04 Ιανουαρίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΣ, ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΟΥΚΟΥΜΙΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΣ

 

«Ο όσιος Θεόκτιστος που εορτάζουμε σήμερα, είναι άλλος από τον όσιο Θεόκτιστο, τον συνασκητή του αγίου μεγάλου Ευθυμίου, που εορτάζουμε τον Σεπτέμβριο.  Ο σημερινός υπήρξε ηγούμενος  στην ιερά μονή Κουκουμίου  της Σικελίας. Από νωρίς η μεγάλη αγάπη του προς τον Χριστό τον έστρεψε προς τον μοναχικό βίο και αποδύθηκε σε επίμονες προσευχές και σε μεγάλη εγκράτεια. Η ενάρετη ζωή του εκτιμήθηκε σύντομα, γι’ αυτό και έγινε ιερέας, αργότερα δε του ζητήθηκε να γίνει ηγούμενος στο μοναστήρι που ασκείτο.  Η πραότητα του χαρακτήρα του και η μεγάλη του ανεξικακία υπήρξαν παροιμιώδεις, με αποτέλεσμα ο λόγος του να γίνεται εύκολα αποδεκτός από τους μοναχούς του και τους πιστούς που συνέρρεαν στο μοναστήρι του. Έζησε αρκετά χρόνια και αναπαύτηκε εν Κυρίω ειρηνικά».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας για τον όσιο Θεόκτιστο, ποίημα του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους, επικεντρώνουν στην κατά Χριστό πολιτεία του οσίου, ιδίως μετά την αποταγή του κόσμου και τον εγκλεισμό του στο μοναστήρι του.  Κι αυτό σημαίνει ότι ο άγιος Θεοφάνης μας παρουσιάζει με καθαρότητα την πορεία θεώσεως του οσίου ασκητή. Και εν πρώτοις τονίζει το κίνητρο για την απομάκρυνσή του από την κοσμική σύγχυση. Δεν ήταν μία απογοήτευση  ή μία απελπισία από την εμπαθή προσκόλληση στα του κόσμου, μολονότι και τέτοιες περιπτώσεις αποταγής υπάρχουν χωρίς να καταδικάζονται από τους αγίους της Εκκλησίας μας. Το κίνητρό του ήταν ό,τι πιο ανώτερο, ευγενές και υγιές υφίσταται στην πνευματική ζωή της πίστεως, δηλαδή ο σφοδρός πόθος του για τον Χριστό: αυτός του έδωσε φτερά προκειμένου να φύγει από τη σύγχυση που δημιουργεί συνήθως ο πεσμένος στην αμαρτία κόσμος. «Απέκτησες πτερά από τον πόθο του Χριστού και μεταρσιώθηκες, ξεφεύγοντας από την κοσμική σύγχυση. Γι’ αυτό και προσχώρησες στα κοπιώδη σκάμματα της ασκήσεως και έζησες με εγκράτεια σαν άγγελος».

Από κει και πέρα, πληγωμένος από τον έρωτα του Χριστού, προσπαθούσε να ακολουθήσει τα ίχνη Εκείνου, νεκρώνοντας το όποιο αμαρτωλό φρόνημα κινούσε εντός του ο αρχέκακος διάβολος και δεχόμενος  στην καρδιά του την ενέργεια του αγίου Πνεύματος. Διότι βεβαίως δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει η χάρη του Πνεύματος στον άνθρωπο, χωρίς δική του συνέργεια απομακρύνσεως από τα σκιρτήματα της αμαρτίας. «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Ο υμνογράφος του οσίου είναι σαφής: «Όταν καταπληγώθηκες στην ψυχή, από τον θείο έρωτα, παμμάκαρ, σηκώνοντας τον σταυρό σου, με χαρά ακολούθησες τον σταυρωμένο Χριστό. Κι αφού νέκρωσες το αμαρτωλό φρόνημα με την εγκράτεια, δέχτηκες τη ζωντανή ενέργεια του αγίου Πνεύματος». Δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός του αγίου υμνογράφου ως προς την επίπονη σκληρή άσκηση του οσίου Θεοκτίστου: «χαίρων». Ο όσιος ασκητής σήκωνε τον σταυρό του και ακολουθούσε με συνέπεια τον σταυρό του Χριστού όχι με κατήφεια, όχι με ψυχική πίεση και στενοχώρια – δείγματα ότι δεν υφίσταται στην πραγματικότητα η αγάπη προς τον Χριστό – αλλά με χαρά. Κι αυτό ακριβώς είναι το γνώρισμα της ειλικρινούς αγάπης σ’ Εκείνον: ασκώ βία στον εαυτό μου, «νεκρώνω» -  με την έννοια του μεταστρέφω - τα αμαρτωλά πάθη μου, προκειμένου να έχω ζωντανή την παρουσία του Χριστού μέσα στην ύπαρξή μου. Κι αυτό γίνεται με χαρά. Μόνον στην αρχή της ασκητικής προσπάθειας μπορεί να υπάρξει στενοχώρια, όπως όταν ανάβει κανείς ένα ξύλο μπορεί στην αρχή να βγάλει καπνιά (άγιος Ιωάννης Κλίμακος), έπειτα όμως η χαρά της χάρης του Θεού γλυκοχαράζει στην ψυχή και γίνεται αγαλλίαση και παρηγοριά και στην ψυχή και στο σώμα.

Η ασκητική αυτή πορεία καθάρσεως του οσίου Θεοκτίστου, πορεία επί τα ίχνη του Ιησού με τη χάρη Εκείνου και αυτονοήτως μέσα σε εκκλησιαστικά πλαίσια, δεν είχε διαλείμματα. Διάλειμμα, όπως όλοι γνωρίζουμε, στην πνευματική ζωή δεν υπάρχουν. Όποιος προσπάθησε να «ξεκουραστεί», να κάνει διάλειμμα, είδε ότι αυτομάτως οπισθοχώρησε. Ή προχωρεί κανείς προς τα εμπρός ή δυστυχώς γκρεμίζεται. «Ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει» απεκάλυψε ο Κύριος. Αυτό βλέπουμε, κατά τον υμνογράφο μας, και στη ζωή του οσίου Θεοκτίστου. Ο νους του υπήρξε άγρυπνος, γιατί έσπευδε να δει μέσα του να ανατέλλει το φως του Θεού. Είχε γίνει, όπως σημειώνουν όλα τα ασκητικά κείμενα, «όλος μάτια». «Προσφέροντας αδιάκοπα ξάγρυπνο νου, θεόφρον πάτερ, κοίμισες εντελώς τα ψυχοφθόρα πάθη, επειδή βιαζόσουν να φθάσεις στη θεϊκή αυγή, στη λαμπρότητα του άδυτου φωτός αυτών που ευφραίνονται και στο οποίο κατοικούν». Με άλλα λόγια ο όσιος Θεόκτιστος αγωνίστηκε να κρατήσει ανόθευτο αυτό που δήλωνε το όνομά του: «Θεού κτίσις». Γι’ αυτό ακριβώς κατά τον άγιο Θεοφάνη και τον τιμούμε και τον γεραίρουμε. «Έγινες ανόθευτη κτίση Θεού, Θεόκτιστε, γιατί δεν νόθευσες το κάλλος της ψυχής σου, όσιε, με τις κηλίδες των αμαρτημάτων. Αντίθετα, ομόρφυνες τον εαυτό σου με τις επιδόσεις των καλών και ωραίων, γι’ αυτό και σε δοξάζουμε».

Ο ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Ο ΛΕΠΡΟΣ

«Ο όσιος Νικηφόρος γεννήθηκε το 1890 στο Σηρικάριο της Κισσάμου από ευσεβείς γονείς και το βαπτιστικό του όνομα ήταν Νικόλαος. Παιδί ακόμη έμεινε ορφανός και διαπαιδαγωγήθηκε από τον παππού του. Σε νεαρή ηλικία πήγε στα Χανιά για να εργαστεί μαθητεύοντας στην κομμωτική τέχνη. Πρώτη φορά στα δεκαέξι του τού εμφανίστηκε σημάδι της λέπρας. Για να μη κλειστεί λοιπόν στη Σπιναλόγκα έφυγε κρυφά και πήγε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η νόσος όμως προχωρούσε και με  προτροπή ιεράρχη της Αλεξάνδρειας προσήλθε στο λωβοκομείο της Χίου, κοντά στον άγιο Άνθιμο (Βαγιανό) που φρόντισε για την εισαγωγή του στο ίδρυμα. Ο άγιος Άνθιμος έγινε ο Γέροντάς του και κάνοντάς του απόλυτη υπακοή ντύθηκε το αγγελικό σχήμα, παίρνοντας το όνομα Νικηφόρος. Μετά παρέλευση σαραντατριών ετών, οδηγήθηκε στον αντιλεπρικό σταθμό της Αγίας Βαρβάρας Αθηνών, όπου πέρασε το υπόλοιπο του βίου του, λάμποντας ως αστέρας υπομονής και προσευχής. Κοιμήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1964, αφήνοντάς μας παράδειγμα καρτερίας αλλά και τα μυρωμένα λείψανά του ως ιατρείο για κάθε αρρώστια». 

Ο υμνογράφος του οσίου Νικηφόρου αφορμάται καταρχάς από το όνομά του για να πει ότι όλη η ζωή του υπήρξε νικηφόρα, δηλαδή κατήγαγε συνεχείς πνευματικές νίκες απέναντι στα πάθη του, στον Διάβολο, στον «άγγελο σατάν» τη βδελυκτή λέπρα. Κι έπειτα μας καθοδηγεί στην αιτία που τον οδήγησε στις νίκες: την πίστη του στη ζωντανή παρουσία του Θεού που έχει «αριθμημένες και τις τρίχες της κεφαλής μας», οπότε αντίστοιχη ήταν και η θεώρηση από τον άγιο της αρρώστιας του: ήταν μία παραχώρηση της αγάπης Του, προκειμένου να τον ωθήσει σε πνευματική ύψη. «Χριστέ, η ψυχή του οσίου σου αποδείχτηκε δόκιμη, γιατί θεώρησε τη λέπρα της σάρκας του σαν δόση της πρόνοιάς Σου».

Ο υμνογράφος επισημαίνει ότι ο όσιος Νικηφόρος ζούσε κάτι παρόμοιο με τον απόστολο Παύλο, ο οποίος προσευχόμενος σε μεγάλη δοκιμασία του στον Κύριο άκουσε από τον Ίδιο να του λέει ότι «του αρκεί η χάρη Του» και δεν πρόκειται να τον θεραπεύσει. Το ίδιο λοιπόν και με τον Νικηφόρο: η κάθε προσευχή του προς ίαση προσέκρουσε σε άρνηση του Κυρίου. «Περιφέροντας τη νόσο στη σάρκα κραύγαζες τη φωνή του Παύλου: μου δόθηκε ο σκόλοπας να με κολαφίζει με διαφόρους τρόπους, για να μην υπερηφανεύομαι. Διότι η δύναμη του Θεού φτάνει στην τελείωσή της με την αρρώστια Γι’  αυτό μου αρκεί η χάρη που έλαβα, Κύριε».

Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί τελικώς η σημαντικότερη αρετή που καλλιέργησε ο όσιος ήταν η καρτερία: η ψυχική δύναμη δηλαδή και η υπομονή. Θα μπορούσε να λέγεται «Νικηφόρος ο καρτερόψυχος» -  ο άνθρωπος της υπομονής, ο δεύτερος Ιώβ, «ο εστεμμένος με τον κότινο της νίκης εν Πνεύματι από τα χέρια του ίδιου του Κυρίου». Και αναδείχθηκε ίσως «και υπέρτερος του Ιώβ», διότι το «γιατί, Κύριε;» δεν έφτασε ποτέ στα δικά του χείλη.

Ο υμνογράφος διαπιστώνει το αυτονόητο: για να φτάσει σε αυτό το αποστολικό ύψος ο Νικηφόρος, εκτός από τα ασκητικά μέσα της προσευχής, της νηστείας, της γονυκλισίας, χρησιμοποίησε και τα «βαθύτερα» της Ορθόδοξης Παράδοσης: πρώτον, την υπακοή σε άγιο Γέροντα, τον Άνθιμο της Χίου, δεύτερον, την καταφυγή στην υπεραγία Θεοτόκο. «Προ πολλού ο Άνθιμος σε κατεύθυνε ως κυβερνήτης και προσόρμισε την ψυχή σου στον Παράδεισο» σημειώνει. (Κι ως καθαρός μάλιστα στην ψυχή έγινε αυτόπτης θαυμασίων γεγονότων του αγίου Ανθίμου, τα οποία κατέγραψε προς ωφέλεια των αναγνωστών). Κι έπειτα, η καταφυγή στη Θεοτόκο, που ο Νικηφόρος αγαπούσε υπερβαλλόντως και μπροστά στο εικόνισμά Της καθημερινώς προσευχόταν γονατιστός. Η περιγραφή του υμνογράφου είναι συγκινητική. «Καρτερικά πέρασε τη ζωή του ο Νικηφόρος ο λεπρός, μπροστά στην εικόνα σου Θεοτόκε, της Υπακοής όπως λέγεται, κραυγάζοντας κατά τα απόδειπνα: «ω Νύμφη, χαίρε ανύμφευτε».

Ο όσιος Νικηφόρος είναι οικουμενικός άγιος με απέραντη αγάπη για όλους. Αλλά δεν παύει και να αγαπά ιδιαιτέρως, λέει ο υμνογράφος του, τους τόπους απ’ όπου πέρασε: Κίσσαμο, Χανιά, Αλεξάνδρεια, Χίο, Αθήνα. Να τον παρακαλούμε κι εμείς να μας έχει στις δεήσεις του και στην αγκάλη του. Κι ιδίως τώρα που ο κόσμος όλος ταλαιπωρείται από διάφορες ιώσεις και λοιμώξεις, πρέπει να καταφεύγουμε σ’ αυτόν που μπορεί να μας καταλάβει ολωσδιόλου, αφού κι εκείνος διήλθε τη ζωή του με τη λοιμώδη νόσο της εποχής του και την αντιμετώπισε με τρόπο πνευματικό:  με υπομονή, με προσευχή, με δοξολογία του Θεού. 

03 Ιανουαρίου 2025

ΠΡΟΣ ΙΟΡΔΑΝΗΝ ΔΡΑΜΩΜΕΝ!

 

«Τήν Βηθλεέμ ἀφέμενοι, τό καινότατον θαῦμα, πρός Ἰορδάνην δράμωμεν, ἐκ ψυχῆς θερμοτάτης, κἀκεῖσε κατοπτεύσωμεν τό φρικτόν Μυστήριον· θεοπρεπῶς γάρ ἐπέστη, γυμνωθείς ὁ Χριστός μου, ἐπενδύων με στολήν, τῆς Οὐρανῶν Βασιλείας».

(Ἀφήνοντας τή Βηθλεέμ, ἐκεῖ πού πραγματοποιήθηκε τό πιό καινούργιο ἀπό ὅλα τά θαύματα, ἄς τρέξουμε πρός τόν Ἰορδάνη μέ θερμότατη ψυχή, κι ἐκεῖ ἄς δοῦμε τό φρικτό ΜυστήριοΔιότι στάθηκε μέ τρόπο πού ἔπρεπε στή Θεότητα ὁ Χριστός μου, ὁ Ὁποῖος ἀφοῦ γυμνώθηκε μοῦ φοράει τή στολή τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν).

Τό προεόρτιο σύντομο ἐξαποστειλάριο τοῦ Ὄρθρου μέ τρόπο συνεπτυγμένο μᾶς καθοδηγεῖ πρός τά σωτηριώδη γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου: Μή τυχόν καί μείνουμε, τονίζει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος, μόνο στή Βηθλεέμ, ἔστω κι ἄν ἐκεῖ πραγματοποιήθηκε τό μέγα μυστήριο τῆς πίστεώς μας, δηλαδή ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου. Ἀκολουθεῖ κι ἄλλο Μυστήριο, μπροστά στό ὁποῖο φρίσσει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς: ὁ ἐρχομός Του στόν Ἰορδάνη ποταμό. Ἐκεῖ, στίς ὄχθες του, ὁ Χριστός θά σταθεῖ μέ τρόπο θεοπρεπή, δηλαδή μέ ἀγάπη καί ταπείνωση, γιά νά βαπτιστεῖ ἀπό τόν Ἰωάννη, προσφέροντας αὐτό πού μάτια ἀνθρώπου δέν μποροῦν νά δοῦν: νά σβήνει, γυμνωμένος ὁ ἴδιος, τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων κι ἔτσι νά τούς φοράει καί πάλι τή στολή πού ἔχασαν λόγω τῆς πτώσης στήν ἁμαρτία, τή στολή τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ὁ ὑμνογράφος συνεσκιασμένα συνορᾶ μαζί μέ τή Βάπτιση τοῦ Κυρίου καί τή βάπτιση τοῦ κάθε πιστοῦ, κατά τήν ὁποία ὁ πιστός ἐνδύεται ἀπό τόν Κύριο τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός του, τόν Ἴδιο τόν Χριστό δηλαδή, καθιστάμενος ἔτσι μέλος τοῦ ἁγίου σώματός Του. Ὅπως τό σημειώνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε». Μέ τή βασική προϋπόθεση βεβαίως πού ἐννοεῖται ὅτι πρέπει νά ἔχει πάντοτε ὁ πιστός μπροστά στίς δωρεές τοῦ Θεοῦ: τή συνέργειά του, τό ναί του στό ναί τοῦ Θεοῦ. Ἕνα ναί ὅμως πού δέν μπορεῖ νά εἶναι ράθυμο καί βαριεστημένο – καρπός ἄγνοιας καί τύφλωσης πνευματικῆς - ἀλλά ναί πού βγαίνει ἀπό καρδιά φλογερή καί θερμή, θερμότατη, πού μέ ἐπίγνωση ὠθεῖ τόν πιστό νά τρέχει μέ σπουδή καί μέ χαρά ἐπί τά ἴχνη τοῦ Κυρίου. «Εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΓΟΡΔΙΟΣ

«Ο άγιος Γόρδιος ήταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας και ζούσε όταν βασιλιάς ήταν ο Λικίνιος. Ήταν κόμης κατά την τάξη, αρχηγός εκατό στρατιωτών. Επειδή δεν άντεχε να βλέπει το θράσος των δυσσεβών και τις βλασφημίες τους κατά του Χριστού, σηκώθηκε και έφυγε και πήγε στα όρη, ζώντας εκεί με τα θηρία. Εκεί ανέφλεξε τον πόθο του για τον Χριστό και έλαβε θάρρος κατά της ειδωλολατρικής πλάνης, οπότε ήλθε ορμητικός σαν λιοντάρι από την έρημο στην πόλη, ζητώντας να κατασπαράξει τον προστάτη της απάτης διάβολο.  Μπήκε μέσα στο θέατρο και δοξολόγησε τον Χριστό, με αποτέλεσμα  το πλήθος να στρέψει την προσοχή του προς εκείνον και ο προκαθήμενος άρχοντας να νιώσει κατάπληξη από το θάρρος του. Η κατάπληξή του μετατράπηκε σε μανία, γι’ αυτό και διέταξε να τον φονεύσουν με ξίφος».

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του κανόνα του αγίου Γορδίου, ερμηνεύει κατά πρώτον την απομάκρυνση από τον κόσμο του αγίου μάρτυρα: στράφηκε στα αιώνια, αποθέτοντας την πρόσκαιρη ματαιότητα. Ο άγιος Γόρδιος δηλαδή προτίμησε να ζει με τους αγγέλους, παρά με ανθρώπους που είχαν χάσει το στοιχείο της ανθρωπιάς, γενόμενοι χειρότεροι λόγω της ασέβειάς τους προς τον Θεό και από τα θηρία. Η απομάκρυνσή του έτσι από τον κόσμο ήταν καρπός της πίστεώς του και της αγάπης του προς τον Θεό και όχι μία στείρα άρνηση αυτού. Απόδειξη το γεγονός ότι στην έρημο φούντωσε την αγάπη του προς Εκείνον. «Άφησες κατά μέρος την πρόσκαιρη ματαιότητα, παμμακάριστε, και πήγες μαζί με αυτά που είναι αιώνια. Κι αφού απέφυγες τους ανθρώπους, έγινες συμπολίτης των αγίων, θεόφρον».

Η αίσθηση της ματαιότητας  των επιγείων και ο προσανατολισμός του σε μόνα τα αιώνια, δηλαδή στον Χριστό και τις άγιες εντολές Του, υπήρξαν μεν  αιτία της φυγής του από τον κόσμο, αλλά τον έστρεψαν και σε αδιάκοπη πνευματική άσκηση στην έρημο. Κι αυτό με τη  σειρά του τον οδήγησε στην επάνοδό του στον κόσμο, προκειμένου όμως όχι να συσχηματιστεί με αυτόν, αλλά να τον ελέγξει για την αμαρτία του, προκαλώντας τον με τη θαρραλέα ομολογία της πίστεώς του στον Χριστό. «Σκεπτόμενος, μάρτυς αοίδιμε, το άστατο των ρεόντων πραγμάτων της ζωής αυτής και ενθυμούμενος τα αιώνια που παραμένουν, χωρίς φόβο εισήλθες στο στάδιο της αθλήσεως». Από την άποψη αυτή η και πάλι είσοδός του στον κόσμο κατανοείται - με πνευματικά κριτήρια - ως η κατεξοχήν έκφραση της αγάπης του προς αυτόν. Διότι κανείς δεν αγαπά πραγματικά τον κόσμο και τους ανθρώπους, αν δεν τους φέρνει με τον λόγο και το παράδειγμά του ενώπιον του Θεού. Ό,τι έκανε στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Χριστός: ήλθε στον κόσμο όχι για να χαϊδέψει τα αυτιά των ανθρώπων, όχι να τους πει ότι πορεύονται καλά, αλλά να τους ελέγξει για την αμαρτία τους και να τους δώσει ώθηση και δύναμη  επανεύρεσης του αρχικού τους προορισμού: να είναι με τον Θεό. Όπως και στον καιρό της Παλαιάς Διαθήκης κατανοείτο και η αποστολή των Προφητών: στέλνονταν από τον Θεό, φανερώνοντας την αγάπη Του προς τους Ιουδαίους, με την κλήση που τους απηύθυναν για μετάνοια. Έτσι η σαν λιοντάρι είσοδος του αγίου Γορδίου στο θέατρο κατανοείται ως προφητική ενέργεια που προκαλεί τους καλοπροαίρετους σε μετάνοια.

Ο άγιος Θεοφάνης επιμένει σ’ αυτήν την ορμητική και λιονταρίσια παρουσία του Γορδίου στο θέατρο: «η πυράκτωση της καρδιάς του αγίου από την αγάπη του Χριστού» τον κάνει να βλέπει τους άφρονες ειδωλολάτρες ως άψυχες πέτρες, ενώ η μανία του τυράννου πέφτει επάνω του σαν το κύμα που σπάει μπροστά σε βράχο. Είναι εκπληκτικές οι συγκεκριμένες εικόνες του αγίου υμνογράφου, προκειμένου να «ζωγραφίσει» ανάγλυφα την ψυχική δύναμη του μάρτυρα. «Μπαίνοντας χωρίς φόβο και με ρωμαλεότητα, σαν λιοντάρι, στο θέατρο, αντιμετώπισες, μακάριε, τους άφρονες ειδωλολάτρες σαν άψυχες πέτρες»∙ «Κατάλαβε, θεόφρον, ο τύραννος τη σταθερή σου στάση, και όπως το κύμα πάνω στον βράχο, έτσι κι αυτός διαλύθηκε μπροστά στη δύναμή σου». Είναι γεγονός: η πίστη και η αγάπη στον Χριστό όχι απλώς δυναμώνουν την ψυχή και το σώμα του ανθρώπου, αλλά κυριολεκτικά κάνουν τον άνθρωπο πανίσχυρο, που κανείς δεν μπορεί να αντιπαραβληθεί μαζί του. Το μόνο που μπορεί να καταφέρει ο διάβολος και τα όργανά του σ’ έναν τέτοιον άνθρωπο είναι να καταβάλουν το σώμα του. Την ψυχή όμως ποτέ. Αυτή παραμένει χάριτι Θεού ανίκητη και ακατάβλητη.

Ο ΟΣΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ (2 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)

«Ο Όσιος Σεραφείμ γεννήθηκε (1759) στο Κουρσκ της Ρωσίας και  ονομάσθηκε Πρόχορος. Σε ηλικία δέκα ετών, ορφανός από πατέρα,  άρχισε να μαθαίνει με ζήλο τα ιερά γράμματα, αλλά αρρώστησε ξαφνικά βαριά. Τον θεράπευσε θαυματουργικά η Παναγία, η οποία του εμφανίστηκε στον ύπνο του και του υποσχέθηκε ότι θα τον επισκεφθεί και θα τον θεραπεύσει, κάτι που έγινε κατά τη διάρκεια μίας λιτανείας, κατά την οποία η εικόνα της Θεοτόκου λόγω βροχής μεταφέρθηκε στην αυλή του σπιτιού του, οπότε και η μητέρα του τον πέρασε κάτω από την εικόνα Της. Από την ημέρα εκείνη η υγεία του βελτιώθηκε μέχρι που αποκαταστάθηκε τελείως.

Νέος πηγαίνει να μονάσει στη μονή του Σάρωφ, όπου μετά οχτάχρονη δοκιμασία εκάρη μοναχός και στη συνέχεια διάκονος. Ως Διάκονος, ασκώντας κυρίως την ταπείνωση,  παρέμενε όλη την ημέρα στο Μοναστήρι τηρώντας με ακρίβεια τους μοναχικούς κανόνες. Το βράδυ όμως αποσυρόταν στο δάσος σ’ ένα κελί, προσευχόμενος μέχρι το πρωί. Το 1793 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ξεκίνησε μεγαλύτερους πνευματικούς αγώνες. Με την ευλογία του ηγουμένου εγκαταστάθηκε μέσα στο πυκνό δάσος του Σάρωφ ζώντας επί δεκαπενταετία σε τέλεια απομόνωση, με αυστηρή νηστεία, αδιάλειπτη προσευχή, μελέτη του Θείου Λόγου και σωματικούς κόπους. Για χίλιες ημέρες και χίλιες νύκτες μιμήθηκε τους  παλιούς στυλίτες της Εκκλησίας, καθώς ανέβηκε σε μία πέτρα, προσευχόμενος με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό και επαναλαμβάνοντας με συναίσθηση: «Ὁ Θεὸς ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».

Επανερχόμενος στη Μονή του Σάρωφ απομονώθηκε για άλλα δεκαπέντε χρόνια – ασκώντας τα πρώτα πέντε απόλυτη σιωπή. Φωτισμένος από τη χάρη του Θεού αξιώθηκε θεοπτικών εμπειριών. Μετά τον εγκλεισμό, ώριμος πλέον στην Πνευματική ζωή και γέροντας στην ηλικία, αφιερώθηκε καθ’ υπόδειξη της Θεοτόκου στη διακονία του πλησίον. Με την αγία του ζωή και το φωτεινό πρόσωπό του είχε προσελκύσει γύρω του πλήθος Χριστιανών, που τον αγαπούσαν και πίστευαν στη θαυματουργική δύναμη των αγίων του προσευχών. Πλούσιοι και φτωχοί, διάσημοι και άσημοι συνέρρεαν καθημερινά στο κελί του, για να ευλογηθούν και να καθοδηγηθούν στη ζωή τους. Τους δεχόταν όλους με αγάπη και όταν έβλεπε τα πρόσωπά τους αναφωνούσε: «Χαρά μου!». Εξομολογούσε πολλούς, θεράπευε ασθενείς, ενώ σε άλλους έδιδε να ασπασθούν τον σταυρό που είχε κρεμασμένο στο στήθος του ή την εικόνα που είχε στο τραπέζι του κελιού του. Σε πολλούς πρόσφερε ως ευλογία αντίδωρο, αγίασμα ή παξιμάδια, άλλους τους σταύρωνε στο μέτωπο με λάδι από το καντήλι, ενώ μερικούς τους αγκάλιαζε και τους ασπαζόταν λέγοντας: «Χριστὸς Ἀνέστη!».

Την 1η Ιανουαρίου 1833, ημέρα Κυριακή, ο Όσιος ήλθε για τελευταία φορά στο Ναό του των Αγίων Ζωσιμά και Σαββατίου. Άναψε κερί σε όλες τις εικόνες και τις ασπάσθηκε. Μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας ζήτησε συγχώρεση από όλους τους αδελφούς, τους ευλόγησε, τους ασπάσθηκε και παρηγορητικά τους είπε: «Σώζεσθε, μὴν ἀκηδιᾶτε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε. Στέφανοι μᾶς ἑτοιμάζονται». Ο μοναχός Παύλος πρόσεξε ότι ο Όσιος εκείνη την ημέρα πήγε τρεις φορές στον τόπο που είχε υποδείξει για τον ενταφιασμό του. Καθόταν εκεί και κοίταζε αρκετή ώρα στη γη. Το βράδυ τον άκουσε να ψάλλει στο κελί του Πασχαλινούς ύμνους. Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 2 Ιανουαρίου 1833. Οι μοναχοί τον είδαν με το λευκό ζωστικό, γονατιστό σε στάση προσευχής μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, ασκεπή, με το χάλκινο σταυρό στο λαιμό και με τα χέρια στο στήθος σε σχήμα σταυρού. Νόμιζαν ότι τον είχε πάρει ο ύπνος. Τα ιερά λείψανά του εξαφανίστηκαν κατά την περίοδο της Οκτωβριανής επαναστάσεως και ξαναβρέθηκαν το 1990, στην Αγία Πετρούπολη. Το 1991 επέστρεψαν στην μονή Ντιβέγιεβο» (Από το ιστολόγιο Ορθόδοξος Συναξαριστής).

Ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ είναι από τους πιο αγαπημένους αγίους όχι μόνο των Ρώσων πιστών αλλά όλων των ορθοδόξων. Το κύριο γνώρισμα της ζωής του που λειτουργεί ως μαγνήτης των καρδιών των ανθρώπων υπήρξε το ταπεινό του φρόνημα, το οποίο φανέρωνε την ταυτότητα σχέσεως που είχε καλλιεργήσει προς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Διότι και ο ίδιος ο Κύριος αυτό το φρόνημα είχε, όπως το εξαγγέλλει ιδίως ο απόστολος Παύλος: «αυτό να φρονείτε κι εσείς, όπως ήταν το φρόνημα του Ιησού Χριστού, ο Οποίος μολονότι Θεός ταπείνωσε τον εαυτό του, καθώς έγινε άνθρωπος, έχοντας υπακοή προς τον Πατέρα Του μέχρι θανάτου σταυρικού». Άλλωστε ο Ίδιος είχε αποκαλύψει: «μάθετε από εμένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά», πού σημαίνει ότι χριστιανός ως μέλος Χριστού χωρίς ταπείνωση δεν υπάρχει. Κι είναι αυτονόητο βεβαίως ότι η χαρισματική αυτή ταπείνωση που συντονίζει τον πιστό με τον Χριστό εκφράζεται και αποδεικνύεται με τη θυσιαστική έναντι του συνανθρώπου αγάπη. Ταπείνωση και αγάπη: το ιερό ζεύγος που κοσμεί την ύπαρξη του αληθινά πιστού, του αγίου.

Μερικά χαρακτηριστικά, λόγια και περιστατικά, από τη ζωή του αγίου Σεραφείμ φωτίζουν  την όλη βιοτή του και συνιστούν καθοδηγητικά στοιχεία για όλους τους χριστιανούς κάθε εποχής:

α. Η προσφώνησή του προς όλους: «Χαρά μου!»∙ και η υπενθύμισή του προς κάποιους άλλους: «Χριστός Ανέστη!».

Τι μας αφήνει να εννοήσουμε με τα λόγια αυτά ο μεγάλος όσιος; Αφενός το γεγονός ότι στο πρόσωπο των συνανθρώπων του έβλεπε τη χάρη της εικόνας του Θεού, τον ίδιο τον Χριστό! Ο άγιος Σεραφείμ επιβεβαίωνε έμπρακτα αυτό που λέει για τον χριστιανό ο απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή «διά πίστεως περιπατούμεν, ου δι’ είδους» - στον κόσμο τούτο η πίστη ως όραση της παρουσίας του Θεού είναι εκείνο που μας καθορίζει και όχι απλώς ό,τι μας προσφέρουν οι σωματικές μας αισθήσεις. Κι αυτό σημαίνει ότι ο αληθινός χριστιανός, σαν τον άγιο Σεραφείμ, έχει προσανατολισμένο τον νου του «όχι στα βλεπόμενα αλλά στα μη βλεπόμενα»: στα αιώνια και άφθαρτα, τη χάρη όπως είπαμε του Θεού. Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε είναι Εκείνος που έχει δώσει ως εντολή τη βαθειά αυτή όραση, από την οποία θα κριθεί και το αιώνιο μέλλον μας: «ό,τι κάνετε στον συνάνθρωπό σας το κάνετε σ’ εμένα». Πώς λοιπόν ο όσιος του Θεού να μη θεωρεί «χαρά του» κάθε άνθρωπο, στον οποίο έβλεπε τον ίδιο τον Χριστό, συνεπώς και το «αντικείμενο» του έρωτά του; Ο άγιος Σεραφείμ, σαν τους άλλους αγίους, αγαπούσε μέχρι βαθμού θυσίας κάθε άνθρωπο, πριν ακόμη έλθει σε προσωπική επαφή μαζί του.

Κι αφετέρου: το γεγονός ότι έκρινε πως σε κάποιους έπρεπε να υπενθυμίσει τον αναστάσιμο χαιρετισμό φανέρωνε ότι ο ίδιος καταρχάς  την Ανάσταση του Κυρίου την ζούσε όχι απλώς ως μία εορτή που προβάλλεται από την Εκκλησία έστω και πανηγυρικά, αλλά ως καθημερινή εμπειρία του – η Ανάσταση συνιστά βίωμα που αγκαλιάζει ολόκληρη την ύπαρξη του χριστιανού, με το χαρακτηριστικό γνώρισμα της πηγαίας εσωτερικής χαράς∙ κι έπειτα, ακριβώς γι’ αυτό, ότι κανείς χριστιανός δεν μπορεί και δεν πρέπει να αφεθεί στην «κατάποσή» του από τη θλίψη και τον ψυχικό μαρασμό – είναι σαν να ομολογεί ότι δεν πιστεύει στον Κύριο και την Ανάστασή Του. Προφανώς αρκετοί που επισκέπτονταν τον άγιο Σεραφείμ ήταν άνθρωποι καταβεβλημένοι από τις δοκιμασίες και τις οδύνες της ζωής, έχοντας «ξεχάσει» ότι η χριστιανική πίστη αποτελεί συμμετοχή στο Πάθος του Κυρίου στον βαθμό που ταυτοχρόνως αποτελεί και συμμετοχή στη χαρά της Αναστάσεώς Του.

β. Η υπενθύμιση του οσίου ότι «σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι η απόκτηση του αγίου Πνεύματος» - αυτό που τόνισε στον διάλογό του με τον Ρώσο αξιωματικό Μοτοβίλωφ.

Κι εδώ ο όσιος εκφράζει το βάθος της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας. Σκοπό δεν έχουμε οι χριστιανοί να γίνουμε απλώς «καλοί άνθρωποι», αλλά να γίνουμε, κατά την υπόσχεση του Θεού μας, «άλλοι Θεοί επί της γης». «Θα κατοικήσω μέσα τους και θα περπατήσω στην ύπαρξή τους και θα είμαι γι’ αυτούς Θεός και αυτοί θα είναι για μένα λαός», όπως προαναγγέλλει ήδη ο προφήτης Ησαϊας προσβλέποντας στον ερχομό του Μεσσία. Και πράγματι: ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήλθε για να μας αποκαταστήσει από το τραύμα της αμαρτίας εντάσσοντάς μας μέσα στο σώμα Του και να μας ξανακάνει «τέκνα Θεού» κατά τον τρόπο της δημιουργίας μας. Ο χριστιανός τι άλλο μπορεί να έχει ως αυτοσυνειδησία πέρα από το ότι συνιστά μέλος Χριστού και κλήμα στο αμπέλι Εκείνου; Ντυμένος τον Χριστό διά του αγίου βαπτίσματος, συνεπώς έχοντας λάβει το άγιον Πνεύμα που προσφέρει την «ένδυση» αυτή, καλείται να επιβεβαιώνει την ύψιστη αυτή δωρεά διά της καθημερινής ασκήσεως των αγίων εντολών Του, λοιπόν η τήρηση των εντολών Του Χριστού ενεργοποιεί την εικόνα Αυτού στη δική του ψυχοσωματική οντότητα. Χριστιανός: ένα «μίμημα Χριστού όσο μπορεί ο άνθρωπος» (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος). Οπότε, σκοπός κάθε χριστιανού είναι να διακρατεί το άγιο Πνεύμα που έλαβε και να αγωνίζεται επίμονα και αδιάκοπα να το αυξάνει – ό,τι συνιστά ζωντανή σχέση με τον Χριστό και Θεό.

γ. Η γνωστή ρήση του αγίου Σεραφείμ: «απόκτησε την ειρήνη του Θεού μέσα σου και χιλιάδες άνθρωποι θα την εύρουν μαζί μ’ εσένα».

Ο λόγος αυτός του αγίου Σεραφείμ αποτελεί, όπως εύκολα κατανοεί κανείς, συνεπή συνέχεια της παραπάνω πνευματικής πραγματικότητας της αυτοσυνειδησίας του χριστιανού. Ως μέλος Χριστού δηλαδή ο χριστιανός, ως «μίμημα» Εκείνου, δεν μπορεί παρά να ζει την πραότητα και την ειρήνη του Χριστού, λειτουργώντας έτσι με τον καλύτερο και ανώτερο ιεραποστολικό τρόπο για τον κόσμο. Ό,τι ο Κύριος απεκάλυψε: «τη δική μου ειρήνη σάς δίδω κι όχι αυτήν που δίνει ο κόσμος ο πεσμένος στην αμαρτία», το ίδιο ακριβώς λέει και ο όσιός μας. Διότι «ο Χριστός είναι η ειρήνη μας» κατά τον λόγο και των αγίων Αποστόλων. Από την άποψη αυτή η ειρήνη που πρόβαλλε και ο άγιος Σεραφείμ είναι η χαρισματική ειρήνη του Χριστού που εξακτίνωνε την κατάσταση και της δικής του καρδιάς και λειτουργούσε ως άγιος «μαγνήτης» για όλους τους καλοπροαίρετους ανθρώπους. Και πρέπει επιπλέον να σημειώσουμε ότι εδώ έχουμε και την ταυτότητα της κοινής εμπειρίας των αγίων μας. Διότι παρόμοια φράση βρίσκουμε και στον όσιο Ισαάκ τον Σύρο. Ο μέγας αυτός ασκητικός διδάσκαλος είναι που εξίσου καταγράφει: «Ειρήνευσε με τον εαυτό σου και θα ειρηνεύσει μαζί σου ο ουρανός και η γη» - ειρηνεύεις βεβαίως με τον εαυτό σου όταν ειρηνεύεις με τον Θεό∙ και όλα πλέον είναι μαζί σου ειρηνεμένα!

δ. Η μεγάλη αγάπη του στα παιδιά. Είναι γνωστό ότι όταν βρισκόταν σε απομόνωση στο δάσος ο άγιος Σεραφείμ ασκώντας απόλυτη σιωπή, ο κόσμος τον αναζητούσε. Κι αν τύχαινε κάποια φορά να τον βρει, εκείνος έπεφτε μπρούμυτα στο έδαφος μη βλέποντας και μη απαντώντας σε κανένα. Τι έκαναν τότε οι πιστοί άνθρωποι; Γνωρίζοντας την αδυναμία του αγίου για τα παιδιά, έβαζαν εκείνα να τον φωνάζουν και να τον αναζητούν. Κι εκείνος πράγματι, αδυνατούσε να μην ανταποκριθεί. Γιατί; Διότι τα παιδιά αποτελούν την καθαρότερη στον κόσμο φανέρωση της Βασιλείας του Θεού – η χάρη του Θεού σ’ αυτά, όσο είναι δυνατόν, ζει «αντικειμενικά». Οι λόγοι του Κυρίου είναι σαφείς: «Αφήστε τα παιδιά να έλθουν κοντά μου, γιατί σ’ αυτά ανήκει η Βασιλεία του Θεού». Και: «εάν δεν γίνετε σαν τα παιδιά δεν πρόκειται να εισέλθετε στη Βασιλεία των Ουρανών». Η καθαρότητα της ψυχής λοιπόν των παιδιών έλκυε και ελκύει όχι μόνο τον Ουράνιο κόσμο, αλλά και τους πολίτες του Ουρανού στον κόσμο τούτο, τους αγίους. Σαν τον άγιο Σεραφείμ που «έβλεπε» με καθαρότητα τη χάρη του Θεού στα πρόσωπα των παιδιών. Πώς λοιπόν να αντισταθεί στην έλξη που του ασκούσαν; Κι αυτό αποδεικνύει και με άλλον τρόπο τη χάρη που ζούσε στην καθαρή καρδιά και του ίδιου: ήταν κι αυτός ένα μικρό «παιδί» στην ψυχή, «νήπιος» ως προς την κακία του κόσμου. Αυτό δεν προτρέπει και ο απόστολος Παύλος; «Ως προς την κακία να είστε νήπιοι, ως προς το μυαλό όμως να είστε τέλειοι».

28 Δεκεμβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«Ὅτε δέ εὐδόκησεν ὁ Θεός, ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου» (Γαλ. 1, 15)

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα κάνει μία ἀναδρομή στή ζωή του, προκειμένου νά ἀποδείξει τή γνησιότητα τοῦ ἀποστολικοῦ ἀξιώματός του. Εἶναι γνωστή ἡ συγκλονιστική πορεία του, πῶς δηλαδή ἀπό διώκτης τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας ἔγινε μέγας καί οἰκουμενικός ἀπόστολος. Ἡ ἐκτίμησή του μάλιστα εἶναι ὅτι ὁ Θεός τον εἶχε ξεχωρίσει γιά τό ἀποστολικό ἔργο του καί πρίν ἀκόμη γεννηθεῖ. «Ὅτε δέ εὐδόκησεν ὁ Θεός, ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου»!

1. Εἶναι πράγματι συγκλονιστική ἡ διαπίστωση αὐτή τοῦ ἀποστόλου. Διότι δείχνει ὅτι δεν εἴμαστε τυχαῖα ὄντα μέσα στόν κόσμο, ἀλλά μᾶς παρακολουθεῖ πάντοτε ἡ πρόνοια καί ἡ φροντίδα τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιά μία ἀπό τίς βασικότερες ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας, ὅπως ἰδιαιτέρως τήν τόνισε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: Κοιτάξτε τά κρίνα τοῦ ἀγροῦ ἤ τά πτηνά τοῦ οὐρανοῦ κι αὐτό ἀκόμη τό ἀγριόχορτο. Ὁ Θεός τά φροντίζει καί τά περιποιεῖται. «Εἰ δέ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ σήμερον ὄντα καί αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον ὁ Θεός οὕτως ἀμφιέννυσιν, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;» Κι ἀλλοῦ: «Καί αἱ τρίχες ὑμῶν τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί». Ὁ Θεός λοιπόν φροντίζει τά πάντα τῆς δημιουργίας, κατεξοχήν ὅμως τόν  «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ» ἄνθρωπο.

2. Ὑπάρχει βεβαίως ἡ ἔνσταση τῆς λογικῆς: εἶναι δυνατόν ὁ Θεός νά φροντίζει τά πάντα καί νά ἐνδιαφέρεται γιά τό κάθε τι; Ἀσχολεῖται με τέτοια μικροπράγματα ὁ Θεός; Δέν συνιστᾶ τοῦτο ὑποβάθμιση τῆς «μεγαλειότητάς» Του; Ἡ ἔνσταση ἀσφαλῶς προϋποθέτει πλανεμένη ἀντίληψη γιά τόν ἀποκεκαλυμμένο Θεό τῆς πίστεώς μας. Ἔχει ὑπ’ ὄψιν της ἄλλον Θεό ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Διότι ἀντιμετωπίζει τόν «Θεό» αὐτόν κατ’ εἰκόνα τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου, συνεπῶς Τόν βλέπει μέ τά δεδομένα τῆς δικῆς του ἀνθρώπινης ἀδυναμίας. Ὅπως ἐμεῖς μπορεῖ νά ἀναδιαφοροῦμε γιά τά θεωρούμενα μικρά καί εὐτελῆ, ἔτσι κι Ἐκεῖνος. Ἀλλά ἡ ἀλήθεια τήν ὁποία ἔφερε ὁ Κύριος εἶναι διαφορετική: ὁ Θεός ἀγαπᾶ καί γι’ αὐτό ἐνδιαφέρεται γιά ὅλη τή Δημιουργία Του, κατεξοχήν μάλιστα  γιά τόν ἄνθρωπο, τόν «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» Ἐκείνου δημιουργημένο. Πίσω λοιπόν ἀπό τήν παραπάνω ἔνσταση ὑπάρχει ἡ ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου γιά τόν ἀληθινό Θεό καί τήν ἀγάπη Του.

3. Μία δεύτερη ἔνσταση εἶναι ἡ ἑξῆς: ἄν ὑπάρχει ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, πῶς ἀφήνει νά ὑφίσταται στόν κόσμο ἡ ἀδικία, ἡ πεῖνα, τό κακό, ὁ πόλεμος; Πρόκειται γιά σοβαρό ἐρώτημα, μά ἐξίσου εἶναι σοβαρή ἡ ἀπάντηση τῆς χριστιανικῆς πίστεως: ἀφενός ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ δέν καταργεῖ τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία αὐτή βεβαίως εἶναι τό ποιητικό αἴτιο τῆς ὅποιας κακοδαιμονίας καί κακίας στόν κόσμο - ὁ Θεός δέν δημιούργησε τίποτε κακό, ἀλλά τά πάντα «καλά λίαν» -, ἀφετέρου παρ’ ὅλη τήν ὑπό τοῦ ἀνθρώπου ἀλλοίωση τῆς λίαν καλῆς δημιουργίας ἐπεμβαίνει πολλές φορές στό ἀποτέλεσμα τῶν ἐλευθέρων ἀποφάσεων τοῦ ἀνθρώπου, ἀξιοποιώντας το μέ τρόπο ὥστε νά δίνει νέες εὐκαιρίες καί πάλι σ’ αὐτόν. Ὁ Θεός δηλαδή μία ἀρνητική ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου τήν μεταστρέφει τελικῶς λόγω τῆς ἀγάπης Του σέ κάτι θετικό γι’ αὐτόν ἤ γιά τούς ἄλλους. Πόσες φορές γιά παράδειγμα μία ἀρρώστια δέν ἔφερε σέ μετάνοια τόν ἄνθρωπο καί σέ ἁγιότητά του; Πόσες φορές ἕνα ἀτύχημα δέν ἔγινε ἡ ἀφορμή νά βρεῖ ὁ παθών μία ἄλλη διέξοδο, ἀπείρως καλύτερη ἀπό ὅ,τι ἦταν πρίν; Καί νά, πού καί ἡ σημερινή ἡμέρα δίνει ἕνα τέτοιο παράδειγμα. Στίς 29 Δεκεμβρίου ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τά νήπια πού σφαγιάστηκαν ἀπό τόν Ἡρώδη. Ἡ ἀδικία εἶναι πρωτοφανής καί ἀσύλληπτη στή λογική. Κι ὅμως ἡ ἀδικία μεταποιεῖται σέ εὐλογία: τά νήπια γίνονται οἱ πρῶτοι μάρτυρες γιά τόν Κύριο. Τά πρῶτα εὐώδη ἄνθη τοῦ Παραδείσου!

4. Ἡ πίστη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπό πολλές δεισιδαιμονίες, ὅπως καί ἀπό τήν ἀφελή πεποίθηση γιά τήν ὕπαρξη τῆς τύχης. Κυρίως ὅμως μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό ὅλους τούς φόβους καί τίς φοβίες. Γιατί βρισκόμαστε ὄχι ἕρμαια τυφλῶν καί ἀπροσώπων δυνάμεων, ἀλλά στά χέρια τοῦ Πατέρα μας Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς φροντίζει μέ ἀγάπη, μάλιστα ἐμᾶς πού εἴμαστε λόγω τοῦ ἁγίου βαπτίσματός μας μέλη τοῦ σώματός Του. Κι ἀπό τήν ἄλλη μᾶς γεμίζει μέ θάρρος, μέ δύναμη, μέ παρηγοριά, γεγονός πού μᾶς κάνει νά βλέπουμε νόημα στή ζωή μας καί νά σεβόμαστε τήν ἴδια τή ζωή.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος φωτισμένος ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἔβλεπε τή ζωή του μέσα στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Τίποτε δέν ἦταν τυχαῖο τελικῶς στήν ὕπαρξή του. Τό ἴδιο ὅμως ἰσχύει γιά ὅλους μας. Ὅσο στρεφόμαστε μέ πίστη στόν Χριστό καί ζοῦμε στήν Ἐκκλησία Του, τόσο καί τά δικά μας μάτια θά διανοίγονται γιά νά βλέπουμε τό σχέδιό Του καί γιά ἐμᾶς. Τά Χριστούγεννα μάλιστα ἀποτελοῦν μοναδική πρόκληση γιά νά βλέπουμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο δρᾶ ὁ Θεός, ὥστε νά «διαβάζουμε» τά σημάδια του στίς διαστάσεις καί τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. β΄ 13-23)

Αναχωρησάντων τῶν μάγων ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ' ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. Ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβεν τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου· ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· «Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου». Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλεν πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλέεμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσεν παρὰ τῶν μάγων. Τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· «Φωνὴ ἐν Ραμὰ ἠκούσθη, κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελεν παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσί». Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ' ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ, τεθνήκασιν γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. Ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβεν τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ. Ἀκούσας δὲ ὅτι Ἀρχέλαος βασιλεύει τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἡρῴδου ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ' ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Οταν ἀναχώρησαν οἱ μάγοι, ἕνας ἄγγελος τοῦ Θεοῦ πα-ρουσιάστηκε στόν Ἰωσήφ στό ὄνειρό του καί τοῦ εἶπε: «Σήκω ἀμέσως, πάρε τό παιδί καί τή μητέρα του καί φύγε στήν Αἴγυπτο καί μεῖνε ἐκεῖ ὡσότου σοῦ πῶ. Γιατί ὁ Ἡρώδης ὅπου νά ΄ναι θά ψάξει νά βρεῖ τό παιδί, γιά νά τό σκοτώσει». Ὁ Ἰωσήφ σηκώθηκε ἀμέσως, πῆρε τό παιδί καί τή μητέρα του καί μέσα στή νύχτα ἔφυγε στήν Αἴγυπτο· ἐκεῖ ἔμεινε ὥσπου πέθανε ὁ Ἡρώδης. Ἔτσι ἐκπληρώθηκε ὁ λόγος τοῦ Κυρίου πού εἶχε πεῖ ὁ προφήτης: Ἀπό τήν Αἴγυπτο κάλεσα τόν γιό μου. Ὅταν κατάλαβε ὁ Ἡρώδης πώς οἱ μάγοι τόν ἐξαπάτησαν, ὀργίστηκε πάρα πολύ. Ἔστειλε τότε στρατιῶτες καί σκότωσαν στή Βηθλεέμ καί στήν περιοχή της ὅλα τά παιδιά ἀπό δύο χρονῶν καί κάτω, σύμφωνα μέ τό χρόνο πού ἐξακρίβωσε ἀπό τούς μάγους. Ἔτσι ἐκπληρώθηκε ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, πού εἶχε πεῖ ὁ προφήτης Ἱερεμίας: Ἀκούστηκε στή Ραμά κραυγή, θρῆνος, κλάματα καί στεναγμός βαρύς· γιά τά παιδιά της κλαίει ἡ Ραχήλ καί πουθενά δέ βρίσκει παρηγοριά, γιατί δέν ὑπάρχουν πιά στή ζωή. Ὅταν, λοιπόν, πέθανε ὁ Ἡρώδης, ἕνας ἄγγελος σταλμένος ἀπό τόν Κύριο ἐμφανίστηκε στόν Ἰωσήφ σέ ὄνειρο στήν Αἴγυπτο καί τοῦ εἶπε: «Σήκω, πάρε τό παιδί καί τή μητέρα του καί πήγαινε στή χώρα τοῦ Ἰσραήλ, γιατί πέθανα ὅσοι ἤθελαν νά θανατώσουν τό παιδί». Τότε ὁ Ἰωσήφ σηκώθηκε, πῆρε τό παιδί καί τή μητέρα του καί γύρισε πάλι στή χώρα τοῦ Ἰσραήλ. Ὅταν ἔμαθε πώς βασιλιάς τῆς Ἰουδαίας εἶναι ὁ Ἀρχέλαος, στή θέση τοῦ πατέρα του Ἡρώδη, φοβήθηκε νά ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ. Μέ θεϊκή ἐντολή ὅμως, πού τοῦ δόθηκε στό ὄνειρό του, ἀναχώρησε γιά τήν περιοχή τῆς Γαλιλαίας. Ἦρθε, λοιπόν, κι ἐγκαταστάθηκε στήν πόλη Ναζαρέτ. Ἔτσι ἐκπληρώθηκε γιά τό Χριστό ἡ προφητεία πού ἔλεγε ὅτι θά ὀνομαστεῖ Ναζωραῖος.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Γαλ. α΄ 11-19)

Αδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ' ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ' ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοὶ, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. Ἔπειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· Ἓτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Αδελφοί, πρέπει νά ξέρετε πώς τό εὐαγγέλιο πού σᾶς κήρυξα ἐγώ δέν προέρχεται ἀπό ἄνθρωπο. Γιατί κι ἐγώ οὔτε τό παρέλαβα οὔτε τό διδάχτηκα ἀπό ἄνθρωπο, ἀλλά μου τό ἀποκάλυψε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀσφαλῶς ἔχετε ἀκούσει γιά τή διαγωγή μου ὅσον καιρό ἀνῆκα στήν ἰουδαϊκή θρησκεία, ὅτι καταδίωκα μέ πάθος τήν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καί προσπαθοῦσα νά τήν ἐξαφανίσω. Καί πρόκοβα στόν ἰουδαϊσμό πιό πολύ ἀπό πολλούς συνομήλι-κους συμπατριῶτες μου, γιατί εἶχα μεγαλύτερο ζῆλο γιά τίς προγονικές μου παραδόσεις. Ὁ Θεός ὅμως μέ εἶχε ξεχωρίσει ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας μου καί ἡ χάρη του μέ εἶχε καλέσει νά τόν ὑπηρετήσω. Ὅταν, λοιπόν, εὐδόκησε νά μοῦ ἀποκαλύψει τόν Υἱό του γιά νά φέρω στούς ἐθνικούς τό χαρμόσυνο μήνυμα γι΄ αὐτόν, δέ στηρίχθηκα σ΄ ἀνθρώπινες δυνάμεις· οὔτε ἀνέβηκα στά Ἱεροσόλυμα νά δῶ ἐκείνους πού ἦταν ἀπόστολοι πρίν ἀπό μένα, ἀλλά ἔφυγα στήν Ἀραβία, καί ὕστερα ξαναγύρισα στή Δαμα-σκό. Ἔπειτα, μετά ἀπό τρία χρόνια, ἀνέβηκα στά Ἱεροσόλυμα νά γνωρίσω ἀπό κοντά τόν Πέτρο, κι ἔμεινα κοντά του δεκαπέντε μέρες. Ἄλλον ἀπόστολο δέν εἶδα, παρά τόν Ἰάκωβο, τόν ἀδερφό τοῦ Κυρίου.