07 Νοεμβρίου 2024

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΡΙΑΚΟΝΤΑ ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΜΕΛΙΤΗΝΗ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΕΣ

«Οι άγιοι αυτοί άθλησαν επί Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των βασιλέων. Ο Ιέρων ήταν ανδρείος κατά το σώμα και ευσεβής κατά την ψυχή, γεωργός στο επάγγελμα. Αυτόν τον συνάντησαν σε έναν τόπο οι υπηρέτες των ειδώλων. Και θέλοντας να τον ληστεύσουν δεν μπόρεσαν. Διότι αυτός αφού έβγαλε από το στέλεχος του γεωργικού του εργαλείου το σίδερο, χρησιμοποίησε εναντίον τους σαν όπλο το ξύλο, με αποτέλεσμα να τους τρέψει όλους σε φυγή, γεμάτους αίματα και ιδρώτες. Ο ίδιος όμως μετά, πήγε από μόνος του στον άρχοντα κι αφού ρωτήθηκε από αυτόν για το γεγονός και αν είναι χριστιανός,  ομολόγησε τον Χριστό, οπότε του έκοψαν το δεξί του χέρι από τον αγκώνα. Οι δε υπόλοιποι άγιοι ρίχτηκαν στη γη και κτυπήθηκαν με μαστίγια. Και την επόμενη, αφού συνεχίστηκε το ράβδισμά τους για πολλές ώρες, τους οδήγησαν έξω από την πόλη της Μελιτινής και τους έκοψαν τα κεφάλια».

Έχει τονιστεί κατά κόρον ότι τα μαρτύρια που υπέστησαν οι άγιοι μάρτυρες της Εκκλησίας μας από τους εχθρούς της πίστεως, αποκαλύπτουν δύο πράγματα: πρώτον, τη δαιμονική ενέργεια των διωκτών τους - ο διάβολος και οι υπηρέτες του είναι εκείνοι που χαίρονται με τον πόνο των ανθρώπων˙ δεύτερον, τη μεγάλη αγάπη των αγίων προς τον Χριστό, τέτοια που τους έκανε να οδηγούνται στον θάνατο με χαρά, διότι με τον τρόπο αυτό θα κέρδιζαν τη Βασιλεία του Θεού.  Κι έχει επίσης τονιστεί ότι τα πάθη των μαρτύρων προς χάρη του Χριστού αποτελούν στην ουσία συμμετοχή τους στο Πρώτο και Μεγάλο Πάθος του ίδιου του Κυρίου, κατά κυριολεξία συμμετοχή στη Σταυρική Του θυσία, άρα  συμμετοχή και στην Ανάσταση Εκείνου. Ακριβώς λοιπόν η σημερινή ακολουθία των αγίων τριάντα τριών μαρτύρων, ποίημα Ιωάννου του μοναχού, δεν παύει να τονίζει αυτόν τον σταυρικό χαρακτήρα του μαρτυρίου τους, το οποίο τους οδήγησε προς την καλύτερη ζωή της Βασιλείας του Θεού. «Μιμήθηκαν, Κύριε, οι αθλητές το πάθος σου το θείο».

Η κατανόηση του μαρτυρίου των αγίων ως γεγονότος συμμετοχής στον Σταυρό του Κυρίου, συνιστά, κατά τον υμνογράφο, και τη μεγαλύτερη δύναμη των αγίων. Ενώ φαίνονται ηττημένοι, αυτοί μεγαλουργούν. Κι η εικόνα που επιστρατεύει ο ποιητής Ιωάννης για να δείξει την αλήθεια αυτή, είναι πράγματι μοναδική: ο Σταυρός παρομοιάζεται με τόξο που κρατείται από τον Χριστό,  το οποίο τεντώνεται προκειμένου με την ρίψη των ακονημένων βελών, δηλαδή των μαρτύρων, να τρώσει την καρδιά του διαβόλου και των υπηρετών του. «Κτυπήθηκε καταπληγωμένη η καρδιά των εχθρών. Διότι ο Χριστός τέντωσε τον Σταυρό ως τόξο κι απέστειλε τους μάρτυρες ως βέλη ακονισμένα». Με άλλα λόγια, και το Πάθος του Κυρίου, αλλά και τα πάθη των πιστών Αυτού, συνιστούν τη μεγαλύτερη δύναμή Του για την εξόντωση του κακού στον κόσμο.

Πρόκειται για την «άλλη» λογική του Χριστού και της Εκκλησίας, την οποία  δεν κατανοούν βεβαίως οι άγευστοι της πίστεως. Οι εκτός της Εκκλησίας ή οι κατ’  όνομα Χριστιανοί θεωρούν ότι η εξουσία βρίσκεται στην κατοχή των ανθρωπίνων μέσων και δυνατοτήτων. Και δεν διστάζουν, προκειμένου να κυριαρχήσουν, να χρησιμοποιούν τα μέσα αυτά για να υποτάξουν τους θεωρουμένους αδύναμους. Χωρίς να καταλαβαίνουν ότι μπαίνουν στην ίδια θέση των εχθρών του Χριστού που πίστεψαν ότι Τον «νίκησαν» γιατί Τον κάρφωσαν πάνω στον Σταυρό. Όμως η πραγματικότητα είναι άλλη. Αυτός που ανεβαίνει στον Σταυρό, έχοντας πίστη βεβαίως σ’  Εκείνον, είναι τελικώς ο δυνατός: γίνεται το βέλος του ίδιου του Θεού που «τιτρώσκει», που πληγώνει την καρδιά των δυναστών. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «όταν ασθενώ, τότε είμαι δυνατός!» Το μόνο ζητούμενο, το ξαναλέμε, είναι η δική μας πίστη. Να μην καταβαλλόμαστε, αλλά να έχουμε αδιάκοπα  στραμμένο το βλέμμα μας «προς τον δυνάμενον σώζειν», τον παντοδύναμο Θεό μας. Η Ανάσταση και η δική μας τότε θα είναι θέμα ολίγου χρόνου.

06 Νοεμβρίου 2024

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΑΥΛΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«῾Ο Παῦλος ὁ μέγας ὁμολογητής καταγόταν ἀπό τή Θεσσαλονίκη κι ἔγινε νοτάριος καί γραμματέας τοῦ ᾽Αλεξάνδρου, τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, καί διάκονος τῆς ῾Αγίας αὐτῆς ᾽Εκκλησίας. Αὐτόν λοιπόν οἱ ὀρθόδοξοι, μετά τήν τελευτή τοῦ ᾽Αλεξάνδρου, τόν προχείρισαν σέ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. ῾Ο Κωνστάντιος ὅμως ὁ βασιλιάς, ἐπειδή ἦταν ὀπαδός τῆς αἵρεσης τοῦ ᾽Αρείου, ὅταν ἐπέστρεψε ἀπό τήν ᾽Αντιόχεια, τόν ἔβγαλε ἀπό τόν θρόνο καί στή θέση του ἔβαλε τόν Εὐσέβιο, ἐπίσκοπο τῆς Νικομηδείας. ῾Ο Παῦλος τότε πῆγε στή Ρώμη, ὅπου βρῆκε τόν μέγα ᾽Αθανάσιο καταβιβασμένο καί αὐτόν ἀπό τόν θρόνο του ἀπό τόν Κωνστάντιο. Μέ γράμματα λοιπόν τοῦ βασιλιά Κώνσταντος ἐπανέρχονται καί οἱ δύο στούς θρόνους τους, ἀλλά καί πάλι ἐκβάλλονται ἀπό τόν Κωνστάντιο μέ τή συμβουλή τῶν ᾽Αρειανῶν. Τότε ὁ Κώνστας γράφει πρός τόν ἀδελφό του Κωνστάντιο ὅτι ῾ἄν τυχόν δέν ξαναπάρουν τούς θρόνους τους, θά ἔλθω μέ στρατιωτική δύναμη ἐναντίον σου᾽. Πῆρε λοιπόν τόν θρόνο ὁ θεϊκός Παῦλος γιά λίγο, ἀλλά μετά τόν θάνατο τοῦ Κώνσταντος ἐξορίζεται στήν Κουκουσό τῆς ᾽Αρμενίας κι ἐκεῖ ἀφοῦ κλείστηκε σέ ἕνα μικρό οἴκημα ὅπου καί λειτουργοῦσε, ἀποπνίγηκε ἀπό τούς ᾽Αρειανούς μαζί μέ τό ὠμοφόρι του, κι ἔτσι παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Κύριο».

Μπορεῖ νά μήν εἶναι πολύ γνωστός σήμερα στό πλήρωμα τῆς ᾽Εκκλησίας ὁ ἅγιος Παῦλος ὁ ὁμολογητής, ὅμως ἡ ἁγιότητά του καί οἱ ἀγῶνες του ὑπέρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως προβάλλονται ἀρκούντως ἀπό τήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας, δεδομένου ὅτι στήν ἐποχή που ἔζησε (4ος μ.Χ. αἰ.) ἦταν ἀπό ἐκείνους πού στήριξαν τήν ὀρθοδοξία ἀπέναντι στή λαίλαπα τῶν αἱρέσεων τοῦ ἀρειανισμοῦ πού ὑποβίβαζε σέ κτίσμα τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ καί τῶν ὀπαδῶν τοῦ αἱρεσιάρχου Μακεδονίου πού ἀρνοῦνταν τή θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. ῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος Θεοφάνης ἐπανειλημμένως τονίζει τούς ἀντιαιρετικούς τους ἀγῶνες, ἐξαιτίας τῶν ὁποίων μάλιστα ἔχασε καί τόν ἀρχιερατικό του θρόνο, σύρθηκε στήν ἐξορία, ἔχασε τέλος καί τήν ἴδια τή ζωή του. «Τόν ἄθεο ῎Αρειο καί τόν δυσεβή Μακεδόνιο τούς ἔπνιξες μέ τά στέρεα νεῦρα τῶν δογμάτων σου» (στιχηρό εσπερινοῦ). ῾Η δύναμη τῶν λόγων του  γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη ἦταν τέτοια, ὥστε ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής τόν παραλληλίζει μέ τόν Δαυΐδ πού μέ τή σφενδόνα του νίκησε κι αὐτόν τόν γίγαντα Γολιάθ. «Την ἀθεΐα τοῦ ᾽Αρείου καί τή βλασφημία τοῦ Μακεδονίου ἀφοῦ τά ἐκσφενδόνισες μακριά μέ τήν ἔκθεση τῶν θεοπνεύστων σου δογμάτων καί διδαγμάτων, ὅπως ὁ Δαυΐδ παλαιά τόν ἀλλόφυλο Γολιάθ, αὐτούς τούς αἱρετικούς τούς ἀπαγχόνισες καί τούς κατεδίκασες μέ δύναμη» (ωδή ε´).

Πῶς δικαιολογεῖται ὁ μεγάλος ἀγώνας του κατά τῶν αἱρετικῶν καί ὑπέρ τῆς πίστεως; ῎Οχι μία φορά ὁ ὑμνογράφος μας, ὅπως εἴδαμε καί παραπάνω, σημειώνει: ῾Η αἵρεση ἀποτελεῖ ἀθεΐα καί βλασφημία κατά τοῦ Θεοῦ, ἄνοια καί ἀφροσύνη, κι ἀκόμη: σαπίλα πού μπορεῖ νά μολύνει τόν κόσμο ὅλο. Συνεπῶς ὁ ἀγώνας του εἶναι ὑπέρ τῆς ἀληθείας τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ, σάν τόν ἀγώνα νά μή χάσουμε τό φάρμακο, προκειμένου νά διακρατηθεῖ ἡ ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου (ωδές ε΄ και ς΄). ῎Ετσι ἡ αἵρεση δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἄλλη γνώμη πού μποροῦμε ἀπροβλημάτιστα νά τήν ἐντάξουμε στήν ᾽Εκκλησία, ἀλλά συνιστᾶ τήν πλήρη ἀλλοίωση τῆς ᾽Εκκλησίας, τή διαστροφή τῆς πίστεως στόν Χριστό, συνεπῶς τήν ἀπώλεια τῆς ἴδιας τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

῎Εχει πολύ μεγάλη σημασία ὅμως αὐτό πού σημειώνει ὁ ὑμνογράφος Θεοφάνης: ὁ ἅγιος Παῦλος – καί μαζί μέ αὐτόν βεβαίως ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες - πολέμησε τήν αἵρεση ὄχι μέ τρόπο ἀρνητικό, ἀλλά μέ τρόπο θετικό. Πῶς; ᾽Εκθέτοντας τά ὀρθά δόγματα καί φανερώνοντας ἔτσι τήν πλάνη τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν. Μέ ἄλλα λόγια μπροστά στό φῶς τῆς ἀλήθειας  ἀποκαλύπτεται καί ἐξαφανίζεται τό σκοτάδι τῆς πλάνης. Κι αὐτή ἡ φανέρωση τῆς ἀλήθειας βλέπουμε ὅτι δέν γίνεται μόνον μέ τό στόμα καί τά χείλη, ἀλλά πρῶτα καί κύρια μέ τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ και τόν ἔνθεο ζῆλο. «Μέ τό στόμα καί μέ τή γλώσσα καί μέ τήν καρδιά κήρυξες τόν Χριστόν, Παῦλε» (ωδή γ´). Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως μέ τό στόμα προϋποθέτει τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη, ὥστε αὐτό πού ὁμολογεῖται νά ἀποτελεῖ τελικῶς καρπό τοῦ φωτός τοῦ ἁγίου Πνεύματος (ωδή ε´).  

Εἶναι εὐνόητο βεβαίως ὅτι ἕνας μεγαλοφυής ποιητής τῆς ἐμβέλειας τοῦ ἁγίου Θεοφάνη δέν θά ἄφηνε ἀσχολίαστο τό γεγονός τῆς ὁμωνυμίας τοῦ ἁγίου Παύλου τοῦ ὁμολογητοῦ μέ τόν μέγιστο ἀπόστολο Παῦλο. ᾽Ακριβῶς γιά νά τονίσει τό μέγεθος καί τήν πνευματική ἀξία τοῦ σήμερα ἑορταζομένου ἁγίου. ῾Η παράθεση τοῦ τροπαρίου εἶναι ἐντελῶς ἐνδεικτική: «Ὁ θεσπέσιος ἀπόστολος Παῦλος ἐσένα πού ἔχεις τό ἴδιο ὄνομα μέ αὐτόν καί κοσμεῖσαι, παμμάκαρ, μέ τούς ἴδιους τρόπους ζωῆς καί ὡς πρός τή θεοσέβεια καί τήν ἀνδρεία τῆς ψυχῆς καί ὡς πρός τήν καρτερία τῶν περιστάσεων, καί φλέγεσαι ἀπό τόν ζῆλο τῆς ὀρθοδοξίας, ὑπέρμαχε, ἐσένα λοιπόν σέ ὁρίζει μιμητή του. Μαζί του τώρα εἶσαι δοξασμένος στά οὐράνια σκηνώματα» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι ἐκεῖνο πού κατεξοχήν δείχνει τήν παραλληλία ζωῆς τῶν δύο Παύλων γιά τόν ὑμνογράφο εἶναι τό γεγονός ὅτι ῾ἔμαθαν᾽ τόν Θεό, Τόν γνώρισαν ὄχι ἀπό βιβλία ἤ ἁπλά ἀκούσματα, ἀλλά γιατί ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὑπῆρξε ἡ πηγή τῆς γνώσης τους. «῎Εσκυψες στά βάθη τοῦ Πνεύματος, γιατί ἔζησες στή γῆ σάν νά μήν εἶχες σάρκα. Κι ἀπό κεῖ ἄντλησες τόν πλοῦτο τῆς θείας γνώσης καί πρόσφερες σάν πηγή στούς ἀνθρώπους τήν ὀρθοδοξία μέ τίς διδασκαλίες σου, ὅσιε Πατέρα» (Δοξαστικό ἀποστίχων τοῦ ὄρθρου).

05 Νοεμβρίου 2024

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙ Ο ΘΕΟΣ!

«Ὅποιος νιώσει λίγο, λίγο Φῶς τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀγαπᾶ μετέπειτα ὅλο τὸν κόσμο. Προσεύχεται γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Βλέπεις τί εἶναι ὁ Θεὸς καὶ τί εἶσαι ἐσύ. Κλαῖς γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου μετά. Δὲν ξέρω τίποτα ἄλλο. Ρωτῆστε τοὺς μορφωμένους νὰ σᾶς τὰ ποῦν. Ἐγὼ νιώθω ὅτι τέσσερα πράγματα θέλει κυρίως ὁ Θεός: Μετάνοια, ταπείνωση, σιωπή, ἀγάπη ποὺ ἔχει καὶ τὴν ἐλεημοσύνη ἐν κρυπτῷ. Αὐτὰ εἶναι ἡ βάση. Τὰ ἄλλα ἔρχονται μετά...» (Γερόντισσα Γαλακτία Κρήτης).

Η Γερόντισσα Γαλακτία από το χωριό Πόμπια Ηρακλείου Κρήτης (1926-2021), γνωστή κυρίως στην Κρήτη αλλά επ’ εσχάτων και σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνον, απέκτησε φήμη οσίας γυναίκας λόγω της αγιασμένης ζωής της και του πλούτου των χαρισμάτων της, μαρτυρουμένων από πλήθος σοβαρών εκκλησιαστικών προσώπων, κληρικών και λαϊκών. Πλην ολίγων περιπτώσεων που στέκονταν και στέκονται με επιφύλαξη απέναντί της, οι πολλοί κινούνται σχεδόν ενθουσιαστικά προς αυτήν, γιατί αδυνατούν να μη αποδεχτούν με μεγαλύτερη ή μικρότερη επίγνωση ότι πρόκειται περί ανθρώπου που η χάρη του Θεού άρδευε την ψυχή και το σώμα της και την έκανε να ακτινοβολεί το μύρο της πίστεώς της, με αποτέλεσμα την επί τα βελτίω αλλαγή της δικής τους ζωής. Δεν συνιστά τούτο ένα καίριο στοιχείο για την αναγνώριση ενός αγίου ανθρώπου; Ο ίδιος ο Κύριος είπε: «το δένδρον εκ του καρπού γινώσκεται». Και ο καρπός που έφερε σε κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο η συνάντηση με τη Γαλακτία ήταν ακριβώς η μετάνοια.

Εκκλησιαστικοί άνθρωποι από την Κρήτη, που τη γνώρισαν και την έζησαν για χρόνια πολλά, μιλούσαν και μιλάνε με μεγάλο θαυμασμό για την κατά Χριστόν βιοτή της, σε βαθμό τέτοιο που εγνωσμένης αγιότητας μακαριστός τώρα Γέροντας είχε πει: «Είδα την προσευχή της και τρόμαξα!» (Γέρων Αναστάσιος). Δεν δίσταζε μάλιστα και αυτός και άλλοι σπουδαίο ιερομόναχοι να σπεύδουν πρώτοι να φιλήσουν το αγιασμένο χέρι της κατάκοιτης Γερόντισσας, κάνοντάς της να εκπλήττεται και να αυξάνει την τεράστια ταπείνωσή της. Αλλά και άλλοι εκκλησιαστικοί, όχι Κρητικοί, ακούγοντας για τη θεοφιλή ζωή της και σπεύδοντας να τη συναντήσουν έμεναν έκθαμβοι μπροστά στο πνευματικό μεγαλείο της. Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ ή ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος για παράδειγμα ανήκουν σ’ αυτούς που θεώρησαν ευλογία τη συνάντησή τους με την οσιακού ύψους αυτή γυναίκα και ένιωσαν την ανάγκη να καταθέσουν δημόσια τη μαρτυρία τους αυτή. Ο επίσκοπος Ναυπάκτου μάλιστα, με τον οποίο η Γερόντισσα απέκτησε μία ιδιαίτερη σχέση και κοινωνία – γιο της τον χαρακτήριζε και πολλές επιστολές του έστειλε – σε ομιλία του για την αγία αυτή μορφή ανέφερε δέκα χαρακτηριστικά που ισχύουν στην Εκκλησία μας και που μας δίνουν τη δυνατότητα να διακρίνουμε τον άνθρωπο του Θεού από τον πλανεμένο άνθρωπο. Για να φτάσει στο συμπέρασμα-ομολογία ότι η Γαλακτία υπερακοντίζει κατά πολύ το επίπεδο ενός καλού θεωρούμενου χριστιανού, αφού παρουσιάζει έκδηλα τα χαρίσματα ενός μεγάλου αγίου, επιπέδου σχεδόν του οσίου συγχρόνου μας Πορφυρίου.

Πράγματι, αγία ζωή στηριγμένη στις εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού, διόραση, προόραση, θαύματα, πνευματική ευωδία, αποτελούν μερικά από όσα μαρτυρούνται για τη ζωή της απλής κατά τα άλλα αυτής γυναίκας, τα οποία είναι υποχρεωμένος κανείς να αποδεχτεί, γιατί γνωρίζει εκείνους που τα βεβαιώνουν: ανθρώπους κατά πάντα αξιοσέβαστους και αξιόπιστους. Αλλά και καθένας που έρθει σε επαφή με τον λόγο της, τις συμβουλές της, τις εκτιμήσεις της, δεν θα δυσκολευτεί, νομίζουμε, να οσφρανθεί την ατμόσφαιρα της καρδιάς της που δεν είναι άλλη από την ατμόσφαιρα του ουρανού. Κι ακριβώς μέσα στο πλαίσιο αυτό επιλέξαμε ένα από τα πολλά λόγια της αγίας Γερόντισσας.

Ποια η διαπίστωση πρώτα από όλα της σοφής Γερόντισσας; Ότι ξέρει λίγα πράγματα για τον Θεό, τον άνθρωπο και τον κόσμο. Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα θα πρέπει να ρωτήσει τους μορφωμένους, δηλαδή τους θεολόγους της Εκκλησίας που μπορούν να αναπτύξουν ό,τι εκείνη με τα «λίγα» της ήξερε. Και τι διαπιστώνουν οι θεολόγοι, οι μορφωμένοι; Ότι ίσως όσα οι ίδιοι κατέχουν ως γνώση με τις σπουδές τους, η Γερόντισσα Γαλακτία τα ήξερε από τον φωτισμό της καρδιάς της, ήταν δηλαδή «διδακτή Θεού», αυτό που έλεγε ήταν διήγηση της εμπειρίας της – «εμπειρική θεολόγο» τη χαρακτηρίζουν εκείνοι που την προσεγγίζουν προσεκτικά και με φόβο Θεού!

Τι ήξερε λοιπόν η αγία αυτή γυναίκα; Ότι ο Θεός είναι «φως και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστιν ουδεμία». Το είχε ζήσει και το ζούσε η Γερόντισσα, επιβεβαιώνοντας αυτό που έλεγαν οι Καππαδόκες Πατέρες, και μάλιστα ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «γνώσις εστί μετουσία» - γνωρίζεις τον Θεό όχι γιατί ενεργοποιείς τις νοητικές σου δυνάμεις και τη φαντασία σου, αλλά γιατί έχεις μέθεξη της χάριτος και του φωτός Του. «Ο Θεός αποκαλύπτεται και Τον βλέπουν αυτοί που έχουν καθαρή καρδιά». Κι αυτό το φως του Θεού που νιώθει ο πιστός είναι η αγάπη του Θεού, λέει η Γερόντισσα, που σε κάνει έπειτα να αγαπάς όχι κάποιους ανθρώπους, δικούς σου ίσως, αλλά όλον τον κόσμο, γνωστούς και αγνώστους, φίλους ή εχθρούς. Δεν βρισκόμαστε ακριβώς μέσα στο κλίμα του Ευαγγελίου και των επιστολών των αγίων αποστόλων, ιδίως των αγίων Ιωάννου του Θεολόγου και Παύλου; Δεν οσφραινόμαστε την πύρινη καρδιά του αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου, αλλά και όλων των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, νηπτικών ή μη, έως και του εσχάτου αυτών του οσίου μεγάλου Πορφυρίου του καυσοκαλυβίτου; Ο άγιος Πορφύριος ήταν που έλεγε κι αυτός με ένταση ότι πρέπει να παρακαλούμε τον Θεό να μας δώσει τη χάρη να νιώσουμε λίγο από την αγάπη Του, για να καταλάβουμε στη συνέχεια ποιος είναι ο Θεός μας και πώς πρέπει να στεκόμαστε έναντι των πάντων, είτε του εαυτού μας είτε των άλλων είτε του φυσικού μας κόσμου!

Και ποιο το γνώρισμα της αληθινής αγάπης προς τον κόσμο, κατά τη Γερόντισσα; Η προσευχή υπέρ αυτού! «Το να προσεύχεσαι για τον κόσμο σημαίνει ότι προσφέρεις το αίμα σου γι’ αυτόν» σημείωνε ο μέγας μάρτυρας της αγάπης του Θεού άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης. Η Γερόντισσα φαίνεται από τα λόγια και την όλη βιοτή της ότι ζούσε μία τέτοια έμπονη και μαρτυρική προσευχή, φανερώνοντας εν αγνοία της μάλλον ότι βρισκόταν στο ύψος της «αληθινής ιερωσύνης», της ιερωσύνης που βίωνε η ίδια η Παναγία μας, κατά τον όσιο Σωφρόνιο τον εν ΄Αθω. Και πώς επιβεβαιώνεται τούτο; Από τα αποτελέσματα της προσευχής της αυτής! Δεν είναι λίγοι εκείνοι που βεβαιώνουν ότι οσάκις η Γερόντισσα προσευχήθηκε για εκείνους για κάποιο πρόβλημά τους, είδαν ότι το πρόβλημά τους αυτό ξεπεράστηκε, η ευεργεσία του Κυρίου και της Παναγίας απλώθηκε δι’ αυτής επάνω τους.

Αλλά η οσία Γερόντισσα προχωρεί και άλλο με τον «απλό» της λόγο. Η θέα του Θεού που είχε, η αίσθηση δηλαδή της αγάπης Του, την έστρεφε με επίγνωση μέσα στον εαυτό της. Και τι συνέβαινε; Αυτό που ομολόγησε συντετριμμένος ο άγιος προφήτης Ησαΐας, αλλά και όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας. «Ω τάλας ειμί εγώ. Γιατί είδα Κύριο των Δυνάμεων καθισμένο στον θρόνο Του» - η εν Πνεύματι όραση του Θεού που σε κάνει να συνειδητοποιείς τη μικρότητα και την αμαρτωλότητά σου. «Βλέπεις τι είναι ο Θεός και τι είσαι εσύ. Κλαις για τις αμαρτίες σου μετά». Αυτό δεν είναι και το καθοριστικότερο γνώρισμα της αληθινής μετάνοιας; Έχοντας επίγνωση της αγάπης του Θεού ανοίγονται τα μάτια σου για να βλέπεις τα χάλια σου, τα στίγματα των αμαρτιών σου, αλλά να μην απελπίζεσαι. Το αντίθετο: να στρέφεσαι με «επαινετή αναίδεια» και με ορμή στον Πατέρα και Θεό σου. Σαν τον άσωτο υιό που ήλθε η ώρα ενθυμούμενος την αγάπη του Πατέρα Του να νιώσει την κατάντια του και να πάρει τον δρόμο της επιστροφής για να γευτεί με τον πιο απόλυτο τρόπο την αγκαλιά αυτού του Πατέρα.  

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι η αγιασμένη αυτή ψυχή, η Γαλακτία, με πλήρη επίγνωση έλεγε ότι η βάση της χριστιανικής πίστεως είναι αυτά τα τέσσερα: «μετάνοια, ταπείνωση, σιωπή, αγάπη». Γιατί η γνήσια μετάνοια περιέχει και τα άλλα τρία – πώς είναι δυνατόν να στρέφεσαι στον Θεό και να υπερηφανεύεσαι ή να αργολογείς και να φλυαρείς ή να μην αγαπάς; Δεν υφίσταται χωρίς αυτά μετάνοια. Με τη σοφή προσθήκη όμως της Γερόντισσας: «αγάπη που έχει και την ελεημοσύνη εν κρυπτώ». Που θα πει: αγάπη στον συνάνθρωπο κάτω από το βλέμμα του Χριστού που είναι η μοναδική απόβλεψή σου – αγάπη για χάρη Του και όχι για τη δική σου «δόξα»! Η Γερόντισσα στην πραγματικότητα και εδώ έλεγε με τον τρόπο της ό,τι ο ίδιος ο Κύριος ζητούσε: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα, (όλα τα επίγεια), προστεθήσεται υμίν».

Υποκλίνεται κανείς με σεβασμό και αγάπη μπρος στο πνευματικό μεγαλείο, μπρος στον άνθρωπο που φαίνεται έκδηλα ότι τη χαρίτωσε πλούσια ο Κύριος.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΓΑΛΑΚΤΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

«Ο Γαλακτίων και η Επιστήμη έζησαν επί της βασιλείας του Δεκίου και της ηγεμονίας του Σεκούνδου. Και ο μεν Γαλακτίων ήταν υιός του Κλειτοφώντος και της Λευκίππης, Ελλήνων (δηλαδή ειδωλολατρών)  και των δύο, οι οποίοι  κατηχήθηκαν στη χριστιανική πίστη από κάποιο μοναχό ονόματι Ονούφριο και δέχτηκαν το άγιο βάπτισμα. Η δε Επιστήμη και αυτή είχε γονείς Έλληνες, κι όταν παντρεύτηκε τον Γαλακτίωνα, βαπτίστηκε κι η ίδια χριστιανή. Αποφάσισαν από κοινού να διατηρήσουν την παρθενία τους και να ζήσουν με πλήρη αφιέρωση στον Θεό. Πράγματι, ακολούθησαν κάθε σκληραγωγία και ασκητική κακοπάθεια, ενώ έπειτα συνελήφθησαν από τον άρχοντα Ούρσο. Κι αφού ρωτήθηκαν για την πίστη τους και ομολόγησαν τον Χριστό, τους κτύπησαν με σφοδρότητα και τρύπησαν τα νύχια τους με μυτερά καλάμια. Στη συνέχεια ακρωτηρίασαν με μαχαίρι τα χέρια και τα πόδια τους και τέλος τους έκοψαν τα κεφάλια. Κι ο μεν άγιος Γαλακτίων ήταν τότε τριάντα ετών, η δε αγία Επιστήμη δέκα έξι».

Σύζυγοι και μοναχοί ταυτόχρονα οι άγιοι σήμερα, οι οποίοι ανήκουν σ’  εκείνην την  ομάδα των χριστιανών που ακολούθησαν τον λεγόμενο λευκό γάμο: ενώ είναι σύζυγοι δεν έχουν σαρκικές σχέσεις. Ο υμνογράφος μάλιστα με μία πολύ όμορφη φράση – κι όχι μόνο με αυτήν -  εκφράζει τη διπλή αυτή παράδοξη σχέση τους: Οι άγιοι αποτελούν «κλέος συζυγίας, αζύγων μέγα θαύμα». Οι άγιοι είναι η δόξα της συζυγίας, αλλά και το μέγα θαύμα των μοναχών. Δεν προβάλλει η Εκκλησία μας τον λευκό γάμο  ως παράδειγμα προς μίμηση. Ο λευκός γάμος αποτελεί επιλογή ορισμένων συζύγων, οι οποίοι εκτιμώντας τις δυνάμεις τους και την όλη σκοποθεσία της ζωής τους αποφασίζουν ότι η διατήρηση της παρθενίας τους, έστω και μέσα στον γάμο, συνιστά επιλογή που διευκολύνει το συμφέρον της ψυχής τους. Το σημειώνει ο υμνογράφος: «Άμφω τα συμφέροντα συμφρονήσαντες».  Συμβαίνει κάτι παρόμοιο ίσως με το χάρισμα της σαλότητας. Ενώ είναι χάρισμα εκ Θεού, δεν προτείνεται ως δρόμος ζωής από την Εκκλησία μας. Κι αυτό είναι κάτι που δείχνει πόσο η Εκκλησία πορεύεται προσγειωμένα και με συμπάθεια προς τους πιστούς: κάθε φορά τονίζει τον μέσο δρόμο, χωρίς όμως να αποκλείει για όσους το επιθυμούν, κάτι διαφορετικό ως υπέρβαση. Διότι το ζητούμενο από εκείνην είναι όχι ο δρόμος, ο όποιος δρόμος, αλλά η σχέση με τον Χριστό. Αυτό συνιστά τον σκοπό και δεν πολυεπεμβαίνει στα μέσα προς κατάκτηση του σκοπού.

Από την άποψη αυτή καταλαβαίνουμε ότι ο λευκός γάμος κάποιων εγγάμων αγίων της Εκκλησίας δεν αποτελεί κριτική κατά του ευλογημένου γάμου των υπολοίπων πιστών. Τούτο θα συνιστούσε βλασφημία, που θα αναιρούσε το ίδιο το μυστήριο του γάμου, σύμφωνα με το οποίο η ψυχοσωματική σχέση των συζύγων λειτουργεί ως εικόνα της σχέσης του Χριστού με την Εκκλησία. «Το μυστήριον τούτο μέγα εστί, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν».  Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε ήταν Εκείνος που με την παρουσία Του στον γάμο της Κανά  ευλόγησε την κανονικότητα του γάμου και μίλησε για το είδος αυτής της σχέσεως, συμπεραίνοντας ότι «ουκέτι εισί δύο, αλλά μία σαρξ». Με τη χάρη του Θεού δηλαδή ο άνδρας και η γυναίκα συζεύγνυνται, ενώνονται έτσι που αποτελούν τον ένα άνθρωπο, με προσανατολισμό προς τον Χριστό, κάτι που σημαίνει ότι οι σχέσεις πια του ζευγαριού, ψυχικές και σωματικές,  ανάγονται πέρα από το απλό οριζόντιο επίπεδο σε επίπεδο πνευματικό.

Παρ’  όλα αυτά! Η συζυγία του αγίου ζεύγους Γαλακτίωνος και Επιστήμης λειτουργεί παραδειγματικά και για εγγάμους και για μοναχούς. Πώς; Με το να βλέπει κανείς τον μεγάλο πόθο που είχαν για τον Χριστό, τέτοιον που τους έκανε να αρνούνται τα θέλγητρα του αμαρτωλού κόσμου και να ενώνονται με τον σύνδεσμο του αγίου Πνεύματος. «Τω θείω πόθω του Χριστού αρνησάμενοι κόσμον, συνεδέθητε μάλλον τω Πνεύματι, Αθληταί». Η πνευματική σύνδεσή τους ήταν εκείνη που συνιστούσε το όραμά τους και τους έδινε τη δύναμη να προχωρήσουν και μέσα στα μαρτύρια. Οι στίχοι του συναξαριού τους είναι αποκαλυπτικοί: «ασυνδυάστους συζύγους κτείνει ξίφος, την ψυχικήν σύζευξιν ηγαπηκότας». Το ξίφος σκότωσε τους παρθένους συζύγους, διότι αγάπησαν την ψυχική σύζευξή τους. Κι αλλού: «Επιθυμήσατε την αποχή από τις σαρκικές σχέσεις λόγω του πόθου της αγνότητας και της ασκήσεως. Ενωμένοι όμως με στέρεη πίστη και μονοιασμένοι στην ψυχή ενωθήκατε πάλι για τους αθλητικούς αγώνες, οσιομάρτυρες». Αυτό είναι το όραμα όλων των πιστών: να είμαστε μονοιασμένοι μεταξύ μας, κάτι που είναι κυρίως θέμα της ψυχής και λιγότερο του σώματος. Αυτό συνιστά την προϋπόθεση για να έχουμε ομόνοια και με τον Κύριο. Και στους εγγάμους: η ομόνοια των σωμάτων, οι σαρκικές σχέσεις, πρέπει να οδηγούν στην ομόνοια των ψυχών. Το ξαναλέμε. Όλα λειτουργούν αναγωγικά: με την ενότητά μας να ενωνόμαστε με τον Θεό μας.

04 Νοεμβρίου 2024

ΔΕΝ ΕΠΑΡΚΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ!

«Μην απατάσαι, ανόητε εργάτη, ότι με τον επόμενο χρόνο θα αναπληρώσεις τον χρόνο που έχασες. Διότι και της κάθε ημέρας ο χρόνος δεν επαρκεί ώστε να εκπληρώσουμε όπως πρέπει τις καθημερινές μας υποχρεώσεις προς τον Δεσπότη (Χριστό)» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. στ΄ 25).

Μην παραξενεύεσαι με τον αυστηρό τόνο του αγίου. Δεν είναι πράγματι ανόητος εκείνος που πιστεύει ότι τον χρόνο τον έχει στη διάθεση και την κατοχή του; Πετάει στα σύννεφα χωρίς να βλέπει την πραγματικότητα της ζωής: ο θάνατος παραμονεύει σε κάθε βήμα της ζωής!  Είναι πιο… πραγματικός απ’ ότι η ίδια η ζωή! Εκεί που λες ζω, εκεί ήδη έχεις φύγει! Είναι τυχαίο που ο  ίδιος ο Κύριος χαρακτήρισε με τον ίδιο τρόπο τον πλούσιο που πίστευε ότι θα ζήσει αιώνια; «Άφρων!»

Μα είναι ανόητος και για άλλον λόγο, κατά τον άγιο: πιστεύει ότι ο επόμενος χρόνος θα αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο. Μα πρέπει να είσαι σε τέτοια εγρήγορση προκειμένου να τηρείς το θέλημα του Θεού, ώστε η κάθε στιγμή γίνεται στιγμή κρίσης αν δεν αξιοποιείται. Η κάθε στιγμή δηλαδή είναι μοναδική και ανεπανάληπτη! Και «δεν επαρκεί ούτε για τις υποχρεώσεις της ίδιας»!

Τι κρύβεται πίσω από τον αφυπνιστικό λόγο του αγίου; Αφενός η εντολή του Κυρίου περί της αγάπης προς τον Θεό «εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος» - δεν έχεις περιθώρια… χρόνου αφού ο Θεός σου ζητάει το εκατό τοις εκατό της ενέργειάς σου, αφετέρου ότι ο χρόνος συνιστά δωρεά Εκείνου στον άνθρωπο προς αξιοποίησή του, δηλαδή προς τήρηση ακριβώς των αγίων Του εντολών. «Δίνω χρόνο για μετάνοια» (πρβλ. Αποκ. 3, 23), επισημαίνει ο λόγος του Θεού.  Αναξιοποίητος χρόνος λοιπόν δεν είναι περιφρόνηση του δώρου αυτού; Δεν είναι σαν να πετάς αυτό που σου δίνει ο Δημιουργός σου;

Η εξαπάτηση και η ανοησία βεβαίως επαυξάνεται, όταν ληφθεί υπόψη και ένας ψυχολογικός παράγων: η βαριεστημάρα που καραδοκεί πάντοτε στα λεγόμενα πνευματικά. Είναι αξίωμα πια: ό,τι αναβάλλουμε να κάνουμε σήμερα, δύσκολα γίνεται αύριο. «Η αναβολή οδηγεί στη χώρα του ποτέ»!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ)

 

«Ὁ Γεώργιος, ὁ γεωργός τῆς ἀρετῆς καί σύνοικος τῆς σοφίας, τό εὔχρηστο σκεῦος τοῦ παντοδύναμου Παρακλήτου Πνεύματος καί ἡ ἀκένωτη βρύση  τῶν ἰαμάτων, ἀφοῦ ἀκολούθησε κατά τά νεώτερα χρόνια τά βήματα τῶν παλαιῶν λαμπρῶν ὁσίων πατέρων, ἔγινε στύλος καί εἰκόνα γι’ αὐτούς πού θέλουν νά ζοῦν μέ εὐσέβεια».

Ὁ καλός καί γνωστός ὑμνογράφος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, καί κατά ἀκρίβεια τυπική «Μέγας ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας», δρ. Χαράλαμπος Μπούσιας, ὁ ὁποῖος συνέγραψε καί τήν ἀκολουθία τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Γεωργίου Καρσλίδου τοῦ ὁμολογητοῦ, μέ τά παραπάνω σύντομα λόγια στό συναξάρι τῆς ἀκολουθίας του συνοψίζει τά κύρια στοιχεῖα τῆς κατά Χριστόν πολιτείας τοῦ ὁσίου: ὁ ὅσιος ὑπῆρξε ἄνθρωπος τῆς ἀρετῆς καί τῆς σοφίας, ὑπῆρξε κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ ἀποτέλεσμα νά γίνει ὁ ἴδιος ὅπως ἀσφαλῶς καί τά χαριτόβρυτα λείψανά του βρύση τῶν ἰαμάτων γιά κάθε ἀσθένεια τῶν πιστῶν ἀνθρώπων πού πρόστρεχαν καί προστρέχουν σ’ αὐτόν. Αἰτία τῶν ὑπερφυῶν αὐτῶν καταστάσεων ἦταν τό γεγονός ὅτι προσπάθησε στή ζωή του νά ἀκολουθήσει τά χνάρια τῶν παλαιῶν μεγάλων ὁσίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό κι ἐκεῖνος μαζί μέ τούς μεγάλους ὁσίους ἔγινε στήριγμα καί πρότυπο γιά ὅλους τούς πιστούς χριστιανούς.

Μέ ἔμπνευση, γνώση κι ἐπιστήμη ὁ ὑμνογράφος μας ἀναπτύσσει μέ τή δοσμένη ἀπό τόν Θεό χάρη πού ἔχει ὅλες τίς διαστάσεις αὐτές τῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου Γεωργίου. Ἐπανειλημμένως ἐπισημαίνει καταρχάς ὅτι ὁ ὅσιος ὑπῆρξε ἄνθρωπος στόν ὁποῖο εἶχαν κατοικήσει ὅλες οἱ ἀρετές τοῦ Θεοῦ: ἤδη γιά παράδειγμα στό ἀπολυτίκιό του μᾶς ἀναφέρει ὅτι ἦταν «τοῦ χαροποιοῦ πένθους μύστης καί καθρέπτης τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, τῆς ταπείνωσης καί τῆς πνευματικῆς ἐγρήγορσης»· ἦταν «αὐτός πού ἀναλώθηκε μέ τήν ἀγάπη καί τή συμπάθειά του πρός κάθε συνάνθρωπο, καθοδηγώντας ἀπλανῶς τόν λαό τοῦ Θεοῦ» (ἰδιόμελο τοῦ ὄρθρου)· ἦταν ὁ ἐγκρατέστατος ἄνθρωπος πού «ζοῦσε μέ σκληραγωγία τῆς σάρκας του καί μέ ἀσιτία» (ὠδή γ΄)· αὐτός πού «ἔτρεχε πρῶτος στήν ἐλεημοσύνη, δείχνοντας ὅτι εἶναι τό φῶς τῆς ἀγάπης» (ὠδή δ΄)· αὐτός πού ὑπῆρξε «ἡ βάση τῆς σωφροσύνης καί ἡ λάμψη τῆς ἀγαθωσύνης» (οἶκος κοντακίου). Μ’ ἕνα λόγο ὑπῆρξε ἄνθρωπος πού «στό πρόσωπό του οἱ χριστιανοί τῶν νεώτερων χρόνων ἔβλεπαν τά κατορθώματα τῶν ὁσιώτατων ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου τῆς Παλαιστίνης καί τῆς Αἰγύπτου» (στιχηρό προσόμοιο ἑσπερινοῦ), έβλεπαν δηλαδή ἕναν  ἄλλον Ἀντώνιο, ἄλλον Εὐθύμιο, ἄλλον Μακάριο, καί πού τελικῶς «μέ τήν ἄσκησή του ἔφθασε ὡς ἄσαρκος μέχρι τούς ἀγγέλους καθώς ἀνέβηκε τήν κλίμακα ὅλων τῶν ἀρετῶν» (ὠδή ε΄).

Κι ἐπισημαίνει βεβαίως ὁ καλός καί πιστός ὑμνογράφος ὅτι ὅλες αὐτές οἱ ἀρετές δέν ὑπῆρξαν ἕνα κατόρθωμα τοῦ ἁγίου, βασισμένου στίς δικές του δυνάμεις, ὥστε ἡ καύχηση νά εἶναι γι’ αὐτόν.  Ἦταν ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν ὕπαρξή του, πού ἔκανε τόν ἅγιο, «καθώς ἀγάπησε ἀπό μικρό παιδί τόν Χριστό καί κατηύθυνε πρός Αὐτόν ὅλη τήν ἔφεση τῆς ψυχῆς του» (αἶνοι),  νά φανερώνεται ἀπό ὅπου πέρασε – εἴτε τήν Ἀργυρούπολη τοῦ Πόντου εἴτε τή χώρα τῆς Γεωργίας εἴτε τήν πόλη τῆς Δράμας καί τό ἱδρυθέν ἀπό αὐτόν μοναστήρι τῆς Ἀναλήψεως - μέ τόσο θεοχαρίτωτο τρόπο. Γι’ αὐτό καί ἡ ὅποια ἀρετή του ἦταν στερεωμένη στό θεμέλιο ὅλων τῶν ἀρετῶν πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν ταπείνωση, γιατί εἶναι ἡ μόνη πού ἑλκύει ὡς μαγνήτης κυριολεκτικά τή χάρη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. «Ταπεινοῖς ὁ Θεός δίδωσι χάριν». Καί παίρνει ἀφορμή ὁ ἐνημερωμένος ὑμνογράφος μας ἀπό «τόν ταπεινόν ἀσκητήν» (στιχηρό ἑσπερινοῦ), γιά νά διεισδύσει λίγο στήν ψυχή του πάνω στήν ὑψοποιό αὐτήν ἀρετή. Καί μᾶς καθοδηγεῖ καί μᾶς συγκινεῖ, λέγοντάς μας ὅτι ἡ ταπείνωσή του αὐτή ἦταν ὁ καρπός μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τῆς ἀσκητικῆς του προσπάθειας «νά κρατάει τόν νοῦ του στόν Ἅδη, χωρίς ὅμως νά ὁδηγεῖται σέ ἀπόγνωση, γι’ αὐτό καί νά ἀξιώνεται τῆς ἀπόλαυσης τοῦ Θαβωρίου φωτός» (λιτή). Τί κάνει ὁ ὑμνογράφος; Μέ φωτισμό προφανῶς Θεοῦ, «δανείζεται» τήν ἐκφρασμένη διά γραφίδος ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἄθω καί ὁσίου Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ ἐμπειρία τοῦ ἰδίου ἁγίου Σιλουανοῦ, γιά νά πεῖ ὅ,τι ἐκεῖνος εἶχε δεῖ ὡς ἐνέργεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ στόν ἑαυτό του. Αὐτό δηλαδή πού ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο στόν ἅγιο Σιλουανό, σύγχρονο σχεδόν τοῦ τιμωμένου ἁγίου μας,  προκειμένου νά μένει στήν ταπείνωση, συνεπῶς καί στή χάρη τοῦ Θεοῦ, «κράτει τόν νοῦν σου εἰς τόν ἅδη καί μή ἀπελπίζου», τό ἴδιο ἀποδίδει ὁ ὑμνογράφος καί στόν ἅγιο Γεώργιο Καρσλίδη. Κι ἔχει δίκιο: γιατί ὁ πνευματικός ἀγώνας, παρ’ ὅλες ἴσως τίς διακλαδώσεις του, εἶναι κοινός σέ ὅλους τούς ἁγίους.

Ὁ ἅγιος Γεώργιος ὑψώνεται λοιπόν κι αὐτός σέ οἰκουμενικό πρότυπο γιά ὅλους τούς πιστούς, προσφέροντας σ’ αὐτούς τή χάρη τῶν ἰάσεων καί τή λύση τῶν ποικίλων προβλημάτων τοῦ βίου τους. Γιατί ἀκριβῶς ἔγινε κι αὐτός «σκεῦος ἐκλογῆς», σάν ὅλους τούς Πατέρες καί ὁσίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί μέσα ἀπό αὐτόν διακρίνουμε καθαρά τήν παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, τήν παρουσία τῆς χάρης Του. Κι ἕνα στοιχεῖο πού ἐπιβεβαιώνει μέ περίτρανο τρόπο τήν ἀλήθεια αὐτή εἶναι καί τό ὅτι ὁ ἅγιος Γεώργιος πέρασε ἀπό πολύ μικρός πάρα πολλούς κόπους, κινδύνους, φυλακίσεις, μέ ἀποτέλεσμα τήν σχεδόν ὁλοκληρωτική του ἐξάντληση. Μέχρι θανάτου κινδύνεψε ὁ ὅσιος, χωρίς ὅμως οὐδ’ ἐπί στιγμήν νά καμφθεῖ τό ἀνδρειότατο φρόνημά του. Σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, οἱ πόνοι τοῦ σώματός του καί τό εὔθραστο τῆς ὑγείας του συνοδεύονταν ἀπό μία καρδιά γεμάτη ἀπό χάρη Θεοῦ, συνεπῶς ἀπό πνευματική ὑγεία. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν ἦταν αὐτός πού ὅταν παρεκάλεσε τόν Κύριο νά ἄρει ἀπό αὐτόν τόν «σκόλοπα τῆ σαρκί», Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε ὅτι «σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη Μου», ὁπότε κατάλαβε ὁ ἀπόστολος ὅτι «ὅταν ἀσθενῇ τότε δυνατός ἐστι»; Τό ἴδιο συμβαίνει, κατά τόν ὑμνογράφο, καί μέ τόν ἅγιο Γεώργιο. «Τό ἀσθενικό του σῶμα ἔκρυβε μία ὑγιέστατη καρδιά… κι ἦταν στήν πραγματικότητα ἡ ἀγόγγυστη ἀπό αὐτόν ἀνάληψη τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου πάνω του» (δοξαστικό τῶν ἀποστίχων).

Γι’ αὐτό καί ἄφοβος καί ἀνδρεῖος ὁ ὅσιος μετάγγιζε καί συνεχίζει νά μεταγγίζει ἀφοβία καί ἀνδρειότητα σέ κάθε πιστό πού ἀναφέρεται σέ αὐτόν, ὅπως πολύ ὡραῖα ἐπίσης τό ἐπισημαίνει ὁ σεμνός ὑμνογράφος. «Θάρρος καί ἰσχύ καί δύναμη δίνεις ὡς βραβεῖο, ὅσιε Γεώργιε, σέ ὅλους τούς πιστούς πού σέ μακαρίζουν μέ ἄξιο τρόπο» (ὠδή θ΄). Ἕνας ἄνθρωπος πού ἔχει ἀντιμετωπίσει τόν θάνατο μέ πίστη Χριστοῦ, ἕνας κυριολεκτικά ὁμολογητής τῆς πίστεως, αὐτός νιώθει τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ μέσα του καί μπορεῖ ὡς ὑγιές μέλος Ἐκείνου νά τήν προσφέρει καί στά ἄλλα μέλη τοῦ σώματος.  Κι ἄς ἐπιτραπεῖ νά τονίσουμε ἐδῶ μία λεπτή  ἐπισήμανση τοῦ ὑμνογράφου ὡς πρός τήν ὁμολογιακή διάσταση τῆς πίστεως τοῦ ὁσίου. Πολλοί στήν ἐποχή μας καυχῶνται γιά τό γεγονός ὅτι εἶναι ὁμολογητές τῆς πίστεως. Διατείνονται ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι καί πρέπει νά εἶναι ἐποχή ὁμολογίας. Καί κανείς δέν ἀντιλέγει ὡς πρός αὐτό. Εἶναι κάτι ἄλλωστε πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τό ἐζήτησε. Μέ μία προϋπόθεση: ἡ ὁμολογία συνοδεύεται πάντοτε ἀπό τά παθήματα, τήν ἄσκηση, τό μαρτυρικό φρόνημα. Γιατί μία ὁμολογία πού μένει μόνο σέ φωνασκίες καί σέ συνθήματα δέν ξέρουμε κατά πόσον συνάδει μέ τό φρόνημα τοῦ Κυρίου, τῆς Ἐκκλησίας Του, τῶν ἁγίων Του. Ποιά ἐπισήμανση κάνει λοιπόν ὁ ὑμνογράφος; Προσπαθώντας νά κατανοήσει τόν χαρακτηρισμό τοῦ ἁγίου Γεωργίου ὡς ὁμολογητοῦ, γράφει μεταξύ ἄλλων: «Φυλακήν καθυπέμεινας καί διεσώθης ἐκ θανάτου, πανόλβιε, ἵνα στέφανον λάβῃς ὁμολογίας σου». Ὑπέμεινες δηλαδή τή φυλάκιση καί διασώθηκες ἀπό τόν θάνατο, παμμακάριστε, προκειμένου νά λάβεις τό στεφάνι τῆς ὁμολογίας σου (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Ὁμολογητής δηλαδή εἶναι καί χαρακτηρίζεται ἐκεῖνος πού ἔχει πάθει γιά τόν Κύριο καί τήν πίστη Του, πού σημαίνει ὅπως εἴπαμε ὅτι δέν ἐξαντλεῖται τό ὁμολογιακό στοιχεῖο μόνο σέ λόγια καί φωνές. Γι’ αὐτό καί μακαριστός ἁγιορείτης ασκητής, ὁ Γερο-Δαμασκηνός ἀπό τον ἅγιο Βασίλειο στα Κατουνάκια, πού ἔζησε ὅλη τή ζωή του στην ἐρημική αὐτή περιοχή, σημείωνε ὅτι ναί μέν στήν ἐποχή μας κάποιοι χωρίζουν τούς συγχρόνους χριστιανούς σέ ὁμολογητές καί μή, ἀλλά ἡ πραγματικότητα αὐτή θά φανεῖ τότε πού θά προκύψουν τά ἀληθινά προβλήματα καί θά χρειαστεῖ έμπρακτα νά φανερώσει ὁ πιστός ἄν πράγματι εἶναι πιστός ἤ ὄχι.  Καί μέ τά ἴδια τά λόγια του πού εἶπε σέ κάποιον θεωρούμενο ὁμολογητή και ζηλωτή: "Πάτερ Ἰ..., στά τελευταῖα χρόνια θά ἄρει ὁ Θεός τήν εὐλογία τῆς ὁμολογίας ἀπό πολλούς ὑποκριτάς ζηλωτάς καί θά τή δώσει σέ ανθρώπους μέ ἀγαθή προαίρεση καί καλή διάθεση" (Ἱερομ. Φιλίππου, Ἡ σοφία τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐκδ. Φερενίκη, σελ. 34).  

Ἡ ἐπισήμανση τῶν χαρίτων τοῦ ἁγίου, ἡ μεγάλη παρρησία του ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ὥστε νά διενεργοῦνται καθημερινῶς καί ὅσο ζοῦσε ἀλλά καί μετέπειτα πάμπολλα θαύματα, ἡ βεβαιωμένη ἐπίκλησή του πού ὁδηγεῖ σέ μετάνοια τούς ἀνθρώπους, δέν θά εἶχε τέλος. Θά ἦταν εὐχῆς ἔργον νά ἀναζητήσουμε καί νά πάρουμε στά χέρια μας τό βιβλίο πού ἔγραψε γι’ αὐτόν, (κατόπιν παρακλήσεως τό 1979 τῆς ὁσιώτατης μακαριστῆς ἡγουμένης στό μοναστήρι τοῦ ὁσίου Ἀκυλίνας μοναχῆς), ὁ μακαριστός κι αὐτός πιά Γέροντας Μωϋσής μοναχός. Κι ἐκεῖ θά δοῦμε καί θά θαυμάσουμε τήν ἐπακριβή πορεία, ἐπίγεια καί πνευματική, τοῦ ὁσίου Γεωργίου. Καί μακάρι νά κατανυχθοῦμε, ὥστε μέσα στά πλαίσια καί τῆς δικῆς μας ζωῆς νά μεταφέρουμε κάτι ἀπό τήν ἁγιασμένη ζωή του. Καί νομίζουμε ὅτι ἀξίζει νά ἀναφέρουμε ὅτι ὁ ἅγιος Γεώργιος, ἀρκετά μετά ἀπό τή βιογράφησή του ἀπό τόν μακαριστό Μωϋσή, τότε πού βρισκόταν ὁ λόγιος αὐτός Γέροντας στά τέλη τῆς ζωῆς του μέσα ἀπό πολλούς κόπους καί ἀσθένειες καί πειρασμούς, τοῦ φανερώθηκε, μαζί μέ τόν ἅγιο Ἱερώνυμο τόν Σιμωνοπετρίτη καί τήν ὁσία Σοφία τῆς Κλεισούρας, γιά νά τοῦ δώσει δύναμη καί κουράγιο στή δυσκολεμένη του κατάσταση καί νά ἐκφράσει τήν εὐαρέσκειά του γιά τήν ἐνασχόλησή του μέ αὐτόν.

Ταῖς πρεσβείας τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Γεωργίου Καρσλίδη, ὁ Κύριος νά σώσει καί νά ἁγιάσει ὅλους μας.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο μακάριος Ιωαννίκιος γεννήθηκε κατά το εικοστό τέταρτο έτος της τυραννίας του θηριωνύμου Λέοντος, στη χώρα των Βιθυνών. Ο πατέρας του λεγόταν Μυριτρικής και η μητέρα του Αναστασού. Σε ηλικία σαράντα ετών εξεστράτευσε μαζί με τον βασιλιά κατά των Βουλγάρων και έδειξε τέτοια ανδρειοσύνη, ώστε μπροστά στα μάτια του βασιλιά κατέκοψε πολλούς Βουλγάρους, σώζοντας τους ομοφύλους του. Θέλοντας να αποφύγει τη μελετώμενη από τον βασιλιά απέναντί του τιμή και δόξα, έρχεται στο όρος  του Ολύμπου, όπου άκουσε με τα ίδια του τα αυτιά  θεϊκή φωνή να του λέει να ανέβει υψηλότερα. Εκεί συνάντησε δύο μοναχούς, που  δεν τους είχε δει ποτέ κανένας, οι οποίοι φορούσαν τρίχινα ρούχα και τρέφονταν με άγρια βότανα. Αυτοί του μίλησαν για όσα είχε ως σκοπό να κάνει, ενώ έλαβε από αυτούς ως περιβολή τη χάρη της προσευχής. Αφού έφυγε από εκεί, πήγε πρώτα στο όρος του Τριχάλικος, έπειτα στη Μονή των Αυγάρων και τέλος στα όρη της Κοντουρίας. Έμαθε τριάντα ψαλμούς, τους οποίους έψαλλε μαζί με κάποιο τροπάριο που ο ίδιος σύνθεσε: Η ελπίς μου ο Θεός, καταφυγή μου ο Χριστός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον. Αυτός ο μακάριος αφού πέρασε από πολλά μέρη και έκανε μεγάλα θαύματα και προφήτευσε  για τα μέλλοντα, ήλθε και προς τη Μονή του Αντιδίου, οπότε πλήρης ημερών αναπαύτηκε εν Κυρίω, σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών».

  Ο όσιος Ιωαννίκιος είναι γνωστός καταρχάς σε όλο το πιστό πλήρωμα της Εκκλησίας από το συντεθειμένο από αυτόν τροπάριο που καθημερινώς λέγεται κατά την ακολουθία του Αποδείπνου (μικρού και μεγάλου): «η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον, Τριάς αγία, δόξα Σοι». Η έξοδός του από τον κόσμο, όπως είδαμε στο συναξάρι του, ήταν αποτέλεσμα  της αποφυγής της ανθρώπινης δόξας, δείγμα της ταπείνωσης που τον διακατείχε, συνεπώς της παρουσίας της δόξας του Θεού μέσα στην καρδιά του, η οποία έγινε και ο καθοδηγητής του για τον πνευματικό δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει.  Κατά τον υμνογράφο «υψούσαν ταπείνωσιν έσχηκας», και γι’  αυτό «περπάτησες την οδό που εισάγει, χωρίς επιστροφή, στην ουράνια πόλη. Διότι το άγιον Πνεύμα, που είχε αναπαυτεί στην καρδιά σου, ήταν ο οδηγός σου».  Κι αυτό συνιστά μία παραδοξότητα: πώς ένας στρατιώτης, που πολεμούσε με τόση γενναιότητα και σκότωσε στον πόλεμο τόσους εχθρούς,  μπορούσε να έχει στην καρδιά του τέτοια χάρη Θεού;

Πέρα από το γεγονός βεβαίως ότι το παράδειγμα του οσίου Ιωαννικίου μας υπενθυνμίζει πως δεν πρέπει να σπεύδουμε να κρίνουμε επιφανειακά τους συνανθρώπους μας – «μη κρίνετε κατ’  όψιν» είπε ο ίδιος ο Κύριος -   η εξήγηση ίσως να βρίσκεται σε μια επισήμανση του υμνογράφου που λέει: «ρεόντων τα μένοντα ηλλάξω, εμφρόνως τον σον αναλαβών σταυρόν Ιωαννίκιε, και έν αβάτοις όρεσιν, ως ο Ηλιού ο μέγιστος, υποχωρών διετέλεσας». Δηλαδή: Με φρόνηση, Ιωαννίκιε, αντάλλαξες τα ρέοντα της ζωής αυτής με τα μένοντα και αιώνια της βασιλείας του Θεού, αναλαμβάνοντας τον σταυρό της ακολουθίας του Κυρίου, και σε απάτητα όρη, σαν τον μέγιστο Ηλία, υποχωρούσες διαρκώς. Έχουμε την εντύπωση ότι η μελετώμενη από τον βασιλιά τιμή και δόξα του οσίου ως στρατιώτη τότε, λειτούργησε ως απλή αφορμή, προκειμένου  αυτός να οδηγηθεί σε οριστική απόφαση απομάκρυνσής του  από τη γοητεία και τις παγίδες του κόσμου τούτου. Ήδη πρέπει να βρισκόταν σε προβληματισμό  και αναταραχή περί του πρακτέου της ζωής του, γι’  αυτό και όταν βρέθηκε στο οριακό σημείο αποδοχής ή όχι της ανθρώπινης δόξας, η θέλησή του έκλινε εκεί που κτυπούσε  η καρδιά του: να ακολουθήσει με ολοκληρωτικό δόσιμο του εαυτού του τον Χριστό∙ να ανταλλάξει τα ρέοντα με τα μένοντα.  Ίσως μας παραπέμπει τούτο στον απόστολο Παύλο, ο οποίος ναι μεν προ της μεταστροφής του στη χριστιανική πίστη δίωκε τους χριστιανούς, όμως δεν πρέπει να αισθανόταν καλά με αυτό που έκανε. Και προφανώς γι’ αυτό ο Κύριος, βλέποντας το βάθος της καρδιάς Του, τον κάλεσε με έναν εξαιρετικό τρόπο να γίνει απόστολός Του.

Ο υμνογράφος από εκεί και πέρα αναφέρεται στον πνευματικό αγώνα καθάρσεως της καρδιάς του οσίου, η οποία τον οδήγησε σε τέτοια πλάτυνση του εσωτερικού του κόσμου, ώστε εκτός από θαυματουργός να είναι και προορατικός: «Ιωαννίκιε, με τη χάρη του αγίου Πνεύματος, αφού καθάρισες το όμμα της διάνοιάς σου, σου δόθηκε η χάρη της προφητείας, ώστε να μιλάς για τα μέλλοντα ως παρόντα, και να βλέπεις τα μακρινά ως κοντινά». Εκεί όμως που πρέπει, νομίζουμε,  ιδιαιτέρως να σταθούμε είναι σ’  έναν ύμνο από την ογδόη ωδή. Ο υμνογράφος βλέπει τον όσιο να στέκεται πάνω σε ψηλό όρος, όπως ένα λυχνάρι πάνω στη λυχνία – κατά τον λόγο του Κυρίου βεβαίως «ουδείς λύχνον άψας τίθησιν αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ’  επί την λυχνίαν» - και από εκεί να  καταφωτίζει με την πίστη τα νοήματα των ανθρώπων, διότι τους υποδεικνύει με άριστο τρόπο τον αληθινό δρόμο της ζωής και τους ανεβάζει έτσι με τον θείο λόγο του στο ύψος της εν Χριστώ απάθειας. «Ιστάμενος άνω προς το όρος, ως επί λυχνίας, όσιε, πάντων τα νοήματα πίστει κατεφώτιζες, υποδεικνύων άριστα Ιωαννίκιε, την τρίβον της ζωής και ανάγων τούτους θείω λόγω, προς ύψος απαθείας».

Γιατί  ο τονισμός του συγκεκριμένου ύμνου; Διότι σε ημέρες κρίσιμες σαν αυτές που διερχόμαστε, ο όσιος, όπως λέει ο ύμνος, που λειτουργούσε θεραπευτικά για τους ανθρώπους, με την έννοια ότι διόρθωνε λογισμούς, μπορεί να μας βοηθήσει κατά αντίστοιχο τρόπο. Δηλαδή, να μάθουμε κι εμείς ακούγοντάς τον να μη μείνουμε δεμένοι σε ό,τι προκαλεί ταραχή και φόβο – τα ρέοντα της ζωής αυτής – αλλά με φωτισμένο νου να επιμένουμε στην αληθινή οδό, που δεν είναι άλλη από τη ζωή του Χριστού, και να προσβλέπουμε στο ύψος της υπέρβασης των ανθρωπίνων παθών και καταστάσεων. Κι είναι εύλογο: η ζωή αυτή μονίμως έχει το χαρακτηριστικό της ταραχής, διότι δεν είναι μόνιμη κατάσταση. «Παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου». «Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Μη κάνουμε το λάθος να θεωρήσουμε ότι αυτά που διερχόμαστε ως κοινωνία και έθνος και παγκόσμια είναι αιώνια. Αυτά έρχονται και παρέρχονται. Τα αιώνια όμως που είναι ο Χριστός και ο άγιος λόγος Του δεν παρέρχονται ποτέ: «οι λόγοι μου ου μη παρέλθωσιν».