 18, ζ΄ 1)

Ἀδελφοί, ὑμεῖς ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός. Διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ἐσεῖς εἶστε ναός τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅπως ἴδιος εἶπε: Θά κατοικήσω ἀνάμεσά τους καί θά πορεύομαι μαζί τους. Θά εἶμαι Θεός τους, κι αὐτοί θά εἶναι λαός μου. Γι΄ αὐτό λέει ὁ Κύριος: Φύγετε μακριά ἀπ΄ αὐτούς καί ξεχωρίστε. Μήν ἀγγίζετε ἀκάθαρτο πράγμα, κι ἐγώ θά σᾶς δεχτῶ. Θά εἶμαι γιά σᾶς ὁ πατέρας, κι ἐσεῖς θά εἶστε γιοί καί θυγατέρες μου, λέει ἀκόμα ὁ παντοκράτορας Κύριος. Ἀφοῦ λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ἔχουμε αὐτές τίς ὑποσχέσεις, ἄς καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό καθετί πού μολύνει τό σῶμα καί τήν ψυχή. Ἄς ζήσουμε μία ἅγια ζωή μέ φόβο Θεοῦ.

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΩΗΛ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΟΥΑΡΟΣ

 

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΩΗΛ

«Το όνομα του προφήτου Ιωήλ ερμηνεύται αγάπη Κυρίου ή αρχή ή απαρχή Θεού. Ο προφήτης καταγόταν από τη γενιά του Ρουβίμ και προφήτευσε για πείνα που θα επισυμβεί και για έκλειψη θυσιών και για το πάθος του δικαίου Προφήτη (του Ιησού Χριστού) Μέσω του πάθους αυτού όλη η γη ανακαινίζεται και σώζεται. Ο προφήτης μετά την προφητική του δράση απέθανε και ετάφη στην πατρίδα του».

Ο προφήτης Ιωήλ είναι γνωστός για τις «οράσεις» του περί του Πνεύματος του Θεού που θα εκχυνόταν στους ανθρώπους, μετά τον ερχομό του Μεσσία. Είναι εκείνος που κατεξοχήν προφήτευσε την ημέρα της Πεντηκοστής, κάτι που το επισημαίνουν και οι ίδιοι οι απόστολοι του Κυρίου, κατεξοχήν δε ο απόστολος Πέτρος: «Αυτό που βλέπετε, άνδρες Ιουδαίοι, (η επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος δηλαδή) είναι εκείνο που είπε ο Θεός μέσω του προφήτη Ιωήλ: Αυτό θα συμβεί στις έσχατες ημέρες, λέει ο Θεός: Θα χαρίσω πλουσιοπάροχα το Πνεύμα μου σε κάθε άνθρωπο∙ έτσι, οι γιοι σας κι οι θυγατέρες σας θα κηρύξουν την αλήθεια∙ οι νέοι σας θα δουν οράματα κι οι γέροντές σας θα ονειρευτούν όνειρα θεϊκά» (Πρ. Αποστ. 2, 16-17). Την πραγματικότητα αυτή βεβαίως υμνολογεί και η ακολουθία του προφήτη, όπως για παράδειγμα στην δ΄ ωδή: «Ως προήγγειλας, ένδοξε, παρά Θεού εκκέχυται το Πνεύμα, επί πάσαν σάρκα ήδη πιστεύσασαν». Όπως προανήγγειλες, ένδοξε, εκχύθηκε το Πνεύμα από τον Θεό, σε κάθε άνθρωπο που ήδη πίστεψε.

Ο υμνογράφος τονίζει επομένως το γεγονός ότι η Εκκλησία πια, δεδομένου ότι από την ημέρα της Πεντηκοστής ξεκινά η ενεργοποίησή της, ζει μέσα στο Πνεύμα του Θεού, το Οποίο εκχεόμενο επί πάντας τους πιστούς, ιδίως με το μυστήριο του χρίσματος, καθιστά αυτούς προφήτες. Είναι βασική πίστη της Εκκλησίας μας δηλαδή, ότι ο άνθρωπος που θα πιστέψει στον Χριστό, θα βαπτιστεί, ώστε να γίνει μέλος Εκείνου, και θα χριστεί, ώστε να λάβει τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος, με τα οποία θα μπει σε λειτουργία το καινούργιο αυτό μέλος του Χριστού. Η χρίση αυτή ως λήψη του αγίου Πνεύματος κάνει τον κάθε πιστό και έναν προφήτη. «Το θείον Πνεύμα εκκέχυται, ως ο σεπτός Ιωήλ, προφητεύων εθέσπισε…και προφητεύουσιν οι την ενέργειαν την αυτού δεξάμενοι». Το θείον Πνεύμα εκχύθηκε, όπως ο σεπτός Ιωήλ θέσπισε με τις προφητείες του…και προφητεύουν όσοι δέχτηκαν την ενέργειά Του.

Έτσι από την προφητεία της Παλαιάς Διαθήκης, ως χάρισμα ελέγχου της αμαρτίας και προαναγγελίας του ερχόμενου Μεσσία, ερχόμαστε διά του αγίου Πνεύματος στην προφητεία της Εκκλησίας, ως χάρισμα που έχει ο κάθε βαπτισμένος και χρισμένος πιστός, ώστε να ακροάται τον λόγο του Θεού, να μπορεί να κηρύσσει αυτόν τον λόγο, όταν του αναθέτει κάτι τέτοιο  η Εκκλησία, να μετέχει στα μυστήρια, να μετέχει στην οργάνωση και διοίκηση της Εκκλησίας. Θα πρέπει κάποτε ίσως να συνειδητοποιήσουμε οι πιστοί της Εκκλησίας το μεγαλείο και το ύψος που μας έδωσε η χάρη του Θεού: να είμαστε μέλη Χριστού και έμπλεοι του Πνεύματός Του. Αρκεί βεβαίως να αγωνιζόμαστε σαν τον προφήτη Ιωήλ στη βασική προϋπόθεση που έχει αυτή η δωρεά, για να μπορεί κανείς να τη διακρατεί: την κάθαρση της καρδίας από τους μολυσμούς της αμαρτίας. «Των μολυσμών προκαθαρθείς της καρδίας, δοχείον ώφθης καθαρόν θεορρήμον, του Παναγίου Πνεύματος».  Δηλαδή: Καθάρισες πρώτα τον εαυτό σου από τους μολυσμούς  της καρδιάς, κι έτσι φάνηκες, θεορρήμον προφήτη, καθαρό δοχείο του Παναγίου Πνεύματος. Κι είναι ευνόητο και γνωστό: ο απόλυτα καθαρός από κάθε αμαρτία Θεός αναπαύεται μόνον στην καρδιά που παλεύει για την αντίστοιχη καθαρότητά της. Γι’  αυτό και θα τονίσει ο υμνογράφος ότι όσοι ακολουθούμε τις διδαχές του προφήτη Ιωήλ με όλη την καρδιά και τη διάνοιά μας, εκζητούμε τον Θεό με δάκρυα και προσευχές, (με τα οποία καθαρίζεται βεβαίως η καρδιά). «Οι ταις σαις διδαχαίς ακολουθήσαντες, εξ όλης καρδίας και διανοίας, εν κλαυθμώ τε και δεήσεσι, τον Θεόν εκζητούμεν αξιάγαστε».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΟΥΑΡΟΣ

«Ο άγιος Ούαρος έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού και ήταν στρατιωτικός στην Αίγυπτο. Καταγόταν δε από επίσημο και λαμπρό και ευσεβές γένος. Όταν φυλακίστηκαν κάποιοι άγιοι λόγω της πίστεώς τους στον Χριστό για μεγάλο διάστημα, επτά τον αριθμό, τους φρόντιζε καθημερινά ο άγιος Ούαρος. Έτυχε λοιπόν ο ένας από τους επτά να αναπαυτεί εν Κυρίω, οπότε ο άγιος μπήκε στη θέση εκείνου, κάτι που προκάλεσε την αντίδραση του ηγεμόνα. Τους οδήγησε όλους μαζί ενώπιόν του και έδωσε εντολή να κτυπηθεί πρώτος από όλους ο Ούαρος με ρόπαλα, να ξεστούν οι πλευρές του επί πολύ, και επειδή παρατάθηκαν τα βασανιστήρια επί πέντες ώρες, παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο».

Ο άγιος Ούαρος θυμίζει άλλους μάρτυρες, οι οποίοι οδηγήθηκαν στο μαρτύριο κατ’ αντανάκλαση: ζήλεψαν δηλαδή την άθληση προηγηθέντων από αυτούς μαρτύρων, κι έτσι παρακινήθηκαν για να εισέλθουν στο μαρτύριο οικειοθελώς. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν παύουν βεβαίως να τονίζουν τη μεγάλη αγάπη, έως σημείου γλυκυτάτου έρωτα,  και αυτού του αγίου προς τον Θεό, τέτοια αγάπη, που τον έκανε να απαρνηθεί τον εαυτό του και να προσχωρήσει στα μαρτύρια με πολύ θάρρος και δύναμη: «Θείας αγάπης, παμμάκαρ, κατασχεθείς, τω γλυκίστω έρωτι, απηρνήσω σεαυτόν, και προς πάσαν βάσανον σαρκός, προσεχώρησας στερρώς αγωνισάμενος».  Πρέπει να σημειώσουμε την παρατήρηση του υμνογράφου: το άμεσο αποτέλεσμα της αγάπης προς τον Θεό είναι η υπέρβαση του φόβου και το μεγάλο θάρρος. Είναι αυτό που σημειώνει και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος: «Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». Όπου πέσει η αγάπη του Θεού, εκεί πράγματι ο οποιοσδήποτε φόβος εξαφανίζεται. Ο πραγματικός χριστιανός, όπως είναι ο άγιος, είναι και ο πιο θαρραλέος και γενναίος άνθρωπος. Ο ύμνος εν προκειμένω της Εκκλησίας μας, και όχι μόνο ένας, είναι αποκαλυπτικότατος: Ο άγιος Ούαρος έβλεπε κατά το μαρτύριό του να πέφτουν κάτω οι σάρκες του μαζί με τα αίματά του, και ήταν σαν να έπασχε, λέει, άλλος: «Σάρκας συν τοις αίμασι καταπιπτούσας εώρας, και ως άλλου πάσχοντος, Αθλητά, διέκεισο γενναιότατε».

Κι είναι νομίζουμε πολύ επίκαιρη αυτή η επισήμανση λόγω της όλης ατμόσφαιρας που ζει η παγκόσμια κοινότητα: φόβου, ανασφάλειας, άγχους, γιατί συχνά οδηγείται κανείς σε μελαγχολία και απελπισία και απόγνωση. Λοιπόν, η Εκκλησία μας με τους αγίους, όπως με τον άγιο Ούαρο, μάς προσανατολίζει  σε κάτι διαφορετικό: τη με γενναιότητα υπομονή των δεινών, γιατί μάς λέει ότι υπάρχει το αντίδοτο: η θέαση του Χριστού και η αγάπη μας σ’  Εκείνον. Με άλλα λόγια, η περίπτωση του αγίου Ούαρου μας δίνει μία αισιόδοξη «νότα», μέσα στη «μαυρίλα» της εποχής: να αρχίσουμε να αγαπάμε περισσότερο τον Χριστό, ώστε με την αγάπη αυτή να θωρακίσουμε τους εαυτούς μας με τη γενναιότητα και το θάρρος. Εκεί ίσως υπάρχει και το έλλειμμα που έχουμε οι σημερινοί χριστιανοί, οι οποίοι απελπιζόμαστε εύκολα και τα «χάνουμε». Δεν έχουμε την αγάπη που πρέπει. Λοιπόν, θέλουμε να αποκτήσουμε τα «νεύρα», δηλαδή τη δύναμη και τη θέληση, για να αντέχουμε τα πάντα; Οι ελπίδες μας πρέπει να στραφούν πρωτίστως στον Θεό και στην υπέρβαση των δεινών που φέρνει πάντοτε η ελπίδα σ’  Αυτόν. Όπως συνέβη και στον άγιο Ούαρο: «Υπήλθες γνώμη σταθηρά τους ανδρείους αγώνας, νευρωθείς ταις ελπίσι των μελλόντων αγαθών». Μπήκες με γενναιότητα και σταθερή γνώμη στους αγώνες, γιατί «νευρώθηκες» με τις ελπίδες των μελλόντων αγαθών.

Με τον άγιο Ούαρο όμως είναι συνδεδεμένη και η συγκινητική ιστορία μίας γυναίκας, της Κλεοπάτρας,  με τον νεαρό υιό της, ιστορία που καταγράφεται και σε διάφορα Γεροντικά, και που μνημονεύεται αρκετές φορές και από τον υμνογράφο της ακολουθίας του αγίου. «Αλείφουσα μύροις σε, η θαυμαστή Κλεοπάτρα, υπό γην κατέθετο, και ναόν πανάγιον ανεδείματο, εορτήν άγουσα, θαυμαστήν Ούαρε, και πιστώς σε λιτανεύουσα∙ ης το παιδάριον, νοητή στρατεία κατέλεξας, και δόξη κατεκάλλυνας, και χοροίς Αγίων συνέταξας».  Αποδίδουμε με πιο ελεύθερο τρόπο τον ύμνο: η θαυμαστή Κλεοπάτρα,  μετά το μαρτύριό σου, Ούαρε, πήρε το άγιο λείψανό σου, το άλειψε με μύρα, το έθαψε κάτω από τη γη και σου έφτιαξε πανάγιο ναό. Όταν ήλθε η ημέρα της εορτής σου και σε λιτάνευσε με τρόπο πιστό, είδε ότι ο υιός της, από τον μεγάλο κάματο της ημέρας, πέθανε. Κι όταν εκείνη με δάκρυα μπροστά στον τάφο σου έκλαιγε γοερά, της παρουσιάστηκες με λαμπρό τρόπο, έχοντας μαζί σου και τον υιό της, ο οποίος απευθύνθηκε παρηγορητικά στη μητέρα του, λέγοντας πόσο καλά περνά εκεί που βρίσκεται, γεγονός που έκανε την Κλεοπάτρα να κατανοήσει ότι και ο υιός της συγκαταλέχτηκε στη νοητή στρατιά, είναι και αυτός δοξασμένος, μαζί με τους χορούς των αγίων. Η Κλεοπάτρα παρηγορήθηκε και παραμένοντας έκτοτε στον ναό, υπηρετώντας διαρκώς τον άγιο Ούαρο, παρέδωσε και αυτή εν ειρήνη την αγία ψυχή της.

17 Οκτωβρίου 2024

ΟΙ…ΤΕΛΕΙΩΣ ΑΠΡΟΚΟΦΤΟΙ!

«Εκείνοι που αλλάζουν εύκολα Μοναστήρι είναι τελείως απρόκοφτοι. Διότι τίποτε δεν συντελεί τόσο στην ακαρπία, όσο η έλλειψη υπομονής» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. δ΄, 90)

Μη νομίσεις ότι αυτό που λέει ο άγιος ισχύει μόνο για τους καλογέρους. Στη θέση «Μοναστήρι» βάλε ενορία, πνευματικό, τόπο ίσως, εργασία, ακόμη και… σύζυγο. Υπάρχουν άνθρωποι που κάθονται κάπου για ένα διάστημα, κι έπειτα… βαριούνται. Οι δυσκολίες που υπάρχουν σε κάθε τι στον κόσμο τούτο – δεν υπάρχει τίποτε εύκολο σ’ αυτήν τη ζωή: οι θλίψεις είναι το βασικό γνώρισμά της – οι διάφοροι πειρασμοί που παρουσιάζονται, τα αγκάθια στην όποια σχέση πάει να αναπτυχθεί, η ρουτίνα της καθημερινότητας, τους κάνουν να θέλουν να αλλάζουν. Να μη μένουν κάπου σταθερά. Έστω κι αν αυτό το κάπου είναι ιδιαίτερα σοβαρό. Τυχαία άραγε ο απόστολος επισημαίνει ότι «έκαστος εφ’ ω ετάχθη, εκεί μενέτω»; Τάχθηκες κάπου; Εκεί μείνε. Γιατί; Διότι αν με ευκολία επιθυμείς την όποια εξωτερική αλλαγή στη ζωή σου, τότε είσαι «τελείως απρόκοφτος». Όχι απλώς απρόκοφτος, αλλά «τελείως».

Πώς το εξηγεί ο άγιος; Τι βλέπει πίσω από αυτήν την ετοιμότητα μετάθεσης; Την έλλειψη υπομονής. Και η υπομονή γι’ αυτόν και για όλους τους αγίους μας δεν είναι μία απλή αρετή, αλλά το θεμέλιο των αρετών – αποκαλύπτει την ταπείνωση του ανθρώπου. Ο ίδιος ο Κύριος το τόνισε: «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών». Και ο απόστολος σημειώνει ότι η υπομονή διατρέχει όλη την πνευματική ζωή: «Δι’ υπομονής τρέχομεν τον προκείμενον ημίν αγώνα». Λοιπόν «η υπομονή είναι το υλικό με το οποίο κτίζεται το πνευματικό οικοδόμημα του ανθρώπου» (όσιος Πέτρος Δαμασκηνός).

Οπότε χωρίς υπομονή μην περιμένεις καρπούς πνευματικούς. Οι πνευματικοί καρποί έρχονται εκεί που επιμένει και υπομένει κανείς. Που σημαίνει ότι δεν πρέπει να βιάζεσαι. Όποιος βιάστηκε για να αποκτήσει κάτι καλό, εκείνος εξαπατήθηκε και απέτυχε. Το ίδιο δεν συμβαίνει άλλωστε και με τα πράγματα του κόσμου τούτου; Εκεί που δεν φαίνεται καμία προοπτική σε μία εργασία για παράδειγμα, εκεί που πας να απελπιστείς από τη σχέση σου με το έφηβο αντιδραστικό παιδί σου, αλλά υπομένεις και επιμένεις, εκεί δειλά δειλά αρχίζει να έρχεται η επιτυχία και η αποκατάσταση. Θυμήσου και τον Γέροντα που θέλησε να διδάξει τον νεαρό υποτακτικό του την αξία ακριβώς της υπομονής! Τον έβαζε καθημερινά να κάνει δρόμο πολύ, για να ποτίζει ένα σπόρο σε έρημη γη. Και μετά από αρκετό πράγματι διάστημα, ήλθε και η καρποφορία. Και το διατράνωνε: «ελάτε να δείτε τον καρπό της υπομονής»!

Λοιπόν η υπομονή παρότι συνυπάρχει με την οδύνη, εμπερικλείει την ελπίδα. Σε κάνει να προσβλέπεις στη χαρά της καρποφορίας!  

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΩΣΗΕ

«Ο προφήτης Ωσηέ, του οποίου το όνομα σημαίνει «ο Θεός σώζει», ανήκει στους δώδεκα μικρούς λεγόμενους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Έδρασε κατά τον 8ο π.Χ. αιώνα στο Βόρειο βασίλειο του Ισραήλ, που είχε πρωτεύουσα τη Σαμάρεια, και το οποίο καταλύθηκε οριστικά από τους Ασσυρίους το 722 π.Χ. Από το βιβλίο του φαίνεται ότι ο ίδιος δεν έζησε την καταστροφή, την οποία όμως προφήτευσε και περιέγραψε. Δεν έχουμε πολλά στοιχεία για τη ζωή του, γνωρίζουμε όμως καλά τη διδασκαλία του από το προφητικό του βιβλίο. Η προσωπική ιστορία του προφήτη - το γεγονός δηλαδή ότι παντρεύτηκε μία γυναίκα, ονόματι Γόμερ (με την οποία απέκτησε τρεις κόρες), η οποία απεδείχθη μεν μία άπιστη σύζυγος, αλλά παρ’ όλα αυτά εκείνος εξακολουθούσε να την αγαπά, μέχρις ότου την δέχτηκε πίσω στο σπίτι μετανοημένη - αποτελεί την προϋπόθεση κατανοήσεως του βιβλίου του. Διότι από τη σχέση του με τη σύζυγό του ο προφήτης κατανοεί και τη σχέση του Θεού-Γιαχβέ με τον λαό Του Ισραήλ. Ο Θεός αγαπά τον λαό αυτό, που αποδεικνύεται άπιστος, καθώς διαρκώς στρέφεται στα είδωλα. Όμως ο Θεός εξακολουθεί και αγαπά τον Ισραήλ, προσδοκώντας τη μετάνοιά του, και όταν αυτός πράγματι μετανοεί, Εκείνος αμέσως τον αποδέχεται, οπότε Θεός και λαός ζουν συμφιλιωμένοι».

Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος μιλώντας για τον προφήτη Ωσηέ τονίζει πρώτα από όλα το προφητικό του χάρισμα, τον φωτισμό δηλαδή που είχε από τον Θεό, προκειμένου και να ελέγξει την αμαρτία των ανθρώπων της εποχής του και να περιγράψει τον ερχομό του Μεσσία, ο Οποίος θα έρθει στον κόσμο εκ Παρθένου, θα πάθει διά Σταυρού, αλλά και θα αναστηθεί. «Πόση, πολύ υπερθαύμαστη, Ωσηέ θεηγόρε προφήτη, είναι η πνευματοφόρα χάρη που σου δόθηκε από τον Θεό, διά της οποίας προείπες φανερά τη σάρκωση εκ Παρθένου του Σωτήρα, τον Σταυρό και τά Πάθη Του, καθώς και τη σεπτή θείαν εξανάστασή Του». Προϋπόθεση βεβαίως του φωτισμού του από το Πνεύμα του Θεού είναι, κατά τον υμνογράφο, η καθαρότητα της ψυχής του. Το Πνεύμα του Θεού που χορηγεί το χάρισμα της προφητείας ως όρασης του Θεού και των μελλόντων, δεν έρχεται τυχαία και απροϋπόθετα. Ο υμνογράφος κινείται στο μήκος κύματος του λόγου του Κυρίου: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». «Αφού καθάρισες καλά από τους μολυσμούς της αμαρτίας την οπτική δύναμη της ψυχής σου, καταξιώθηκες να προβλέπεις καθαρά τα μέλλοντα και να προλέγεις χωρίς ψεύδος κατά τρόπο άριστο αυτά που θα γίνονταν στο μέλλον».

Ο ποιητής γνωρίζει καλά το βιβλίο του προφήτη, συνεπώς και την αγάπη του προς τη σύζυγό του ως τύπο της αγάπης και του Θεού προς τον λαό Του. Γι’  αυτό και δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τον προφήτη ως σύμβολο του ίδιου του Θεού. «Φιλάνθρωπε Κύριε, αφού μνηστεύθηκες την ανθρώπινη φύση μας, η οποία , προ του ερχομού Σου, πόρνευε κατά τη γνώμη μακριά από Σένα, την λύτρωσες από τη βεβήλωση, καθώς την ένωσες με τον εαυτό Σου με ένωση πραγματική, που ξεφεύγει την ανθρώπινη κατανόησή της. Της ενώσεως αυτής καθώς έγινε σύμβολο ο Προφήτης Σου, πήρε με σωφροσύνη στο σπίτι του τις πριν πόρνες». Η αγάπη αυτή του Θεού προβάλλεται επομένως με μία δραματική ένταση, σαν εκείνην που διαπιστώνει κανείς σε έναν ερωτευμένο σύζυγο. Πράγματι, έχει ειπωθεί ότι κανένα προφητικό βιβλίο δεν έχει το πάθος του Ωσηέ. Μόνον στον άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή, στο χώρο της Καινής Διαθήκης πια, τον Ευαγγελιστή της αγάπης, συναντάμε παρόμοια «παραφορά» αγάπης, του Θεού προς τον άνθρωπο, γι’  αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι ονόμασαν τον προφήτη Ωσηέ «Ιωάννη της Παλαιάς Διαθήκης». Με τον Ωσηέ δηλαδή, σαν να πλέουμε σε καινοδιαθηκικά νερά. Όπως το λέει και η ακολουθία του προφήτη: «Ζώντας ο ίδιος με συμπάθεια και αγάπη, μας δίδαξες τη μακρόθυμη ευσπλαχνία και αγαπητική διάθεση του Θεού, με την οποία φροντίζει όλους, προφήτη θεσπέσιε». Από την άποψη αυτή καταλαβαίνουμε γιατί ο ίδιος ο Κύριός μας χρησιμοποίησε, για να δηλώσει τι θέλει ο Θεός από τον άνθρωπο, την πιο γνωστή και φημισμένη φράση της Παλαιάς Διαθήκης, την «υψηλότερη κορυφή» της, όπως έχει χαρακτηρισθεί, τη φράση του Ωσηέ «έλεος θέλω και ου θυσίαν, γνώσιν Θεού και ουχ ολοκαυτώματα». Αγάπη και γνώση Θεού θέλει από τον άνθρωπο ο Θεός και όχι τις οποιεσδήποτε θυσίες, αναίμακτες ή αιματηρές.

Αυτή η γνώση του Θεού, που κατανοείται όχι ως εγκεφαλική γνώση, αλλά ως αγάπη προς Εκείνον, όπως και η αγάπη προς τον συνάνθρωπο, είναι ακριβώς η πεμπτουσία του προφητικού μηνύματος του Ωσηέ. Χωρίς τη διπλή αυτή αγάπη, ο προφήτης βλέπει ότι ο άνθρωπος, οι κοινωνίες, τα έθνη καταστρέφονται. Επιτρέπει δηλαδή ο Θεός να εισέλθουν οι άνθρωποι σε ποικίλες δοκιμασίες, έως ότου μετανοήσουν. Κι αυτό σημαίνει ότι η σωτηρία του ανθρώπου έρχεται μόνον από τον Θεό. Ό,τι κι αν κάνουμε οι άνθρωποι για να ισορροπήσουμε και να ευημερήσουμε στη ζωή μας, αν κινούμαστε έξω από τη σχέση με Εκείνον, τελικώς οδηγούμαστε σε αδιέξοδο. Αυτό ετόνιζε ο προφήτης, αυτό βεβαίως ισχύει και μέχρι σήμερα. «Προφήτεψες, (Ωσηέ), ότι ο Ισραήλ δεν θα λυτρωθεί με το να κάνει πόλεμο, με το να έχει τόξα και πανοπλία, αλλά όταν συνδεθεί με τον Κύριον, τον Παντοκράτορα Θεό, δηλώνοντάς μας έτσι τη σάρκωση του Λόγου του Θεού». Η σωτηρία του ανθρώπου, η σωτηρία της πατρίδας μας και του κόσμου, έρχεται όχι με την καταφυγή πρώτιστα σε  ανθρώπινες δυνάμεις, αλλά με την καταφυγή μας στον Θεό, όταν αυτή βεβαίως γίνεται με γνήσια μετάνοια. Η σημαντικότερη και πιο καίρια αλήθεια, την οποία μάς θυμίζει ο προφήτης Ωσηέ, αλλά που δυστυχώς μάλλον ελάχιστοι ακούνε, πολύ δε λιγότεροι ζούνε.

16 Οκτωβρίου 2024

Η ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΦΕΣΗ ΤΩΝ ΠΤΑΙΣΜΑΤΩΝ ΜΑΣ

«Όποιος αποκρούει τον έλεγχο, είτε δίκαιο είτε άδικο, αυτός αρνήθηκε τη σωτηρία του. Ενώ εκείνος που τον δέχεται, είτε με δυσκολία είτε χωρίς δυσκολία, αυτός γρήγορα θα επιτύχει την άφεση των πταισμάτων του» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. δ΄, 38)

Παρακαλείς καθημερινά για την άφεση των αμαρτιών και των πταισμάτων σου: «Άφες ημίν τα οφειλήματα», λες στην προσευχή των προσευχών, το «Πάτερ ημών». Θέλεις δηλαδή να πετύχεις τη σωτηρία σου, που έχεις σωστά κατανοήσει ως ζωντανή σχέση με τον Σωτήρα Χριστό. Και ξέρεις ότι η άφεση αυτή δίνεται στον βαθμό που και εσύ συγχωρείς τους άλλους. «Ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Ο Κύριος όμως, οι Απόστολοι, όλοι οι Πατέρες μας, μάς ανοίγουν τα μάτια, γιατί μας εξηγούν ότι για να φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο αγάπης ως συγχώρησης όλων των συνανθρώπων μας χρειάζεται η ταπείνωση, η βάση όλων των αρετών. Χωρίς την ταπείνωση, και η όποια πίστη μας και η όποια αγάπη μας είναι ψεύτικες. Είναι καλυμμένος εγωισμός.

Ποιο είναι το πιο άμεσο κριτήριο για να καταλάβω αν βρίσκομαι στον δρόμο της υψοποιού αυτής αρετής, που συνιστά «το ένδυμα» της θεότητας; Η αντίδρασή μου απέναντι στον έλεγχο, στην άσκηση κριτικής για τη ζωή μου, τα λόγια μου, την εν γένει συμπεριφορά μου. Τι έκανε ο μέγιστος των οσίων Αντώνιος, καθώς ιστορεί το Γεροντικό; Για να δει το πνευματικό επίπεδο ενός θεωρούμενου καλού νεαρού μοναχού που τον επαινούσαν πολύ όλοι, τον πρόσβαλε. Κι όταν είδε ότι αντιδρούσε άσχημα, του επεσήμανε φιλόστοργα: «Πρόσεχε, αδελφέ. Γιατί απέξω φαίνεσαι σαν πόλη ωραία, που τα νώτα της όμως τα λυμαίνονται ληστές».

Δες λοιπόν το πνευματικό σου επίπεδο και συ, από το πώς αντιδράς στους όποιους ελέγχους που σου ασκούν, δίκαιους ή άδικους. Αν αντιδράς και νιώθεις αδικημένος, είσαι ακόμη πολύ χαμηλά. Αν όμως έχεις κατανοήσει τη σημασία και την αξία τους – μην εξετάζεις το ποιόν των επικριτών σου – και είτε με οδύνη είτε με ευκολία τους δέχεσαι, τότε, ναι! Η σωτηρία σου έχει αρχίσει να ενεργοποιείται στην καρδιά σου. Μακάρι μάλιστα να φτάσεις στο χαρισματικό σημείο, να θεωρείς τους ελέγχους και ως επαίνους.

«Παιδί μου, μην είσαι εγωιστής», είπε ένας Γέροντας στον νεαρό υποτακτικό του.  «Γέροντα, δεν είμαι εγωιστής», απάντησε θιγμένος εκείνος. «Και ποια μεγαλύτερη απόδειξη ότι πράγματι είσαι εγωιστής θα μου έδινες», είπε ο Γέροντας, «από την άρνησή σου να δεχθείς ότι είσαι;»

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΛΟΓΓΙΝΟΣ Ο ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

«῾Ο ἅγιος Λογγίνος ἔζησε τήν ἐποχή τοῦ Τιβερίου Καίσαρος, καταγόταν ἀπό τήν Καππαδοκία καί ὑπῆρξε ἑκατόνταρχος ὑπό τόν Πιλᾶτο, τόν ἡγεμόνα τῆς ᾽Ιουδαίας. ῎Ελαβε τήν διαταγή ἀπό ἐκεῖνον νά ὑπηρετήσει στά τίμια πάθη καί τήν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ καί νά φυλάξει μέ τούς ὑπ᾽ αὐτόν ἑκατό στρατιῶτες τόν τάφο μέ τήν κουστωδία πού ἦταν τάγμα στρατιωτῶν. ῞Οταν εἶδε τά θαύματα πού ἔγιναν μέ τόν Χριστό, τόν σεισμό, τήν μεταβολή σέ σκοτάδι τοῦ ἡλίου, τούς τάφους πού ἀνοίχτηκαν καί τούς νεκρούς πού ξεπήδησαν ἀπό αὐτούς, καθώς καί τίς πέτρες πού σχίστηκαν, φώναξε μέ μεγάλη φωνή: ῾πράγματι, αὐτός ἦταν Υἱός Θεοῦ᾽. Γι᾽ αὐτό καί τά ἀργύρια πού τοῦ δόθηκαν ἀπό τούς ᾽Ιουδαίους, προκειμένου νά πεῖ ψέμματα γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τά ἔκανε πέρα μαζί μέ ἄλλους δύο στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι ὕστερα μαρτύρησαν μαζί του.

῎Αφησε λοιπόν τό στράτευμα στό ὁποῖο ἀνῆκε καί γύρισε πίσω στήν πατρίδα του, κηρύττοντας τόν Χριστό ὡς Θεό σάν τούς ἀποστόλους. ῾Ο Πιλᾶτος πού τό ἔμαθε πείστηκε - μᾶλλον διαφθάρηκε ἀπό τούς ᾽Ιουδαίους μέ χρήματα - καί κατηγόρησε τόν Λογγίνο μέ γράμματα στόν Τιβέριο ὅτι ἐγκατέλειψε τό στράτευμα καί ὅτι ζεῖ στήν πατρίδα του κηρύττοντας τόν Χριστό ὅτι εἶναι Θεός. ῾Ο Τιβέριος τότε διέταξε νά ἀποκοπεῖ ἡ κεφαλή του ἀμέσως μαζί καί τῶν δύο στρατιωτῶν πού τόν ἀκολούθησαν, καί νά μεταφερθεῖ ἡ κεφαλή του στήν ῾Ιερουσαλήμ ἀπό τήν Καππαδοκία, ὥστε νά νά λάβουν γνώση γιά τόν θάνατό του ὁ Πιλᾶτος καί οἱ ᾽Ιουδαῖοι. Καί ὁ μέν Πιλᾶτος ἔλαβε τά συμφωνηθέντα, ἐνῶ τήν τιμία κεφαλή του τήν ἔχωσαν πρό τῆς πόλεως μέσα σέ κοπριά.

῞Υστερα ἀπό πολλά χρόνια κάποια γυναίκα ἀπό τήν Καππαδοκία πού τυφλώθηκε καί σταμάτησε νά βλέπει ἔφτασε στά ῾Ιεροσόλυμα μαζί μέ τόν μονάκριβο γιό της, προκειμένου νά μπορέσει νά βρεῖ τήν ἴαση στούς ἁγίους Τόπους. ᾽Αλλά προστέθηκε στό πρόβλημά της καί ὁ θάνατος τοῦ παιδιοῦ της, ὁπότε ἦταν διπλή ἡ τραγωδία καί ἡ συμφορά της. ῾Ο μακάριος Λογγίνος τότε τῆς ἐμφανίστηκε σέ ὄνειρο κι ἀφοῦ τῆς εἶπε ποιός ἦταν καί τῆς φανέρωσε ποῦ εἶναι κρυμμένη ἡ κεφαλή του, τήν προέτρεψε νά τήν βγάλει ἀπό τήν κοπριά καί νά τήν πάρει, γιά νά θεραπευτεῖ ἀφενός ἡ ἴδια ἀπό τήν τύφλωσή της καί ἀφετέρου νά δεῖ δοξασμένο τόν γιό της. ῾Η γυναίκα ἀνταποκρίθηκε ἀμέσως πρόθυμα μόλις ξύπνησε, κι ἀφοῦ βρῆκε τήν κοπριά κι ἔσκαψε μέ τά χέρια της βρῆκε καί πῆρε τήν κεφαλή τοῦ ἁγίου. Τότε ἀπέκτησε καί πάλι τό φῶς της, ἐνῶ σέ ὄνειρο πάλι εἶδε τόν γιό της μέσα σέ δόξα μαζί μέ τόν ἅγιο καί νά ἀπολαμβάνει κοντά του τιμή.

Λοιπόν, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή πού τῆς ἔδωσε ὁ ἅγιος, σέ μία σορό τοποθέτησε καί τό λείψανο τοῦ παιδιοῦ της καί τήν κεφαλή τοῦ ἁγίου, ὁπότε ἐπέστρεψε μ᾽ αὐτήν στήν Καππαδοκία, παθαίνοντας παρόμοια μέ τόν Σαούλ, ὁ ὁποῖος ζητώντας τίς πατρικές ὄνους βρῆκε βασιλεία. Κι αὐτή ζητώντας νά γιατρευτεῖ ἀπό τήν τύφλωση τῶν ὀφθαλμῶν, καί τήν ἴαση πέτυχε καί τόν ἅγιο ἔκτοτε βρῆκε θερμό προστάτη της. Γι᾽ αὐτό καί ἀνήγειρε περικαλλή ναό στόν μάρτυρα κι ἐκεῖ κατέθεσε τό μαρτυρικό λείψανο, τό ὁποῖο πρόσφερε πλούσια στήν ἴδια καί σ᾽ ὅλους τούς πιστούς πηγές ἱαμάτων, εἰς δόξαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ».

Δέν εἶναι ἀπορίας ἄξιο τό γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ ἀναφέρεται σχεδόν καθ᾽ ὁλοκληρίαν σέ ὅ,τι συνέβη στόν ἅγιο Λογγίνο κάτω ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου: τόν τρομερό συγκλονισμό του πού τόν ὁδήγησε ἀπό ἄπιστος νά γίνει πιστός, σέ βαθμό μάλιστα πού νά δώσει ἔπειτα καί τήν ζωή του γι᾽ Αὐτόν. Ἡ Σταύρωση τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ, τό αἷμα καί τό ὕδωρ πού ἀνέβλυσαν ἀπό τήν λογχισθεῖσα πλευρά Του, ἡ ἀμαύρωση τοῦ ἥλιου ὅπως καί ὅλα τά ὑπερφυσικά πού συνέβησαν τότε, ἦταν ἐκεῖνα πού τόν ὁδήγησαν νά ὁμολογήσει Αὐτόν  Θεό καί Δεσπότη, καί μάλιστα, κατά τόν ὑμνογράφο, νά κατανοήσει ὅτι τό Πάθος Του αὐτό ἦταν ἑκούσιο καί καρπός τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του. «᾽Αφοῦ εἶδες τόν Κύριο νά ἔχει γίνει ἄνθρωπος καί νά ἔχει ἀνέβει στόν Σταυρό, νά ἔχει ἀμαυρώσει τήν λάμψη τοῦ ἥλιου καί νά ἔχει ἀναβλύσει ἀπό τήν πλευρά Του τήν σωτήρια ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν...ὁμολόγησες Αὐτόν Θεό καί Δεσπότη πού ὑπέμεινε τά πάθη ἑκούσια λόγω τῆς ἀμέτρητης εὐσπλαχνίας Του» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «Βλέποντας τά βουνά καί τή γῆ πού σαλεύτηκε κατά τήν ἡμέρα τοῦ Πάθους, σαλεύτηκες ἀπό τή στάση τῆς ἀπιστίας» (ὠδή ς´).

῾Η μεταστροφή τοῦ ἁγίου στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἑρμηνεύεται ἀπό τόν ἅγιο ὑμνογράφο καί ὡς καρπός βεβαίως τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ - ποιός μπορεῖ μόνος του μέ τίς δυνάμεις του νά δεῖ τόν ᾽Εσταυρωμένο ὡς τόν ἐν σαρκί παθόντα Θεό; - ἀλλά καί ὡς καρπός τῆς δικῆς του καλῆς διάθεσης καί φρόνησης. Μέ λυρισμό μεγάλο ὁ ὑμνογράφος καταγράφει τήν ἀλήθεια αὐτή, προσφέροντάς μας εἰκόνες ἐξαίσιες: «Βλέποντας, ἔνδοξε, τήν κατάκαρπη ἄμπελο νά κρέμεται πάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ καί νά πηγάζει οἶνο ζωῆς καί ἀφέσεως ἁμαρτιῶν, ἔβαλες ἀπό κάτω τά χείλη τῆς καρδιᾶς σου. Κι ἀφοῦ ἤπιες γέμισες ἀπό εὐφροσύνη, βγάζοντας ἀπό μέσα σου τήν κατάπικρη ἀπιστία σάν ἐχέφρων ἄνθρωπος, γιατί ἀκριβῶς προτίμησες πανηγυρικά τό καλύτερο ἀπό τό χειρότερο» (στιχηρό ἑσπερινοῦ).

῾Ο ᾽Ιωσήφ ὅμως ὁ ὑμνογράφος δέν μπορεῖ νά μή συγκρίνει τόν ἅγιο ἑκατόνταρχο καί τή μεταστροφή του μέ τόν ληστή πού συσταυρώθηκε μέ τόν Κύριο καί μετανόησε. Καί οἱ δύο ἄνδρες, ὁ σκληροτράχηλος ἀξιωματικός καί τό φόβητρο τῶν ἀνθρώπων ληστής, εἶναι οἱ πιό κοντινοί στόν Κύριο πάνω στόν Σταυρό. Στήν πιό δύσκολη θεωρούμενη στιγμή τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ - ῾᾽Ηλί, ᾽Ηλί λαμά σαβαχθανί;᾽ φωνάζει ὁ Κύριος, νιώθοντας ἐγκαταλειμμένος καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό Πατέρα Του! – δέν βρίσκονται οἱ μαθητές Του, δέν βρίσκονται (πέραν τῆς Παναγίας καί τοῦ Ἰωάννη κι αὐτοί σέ κάποια ἀπόσταση) δικοί Του νά Τόν παρηγορήσουν, ἀλλά θεωρούμενα ῾ἀνθρωπόμορφα᾽ θηρία! Κι ἀποκαλύπτεται ὅτι αὐτά τά ῾θηρία᾽ εἶχαν πολύ τρυφερή καρδιά. ῾Ο ἕνας παρακαλεῖ νά τόν θυμηθεῖ ὁ Κύριος στήν Βασιλεία Του, ὁ ἄλλος Τόν ὁμολογεῖ Θεό καί ἄνθρωπο. Καί τελικῶς καί οἱ δύο εἰσέρχονται στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «᾽Αθλοφόρε Λογγίνε, μαζί μέ τόν εὐγνώμονα Ληστή ὁμολόγησες τόν πάντων Κύριο Υἱόν Θεοῦ, ὑπέρ τοῦ ῾Οποίου καί μέ χαρά σφαγιάστηκες» (ἐξαποστειλάριο ὄρθρου).

῾Ο ὑμνογράφος ὅμως (ὁ ὁποῖος στό τροπάριο πού μᾶς ἐνδιαφέρει: τό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ, δέν εἶναι ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ ἀλλά ὁ ᾽Ιωάννης ὁ μοναχός) προβαίνει σέ μία ἐνσυνείδητη  ἀνακολουθία: βάζει στήν θέση τοῦ ληστῆ τόν ἴδιο τόν ἅγιο. Βλέπει τόν Λογγίνο ὡς τόν ληστή. Τά λόγια τοῦ ληστῆ γίνονται λόγια καί ἐκείνου. «Καθώς βρισκόσουν στόν Σταυρό καί ἔβλεπες αὐτά πού συνέβαιναν, βλέποντας τόν σταυρωμένο ἐπί τοῦ ξύλου Θεό καί ἄνθρωπο φώναζες πρός αὐτόν: ᾽Εν τῇ βασιλείᾳ σου μνήσθητί μου Κύριε. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Σωτήρας φώναζε σέ σένα: Εἶσαι μακάριος, Λογγίνε, καί θά σέ θυμοῦνται ὅλοι στούς αἰῶνες». Νομίζουμε ὅτι στό τροπάριο αὐτό καί τό ῾μπέρδεμα᾽ τῶν ρόλων μεταξύ ἑκατοντάρχου καί ληστῆ βρισκόμαστε στό πιό ὑψηλό σημεῖο τῆς ποίησης τῆς ἑορτῆς: ὁ Λογγίνος εἶναι ἤδη σωσμένος ἀπό τήν ὥρα τῆς ὁμολογίας του κατά τό Πάθος τοῦ Κυρίου καί ὄχι ἀπό τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου του. Τό βεβαίωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος γιά τόν ληστή, συνεπῶς καί γιά τόν Λογγίνο: «ἀμήν λέγω σοι, σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ». Καί γιά κάτι ἀκόμη: μπροστά στόν ἐσταυρωμένο Κύριο ὁ ὅποιος ρόλος τοῦ ἀνθρώπου ἐξαφανίζεται: εἴτε ἐκπρόσωπος τοῦ νόμου (ὁ ἑκατόνταρχος) εἶναι κανείς εἴτε ὑπόδικος (ὁ ληστής), αὐτό πού σώζει εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη στόν Χριστό. Γιά τόν Χριστό κάθε ἄνθρωπος εἶναι τό ἴδιο καί κάθε ἕναν τόν θέλει στήν Βασιλεία Του. Γιά τόν Χριστό κάθε σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου πέραν τῆς ῾καρδιᾶς᾽ δέν ὑφίσταται. Αἴρεται καί χάνεται.