«Ο άγιος γεννήθηκε στη Συλυβρία της Ανατολικής Θράκης την
1η Οκτωβρίου 1846. Το όνομα που του δόθηκε στη βάπτισή του
ήταν Αναστάσιος. Τελείωσε το Δημοτικό και τις τρεις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου
(ελληνικό σχολείο) στη γενέτειρά του. Δεκατεσσάρων ετών πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη,
όπου εργάζεται σε καπνοπωλείο, ενώ παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα στη Μεγάλη
του Γένους Σχολή. Διορίζεται λίγο αργότερα δάσκαλος και παιδονόμος στο σχολείο
του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου. Το 1866 μεταβαίνει στη Χίο, όπου μετά δεκαετία
κείρεται μοναχός στην Ιερά Νέα Μονή, με το όνομα Λάζαρος, αφού χρημάτισε για
αρκετά χρόνια δάσκαλος στο χωριό Λιθί. Το 1877 χειροτονείται διάκονος
παίρνοντας το όνομα Νεκτάριος. Έρχεται στην Αθήνα, για να συμπληρώσει τις
γυμνασιακές του σπουδές, ενώ με την ευλογία του πατριάρχου Αλεξανδρείας
Σωφρονίου, εγγράφεται στη συνέχεια στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου
Αθηνών. Το 1885 παίρνει το πτυχίο του και μετά λίγους μήνες χειροτονείται
πρεσβύτερος. Ο Πατριάρχης, εκτιμώντας τα προσόντα του, τον χειροτονεί το 1889 επίσκοπο
– μητροπολίτη Πενταπόλεως, θέση που αξιοποίησε για να επιτελέσει ένα τεράστιο
πνευματικό και κοινωνικό έργο. Ο φθόνος όμως που προκαλεί το έργο του φέρνει ως
αποτέλεσμα την απομάκρυνσή του (1890). Έρχεται στην Ελλάδα, όπου αναλαμβάνει τη
θέση ιεροκήρυκα στην Εύβοια πρώτα (1891) και στη Φθιώτιδα έπειτα (1893). Το
1894 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Ριζαρείου Σχολής, θέση που θα κρατήσει μέχρι
το 1908, οπότε και θα παραιτηθεί για λόγους υγείας. Στο μεταξύ, από το 1904 ήδη
έχει ιδρύσει το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος στην Αίγινα. Εκεί εγκαταβιώνει μετά
τη Ριζάρειο και εκεί αναδεικνύεται ιδιαιτέρως η οσιακή του προσωπικότητα.
Αρρωσταίνει μετά από ορισμένα χρόνια βαριά, οπότε και αποβιώνει στο Αρεταίειο
νοσοκομείο την 8η Νοεμβρίου 1920, μετά από δίμηνη εκεί νοσηλεία. Τον
Απρίλιο του 1921 άνοιξαν τον τάφο του με σκοπό την οικοδόμηση μαρμάρινου
μνημείου. Το σκήνωμά του βρέθηκε ανέπαφο, ενώ η ευωδία που σκορπούσε ήταν
υπέροχη. Το ίδιο επανελήφθη και μετά τρία χρόνια, καθώς και το 1927. Και τις
δύο αυτές φορές το σκήνωμα ήταν ανέπαφο και η ευωδία η ίδια. Το 1953 έγινε και
πάλι ανακομιδή. Τη φορά αυτή, για λόγους που γνωρίζει ο Θεός, το σκήνωμά του
βρέθηκε διαλυμένο. Με πατριαρχική πράξη της 20ής Απριλίου του 1961 η Εκκλησία
μας διεκήρυξε επίσημα την αγιότητά του. Το συγγραφικό του έργο είναι πολύ
μεγάλο και αξιόλογο, ενώ τα θαύματά του είναι αμέτρητα».
Ο άγιος Νεκτάριος θεωρείται από όλους τους πιστούς της
Ορθόδοξης Εκκλησίας ως ένας από τους πιο αγαπητούς αγίους της. Όχι μόνον διότι
ο Θεός επιτελεί μέσω αυτού καθημερινώς πάμπολλα θαύματα – «πλούσιες ιάσεις καθημερινά πηγάζει (η κάρα του)
θαυμαστώς με τη χάρη του Θεού», κατά τον γνωστό όσιο υμνογράφο Γεράσιμο
Μικραγιαννανίτη – αλλά και διότι είναι ένας άγιος της εποχής μας, «ο άγιος του
εικοστού αιώνα», και μάλιστα όχι μικρότερος από τους άλλους μεγάλους αγίους ιεράρχες
της Εκκλησίας που έζησαν τα παλαιότερα χρόνια. Κι αυτό σημαίνει ότι με τον άγιο
Νεκτάριο αφενός νιώθουμε πλούσια τη χάρη του Θεού, μέσω κυρίως των αγίων
λειψάνων του, που κατανοούνται ως «ιαμάτων κρήνη» και «προσφέρουν ουράνια οσμή και θεία ευωδία σε όλους», αφετέρου
παίρνουμε απάντηση στο εύλογο ερώτημα που τίθεται «γιατί δεν έχουμε μεγάλους αγίους
σήμερα;» Ο όσιος υμνογράφος λοιπόν επισημαίνει αυτό το ισοστάσιο του αγίου
Νεκταρίου με τους προγενέστερους μεγάλους αγίους, δίνοντας μάλιστα και την
εξήγηση: ο Νεκτάριος προσπάθησε να ακολουθήσει τα ίχνη των παλαιών αγίων, με
την καθαρότητα της ζωής του, δηλαδή στην πραγματικότητα να ζήσει σύμφωνα με το
ευαγγέλιο του Χριστού. «Με το φως των έργων σου φανερώνεις το φως του
Ευαγγελίου, πάτερ, σε όλον τον κόσμο κατά θαυμαστό τρόπο». «Ακολούθησες,
Νεκτάριε, τα ίχνη των παλαιών αρχιερέων του Χριστού, με την καθαρότητα της ζωής
σου, και φάνηκες ίσος με αυτούς και μέτοχος της δόξας τους».
Ο εμπνευσμένος υμνογράφος πέρα από τη γενική αναφορά που
κάνει για την ακολουθία των παλαιών Πατέρων από τον άγιο Νεκτάριο, εστιάζει την
προσοχή μας στον άγιο Διονύσιο. Κυρίως αυτόν ακολούθησε με άμεμπτο τρόπο ο
σήμερα εορταζόμενος άγιος, διότι και εκείνος την Αίγινα είχε ως τόπο των
πνευματικών του αγώνων, αφού υπήρξεν ο επίσκοπός της. Γι’ αυτό και μετέχουν, σημειώνει, και οι δύο άγιοι, ο
παλαιότερος και ο νεώτερος, στην ίδια δόξα του Θεού, ικετεύοντας ασφαλώς για
όλους, κατεξοχήν όμως για τη νήσο τους. «Ακολούθησες καθαρά με τους
ενάρετους τρόπους σου, άγιε, τον Διονύσιο, τον θείο ποιμένα της Αίγινας, μαζί
με τον οποίο μετέχοντας στη δόξα του Θεού, άγιε, ικέτευε να σώζεται η νήσος
πάντοτε». Μπορεί η νήσος Ζάκυνθος να καυχάται, διότι κατέχει το άγιο
σκήνωμα του θείου Διονυσίου, αλλά και η νήσος Αίγινα δέχεται πάντοτε τις
ευεργετικές ακτίνες των πρεσβειών του στον Θεό, που πολλαπλασιάζονται και με
τις πρεσβείες του αγίου Νεκταρίου.
Όλοι μας προστρέχουμε συχνά-πυκνά στον άγιο Νεκτάριο,
ιδίως ανήμερα της εορτής του, διότι η καρδιά του πλατυσμένη από την αγάπη του
Θεού, είναι γεμάτη από αγάπη και προς εμάς. Και ιδίως προστρέχουμε όσοι
ταλαιπωρούμαστε από κάποιο πρόβλημα, ψυχικό ή σωματικό. Είναι τόσες πολλές οι
θαυμαστές επεμβάσεις του, ώστε δεν υπάρχει, θα έλεγε κανείς, άνθρωπος που με
πίστη τον επικαλείται, και δεν εισπράττει το θετικό αποτέλεσμα. Είναι
χαρακτηριστικά, επ’ αυτού, και τα λόγια του μακαριστού γέροντος π. Ανανία
Κουστένη, ο οποίος θέλοντας να τονίσει ακριβώς τη θαυματουργία του αγίου
Νεκταρίου σημειώνει με χαριτωμένο τρόπο ότι μετά και τη φανέρωση από τον Χριστό
του άλλου μεγάλου θαυματουργού αγίου της εποχής μας, ακόμη πιο σύγχρονου και
από τον άγιο Νεκτάριο, του αγίου Λουκά του ιατρού, του Ρώσου, ο άγιος Νεκτάριος
έχει κάποιον να τον ξεκουράσει. «Στέλνει ο άγιος Νεκτάριος τον άγιο Λουκά στη
θέση του πολλές φορές, γιατί έχει κουραστεί ο ίδιος να επεμβαίνει στις τόσες επικλήσεις των κουρασμένων
και ασθενών χριστιανών μας».
Εκείνο όμως που πράγματι ευχαριστεί τον άγιο Νεκτάριο είναι όχι μόνον η επίκλησή του για τις ιάσεις που ο Θεός του δίνει, αλλά κυρίως η επίκλησή του να πρεσβεύει υπέρ ημών, προκειμένου να ακολουθούμε τον τρόπο της ζωής του. Διότι αυτό συνιστά πάντοτε την σωστή εορτή ενός αγίου: να τον μιμούμαστε. Όπως το λέει ο ιερός Χρυσόστομος: «τιμή μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος», συνεπώς «τιμή αγίου, μίμησις αγίου». Κι ένας ύμνος έρχεται να μας υπενθυμίσει ποιο ήταν το «μυστικό» της αγιότητας του αγίου Νεκταρίου. «Έγινες ισότιμος των παλαιών Πατέρων, διότι μιμήθηκες τον τρόπο της ζωής τους, τον θεϊκό ζήλο τους και τις υπόλοιπες αρετές τους, Νεκτάριε, και διέπρεψες στην αληθινή ταπεινοφροσύνη και στα απλά και απονήρευτα ήθη». Αν ο άγιος Νεκτάριος έφτασε σε τόσο μεγάλο ύψος αγιότητας, το κατόρθωσε όχι διότι υπήρξε σπουδαίος ιεροκήρυκας, σπουδαίος δάσκαλος, σοφός συγγραφέας, αλλά διότι υπήρξε ταπεινός. Η οδός της ταπεινοφροσύνης ήταν γι’ αυτόν η οδός που τον έφτασε πολύ γρήγορα στη δόξα του Ουρανού, η οδός της ταπεινοφροσύνης είναι πάντοτε αυτή, μαζί με την απονήρευτη διάθεση, που ανοίγει τις πύλες του Ουρανού και για κάθε χριστιανό.