«Η αγία Αικατερίνα ήταν από την πόλη της Αλεξάνδρειας,
κόρη κάποιου άρχοντα, ονόματι Κώνστα, πάρα πολύ ωραία, αξεπέραστης μάλιστα
ομορφιάς, ψηλή και λεπτή κατά το σώμα, ετών δεκαοκτώ. Αυτή λοιπόν αφού
σπούδασε, στο ανώτερο δυνατό σημείο, όλη την ελληνική και ρωμαϊκή παιδεία,
δηλαδή τον Όμηρο και τον Βιργίλιο, τον μέγιστο ποιητή των Ρωμαίων, τον Ασκληπιό
και τον Ιπποκράτη και τον Γαληνό από τους ιατρούς, τον Αριστοτέλη και τον
Πλάτωνα, τον Φιλιστίωνα και τον Ευσέβιο από τους φιλοσόφους, τον Ιαννή και τον
Ιαμβρή από τους μεγάλους μάγους, τον Διόνυσο και τη Σύβιλλα, όπως και κάθε
ρητορική τέχνη που είχε εφευρεθεί στον κόσμο, ακόμη όμως αφού έμαθε και κάθε λέξη από τις διάφορες γλώσσες, εξέπληξε όχι μόνο
αυτούς που την έβλεπαν, αλλά και αυτούς που άκουγαν για τη φήμη, τη σοφία και
την παιδεία της. Λόγω της ομολογίας της για τον Χριστό, βασανίστηκε πολύ από
τον βασιλιά Μαξέντιο, ενώ στο τέλος της έκοψαν και το κεφάλι, δεχόμενη έτσι και
το στεφάνι του μαρτυρίου από τον αθλοθέτη Χριστό, τον αληθινό Θεό μας».
«Αικατερίνα, και σοφή και παρθένος∙ εκ δε ξίφους, και
μάρτυς∙ ώ καλά τρία!» Οι στίχοι αυτοί
του συναξαρίου φανερώνουν τα χαρίσματα με τα οποία η Αικατερίνα κέρδισε τον
Παράδεισο και απέκτησε τόσο μεγάλη θέση στο στερέωμα της Εκκλησίας. Δεν
πρόκειται περί των φυσικών λεγομένων χαρισμάτων, τα οποία λίγο ή πολύ έχουν
όλοι οι επί γης άνθρωποι. Μολονότι η αγία, όπως σημειώνει το συναξάρι της, ήταν
όντως προικισμένη και με αυτά – διότι και σπάνια σωματική ομορφιά είχε και
ιδιοφυής ήταν και σεμνή στο ήθος εκ χαρακτήρος – όμως με τη χάρη του Θεού και
την ελεύθερη βούλησή της απέκτησε τα πνευματικά χαρίσματα, με τα οποία και
μόνον αγιάζεται κανείς εν Θεώ και εισέρχεται στη Βασιλεία των Ουρανών. Και
πνευματικά χαρίσματα είναι αυτά που έρχονται σε φως, όταν ο άνθρωπος αποκτήσει
επίγνωση της δωρεάς του Θεού που του έδωσε στο άγιο βάπτισμα, όταν δηλαδή
νιώσει ότι έγινε μέλος Χριστού και προσπαθήσει να ενεργοποιήσει τη νέα εν
Χριστώ ζωή του τηρώντας τις εντολές του Χριστού.
Έτσι λοιπόν και με την αγία Αικατερίνα: κατά τον στίχο
που αναφέραμε, υπήρξε σοφή, με την έννοια ότι πέραν της ανθρώπινης σοφίας,
φωτίστηκε πρωτίστως από τον Θεό και έλαβε Εκείνου τη σοφία. Ο φωτισμός αυτός
μάλιστα, κατά τον υμνογράφο της αγίας, τον άγιο Θεοφάνη, δόθηκε με τη
μεσολάβηση του αρχαγγέλου Μιχαήλ. Διά στόματος εκείνου έλαβε την όντως σοφία,
την εξ ουρανού η αγία. «Την σοφίαν την όντως εξ Ουρανού, διά στόματος,
μάρτυς, του Μιχαήλ, λαβούσα, πανεύφημε». Ο υμνογράφος όμως επιμένει στο
θέμα αυτό, ιδίως μέ ένα στίχο που φαίνεται να την παραλληλίζει και με τον ίδιο τον Σολομώντα. Χωρίς να κατονομάζει τον θεωρούμενο πράγματι σοφό βασιλιά του
Ισραήλ, και μάλιστα από την παιδική του ηλικία, ίσως τον εννοεί, διότι και η
Αικατερίνα «την εκ Θεού σοφίαν έλαβε παιδόθεν», κάτι που το απέδειξε,
όταν με αυτήν κυρίως τη σοφία, έχοντας ως όργανο βεβαίως και την έξω, δηλαδή
την κοσμική σοφία που είχε αποκτήσει, μπόρεσε να μυήσει στην πίστη του Χριστού
εκατόν πενήντα διαπρεπείς ρήτορες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ως όπλο τους μόνον
την κοσμική έννοιά της. Κι όχι μόνον τους μετέστρεψε, αλλά και τους έκανε, με
τη χάρη του Θεού, να γίνουν και εκείνοι μάρτυρες Κυρίου. Είναι γνωστό ότι μαζί
της εορτάζουν κατά το συναξάρι της ημέρας και «οι άγιοι εκατόν πεντήκοντα
ρήτορες, οι διά της Αγίας Αικατερίνης πιστεύσαντες τω Χριστώ, οίτινες
ετελειώθησαν πυρί». «Αικατερίνα, που είσαι το καύχημα των μαρτύρων, έγινες
μύστης της ευσέβειας, διότι οδήγησες στον λαμπρό σου Νυμφίο Χριστό (ολόκληρο)
δήμο μαρτύρων».
Και μας δίνει την ευκαιρία η πάνσοφος αυτή νύμφη του
Κυρίου, εν σχέσει και με τη σοφία των ρητόρων που αντιμετώπισε, να σημειώσουμε
αυτό που επισημαίνει και ο υμνογράφος και που έχει αξία διαχρονική: η κοσμική
σοφία των ρητόρων, επειδή ακριβώς δεν διαπνεόταν από τη χάρη του Θεού και
στηριζόταν μόνον στις πλοκές των ανθρωπίνων ματαίων συλλογισμών, τελικώς ήταν «ανάπλεως
απαιδευσίας», εντελώς γεμάτη από απαιδευσία. «Χαίρε, Αικατερίνα, συ που
έλεγξες το θρασύ στόμα των ρητόρων σαν κάτι που ήταν γεμάτο από έλλειψη
παιδείας». Αληθινά: μία παιδεία χωρίς Χριστό, δηλαδή χωρίς χάρη Θεού, τι μπορεί
να είναι; Κατά τη ρήση ενός αγίου Γέροντα: ένας έξυπνος δαιμονισμός. Πόσο
πρέπει να προβληματιστούμε όλοι πάνω σ’ αυτήν την παρατήρηση του αγίου υμνογράφου! Ιδίως στην εποχή
μας, που χωρίς αιδώ και σκέψη πολλοί κατά καιρούς υπεύθυνοι με θέση και εξουσία
αποδύονται σε αγώνα εξοβελισμού από την ελληνική εκπαίδευση κάθε χρώματος
χριστιανικού.
Η αγία Αικατερίνα όμως υπήρξε και παρθένος και μάρτυς.
Είχε δηλαδή εκείνα τα χαρίσματα που θεωρούνται τα πιο ισχυρά προκειμένου κανείς
να «κατακτήσει» τον ουρανό. Το αίμα μάλιστα του μαρτυρίου της ήταν η προσφορά
της στον Κύριο, κάτι παρόμοιο με την προσφορά της γυναικός του Ευαγγελίου, που αγόρασε μύρο και το πρόσφερε σ’ Εκείνον, αλείφοντάς το στα πόδια Του, ως έκφραση της
αγάπης της. «Ως αλάβαστρον μύρου το αίμα σου προσενήνοχας τω σω Νυμφίω
Χριστώ, Αικατερίνα αθληφόρε αήττητε». Κι ήταν σαν μύρο το αίμα της, γιατί
υπήρξε καρπός της βαθειάς αγάπης της σε Εκείνον, του πόθου της που την έκαιγε
σαν φωτιά. «Πόθω πυρπολουμένη, Μάρτυς παναοίδιμε, τω του Δεσπότου σου».
Και βεβαίως η παρθενία της, όπως πολλές φορές έχει τονιστεί, δεν εννοείται ως
χάρισμα από πλευράς πρωτίστως σωματικής – υπάρχουν πολλές με το χάρισμα αυτό
μακριά από τον Θεό: ας θυμηθούμε την παραβολή των δέκα παρθένων – αλλά από
πλευράς ψυχικής και πνευματικής: ως καθαρότητα ψυχική λόγω αγιασμένης ζωής. «Καθάρασα
σεαυτήν προθύμως διά πολιτείας». Η δύναμη της διπλής χάρης της αγίας
Αικατερίνης ενώπιον του Θεού, της παρθενίας δηλαδή και του μαρτυρίου,
διαπιστώνεται από τον υμνογράφο με εντυπωσιακό τρόπο. Βλέπει την αγία να
βρίσκεται σε φωτεινούς θαλάμους στον Παράδεισο, κοσμούμενη με νυφικά στολίδια,
κρατώντας με το δεξί χέρι της τη λαμπάδα της παρθενίας και με το αριστερό την
κομμένη της κεφαλή. Όπως ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος παρίσταται στην εικόνα του
με το αποκομμένο κεφάλι του, έτσι και η αγία Αικατερίνα. «Μετέστης προς θαλάμους φωτοειδείς, νυμφικοίς κοσμουμένη
στολίσμασι, παρθενικήν έχουσα λαμπάδα τη δεξιά, τη δε ετέρα φέρουσα την
αποτμηθείσαν σου κεφαλήν».
Ο άγιος υμνογράφος μάς καθοδηγεί και σε άλλες διαστάσεις
της πολυτάλαντης προσωπικότητάς της. Κι η διάσταση που δεν πρέπει να μείνει
ασχολίαστη είναι ο τονισμός από αυτόν των αποτελεσμάτων της αγιασμένης ζωής και
του μαρτυρίου της αγίας. Σημειώνει μεταξύ άλλων στο εξαποστειλάριο της
ακολουθίας: «Ενεύρωσας το φρόνημα γυναικών, ω παρθένε, Αικατερίνα πάντιμε,
αθλοφόρων η δόξα». (Ισχυροποίησες το φρόνημα των γυναικών, παρθένε και
πάντιμε Αικατερίνα, συ που είσαι η δοξα των αθλοφόρων μαρτύρων). Η αίσθηση του
υμνογράφου, αίσθηση της όλης Εκκλησίας, ότι η αγία Αικατερίνα με ό,τι έζησε και
έκανε έδωσε νεύρο στο φρόνημα των γυναικών, τις έκανε πιο ισχυρές, είναι κάτι
σημαντικό. Σε εποχή που τονίζονται τα δικαιώματα των γυναικών, που ο λεγόμενος
φεμινισμός, ως κίνημα για να αποκτήσουν οι γυναίκες εκείνα που δικαιούνται μέσα
σε μία ανδροκρατούμενη κοινωνία, έρχεται συχνά πυκνά στην επικαιρότητα, η διαπίστωση ότι
οι γυναίκες μάρτυρες, σαν την αγία Αικατερίνα, είναι αυτές που ουσιαστικά και
δραστικά δυναμώνουν το φρόνημά τους, πρέπει να εξαγγέλλεται. Νομίζουμε ότι εδώ
βρισκόμαστε σε ό,τι ανώτερο έχει δοθεί ως ώθηση για τον φεμινισμό. Διότι αυτός δεν βρίσκεται στα λόγια,
αλλά στο παράδειγμα. Και δυναμικότερο παράδειγμα από μία γυναίκα που έδωσε και
τη ζωή της για την πίστη στον Θεό και στον άνθρωπο δεν υπάρχει.