«Δεν
θα κατηγορηθούμε, αγαπητοί μου, δεν θα κατηγορηθούμε την ώρα του θανάτου μας,
διότι δεν θαυματουργήσαμε ή διότι δεν θεολογήσαμε ή διότι δεν γίναμε
θεωρητικοί. Οπωσδήποτε όμως θα δώσουμε λόγο στον Θεό, διότι δεν πενθήσαμε
συνεχώς» (λόγ. ζ΄ 73).
Η
ώρα του θανάτου λειτουργεί ως όριο κρίσεως: ενόψει της ώρας αυτής κατανοούμε
την αλήθεια από το ψέμα της ζωής. Δεν λέει τυχαία η Γραφή ότι αν θυμόμαστε το
τέλος μας, δύσκολα θα αμαρτήσουμε. «Μιμνήσκου τα έσχατά σου, και ου μη
αμάρτης εις τον αιώνα». Κι αυτό γιατί η καθημερινότητα μάς «ρουφάει» στα
γρανάζια της και μας σπρώχνει αποκοιμισμένους στη βολή συνήθως του κόσμου
τούτου, «του απατεώνος». Η μνήμη του θανάτου λειτουργεί
έτσι ως φάρος: προφυλάσσει από τους σκοπέλους και τα ναυάγια. Μας ανοίγει τα
μάτια για τα τίμια και τα ουσιώδη. Κανείς άγιος δεν άγιασε, χωρίς να λαμβάνει
υπόψη του καθημερινά την πραγματικότητα αυτή.
Και
ποια είναι η αλήθεια που μας φέρνει ενώπιόν μας; Ποιο το ουσιώδες της ζωής;
Ό,τι προτρέπει ο Κύριος για το μεσοδιάστημα που ζούμε μεταξύ του ήδη της παρουσίας Του και του όχι ακόμη της Δευτέρας παρουσίας Του: τη
μετάνοια. Το πένθος δηλαδή που επιδεικνύουμε για τις αμαρτίες μας, για τις
αμέλειές μας, για τις πτώσεις μας, για το έλλειμμα μ’ ένα λόγο της αγάπης μας.
Προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο. Ποιος μπορεί να είναι βέβαιος για το
«ύψος» της πνευματικής του ζωής; Αν ο απόστολος Παύλος, ο μέγιστος των
αποστόλων, θέτει ερωτηματικό για τη ζωή του – δεν βλέπω, σημειώνει, να με
ενοχλεί η συνείδησή μου για κάτι, όμως δεν δικαιώνομαι από αυτό: ο κριτής είναι
ο Κύριος! – ποιος λοιπόν είναι εκείνος που θα νιώθει «ασφαλής» για την
«αγιότητά» του; Να μετανοούμε λοιπόν αδιάκοπα όσο ζούμε είναι ο δρόμος της
πνευματικής ζωής.
Αλλά
αυτό συνιστά τελικώς και την αγιότητα! Η διαρκής αμφισβήτησή της για μας τους
ίδιους. Και κοίτα πόσο φιλάνθρωπος είναι ο Κύριος, διά στόματος του οσίου Του.
Δεν θα κατηγορηθείς, λέει, γιατί δεν θαυματούργησες ούτε γιατί δεν θεολόγησες
κι ούτε γιατί δεν έφτασες στα υψηλά επίπεδα της χριστιανικής ζωής: αυτά είναι
χαρίσματα που δίνει ο ίδιος ο Θεός σε εκείνους που κρίνει ότι μπορούν να
βοηθήσουν τον συνάνθρωπό τους – το όποιο χάρισμα, μη ξεχνάς, είναι εκ Θεού όταν
προσφέρεται ως διακονία του πλησίον. Θα κατηγορηθούμε μόνο γιατί δεν μετανοήσαμε
και δεν κλάψαμε για τις αμαρτίες μας. «Γέροντα, κέρδισες τον παράδεισο με τους
αγώνες σου», είπαν οι υποτακτικοί στον όσιο Γέροντά τους, στο τέλος της ζωής
του. «Πιστέψτε με ότι δεν έχω βάλει ακόμη αρχή μετανοίας», απάντησε ο όσιος. Κι
η ψυχή του φτερούγισε και πήγε στα χέρια του Δημιουργού του.