29 Οκτωβρίου 2024

ΝΑ ΚΛΑΙΜΕ ΓΙΑ ΤΑ ΧΑΛΙΑ ΜΑΣ!

 

«Όποιος θρηνεί τον εαυτό του, δεν βλέπει τον θρήνο ή την πτώση ή την επίπληξη του άλλου» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. ε΄, 19).

Ο μεγάλος ασκητής του Γεροντικού το λέει χωρίς περιστροφές: «Οι άνθρωποι αφήσαμε τον δικό μας νεκρό και κοιτάμε τους άλλους». Μη νομίσεις ως νεκρό κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό σου. Νεκροί δεν γινόμαστε κάθε φορά που αμαρτάνουμε και ασωτεύουμε; Ως πτώματα δεν μας βλέπει ο Θεός, όταν η προτεραιότητά μας είναι τα πάθη μας, είτε αυτά λέγονται φιληδονία είτε λέγονται κενοδοξία και υπερηφάνεια είτε και φιλαργυρία και φιλοκτημοσύνη; «Άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς».

Λοιπόν το πιο φυσικό για έναν που έχει λίγη επίγνωση του εαυτού του είναι το πένθος και τα δάκρυα. «Μπορώ να κλαίω όποτε θέλω και όσο θέλω», έλεγε ο όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης. «Γιατί θυμάμαι πρώτα τον όσιο Γέροντά μου Ιωσήφ τον ησυχαστή νεκρό στο μνήμα, κι έπειτα σκέφτομαι τον εαυτό μου ότι κι εγώ έτσι θα φτάσω. Και σκέπτομαι τι απολογία θα δώσω στον Κύριο»; Το πένθος και τα δάκρυα λοιπόν είναι το γνώρισμα του εν επιγνώσει χριστιανού: βλέπει την αλήθεια του εαυτού του και την τραγικότητα του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου.

Πρέπει λοιπόν να συγκεντρώνεσαι λίγο στον εαυτό σου και να στοχάζεσαι την πνευματική πραγματικότητά σου. Καλά τα γέλια και οι χαρές του κόσμου τούτου, μα τις περισσότερες φορές, αν δεν εκφράζουν την εσωτερική εν χάριτι κατάσταση του ανθρώπου, λειτουργούν αποπροσανατολιστικά: σε ταράζουν και σου θολώνουν το πνευματικό σου μάτι, τον ίδιο τον νου σου. Μάθε λοιπόν να ζητάς από τον Κύριο τη χάρη αυτή: να βλέπεις μέσα σου και να δακρυρροείς!

Κι έτσι θα δεις δύο πράγματα να καρποφορούν στη ζωή σου. Πρώτον: δεν θα σου μένει χρόνος να βλέπεις τον θρήνο των άλλων ή τις πτώσεις τους, συνεπώς δεν θα κατακρίνεις – ό,τι σου φυγαδεύει τη χάρη του Θεού· δεύτερον: θα μένεις «αναίσθητος» στις επιπλήξεις και στους ελέγχους τους – ό,τι συνιστά την ταπείνωση, που αποδέχεται κάθε έλεγχο και προσβολή των άλλων.  

Στη χαρισματική και υψηλή αυτή κατάσταση γεννιέται, λέει ο ίδιος ο Κύριος, η ευτυχία και η μακαριότητα και η παρηγοριά. «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται». Αυτή είναι η παραδοξότητα της χριστιανικής αληθινής ζωής: κλαις και παρηγοριέσαι· σε επιπλήττουν και νιώθεις ότι σε επαινούν. Είναι το δώρο του ουρανού σ’ έναν κόσμο υποταγμένο στον αρχέκακο Διάβολο. «Δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου».

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΡΩΜΑΙΑ

«Η αγία Αναστασία έζησε όταν βασιλείς ήταν οι διώκτες της χριστιανικής πίστης  Δέκιος και  Ουαλλεριανός και ηγεμόνας ο Πρόβος. Ήταν Ρωμαία στην καταγωγή, νέα στην ηλικία και ζούσε σε κάποιο Μοναστήρι. Την συνέλαβαν για την πίστη της κι επειδή ομολόγησε την πίστη αυτή με παρρησία, την κτύπησαν στο πρόσωπο. Στη συνέχεια, την άπλωσαν πάνω σε πυρακτωμένους άνθρακες και τη μαστίγωσαν με ράβδους. Την κρέμασαν έπειτα πάνω σε ξύλο, την πίεσαν σε μέγκενη και την τρύπησαν με σιδερένιες ακίδες. Κρεμασμένη την έξυσαν σε όλο το σώμα, της έκοψαν τους μαστούς και της εκρίζωσαν τα νύχια. Της ακρωτηρίασαν τα χέρια και τα πόδια, της αφαίρεσαν τη γλώσσα και της εκρίζωσαν τα δόντια. Στο τέλος, της έκοψαν και το κεφάλι».

Προξενεί κατάπληξη το μαρτύριο της αγίας Αναστασίας. Δεν υπέστη απλώς κάποια βασανιστήρια χάριν της πίστεώς της στον Χριστό, αλλά το κάθε μέλος του σώματός της δέχτηκε πολλαπλά τραύματα, μέχρι σημείου σχεδόν εξαφανισμού της. Η περιγραφή του μαρτυρίου της φέρνει στη μνήμη το τροπάριο από τη Μ. Παρασκευή για τον ίδιο τον Κύριο: «έκαστον μέλος της αγίας σου σαρκός ατιμίαν δι’ ημάς υπέμεινε». Γι’  αυτό και ο υμνογράφος άγιος Ιωσήφ, ο οποίος ζητεί φωτισμό από την αγία, προκειμένου να δοξολογήσει σωστά την αγιότητά της, καλύπτει ένα μεγάλο  μέρος του κανόνα της με την συγκεκριμένη αναφορά στο κάθε είδος από τα μαρτύριά της. Θυμίζει η περίπτωση της αγίας οσιομάρτυρος τα βασανιστήρια άλλων μεγαλομαρτύρων, όπως της αγίας Ευφημίας, για τα οποία εξέφρασε τον θαυμασμό του και ο όσιος Παΐσιος, στην εμφάνισή της στο κελί του στο Άγιον Όρος το 1987.

Ο άγιος υμνογράφος βεβαίως προσπαθεί να δώσει εξήγηση τού πώς μπόρεσε η αγία να αντέξει τόσα βάσανα. Έφτασε, λέει, στο δοξασμένο ύψος του μαρτυρίου, με τη νόμιμη άθλησή της, αφού προηγουμένως είχε υπερβεί τα πάθη της σαρκός με την εγκράτειά της. Κι αυτή η υπέρβαση δεν ήταν θέμα μίας στιγμής ή ολίγου χρόνου, αλλά ολόκληρης της ζωής της, αφού από βρέφος αφιερώθηκε στον Θεό. «Εκ βρέφους τω Θεώ ανετέθης, οσία, νεκρώσασα σαρκός εγκρατεία τα πάθη». Με άλλα λόγια, η αγία Αναστασία με την αγιασμένη βιοτή της προ του μαρτυρίου, ήταν έτοιμη και για τους αγώνες του ίδιου του μαρτυρίου, γεγονός που σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς απροϋπόθετα να γίνει μάρτυρας. Χωρίς να αποκλείσουμε την περίπτωση εκτάκτου εισπηδήσεως στο μαρτύριο – κάποιος εκείνη την ώρα να δεχθεί φωτισμό και χάρη για να δώσει και τη ζωή του για τον Χριστό – η «φυσιολογική» πορεία είναι να έχει κανείς ετοιμασθεί γι’  αυτό. Εδώ έχουν θέση και οι ονομαζόμενοι «αλείπτες», οι πνευματικοί προπονητές δηλαδή των υποψηφίων μαρτύρων, για τους οποίους πολύ συχνά κάνουν λόγο τα συναξάρια και οι ύμνοι της Εκκλησίας: ετοιμάζουν με λόγο και με πνευματικές ασκήσεις τους πιστούς, εν όψει του μαρτυρίου, ώστε να μη βρεθεί στη θέση ο υποψήφιος μάρτυρας να αρνηθεί τον Κύριο. Εν προκειμένω τονίζεται μία γενική και σπουδαία αλήθεια: κανείς δεν κατορθώνει κάτι μεγάλο και σημαντικό, αν προηγουμένως δεν έχει ετοιμαστεί πολύ καιρό γι’  αυτό. Αν ο ίδιος ο Κύριος ετοιμαζόταν επί τριάντα χρόνια, πριν βγει στη δημόσια δράση Του, αν ο απόστολος Παύλος χρειάστηκε αρκετά χρόνια απομόνωσης και προβληματισμού για να ξεκινήσει τις περιοδείες του, πόσο περισσότερο τούτο είναι αναγκαίο για όλους;

Με τα βασανιστήρια της αγίας το σώμα της στρεβλώθηκε, σε σημείο  τελικώς αφανισμού της. Πάνω σ’ αυτό όμως ο εκκλησιαστικός ποιητής προβαίνει σε δύο παρατηρήσεις: Πρώτον, η στρέβλωση του σώματος της αγίας, χάριν του Χριστού, φανέρωνε την ψυχική της σταθερότητα, το όρθιο της προαίρεσής της. Όσο την κτυπούσαν και την «πετσόκοβαν», τόσο το φρόνημά της δυνάμωνε και παρέμενε όρθιο. «Στρεβλούμενον το σώμα αικισμοίς, εδήλου το όρθιον σης προαιρέσεως προς Θεόν, Αναστασία πανεύφημε». Η αγία δηλαδή επιβεβαίωνε έμπρακτα αυτό που είχε πει ο Κύριος: «μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων τι ποιήσαι». Η ψυχή είναι αυτό που μετράει στις δύσκολες στιγμές του βίου, κι αυτό έδειξε η αγία. Δεύτερον, μέσα σε όλα αυτά τα βάσανα, που θα έπρεπε η νεαρή κόρη να έχει αλλοιωμένα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της από τον πόνο και την οδύνη, εκείνη φαινόταν ακόμη περισσότερο ωραία στη μορφή: «Κάλλος το εγκάρδιον τη ορατή μορφή, ένδοξε, διαδοθέν, σε ωραιοτάτην τοις ορώσιν υπέφαινεν». Δηλαδή: Το κάλλος της καρδιάς σου, η εσωτερική ομορφιά σου, ένδοξε, μεταδόθηκε και στην ορατή, εξωτερική, μορφή σου, και σε έκανε να φαίνεσαι ωραιότατη σ’ αυτούς που σε έβλεπαν. Η αγία φανέρωνε, έστω και στα βάσανα, την υπάρχουσα σ’ αυτήν χάρη του Θεού, η οποία πράγματι κάνει τον άνθρωπο και εξωτερικά να λάμπει και να ομορφαίνει. «Καρδίας ευφραινομένης, πρόσωπον θάλλει» υπενθυμίζει ο λόγος του Θεού. Ο άγιος υμνογράφος με τον ύμνο του αυτό τονίζει ακριβώς τον χαρισματικό χαρακτήρα του μαρτυρίου της αγίας Αναστασίας. Ό,τι υπέστη, το υπέστη με τη δύναμη του Θεού. Αλλά για να λειτουργήσει αυτή η δύναμη, έπρεπε να συναντήσει την καλή προαίρεση της αγίας, για την ύπαρξη της οποίας εργάστηκε η ίδια ασκητικώς εκ νεότητός της.

28 Οκτωβρίου 2024

28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ: ΕΘΝΙΚΟ ΟΡΟΣΗΜΟ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΔΕΙΚΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ

Δεν έχουμε σκοπό να πούμε όσα αποτελούν το περιεχόμενο ενός πανηγυρικού της ημέρας – αυτό είναι δουλειά άλλων! Μα δεν μπορούμε να μην πούμε κι εμείς ένα ταπεινό ευχαριστώ στους πατέρες και τους παππούδες μας, που στη δεδομένη στιγμή «ηλεκτρίστηκαν» από την αγάπη τους προς την πατρίδα και προσήλθαν, σε μεγάλο βαθμό εθελοντικά, να καταθέσουν τον εαυτό τους στην υπηρεσία και τη διαφύλαξή της. Οι άμεσες μαρτυρίες που έχουμε και τα ντοκουμέντα της εποχής εκείνης δείχνουν ότι αυτό που συνέβη τό ’40 δεν εξηγείται με την απλή λογική. Υπήρξε ένας πανεθνικός συναγερμός κατά της φασιστικής επίθεσης των Ιταλών πρώτα και των Γεμανών έπειτα, που προϋπέθετε σε μεγάλο βαθμό την υπέρβαση του φόβου του θανάτου. Κι αυτό γιατί τα αριθμητικά στοιχεία σε έμψυχο και άψυχο υλικό έκλιναν καθ’ υπερβολήν υπέρ των επιτεθεμένων φασιστών. Όλοι με άλλα λόγια οι Έλληνες ήξεραν ότι οι Ιταλοί σαφώς υπερτερούν σε όπλα και σε στρατιώτες. Η λογική έλεγε ότι η ήττα ήταν δεδομένη. Μα ο ψυχικός δυναμισμός των Ελλήνων ήταν τέτοιος, που τα αριθμητικά και λογικά δεδομένα τα παραθεώρησαν. Ο αγώνας ήταν για την Πατρίδα, που σημαίνει ότι ήταν αγώνας για τα ιερά και τα όσια του Έθνους. Επέλεξαν λοιπόν να μαρτυρήσουν για να παραμείνουν αυτό που ήταν: Έλληνες ελεύθεροι, παρά να υποταγούν και να χάσουν την αυτοσυνειδησία τους και την αξιοπρέπειά τους. Και τα κατάφεραν. Γι’  αυτό και δεν είναι υπερβολικός ο χαρακτηρισμός που από τότε τους συνοδεύει και τον οποίο έδωσαν φίλοι και εχθροί: είναι ήρωες!

Κοινοί άνθρωποι σαν όλους ήταν οι μαχητές του ’40 μέχρι την εποχή που ξέσπασε ο πόλεμος, κι ίσως, για όσους επέζησαν, και μετά από αυτόν. Με τους ίδιους φόβους, τις ίδιες αγωνίες και τις ανασφάλειες που έχει κάθε απλός άνθρωπος. Φαίνεται όμως πως το αδύναμο σωματικά και ψυχικά αυτό πλάσμα, σε κρίσιμες ώρες που διακυβεύονται τα ιδεώδη και τα οράματά του, μεταμορφώνεται και γίνεται γίγαντας. Σπάει τα στεγανά των ατομικών του ορίων κι αφήνει να διαφανούν οι άπειρες δυνατότητες  με τις οποίες τον έχει προικίσει ο Δημιουργός. Θεολογικά, θα επισημαίναμε ότι έχουμε εδώ μερική εφαρμογή του θεόπνευστου λόγου του Ευαγγελιστή της αγάπης, που λέει ότι «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄ Ιωάν. 4, 18). Ο φόβος που έχει κάθε άνθρωπος, όταν βλέπει ότι κινδυνεύει η ατομική του ύπαρξη, ξεπερνιέται με μία τέλεια αγάπη. Εν προκειμένω οι αγωνιστές του ’40 παθιάστηκαν από την αγάπη προς την Πατρίδα, αγάπη που τους έκανε να υπερβούν τα όριά τους και να αναδειχτούν σε ήρωες, σε οικουμενικά δηλαδή πρότυπα.

Κι από την άποψη αυτή, εκτός από το να τους ευχαριστούμε, καλούμαστε να τους μιμηθούμε. Γιατί κι εμείς σήμερα ζούμε σε κρίσιμες εποχές. Οι κίνδυνοι για την ασφάλεια της πατρίδας μας, αλλά και για την ψυχική και πνευματική αρτιότητά μας είναι δεδομένοι και υπαρκτοί. Και δεν μιλάμε μόνο για τους άσπονδους φίλους μας: τους απειλητικούς γείτονες της χώρας μας, αλλά και για άλλους κινδύνους, πιο απειλητικούς ίσως γιατί είναι περισσότερο ύπουλοι. Η παρείσφρυση για παράδειγμα στη χώρα μας πάμπολλων αιρέσεων χριστιανικών και μη που σκοπεύουν στην αλλοίωση της πνευματικής φυσιογνωμίας της δεν συνιστά έναν τέτοιο κίνδυνο; Το πνεύμα της εκκοσμίκευσης ως έκπτωσης από τη γνησιότητα της ορθόδοξης πίστης και προσκόλλησης στα του κοσμικού φρονήματος δεν αποκοιμίζει σταδιακά και τους χριστιανούς Έλληνες, προκαλώντας την αναισθητοποίηση κάθε ψυχικής και πνευματικής αντίστασής τους; Κι ακόμη: η κυριαρχία σχεδόν πια των χαρακτηριστικών της μετανεωτερικής λεγόμενης εποχής, όπου ο άνθρωπος δεν κατανοείται ως εικόνα Θεού αλλ’  ούτε καν και ως «ζωντανός» άνθρωπος με την υποταγή του στην «άϋλη»  εκδοχή του μέσω του διαδικτύου, δεν αποτελεί κι αυτή ίσως τον σοβαρότερο από όλους τους κινδύνους;

Λοιπόν, οι κίνδυνοι αφανισμού μας ως Έθνους με την ελληνορθόδοξη ιδιαιτερότητά μας είναι παραπάνω από υπαρκτοί, για να μην πούμε ότι είμαστε σε φάση μη αναστρέψιμη. Κι είναι σημαντική η ευκαιρία που μας προσφέρει και πάλι η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου, γιατί όπως τότε οι αγωνιστές του ’40 συνειδητοποίησαν τον κίνδυνο και υψώθηκαν στα όρια της ελληνικής ηρωικής ψυχής για να διαφυλάξουν τον εαυτό τους και την πατρίδα τους, έτσι κι εμείς. Υπό τη Σκέπη της Παναγίας Μητέρας μας να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να «διαβάσουμε» σωστά τα μηνύματα των καιρών. Και να στραφούμε στον «μόνον δυνάμενον σώζειν», τον Κύριο Ιησού Χριστό, προκειμένου και να μας φωτίσει αλλά και να ενισχύσει την αδύναμη βούλησή μας ώστε να βαδίζουμε τον δρόμο τον δικό Του και των αγίων Του. Οι έστω και λίγοι σήμερα που θα βρεθούν στο χαρισματικό αυτό σημείο ίσως δημιουργήσουν κατά ένα μυστικό τρόπο αυτήν τη φορά ένα νέο «έπος»! Το «έπος της μετάνοιας» που θα υψώσει αναχώματα εναντίον κάθε δύναμης φθοράς. Μη ξεχνάμε τον λόγο του Κυρίου: η μετάνοια φέρνει στον κόσμο την ίδια τη Βασιλεία του Θεού!

Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΦΩΤΟΦΟΡΟΣ ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Στον ιερό Ναό των Βλαχερνών της Κωνσταντινουπόλεως, όπου βρισκόταν και το σεπτό «μαφόριον» της Παναγίας, μία των ημερών, επί βασιλείας Λέοντος του Σοφού (886-911), ετελείτο ολονύκτια αγρυπνία. Είχε πάει εκεί κατά τη συνήθειά του και ο όσιος Ανδρέας ο σαλός. Συνέβη να παρευρίσκεται και ο Επιφάνιος έχοντας μαζί έναν υπηρέτη του. Συχνά, σε κάθε κατάλληλη ευκαιρία, αγρυπνούσε και αυτός ανάλογα με την προθυμία του, πότε μέχρι το μεσονύκτιο, πότε μέχρι το πρωί. Την τετάρτη ώρα της νυκτός, βλέπει ο μακάριος Ανδρέας μεγαλοπρεπή γυναίκα να βγαίνει από την Ωραία και βασιλική Πύλη και να προχωρεί μαζί με πολυπληθή και λαμπρότατη ακολουθία αγίων λευκοφορούντων, που έψελναν ιερούς ύμνους και πνευματικά άσματα. Τη μεγαλοπρεπή αυτή γυναίκα κρατούσαν τιμητικά συνοδεύοντας από τα χέρια ο Τίμιος Πρόδρομος και ο Υιός της Βροντής, ο Θεολόγος Ιωάννης, ενώ ακολουθούσαν οι υπόλοιποι άγιοι. Μόλις τους είδε ο όσιος Ανδρέας να προχωρούν προς τον άμβωνα της Εκκλησίας, πλησιάζει τον Επιφάνιο και του λέει: - Βλέπεις την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου;           Αυτός του απαντά: - Ναι, πνευματικέ πατέρα μου. Ενώ παρακολουθούσαν οι όσιοι, Την βλέπουν να γονατίζει, να προσεύχεται για ώρα πολλή και να τρέχουν συνεχώς δάκρυα στο θεοειδές και άχραντο πρόσωπό Της. Μετά από αυτήν την προσευχή, έρχεται προς το θυσιαστήριο και δεήθηκε εκεί υπέρ του παρευρισκόμενου λαού. Όταν τελείωσε τη δέησή Της, έβγαλε από την πανάχραντη κεφαλή Της, με μία κίνηση γεμάτη χάρη και σεμνότητα, το μέγα και φοβερό «μαφόριόν» Της, που έλαμπε ως αστραπή, και το άπλωσε επάνω από όλον τον παρευρισκόμενο λαό. Αυτό το έβλεπαν οι θαυμάσιοι αυτοί άνδρες επί αρκετές ώρες να είναι απλωμένο επάνω από όλον τον λαό και να πηγάζει ως φως ήλεκτρου τη Δόξα του Κυρίου. Όση ώρα ήταν εκεί η Υπεραγία Θεοτόκος, ήταν θεατό και εκείνο, μόλις ανεχώρησε, έπαυσε και αυτό να είναι ορατό. Το επήρε μαζί της, αφήνοντας τη Χάρη Της στον πιστό λαό».

(1) Με το γεγονός της εμφάνισης της Υπεραγίας Θεοτόκου βρισκόμαστε μπροστά σε μία θαυμαστή ενέργεια του Θεού – ο Θεός ενεργεί διά της Θεοτόκου – που την ευεργετική της επίδραση δέχεται ο πιστός λαός, αλλά βλέπουν μόνον οι δύο όσιοι: ο Ανδρέας ο σαλός και ο Επιφάνιος. Αυτό σημαίνει ότι το μεγαλειώδες αυτό όραμα ήταν μία ιδιαίτερη ευλογία που δόθηκε ως χάρη στους δύο αγίους, και διότι προφανώς είχαν τις εσωτερικές προϋποθέσεις για να τη δεχτούν, και διότι θα κατέθεταν τη μαρτυρία τους αυτή αργότερα στον πιστό λαό προς ενίσχυση της πίστεώς του. Με άλλα λόγια ο Θεός ικανώνει ορισμένους πιστούς Του, με την έννοια ότι τους διανοίγει τους πνευματικούς οφθαλμούς, ώστε να Τον «δουν» στη θεϊκή Του δόξα, και μετέπειτα αυτοί μαρτυρούν τη θεοπτική αυτή εμπειρία τους, η οποία γίνεται αποδεκτή από τον λαό, λόγω της αξιοπιστίας των ίδιων.

Αιτία για την τακτική αυτή του Θεού, θα λέγαμε, φαίνεται ότι είναι η αγάπη Του προς τον κόσμο, η οποία ενεργεί με τέτοια διάκριση, ώστε να μη βλάψει τους πνευματικά ανώριμους ή τους ανέτοιμους για μία ιδιαίτερη όραση Εκείνου. «Ου μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπον του Θεού και ζήσεται». Την τακτική αυτή του Θεού την επισημαίνουμε σε όλες τις φάσεις της αποκάλυψής Του, από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι και σήμερα ακόμη. Ας θυμηθούμε το γεγονός της παράδοσης του Νόμου του Θεού στους Ισραηλίτες στο όρος Σινά: ο Μωϋσής καλείται να μετάσχει στην ξεχωριστή ενέργεια του Θεού, η οποία δι’  αυτού γίνεται έπειτα κτήμα όλων. Κι ακόμη. Ο ίδιος ο Κύριός μας στο Θαβώρ, στο όρος της Μεταμορφώσεώς Του, τους τρεις μαθητές Του, Πέτρο, Ιωάννη και Ιάκωβο, καλεί να γίνουν «επόπται της μεγαλειότητός Του», οι οποίοι στον κατάλληλο έπειτα καιρό θα καταθέσουν τη μαρτυρία της συγκεκριμένης εμπειρίας τους.

(2) Οι δύο άγιοι, Συμεών και Επιφάνιος, βλέπουν με άμεσο τρόπο την αγάπη της Υπεραγίας Θεοτόκου προς τον πιστό λαό. Εμφανίζεται, προσεύχεται με δάκρυα, απλώνει προστατευτικά πάνω στον λαό το μαφόρι Της, γιατί είναι γεμάτη αγάπη και στοργή προς τα παιδιά της και παιδιά του Υιού και Θεού της. Κι είναι αυτά τα χαρισματικά οράματα, τα οποία επιβεβαιώνουν διαρκώς την πίστη της Εκκλησίας σχετικά με την αγάπη των αγίων απέναντί μας και μάλιστα της Παναγίας Μητέρας μας. Γνωρίζουμε την αγάπη Της αυτή ήδη από τα κείμενα της Αγίας Γραφής και τη μετέπειτα παράδοση της Εκκλησίας μας. Ιδιαιτέρως το «γύναι, ιδού ο υιός σου» και το «ιδού η μήτηρ σου» του Εσταυρωμένου Λυτρωτή μας προς τη Μητέρα Του και το μαθητή Του Ιωάννη, μας συγκινεί την καρδιά και δεν μας αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Μα, όταν έρχονται και τέτοια θαυμαστά γεγονότα, σαν αυτό της Αγίας Σκέπης, η πίστη μας γιγαντώνεται ακόμη περισσότερο. Ξέρουμε ότι σε κάθε ώρα και σε κάθε στιγμή μπορούμε να αναφερόμαστε, μετά βεβαίως τον Κύριο και Θεό μας, και στην Παναγία Μητέρα Του, η οποία είναι έτοιμη να μεσιτεύσει μετά δακρύων υπέρ ημών προς τον Υιό και Θεό Της. Κι ο πιστός λαός πράγματι το επιβεβαιώνει. Οι χαιρετισμοί και οι παρακλητικοί κανόνες προς την Θεοτόκο δεν λείπουν ποτέ από τα χείλη του ευσεβούς λαού, ο οποίος νιώθει, έστω κι αν δεν Την βλέπει οραματικά, την παρουσία και την αγάπη Της.

Θα ήταν παρήγορο μάλιστα να μνημονεύαμε στο σημείο αυτό και μία παράδοση-θρύλο, που κυκλοφορείται ιδίως στους πιστούς της Ρωσίας. Πέθαιναν οι χριστιανοί και «σκόνταφταν» στην παρουσία του αποστόλου Πέτρου, ο οποίος έχοντας τα κλειδιά του Παραδείσου ζητούσε τις απολύτως «κανονικές» προϋποθέσεις εισόδου στον Παράδεισο. Τους περισσότερους δυστυχώς τους απέπεμπε, διότι δεν εκπληρούσαν αυτά που έπρεπε. Κι ενώ λίγοι είχαν εισέλθει στον Παράδεισο, άκουγε πολλές φωνές και πολλές υμνολογίες μέσα σ’  αυτόν. Παραξενεύτηκε και κοιτώντας πιο πέρα από τη θύρα του Παραδείσου είδε ότι η Παναγία  Μητέρα βρισκόταν πάνω από τα τείχη και με το μαφόρι της σήκωνε «παράνομα» και έβαζε μέσα στον Παράδεισο αυτούς που είχαν απορριφτεί.

(3) Η εμφάνιση της Παναγίας και η προστασία Της προς τον πιστό λαό γίνεται εκεί που ο λαός αυτός έχει συναχτεί εν Εκκλησία. Δεν είναι τυχαίο, πιστεύουμε, ότι η Παναγία γίνεται το όργανο της χάρης του Θεού, όταν ο λαός φανερώνει την πίστη του με τον ερχομό του στον ναό και μάλιστα σε ώρα έντονης και παρατεταμένης προσευχής: σε αγρυπνία. Και τούτο διότι ο Θεός προσφέρει τη χάρη Του, αλλ’  όταν και ο άνθρωπος δείχνει τη διάθεση να την αποδεχτεί. Στο θαυμαστό γεγονός της Αγίας Σκέπης πολύ άμεσα διαπιστώνουμε αυτό που ο Κύριος είχε πει: «Ου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών». Η παρουσία Του εκδηλώθηκε μέσω της Μητέρας Του, όπως βεβαίως και για την εμφάνισή Του στον απόστολο Θωμά μετά την ανάσταση προηγήθηκε η παρουσία του Θωμά στον κύκλο των μαθητών, δηλ. στο χώρο της Εκκλησίας. Έτσι βεβαίως ο Θεός διά των αγίων Του δρα όπως και όπου θέλει, αλλά εκεί που κατεξοχήν ενεργεί και προσφέρει τη χάρη Του είναι η Εκκλησία. Από την άποψη αυτή ο αγώνας του πιστού να συμμετέχει στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, και μάλιστα στη Θεία Λειτουργία,  αποτελεί όρο για τη μετοχή του στην παροχή της χάρης του Θεού.

(4) Η ιδιαίτερη παροχή αγιασμού από την Παναγία προς τον προσευχόμενο λαό νομίζουμε ότι είχε να κάνει και με το μαφόρι Της, που φυλασσόταν ως εξαιρετική ευλογία στον συγκεκριμένο ναό των Βλαχερνών. Με άλλα λόγια, η χάρη του Θεού και των αγίων του επεκτείνεται, όταν υπάρχουν αντικείμενα που σχετίζονται με την εδώ στον κόσμο τούτο παρουσία των αγίων. Βεβαίως, για παράδειγμα, ο άγιος Διονύσιος παρέχει τη χάρη του Θεού σε όσους εν πίστει τον επικαλούνται, μα η παροχή της χάρης αυτής φαίνεται να είναι εντονότερη εκεί που υπάρχει το αγιασμένο λείψανό του, στη Ζάκυνθο. Το ίδιο συμβαίνει και με όλους τους αγίους, το ίδιο πιστεύουμε ότι συνέβη και εκεί στον ναό των Βλαχερνών. Κι είναι και τούτο μία αλήθεια, που την επιβεβαιώνει διαρκώς  ο πιστός λαός ανά τους αιώνες, αφού βλέπουμε πόσο ο λαός αυτός καθοδηγούμενος από την καρδιά του τιμά τα λείψανα των αγίων, όπως και τα ιδιαίτερα αντικείμενα, όπως είπαμε, που σχετίζονται με τη ζωή τους. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί  η χάρη του Θεού αγκαλιάζει όλη την ύπαρξη ενός αγίου, όπως και διοχετεύεται αυτή και στα υλικά αντικείμενα που τον περιβάλλουν. Δεν υπάρχει τίποτε κακό στη δημιουργία του Θεού, πέρα από τις κακές επιλογές της καρδιάς μας, ενώ τα πάντα εξαγιάζονται από την υπακοή του ανθρώπου στον Θεό.

26 Οκτωβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ´ ΛΟΥΚΑ

 

Ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καί θερίσει, καί ὁ σπείρων ἐπ᾽ εὐλογίαις ἐπ᾽ εὐλογίαις καί θερίσει᾽(Β´ Κορ. 9, 6) 

 Ὁ ἅγιος Παῦλος μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ἀνάγκη τῆς ἐλεημοσύνης ὡς ἔκφρασης τῆς ἀγάπης, ἰδιαιτέρως τόν χειμώνα πού τά προβλήματα καί οἱ ἀνάγκες τῶν πτωχοτέρων ἀδελφῶν μας εἶναι αὐξημένα. ῎Αλλωστε καί ὁ ἀπόστολος γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς ἔγραψε στούς πιστούς τῆς Κορίνθου τά σχετικά μέ τήν προσφορά καί τήν ἐλεημοσύνη: ἐκεῖνοι ὡς περισσότερο ἔχοντες ἔναντι ἄλλων ἀδελφῶν πτωχοτέρων ᾽Εκκλησιῶν πρέπει νά νιώθουν τήν ἀνάγκη τῆς προσφορᾶς σ᾽ αὐτούς ὡς καρπό τῆς ἀγάπης τους. Κατά τόν βαθμό μάλιστα πού ἡ προσφορά αὐτή γίνεται καρδιακά, ἀντιστοίχως ὁ προσφέρων εἰσπράττει ἀπό τόν Θεό καί τήν ἀνταπόδοση. ῞Οπως συμβαίνει καί μέ τή σπορά: ῾Αὐτός πού σπείρει μέ φειδώ, θά ἔχει λίγη σοδειά. Κι αὐτός πού σπείρει ἁπλόχερα, θά θερίσει πλουσιοπάροχα᾽.

 1. ῾Ο ἀπόστολος μέ τόν λόγο του αὐτό δέν λέει κάτι τό παράδοξο καί τό περίεργο. Οὔτε ἐκθέτει μία βαθειά θεολογική ἀλήθεια, ἡ ὁποία πιθανόν ἀπαιτεῖ αὐξημένες προϋποθέσεις πρός κατανόησή της. ᾽Επισημαίνει κάτι ἁπλό πού συνιστᾶ καί παροιμία: ῾῞Ο,τι σπείρεις θά θερίσεις᾽. ῎Αν σπείρεις πλούσια, πλούσια θά εἶναι καί ἡ σοδειά σου, ἄν ὄχι, φτωχικά καί θά θερίσεις. Καί πράγματι. Τό αὐτονόητο τῆς παροιμίας δέν χρειάζεται ἰδιαίτερη ἐπιχειρηματολογία πρός ἀποδοχή: ὅλοι ἔχουμε πεῖρα τοῦ γεγονότος ὅτι ῾ὅπως στρώσουμε θά κοιμηθοῦμε᾽. Αὐτό δηλαδή πού ἐπιλέγουμε, αὐτό πού κάνουμε, θά φέρει καί τά συγκεκριμένα ἀποτελέσματα. Π.χ.: ῎Αν ξοδεύω περισσότερα ἀπό ὅσα κερδίζω, θά βγῶ στή ζητανιά. ῎Αν ἐπεκτείνω τίς ἐπιχειρήσεις μου πέραν τῶν δυνατοτήτων μου, θά πέσω ἔξω. ῎Αν ὡς μαθητής σταματήσω νά διαβάζω καί νά μελετῶ, δέν θά ἔχω τή μεγάλη βαθμολογία πού ἴσως ὀνειρεύομαι.

Πρόκειται ἀσφαλῶς γιά παροιμία, ἡ ὁποία κατά τρόπο ἄμεσο καί σαφή δείχνει τήν εὐθύνη τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν πορεία τῆς ζωῆς του. Εἴμαστε ὑπεύθυνοι γι᾽ αὐτό πού κάνουμε. Δέν ἔχει νόημα συνεπῶς νά κατηγοροῦμε τούς ἄλλους ἤ τήν κοινωνία, ὅταν ἐμεῖς δέν ἔχουμε κάνει τούς σωστούς ὑπολογισμούς. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, τονίζοντας τήν εὐθύνη αὐτή, μᾶς προτρέπει νά μήν ξεκινήσουμε νά κάνουμε κάτι, πρίν μετρήσουμε πρῶτα τίς δυνάμεις μας. ῾Τίς γάρ ἐξ ὑμῶν, θέλων πύργον οἰκοδομῆσαι, οὐχί πρῶτον καθίσας ψηφίζει τήν δαπάνην, εἰ ἔχει τά πρός ἀπαρτισμόν;... ἤ τίς βασιλεύς, πορευόμενος συμβαλεῖν ἑτέρῳ βασιλεῖ εἰς πόλεμον, οὐχί πρῶτον καθίσας βουλεύεται εἰ δυνατός ἐστιν ἐν δέκα χιλιάσιν ἀπαντῆσαι τῷ μετά εἴκοσι χιλιάδων ἐρχομένῳ ἐπ᾽ αὐτόν;᾽(Λουκ. 14, 28. 31).

2. Ἡ ἁπλή αὐτή ἀλήθεια - ἀπόρροια τῆς πείρας τῆς ζωῆς - ἰσχύει ἀπολύτως καί στά πνευματικά θέματα. ῾Υπάρχει ὁ λεγόμενος πνευματικός νόμος, κατά τόν ὁποῖο τό τί θά γευτοῦμε πνευματικά, τό τί εἴδους σχέση θά ἀναπτύξουμε μέ τόν Θεό, καθορίζεται καί πάλι ἀπό τίς δικές μας καθημερινές ἐπιλογές. ᾽Επιλέγουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Θά νιώσουμε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Εἴμαστε ἀμελεῖς καί ἁμαρτάνουμε; Θά εἰσπράξουμε τά ἀντίστοιχα, δηλαδή τήν ἄρση τῆς χάρης Του.

Δυστυχῶς, καί πάλι τήν ἁπλή αὐτή ἀλήθεια ἀδυνατοῦμε νά τήν καταλάβουμε. Ζοῦμε πολλές φορές ὡς ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ, ἔχοντας διαγράψει τόν Θεό ἀπό τήν καθημερινότητά μας,  κι ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα νά θερίσουμε τούς καρπούς τῶν κακῶν ἐπιλογῶν μας – τό ἄγχος, τή στενοχώρια, τή μελαγχολία, τόν ψυχικό πνιγμό – ρίχνουμε τά βάρη στόν Θεό, σάν νά εἶναι ᾽Εκεῖνος ὁ ὑπεύθυνος. ᾽Αλλά ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἤδη μᾶς προειδοποιεῖ: ῾Θλίψις καί στενοχωρία ἐπί πᾶσαν ψυχήν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τό κακόν᾽, ὅπως καί ἀντιστρόφως: ῾Δόξα καί τιμή παντί τῷ ἐργαζομένῳ τό ἀγαθόν᾽ (Ρωμ. 2, 9-10).

3. ῎Ετσι τό καλό ἤ τό κακό πού ζοῦμε δέν εἶναι μία τιμωρία ἤ μία ἀνταμοιβή τοῦ Θεοῦ. Μία τέτοια κατανόηση τοῦ Θεοῦ θά σήμαινε διαστροφή τῆς ἀποκάλυψής Του, διότι θά πρόσφερε τήν εἰκόνα ἑνός ῎Οντος πού περιμένει νά βραβεύσει τό ῾καλό παιδί᾽ καί νά τιμωρήσει ῾τό θεωρούμενο κακό᾽. ῾Ο Θεός ὅμως πού μᾶς φανέρωσε ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Πατέρας πού ἀγαπᾶ ἐξίσου ὅλα τά παιδιά Του, εἴτε Τόν θέλουν αὐτά εἴτε ὄχι. Δέν διαβαθμίζεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀνάλογα πρός τά συναισθήματα τά δικά μας καί τίς συμπεριφορές μας. ᾽Εκεῖνος ῾ἀγάπη ἐστί᾽ μονίμως καί ἀδιάκοπα καί χωρίς ἀγάπη δέν θά ἦταν ὁ Θεός πού ξέρουμε. ᾽Επειδή ὅμως ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ παραμένει πάντοτε ἡ ἴδια χωρίς ταλαντεύσεις, γι᾽αὐτό καί δέν καταστρατηγεῖ τήν ἐλευθερία μας καί δέν μᾶς ἐκβιάζει. Κι αὐτό σημαίνει: ἡ μία ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καθώς συναντᾶ τή δική μας ψυχική κατάσταση τήν ὁποία  διαμορφώνουμε ἐλεύθερα, μεταποιεῖ αὐτήν ἀνάλογα πρός τό περιεχόμενό της. Κι ἄν τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς μας εἶναι καλό, δηλαδή συντονισμένο πρός τό ἅγιο θέλημά Του, τότε ἡ ἀγάπη Του λειτουργεῖ ὡς εὐλογία. ῎Αν ὅμως τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς μας εἶναι πονηρό, δηλαδή δέν θέλει νά ὑπακούει τόν Θεό, τότε ἡ ἀγάπη Του λειτουργεῖ ὡς κατάρα καί τιμωρία. ᾽Εμεῖς εἴμαστε οἱ ἀποκλειστικά ὑπεύθυνοι γιά τό πῶς θά λειτουργήσει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί στήν ὅλη ὕπαρξή μας. ῞Ενα παράδειγμα ἐπ᾽ αὐτοῦ καθιστᾶ πιό σαφῆ τά πράγματα: ἄν ἔχω ὑγιεῖς ὀφθαλμούς, τότε τό φῶς τοῦ ἥλιου μοῦ προκαλεῖ χαρά˙ ἄν ἔχω πληγωμένους ὀφθαλμούς, τότε τό ἴδιο φῶς μοῦ προκαλεῖ πόνο. ῾Ο ἥλιος εἶναι ὁ ἴδιος καί στίς δύο περιπτώσεις. Ἡ κατάσταση ὅμως τῶν ὀφθαλμῶν τροποποιεῖ τήν ἐνέργειά του.

῎Ετσι ἐπί τοῦ θέματός μας: ὅ,τι κάνουμε ἀπό ἀγάπη καί μέ ἀγάπη μᾶς κάνει εὐτυχεῖς, γιατί μᾶς γεμίζει μέ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. ῞Ο,τι κάνουμε ὅμως ἀπό ἐγωϊσμό καί μέ γνώμονα μόνο τό συμφέρον μας μᾶς κάνει δυστυχεῖς, γιατί μᾶς φέρνει σέ σύγκρουση μέ τήν ἀγάπη ᾽Εκείνου. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή  κατανοοῦμε τήν τεράστια σημασία τῆς ἐλεημοσύνης ὡς ἔκφρασης τῆς ἀγάπης: ὅσο περισσότερο προσφέρουμε στόν συνάνθρωπό μας - ὄχι μόνον ὑλικά πράγματα ἀλλά καί πνευματικά, διότι ἡ ἐλεημοσύνη ἐνεργοποιεῖται σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τοῦ ἀνθρωπίνου – τόσο καί θά θερίζουμε τά ἀντίστοιχα ἀγαθά τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες μας μιλώντας γιά τήν ἐλεημοσύνη τήν χαρακτηρίζουν ὡς βασίλισσα τῶν ἀρετῶν καί ὡς τόν δρόμο ἐκεῖνο πού ὁδηγεῖ κατευθεῖαν στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

4. ῾Ο πνευματικός αὐτός νόμος ὅμως πρέπει νά κατανοηθεῖ ὄχι μόνον σ᾽ ἐπίπεδο προσωπικό, ἀλλά καί σέ κοινωνικό καί ἐθνικό. Κοινωνία καί ἔθνος δηλαδή πού ἐπιλέγει τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ θά ὑποστεῖ καταστροφές. ῾Η ἰουδαϊκή ἱστορία εἶναι κατεξοχήν παραδειγματική: ὅσες φορές οἱ ᾽Ιουδαῖοι ἀπέκλιναν ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός ἐπέτρεπε νά ὑποστοῦν τά ἐπίχειρα τῶν ἐπιλογῶν τους, δηλαδή καταστροφές. ᾽Ενῶ ἀπό τήν ἄλλη, ὅταν μετανοοῦσαν, ἔβλεπαν ἐμπειρικά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νά λειτουργεῖ ὑπέρ αὐτῶν. Διότι ἀκριβῶς συντονίζονταν μέ ᾽Εκεῖνον. Κι αὐτό ἰσχύει διαχρονικά, διότι ὁ Θεός δέν ἀλλάζει. Μήπως δέν πρέπει νά λησμονοῦμε κι αὐτά πού ὅσιος ἁγιορείτης Γέρων εἶχε πεῖ γιά τούς ἄσπονδους γείτονές μας, οἱ ὁποῖοι ἐπανειλημμένως ἀδίκησαν καί ἐμᾶς καί ἄλλους λαούς, ὅτι δηλαδή ῾τά κόλλυβα τά ἔχουν στό ζωνάρι τους, λόγω ἀκριβῶς τῶν ἀδικιῶν πού ἔχουν ἐπιτελέσει᾽; Μέ ἄλλα λόγια θά λειτουργήσει ὁ πνευματικός νόμος καί γι᾽ αὐτούς, ὅπως βεβαίως θά λειτουργήσει καί ἀντιστρόφως γιά τό καλό γιά ὅσους λαούς θελήσουν νά μετανοήσουν καί νά στραφοῦν πρός τόν Θεό, κάτι πού ἀποτελεῖ τό κήρυγμα καί τήν προσευχή τῆς ᾽Εκκλησίας καί γιά τόν δικό μας λαό.

 Τόν πνευματικό νόμο πρέπει νά τόν ἔχουμε πρό ὀφθαλμῶν ὅλοι μας: ὅ,τι κάνουμε, ὅπως εἴπαμε, αὐτό καί θά ὑποστοῦμε. Θά ἦταν μάλιστα μεγάλη εὐλογία νά μελετούσαμε ἀπό τή γνωστή Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν τό ῾περί πνευματικοῦ νόμου᾽ κείμενο τοῦ ὁσίου Μάρκου τοῦ ἀσκητοῦ. ᾽Εκεῖ θά βλέπαμε τά διάφορα μυστικά του καί τίς πολλαπλές ἐφαρμογές του, γεγονός πού θά μᾶς βοηθοῦσε δραστικά στήν κατά Χριστόν ὀρθή πορεία μας, καί μάλιστα στή συγκεκριμένη διάσταση τῆς ἐλεημοσύνης.  

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 8, 41-56)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός  τις  προσῆλθε  τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς  πόδας  τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει  αὐτὸν  εἰσελθεῖν  εἰς  τὸν  οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν  ρύσει  αἵματος ἀπὸ ἐτῶν  δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον  τὸν  βίον  οὐκ ἴσχυσεν ὑπ ̓ οὐδενὸς θεραπευθῆναι,  προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο  τοῦ κρασπέδου  τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος  καὶ οἱ σὺν  αὐτῷ· ἐπιστάτα,  οἱ ὄχλοι  συνέχουσί σε  καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ ̓ ἐμοῦ. Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι ̓ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰμὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. Ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. Ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει.  Καὶ κατεγέλων  αὐτοῦ,  εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. Ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τόν καιρό ἐκεῖνο, ἦρθε κάποιος πού τόν ἔλεγαν Ἰάειρο καί ἦταν ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς. Αὐτός ἔπεσε στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί τόν παρακαλοῦσε νά πάει στό σπίτι του, γιατί εἶχε μία μοναχοκόρη δώδεκα χρόνων, πού ἦταν ἑτοιμοθάνατη. Τήν ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς βάδιζε πρός τό σπίτι, τά πλήθη τόν περιέβαλλαν ἀσφυκτικά. Κάποια  γυναίκα,  πού ὑπέφερε ἀπό αἱμορραγία δώδεκα χρόνια καί εἶχε ξοδέψει ὅλη της τήν περιουσία στούς γιατρούς, χωρίς κανένας νά μπορέσει νά τήν κάνει καλά, πῆγε πίσω ἀπό τόν Ἰησοῦ, ἄγγιξε τήν ἄκρη τοῦ ρούχου του, κι ἀμέσως ἡ αἱμορραγία της σταμάτησε. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Ποιός μέ ἄγγιξε;» Ἐνῶ ὅλοι ἀρνιοῦνταν, ὁ Πέτρος  καί ὅσοι ἦταν  μαζί  του ἔλεγαν: «Διδάσκαλε, οἱ ὄχλοι ἔχουν στριμωχτεῖ κοντά σου καί σέ πιέζουν κι ἐσύ λές ποιός μέ ἄγγιξε;» Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶπε: «Κάποιος μέ ἄγγιξε, γιατί ἐγώ ἔνιωσα νά βγαίνει ἀπό μένα δύναμη». Μόλις ἡ γυναίκα εἶδε ὅτι δέν ξέφυγε τήν προσοχή του, ἦρθε τρέμοντας κι ἔπεσε στά πόδια του καί μπροστά σ’ ὅλο τόν κόσμο τοῦ εἶπε γιά ποιά αἰτία τόν ἄγγιξε κι ὅτι εἶχε γιατρευτεῖ ἀμέσως. Ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Θάρρος, κόρη μου, ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε· πήγαινε στό καλό». Ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς ἀκόμα  μιλοῦσε, ἦρθε  κάποιος ἀπό  τό  σπίτι  τοῦ ἄρχοντα τῆς συναγωγῆς καί τοῦ λέει: «Ἡ κόρη σου πέθανε· μήν ἐνοχλεῖς πιά τόν δάσκαλο». Ὅταν τό ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς, τοῦ εἶπε: «Ἐσύ μή φοβᾶσαι, μόνο πίστευε, καί θά σωθεῖ». Φτάνοντας στό σπίτι, δέν ἄφησε κανέναν νά μπεῖ μέσα μαζί του, ἐκτός ἀπό τόν Πέτρο, τόν Ἰωάννη καί τόν Ἰάκωβο, καθώς καί τόν πατέρα καί τή μητέρα τοῦ κοριτσιοῦ. Ὅλοι ἔκλαιγαν καί τή θρηνολογοῦσαν. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τούς εἶπε: «Μήν κλαῖτε· δέν πέθανε, ἀλλά κοιμᾶται». Ἐκεῖνοι τόν περιγελοῦσαν,  βέβαιοι  πώς  εἶχε  πεθάνει. Ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ τούς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἔπιασε τό κορίτσι ἀπό τό χέρι καί τοῦ εἶπε δυνατά: «Κορίτσι,  σήκω!»  Τό  πνεῦμα  της ἐπέστρεψε  κι  αὐτή ἀμέσως σηκώθηκε. Ὁ Ἰησοῦς τότε διέταξε νά τῆς δώσουν νά φάει. Οἱ γονεῖς της ἔμειναν κατάπληκτοι. Ἐκεῖνος ὅμως τούς εἶπε νά μήν ποῦν σέ κανέναν τί εἶχε γίνει.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Κορ. Β΄, θ΄ 6-11)

Ἀδελφοί, σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ σπείρων ἐπ ̓ εὐλογίαις ἐπ ̓ εὐλογίαις καὶ θερίσει. Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδία, μὴ ἐκ λύπης ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ Θεός. Δυνατὸς δὲ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, καθὼς γέγραπται· ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα. δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι ̓ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ὅποιος σπέρνει μέ φειδώ θά ἔχει λίγη σοδειά· κι ὅποιος σπέρνει ἁπλόχερα ἡ σοδειά του θά εἶναι ἄφθονη. Ὁ καθένας ἄς δώσει ὅ,τι τοῦ λέει ἡ καρδιά του χωρίς νά στενοχωριέται ἤ νά ἐξαναγκάζεται, γιατί ὁ Θεός ἀγαπάει αὐτόν πού δίνει μέ εὐχαρίστηση. Ὁ Θεός ἔχει τή δύναμη νά σᾶς χορηγήσει πλουσιοπάροχα κάθε δωρεά, ὥστε νά εἶστε πάντοτε σέ ὅλα τελείως αὐτάρκεις, καί νά δίνετε μέ τό παραπάνω γιά κάθε καλό σκοπό. Τό λέει κι ἡ Γραφή: Σκόρπισε, ἔδωσε στούς φτωχούς, ἡ ἀγαθοεργία του θά διαρκεῖ αἰώνια. Κι αὐτός πού δίνει στό σποριά τό σπόρο καί τό ψωμί γιά νά τραφεῖ, ἄς δώσει καί ἅς πληθύνει καί τό δικό σας σπόρο καί ἄς αὐξήσει τούς καρπούς τῆς ἀγαθοεργίας σας. Ὁ Θεός θά σᾶς κάνει πλούσιους σέ ὅλα, γιά νά μπορεῖτε νά δίνετε γενναιόδωρα. Αὐτοί πού θά πάρουν ἀπό μᾶς τή δική σας εἰσφορά θά εὐχαριστοῦν τό Θεό.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΜΥΡΟΒΛΗΤΗΣ

«Ο άγιος Δημήτριος έζησε επί των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Καταγόταν από την πόλη της Θεσσαλονίκης, ήταν ευσεβής χριστιανός ήδη από τους γονείς του και διδάσκαλος της πίστεως στον Χριστό. Όταν ήλθε ο Μαξιμιανός στη Θεσσαλονίκη, συνελήφθη ο άγιος ως πολύ γνωστός για την ευσέβειά του χριστιανός. Ο βασιλιάς υπερηφανευόταν  για κάποιον άνδρα του, Λυαίο στο όνομα, ο οποίος ήταν τεράστιος στο σώμα και με φοβερή δύναμη,  και παρακινούσε όλους τους κατοίκους της χώρας να βγουν και να τον αντιμετωπίσουν σε μάχη. Κάποιος νεαρός, Χριστιανός στην πίστη, ονόματι Νέστωρ, προσήλθε στον άγιο Δημήτριο, που ήταν φυλακισμένος, και του είπε: Δούλε του Θεού, θέλω να παλέψω με τον Λυαίο∙ προσευχήσου για μένα. Αυτός δε, αφού σφράγισε με το σημείο του Σταυρού το μέτωπο του Νέστορα, του λέγει: «Και τον Λυαίο θα νικήσεις και υπέρ του Χριστού θα μαρτυρήσεις». Πήρε θάρρος ο Νέστωρ από τα λόγια αυτά και αντιμετώπισε τον Λυαίο, με αποτέλεσμα να τον σκοτώσει, ταπεινώνοντας την αλαζονεία του. Για τον λόγο αυτό ο βασιλιάς ντροπιάστηκε, κι όταν ερεύνησε και έμαθε ότι αίτιος της σφαγής του Λυαίου ήταν ο Δημήτριος, διέταξε να πάνε πρώτα  στρατιώτες στη φυλακή του και με λόγχες να του κατατρυπήσουν την πλευρά. Μόλις έγινε αυτό, αμέσως ο άγιος άφησε την ψυχή του, ενώ από τότε άρχισε να κάνει πολλά και παράδοξα θαύματα και ιάσεις. Έπειτα, με τη διαταγή του βασιλιά πάλι, έκοψαν την κεφαλή του αγίου Νέστορα». 

Απορία, έκπληξη, θάμβος, δοξολογία, πλησμονή θείου έρωτα! Οι πρώτες εντυπώσεις που αποκομίζει κανείς ερχόμενος σ’  επαφή με τους ύμνους της Εκκλησίας μας για τον μεγαλομάρτυρα, μυροβλήτη, θαυματουργό άγιο Δημήτριο. Είναι τόσος ο πνευματικός πλούτος του αγίου, ώστε δεν άρκεσε ο υμνογράφος Θεοφάνης με τον κανόνα του, για να υμνολογήσει την όλη βιοτή του Δημητρίου,  αλλά επιστρατεύτηκε και ο άγιος Φιλόθεος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος  και με δεύτερο κανόνα επικεντρώνει κυρίως την προσοχή μας στη μυροβολία του αγίου.  «Ο δεύτερος κανών, υπόθεσιν έχων εγκωμίων ομού και δεήσεως το ιερόν αυτού μύρον», κατά το διευκρινιστικό σημείωμα του κανόνα αυτού. Μπρος λοιπόν στη θαυμαστή προσωπικότητα του αγίου Δημητρίου, η Εκκλησία μας διά των υμνογράφων νιώθει την ανεπάρκεια επακριβούς εξυμνήσεως των αγώνων και των τιμών που απολαμβάνει ο άγιος εν ουρανοίς. «Ο νους και ο ανθρώπινος λόγος δεν εξαρκούν, Μάρτυς, για να διηγηθούν τις υπερφυσικές τιμές και δόξες, τις οποίες έχεις λάβει».

Και δικαίως. Πώς να εξυμνηθεί σωστά και με ακρίβεια, εκείνος που συμβασιλεύει πια με τον Κύριο του παντός; «Ντυμένος το πορφυρό ρούχο του βασιλιά, λόγω των μαρτυρικών αιμάτων του, κρατώντας στα χέρια αντί σκήπτρου τον σταυρό, συμβασιλεύει πράγματι με τον Χριστό».  Ποιο εγκώμιο μπορεί να είναι υψηλότερο και μεγαλύτερο από αυτό; Κατά συνέπεια, οι ύμνοι τονίζουν ότι η εορτή του αγίου Δημητρίου δεν έχει τοπικό, αλλά παγκόσμιο χαρακτήρα. Κι η παγκοσμιότητα αυτή δεν αναφέρεται στον κόσμο μόνον τούτο, στους πιστούς δηλαδή όλου του κόσμου, αλλά και στους ίδιους τους αγγέλους.  «Στον ουρανό και στη γη σήμερα φάνηκε ως φως αγαλλιάσεως η μνήμη Δημητρίου του Μάρτυρος. Οι άγγελοι τον στεφανώνουν με επαίνους και οι άνθρωποι τον δοξολογούν με άσματα».

Εκεί που ο λυρισμός φθάνει στο απώγειό του είναι με τον κανόνα του αγίου Φιλοθέου, ο οποίος τονίζει, όπως είπαμε, τη μυροβολία του αγίου. Οι εικόνες που επιστρατεύει μας εκπλήσσουν, φανερώνοντας και το μεγαλείο του ίδιου, νηπτικού και ασκητικού Πατέρα κατά τα άλλα, ως σπουδαίου ποιητή. Πώς ερμηνεύει καταρχάς τη μυροβολία του μεγαλομάρτυρα; «Μακάριε Δημήτριε, ο Χριστός σε μάζεψε σαν ώριμο σταφύλι από το θεϊκό αμπέλι. Και σε συνθλίβει στο πατητήρι του Μαρτυρίου. Το γλεύκος, ο χυμός που έρρευσε, το έκανε θεϊκή βρύση του μύρου». Δεν είναι μόνον όμως ο άγιος Φιλόθεος, ο οποίος δοξολογεί τον Κύριο για τη δωρεά του μύρου του αγίου, το οποίο θεραπεύει τις ψυχές και τα σώματα των πιστών. Είναι και άλλος υμνογράφος, ο Γερμανός, ο οποίος και αυτός προβαίνει σε έναν παραλληλισμό σπουδαίας ποιητικής συλλήψεως, προκειμένου να εξηγήσει τη χάρη της μυροβολίας του Δημητρίου και την ενέργεια έτσι των θαυμάτων του: «Αφού λογχεύτηκες στην σεβάσμια και αγνή πλευρά σου,  πανσεβάσμιε Δημήτριε, μιμούμενος τον Κύριο που και Αυτός κρεμάστηκε στον Σταυρό και λογχεύτηκε στην πλευρά για τη σωτηρία όλου του κόσμου, έλαβες την ενέργεια των θαυμάτων, παρέχοντας τις ιάσεις αφθόνως».

Ποια η αιτία όμως της καταπλήσσουσας προσωπικότητας του αγίου Δημητρίου και των θαυμαστών δωρεών που του έδωσε ο Κύριος; Τίποτε περισσότερο από την υπακοή του στο θέλημα του Θεού. Η προτεραιότητα του αγίου Δημητρίου σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και κατά το μαρτύριό του ήταν να ευαρεστεί τον Κύριο, φανερώνοντας έτσι ότι υπεράνω όλων λειτουργούσε γι’  αυτόν η αγάπη Εκείνου, έστω και με θυσία της ζωής του. Θέλοντας να ευαρεστείς τον Βασιλέα των αιώνων Χριστό, απομακρύνθηκες από κάθε θέλημα του άνομου βασιλιά, ένδοξε, και δεν θυσίασες στα είδωλα. Γι’  αυτό προσέφερες τον εαυτό σου ως θύμα στον Υιό και Λόγο του Θεού, που θυσιάστηκε  για εμάς, με την άθλησή σου την ακλόνητη». Κι όπως είπαμε: εκείνο που κινούσε τον άγιο Δημήτριο στο να επιλέγει πάντοτε το θέλημα του Θεού, ήταν η σφοδρή σαν φωτιά αγάπη του στον Κύριο: «τω θείω πόθω τον νουν πυρπολούμενος». «Πυρ πόθου θεϊκού εν καρδία δεξάμενος».

Είναι τόσο καίριας σημασίας τούτο, ώστε ο υμνογράφος άγιος Φιλόθεος, προκειμένου να αποδώσει αυτήν την αγάπη του Δημητρίου, δανείζεται εικόνες και σχήματα από το περίφημο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το «Άσμα Ασμάτων». Όπως δηλαδή εκεί, η νύμφη ψυχή, πυρπολουμένη από αγάπη προς τον Νυμφίο Χριστό, Τον κυνηγά και εκφράζει με ερωτικούς στεναγμούς την αγάπη της, όπως και το αντίστροφο, κατά τον ίδιο τρόπο και εδώ με τον άγιο: διαμείβεται διάλογος αυτού με τον Χριστό, που φανερώνει τον βαθύ έρωτα του αγίου προς Εκείνον, όπως και Εκείνου προς τον άγιο:  «Πού μένεις, νυμφίε μου; Πού έφτιαξες τη σκηνή σου; Φώναζε στον Χριστό ο στεφανωμένος μάρτυρας». «Σήκω, έλα κοντά μου, λέει ο νυμφίος Χριστός, στην ψυχή του Δημητρίου. Ας μπούμε στο σπίτι του μύρου, και ας μεταλάβουμε την οσμή του μύρου μου». «Εγώ λέει ο αγαπώμενος, εγώ, Νυμφίε, τρέχω πίσω σου. Διότι η οσμή των μύρων σου είναι μεγαλύτερη από όλα τα μύρα. Κι αυτή η οσμή σου έκανε το αίμα μου μύρο».

Ένα πια απομένει: να παρακαλέσουμε τον άγιο μεγαλομάρτυρα να μας επισκεφθεί με συμπάθεια. Και να μας βοηθήσει, πρεσβεύοντας στον Κύριο, ώστε να σωθούμε από όλα τα δεινά που περνάμε ως άνθρωποι και έθνος, από τις απειλές των συγχρόνων τυράννων, όπως και από κάθε απειλή αιρετικών. «Έλα, μάρτυς του Χριστού, σε μας, που έχουμε ανάγκη από τη συμπαθή επίσκεψή σου. Και σώσε μας, που πληγωνόμαστε από τις απειλές των τυράννων και από τη φοβερή μανία της αιρέσεως.