«Η δειλία του θανάτου
είναι φυσικό ιδίωμα του ανθρώπου, το οποίο οφείλεται στην παρακοή του Αδάμ. Ο
τρόμος όμως του θανάτου αποδεικνύει ότι υπάρχουν αμαρτίες για τις οποίες δεν
εδείχθηκε μετάνοια» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. στ΄, 3).
Ο φόβος που δείχνουμε πολύ συχνά μπροστά στον θάνατο πρέπει να μας προβληματίσει. Μπορεί να είναι
φόβος δικαιολογημένος γιατί είμαστε άνθρωποι: είναι φυσικό ιδίωμα του ανθρώπου
μετά την πτώση του στην αμαρτία. Κι είναι μία περίτρανη απόδειξη τούτο ότι δεν
δημιουργηθήκαμε για να πεθάνουμε. Η αθανασία ήταν η προοπτική του ανθρώπου,
μέσα στα πλαίσια της «κατ’εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργίας
του. Αν ο θάνατος ήταν μέσα στο αρχικό θέλημα του Θεού, τότε θα έπρεπε κανονικά
να χαιρόμαστε με την ύπαρξή του. Αλλά ο θάνατος ήταν το τίμημα της ανυπακοής
προς την πηγή της ζωής, τον Θεό. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος». Οπότε ο
φόβος μας αυτός, η δειλία μας καλύτερα, μπροστά στον θάνατο δεν είναι μόνο δική μας. Είναι όλων
των ανθρώπων. Ακόμη και ο Κύριος δείλιασε ενόψει του θανάτου Του, δείχνοντας
ότι ήταν καθόλα αληθινός άνθρωπος, καθώς είχε όλα τα συμπτώματα της πεσμένης
φύσης. «Δειλιάζει ο Χριστός εμπρός στον θάνατο, αλλά δεν τρέμει, για να
δείξει καθαρά τα ιδιώματα των δύο Του φύσεων» (4).
Μπορεί όμως να είναι όχι
ο φόβος της φυσικής δειλίας, αλλ’ εκείνος που μας κάνει να τρέμουμε και να
αγωνιούμε, που μας κάνει πολλές φορές να μη θέλουμε να ακούσσουμε κουβέντα γι’ αυτόν,
ενώ μας κάνει άλλες να μένουμε ξάγρυπνοι και κάθιδροι τα βράδια. Σαν εκείνον τον
ταλαίπωρο, που ενώ πέθανε ο πατέρας του, δεν τόλμησε να σύρει τα βήματά του
μέσα στον ναό κατά τη διάρκεια της κηδείας, κι ούτε καν πλησίασε το φέρετρό του
στο νεκροταφείο. Μακριά και με τρόμο στην καρδιά και τα μέλη του.
Ο άγιος έχει κάνει τη διάγνωση. Μας έχει ακτινογραφήσει: εφόσον ανήκουμε στη δεύτερη περίπτωση, ο φόβος κι ο τρόμος μας οφείλονται σε αμαρτίες μας, για τις οποίες δεν έχουμε μετανοήσει και δεν έχουμε συνεπώς εξομολογηθεί. Μας χτυπάει το καμπανάκι. Μας προκαλεί να ξυπνήσουμε, δηλαδή να μετανοήσουμε. Ας ζητήσουμε από τον Θεό συγχώρηση, ας πάμε σε πνευματικό. Ο χρόνος λειτουργεί ακόμη υπέρ μας. Γιατί όσο ζούμε κι αναπνέουμε, έχουμε ελπίδα. «Ουαί τω τεθνηκότι»! Αν μας βρει ο θάνατος – κι είναι άδηλη η ώρα του – αμετανόητους, τότε όντως είμαστε για… κλάματα!